ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 13ης Δεκεμβρίου 2012 ( *1 )

«Οδηγία 2004/18/ΕΚ — Άρθρο 45, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ — Οδηγία 2004/17/ΕΚ — Άρθρα 53, παράγραφος 3, και 54, παράγραφος 4 — Δημόσιες συμβάσεις — Τομέας υπηρεσιών ταχυδρομείου — Κριτήρια αποκλεισμού από τη διαδικασία του διαγωνισμού — Σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα — Προστασία του δημοσίου συμφέροντος — Εξασφάλιση θεμιτού ανταγωνισμού»

Στην υπόθεση C-465/11,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Krajowa Izba Odwoławcza (Πολωνία) με απόφαση της 30ής Αυγούστου 2011, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Σεπτεμβρίου 2011, στο πλαίσιο της δίκης

Forposta SA,

ABC Direct Contact sp. z o.o.

κατά

Poczta Polska SA,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, προεδρεύοντα του τρίτου τμήματος, E. Juhász (εισηγητή), Γ. Αρέστη, J. Malenovský και T. von Danwitz, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mazák

γραμματέας: M. Aleksejev, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 26ης Σεπτεμβρίου 2012,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Forposta SA και η ABC Direct Contact sp. z o.o., εκπροσωπούμενες από τον P. Gruszczyński και την A. Starczewska-Galos, radcy prawni,

η Poczta Polska SA, εκπροσωπούμενη από τους P. Burzyński και H. Kornacki, radcy prawni,

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Szpunar και B. Majczyna και από τις M. Laszuk και E. Gromnicka,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον S. Varone, avvocato dello Stato,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την K. Herrmann και τον A. Tokár,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 45, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ L 134, σ. 114), σε συνδυασμό με τα άρθρα 53, παράγραφος 3, και 54, παράγραφος 4, της οδηγίας 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (ΕΕ L 134, σ. 1).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Forposta SA, πρώην Praxis sp. z o.o., και της ABC Direct Contact sp. z o.o. και, αφετέρου, της Poczta Polska SA (στο εξής: Poczta Polska), όσον αφορά απόφαση της Poczta Polska περί αποκλεισμού των πρώτων δύο εταιριών από τη διαδικασία διαγωνισμού για τη σύναψη δημοσίας συμβάσεως που προκήρυξε η ίδια.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Το τμήμα 2 του κεφαλαίου VII της οδηγίας 2004/18, που ασχολείται με τα «Κριτήρια ποιοτικής επιλογής», περιλαμβάνει το άρθρο 45, με τίτλο «Προσωπική κατάσταση του υποψηφίου ή του προσφέροντος». Η παράγραφος 1 αυτού του άρθρου απαριθμεί τα κριτήρια βάσει των οποίων αποκλείεται υποχρεωτικά ο υποψήφιος ή προσφέρων σε σύμβαση, ενώ η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου απαριθμεί τα κριτήρια τα οποία ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό. Η παράγραφος αυτή έχει ως εξής:

«Κάθε οικονομικός φορέας μπορεί να αποκλείεται από τη συμμετοχή στη σύμβαση, όταν:

α)

τελεί υπό πτώχευση, εκκαθάριση, παύση δραστηριοτήτων, αναγκαστική διαχείριση ή πτωχευτικό συμβιβασμό ή σε οποιαδήποτε ανάλογη κατάσταση που προκύπτει από παρόμοια διαδικασία προβλεπόμενη από τις εθνικές, νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις·

β)

έχει κινηθεί εναντίον του διαδικασία κήρυξης σε πτώχευση, εκκαθάρισης, αναγκαστικής διαχείρισης, πτωχευτικού συμβιβασμού ή οποιαδήποτε άλλη παρόμοια διαδικασία προβλεπόμενη από τις εθνικές, νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις·

γ)

έχει καταδικασθεί βάσει απόφασης που έχει ισχύ δεδικασμένου, σύμφωνα με τις νομοθετικές διατάξεις της χώρας, και η οποία διαπιστώνει αδίκημα σχετικό με την επαγγελματική του διαγωγή·

δ)

έχει διαπράξει σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα που αποδεδειγμένως διαπιστώθηκε με οποιοδήποτε μέσο ενδέχεται να διαθέτουν οι αναθέτουσες αρχές·

ε)

δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του όσον αφορά την καταβολή των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης σύμφωνα με τις νομοθετικές διατάξεις της χώρας όπου είναι εγκατεστημένος ή με τις νομοθετικές διατάξεις της χώρας της αναθέτουσας αρχής·

στ)

δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του όσον αφορά την πληρωμή των φόρων και τελών σύμφωνα με τις νομοθετικές διατάξεις της χώρας όπου είναι εγκατεστημένος ή με τις νομοθετικές διατάξεις της χώρας της αναθέτουσας αρχής·

ζ)

είναι ένοχος σοβαρών ψευδών δηλώσεων κατά την παροχή των πληροφοριών που απαιτούνται κατ’ εφαρμογή του παρόντος τμήματος ή όταν δεν έχει παράσχει τις πληροφορίες αυτές.

Τα κράτη μέλη καθορίζουν, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο και τηρουμένου του κοινοτικού δικαίου, τους όρους εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.»

4

Το τμήμα 1 του κεφαλαίου VII της οδηγίας 2004/17 έχει τίτλο «Προεπιλογή και ποιοτική επιλογή». Το άρθρο 53, που περιλαμβάνεται στο ίδιο τμήμα, προβλέπει υπό τον τίτλο «Συστήματα προεπιλογής»:

«1.   Οι αναθέτοντες φορείς μπορούν, εφόσον το επιθυμούν, να θεσπίζουν και να διαχειρίζονται σύστημα προεπιλογής των οικονομικών φορέων.

Οι φορείς, οι οποίοι θεσπίζουν ή διαχειρίζονται ένα σύστημα προεπιλογής εξασφαλίζουν τη δυνατότητα των οικονομικών φορέων να υποβάλλουν, ανά πάσα στιγμή, αίτηση για προεπιλογή.

[…]

3.   Τα κριτήρια και κανόνες προεπιλογής που αναφέρονται στην παράγραφο 2 μπορούν να περιλαμβάνουν τα κριτήρια αποκλεισμού που απαριθμούνται στο άρθρο 45 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ για τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται σχετικά.

Όταν ένας αναθέτων φορέας είναι αναθέτουσα αρχή, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τα εν λόγω κριτήρια και κανόνες περιλαμβάνουν τα κριτήρια αποκλεισμού που απαριθμούνται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ.

[…]»

5

Το άρθρο 54 της οδηγίας 2004/17, που περιλαμβάνεται στο ίδιο τμήμα 1 και έχει τίτλο «Κριτήρια ποιοτικής επιλογής», ορίζει στις παραγράφους 1 και 4:

«1.   Οι αναθέτοντες φορείς που ορίζουν τα κριτήρια επιλογής σε ανοικτή διαδικασία ενεργούν σύμφωνα με αντικειμενικούς κανόνες και κριτήρια που είναι στη διάθεση των ενδιαφερόμενων οικονομικών φορέων.

[…]

4.   Τα κριτήρια που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 μπορούν να περιλαμβάνουν τα κριτήρια αποκλεισμού που απαριθμούνται στο άρθρο 45 της οδηγίας 2003/18/ΕΚ για τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται σχετικά.

Όταν ο αναθέτων φορέας είναι αναθέτουσα αρχή, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου περιλαμβάνουν τα κριτήρια αποκλεισμού που απαριθμούνται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ.»

Το πολωνικό δίκαιο

6

Ο νόμος της 29ης Ιανουαρίου 2004 περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων (Dz. U. αριθ. 113, θέση 759, στο εξής: νόμος περί δημοσίων συμβάσεων) θέτει τις αρχές και ορίζει τις διαδικασίες για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων και διευκρινίζει τις αρμόδιες στον τομέα αυτό αρχές. Ο τροποποιητικός νόμος της 25ης Φεβρουαρίου 2011 (Dz. U. αριθ. 87, θέση 484), που τέθηκε σε ισχύ στις 11 Μαΐου 2011, πρόσθεσε το σημείο 1, στοιχείο a, στο άρθρο 24, παράγραφος 1, του νόμου περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Η διάταξη αυτή, όπως τροποποιήθηκε, έχει ως εξής:

«1.   Από τη διαδικασία συνάψεως δημοσίας συμβάσεως αποκλείονται:

[…]

1.   a) οι οικονομικοί φορείς με τους οποίους η αναθέτουσα αρχή είχε συνάψει σύμβαση την οποία έχει λύσει ή καταγγείλει ή από την οποία έχει υπαναχωρήσει λόγω περιστάσεων για τις οποίες ευθύνεται ο οικονομικός φορέας, εφόσον η λύση ή η καταγγελία της συμβάσεως ή η υπαναχώρηση από τη σύμβαση έλαβε χώρα εντός περιόδου τριών ετών πριν από την έναρξη της διαδικασίας αναθέσεως και η αξία του αντικειμένου της συμβάσεως το οποίο δεν εκτελέσθηκε ανέρχεται τουλάχιστον στο 5 % της συνολικής αξίας της συμβάσεως·

[…]».

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

7

H Poczta Polska, εταιρία που ανήκει στο Δημόσιο, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών, είναι αναθέτων φορέας κατά την έννοια της οδηγίας 2004/17. Η εν λόγω εταιρία προκήρυξε ανοικτή διαδικασία αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως με αντικείμενο «τη διανομή απλών ταχυδρομικών δεμάτων στο εσωτερικό και διεθνώς, ταχυδρομικών δεμάτων plus, αποστολών με αντικαταβολή και ταχυδρομικών δεμάτων ειδικής διαχείρισης». Κατά τα αναφερόμενα στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το ποσό της συμβάσεως αυτής υπερβαίνει το ανώτατο όριο πέραν του οποίου είναι εφαρμοστέοι οι κανόνες του δικαίου της Ένωσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων.

8

Ο εν λόγω αναθέτων φορέας θεώρησε ότι οι προσφορές της Forposta SA και της ABC Direct Contact sp. z o.o. ήταν οι πλέον συμφέρουσες για ορισμένα τμήματα του διαγωνισμού και τις κάλεσε για τη σύναψη της συμβάσεως. Η επιλογή αυτή δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν από τους συμμετέχοντες στη διαδικασία. Ωστόσο, στις 21 Ιουλίου 2011, ημερομηνία που είχε οριστεί για την υπογραφή της συμβάσεως, η Poczta Polska ακύρωσε τον διαγωνισμό με την αιτιολογία ότι οι επιχειρηματίες που υπέβαλαν τις επιλεγείσες προσφορές έπρεπε οπωσδήποτε να αποκλεισθούν από τη διαδικασία κατ’ εφαρμογή του άρθρου 24, παράγραφος 1, σημείο 1a, του νόμου περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων.

9

Οι δύο εταιρίες προσέβαλαν την απόφαση αυτή ενώπιον του Krajowa Izba Odwoławcza, προβάλλοντας ότι η εν λόγω εθνική διάταξη είναι αντίθετη προς το άρθρο 45, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/18. Συγκεκριμένα, κατ’ αυτές, το περιεχόμενο των προϋποθέσεων που τάσσει η εν λόγω εθνική διάταξη είναι κατά πολύ ευρύτερο από την προϋπόθεση που τάσσει το δίκαιο της Ένωσης, κατά το οποίο λόγος αποκλεισμού θεωρείται μόνον το «σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα», στη διαφορά της κύριας δίκης όμως δεν διαπράχθηκε τέτοιο παράπτωμα.

10

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά τη θέσπιση του άρθρου 24, παράγραφος 1, σημείο 1a, του νόμου περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, ο εθνικός νομοθέτης ανέφερε ότι έλαβε ως βάση το άρθρο 45, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/18 και εκφράζει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της εθνικής αυτής διατάξεως με τη διάταξη του δικαίου της Ένωσης επί της οποίας βασίστηκε, αμφιβολίες τις οποίες δικαιολογεί με τις εξής σκέψεις.

11

Πρώτον, ο λόγος αποκλεισμού που προβλέπει η εν λόγω διάταξη της οδηγίας 2004/18 είναι το σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα, έννοια η οποία αντιστοιχεί μάλλον, στη νομική γλώσσα, στην παραβίαση αρχών που αφορούν την ηθική, την αξιοπρέπεια ή την επαγγελματική συνείδηση. Η παραβίαση αυτή θεμελιώνει επαγγελματική ευθύνη αυτού που τη διέπραξε μέσω, ιδίως, της κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας από τους αρμόδιους επαγγελματικούς φορείς. Έτσι, αρμόδιοι να αποφανθούν επί του σοβαρού επαγγελματικού παραπτώματος είναι οι φορείς αυτοί ή τα δικαστήρια και όχι η αναθέτουσα αρχή, όπως προβλέπει η επίμαχη εθνική διάταξη.

12

Δεύτερον, η έννοια των περιστάσεων «για τις οποίες ευθύνεται ο επιχειρηματίας», του άρθρου 24, παράγραφος 1, σημείο 1a, του νόμου περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, είναι κατά πολύ ευρύτερη από την έννοια του σοβαρού παραπτώματος «που διέπραξε ο επιχειρηματίας», του άρθρου 45, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/18, και, επομένως, δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε διατάξεις που θεσπίζουν κύρωση.

13

Τρίτον, δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη της οδηγίας 2004/18 θέτει ως προϋπόθεση τη «σοβαρότητα» του παραπτώματος, εγείρονται αμφιβολίες για το αν η μη εκτέλεση του αντικειμένου της συμβάσεως σε ποσοστό 5 % μπορεί να χαρακτηριστεί ως σοβαρό παράπτωμα. Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει συναφώς ότι, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπει η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική διάταξη, η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να αποκλείσει τον συγκεκριμένο οικονομικό φορέα και δεν έχει τη δυνατότητα να εξετάσει την περίπτωσή του εξατομικευμένα, γεγονός που μπορεί να συνιστά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

14

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, τέλος, ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C-213/07, Μηχανική, Συλλογή 2008, σ. I-9999, καθώς και της 23ης Δεκεμβρίου 2009, C-376/08, Serrantoni και Consorzio stabile edili, Συλλογή 2009, σ. I-12169), η οδηγία 2004/18 δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να προβλέπουν, εκτός από τους λόγους αποκλεισμού που απαριθμούνται στο άρθρο 45, παράγραφος 2, της διατάξεως αυτής, και άλλους λόγους αποκλεισμού, οι οποίοι δεν βασίζονται σε αντικειμενικές εκτιμήσεις για τα επαγγελματικά προσόντα των επιχειρηματικών φορέων, υπό την προϋπόθεση ότι είναι ανάλογοι προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Ωστόσο, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (αποφάσεις της 3ης Μαρτίου 2005, C-21/03 και C-34/03, Fabricom, Συλλογή 2005, σ. I-1559, καθώς και της 15ης Μαΐου 2008, C-147/06 και C-148/06, SECAP και Santorso, Συλλογή 2008, σ. I-3565), το δίκαιο της Ένωσης απαγορεύει εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει τον αυτόματο αποκλεισμό του φορέα από τη συμμετοχή σε διαδικασία συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, την αυτόματη απόρριψη προσφορών ή τη λήψη μέτρων τα οποία δεν είναι ανάλογα του επιδιωκόμενου σκοπού. Πάντως, η επίμαχη εθνική διάταξη όχι μόνον εφαρμόζεται αυτομάτως, αλλά υπερβαίνει επίσης το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος συνίσταται στον αποκλεισμό των πραγματικά αναξιόπιστων οικονομικών φορέων.

15

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το Krajowa Izba Odwoławcza αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Πρέπει το άρθρο 45, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/18[…] –το οποίο ορίζει ότι “κάθε οικονομικός φορέας μπορεί να αποκλείεται από τη συμμετοχή στη σύμβαση, όταν […] έχει διαπράξει σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα που αποδεδειγμένως διαπιστώθηκε με οποιοδήποτε μέσο ενδέχεται να διαθέτουν οι αναθέτουσες αρχές”– σε συνδυασμό με το άρθρο 53, παράγραφος 3, και το άρθρο 54, παράγραφος 4, της οδηγίας 2004/17[…], να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα υφίσταται όταν αναθέτουσα αρχή έχει λύσει ή καταγγείλει σύμβαση ή έχει υπαναχωρήσει από σύμβαση την οποία είχε συνάψει με οικονομικό φορέα λόγω περιστάσεων για τις οποίες ευθύνεται ο οικονομικός φορέας, εφόσον η λύση ή η καταγγελία της συμβάσεως ή η υπαναχώρηση από τη σύμβαση έλαβε χώρα εντός περιόδου τριών ετών πριν από την έναρξη της διαδικασίας αναθέσεως και η αξία του αντικειμένου της συμβάσεως το οποίο δεν εκτελέσθηκε ανέρχεται τουλάχιστον στο 5 % της συνολικής αξίας της συμβάσεως;

2)

Σε περίπτωση που στο πρώτο ερώτημα δοθεί αρνητική απάντηση: εάν κράτος μέλος έχει δικαίωμα να θεσπίσει, επιπλέον των λόγων που απαριθμούνται στο άρθρο 45 της οδηγίας 2004/18[…], και άλλους λόγους αποκλεισμού οικονομικών φορέων από τη συμμετοχή σε διαδικασία συνάψεως δημοσίας συμβάσεως τους οποίους θεωρεί δικαιολογημένους στο πλαίσιο της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος και των εννόμων συμφερόντων της αναθέτουσας αρχής, καθώς και της εξασφαλίσεως του θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ των οικονομικών φορέων, συνάδει με την εν λόγω οδηγία και με τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο αποκλεισμός από τη διαδικασία οικονομικών φορέων με τους οποίους η αναθέτουσα αρχή είχε συνάψει σύμβαση την οποία έχει λύσει ή καταγγείλει ή από την οποία έχει υπαναχωρήσει λόγω περιστάσεων για τις οποίες ευθύνεται ο οικονομικός φορέας, εφόσον η λύση ή η καταγγελία της συμβάσεως ή η υπαναχώρηση από τη σύμβαση έλαβε χώρα εντός περιόδου τριών ετών πριν από την έναρξη της διαδικασίας αναθέσεως και η αξία του αντικειμένου της συμβάσεως το οποίο δεν εκτελέσθηκε ανέρχεται τουλάχιστον στο 5 % της συνολικής αξίας της συμβάσεως;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

16

Η Poczta Polska προέβαλε ότι το Krajowa Izba Odwoławcza δεν είναι δικαστήριο, κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι ασκεί ταυτόχρονα δικαστικά και συμβουλευτικά καθήκοντα.

17

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο, προκειμένου να εκτιμήσει αν το αιτούν όργανο είναι «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, πράγμα που αποτελεί ζήτημα που εμπίπτει αποκλειστικά στο δίκαιο της Ένωσης, λαμβάνει υπόψη μια σειρά στοιχείων, όπως είναι η ίδρυση του οργάνου αυτού με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, το ζήτημα αν η διαδικασία διέπεται από την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή των κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του (αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 1997, C-54/96, Dorsch Consult, Συλλογή 1997, σ. I-4961, σκέψη 23, καθώς και της 19ης Απριλίου 2012, C-443/09, Grillo Star, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

18

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο, το Krajowa Izba Odwoławcza, το οποίο είναι όργανο που συστάθηκε με τον νόμο περί του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων, διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα για την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό των διαφορών μεταξύ οικονομικού φορέα και αναθέτουσας αρχής και η λειτουργία του διέπεται από τα άρθρα 172 έως 198 του νόμου αυτού, συνιστά δικαστήριο, υπό την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του βάσει των διατάξεων αυτών, όπως συμβαίνει στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης. Το γεγονός ότι στο όργανο αυτό έχουν ενδεχομένως ανατεθεί, βάσει άλλων διατάξεων, καθήκοντα συμβουλευτικού χαρακτήρα δεν ασκεί επιρροή συναφώς.

Επί του παραδεκτού

19

Η Πολωνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη διότι είναι υποθετική και διότι ζητεί, κατ’ ουσίαν, να προσδιοριστεί αν ο επίμαχος στην κύρια δίκη εθνικός κανόνας συνάδει με τις διατάξεις της οδηγίας 2004/18 και δεν ζητεί ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης για να αποσαφηνιστεί το αντικείμενο της διαφοράς, η οποία πρέπει να κριθεί βάσει του εθνικού δικαίου. Πάντως, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα, στο πλαίσιο της διαδικασίας επί προδικαστικού ερωτήματος, να αποφανθεί επί της συμβατότητας εθνικής νομοθεσίας με το δίκαιο της Ένωσης ούτε να ερμηνεύσει εθνικές νομοθετικές διατάξεις.

20

Συναφώς, πρέπει να τονιστεί, αφενός, ότι το αιτούν δικαστήριο δεν ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της συμβατότητας της συγκεκριμένης εθνικής νομοθεσίας με το δίκαιο της Ένωσης ούτε να ερμηνεύσει τη νομοθεσία αυτή. Περιορίζεται στο να ζητήσει την ερμηνεία των κανόνων της Ένωσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων προκειμένου να εκτιμηθεί αν πρέπει να μην εφαρμοστεί, στη διαφορά της κύριας δίκης, το άρθρο 24, παράγραφος 1, σημείο 1a, του νόμου περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Αφετέρου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα είναι πρόσφορα για την επίλυση της διαφοράς, εφόσον η Poczta Polska ακύρωσε την ανάθεση της επίμαχης συμβάσεως με την αιτιολογία ότι οι οικονομικοί φορείς των οποίων οι προσφορές έγιναν δεκτές έπρεπε οπωσδήποτε να αποκλεισθούν από τη διαδικασία κατ’ εφαρμογή της εν λόγω εθνικής διατάξεως.

21

Υπό τις συνθήκες αυτές, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή και πρέπει επομένως να δοθεί απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα.

Επί του πρώτου ερωτήματος

22

Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν το άρθρο 45, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/18 έχει την έννοια ότι απαγορεύει εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι υφίσταται σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα, το οποίο επιφέρει αυτόματο αποκλεισμό του οικονομικού φορέα από τη σε εξέλιξη διαδικασία συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, στην περίπτωση που, λόγω περιστάσεων για τις οποίες ευθύνεται ο οικονομικός φορέας, η αναθέτουσα αρχή έχει λύσει ή καταγγείλει προηγούμενη δημόσια σύμβαση που έχει συνάψει με τον εν λόγω οικονομικό φορέα ή έχει υπαναχωρήσει από αυτήν, εάν η λύση ή η καταγγελία της συμβάσεως ή η υπαναχώρηση έλαβε χώρα εντός περιόδου τριών ετών πριν από την έναρξη της διαδικασίας σε εξέλιξη και η αξία του μέρους της συμβάσεως που δεν εκτελέσθηκε ανέρχεται τουλάχιστον στο 5 % της συνολικής αξίας της συμβάσεως αυτής.

23

Λαμβανομένων υπόψη ορισμένων παρατηρήσεων που διατύπωσε η Πολωνική Κυβέρνηση κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά τις οποίες περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, η οποία εμπίπτει καθ’ ύλη στην οδηγία 2004/17, πρέπει να εκτιμηθεί αποκλειστικά στο πλαίσιο της οδηγίας αυτής, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου, ο εθνικός νομοθέτης επισήμανε, κατά τη θέσπιση του άρθρου 24, παράγραφος 1, σημείο 1a, του νόμου περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, κατ’ εφαρμογή του οποίου οι συγκεκριμένες εταιρίες αποκλείστηκαν από τη διαδικασία αναθέσεως, ότι στηρίχθηκε στο άρθρο 45, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/18. Εξάλλου, στο εν λόγω άρθρο 45 παραπέμπουν ρητώς τα άρθρα 53, παράγραφος 3, και 54, παράγραφος 4, της οδηγίας 2004/17.

24

Επομένως, η Δημοκρατία της Πολωνίας έκανε χρήση της δυνατότητας που της παρέχουν οι εν λόγω διατάξεις της οδηγίας 2004/17 και ενσωμάτωσε στην εθνική νομοθεσία τον λόγο αποκλεισμού που προβλέπεται στο άρθρο 45, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/18.

25

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 45, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/18, σε αντίθεση με τις διατάξεις που αφορούν τους λόγους αποκλεισμού που προβλέπονται στο ίδιο εδάφιο, στοιχεία αʹ, βʹ, εʹ και στʹ, του άρθρου αυτού, δεν παραπέμπει στις εθνικές νομοθετικές διατάξεις, αλλά το δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου 2 ορίζει ότι τα κράτη μέλη καθορίζουν, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο και τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης, τους όρους εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.

26

Επομένως, οι έννοιες «σοβαρό»«επαγγελματικό»«παράπτωμα» που διέπραξε, του εν λόγω άρθρου 45, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, μπορούν να διευκρινιστούν και να διατυπωθούν λεπτομερέστερα στο εθνικό δίκαιο, τηρουμένου, ωστόσο, του δικαίου της Ένωσης.

27

Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως ορθώς υποστηρίζει η Πολωνική Κυβέρνηση, η έννοια του «επαγγελματικού παραπτώματος» καλύπτει κάθε παραπτωματική συμπεριφορά που έχει αντίκτυπο στην επαγγελματική αξιοπιστία του συγκεκριμένου φορέα και όχι μόνον τις παραβάσεις των κανόνων δεοντολογίας υπό τη στενή έννοια του επαγγέλματος στο οποίο ανήκει ο εν λόγω φορέας, οι οποίες διαπιστώνονται από το προβλεπόμενο στο πλαίσιο του επαγγέλματος αυτού πειθαρχικό όργανο ή από δικαστική απόφαση που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

28

Συγκεκριμένα, το άρθρο 45, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/18 επιτρέπει στις αναθέτουσες αρχές να διαπιστώσουν επαγγελματικό παράπτωμα με οποιοδήποτε μέσο διαθέτουν. Περαιτέρω, αντίθετα με το ίδιο εδάφιο, στοιχείο γʹ, δεν απαιτείται απόφαση που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου για τη διαπίστωση επαγγελματικού παραπτώματος, κατά την έννοια της διατάξεως που περιλαμβάνεται στο εν λόγω εδάφιο, στοιχείο δʹ.

29

Επομένως, η μη τήρηση από οικονομικό φορέα των συμβατικών του υποχρεώσεων μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεωρηθεί ως επαγγελματικό παράπτωμα.

30

Εν πάση περιπτώσει, το «σοβαρό παράπτωμα» υποδηλώνει συνήθως συμπεριφορά του οικείου οικονομικού φορέα που ενέχει πρόθεση διαπράξεως παραπτώματος ή αμέλεια ορισμένου βαθμού. Έτσι οποιαδήποτε εσφαλμένη, ανακριβής ή πλημμελής εκτέλεση συμβάσεως ή μέρους αυτής μπορεί ενδεχομένως να τεκμηριώσει περιορισμένη επαγγελματική επάρκεια του συγκεκριμένου οικονομικού φορέα, αλλά δεν ισοδυναμεί αυτόματα με σοβαρό παράπτωμα.

31

Περαιτέρω, για τη διαπίστωση της υπάρξεως «σοβαρού παραπτώματος» απαιτείται, κατ’ αρχήν, να πραγματοποιηθεί συγκεκριμένη εκτίμηση και να εξατομικευθεί η στάση του οικείου οικονομικού φορέα.

32

Πάντως, η ρύθμιση της κύριας δίκης επιβάλλει στην αναθέτουσα αρχή τον αποκλεισμό του οικονομικού φορέα από τη διαδικασία αναθέσεως δημόσιας συμβάσεως όταν, λόγω περιστάσεων «για τις οποίες αυτός ευθύνεται», η αναθέτουσα αρχή έλυσε ή κατήγγειλε σύμβαση που έχει συνάψει με αυτόν στο πλαίσιο προηγούμενου διαγωνισμού.

33

Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των εθνικών νομικών συστημάτων σε θέματα ευθύνης, η έννοια των «περιστάσεων για τις οποίες ευθύνεται» είναι ευρύτατη και μπορεί να συμπεριλάβει περιπτώσεις που υπερβαίνουν κατά πολύ τη συμπεριφορά του οικείου οικονομικού φορέα που ενέχει πρόθεση διαπράξεως παραπτώματος ή ορισμένης σοβαρότητας αμέλεια. Πάντως, το άρθρο 54, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2004/17 αναφέρεται στη δυνατότητα εφαρμογής των κριτηρίων αποκλεισμού που απαριθμούνται στο άρθρο 45 της οδηγίας 2004/18 «για τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται σχετικά», οπότε η έννοια του «σοβαρού παραπτώματος», όπως ορίζεται στη σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως, δεν μπορεί να αντικατασταθεί με την έννοια των «περιστάσεων για τις οποίες ευθύνεται» ο οικείος οικονομικός φορέας.

34

Περαιτέρω, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση ορίζει η ίδια τις παραμέτρους βάσει των οποίων προηγούμενη συμπεριφορά ενός οικονομικού φορέα υποχρεώνει την αναθέτουσα αρχή να αποκλείσει αυτομάτως τον εν λόγω φορέα από ένα νέο διαγωνισμό που προκηρύχθηκε, χωρίς να παρέχει στην αρχή αυτή τη ευχέρεια να εκτιμήσει, κατά περίπτωση, τη σοβαρότητα της φερόμενης ως παραπτωματικής συμπεριφοράς του εν λόγω φορέα στο πλαίσιο της εκτελέσεως της προηγούμενης συμβάσεως.

35

Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση δεν περιορίζεται στο να οριοθετήσει το γενικό πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 45, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/18, αλλά επιβάλλει συναφώς στις αναθέτουσες αρχές υποχρεωτικές προϋποθέσεις και συνέπειες που επέρχονται αυτομάτως σε ορισμένες περιπτώσεις, καθ’ υπέρβαση του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη, δυνάμει του άρθρου 45, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας αυτής, όσον αφορά την αποσαφήνιση των όρων εφαρμογής του λόγου αποκλεισμού που προβλέπεται στην ίδια παράγραφο 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, αυτού του άρθρου τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης.

36

Κατόπιν όλων των παραπάνω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 45, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/18 έχει την έννοια ότι απαγορεύει εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι υφίσταται σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα, το οποίο επιφέρει τον αυτόματο αποκλεισμό οικονομικού φορέα από ευρισκόμενη σε εξέλιξη διαδικασία αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως, στην περίπτωση κατά την οποία, λόγω περιστάσεων για τις οποίες ευθύνεται ο οικονομικός φορέας, η αναθέτουσα αρχή έχει λύσει ή καταγγείλει προηγούμενη δημόσια σύμβαση που έχει συνάψει με τον εν λόγω φορέα ή έχει υπαναχωρήσει από αυτήν, εάν η λύση ή η καταγγελία της συμβάσεως ή η υπαναχώρηση έλαβε χώρα εντός περιόδου τριών ετών πριν από την έναρξη της σε εξέλιξη διαδικασίας και η αξία του μέρους της συμβάσεως που δεν εκτελέσθηκε ανέρχεται τουλάχιστον στο 5 % της συνολικής αξίας της συμβάσεως αυτής.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

37

Με το ερώτημα αυτό, το οποίο τίθεται σε περίπτωση που δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο ερώτημα, ερωτάται, κατ’ ουσίαν, εάν οι αρχές και οι κανόνες του δικαίου της Ένωσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων δικαιολογούν, για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και των εννόμων συμφερόντων της αναθέτουσας αρχής καθώς και για την εξασφάλιση του θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ των οικονομικών φορέων, εθνική ρύθμιση, όπως αυτή της κύριας δίκης, η οποία επιβάλλει σε αναθέτουσα αρχή αυτόματο αποκλεισμό ενός οικονομικού φορέα από διαδικασία αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως σε περίπτωση όπως αυτή που αναφέρεται στο πρώτο ερώτημα.

38

Συναφώς, μολονότι, βεβαίως, από το άρθρο 54, παράγραφος 4, της οδηγίας 2004/17, προκύπτει ότι οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να ορίσουν κριτήρια ποιοτικής επιλογής ανώτερα από εκείνα που απαριθμούνται στο άρθρο 45 της οδηγίας 2004/18, γεγονός παραμένει ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το εν λόγω άρθρο 45, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής απαριθμεί κατά τρόπο εξαντλητικό τους λόγους βάσει των οποίων μπορεί να δικαιολογείται ο αποκλεισμός ενός οικονομικού φορέα από τη συμμετοχή σε διαγωνισμό για λόγους στηριζόμενους σε αντικειμενικά στοιχεία και απτόμενους των επαγγελματικών του ιδιοτήτων και εμποδίζει, επομένως, τα κράτη μέλη να συμπληρώνουν τον κατάλογο που περιέχει η εν λόγω οδηγία με άλλους λόγους αποκλεισμού στηριζόμενους σε κριτήρια σχετικά με την επαγγελματική ιδιότητα (βλ. αποφάσεις της 9ης Φεβρουαρίου 2006, C-226/04 και C-228/04, La Cascina κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I-1347, σκέψη 22· Μηχανική, προπαρατεθείσα, σκέψη 43, καθώς και της 15ης Ιουλίου 2010, C-74/09, Bâtiments et Ponts Construction και WISAG Produktionsservice, Συλλογή 2010, σ. I-7271, σκέψη 43).

39

Η ενδεχόμενη νομιμότητα του συγκεκριμένου λόγου αποκλεισμού βάσει των αρχών ή των άλλων κανόνων του δικαίου της Ένωσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων μπορεί να εξεταστεί μόνον όταν ο λόγος αυτός δεν αφορά τις επαγγελματικές ιδιότητες του οικονομικού φορέα και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στην εξαντλητική απαρίθμηση (βλ., συναφώς, αποφάσεις Fabricom, προπαρατεθείσα, σκέψεις 25 έως 36· Μηχανική, προπαρατεθείσα, σκέψεις 44 έως 69, καθώς και της 19ης Μαΐου 2009, C-538/07, Assitur, Συλλογή 2009, σ. I-4219, σκέψεις 21 έως 33).

40

Πάντως, εν προκειμένω, το άρθρο 24, παράγραφος 1, σημείο 1.a, του νόμου περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων ορίζει ένα λόγο αποκλεισμού σχετικό με την επαγγελματική ιδιότητα του συγκεκριμένου οικονομικού φορέα, όπως επιβεβαιώνεται από το γεγονός, που αναφέρεται στις σκέψεις 10 και 23 της παρούσας αποφάσεως, ότι ο Πολωνός νομοθέτης αναφέρθηκε στο άρθρο 45, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/18 προς στήριξη της εθνικής αυτής διατάξεως. Ο λόγος αυτός αποκλεισμού, ο οποίος δεν περιλαμβάνεται στην εξαντλητική απαρίθμηση του εν λόγω πρώτου εδαφίου, όπως προκύπτει από την απάντηση στο πρώτο ερώτημα, δεν μπορεί επομένως να καταστεί νόμιμος βάσει των αρχών και των άλλων κανόνων του δικαίου της Ένωσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων.

41

Επομένως, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι αρχές και οι κανόνες του δικαίου της Ένωσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων δεν δικαιολογούν, για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και των εννόμων συμφερόντων της αναθέτουσας αρχής καθώς και για την εξασφάλιση του θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ των οικονομικών φορέων, εθνική ρύθμιση, όπως αυτή της κύριας δίκης, η οποία επιβάλλει σε αναθέτουσα αρχή αυτόματο αποκλεισμό ενός οικονομικού φορέα από διαδικασία αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως σε περίπτωση όπως αυτή που αναφέρεται στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα.

Επί των διαχρονικών αποτελεσμάτων της παρούσας αποφάσεως

42

Η Πολωνική Κυβέρνηση ζήτησε από το Δικαστήριο, κατά τη διεξαχθείσα ενώπιόν του επ’ ακροατηρίου συζήτηση, να περιοριστούν τα διαχρονικά αποτελέσματα της παρούσας αποφάσεως στην περίπτωση που το Δικαστήριο ερμηνεύσει το άρθρο 45, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/18 υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνική ρύθμιση όπως αυτή της κύριας δίκης.

43

Προς στήριξη του αιτήματός της, η Πολωνική Κυβέρνηση προβάλλει τον ελάχιστα σαφή χαρακτήρα της διατάξεως αυτής του δικαίου της Ένωσης, η οποία δεν έχει ακόμη ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, και επίσης τον κίνδυνο σοβαρών οικονομικών επιπτώσεων σε εθνικό επίπεδο που συνεπάγεται η ερμηνεία αυτή.

44

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η ερμηνεία που δίνει το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας που του παρέχει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, σε κανόνα του δικαίου της Ένωσης διαφωτίζει και διευκρινίζει τη σημασία και το περιεχόμενο του κανόνα αυτού, όπως πρέπει ή θα έπρεπε να νοείται και να εφαρμόζεται από τότε που τέθηκε σε ισχύ, και ότι μόνο σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις δύναται το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή της συμφυούς με την έννομη τάξη της Ένωσης γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου, να αποφασίσει να περιορίσει τη δυνατότητα κάθε ενδιαφερομένου να επικαλεσθεί διάταξη την οποία έχει ερμηνεύσει το Δικαστήριο προκειμένου να αμφισβητήσει έννομες σχέσεις που έχουν δημιουργηθεί με καλή πίστη (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 10ης Μαΐου 2012, C-338/11 έως C-347/11, Santander Asset Management SGIIC κ.λπ., που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 58 και 59, και της 18ης Οκτωβρίου 2012, C-525/11, Mednis, σκέψεις 41 και 42).

45

Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής μόνον υπό πολύ συγκεκριμένες περιστάσεις, συγκεκριμένα όταν υπήρχε κίνδυνος σοβαρών οικονομικών επιπτώσεων λόγω του μεγάλου αριθμού εννόμων σχέσεων που είχαν συσταθεί με καλή πίστη βάσει ρυθμίσεως η οποία θεωρούνταν νομίμως ισχύουσα και εφόσον προέκυπτε ότι οι ιδιώτες και οι εθνικές αρχές είχαν παρακινηθεί σε ενέργειες αντίθετες προς το δίκαιο της Ένωσης λόγω αντικειμενικής και σοβαρής αβεβαιότητας ως προς το περιεχόμενο των διατάξεων του εν λόγω δικαίου, αβεβαιότητας στη δημιουργία της οποίας είχαν ενδεχομένως συμβάλει οι ενέργειες άλλων κρατών μελών ή αυτές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (βλ., ιδίως, προπαρατεθείσες αποφάσεις Santander Asset Management SGIIC κ.λπ., σκέψη 60, καθώς και Mednis, σκέψη 43).

46

Η φερόμενη ύπαρξη αντικειμενικής και σοβαρής αβεβαιότητας ως προς το περιεχόμενο των συγκεκριμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης δεν μπορεί να γίνει δεκτή στην υπόθεση της κύριας δίκης. Συγκεκριμένα, αφενός, η υπόθεση του «σοβαρού επαγγελματικού παραπτώματος», κατά την έννοια του άρθρου 45, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/18 προδήλως δεν καλύπτει τον λόγο αποκλεισμού του άρθρου 24, παράγραφος 1, σημείο 1.a, του νόμου περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Αφετέρου, όπως προκύπτει από νομολογία που είχε ήδη καταστεί πάγια κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίδικης στην κύρια δίκη εθνικής διατάξεως, λόγος αποκλεισμού όπως αυτός της κύριας δίκης, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει των αρχών ή άλλων κανόνων του δικαίου της Ένωσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων.

47

Όσον αφορά τις οικονομικές επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει για ένα κράτος μέλος απόφαση του Δικαστηρίου εκδοθείσα στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, αυτές δεν δικαιολογούν, καθαυτές, τον περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως αυτής (προπαρατεθείσες αποφάσεις Mednis, σκέψη 44, καθώς και Santander Asset Manangement SGIIC κ.λπ., σκέψη 62, καθώς και Mednis, σκέψη 44).

48

Πρέπει να επισημανθεί ότι, εν πάση περιπτώσει, η Πολωνική Κυβέρνηση δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να εκτιμήσει την ύπαρξη, λόγω της παρούσας αποφάσεως, κινδύνου σοβαρών οικονομικών επιπτώσεων για τη Δημοκρατία της Πολωνίας.

49

Επομένως, δεν συντρέχει λόγος να περιοριστούν τα διαχρονικά αποτελέσματα της παρούσας αποφάσεως.

Επί των δικαστικών εξόδων

50

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 45, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι απαγορεύει εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι υφίσταται σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα, που επιφέρει τον αυτόματο αποκλεισμό οικονομικού φορέα από ευρισκόμενη σε εξέλιξη διαδικασία αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως, στην περίπτωση κατά την οποία, λόγω περιστάσεων για τις οποίες ευθύνεται ο οικονομικός φορέας, η αναθέτουσα αρχή έχει λύσει ή καταγγείλει προηγούμενη δημόσια σύμβαση που έχει συνάψει με τον εν λόγω φορέα ή έχει υπαναχωρήσει από αυτήν, εάν η λύση ή η καταγγελία της συμβάσεως ή η υπαναχώρηση έλαβε χώρα εντός περιόδου τριών ετών πριν από την έναρξη της σε εξέλιξη διαδικασίας και η αξία του μέρους της συμβάσεως που δεν εκτελέσθηκε ανέρχεται τουλάχιστον στο 5 % της συνολικής αξίας της συμβάσεως αυτής.

 

2)

Οι αρχές και οι κανόνες του δικαίου της Ένωσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων δεν δικαιολογούν, για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και των εννόμων συμφερόντων της αναθέτουσας αρχής καθώς και για την εξασφάλιση του θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ των οικονομικών φορέων, εθνική ρύθμιση, όπως αυτή της κύριας δίκης, η οποία επιβάλλει σε αναθέτουσα αρχή αυτόματο αποκλεισμό ενός οικονομικού φορέα από διαδικασία αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως σε περίπτωση όπως αυτή που αναφέρεται στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.