ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JÁN MAZÁK

της 1ης Απριλίου 2011 1(1)

Υπόθεση C‑61/11 PPU

El Dridi

[αίτηση του Corte d’appello di Trento (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Οδηγία 2008/115/EΚ – Πεδίο εφαρμογής – Αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση αποφάσεως περί επιστροφής – Μη συμμόρφωση προς διαταγή δημόσιας αρχής περί εγκαταλείψεως του εθνικού εδάφους εντός ταχθείσας προθεσμίας – Στέρηση της ατομικής ελευθερίας αλλοδαπού που διαμένει παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους – Πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας – Απευθείας εφαρμογή της οδηγίας»





1.        Το Corte d’appello di Trento (Ιταλία) υπέβαλε στο Δικαστήριο δύο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (2), τα οποία έχουν ως εξής:

«Απαγορεύουν τα άρθρα 15 και 16 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ λαμβανομένων υπόψη των αρχών της καλόπιστης συνεργασίας, της πρακτικής αποτελεσματικότητας προς επίτευξη των σκοπών της οδηγίας και της αναλογικότητας, της καταλληλότητας και του εύλογου χαρακτήρα των ποινών:

1)      τη δυνατότητα επιβολής ποινικών κυρώσεων για την παραβίαση ενδιάμεσου σταδίου της διοικητικής διαδικασίας επαναπατρισμού, πριν αυτή ολοκληρωθεί, με τη μέγιστη αυστηρότητα που επιτρέπεται διοικητικώς·

2)      τη δυνατότητα καταδίκης σε φυλάκιση έως τέσσερα έτη για απλή μη συνεργασία του ενδιαφερομένου στο πλαίσιο της διαδικασίας απελάσεως, και ιδίως για μη συμμόρφωση με την πρώτη διαταγή απομακρύνσεως που εκδίδει η διοικητική αρχή;»

2.        Το αιτούν δικαστήριο κρίνει αναγκαία την απάντηση του Δικαστηρίου στα υποβληθέντα ερωτήματα προκειμένου να μπορέσει να αποφανθεί επί της εφέσεως που άσκησε ο H. El Dridi, υπήκοος τρίτης χώρας που διαμένει παρανόμως στην Ιταλία, κατά της αποφάσεως του Tribunale di Trento (Ιταλία), με την οποία καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως ενός έτους για το διαπιστωθέν στις 29 Σεπτεμβρίου 2010 αδίκημα που συνίσταται στο γεγονός ότι δεν συμμορφώθηκε προς τη διαταγή του Questore (3) να εγκαταλείψει το έδαφος της χώρας εντός προθεσμίας πέντε ημερών.

3.        Ειδικότερα, πρόκειται περί διαταγής απομακρύνσεως που εξέδωσε ο Questore d’Udine στις 21 Μαΐου 2010 κατ’ εφαρμογή διαταγής απελάσεως του Νομάρχη του Τορίνο της 8ης Μαΐου 2004, η οποία κοινοποιήθηκε στον H. El Dridi κατά την αποφυλάκισή του μετά την έκτιση σοβαρής ποινής που του είχε επιβληθεί για παράβαση της νομοθεσίας περί ναρκωτικών. Ως αιτιολογία της διαταγής αυτής ο Questore προέβαλε τη μη δυνατότητα μεταγωγής του H. El Dridi στα σύνορα λόγω ελλείψεως διαθέσιμου μεταφορέως ή άλλου μεταφορικού μέσου και λόγω απουσίας εγγράφων ταυτοποιήσεως, καθώς και τη μη δυνατότητα φιλοξενίας του σε κέντρο κρατήσεως λόγω ελλείψεως θέσεων.

4.        Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο H. El Dridi κρατείται διότι κατηγορείται για το προαναφερθέν αδίκημα. Για τον λόγο αυτό το Δικαστήριο αποφάσισε, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος δικαστηρίου, να εκδικάσει την υπό κρίση αίτηση εκδόσεως προδικαστικής υποθέσεως κατά την επείγουσα προδικαστική διαδικασία, δυνάμει του άρθρου 267, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

5.        Γραπτές παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου κατέθεσαν ο H. El Dridi, η Ιταλική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι οποίοι και εκπροσωπήθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που έλαβε χώρα στις 30 Μαρτίου 2011.

6.        Ο H. El Dridi πρότεινε στο Δικαστήριο να δώσει στα υποβληθέντα ερωτήματα την απάντηση ότι τα άρθρα 15 και 16 της οδηγίας 2008/115, τα οποία αναπτύσσουν άμεσο αποτέλεσμα στην έννομη τάξη των κρατών μελών, δεν επιτρέπουν σε κράτος μέλος να τιμωρεί με ποινή φυλακίσεως τη μη συμμόρφωση προς διαταγή απομακρύνσεως που εκδόθηκε εις βάρος υπηκόου τρίτης χώρας στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας επιστροφής.

7.        Η Επιτροπή πρότεινε σχεδόν ταυτόσημη απάντηση. Προσθέτει ότι η επίμαχη εθνική νομοθεσία απαγορεύεται όχι μόνον από τα άρθρα 15 και 16 της οδηγίας 2008/115, αλλά επίσης από τα άρθρα 7, παράγραφος 1, καθώς και 8, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

8.        Η Ιταλική δημοκρατία έχει αντίθετη γνώμη και πρότεινε στο Δικαστήριο να δώσει επί των υποβληθέντων ερωτημάτων την απάντηση ότι η οδηγία 2008/115 και η κοινοτική αρχή της καλόπιστης συνεργασίας ενόψει της πρακτικής αποτελεσματικότητας δεν απαγορεύουν την επίμαχη εθνική νομοθεσία εάν, βάσει συγκεκριμένης δικαστικής εκτιμήσεως, η διαταγή απομακρύνσεως συνάδει προς τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.

 Νομικό πλαίσιο

 Οδηγία 2008/115

9.        Όπως προκύπτει τόσο από τη δεύτερη και την εικοστή αιτιολογική της σκέψη, όσο και από το άρθρο 1 αυτής, σκοπός της οδηγίας 2008/115 είναι να θεσπίσει κοινούς κανόνες, εφαρμοστέους στην επιστροφή, την απομάκρυνση, τη χρήση αναγκαστικών μέτρων, την κράτηση και τις απαγορεύσεις εισόδου αναφορικά με τους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν παρανόμως εντός του εδάφους κράτους μέλους, κανόνες που θα πρέπει να χρησιμεύσουν ως βάση για μια αποτελεσματική πολιτική απομακρύνσεως.

10.      Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2008/115 παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν την εν λόγω οδηγία στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι υπόκεινται σε απόφαση επιστροφής ως ποινική κύρωση ή ως συνέπεια ποινικής κύρωσης, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ή υπόκεινται σε διαδικασίες εκδόσεως.

11.      Σύμφωνα με τη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2008/115, κατά την οποία πρέπει να προτιμάται η οικειοθελής παρά η αναγκαστική επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων εντός του εδάφους κράτους μέλους υπηκόων τρίτων χωρών, το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Οικειοθελής αναχώρηση», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.   Η απόφαση περί επιστροφής προβλέπει κατάλληλο χρονικό διάστημα για την οικειοθελή αναχώρηση που κυμαίνεται μεταξύ επτά και τριάντα ημερών, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 4. […]

[…]

4.     Εάν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, ή εάν αίτηση για νόμιμη παραμονή έχει απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη ή δολία, ή εάν το συγκεκριμένο πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια, τα κράτη μέλη μπορούν να μη χορηγούν χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης ή μπορούν να χορηγούν χρονικό διάστημα κάτω των επτά ημερών.»

12.      Το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/115, που τιτλοφορείται «Απομάκρυνση», έχει ως εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εκτελέσουν την απόφαση επιστροφής, εάν δεν έχει χορηγηθεί χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4 ή εάν ο συγκεκριμένος υπήκοος δεν έχει συμμορφωθεί με την υποχρέωση επιστροφής εντός της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης που έχει χορηγηθεί σύμφωνα με το άρθρο 7.

[…]

4.     Εφόσον τα κράτη μέλη εφαρμόζουν –ως έσχατη λύση– αναγκαστικά μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης απομάκρυνσης υπηκόου τρίτης χώρας, ο οποίος ανθίσταται σε αυτήν, τα εν λόγω μέτρα πρέπει να είναι αναλογικά και οιοσδήποτε χρησιμοποιούμενος καταναγκασμός να μην υπερβαίνει εύλογη ισχύ. Τα μέτρα αυτά εφαρμόζονται κατά τα προβλεπόμενα από την εθνική νομοθεσία, σύμφωνα με τα θεμελιώδη δικαιώματα και με τον δέοντα σεβασμό της αξιοπρέπειας και της σωματικής ακεραιότητας του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας.

[…]»

13.      Το άρθρο 15 της οδηγίας 2008/115, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο που αφορά την κράτηση ενόψει απομακρύνσεως και τιτλοφορείται «Κράτηση», έχει ως εξής:

«1.   Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση δύνανται να εφαρμοσθούν αποτελεσματικά άλλα επαρκή αλλά λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, τα κράτη μέλη μπορούν να θέτουν απλώς υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομακρύνσεως, ιδίως όταν:

α)      υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, ή

β)      ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομακρύνσεως.

Οιαδήποτε κράτηση έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διατηρείται μόνο καθόσον χρόνο η διαδικασία απομακρύνσεως εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια.

[…]

4.     Οσάκις καθίσταται πρόδηλο ότι δεν υφίσταται πλέον λογικά προοπτική απομακρύνσεως για νομικούς ή άλλους λόγους ή όταν παύουν να ισχύουν οι όροι της παραγράφου 1, η κράτηση παύει να δικαιολογείται και το συγκεκριμένο πρόσωπο απολύεται αμέσως.

5.     Η κράτηση εξακολουθεί καθ’ όλη τη χρονική περίοδο κατά την οποία πληρούνται οι όροι της παραγράφου 1 και είναι αναγκαία για να διασφαλισθεί η επιτυχής απομάκρυνση. Κάθε κράτος μέλος καθορίζει περιορισμένη περίοδο κρατήσεως, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το εξάμηνο.

6.     Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παρατείνουν το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην παράγραφο 5 παρά μόνο για περιορισμένο χρόνο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, παρ’ όλες τις εύλογες προσπάθειές τους, η επιχείρηση απομακρύνσεως είναι πιθανόν να διαρκέσει περισσότερο επειδή:

α)      ο συγκεκριμένος υπήκοος της τρίτης χώρας αρνείται να συνεργασθεί, ή

β)      καθυστερεί η λήψη αναγκαίων εγγράφων από τρίτες χώρες.»

14.      Το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 προβλέπει ότι, κατά γενικό κανόνα, η κράτηση πραγματοποιείται σε ειδικές εγκαταστάσεις κρατήσεως. Οσάκις κράτος μέλος δεν μπορεί να εξασφαλίσει διαμονή σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης και είναι υποχρεωμένο να χρησιμοποιήσει σωφρονιστικό κατάστημα, οι υπό κράτηση υπήκοοι τρίτων χωρών κρατούνται χωριστά από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου.

15.      Κατά το άρθρο 20 της οδηγίας 2008/115, τα κράτη μέλη όφειλαν να θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την εν λόγω οδηγία μέχρι τις 24 Δεκεμβρίου 2010, εξαιρουμένου του άρθρου 13, παράγραφος 4, αυτής.

 Εθνική νομοθεσία

16.      Στις 24 Δεκεμβρίου 2010, η Ιταλική Δημοκρατία δεν είχε θεσπίσει τις νομοθετικές διατάξεις τις οποίες αναφέρει η οδηγία 2008/115.

17.      Ο μεταναστευτικός τομέας διέπεται από το νομοθετικό διάταγμα 286, της 25ης Ιουλίου 1998, περί κωδικοποιήσεως των διατάξεων που αφορούν τη ρύθμιση της μετανάστευσης και τους κανόνες σχετικά την ιδιότητα του αλλοδαπού (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 286/1998).

18.      Το άρθρο 13 του νομοθετικού διατάγματος 286/1998, το οποίο τιτλοφορείται «Διοικητική απέλαση», ορίζει τα εξής:

«1.   Για λόγους εσωτερικής τάξης και δημόσιας ασφάλειας, ο Υπουργός Εσωτερικών μπορεί να λαμβάνει απόφαση περί απελάσεως αλλοδαπού, ακόμα και εάν ο αλλοδαπός δεν κατοικεί εντός της εθνικής επικράτειας […]

2.     Η απέλαση διατάσσεται από τον Νομάρχη όταν ο αλλοδαπός:

α)      εισήλθε στο έδαφος του κράτους αποφεύγοντας τους ελέγχους στα σύνορα και δεν επαναπροωθήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 10,

β)      παρέμεινε εντός του εδάφους του κράτους χωρίς την ανακοίνωση του άρθρου 27, παράγραφος 1 α, ή χωρίς να ζητήσει τίτλο διαμονής εντός της τασσόμενης προθεσμίας, εκτός αν η καθυστέρηση αυτή οφείλεται σε ανωτέρα βία, ή παρά την ανάκληση ή την ακύρωση του τίτλου διαμονής, ή ακόμα χωρίς να ζητήσει την ανανέωση του τίτλου διαμονής παρότι αυτός τελευταίος είχε λήξει προ 60 και πλέον ημερών. [...]

[…]

4.     Η απέλαση εκτελείται πάντα από τον Questore με μεταγωγή στα σύνορα από τις αστυνομικές δυνάμεις, πλην των περιπτώσεων που απαριθμούνται στην παράγραφο 5.

5.     Όταν ο αλλοδαπός, παρέμεινε εντός του εδάφους του κράτους περισσότερες από εξήντα ημέρες, παρά τη λήξη του τίτλου διαμονής του, και δεν ζήτησε την ανανέωση του τίτλου αυτού, η απόφαση απελάσεως τον διατάσσει να εγκαταλείψει το έδαφος του κράτους εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών. Εάν ο νομάρχης εκτιμά ότι υφίσταται βάσιμος κίνδυνος να αποφύγει ο αλλοδαπός την εκτέλεση της αποφάσεως, ο Questore λαμβάνει απόφαση περί άμεσης μεταγωγής στα σύνορα. […]»

19.      Το άρθρο 14 του νομοθετικού διατάγματος 286/1998 αφορά την εκτέλεση της αποφάσεως περί απελάσεως αλλοδαπού που διαμένει παρανόμως στην Ιταλία. Ορίζει τα εξής:

«1.   Όταν δεν είναι εφικτή ή άμεση εκτέλεση της απελάσεως μέσω μεταγωγής στα σύνορα ή επαναπροωθήσεως, διότι πρέπει να παρασχεθεί βοήθεια στον αλλοδαπό, να διεξαχθούν συμπληρωματικές έρευνες αναφορικά με την ταυτότητα ή την υπηκοότητά του, ή να εκδοθούν τα ταξιδιωτικά έγγραφα, ή διότι δεν είναι διαθέσιμος ο μεταφορέας ούτε άλλο κατάλληλο μέσο μεταφοράς, ο Questore διατάσσει την κράτηση του αλλοδαπού, για το χρονικό διάστημα που είναι απολύτως αναγκαίο, στις πιο κοντινές εγκαταστάσεις κρατήσεως […]

[…]

5. bis. Όταν είναι αδύνατον να τοποθετηθεί ο αλλοδαπός σε εγκαταστάσεις κρατήσεως, ή όταν η διαμονή σε τέτοιες εγκαταστάσεις δεν επέτρεψε την εκτέλεση της απελάσεως ή της επαναπροωθήσεως μέσω μεταγωγής στα σύνορα, ο Questore διατάσσει τον αλλοδαπό να εγκαταλείψει το έδαφος της χώρας εντός προθεσμίας πέντε ημερών. Η διαταγή είναι γραπτή και αναφέρει τις επιπτώσεις που επιφέρει η παράνομη διαμονή στο έδαφος της χώρας όσον αφορά τις κυρώσεις, περιλαμβανομένης της περιπτώσεως υποτροπής. […]

5. ter. Ο αλλοδαπός που παραμείνει παρανόμως στο έδαφος της χώρας, χωρίς να συντρέχει δικαιολογητικός λόγος, κατά παράβαση της διαταγής που εξέδωσε ο Questore κατά την παράγραφο 5 bis, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως ενός έως τεσσάρων ετών εάν η απέλαση ή η επαναπροώθηση διατάχθηκαν κατόπιν παράνομης εισόδου στο εθνικό έδαφος υπό την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ και γ΄, ή εάν ο αλλοδαπός παρέλειψε να ζητήσει άδεια παραμονής ή να δηλώσει την παρουσία του στο έδαφος της χώρας εντός της προθεσμίας που προβλέπεται όταν δεν συντρέχει ανωτέρω βία, ή εάν η άδεια παραμονής του ανακλήθηκε ή ακυρώθηκε. Επιβάλλεται ποινή φυλακίσεως έξι μηνών έως ενός έτους εάν η απέλαση διατάχθηκε επειδή η άδεια παραμονής έληξε προ 60 και πλέον ημερών και δεν ζητήθηκε η ανανέωσή της ή εάν απορρίφθηκε ή αίτηση εκδόσεως τίτλου παραμονής, ή εάν ο αλλοδαπός παρέμεινε εντός του εθνικού εδάφους κατά παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 3 του νόμου 68 της 28ης Μαΐου 2007. Σε κάθε περίπτωση, εξαιρουμένης εκείνης της θέσεως του αλλοδαπού υπό κράτηση, λαμβάνεται νέο μέτρο απελάσεως με μεταγωγή στα σύνορα από τις αστυνομικές δυνάμεις λόγω της μη εκτελέσεως της διαταγής απομακρύνσεως που εξέδωσε ο Questore κατά την παράγραφο 5 bis. Σε περίπτωση που η μεταγωγή στα σύνορα είναι αδύνατη, εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 5 bis του παρόντος άρθρου, όπως επίσης, ενδεχομένως, οι διατάξεις του άρθρου 13, παράγραφος 3.

5. quater. Ο αλλοδαπός-αποδέκτης του μέτρου απελάσεως της παραγράφου 5 ter και της νέας διαταγής απομακρύνσεως της παραγράφου 5 bis, ο οποίος παραμένει παρανόμως στο έδαφος της χώρας, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως ενός έως πέντε ετών. Σε κάθε περίπτωση, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 5 ter, τρίτο και τελευταίο εδάφιο.

5. quinquies. Σε ό,τι αφορά τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 5 ter, πρώτο εδάφιο, και στην παράγραφο 5 quater, εφαρμόζεται απλουστευμένη διαδικασία [rito direttissimo], η δε σύλληψη του αυτουργού είναι υποχρεωτική […]»

 Εκτίμηση

20.      Με τα δύο ερωτήματα, στα οποία πρέπει να δοθεί κοινή απάντηση, ζητείται ουσιαστικώς από το Δικαστήριο να διευκρινίσει κατά πόσον τα άρθρα 15 και 16 της οδηγίας 2008/115, τα οποία ρυθμίζουν την ενόψει της απομακρύνσεως κράτηση των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων, απαγορεύουν εθνική διάταξη προβλέπουσα ότι η εκ μέρους του παρανόμως διαμένοντος αλλοδαπού μη συμμόρφωση προς την απόφαση εθνικής αρχής που τον διατάσσει να εγκαταλείψει το έδαφος του κράτους εντός ορισμένης προθεσμίας συνιστά αδίκημα που τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως έως τεσσάρων ετών.

21.      Προκειμένου η απάντησή μου στα υποβληθέντα ερωτήματα να είναι εύχρηστη και λυσιτελής, ανεξαρτήτως του εάν ένα πρόσωπο όπως ο H. El Dridi, δηλαδή ένα πρόσωπο που διώκεται για αδίκημα συνιστάμενο στη μη συμμόρφωση προς απόφαση εθνικής αρχής που τον διατάσσει να εγκαταλείψει το έδαφος του κράτους εντός ορισμένης προθεσμίας, συνελήφθη ή κρατήθηκε κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, όπως επίσης ανεξαρτήτως του εάν ένα τέτοιο πρόσωπο καταδικάσθηκε ή όχι τελικώς σε ποινή φυλακίσεως, εκτιμώ ότι πρέπει να αναλυθούν όχι μόνον τα άρθρα 15 και 16 της οδηγίας 2008/115, αλλά επίσης το άρθρο 8, παράγραφος 1, αυτής, καθώς επίσης και η προβλεπόμενη από την εν λόγω οδηγία διαδικασία επιστροφής αυτή καθεαυτή.

22.      Ωστόσο, πρέπει καταρχάς να διευκρινιστεί κατά πόσον, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2008/115, η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται σε μία περίπτωση όπως αυτή του H. El Dridi, ήτοι στην περίπτωση ενός παρανόμως διαμένοντος στο έδαφος κράτους μέλους αλλοδαπού, εις βάρος του οποίου εκκρεμεί ποινική διαδικασία εξαιτίας του ότι δεν συμμορφώθηκε προς διαταγή δημόσιας αρχής να εγκαταλείψει το έδαφος της χώρας εντός συγκεκριμένης προθεσμίας.

23.      Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2008/115 παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν την εν λόγω οδηγία στους υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι υπόκεινται σε απόφαση επιστροφής ως ποινική κύρωση ή ως συνέπεια ποινικής κύρωσης, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ή υπόκεινται σε διαδικασίες έκδοσης.

24.      Από το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει σαφώς ότι η εξαίρεση από το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγία 2008/115 εφαρμόζεται μόνο στο μέτρο που η υποχρέωση επαναπατρισμού ενός αλλοδαπού επιβάλλεται ως ποινική κύρωση ή συνιστά τη συνέπεια τέτοιας κυρώσεως.

25.      Παρότι, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο (4), εν προκειμένω, από τα άρθρα 13 και 14 του νομοθετικού διατάγματος 286/1998 προκύπτει προφανώς ότι η υποχρέωση εγκαταλείψεως του εδάφους κράτους μέλους ή, κατά το γράμμα της ίδιας της οδηγίας 2008/115, η υποχρέωση επιστροφής δεν συνιστά ποινική κύρωση ή συνέπεια τέτοιας κυρώσεως. Τόσο η απόφαση απελάσεως του Νομάρχη όσο και η διαταγή απομακρύνσεως του Questore συνιστούν διοικητικές αποφάσεις εκδοθείσες λόγω της παράνομης διαμονής του συγκεκριμένου προσώπου, οι οποίες δεν συνδέονται με την ποινική καταδίκη του προσώπου αυτού.

26.      Συγκεκριμένα, η ποινική διαδικασία που εκκρεμεί επί του παρόντος εις βάρος του H. El Dridi και η οποία ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα ποινή φυλακίσεως ενός έως τεσσάρων ετών δεν συνιστά την αιτία της υποχρεώσεως επιστροφής αλλά, αντιθέτως, τη συνέπεια της μη εκτελέσεως της εν λόγω υποχρεώσεως.

27.      Κατά την άποψή μου, εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2008/115 εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας δεν εφαρμόζεται στην υπό κρίση υπόθεση και, συνεπώς, η περίπτωση του H. El Dridi εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

28.      Επιπλέον, κατά την άποψή μου, κράτος μέλος που δεν θέσπισε διατάξεις για τη μεταφορά μίας οδηγίας (όπως εν προκειμένω η Ιταλία όσον αφορά την οδηγία 2008/115) δεν μπορεί να επικαλεστεί δικαίωμα που απορρέει από την οδηγία αυτή, εν προκειμένω το δικαίωμα του κράτους μέλους να περιορίσει το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Τυχόν παραδοχή του αντιθέτου θα σήμαινε ότι το κράτος μέλος μπορεί να κάνει χρήση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την οδηγία, χωρίς να τηρεί τις υποχρεώσεις που υπέχει σχετικώς, ειδικότερα την υποχρέωση να θεσπίσει διατάξεις για τη μεταφορά της οδηγίας.

29.      Κατόπιν της διαπιστώσεως αυτής σχετικά με το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/115, με το οποίο επιδιώκεται να διασφαλισθεί η ισορροπία μεταξύ, αφενός, του δικαιώματος του κράτους μέλους να ελέγχει την είσοδο, τη διαμονή και την απομάκρυνση των αλλοδαπών (5) και, αφετέρου, του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων των αλλοδαπών και της αξιοπρέπειάς τους, μπορώ να προχωρήσω στην ανάλυση της προβλεπόμενης από την προαναφερθείσα οδηγία διαδικασίας επιστροφής.

30.      Η οδηγία 2008/115 προωθεί την οικειοθελή αναχώρηση του υπηκόου τρίτης χώρας που διαμένει παρανόμως εντός του εδάφους κράτους μέλους. Για τον λόγο αυτό, η απόφαση περί επιστροφής, δηλαδή, υπό την έννοια του άρθρου 3, σημείο 4, της οδηγίας 2008/115, η απόφαση με την οποία κηρύσσεται ή αναφέρεται ως παράνομη η παραμονή υπηκόου τρίτης χώρας και του επιβάλλεται ή αναφέρεται υποχρέωση επιστροφής, πρέπει, κατά γενικό κανόνα, να προβλέπει κατάλληλο χρονικό διάστημα για την οικειοθελή αναχώρηση.

31.      Αφού εκπνεύσει το προαναφερθέν χρονικό διάστημα χωρίς να τηρηθεί η υποχρέωση επιστροφής, δηλαδή μετά την εκ μέρους του παρανόμως διαμένοντος αλλοδαπού μη συμμόρφωση προς την απόφαση της εθνικής αρχής, με την οποία διατάσσεται αυτός να εγκαταλείψει το έδαφος της χώρας εντός ορισμένης προθεσμίας, το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 επιβάλλει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εκτελέσουν την απόφαση επιστροφής, συμπεριλαμβανομένης της χρήσεως, ως έσχατης λύσης, αναγκαστικών μέτρων.

32.      Είναι αλήθεια ότι η οδηγία 2008/115 δεν απαριθμεί εξαντλητικά τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν προς εκτέλεση της αποφάσεως επιστροφής. Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της εξατομικεύσεως (ιδιαιτερότητα) κάθε διαδικασίας επιστροφής, κάτι τέτοιο ουδόλως είναι δυνατόν.

33.      Εντούτοις, σύμφωνα με τη βούλησή της να διασφαλίσει τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων των αλλοδαπών και της αξιοπρέπειάς τους, η οδηγία 2008/115 μνημονεύει και ρυθμίζει αρκετά ενδελεχώς, στα άρθρα 15 έως 18, ένα από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας μέτρο, ήτοι την κράτηση ενόψει απομακρύνσεως, καθότι αυτή αποτελεί σημαντική προσβολή του κατοχυρωμένου στο άρθρο 6 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαιώματος στην ελευθερία.

34.      Υπό την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, η κράτηση συνιστά ένα αναγκαστικό μέτρο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της απομακρύνσεως, εκτός εάν δύναται να εφαρμοσθούν αποτελεσματικά άλλα επαρκή, αλλά λιγότερο αναγκαστικά μέτρα.

35.      Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι από το γράμμα των άρθρων 15 και 16 της οδηγίας 2008/115 καταδεικνύεται ότι επιδίωξη των συντακτών της είναι να διαχωρίσουν την κράτηση ενόψει απομακρύνσεως από τη στέρηση της ατομικής ελευθέριας για τους σκοπούς της ποινικής διαδικασίας, όπως η σύλληψη, η προσωρινή κράτηση ή η φυλάκιση.

36.      Εκτιμώ ότι από το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, σε συνδυασμό με τα άρθρα 15 και 16 αυτής, που είναι απηλλαγμένα αιρέσεων και αρκούντως σαφή, προκύπτουν σαφώς, πρώτον μία βαρύνουσα το κράτος μέλος υποχρέωση αναλήψεως δράσεως προκειμένου να εκτελεσθεί η απόφαση περί επιστροφής και, δεύτερον, μία υποχρέωση μη λήψεως μέτρων ικανών να παρακωλύσουν την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής, ούτως ώστε να επιτευχθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα της πρώτης υποχρεώσεως. Στις υποχρεώσεις αυτές των κρατών μελών αντιστοιχεί συνακόλουθο δικαίωμα των υπηκόων τρίτων χωρών, οι οποίοι διαμένουν παρανόμως εντός του εδάφους των κρατών μελών, να τυγχάνουν τέτοιας συμπεριφοράς εκ μέρους του κράτους.

37.      Όσον αφορά το προβλεπόμενο από την ιταλική νομοθεσία σύστημα επιστροφής, πρέπει να σημειωθεί ότι και η ίδια η Ιταλική Δημοκρατία παραδέχθηκε ότι στις 24 Δεκεμβρίου 2010 δεν είχε θεσπίσει τις νομοθετικές διατάξεις που αναφέρει η οδηγία 2008/115. Ο μεταναστευτικός τομέας διέπεται από το νομοθετικό διάταγμα 286/1998, που προβλέπει τη διαδικασία επιστροφής ή, κατά το γράμμα του, τη διαδικασία διοικητικής απελάσεως, η οποία διαφέρει από αυτήν της οδηγίας 2008/115 –καταρχάς, απόφαση απελάσεως που εκδίδεται από τον Νομάρχη, η οποία εκτελείται από τον Questore μέσω μεταγωγής στα σύνορα από τις αστυνομικές δυνάμεις, εν συνεχεία, εάν μια τέτοια εκτέλεση δεν είναι άμεσα δυνατή, απόφαση περί κρατήσεως του αλλοδαπού και, τέλος, εάν ο αλλοδαπός δεν μπορεί να τεθεί υπό κράτηση, διαταγή του Questore να εγκαταλείψει ο αλλοδαπός την επικράτεια εντός προθεσμίας πέντε ημερών. Η μη συμμόρφωση προς την προαναφερθείσα διαταγή αντιμετωπίζεται ως αδίκημα που τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως ενός έως τεσσάρων ετών.

38.      Εντούτοις, οι δύο επίμαχες ρυθμίσεις έχουν ένα κοινό σημείο, τουτέστιν τόσο η οδηγία 2008/115 όσο και το νομοθετικό διάταγμα 286/1998 προβλέπουν την πιθανότητα να μη συμμορφωθεί ο παρανόμως διαμένων στο έδαφος κράτους μέλους υπήκοος τρίτης χώρας προς τη διαταγή της δημόσιας αρχής να εγκαταλείψει το εθνικό έδαφος εντός της ορισθείσας προθεσμίας. Οι συνέπειες είναι, ωστόσο, διαφορετικές. Ενώ στο προβλεπόμενο από την οδηγία 2008/115 σύστημα μια τέτοια συμπεριφορά ενδέχεται να επισύρει, υπό την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, αυτής, την κράτηση του παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας ως αναγκαίο μέτρο για την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής υπό την προϋπόθεση ότι δεν μπορούν να εφαρμοσθούν αποτελεσματικά άλλα επαρκή αλλά λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, κατά το νομοθετικό διάταγμα 286/1998, τέτοια συμπεριφορά θεωρείται αδίκημα που τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως ενός έως τεσσάρων ετών.

39.      Τίθεται επομένως το ερώτημα κατά πόσον το αδίκημα που συνίσταται στη μη συμμόρφωση προς διαταγή της δημόσιας αρχής περί εγκαταλείψεως του εθνικού εδάφους εντός ορισθείσας προθεσμίας, το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως, μπορεί να θεωρηθεί ως αναγκαίο εθνικό μέτρο για την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής, υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, ή, αντιθέτως, ως μέτρο ικανό να παρακωλύσει την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως.

40.      Όσον αφορά την ποινή φυλακίσεως ως αναγκαίο εθνικό μέτρο για την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής, η εξήγηση που δίνει η Ιταλική Δημοκρατία στις γραπτές της παρατηρήσεις είναι χρήσιμη. Κατά την Ιταλική Δημοκρατία, η ποινή φυλακίσεως αποτελεί κύρωση που επιβάλλεται ως τιμωρία σε περίπτωση παραβάσεως διαταγής δημοσίας αρχής, η οποία συνιστά σοβαρή προσβολή της δημόσιας τάξης και, συνεπώς, η εν λόγω ποινή δεν είναι καταναγκαστικό μέτρο που αποσκοπεί στην εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής, αλλά συνιστά κατασταλτική αντίδραση της έννομης τάξεως σε μια παράβαση διαταγής μιας αρχής, η οποία εξαρτάται από την εξακρίβωση της μη συνδρομής δικαιολογητικού λόγου.

41.      Συναφώς, δεν μπορώ παρά να διαπιστώσω ότι συμμερίζομαι πλήρως τον χαρακτηρισμό αυτό της επίμαχης ποινής φυλακίσεως, από τον οποίο απορρέει ότι η εν λόγω ποινή δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ως αναγκαίο εθνικό μέτρο για την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής, υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, και, κατά συνέπεια, ούτε ως κράτηση, υπό την έννοια του άρθρου 15 της εν λόγω οδηγίας.

42.      Αντιθέτως, η ποινή φυλακίσεως που προβλέπεται σε περίπτωση μη συμμορφώσεως προς διαταγή της δημόσιας αρχής περί εγκαταλείψεως του εθνικού εδάφους εντός ορισμένης προθεσμίας εμποδίζει αντικειμενικώς, έστω και μόνον προσωρινώς, την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως περί επιστροφής. Τούτο δεν αποτελεί ασφαλώς χαρακτηριστικό της πολιτικής για την αποτελεσματική επιστροφή της οδηγίας 2008/115. Συγκεκριμένα, η προβλέπουσα την επίμαχη ποινή νομοθεσία στερεί το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, σε συνδυασμό με το άρθρο 15 της εν λόγω οδηγίας την πρακτική τους αποτελεσματικότητα.

43.      Το προηγούμενο συμπέρασμα ισχύει όχι μόνο σε σχέση με την ποινή φυλακίσεως που προβλέπεται σε περίπτωση μη συμμορφώσεως προς διαταγή δημόσιας αρχής περί εγκαταλείψεως του εθνικού εδάφους εντός ορισμένης προθεσμίας, αλλά επίσης σε σχέση με την ίδια την ποινικοποίηση της μη συμμορφώσεως προς τέτοια διαταγή.

44.      Ένα αδίκημα όπως αυτό στην υπόθεση της κύριας δίκης, ήτοι η μη συμμόρφωση προς την απόφαση της δημόσιας αρχής, αφορά την προστασία καθώς και τη στήριξη της εξουσίας των δημοσίων αρχών μέσω της χρήσεως μέτρων του ποινικού δικαίου. Εντούτοις, οι συντάκτες της οδηγίας 2008/115 έθεσαν προφανώς την επιδίωξη μιας αποτελεσματικής πολιτικής επιστροφής υπεράνω της προστασίας της εξουσίας των δημοσίων αρχών, προβλέποντας σε μία τέτοια περίπτωση, υπό την έννοια του άρθρου 15 της εν λόγω οδηγίας, την κράτηση ενόψει απομακρύνσεως. Αντιθέτως, η ιταλική νομοθεσία, προβλέποντας, για την ίδια περίπτωση, ποινή φυλακίσεως, δίνει προτεραιότητα στην προστασία της εξουσίας των δημοσίων αρχών σε σχέση με μία αποτελεσματική πολιτική επιστροφής και, επομένως, στερεί το άρθρο 15 της οδηγίας 2008/115 της πρακτικής του αποτελεσματικότητας.

45.      Συνεπώς συνάγεται ότι η οδηγία 2008/115, και ειδικότερα το άρθρο 8, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 15 αυτής, απαγορεύει εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει ότι η μη συμμόρφωση προς διαταγή της δημόσιας αρχής περί εγκαταλείψεως του εθνικού εδάφους εντός ορισμένης προθεσμίας συνιστά αδίκημα που τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως έως τεσσάρων ετών (6), δεδομένου ότι μια τέτοια νομοθεσία στερεί τα προαναφερθέντα άρθρα της οδηγίας 2008/115 της πρακτικής τους αποτελεσματικότητας.

46.      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται βάσει του επιχειρήματος κατά το οποίο η ποινική νομοθεσία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών και όχι της Ευρωπαϊκής Ένωσης (7).

47.      Κατά πάγια νομολογία το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει περιορισμούς στην αρμοδιότητα αυτή (8), η οποία θα έπρεπε να ασκείται από τα κράτη μέλη κατά τέτοιον τρόπο ώστε να είναι αυτά σε θέση να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της υποχρεώσεως να επιτευχθεί ο σκοπός της οδηγίας που απορρέει από το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Η ποινική νομοθεσία δεν είναι δυνατόν να θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητα των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, όπως τούτο συμβαίνει, κατά την άποψή μου, στη σχέση μεταξύ, αφενός, της εθνικής νομοθεσίας που προβλέπει αδίκημα συνιστάμενο στη μη συμμόρφωση προς διαταγή της δημόσιας αρχής περί εγκαταλείψεως του εθνικού εδάφους εντός ορισμένης προθεσμίας το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως έως τεσσάρων ετών και, αφετέρου, του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, σε συνδυασμό με το άρθρο 15 της εν λόγω οδηγίας, που επιβάλλουν στα κράτη μέλη να λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο, συμπεριλαμβανομένης της κρατήσεως, προς εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής, όπως επίσης να απέχουν από μέτρα ικανά να παρακωλύσουν την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής.

48.      Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί εκ νέου η φύση του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, σε συνδυασμό με το άρθρο 15 της εν λόγω οδηγίας. Οι υποχρεώσεις που επιβάλλουν στα κράτη μέλη οι εν λόγω διατάξεις, τις οποίες περιέγραψα στο προηγούμενο σημείο της ανά χείρας γνώμης μου, είναι διατυπωμένες με σαφήνεια και χωρίς αιρέσεις και ουδόλως χρήζουν ιδιαίτερου μέτρου εφαρμογής. Στις υποχρεώσεις αυτές των κρατών μελών αντιστοιχεί ένα συνακόλουθο δικαίωμα των υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν παρανόμως εντός του εδάφους των κρατών μελών. Πρόκειται επομένως, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, περί μίας εκ των διατάξεων της οδηγίας οι οποίες ενδέχεται να παράγουν άμεσο αποτέλεσμα που παρέχει στους ιδιώτες τη δυνατότητα να τις επικαλούνται έναντι του κράτους εκείνου που παρέλειψε να μεταφέρει την οδηγία εντός της ταχθείσας προθεσμίας, προκειμένου να εμποδίσουν την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως ασυμβίβαστης προς τις διατάξεις αυτές (9). Σε μία τέτοια περίπτωση, τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να δέχονται την υπεροχή των διατάξεων της οδηγίας έναντι εκείνων της αντίθετης εθνικής νομοθεσίας (10).

49.      Βάσει των ανωτέρω, φρονώ ότι το Δικαστήριο πρέπει να δώσει στα προδικαστικά ερωτήματα την απάντηση ότι η οδηγία 2008/115, και ειδικότερα το άρθρο 8, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 15 αυτής, έχει την έννοια ότι απαγορεύει εθνική νομοθεσία κατά την οποία η μη συμμόρφωση προς διαταγή της δημόσιας αρχής περί εγκαταλείψεως του εθνικού εδάφους εντός ορισμένης προθεσμίας συνιστά αδίκημα που τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως έως τεσσάρων ετών.

 Πρόταση

50.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Corte d’appello di Trento ως εξής:

«Η οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, και ειδικότερα το άρθρο 8, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 15 αυτής, έχει την έννοια ότι απαγορεύει εθνική νομοθεσία κατά την οποία η μη συμμόρφωση προς διαταγή της δημόσιας αρχής περί εγκαταλείψεως του εθνικού εδάφους εντός ορισμένης προθεσμίας συνιστά αδίκημα που τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως έως τεσσάρων ετών.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – ΕΕ L 348, σ. 98.


3 – Πρόκειται περί ανώτερης αρχής της τοπικής αστυνομίας.


4 – Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 10ης Ιανουαρίου 2006, C‑222/04, Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I-289, σκέψη 63), καθώς και της 17ης Μαρτίου 2011, C-128/10 και C‑129/10, Ναυτιλιακή Εταιρία Θάσου και Αμάλθεια I Ναυτική Εταιρία (μη δημοσιευθείσα ακόμα στη Συλλογή, σκέψη 40).


5 – Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επαναλαμβάνει συχνά ότι πρόκειται περί πάγιας αρχής του διεθνούς δικαίου, βλ., παραδείγματος χάρη, αποφάσεις Moustaquim κατά Βελγίου της 18ης Φεβρουαρίου 1991, σειρά A αριθ. 193, § 43, καθώς και Riad και Idiab κατά Βελγίου της 24ης Ιανουαρίου 2008, § 94.


6 – Εξυπακούεται ότι τούτο δεν σημαίνει ότι, κατά τη διαδικασία επιστροφής, δεν είναι δυνατόν να συλληφθεί ή να καταδικασθεί υπήκοος τρίτης χώρας για διάπραξη αδικήματος προβλεπόμενου από την εθνική νομοθεσία.


7 – Βλ., συναφώς, απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2007, C-440/05, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2007, σ. I-9097, σκέψη 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


8 – Βλ., συναφώς, απόφαση της 6ης Μαρτίου 2007, C-338/04, C-359/04 και C‑360/04, Placanica κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I-1891, σκέψη 68).


9 – Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 1986, 152/84, Marshall (Συλλογή 1986, σ. 723, σκέψη 46), και της 3ης Μαρτίου 2011, C-203/10, Auto Nikolovi (μη δημοσιευθείσα ακόμα στη Συλλογή, σκέψη 64).


10 – Βλ., συναφώς, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, 190/87, Moormann (Συλλογή 1988, σ. 4689, σκέψη 23).