ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 22ας Μαρτίου 2012 ( *1 )

«Οδηγία 2004/39/ΕΚ — Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων — Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 14 — Έννοια της “ρυθμιζόμενης αγοράς” — Άδεια λειτουργίας — Προαπαιτούμενα λειτουργίας — Αγορά, η φύση της οποίας δεν διευκρινίζεται αλλά τη διαχείριση της οποίας ανέλαβε, κατόπιν συγχωνεύσεως, νομικό πρόσωπο διαχειριζόμενο και ρυθμιζόμενη αγορά — Άρθρο 47 — Μη εγγραφή στον κατάλογο των ρυθμιζόμενων αγορών — Οδηγία 2003/6/ΕΚ — Πεδίο εφαρμογής — Χειραγωγήσεις της αγοράς»

Στην υπόθεση C-248/11,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Curtea de Apel Cluj (Ρουμανία) με απόφαση της 13ης Μαΐου 2011, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Μαΐου 2011, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης κατά

Rareş Doralin Nilaş,

Sergiu-Dan Dascăl,

Gicu Agenor Gânscă,

Ana-Maria Oprean,

Ionuţ Horea Baboş,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues, πρόεδρο τμήματος, U. Lõhmus (εισηγητή), A. Rosas, A. Ó Caoimh και A. Arabadjiev, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Ministerul public, Parchetul de pe lângă Înalta Curte de Casaţie şi Justiţie, Direcţia de Investigare a Infracţiunilor de Criminalitate Organizată şi Terorism, εκπροσωπούμενη από τον O. Codruţ, procuror,

οι R. D. Nilaş και S.-D. Dascăl, εκπροσωπούμενοι από τους D. Ionescu και F. Plopeanu, avocaţi,

ο G. A. Gânscă, εκπροσωπούμενος από τον C. Dutescu, avocat,

η Ρουμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον R. Radu, καθώς και από τις A. Wellman και R.-M. Giurescu,

η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και D. Hadrousek,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις C. Wissels και M. de Ree,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους T. van Rijn, I. Rogalski και R. Vasileva,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 4, παράγραφος 1, σημείο 14, και 47 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145, σ. 1), όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2007/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007 (ΕΕ L 247, σ. 1, στο εξής: οδηγία 2004/39).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικών διώξεων κατά των R. D. Nilaş, G. A. Gânscă, S.-D. Dascăl, I. Η. Baboş και της Α.-M. Oprean (στο εξής, από κοινού: κατηγορούμενοι της κύριας δίκης), εις βάρος των οποίων απαγγέλθηκε η κατηγορία της συγκείμενης σε χειραγώγηση της τιμής των μετοχών ανώνυμης εταιρίας επί της αγοράς χρηματοπιστωτικών μέσων Rasdaq (στο εξής: αγορά Rasdaq) παραβάσεως.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ενώσεως

Η οδηγία 2004/39

3

Η δεύτερη, η πέμπτη, η τεσσαρακοστή τέταρτη και η πεντηκοστή έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2004/39 εξαγγέλλουν:

«(2)

[…] πρέπει να εξασφαλιστεί ο απαιτούμενος βαθμός εναρμόνισης που θα προσφέρει στους επενδυτές υψηλό επίπεδο προστασίας [...]

[...]

(5)

Είναι αναγκαίο να θεσπιστεί ένα συνολικό ρυθμιστικό καθεστώς που να διέπει την εκτέλεση των συναλλαγών επί χρηματοπιστωτικών μέσων, ανεξάρτητα από τις μεθόδους διαπραγμάτευσης που χρησιμοποιούνται για τον σκοπό αυτό, ώστε να εξασφαλισθεί η υψηλή ποιότητα στην εκτέλεση των συναλλαγών των επενδυτών και να διασφαλισθεί η ακεραιότητα και η αποτελεσματικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολό του. [...]

[...]

(44)

Για να επιτευχθεί ο διττός στόχος της προστασίας των επενδυτών και της διασφάλισης της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών κινητών αξιών, πρέπει να εξασφαλίζεται ότι οι συναλλαγές διενεργούνται πράγματι με διαφάνεια [...]

[...]

(56)

Οι διαχειριστές ρυθμιζόμενης αγοράς θα πρέπει να έχουν επίσης τη δυνατότητα να διαχειρίζονται έναν [πολυμερή μηχανισμό διαπραγματεύσεως (multilateral trading facility, στο εξής: ΠΜΔ)] σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της παρούσας οδηγίας.»

4

Για τους σκοπούς της οδηγίας 2004/39, το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημεία 14 και 15, αυτής δίδει τους ακόλουθους ορισμούς «ρυθμιζόμενης αγοράς» και του «ΠΜΔ»:

«14)

“ρυθμιζόμενη αγορά”: πολυμερές σύστημα το οποίο διευθύνει ή εκμεταλλεύεται διαχειριστής αγοράς και το οποίο επιτρέπει ή διευκολύνει την προσέγγιση πλειόνων συμφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων —εντός του συστήματος και σύμφωνα με τους κανόνες του οι οποίοι δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια— κατά τρόπο καταλήγοντα στη σύναψη σύμβασης σχετικής με χρηματοπιστωτικά μέσα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση βάσει των κανόνων και/ή των συστημάτων του, και το οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας και λειτουργεί κανονικά σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου ΙΙΙ,

15)

“πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ)”: πολυμερές σύστημα το οποίο εκμεταλλεύεται επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστής αγοράς και εντός του οποίου συναντώνται πλείονα συμφέροντα τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων —εντός του συστήματος και σύμφωνα με κανόνες οι οποίοι δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια— κατά τρόπο καταλήγοντα στη σύναψη σύμβασης σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου II.»

5

Ο τίτλος III της οδηγίας, τιτλοφορούμενος «Ρυθμιζόμενες αγορές», περιλαμβάνει τα άρθρα 36 έως 47 αυτής. Υπό τον τίτλο «Άδεια λειτουργίας και εφαρμοστέο δίκαιο», το ανωτέρω άρθρο 36, παράγραφοι 1, 2 και 5, ορίζει:

«Τα κράτη μέλη χορηγούν άδεια λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς μόνο σε συστήματα που συνάδουν με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.

Άδεια λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς χορηγείται μόνον εφόσον η αρμόδια αρχή έχει πεισθεί ότι τόσο ο διαχειριστής όσο και τα συστήματα της ρυθμιζόμενης αγοράς πληρούν τουλάχιστον τις προϋποθέσεις του παρόντος τίτλου.

[...]

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον διαχειριστή της ρυθμιζόμενης αγοράς να ασκεί τα σχετικά με την οργάνωση και λειτουργία της καθήκοντά του υπό την εποπτεία και ευθύνη της αρμόδιας αρχής. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν τακτικά τη συμμόρφωση των ρυθμιζόμενων αγορών προς τις διατάξεις του παρόντος τίτλου, καθώς και ότι οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν ότι οι ρυθμιζόμενες αγορές πληρούν ανά πάσα στιγμή τις οριζόμενες στον παρόντα τίτλο προϋποθέσεις για την αρχική χορήγηση άδειας λειτουργίας.

[...]

5.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας που χορήγησε σε ρυθμιζόμενη αγορά [...]»

6

Κατά το άρθρο 47 της ίδιας οδηγίας, το οποίο τιτλοφορείται «Κατάλογος των ρυθμιζόμενων αγορών»:

«Κάθε κράτος μέλος καταρτίζει τον κατάλογο των ρυθμιζόμενων αγορών των οποίων είναι κράτος μέλος καταγωγής και τον ανακοινώνει στα άλλα κράτη μέλη και στην Επιτροπή. Παρόμοια ανακοίνωση γίνεται και για κάθε τροποποίηση του καταλόγου αυτού. Η Επιτροπή δημοσιεύει τον κατάλογο όλων των ρυθμιζόμενων αγορών στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον ενημερώνει τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος. Η Επιτροπή δημοσιεύει επίσης τον κατάλογο στις ιστοσελίδες της και τον ενημερώνει κάθε φορά που τα κράτη μέλη κοινοποιούν αλλαγές στους δικούς τους καταλόγους.»

7

Το άρθρο 69 της οδηγίας 2004/39 προβλέπει ότι οι παραπομπές σε ορισμούς της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1993, σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών (ΕΕ L 141, σ. 27), η οποία καταργήθηκε από 1ης Νοεμβρίου 2007, λογίζονται ως παραπομπές σε αντίστοιχο ορισμό της οδηγίας 2004/39.

8

Το άρθρο 71 της τελευταίας αυτής οδηγίας, τιτλοφορούμενο «Μεταβατικές διατάξεις», ορίζει στην παράγραφο 5 αυτού ότι οποιοδήποτε υπάρχον σύστημα, εμπίπτον στον ορισμό ενός ΠΜΔ τον οποίο διαχειρίζεται διαχειριστής ρυθμιζόμενης αγοράς, εγκρίνεται ως ΠΜΔ μετά από αίτηση του συγκεκριμένου διαχειριστή και υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

Η οδηγία 93/22

9

Το άρθρο 1 της οδηγίας 93/22 περιελάμβανε τους εφαρμοστέους στο πλαίσιό της ορισμούς. Το σημείο 13 του εν λόγω άρθρου όριζε:

«“οργανωμένη αγορά”: αγορά χρηματοπιστωτικών τίτλων οι οποίοι αναφέρονται στο τμήμα Β του παραρτήματος, η οποία:

είναι εγγεγραμμένη στον κατάλογο του άρθρου 16 τον οποίο καταρτίζει το κράτος μέλος το οποίο είναι το κράτος μέλος καταγωγής κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 6, στοιχείο γʹ,

[...]»

Η οδηγία 2003/6

10

Το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) (EE L 96, σ. 16) προβλέπει:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

[...]

4)

Ως “οργανωμένη αγορά” νοείται η αγορά που ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 13, της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ.

[...]»

11

Το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, της ίδιας οδηγίας έχει ως εξής:

«Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται σε κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο εισηγμένο προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά σε ένα τουλάχιστον κράτος μέλος, ή για το οποίο έχει ζητηθεί η εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε μια τέτοια αγορά, ανεξάρτητα από το εάν η ίδια η συναλλαγή πραγματοποιείται ή όχι σε αυτή την αγορά.»

Το εθνικό δίκαιο

12

Ο νόμος 297/2004 περί κεφαλαιαγοράς (lege privind piaţa de capital), της 28ης Ιουνίου 2004 (Monitorul Oficial al României, Mέρος I, αριθ. 571 της 29ης Ιουνίου 2004, στο εξής: νόμος 297/2004), μετέφερε στο εθνικό δίκαιο μεταξύ άλλων τις οδηγίες 2003/6 και 2004/39. Το άρθρο 125 του νόμου ορίζει:

«Ρυθμιζόμενη είναι η αγορά η οποία συνίσταται σε μηχανισμό διαπραγματεύσεως χρηματοπιστωτικών μέσων […], ο οποίος:

a)

λειτουργεί με ρυθμιζόμενο τρόπο·

b)

χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι οι θεσπιζόμενες και εξαρτώμενες από την έγκριση της εθνικής επιτροπής κινητών αξιών [Comisia Natională a Valorilor Mobiliare (στο εξής: CNVM)] κανονιστικές ρυθμίσεις ορίζουν τις προϋποθέσεις λειτουργίας, προσβάσεως στην αγορά και τις προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληροί ένα χρηματοπιστωτικό μέσο προκειμένου να γίνει δεκτό στη διαπραγμάτευση·

c)

τηρεί τις επιταγές επί θεμάτων δηλώσεως και διαφανείας προκειμένου να διασφαλίζεται η προστασία των προβλεπόμενων με τον παρόντα νόμο επενδυτών, καθώς και οι θεσπιζόμενες από την CNVM κανονιστικές ρυθμίσεις, σύμφωνα με τη νομοθεσία [της Ενώσεως].»

13

Το άρθρο 248 του εν λόγω νόμου απαγορεύει σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο να διενεργεί πράξεις χειραγωγήσεως της αγοράς, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 244, παράγραφος 5, στοιχείο aʹ, του ίδιου νόμου.

14

Κατά το άρθρο 253 του ίδιου νόμου:

«1.   Οι διατάξεις του παρόντος τίτλου εφαρμόζονται επί όλων των χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία επιτρέπεται να συμμετέχουν στη διαπραγμάτευση επί ρυθμιζόμενης αγοράς στη Ρουμανία ή εντός άλλου κράτους μέλους ή για την οποία έχει πρωτοκολληθεί αίτηση για την παροχή αδείας προς διαπραγμάτευση, ανεξάρτητα από το αν η διαπραγμάτευση έλαβε ή μη χώρα στο πλαίσιο της εν λόγω ρυθμιζόμενης αγοράς.

[...]

3.   Οι προβλεπόμενες στον παρόντα τίτλο απαγορεύσεις και διατάξεις εφαρμόζονται:

a)

επί των συναλλαγών οι οποίες πραγματοποιούνται στη Ρουμανία ή στην αλλοδαπή με χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά κείμενη ή δραστηριοποιούμενη στη Ρουμανία ή για την οποία έχει υποβληθεί αίτηση παροχής αδείας προς διαπραγμάτευση στην οικεία αγορά·

b)

επί των διενεργούμενων στη Ρουμανία συναλλαγών με χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία έχουν γίνει δεκτά προς διαπραγμάτευση επί ρυθμιζόμενης αγοράς στη Ρουμανία ή εντός άλλου κράτους μέλους ή για την οποία έχει υποβληθεί αίτηση παροχής αδείας προς διαπραγμάτευση επί μιας τέτοιας αγοράς.»

15

Το άρθρο 279, παράγραφος 1, του νόμου 297/2004 προβλέπει ότι η εκ προθέσεως διάπραξη των πραγματικών περιστατικών τα οποία αποτελούν αντικείμενο, μεταξύ άλλων, του άρθρου 248 του νόμου συνιστούν παράβαση για την οποία προβλέπεται ποινή φυλακίσεως ή προστίμου.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

16

Το αιτούν δικαστήριο επελήφθη κατηγορητηρίου κατά των κατηγορουμένων της κύριας δίκης απαγγελθέντος στις 30 Δεκεμβρίου 2010 εκ μέρους της Ministerul public, Parchetul de pe lângă Înalta Curte de Casație și Justiție — Direcţia de Investigare a Infracţiunilor de Criminalitate Organizată şi Terorism (εισαγγελική αρχή, εισαγγελία του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου — διεύθυνση δικαστικών ερευνών για το οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία, στο εξής: εισαγγελική αρχή). Σύμφωνα με το κατηγορητήριο της εισαγγελικής αρχής, στους κατηγορουμένους προσήφθη παράβαση συνιστάμενη σε χειραγώγηση, στο πλαίσιο της αγοράς Rasdaq, κατά τον μήνα Φεβρουάριο 2008 (όσον αφορά τον κατηγορούμενο S.-D. Dascăl) και κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Νοέμβριο 2007 έως τον μήνα Φεβρουάριο 2008 (όσον αφορά τους λοιπούς κατηγορουμένους της κύριας δίκης), των μετοχών ACIS τις οποίες είχε εκδώσει η εταιρία SC AICI Bistriţa SA.

17

Οι εκπρόσωποι των κατηγορουμένων της κύριας δίκης ζήτησαν από το αιτούν δικαστήριο να απαντήσει επί του προκριματικού ερωτήματος αν η αγορά Rasdaq αποτελούσε ρυθμιζόμενη αγορά κατά την έννοια των διατάξεων του νόμου 297/2004.

18

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η αγορά Rasdaq άρχισε να δραστηριοποιείται το 1996, με την αρχική επωνυμία Bursa Electronică Rasdaq, ως βάση αναφοράς για τις διαπραγματεύσεις των μετοχών των δημόσιων εταιριών οι οποίες μετατράπηκαν σε εταιρίες με τη συμμετοχή του Δημοσίου στο πλαίσιο του προγράμματος μαζικών ιδιωτικοποιήσεων. Η εν λόγω αγορά έλαβε άδεια λειτουργίας με απόφαση της CNVM της 27ης Αυγούστου 1996, υπό την έννοια δε αυτή εθεωρείτο ως οργανωμένη και ελεγχόμενη από την ως άνω επιτροπή αγορά, διαθέτουσα ιδίους κανόνες λειτουργίας.

19

Η Bursa Electronică Rasdaq SA συγχωνεύτηκε την 1η Δεκεμβρίου 2005 με την Bursa de Valori Bucureşti SA, μετά την απορρόφηση της πρώτης από τη δεύτερη. Το νομικό πρόσωπο το οποίο προέκυψε από τη συγχώνευση και υπό την επωνυμία Bursa de Valori Bucureşti SA κλήθηκε να διαχειρίζεται δύο διακριτές αγορές, ήτοι τη ρυθμιζόμενη αγορά Bursa de Valori Bucureşti και την αγορά Rasdaq.

20

Ακολούθως, η CNVM χορήγησε άδεια λειτουργίας στην πρώτη αγορά. Η επιτροπή διευκρίνισε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ότι, υπό το φως των καταστατικών αρμοδιοτήτων της, ελέγχει και ρυθμίζει και τη λειτουργία της αγοράς Rasdaq, μολονότι η τελευταία δεν είναι εγγεγραμμένη σε καμία από τις προβλεπόμενες από τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές κατηγορίες της βάσεως αναφοράς για τις διαπραγματεύσεις.

21

Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η εισαγγελική αρχή εκτιμά ότι η Rasdaq είναι ρυθμιζόμενη αγορά, ως εκ του ότι συγχωνεύθηκε με την Bursa de Valori Bucureşti, οπότε συνιστά στην πράξη μία και μοναδική αγορά λειτουργούσα σύμφωνα με τους κανόνες της CNVM και της Bursa de Valori Bucureşti.

22

Αντιθέτως, οι κατηγορούμενοι της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι η Rasdaq δεν είναι ρυθμιζόμενη αγορά κατά την έννοια της οδηγίας 2004/39. Δεδομένου ότι η έννοια της «ρυθμιζόμενης αγοράς» είναι αυτοτελής έννοια της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, κάθε αγορά διαθέτουσα άδεια λειτουργίας δεν μπορεί να λογίζεται αυτομάτως ως ρυθμιζόμενη. Επιπλέον, η ανωτέρω έννοια δεν πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τη συνήθη του όρου «ρυθμιζόμενος» σημασία.

23

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Curtea de Apel Cluj ανέστειλε τη δίκη και αποφάσισε να υποβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχουν το άρθρο 4, [παράγραφος 1], σημείο 14, και τα άρθρα 9 έως 14 [της οδηγίας 2004/39] την έννοια ότι εφαρμόζονται τόσον επί της κύριας αγοράς διαπραγματεύσεων την οποία ενέκρινε η Εθνική Επιτροπή Κινητών Αξιών [CNVM] όσο και επί της δευτερεύουσας αγοράς διαπραγματεύσεων η οποία συγχωνεύθηκε με την πρώτη μέσω απορροφήσεως το 2005, αλλά συνέχισε να θεωρείται διακριτή από τη ρυθμιζόμενη αγορά, χωρίς να έχει διευκρινιστεί κανονιστικώς η νομική φύση της;

2)

Έχουν οι διατάξεις του άρθρου 4, [παράγραφος 1], σημείο 14, της [οδηγίας 2004/39] την έννοια ότι οι μηχανισμοί διαπραγματεύσεων οι οποίοι δεν πληρούν τις επιταγές του τίτλου II της [οδηγίας 2004/39] δεν εμπίπτουν στην έννοια της ρυθμιζόμενης αγοράς;

3)

Έχουν οι διατάξεις του άρθρου 47 της [οδηγίας 2004/39] την έννοια ότι αγορά η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο αναγνωρίσεως εκ μέρους της υπεύθυνης εθνικής αρχής και η οποία δεν καταλέγεται στον κατάλογο των ρυθμιζόμενων αγορών δεν υπόκεινται στο εφαρμοστέο επί των ρυθμιζόμενων αγορών καθεστώς, ιδίως όσον αφορά τους κανόνες με τους οποίους επιβάλλονται κυρώσεις σε περίπτωση καταχρήσεως αγοράς στο πλαίσιο της οδηγίας 2003/6/ΕΚ;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του παραδεκτού

24

Η εισαγγελική αρχή, καθώς και οι R. D. Nilaş και S.-D. Dascăl, αλλά και η Ρουμανική Κυβέρνηση αμφισβητούν για διάφορους λόγους το παραδεκτό της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως ή ορισμένων από τα υποβληθέντα ερωτήματα.

25

Κατά την εισαγγελική αρχή, το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτα καθόσον τα υπέβαλαν οι κατηγορούμενοι της κύριας δίκης, χωρίς όμως να αποτελέσουν αντικείμενο της αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου. Πέραν τούτου, το πρώτο ερώτημα, με το οποίο παραλείπεται να περιγραφεί καταλλήλως το αντικείμενο της υποθέσεως της κύριας δίκης, οι εφαρμοστέες διατάξεις του εθνικού δικαίου και τα επιχειρήματα των διαδίκων, στοχεύει στην εκτίμηση της συμμορφώσεως του εθνικού δικαίου προς το δίκαιο της Ενώσεως.

26

Οι R. D. Nilaş και S.-D. Dascăl θεωρούν ότι το πρώτο ερώτημα αφορά πραγματικό ζήτημα στο μέτρο που, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αν η αγορά Rasdaq εμπίπτει στο καθεστώς της ρυθμιζόμενης αγοράς, αρκεί η επαλήθευση του αν έλαβε την άδεια από την CNVM να λειτουργεί ως ρυθμιζόμενη αγορά κατόπιν της προβλεπόμενης από την εθνική νομοθεσία διαδικασίας λήψεως αδείας λειτουργίας. Επιπλέον, τα άρθρα 9 έως 14 της οδηγίας 2004/39, τα οποία καταλέγονται στο εν λόγω ερώτημα, ουδεμία σχέση έχουν με την υπόθεση της κύριας δίκης, το δε αιτούν δικαστήριο δεν διευκρινίζει την ανάγκη ερμηνείας των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας για την επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς. Εξάλλου, το τρίτο ερώτημα δεν είναι λυσιτελές για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης δεδομένου ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 47 της οδηγίας 2004/39 ανακοίνωση, μετά τον χαρακτηρισμό μιας αγοράς ως ρυθμιζόμενης εκ μέρους κράτους μέλους, δεν συνιστά προϋπόθεση για τον εν λόγω νομικό χαρακτηρισμό.

27

Τέλος, η Ρουμανική Κυβέρνηση, η οποία υποστηρίζει επίσης ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα άπτεται της εξετάσεως της συμμορφώσεως του εθνικού δικαίου προς το δίκαιο της Ενώσεως, βαίνοντας πέραν των αρμοδιοτήτων του Δικαστηρίου, εκτιμά ότι ο τίτλος II της οδηγίας 2004/39, ο οποίος μνημονεύεται στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, στερείται λυσιτελείας για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

28

Όσον αφορά, πρώτον, την ένσταση απαραδέκτου την οποία προέβαλε η εισαγγελική αρχή σχετικά με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, υπογραμμίζεται ότι, με την απόφαση περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι στόχος των εν λόγω ερωτημάτων ήταν να αποσαφηνιστεί το ζήτημα αν η αγορά Rasdaq ήταν ρυθμιζόμενη, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 14, της οδηγίας 2004/39. Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα εν λόγω ερωτήματα υποβλήθηκαν εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου σύμφωνα προς το άρθρο ΣΛΕΕ.

29

Όσον αφορά, δεύτερον, το επιχείρημα ότι το πρώτο ερώτημα αποσκοπεί σε εκτίμηση της συμμορφώσεως του εθνικού δικαίου προς το δίκαιο της Ενώσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει σαφώς από τη διατύπωση του ιδίου του ερωτήματος, τούτο αποσκοπεί στην ερμηνεία του δικαίου της Ενώσεως, εν προκειμένω δε διαφόρων διατάξεων της οδηγίας 2004/39.

30

Τρίτον, ως προς τις φερόμενες παραλείψεις στις οποίες αναφέρεται η απόφαση περί παραπομπής, η παράθεση με την εν λόγω απόφαση των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, όπως αυτά συνοψίζονται στις σκέψεις 16 έως 22 της παρούσας αποφάσεως, καθώς και των συναφών διατάξεων του νόμου 297/2004, επιτρέπει να γίνει αντιληπτό, όπως μαρτυρούν άλλωστε οι γραπτές παρατηρήσεις των κρατών μελών και της Επιτροπής, ότι η αιτούμενη ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 2004/39 σχετικά με την έννοια της «ρυθμιζόμενης αγοράς» καθιστά εφικτό το να στοιχειοθετηθεί αν οι προσαπτόμενες στους κατηγορουμένους της κύριας δίκης ενέργειες μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο επιβολής κυρώσεων δυνάμει της οδηγίας 2003/6 και των διατάξεων του προπαρατεθέντος νόμου με τον οποίο η εν λόγω οδηγία μεταφέρθηκε στην εθνική έννομη τάξη.

31

Τέταρτον, όσον αφορά τις απαντώσες στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα διατάξεις της οδηγίας 2004/39, οι οποίες, κατά τους R. D. Nilaş και S.-D. Dascăl, αλλά και τη Ρουμανική Κυβέρνηση αντίστοιχα, είναι αλυσιτελείς εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι το γεγονός ότι, από τυπικής απόψεως, εθνικό δικαστήριο διατύπωσε προδικαστικό ερώτημα αναφερόμενο σε ορισμένες διατάξεις του δικαίου της Ενώσεως δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα εκείνα τα ερμηνευτικά στοιχεία τα οποία μπορούν να είναι χρήσιμα για την εκδίκαση της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, είτε μνημονεύει τις διατάξεις αυτές είτε όχι στα ερωτήματά του. Συναφώς, εναπόκειται στο Δικαστήριο να συναγάγει από το σύνολο των στοιχείων που του παρέσχε το εθνικό δικαστήριο, και ιδίως από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, τα στοιχεία του δικαίου της Ενώσεως που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς (βλ., ιδίως, αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 2009, C-115/08, ČEZ, Συλλογή 2009, σ. Ι-10265, σκέψη 81, και της 10ης Φεβρουαρίου 2011, C-307/09 έως C-309/09, Vicoplus κ.λπ., Συλλογή 2011, σ. Ι-453, σκέψη 22).

32

Εξ αυτού έπεται ότι, καθ’ ο μέτρο η ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 2004/39 σχετικά με την έννοια της «ρυθμιζόμενης αγοράς», στις οποίες αναφέρονται τα ίδια τα προδικαστικά ερωτήματα, ενδέχεται, όπως διευκρινίζεται στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως, να υποβοηθήσει τον αιτούντα δικαστή στην επίλυση της διαφοράς της οποίας αυτός επελήφθη, η μνεία άλλων διατάξεων, ενδεχομένως αλυσιτελών, δεν είναι ικανή να επηρεάσει το παραδεκτό των εν λόγω ερωτημάτων.

33

Τέλος, πέμπτον, οι λοιπές παρατηρήσεις των R. D. Nilaş και S.-D. Dascăl σχετικά με το πρώτο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα σκοπούν στο να δώσουν απάντηση επ’ αυτών. Ως εκ τούτου, αφορούν την ανάλυση της ουσίας των εν λόγω ερωτημάτων και όχι το παραδεκτό τους.

34

Όπως προκύπτει από τις προεκτεθείσες σκέψεις, τα προδικαστικά ερωτήματα είναι παραδεκτά.

Επί της ουσίας

Προκαταρκτική παρατήρηση

35

Όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως, από την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, με τα ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο επιδιώκει να λάβει απάντηση επί του αν η χειραγώγηση της τιμής των μετοχών μιας ανώνυμης εταιρίας, με την οποία βαρύνονται οι κατηγορούμενοι της κύριας δίκης, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/6.

36

Προέχει η υπόμνηση ότι, σύμφωνα προς το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται σε κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο εισηγμένο προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά εντός ενός τουλάχιστον κράτους μέλους ή για το οποίο έχει ζητηθεί η εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε μια τέτοια αγορά, ανεξάρτητα από το αν η ίδια η συναλλαγή πραγματοποιείται ή όχι στην οικεία αγορά.

37

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο περιορίζεται στη διευκρίνιση ότι οι προσαπτόμενες στους κατηγορουμένους της κύριας δίκης συναλλαγές πραγματοποιήθηκαν στην αγορά Rasdaq. Δεν καθιστά σαφές αν οι επίδικες μετοχές εισήχθησαν επίσης προς διαπραγμάτευση σε άλλη αγορά χρηματοπιστωτικών μέσων, η οποία θα χαρακτηριζόταν ενδεχομένως ως ρυθμιζόμενη αγορά ή αν η αίτηση για την εισαγωγή τους αυτή είχε υποβληθεί κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών. Αν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, όπερ εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει, οι εν λόγω χειραγωγήσεις θα ενέπιπταν εν πάση περιπτώσει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/6, δυνάμει του άρθρου 9 της οδηγίας, οπότε δεν θα ήταν αναγκαίο να απαντηθεί αν, για τους σκοπούς της διαφοράς της κύριας δίκης, η αγορά Rasdaq είναι ή όχι ρυθμιζόμενη κατά την έννοια της οδηγίας 2004/39.

Επί του πρώτου και του δευτέρου ερωτήματος

38

Όπως προκύπτει από την αίτησή του εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο επιδιώκει να διαφωτιστεί επί της κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 14, της οδηγίας 2004/39 εννοίας της «ρυθμιζόμενης αγοράς». Ο τίτλος II της εν λόγω οδηγίας, ο οποίος παρατίθεται στο δεύτερο από τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα, αφορά τις προϋποθέσεις χορηγήσεως της αδείας λειτουργίας και λειτουργίας που ισχύουν για τις επενδυτικές επιχειρήσεις, ενώ οι αφορώσες τις ρυθμιζόμενες αγορές διατάξεις απαντούν στον τίτλο III της εν λόγω οδηγίας. Πέραν αυτού, τα άρθρα 9 έως 14 της ιδίας οδηγίας, στα οποία παραπέμπει το πρώτο ερώτημα, εμπίπτουν στον τίτλο II αυτής. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως ακριβώς ισχυρίστηκαν πολλοί από τους ενδιαφερομένους οι οποίοι κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις, ο τίτλος αυτός και τα άρθρα αυτά δεν ασκούν επιρροή για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

39

Άλλωστε, καίτοι το πρώτο ερώτημα αναφέρεται στη συγχώνευση δύο ρουμανικών αγορών χρηματοπιστωτικών μέσων, όπως προκύπτει από τις σκέψεις της αποφάσεως περί παραπομπής, στις οποίες αναφέρεται η σκέψη 19 της παρούσας αποφάσεως, είναι οι διαχειριστές της Bursa de Valori Bucureşti και της αγοράς Rasdaq αντιστοίχως και όχι οι ίδιες οι αγορές οι οποίοι συγχωνεύθηκαν το 2005.

40

Επομένως, επιβάλλεται η εκτίμηση ότι, με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 14, της οδηγίας 2004/39 έχει την έννοια ότι μια αγορά μη πληρούσα τις επιταγές του τίτλου III της εν λόγω οδηγίας εμπίπτει μολοντούτο στην έννοια της «ρυθμιζόμενης αγοράς», όπως αυτή ορίζεται με τη σχετική διάταξη, αφ’ ης στιγμής ο φορέας διαχειρίσεώς της συγχωνεύθηκε με τον φορέα διαχειρίσεως μιας τέτοιας ρυθμιζόμενης αγοράς.

41

Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 14, της οδηγίας 2004/39, μια ρυθμιζόμενη αγορά πρέπει, εκτός του ότι αποτελεί αντικείμενο εκμεταλλεύσεως και/ή διαχειρίσεως εκ μέρους ενός διαχειριστή της αγοράς, πρέπει να έχει λάβει άδεια λειτουργίας και να λειτουργεί κανονικά σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου ΙΙΙ της οδηγίας.

42

Όπως προκύπτει από την πρώτη και τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 36, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, η οποία εμπίπτει στον τίτλο III της οδηγίας αυτής, άδεια λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς χορηγείται μόνον εφόσον τόσον ο διαχειριστής όσο και τα συστήματα της ρυθμιζόμενης αγοράς πληρούν τουλάχιστον τις επιταγές του τίτλου αυτού. Επιπλέον, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών οφείλουν να ελέγχουν ότι οι ρυθμιζόμενες αγορές πληρούν ανά πάσα στιγμή τις οριζόμενες στον εν λόγω τίτλο προϋποθέσεις για την αρχική χορήγηση αδείας λειτουργίας. Το άρθρο 36, παράγραφος 5, της οδηγίας 2004/39 προβλέπει τις προϋποθέσεις για την ανάκληση της αδείας λειτουργίας.

43

Όπως προκύπτει από τις δύο προηγούμενες σκέψεις, αφενός, για να χαρακτηριστεί ως «ρυθμιζόμενη αγορά» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 14, της οδηγίας 2004/39, μία αγορά χρηματοπιστωτικών μέσων πρέπει να λάβει άδεια λειτουργίας ως ρυθμιζόμενη αγορά και, αφετέρου, η λειτουργία της σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στον τίτλο III της ιδίας οδηγίας επιταγές συνιστά ουσιώδη προϋπόθεση για τη λήψη και τη διατήρηση σε ισχύ της εν λόγω αδείας λειτουργίας.

44

Αντιθέτως, το γεγονός ότι ο φορέας διαχειρίσεως μιας αγοράς συγχωνεύθηκε με έτερο ρυθμιζόμενης αγοράς στερείται σημασίας όσον αφορά το αν η πρώτη αυτή αγορά είναι ρυθμιζόμενη κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 14, της οδηγίας 2004/39. Πράγματι, η δυνατότητα να χαρακτηριστεί μια αγορά ως ρυθμιζόμενη λόγω μιας τέτοιας συγχωνεύσεως δεν προβλέπεται ούτε στον τίτλο III ούτε στους λοιπούς τίτλους της ίδιας οδηγίας.

45

Κατόπιν αυτού, το γεγονός ότι, όπως υπογραμμίζει η Ρουμανική Κυβέρνηση, οι μετοχές αποτελούν αντικείμενο διαπραγματεύσεως στην αγορά Rasdaq μέσω ηλεκτρονικού υποθέματος το οποίο διαθέτει η Bursa de Valori Bucureşti SA δεν θα μπορούσε να αρκέσει για τον νομικό χαρακτηρισμό της εν λόγω αγοράς ως «ρυθμιζόμενης», εφόσον δεν συντρέχουν οι απαριθμούμενες στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως προϋποθέσεις.

46

Συναφώς, επιβάλλεται η υπογράμμιση ότι η οδηγία 2004/39 αφορά ρητώς καταστάσεις όπου ο διαχειριστής μιας ρυθμιζόμενης αγοράς εκμεταλλεύεται και έτερο σύστημα διαπραγματεύσεως, χωρίς το σύστημα αυτό να καθίσταται ρυθμιζόμενη αγορά δυνάμει της συγκεκριμένης εκμεταλλεύσεως.

47

Υπό την έννοια αυτή, η πεντηκοστή έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2004/39 εξαγγέλλει ότι οι διαχειριστές ρυθμιζόμενης αγοράς θα πρέπει να έχουν επίσης τη δυνατότητα να διαχειρίζονται έναν ΠΜΔ, ο οποίος διέπεται, όπως προκύπτει από τον απαντώντα στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 15, της ιδίας οδηγίας ορισμό, από τις διατάξεις του τίτλου II αυτής και ως εκ τούτου δεν συνιστά ρυθμιζόμενη αγορά. Ομοίως, η απαντώσα στο άρθρο 71, παράγραφος 5, της ίδιας οδηγίας μεταβατική διάταξη προβλέπει ότι όλα τα υφιστάμενα συστήματα, τα οποία εμπίπτουν στον ορισμό ενός ΠΜΔ τον οποίο διαχειρίζεται διαχειριστής ρυθμιζόμενης αγοράς, εγκρίνονται ως ΠΜΔ μετά από αίτηση του εν λόγω διαχειριστή και υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

48

Τέλος, επιβάλλεται η υπογράμμιση ότι, όπως προκύπτει ειδικότερα από τη δεύτερη, την πέμπτη και την τεσσαρακοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2004/39, οι στόχοι της συνίστανται, μεταξύ άλλων, στην προστασία των επενδυτών, στη διασφάλιση της ακεραιότητας και της αποτελεσματικότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολό του και στη διαφάνεια των συναλλαγών. Παρέχοντας τη δυνατότητα σε μια αγορά η οποία δεν πληροί τις υπομνησθείσες στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως προϋποθέσεις να χαρακτηρισθεί ως ρυθμιζόμενη αγορά με το αιτιολογικό απλώς και μόνον ότι αποτελεί αντικείμενο εκμεταλλεύσεως από διαχειριστή άλλης εγκεκριμένης ως ρυθμιζόμενης αγοράς υφίσταται κίνδυνος να θιγούν οι ανωτέρω στόχοι.

49

Υπό το φως των προεκτεθέντων, στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 14, της οδηγίας 2004/39 έχει την έννοια ότι αγορά χρηματοπιστωτικών μέσων μη πληρούσα τις επιταγές του τίτλου III της εν λόγω οδηγίας δεν εμπίπτει στην έννοια της «ρυθμιζόμενης αγοράς», ο ορισμός της οποίας δίδεται με την εν λόγω διάταξη, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο φορέας διαχειρίσεώς της συγχωνεύθηκε με τον φορέα διαχειρίσεως μιας τέτοιας ρυθμιζόμενης αγοράς.

Επί του τρίτου ερωτήματος

50

Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο επιδιώκει κατ’ ουσίαν να λάβει απάντηση επί του αν το άρθρο 47 της οδηγίας 2004/39 έχει την έννοια ότι η εγγραφή μιας αγοράς στον κατάλογο των ρυθμιζόμενων αγορών κατά το εν λόγω άρθρο συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό της επίδικης αγοράς ως ρυθμιζόμενης κατά την έννοια της ίδιας οδηγίας.

51

Πρώτον, υπογραμμίζεται ότι, ενώ η εγγραφή στον καταρτιζόμενο από το οικείο κράτος μέλος κατάλογο αποτελούσε στοιχείο του ορισμού της εννοίας της «οργανωμένης αγοράς», όπως προέβλεπε το άρθρο 1, σημείο 13, της οδηγίας 93/22, ένα τέτοιο στοιχείο δεν απαντά στον ορισμό της ίδιας εννοίας κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 14, της οδηγίας 2004/39, η οποία, όπως προβλέπει το άρθρο 69 αυτής, κατήργησε από 1ης Νοεμβρίου 2007 την οδηγία 93/22.

52

Δεύτερον, με τον τελευταίο αυτό ορισμό της εννοίας της «ρυθμιζόμενης αγοράς» διευκρινίζεται ότι μια τέτοια αγορά λειτουργεί κανονικά σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου III της οδηγίας 2004/39. Μολονότι και το άρθρο 47 αυτής εντάσσεται στον ίδιο τίτλο, εντούτοις δεν μπορεί να θεωρείται ότι η υποχρέωση κράτους μέλους να καταρτίζει τον κατά το εν λόγω άρθρο κατάλογο εμπίπτει στην ίδια τη λειτουργία της οικείας αγοράς.

53

Τρίτον, όπως υπεμνήσθη στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως, η χορήγηση αδείας λειτουργίας ως ρυθμιζόμενης αγοράς πρέπει να επιφυλάσσεται, δυνάμει του άρθρου 36, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2004/39, στα συστήματα διαπραγματεύσεως τα οποία συμμορφώνονται προς τις διατάξεις του τίτλου III της οδηγίας. Η κατά το άρθρο 47 της ίδιας οδηγίας εγγραφή στον κατάλογο, η οποία πρέπει κατ’ ανάγκη να χωρεί μετά τη χορήγηση της εν λόγω αδείας, δεν μπορεί λογικά να αποτελεί προϋπόθεσή της.

54

Εξ αυτού έπεται ότι το γεγονός ότι συμπεριλαμβάνεται στον εν λόγω κατάλογο δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του νομικού χαρακτηρισμού μιας αγοράς χρηματοπιστωτικών μέσων ως ρυθμιζόμενης κατά την έννοια της οδηγίας 2004/39. Ως εκ τούτου, το γεγονός απλώς και μόνον ότι δεν περιλαμβάνεται στον εν λόγω κατάλογο δεν αρκεί για τον αποκλεισμό του ενδεχομένου η εν λόγω αγορά να είναι ρυθμιζόμενη.

55

Επομένως, στο τρίτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 47 της οδηγίας 2004/39 έχει την έννοια ότι η εγγραφή μιας αγοράς στον κατάλογο των ρυθμιζόμενων αγορών, ο οποίος αποτελεί αντικείμενο του εν λόγω άρθρο υ, δεν συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για τον νομικό χαρακτηρισμό της αγοράς ως ρυθμιζόμενης κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας.

Επί των δικαστικών εξόδων

56

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 14, της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2007/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, έχει την έννοια ότι αγορά χρηματοπιστωτικών μέσων μη πληρούσα τις επιταγές του τίτλου III της εν λόγω οδηγίας δεν εμπίπτει στην έννοια της «ρυθμιζόμενης αγοράς», ο ορισμός της οποίας δίδεται με την εν λόγω διάταξη, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο φορέας διαχειρίσεώς της συγχωνεύθηκε με τον φορέα διαχειρίσεως μιας τέτοιας ρυθμιζόμενης αγοράς.

 

2)

Το άρθρο 47 της οδηγίας 2004/39, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2007/44, έχει την έννοια ότι η εγγραφή μιας αγοράς στον κατάλογο των ρυθμιζόμενων αγορών, ο οποίος αποτελεί αντικείμενο του εν λόγω άρθρου, δεν συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για τον νομικό χαρακτηρισμό της αγοράς ως ρυθμιζόμενης κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική.