ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 10ης Οκτωβρίου 2013 ( *1 )

«Ασφάλιση αστικής ευθύνης προκύπτουσας από την κυκλοφορία αυτοκίνητων οχημάτων και έλεγχος της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής — Οδηγία 2009/103/ΕΚ — Άρθρο 21, παράγραφος 5 — Αντιπρόσωπος για τον διακανονισμό των ζημιών — Εξουσία αντικλήτου — Εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία εξαρτά την εγκυρότητα της κοινοποιήσεως από την ύπαρξη ρητού διορισμού αντικλήτου — Σύμφωνη ερμηνεία»

Στην υπόθεση C‑306/12,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Landgericht Saarbrücken (Γερμανία) με απόφαση της 1ης Ιουνίου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Ιουνίου 2012, στο πλαίσιο της δίκης

Spedition Welter GmbH

κατά

Avanssur SA,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, J. L. da Cruz Vilaça, Γ. Αρέστη, J.-C. Bonichot (εισηγητή) και A. Arabadjiev, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Avanssur SA, εκπροσωπούμενη από τον M. Müller-Trawinski, Rechtsanwalt,

η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Pesendorfer,

η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους L. Inez Fernandes και E. Pedrosa,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Braun και K.‑P. Wojcik,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 30ής Μαΐου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 21, παράγραφος 5, της οδηγίας 2009/103/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής (ΕΕ L 263, σ. 11).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Spedition Welter GmbH (στο εξής: Spedition Welter), επιχειρήσεως μεταφορών με έδρα στη Γερμανία, και της Avanssur SA (στο εξής: Avanssur), ασφαλιστικής εταιρίας με έδρα στη Γαλλία, με αντικείμενο τον διακανονισμό ζημίας.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Η οδηγία 2009/103 περιέχει τις ακόλουθες αιτιολογικές σκέψεις:

«[...]

(20)

Θα πρέπει να διασφαλισθεί παρόμοια μεταχείριση των θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων άσχετα με το πού λαμβάνει χώρα το ατύχημα στο εσωτερικό της Κοινότητας.

[...]

(34)

Ο ζημιωθείς που έχει υποστεί οιαδήποτε ζημία ή σωματική βλάβη από τροχαίο ατύχημα, το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και συνέβη σε κράτος διάφορο εκείνου στο οποίο διαμένει, θα πρέπει να μπορεί να εγείρει αξιώσεις αποζημίωσης στο κράτος μέλος διαμονής του κατά αντιπροσώπου για τον διακανονισμό των ζημιών, ο οποίος έχει διορισθεί εκεί από την ασφαλιστική επιχείρηση του υπεύθυνου μέρους. Η λύση αυτή παρέχει τη δυνατότητα να διευθετούνται, με οικείες στους ζημιωθέντες διαδικασίες, ζημίες τις οποίες υφίστανται εκτός του κράτους μέλους διαμονής τους.

(35)

Με το σύστημα του αντιπροσώπου για τον διακανονισμό των ζημιών στο κράτος μέλος διαμονής του ζημιωθέντος, δεν θίγεται ούτε το ουσιαστικό δίκαιο που πρέπει να εφαρμόζεται στην εκάστοτε περίπτωση ούτε το ζήτημα της δικαιοδοσίας.

[...]

(37)

Θα πρέπει να προβλεφθεί ότι το κράτος μέλος όπου έχει εκδοθεί η άδεια λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, απαιτεί από την επιχείρηση να διορίζει αντιπροσώπους για τον διακανονισμό των ζημιών, διαμένοντες ή εγκατεστημένους στα άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι θα συγκεντρώνουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τις αξιώσεις που προκύπτουν από αυτού του είδους τα ατυχήματα και θα λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για τον διακανονισμό των αξιώσεων εξ ονόματος και για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένης της καταβολής της σχετικής αποζημιώσεως. Οι εν λόγω αντιπρόσωποι θα πρέπει να διαθέτουν επαρκείς εξουσίες να εκπροσωπούν την ασφαλιστική επιχείρηση, έναντι των προσώπων που υφίστανται ζημίες από τα εν λόγω ατυχήματα, αλλά και να την εκπροσωπούν, αν παραστεί ανάγκη, ενώπιον των εθνικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων, οσάκις χρειάζεται, των δικαστηρίων, εφόσον αυτό συμβιβάζεται με τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου περί απονομής δικαιοδοσίας.»

4

Το άρθρο 19 της οδηγίας 2009/103, με τίτλο «Διαδικασία αποζημίωσης αξιώσεων», ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη καθιερώνουν τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 22 για το διακανονισμό αξιώσεων σχετικά με ατυχήματα που προκαλούνται από οχήματα καλυπτόμενα από ασφάλιση σύμφωνα με το άρθρο 3.

[...]»

5

Κατά το άρθρο 20 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Ειδικές διατάξεις σχετικά με την αποζημίωση ζημιωθέντος κατά την επίσκεψη σε κράτος μέλος εκτός του κράτους μέλους διαμονής του»:

«1.   Σκοπός των άρθρων 20 έως 26 είναι να θεσπίσουν ειδικές διατάξεις σχετικές με τους ζημιωθέντες που δικαιούνται αποζημίωση για οιαδήποτε ζημία ή σωματική βλάβη τις οποίες υπέστησαν λόγω ατυχήματος που συνέβη σε κράτος μέλος εκτός του κράτους μέλους διαμονής τους, και οι οποίες προκλήθηκαν από την κυκλοφορία οχημάτων ασφαλισμένων σε ένα κράτος μέλος στο οποίο έχουν τη συνήθη στάθμευσή τους.

[…]

2.   Τα άρθρα 21 και 24 εφαρμόζονται μόνο σε περίπτωση ατυχήματος που προκλήθηκε από την κυκλοφορία οχήματος:

α)

ασφαλισμένου μέσω εγκατάστασης η οποία βρίσκεται σε κράτος μέλος εκτός του κράτους διαμονής του ζημιωθέντος και

β)

έχοντος τη συνήθη στάθμευσή του σε κράτος μέλος εκτός του κράτους διαμονής του ζημιωθέντος.»

6

Το άρθρο 21 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Αντιπρόσωποι για τον διακανονισμό των ζημιών», ορίζει τα εξής:

«1.   Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσει ότι όλες οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες καλύπτουν τους κινδύνους που κατατάσσονται στον κλάδο 10 του σημείου Α του παραρτήματος της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, εκτός από την ευθύνη του μεταφορέα, διορίζουν, σε κάθε κράτος μέλος, εκτός εκείνου στο οποίο έχουν λάβει την επίσημη άδειά τους, αντιπρόσωπο για τον διακανονισμό των ζημιών.

Ο αντιπρόσωπος για τον διακανονισμό των ζημιών αναλαμβάνει τη διαχείριση και τον διακανονισμό των αξιώσεων που προκύπτουν από ατυχήματα στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 20, παράγραφος 1.

Ο αντιπρόσωπος για τον διακανονισμό των ζημιών έχει τη διαμονή ή εγκατάστασή του στο κράτος μέλος όπου έχει διοριστεί.

[...].

4.   Ο αντιπρόσωπος για τον διακανονισμό των ζημιών συγκεντρώνει, όσον αφορά τις σχετικές αξιώσεις, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τον διακανονισμό των αξιώσεων και λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για τη διαπραγμάτευση του διακανονισμού των ζημιών.

Ο υποχρεωτικός διορισμός αντιπροσώπου για το διακανονισμό των ζημιών δεν εμποδίζει το ζημιωθέντα ή την ασφαλιστική επιχείρησή του να στρέφονται απ’ ευθείας κατά του υπαιτίου του ατυχήματος ή της ασφαλιστικής επιχείρησής του.

5.   Ο αντιπρόσωπος για τον διακανονισμό των ζημιών διαθέτει επαρκείς εξουσίες για να εκπροσωπεί την ασφαλιστική επιχείρηση έναντι των ζημιωθέντων στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 20, παράγραφος 1, και να ικανοποιεί ολοσχερώς τις αξιώσεις τους.

Πρέπει να είναι σε θέση να εξετάζει την υπόθεση στην (στις) επίσημη(ες) γλώσσα(ες) του κράτους μέλους διαμονής του ζημιωθέντος.

[...]»

Το γερμανικό δίκαιο

7

Η οδηγία 2009/103 μεταφέρθηκε στη γερμανική έννομη τάξη με τον νόμο περί ελέγχου των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (Versicherungsaufsichtsgesetz, στο εξής: VAG).

8

Κατά το άρθρο 7b του VAG, περί του αντιπροσώπου για τον διακανονισμό των ζημιών στο πλαίσιο της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων:

«1.   [...] [Η] ασφαλιστική επιχείρηση ορίζει αντιπρόσωπο για τον διακανονισμό των ζημιών σε όλα τα άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στα λοιπά κράτη που έχουν υπογράψει τη Συμφωνία για τον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Χώρο. Ο αντιπρόσωπος, εξ ονόματος της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, επεξεργάζεται και διαχειρίζεται τις αιτήσεις αποζημιώσεως για σωματικές βλάβες και υλικές ζημίες λόγω ατυχήματος που συνέβη σε κράτος μέλος πλην του κράτους μέλους διαμονής του ζημιωθέντος, οι οποίες προκλήθηκαν από την κυκλοφορία οχημάτων ασφαλισμένων σε κράτος μέλος στο οποίο έχουν τη συνήθη στάθμευσή τους.

2.   Ο αντιπρόσωπος για τον διακανονισμό των ζημιών έχει τη διαμονή ή εγκατάστασή του στο κράτος μέλος όπου έχει διοριστεί. Δύναται να ενεργεί για λογαριασμό μίας ή πλειόνων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Διαθέτει επαρκείς εξουσίες για να εκπροσωπεί την ασφαλιστική επιχείρηση έναντι των ζημιωθέντων και να ικανοποιεί ολοσχερώς τις αξιώσεις τους. Πρέπει να είναι σε θέση να εξετάσει την υπόθεση στην ή στις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους όπου έχει διοριστεί.

3.   Ο αντιπρόσωπος για τον διακανονισμό των ζημιών συγκεντρώνει, προκειμένου για ζημίες που προκλήθηκαν από όχημα ασφαλισμένο από την εν λόγω ασφαλιστική επιχείρηση, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τον διακανονισμό των ζημιών [...]».

9

Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας (Zivilprozessordnung), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, ορίζει στο άρθρο του 171, περί επιδόσεως δι’ αντιπροσώπου:

«Η επίδοση μπορεί να απευθύνεται, με τα ίδια έννομα αποτελέσματα, σε υποχρεωτικά διορισμένο αντιπρόσωπο ή στον αντιπροσωπευόμενο. Ο αντιπρόσωπος πρέπει να αποδεικνύει με έγγραφο τη σχετική εντολή.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

10

Στις 24 Ιουνίου 2011, σε τροχαίο ατύχημα που συνέβη σε περιφερειακό δρόμο του Παρισιού (Γαλλία), φορτηγό ασφαλισμένο από την Avanssur προκάλεσε υλικές ζημίες σε άλλο όχημα το οποίο ανήκε στην εταιρία Spedition Welter.

11

Η Spedition Welter άσκησε ενώπιον του πρωτοβάθμιου γερμανικού δικαστηρίου αγωγή ζητώντας αποζημίωση ποσού 2382,89 ευρώ. Η αγωγή αυτή δεν κοινοποιήθηκε στην Avanssur, αλλά στον αντιπρόσωπό της στη Γερμανία, ήτοι στην AXA Versicherungs AG (στο εξής: AXA).

12

Το εν λόγω δικαστήριο κήρυξε απαράδεκτη την αγωγή αποζημιώσεως, κρίνοντας μη προσήκουσα την κοινοποίησή της στην AXA, η οποία δεν είχε εξουσία αντικλήτου.

13

Η Spedition Welter άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Landgericht Saarbrücken.

14

Το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι η έκβαση της εφέσεως εξαρτάται από την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στην οδηγία 2009/103. Το παραδεκτό του αιτήματος της Spedition Welter έναντι της Avanssur εξαρτάται από το ζήτημα αν το άρθρο 21, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο αρμόδιος για τον διακανονισμό των ζημιών αντιπρόσωπος έχει εξουσία αντικλήτου ως προς την καθής της κύριας δίκης. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, πρέπει περαιτέρω να εξακριβωθεί αν αυτή η διάταξη της εν λόγω οδηγίας εφαρμόζεται άνευ όρων και είναι αρκούντως ακριβής ούτως ώστε η Spedition Welter να μπορεί να την επικαλεστεί προς στήριξη του επιχειρήματός της ότι η Avanssur είχε ορίσει αντίκλητο την AXA.

15

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landesgericht Saarbrücken αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 21, παράγραφος 5, της οδηγίας [2009/103] την έννοια ότι ο αντιπρόσωπος για τον διακανονισμό των ζημιών διαθέτει επίσης την εξουσία αντικλήτου της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, με αποτέλεσμα, στην αγωγή αποζημιώσεως λόγω ατυχήματος που ασκεί ο ζημιωθείς κατά της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, η επίδοση που γίνεται προς τον προαναφερθέντα αντιπρόσωπο για τον διακανονισμό των ζημιών να λογίζεται ως δικαστική επίδοση προς την ασφαλιστική επιχείρηση;

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

2)

Έχει το άρθρο 21, παράγραφος 5, της οδηγίας 2009/103 άμεσο αποτέλεσμα υπό την έννοια ότι ο παθών μπορεί να επικαλεσθεί τη διάταξη αυτή ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, με συνέπεια το εθνικό δικαστήριο να οφείλει να δεχθεί ότι η επίδοση προς την ασφαλιστική επιχείρηση διενεργήθηκε εγκύρως, στην περίπτωση κατά την οποία η επίδοση έγινε στον αντιπρόσωπο για τον διακανονισμό των ζημιών υπό την ιδιότητά του “ως αντιπροσώπου” της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, χωρίς όμως αυτός να έχει διοριστεί αντίκλητος βάσει δικαιοπραξίας ή να πρόκειται για περίπτωση ως προς την οποία το εθνικό δίκαιο προβλέπει τον διορισμό αντικλήτου εκ του νόμου, έστω και αν η επίδοση πληροί κατά τα λοιπά όλες τις προϋποθέσεις που τάσσει το εθνικό δίκαιο;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

16

Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 21, παράγραφος 5, της οδηγίας 2009/103 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μεταξύ των επαρκών εξουσιών που πρέπει να διαθέτει ο αντιπρόσωπος για τον διακανονισμό των ζημιών περιλαμβάνεται και η εξουσία αντικλήτου στο πλαίσιο διαδικασίας διακανονισμού ζημίας ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου.

17

Προκαταρκτικώς υπενθυμίζεται ότι, για τον προσδιορισμό του περιεχομένου διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνονται συγχρόνως υπόψη το γράμμα της, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί της (απόφαση της 9ης Απριλίου 2013, C‑85/11, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

18

Εν προκειμένω, μολονότι από το γράμμα του άρθρου 21, παράγραφος 5, της οδηγίας 2009/103 προκύπτει ότι ο αντιπρόσωπος για τον διακανονισμό των ζημιών διαθέτει επαρκείς εξουσίες για να εκπροσωπεί την ασφαλιστική επιχείρηση έναντι των ζημιωθέντων και να ικανοποιεί ολοσχερώς τις αξιώσεις τους αποζημιώσεως, η διάταξη αυτή, που καθορίζει με τον τρόπο αυτό τους σκοπούς της εν λόγω αντιπροσωπεύσεως, δεν διευκρινίζει το ακριβές περιεχόμενο των προς τούτο απονεμηθεισών εξουσιών.

19

Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να υπομνησθεί ότι σκοπός της οδηγίας 2009/103 είναι η εξασφάλιση παρόμοιας μεταχειρίσεως στους ζημιωθέντες σε περιπτώσεις τροχαίων ατυχημάτων, ανεξαρτήτως του τόπου, εντός της Ένωσης, προκλήσεως των ατυχημάτων. Προς τούτο, οι εν λόγω ζημιωθέντες πρέπει να μπορούν να προβάλουν, εντός του κράτους μέλους διαμονής τους, το δικαίωμά τους αποζημιώσεως έναντι του αντιπροσώπου για τον διακανονισμό των ζημιών που ορίστηκε στο εν λόγω κράτος από την ασφαλιστική επιχείρηση του υπαιτίου.

20

Κατά την αιτιολογική σκέψη 37 της οδηγίας 2009/103, τα κράτη μέλη οφείλουν να προβλέπουν ότι οι αντιπρόσωποι αυτοί για τον διακανονισμό των ζημιών πρέπει να διαθέτουν επαρκείς εξουσίες εκπροσωπήσεως της ασφαλιστικής επιχειρήσεως έναντι των προσώπων που υφίστανται ζημίες από τα εν λόγω ατυχήματα, αλλά και εκπροσωπήσεώς της ενώπιον των εθνικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων, οσάκις χρειάζεται, των δικαστηρίων, εφόσον αυτό συμβιβάζεται με τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου περί απονομής δικαιοδοσίας.

21

Συνεπώς, από τις ως άνω σκέψεις προκύπτει σαφώς ότι βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν, χωρίς να θιγεί η τήρηση των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, να καλύπτει η αντιπροσώπευση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων όπως προβλέπεται στο άρθρο 21, παράγραφος 5, της οδηγίας 2009/103 και τη δυνατότητα των ζημιωθέντων να αξιώσουν βασίμως αποζημίωση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

22

Εξάλλου, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 25 των προτάσεών του, από τις προπαρασκευαστικές πράξεις των οδηγιών που προηγήθηκαν της εκδόσεως της οδηγίας 2009/103 και τις οποίες αυτή κωδικοποίησε στον τομέα των ασφαλίσεων προκύπτει ότι βούληση του νομοθέτη ήταν να περιλαμβάνει η εξουσία αντιπροσωπεύσεως την οποία ασκεί μια ασφαλιστική επιχείρηση στο κράτος διαμονής του ζημιωθέντος την εξουσία αντικλήτου, έστω και σε περιορισμένο βαθμό προκειμένου να μη θιγούν οι κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου περί απονομής δικαιοδοσίας.

23

Συνεπώς και εντός του ορίου αυτού, στις επαρκείς εξουσίες που πρέπει να διαθέτει ο αντιπρόσωπος για τον διακανονισμό των ζημιών περιλαμβάνεται και η εξουσία αντικλήτου.

24

Ο αποκλεισμός της εξουσίας αυτής θα στερούσε άλλωστε από την οδηγία 2009/103 μέρος της αποτελεσματικότητάς της. Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 32 των προτάσεών του, αποστολή του αντιπροσώπου για τον διακανονισμό των ζημιών είναι, σύμφωνα με τους σκοπούς της οδηγίας 2009/103, να διευκολύνει τους ζημιωθέντες παρέχοντάς τους ιδίως τη δυνατότητα να υποβάλουν το σχετικό αίτημά τους στη γλώσσα τους. Ως εκ τούτου, θα ήταν αντίθετος προς τους σκοπούς αυτούς ο αποκλεισμός για τους εν λόγω ζημιωθέντες, μετά την ολοκλήρωση των ως άνω διαδικασιών απευθείας με τον αντιπρόσωπο και ενώ δύνανται να ασκήσουν ευθεία αγωγή κατά της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, της δυνατότητας κοινοποιήσεως των δικογράφων προς τον αντιπρόσωπο στο πλαίσιο ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον του διεθνούς δικαιοδοσίας αρμόδιου δικαστηρίου.

25

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 21, παράγραφος 5, της οδηγίας 2009/103 έχει την έννοια ότι στις επαρκείς εξουσίες που πρέπει να διαθέτει ο αντιπρόσωπος για τον διακανονισμό των ζημιών περιλαμβάνεται και η εξουσία αντικλήτου στο πλαίσιο διαδικασίας διακανονισμού ζημίας ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου.

Επί του δεύτερου ερωτήματος

26

Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πρέπει να δοθεί απάντηση στο δεύτερο ερώτημα με το οποίο το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να εξακριβωθεί αν, υπό περιστάσεις όπως εκείνες της υποθέσεως της κύριας δίκης, ένας ιδιώτης μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 21, παράγραφος 5, της οδηγίας 2009/103 για να αποδείξει την εγκυρότητα της κοινοποιήσεως δικογράφου στον αντιπρόσωπο για τον διακανονισμό των διαφορών, ενώ ο αντιπρόσωπος αυτός δεν έχει οριστεί με δικαιοπραξία αντίκλητος και το εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει εκ του νόμου αντιπροσώπευση στην περίπτωση αυτή.

27

Στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν, λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως στο πρώτο ερώτημά του, πρέπει, προκειμένου να γίνει δεκτό το αίτημα που προβάλλει ιδιώτης επικαλούμενος το άρθρο 21, παράγραφος 5, της οδηγίας 2009/103, να μην εφαρμοστούν οι διατάξεις του εθνικού δικαίου που αποκλείουν τη δυνατότητα του αντιπροσώπου για τον διακανονισμό των διαφορών να ασκήσει εξουσία αντικλήτου, αν δεν έχει οριστεί ως αντίκλητος βάσει δικαιοπραξίας.

28

Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι το ζήτημα αν εθνική διάταξη πρέπει να μείνει ανεφάρμοστη ως αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης τίθεται μόνο σε περίπτωση κατά την οποία δεν είναι δυνατή καμία σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία της διατάξεως αυτής (απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2012, C‑282/10, Dominguez, σκέψη 23).

29

Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, κατά την εφαρμογή του εσωτερικού δικαίου, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να το ερμηνεύουν κατά το μέτρο του δυνατού με γνώμονα το γράμμα και τον σκοπό της επίμαχης οδηγίας, προκειμένου να επιτυγχάνεται το επιδιωκόμενο με την οδηγία αυτή αποτέλεσμα και, κατά συνέπεια, η συμμόρφωση προς το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Η εν λόγω υποχρέωση σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου είναι πράγματι συμφυής προς το σύστημα της Συνθήκης ΛΕΕ, καθόσον παρέχει στα εθνικά δικαστήρια τη δυνατότητα να διασφαλίζουν, στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας τους, την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, όταν αποφαίνονται επί των διαφορών που υποβάλλονται στην κρίση τους (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2004, C-397/01 έως C-403/01, Pfeiffer κ.λπ., Συλλογή 2004, σ. I-8835, σκέψη 114, και Dominguez, προπαρατεθείσα, σκέψη 24).

30

Η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας επιβάλλει επίσης στα εθνικά δικαστήρια να πράττουν ό,τι είναι δυνατό εντός των ορίων της δικαιοδοσίας τους, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας τις αναγνωριζόμενες από το δίκαιο αυτό μεθόδους ερμηνείας, προκειμένου να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της οικείας οδηγίας και να καταλήγουν σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που αυτή επιδιώκει (βλ., συναφώς, αποφάσεις Dominguez, προπαρατεθείσα, σκέψη 27 και της 5ης Σεπτεμβρίου 2012, C‑42/11, Lopes Da Silva Jorge, σκέψη 56).

31

Στην υπόθεση της κύριας δίκης πάντως, είναι σαφές ότι το άρθρο 7b, παράγραφος 2, του VAG μεταφέρει κατά γράμμα το άρθρο 21, παράγραφος 5, της οδηγίας 2009/103 στην εσωτερική έννομη τάξη. Αυτές οι διατάξεις του εθνικού δικαίου χρήζουν επομένως ερμηνείας σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης, υπό την έννοια δηλαδή ότι ο αντιπρόσωπος για τον διακανονισμό ζημιών έχει εξουσία αντικλήτου.

32

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, όπου η εθνική νομοθεσία επανέλαβε κατά γράμμα τις διατάξεις του άρθρου 21, παράγραφος 5, της οδηγίας 2009/103, το αιτούν δικαστήριο οφείλει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας τις μεθόδους ερμηνείας που αυτό αναγνωρίζει, να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο με την ερμηνεία της οδηγίας εκ μέρους του Δικαστηρίου.

Επί των δικαστικών εξόδων

33

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 21, παράγραφος 5, της οδηγίας 2009/103/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής, έχει την έννοια ότι στις επαρκείς εξουσίες που πρέπει να διαθέτει ο αντιπρόσωπος για τον διακανονισμό των ζημιών περιλαμβάνεται και η εξουσία αντικλήτου στο πλαίσιο διαδικασίας διακανονισμού ζημίας ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου.

 

2)

Υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, όπου η εθνική νομοθεσία επανέλαβε κατά γράμμα τις διατάξεις του άρθρου 21, παράγραφος 5, της οδηγίας 2009/103, το αιτούν δικαστήριο οφείλει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας τις μεθόδους ερμηνείας που αυτό αναγνωρίζει, να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο με την ερμηνεία της οδηγίας εκ μέρους του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.