ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 8ης Νοεμβρίου 2012 ( *1 )

«Τελωνειακή οφειλή — Εκ των υστέρων είσπραξη εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών — Καταλογισμός των δασμών — Πρακτικοί τρόποι»

Στην υπόθεση C-351/11,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το rechtbank van eerste aanleg te Antwerpen (Βέλγιο) με απόφαση της 24ης Ιουνίου 2011, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Ιουλίου 2011, στο πλαίσιο της δίκης

KGH Belgium NV

κατά

Belgische Staat,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Borg Barthet (εισηγητή), προεδρεύοντα του πέμπτου τμήματος, M. Ilešič και M. Safjan, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Σεπτεμβρίου 2012,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η KGH Belgium NV, εκπροσωπούμενη από τους E. Gevers και J. Gevers, advocaten,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Jacobs και τον J.-C. Halleux,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B.-R. Killmann και W. Roels,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 217 του κανονισμού (EΟK) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EK) 82/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ L 17, σ. 1, στο εξής: τελωνειακός κώδικας).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της KGH Belgium NV (στο εξής: KGH Belgium) και του Belgische Staat [Βελγικού Δημοσίου], εκπροσωπούμενου από το Federale Overheidsdienst Financiën (Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών, στο εξής: SPF Finances), με αντικείμενο το ζήτημα αν οι υπαγόμενες στο τελευταίο τελωνειακές αρχές εγκύρως καταλόγισαν τελωνειακή οφειλή κατά την έννοια του άρθρου 217, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα.

Το νομικό πλαίσιο

Η κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης

3

Το άρθρο 217 του τελωνειακού κώδικα ορίζει τα εξής:

«1.   Κάθε ποσό των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που προκύπτει από τελωνειακή οφειλή, που στο εξής καλείται «ποσό των δασμών», υπολογίζεται από τις τελωνειακές αρχές μόλις αυτές διαθέτουν τα απαραίτητα στοιχεία και εγγράφεται από τις εν λόγω αρχές στα λογιστικά βιβλία ή σε οποιοδήποτε άλλο υπόθεμα επέχει θέση βιβλίων (καταλογισμός).

Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται:

α)

όταν έχει θεσπιστεί προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ ή αντισταθμιστικός·

β)

[όταν] το ποσό των νομίμως οφειλόμενων δασμών είναι ανώτερο από αυτό που έχει καθοριστεί βάσει μιας δεσμευτικής πληροφορίας·

γ)

όταν οι διατάξεις που έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με τη διαδικασία της επιτροπής απαλλάσσουν τις τελωνειακές αρχές από τον καταλογισμό ποσού δασμών κατώτερου από ορισμένο ποσό.

Οι τελωνειακές αρχές μπορούν να μην καταλογίζουν ποσά δασμών τα οποία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 221, παράγραφος 3, δεν μπορούν να γνωστοποιηθούν στον οφειλέτη λόγω εκπνοής της καθορισμένης προθεσμίας.

2.   Οι πρακτικοί τρόποι καταλογισμού των δασμών καθορίζονται από τα κράτη μέλη. Οι τρόποι αυτοί μπορούν να διαφέρουν ανάλογα με το αν οι τελωνειακές αρχές, λαμβάνοντας υπόψη τους όρους υπό τους οποίους γεννάται η τελωνειακή οφειλή, εξασφαλίζονται ή όχι ως προς την καταβολή των εν λόγω ποσών.»

4

Το άρθρο 221, παράγραφος 1, του εν λόγω κώδικα ορίζει τα εξής:

«Το ποσό των δασμών πρέπει να γνωστοποιείται στον οφειλέτη, με την κατάλληλη διαδικασία, μόλις καταλογισθεί.»

Η βελγική νομοθεσία

5

Ο γενικός νόμος περί τελωνείων και ειδικών φόρων καταναλώσεως, ο οποίος οργανώθηκε με το βασιλικό διάταγμα της 18ης Ιουλίου 1977 (Belgisch Staatsblad, 21 Σεπτεμβρίου 1977, σ. 11425), κυρώθηκε με τον νόμο περί τελωνείων και ειδικών φόρων καταναλώσεως, της 6ης Ιουλίου 1978 (Belgisch Staatsblad, 12 Αυγούστου 1978, σ. 9013), όπως τροποποιήθηκε, από 1ης Ιανουαρίου 1994, με τον νόμο για την τροποποίηση του γενικού νόμου περί τελωνείων και ειδικών φόρων καταναλώσεως, της 27ης Δεκεμβρίου 1993 (Belgisch Staatsblad,30 Δεκεμβρίου 1993, σ. 29031, στο εξής: LGDA), ορίζει, στο άρθρο 1, τα εξής:

«Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου, νοείται:

[…]

ως “καταλογισμός”, η εγγραφή στα λογιστικά βιβλία ή σε οποιοδήποτε άλλο υπόθεμα επέχει θέση τέτοιων βιβλίων του ποσού των δασμών που αντιστοιχεί σε τελωνειακή οφειλή·

[…]».

6

Το άρθρο 3 του LGDA ορίζει τα εξής:

«Οι κανόνες σχετικά με τον καταλογισμό και τις προϋποθέσεις πληρωμής των ποσών των δασμών που προκύπτουν από τελωνειακή οφειλή προβλέπονται στους κανονισμούς των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

7

Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι η διαφορά επί της οποίας καλείται να αποφανθεί το αιτούν δικαστήριο αφορά το ζήτημα αν οι υπαγόμενες στο SPF Finances τελωνειακές αρχές εγκύρως καταλόγισαν, κατά την έννοια του άρθρου 217, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα, τελωνειακή οφειλή εις βάρος της KGH Belgium.

8

Η διαφορά της κύριας δίκης, όπως εκτίθεται από το αιτούν δικαστήριο, αφορά την ακύρωση της αποφάσεως της υπηρεσίας τελωνείου και ειδικών τελών καταναλώσεως της 19ης Μαρτίου 2009, όπως επίσης και της αποφάσεως του περιφερειακού διευθυντή τελωνείων και ειδικών φόρων καταναλώσεως της Αμβέρσας της 4ης Ιουλίου 2008, σύμφωνα με τις οποίες η KGH Belgium είναι υπόχρεη σε τελωνειακή οφειλή κατ’ αρχήν ποσού 3620,52 ευρώ.

9

Στις 26 Νοεμβρίου 2009, το SPF Finances άσκησε αντίθετη προσφυγή προκειμένου να διαπιστωθεί δικαστικώς ότι η απόφαση της 4ης Ιουλίου 2008 είναι έγκυρη και ισχυρή και ότι οι τελωνειακοί δασμοί οφείλονται οριστικά και αδιαμφισβήτητα.

10

Η KGH Belgium υποστήριξε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ότι από το άρθρο 217, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα απορρέει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να καθορίζουν, στην εσωτερική νομοθεσία τους, τους πρακτικούς τρόπους με τους οποίους πραγματοποιείται ο καταλογισμός όπως προβλέπεται στο άρθρο 217, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα, ώστε ο οφειλέτης να είναι σε θέση να διαπιστώσει αν οι εθνικές τελωνειακές αρχές πράγματι προέβησαν στον εν λόγω καταλογισμό, ενώ, κατά το SPF Finances, τα κράτη μέλη δεν φέρουν καμία τέτοιας φύσεως υποχρέωση.

11

Η KGH Belgium εκτιμά, επίσης, ότι, ελλείψει νομικών διατάξεων στο βελγικό δίκαιο, η τελωνειακή οφειλή δεν ήταν δυνατό να καταλογιστεί εγκύρως, κατά την έννοια του άρθρου 217, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα.

12

Κατά το SPF Finances, κάθε εγγραφή της τελωνειακής οφειλής, ανεξαρτήτως του υποθέματος, αρκεί για να θεωρηθεί ο καταλογισμός έγκυρος κατά την έννοια του άρθρου 217, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα.

13

Το SPF Finances υποστηρίζει ότι, καίτοι το Βέλγιο δεν υποχρεούται να προβλέψει, στην εσωτερική του νομοθεσία, νομικές διατάξεις για τον καθορισμό των πρακτικών τρόπων καταλογισμού τελωνειακών οφειλών, παρά ταύτα το βελγικό δίκαιο περιλαμβάνει τέτοιες διατάξεις.

14

Ως εκ τούτου, κατά το αιτούν δικαστήριο, εφόσον πράγματι απαιτείται η θέσπιση νομικής διατάξεως του βελγικού δικαίου για τον καθορισμό των πρακτικών τρόπων καταλογισμού τίθεται το ζήτημα αν οι υφιστάμενες βελγικές νομικές διατάξεις καθορίζουν, σύμφωνα με το άρθρο 217, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα, τους πρακτικούς τρόπους καταλογισμού κατά την έννοια του άρθρου 217, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα.

15

Υπό τις συνθήκες αυτές, το rechtbank van eerste aanleg te Antwerpen αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 217, παράγραφος 2, του [τελωνειακού κώδικα] την έννοια ότι τα κράτη μέλη, όταν καθορίζουν τους πρακτικούς τρόπους [καταλογισμού] των ποσών των δασμών, δύνανται να περιοριστούν να [εισάγουν] στην εσωτερική τους νομοθεσία διατάξεις οι οποίες ορίζουν μόνον

ότι για την εφαρμογή της εσωτερικής αυτής νομοθεσίας ως “[καταλογισμός]” νοείται “η εγγραφή στα λογιστικά βιβλία ή σε οποιοδήποτε άλλο υπόθεμα επέχει θέση τέτοιων βιβλίων του ποσού των δασμών που αντιστοιχεί σε τελωνειακή οφειλή” (κατά την έννοια του άρθρου 1, 6o, του [LGDA])

και

ότι οι κανόνες σχετικά με [τον καταλογισμό] και τις προϋποθέσεις πληρωμής των ποσών που [προκύπτουν] από τελωνειακή οφειλή [προβλέπονται] στους κανονισμούς των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (κατά την έννοια του άρθρου 3 του [LGDA]),

ή πρέπει τα κράτη μέλη, σε εκτέλεση του άρθρου 217, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα, να καθορίσουν στην εσωτερική τους νομοθεσία [τους πρακτικούς τρόπους με τους οποίους πραγματοποιείται ο καταλογισμός] που προβλέπεται από το άρθρο 217, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα, έτσι ώστε ο οφειλέτης να μπορεί να [διαπιστώσει] αν οι τελωνειακές αρχές [πράγματι] προέβησαν [στον εν λόγω καταλογισμό];

2)

Έχει το άρθρο 217, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα την έννοια ότι, όταν στην εσωτερική νομοθεσία ορίζεται μόνον

ότι για την εφαρμογή της εσωτερικής αυτής νομοθεσίας ως “[καταλογισμός]” νοείται “η εγγραφή στα λογιστικά βιβλία, ή σε οποιοδήποτε άλλο υπόθεμα επέχει θέση τέτοιων βιβλίων, του ποσού των δασμών που αντιστοιχεί σε τελωνειακή οφειλή” (κατά την έννοια του άρθρου 1, 6°, του [LGDA])

και

ότι οι κανόνες σχετικά με [τον καταλογισμό] και τις προϋποθέσεις πληρωμής των ποσών που [προκύπτουν] από τελωνειακή οφειλή [προβλέπονται] στους κανονισμούς των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (κατά την έννοια του άρθρου 3 του [LGDA]),

οι τελωνειακές αρχές δύνανται να ισχυριστούν ότι η εγγραφή από τις τελωνειακές αρχές του ποσού των δασμών σε καρτέλα 1552 B, η εισαγωγή του ποσού των δασμών στην τράπεζα πληροφοριών «Paperless Douane en Accijnzen», καθώς και κάθε άλλη εγγραφή ή εισαγωγή από τις τελωνειακές αρχές του ποσού των δασμών σε οποιοδήποτε υπόθεμα, ισχύoυν ως [καταλογισμός] υπό την έννοια του άρθρου 217, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα;

3)

Έχει το άρθρο 217 του τελωνειακού κώδικα, στην περίπτωση που η εγγραφή από τις τελωνειακές αρχές του ποσού των δασμών σε καρτέλα 1552 B ισχύει ως [καταλογισμός] υπό την έννοια του άρθρου 217, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα, την έννοια ότι μόνον η εγγραφή σε καρτέλα 1552 B του ακριβούς ποσού δασμών που [προκύπτει] από τελωνειακή οφειλή ισχύει ως [καταλογισμός] υπό την έννοια του άρθρου 217, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα;»

Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

16

Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα εκφεύγουν ως ένα βαθμό της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, λαμβανομένης υπόψη της διατυπώσεως που χρησιμοποίησε το αιτούν δικαστήριο, με τα ερωτήματα αυτά το Δικαστήριο ενδεχομένως καλείται να απαντήσει επί της συμβατότητας ορισμένων εθνικών διατάξεων με το άρθρο 217, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα. Το Δικαστήριο δεν είναι, όμως, αρμόδιο να αποφαίνεται επί της συμβατότητας του εθνικού δικαίου κράτους μέλους με το δίκαιο της Ένωσης.

17

Συναφώς υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, καίτοι δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο ούτε να αποφαίνεται, στο πλαίσιο διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, επί της συμβατότητας των κανόνων του εθνικού δικαίου με το δίκαιο της Ένωσης ούτε να ερμηνεύει τις εθνικές νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις, είναι εντούτοις αρμόδιο να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που άπτονται του δικαίου της Ένωσης και θα του δώσουν τη δυνατότητα να εκτιμήσει το συμβατό των κανόνων, προκειμένου να αποφανθεί επί της υποθέσεως της οποίας επελήφθη (βλ., ιδίως, αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1993, C-292/92, Hünermund κ.λπ., Συλλογή 1993, σ. I-6787, σκέψη 8· της 6ης Μαρτίου 2007, C-338/04, C-359/04 και C-360/04, Placanica κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I-1891, σκέψη 36, καθώς και της 10ης Νοεμβρίου 2011, C-126/10, Foggia - SGPS, Συλλογή 2011, σ. Ι-10923, σκέψη 29).

18

Εν προκειμένω, λαμβανομένης υπόψη της διατυπώσεώς τους, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι με τα εν λόγω ερωτήματα ζητείται η ερμηνεία του άρθρου 217, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα ώστε το αιτούν δικαστήριο να είναι σε θέση να καθορίσει τους πρακτικούς τρόπους καταλογισμού των ποσών των δασμών, τη φύση του απαιτούμενου υποθέματος, καθώς και το ζήτημα αν μόνη η εγγραφή του ακριβούς ποσού των τελωνειακών δασμών μπορεί να καταλογιστεί.

19

Επομένως, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

20

Με τα τρία ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσία, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 217, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα έχει την έννοια ότι υποχρεώνει κράτος μέλος να καθορίσει στην εσωτερική του νομοθεσία τους πρακτικούς τρόπους με τους οποίους πραγματοποιείται ο καταλογισμός των ποσών των δασμών που προκύπτουν από τελωνειακή οφειλή, ότι απαιτεί συγκεκριμένο υπόθεμα για τον καταλογισμό αυτό και ότι μόνη η εγγραφή του ακριβούς ποσού των δασμών μπορεί να καταλογιστεί.

21

Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι από το άρθρο 217, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του τελωνειακού κώδικα απορρέει ότι ο «καταλογισμός» συνίσταται στην εγγραφή, από τις τελωνειακές αρχές, του ποσού των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών, που προκύπτει από τελωνειακή οφειλή, στα λογιστικά βιβλία ή σε οποιοδήποτε άλλο υπόθεμα επέχει θέση τέτοιων βιβλίων (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, C-126/08, Distillerie Smeets Hasselt κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I-6809, σκέψη 22).

22

Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι κατά το άρθρο 217, παράγραφος 2, του εν λόγω κώδικα, έργο των κρατών μελών είναι να καθορίσουν τους πρακτικούς τρόπους του καταλογισμού, οι οποίοι μπορούν να διαφέρουν αναλόγως του αν οι τελωνειακές αρχές, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες υπό τις οποίες γεννήθηκε η τελωνειακή οφειλή, εξασφαλίζονται ή όχι ως προς το ότι θα καταβληθούν οι δασμοί που προκύπτουν από την εν λόγω οφειλή.

23

Καθόσον το άρθρο 217 του τελωνειακού κώδικα δεν προβλέπει πρακτικούς τρόπους «καταλογισμού» κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, ούτε, κατά συνέπεια, τεχνικές ή τυπικές ελάχιστες απαιτήσεις, ο ως άνω καταλογισμός πρέπει να πραγματοποιείται κατά τρόπον ώστε οι αρμόδιες τελωνειακές αρχές να εγγράφουν το ακριβές ποσό των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που προκύπτει από τελωνειακή οφειλή στα λογιστικά βιβλία ή σε οποιοδήποτε άλλο υπόθεμα επέχει θέση τέτοιων βιβλίων, προκειμένου να καθίσταται δυνατό, ιδίως, να αποδειχθεί ο καταλογισμός των εν λόγω ποσών κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο και έναντι του οφειλέτη (απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2010, C-264/08, Direct Parcel Distribution Belgium, Συλλογή 2010, σ. I-731, σκέψη 23).

24

Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να καθορίσουν στην εσωτερική τους εθνική νομοθεσία τους πρακτικούς τρόπους με τους οποίους πραγματοποιείται ο καταλογισμός των τελωνειακών δασμών, καθώς επαρκούν τα εσωτερικά μέτρα που λαμβάνει η τελωνειακή αρχή.

25

Εξάλλου, όσον αφορά τη φύση του απαιτούμενου υποθέματος, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι, λαμβανομένης υπόψη της διακριτικής ευχέρειας που τους παρέχεται με το άρθρο 217, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα κράτη μέλη δύνανται να ορίσουν ότι ο καταλογισμός του ποσού των δασμών που προκύπτει από τελωνειακή οφειλή γίνεται με την εγγραφή του εν λόγω ποσού στην έκθεση που οι αρμόδιες τελωνειακές αρχές συντάσσουν για τη διαπίστωση παραβάσεως της εφαρμοστέας τελωνειακής νομοθεσίας (προπαρατεθείσες αποφάσεις Distillerie Smeets Hasselt κ.λπ., σκέψη 25, καθώς και Direct Parcel Distribution Belgium, σκέψη 24).

26

Έτσι, το άρθρο 217, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα δεν προβλέπει υποχρέωση χρησιμοποιήσεως, όσον αφορά τα υποθέματα, λογιστικών βιβλίων, καθώς αρκεί η χρησιμοποίηση έντυπου ή ηλεκτρονικού υποθέματος υπό την προϋπόθεση ότι το ακριβές ποσό των τελωνειακών δασμών εγγράφεται σε αυτό.

27

Πράγματι, όσον αφορά την εγγραφή του ακριβούς ποσού των προς καταλογισμό τελωνειακών δασμών, σημειώθηκε, στη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως, ότι ο καταλογισμός πρέπει να πραγματοποιείται κατά τρόπον ώστε οι αρμόδιες τελωνειακές αρχές να εγγράφουν το ακριβές ποσό των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που προκύπτει από τελωνειακή οφειλή στα λογιστικά βιβλία ή σε οποιοδήποτε άλλο υπόθεμα επέχει θέση τέτοιων βιβλίων.

28

Εφόσον, όμως, το ποσό αυτό είναι εσφαλμένο, το γνωστοποιούμενο ποσό είναι επίσης άκυρο. Το ποσό αυτό μπορεί, πάντως, να διορθωθεί στα λογιστικά βιβλία από τις τελωνειακές αρχές οι οποίες θα προβούν σε νέα γνωστοποίηση στον οφειλέτη.

29

Πράγματι, κατά το άρθρο 221, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα, η γνωστοποίηση του ποσού των εισπρακτέων δασμών πρέπει να προηγείται του καταλογισμού του ποσού αυτού από τις τελωνειακές αρχές του οικείου κράτους μέλους και, ελλείψει καταλογισμού σύμφωνα με το άρθρο 217, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα, το εν λόγω ποσό δεν μπορεί να εισπραχθεί από τις ως άνω αρχές, οι οποίες όμως έχουν πάντα τη δυνατότητα να προβούν σε νέα γνωστοποίηση του ίδιου ποσού, τηρώντας τις προϋποθέσεις του άρθρου 221, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα και τους κανόνες παραγραφής που ίσχυαν κατά την ημερομηνία γενέσεως της τελωνειακής οφειλής (βλ., ιδίως, διάταξη της 9ης Ιουλίου 2008, C-477/07, Gerlach & Co., σκέψη 30, καθώς και απόφαση Direct Parcel Distribution Belgium, ανωτέρω, σκέψη 39).

30

Κατά συνέπεια, κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 217, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα έχει την έννοια ότι, καθόσον το άρθρο αυτό δεν προβλέπει πρακτικούς τρόπους καταλογισμού υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, επαφίεται στα κράτη μέλη να καθορίσουν τους πρακτικούς τρόπους καταλογισμού των ποσών των δασμών που προκύπτουν από τελωνειακή οφειλή, χωρίς να υποχρεούνται να καθορίσουν στην εθνική τους νομοθεσία τους τρόπους με τους οποίους πραγματοποιείται ο καταλογισμός αυτός, ο οποίος πρέπει να πραγματοποιείται κατά τρόπον ώστε οι αρμόδιες τελωνειακές αρχές να εγγράφουν το ακριβές ποσό των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που προκύπτει από τελωνειακή οφειλή στα λογιστικά βιβλία ή σε οποιοδήποτε άλλο υπόθεμα επέχει θέση τέτοιων βιβλίων, προκειμένου να καθίσταται δυνατό, ιδίως, να αποδειχθεί ο καταλογισμός των εν λόγω ποσών κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο και έναντι του οφειλέτη.

Επί των δικαστικών εξόδων

31

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 217, παράγραφος 2, του κανονισμού (EΟK) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EK) 82/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996, έχει την έννοια ότι, καθόσον το άρθρο αυτό δεν προβλέπει πρακτικούς τρόπους καταλογισμού υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, επαφίεται στα κράτη μέλη να καθορίσουν τους πρακτικούς τρόπους καταλογισμού των ποσών των δασμών που προκύπτουν από τελωνειακή οφειλή, χωρίς να υποχρεούνται να καθορίσουν στην εθνική τους νομοθεσία τους τρόπους με τους οποίους πραγματοποιείται ο καταλογισμός αυτός, ο οποίος πρέπει να πραγματοποιείται κατά τρόπον ώστε οι αρμόδιες τελωνειακές αρχές να εγγράφουν το ακριβές ποσό των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που προκύπτει από μια τελωνειακή οφειλή στα λογιστικά βιβλία ή σε οποιοδήποτε άλλο υπόθεμα επέχει θέση τέτοιων βιβλίων, προκειμένου να καθίσταται δυνατό, ιδίως, να αποδειχθεί ο καταλογισμός των εν λόγω ποσών κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο και έναντι του οφειλέτη.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.