ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

PEDRO CRUZ VILLALÓN

της 21ης Φεβρουαρίου 2013 ( 1 )

Υπόθεση C-648/11

MA,

BT,

DA,

κατά

Secretary of State for the Home Department

[αίτηση του Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως (Ηνωμένο Βασίλειο)]

«Κανονισμός (EΚ) 343/2003 (Δουβλίνο II) — Προσδιορισμός του υπεύθυνου κράτους μέλους για την εξέταση αιτήσεως ασύλου ασυνόδευτων ανηλίκων, πολιτών τρίτης χώρας — Πλείονες αιτήσεις ασύλου — Μείζον συμφέρον του παιδιού»

1. 

Στο πλαίσιο διαδικασίας προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους για την εξέταση των αιτήσεων ασύλου που υπέβαλαν τρεις πολίτες τρίτων χωρών οι οποίοι, πέραν του ότι είναι ανήλικοι, είναι ασυνόδευτοι και δεν έχουν συγγενείς νομίμως εγκατεστημένους στο έδαφος της Ένωσης, το Court of Appeal υπέβαλε στην κρίση του Δικαστηρίου ένα νέο ζήτημα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 6, δεύτερη παράγραφος, του κανονισμού Δουβλίνο II ( 2 ).

2. 

Ειδικότερα, η εφαρμογή των κριτηρίων που θεσπίζει ο κανονισμός 343/2003 για τον προσδιορισμό του υπεύθυνου για την εξέταση αιτήσεως ασύλου κράτους μέλους μπορεί να συνεπάγεται την ταυτόχρονη ευθύνη περισσότερων του ενός κρατών, περίπτωση που, όπως αποδεικνύει η υπό κρίση υπόθεση, δεν μπορεί να επιλυθεί εύκολα βάσει του γράμματος των διατάξεων του ίδιου του κανονισμού, δεδομένου ότι θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η υπό κρίση περίπτωση δεν είχε προβλεφθεί.

3. 

Έχοντας επίγνωση των ερμηνευτικών δυσχερειών του υποβληθέντος ερωτήματος, τις οποίες ανέδειξαν κατά τρόπο εμφανή οι αντικρουόμενες θέσεις όσων παρέστησαν στη δίκη, προτείνω τη συστηματική ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 2, του Κανονισμού 343/2003, υπό το πρίσμα της πρωταρχικής σημασίας που πρέπει να δίνεται στο μείζον συμφέρον του παιδιού (άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο εξής: Χάρτης) και των σκοπών της σαφήνειας και της ταχύτητας που απαιτεί ο Κανονισμός κατά τον προσδιορισμό του υπεύθυνου για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου κράτους.

I – Νομικό πλαίσιο

Α– Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

4.

Δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, «[σ]ε όλες τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά, είτε επιχειρούνται από δημόσιες αρχές είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς, πρωταρχική σημασία πρέπει να δίνεται στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού».

Β– Κανονισμός 343/2003

5.

Οι αιτιολογικές σκέψεις 3, 4 και 15 του κανονισμού Δουβλίνο II ορίζουν τα εξής:

«(3)

Τα συμπεράσματα του Τάμπερε προσδιόρισαν [...] ότι το σύστημα θα πρέπει να περιλαμβάνει, σε μία βραχυχρόνια προοπτική, ένα σαφή και λειτουργικό καθορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεων ασύλου.

(4)

Μια τέτοια μέθοδος θα πρέπει να θεμελιώνεται σε αντικειμενικά και δίκαια κριτήρια τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Θα πρέπει, ιδίως, να επιτρέπει τον ταχύ προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο προκειμένου να κατοχυρώνεται η πραγματική πρόσβαση στις διαδικασίες καθορισμού του καθεστώτος του πρόσφυγα και να μην διακυβεύεται ο στόχος της ταχύτητας κατά την εξέταση των αιτήσεων ασύλου.

[…]

(15)

Ο παρών κανονισμός τηρεί τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ιδίως, αποσκοπεί να εξασφαλίσει την πλήρη τήρηση του δικαιώματος ασύλου που διασφαλίζεται από το άρθρο 18 του εν λόγω Χάρτη.»

6.

Κατά το άρθρο 1 του κανονισμού, «θεσπίζονται τα κριτήρια και οι μηχανισμοί για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας».

7.

Το άρθρο 2 του κανονισμού περιλαμβάνει τους ακόλουθους ορισμούς για την εν λόγω δίκη, ορίζοντας ότι, για τους σκοπούς της οδηγίας, νοείται ως:

«(γ)

“αίτηση ή αίτηση ασύλου”: η αίτηση την οποία υποβάλλει υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας από κράτος μέλος σύμφωνα με τη σύμβαση της Γενεύης. [...]

(δ)

“αιτών” ή “αιτών άσυλο”: υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής που έχει υποβάλει αίτηση ασύλου επί της οποίας δεν έχει εκδοθεί ακόμη τελεσίδικη απόφαση·

[...]

(η)

“ασυνόδευτος ανήλικος”: πρόσωπο ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ ετών που εισέρχεται στο έδαφος των κρατών μελών χωρίς να συνοδεύεται από ενήλικα ο οποίος έχει την ευθύνη του δυνάμει του νόμου ή του εθιμικού δικαίου και για όσο χρονικό διάστημα δεν τελεί πρακτικώς υπό την επιμέλεια αυτού· επίσης, ανήλικος που εγκαταλείπεται ασυνόδευτος μετά την είσοδό του στο έδαφος των κρατών μελών».

8.

Κατά το γράμμα του άρθρου 3 του εν λόγω κανονισμού:

«1.   Τα κράτη μέλη εξετάζουν κάθε αίτηση ασύλου που υποβάλλεται από υπήκοο τρίτης χώρας σε οποιοδήποτε από αυτά, είτε στα σύνορα είτε εντός του εδάφους του. Η αίτηση εξετάζεται από ένα μόνο κράτος μέλος, το οποίο είναι το οριζόμενο ως υπεύθυνο σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέρονται στο κεφάλαιο ΙΙΙ.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, κάθε κράτος μέλος δύναται να εξετάζει αίτηση ασύλου που έχει κατατεθεί από υπήκοο τρίτης χώρας, ακόμη και αν δεν είναι υπεύθυνο για την εξέταση δυνάμει των κριτηρίων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Στην περίπτωση αυτή, το εν λόγω κράτος μέλος καθίσταται το υπεύθυνο κράτος μέλος κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού και αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις που συνδέονται με αυτή την ευθύνη. Ενδεχομένως, ενημερώνει το κράτος μέλος που ήταν προηγουμένως υπεύθυνο, το κράτος μέλος που διεξάγει διαδικασία προσδιορισμού του υπευθύνου κράτους μέλους ή το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε αίτημα αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης του αιτούντος.

[…]»

9.

Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού, «[η] διαδικασία προσδιορισμού του υπευθύνου κράτους μέλους δυνάμει του παρόντος κανονισμού κινείται μόλις υποβληθεί για πρώτη φορά αίτηση ασύλου σε ένα κράτος μέλος».

10.

Στο κεφάλαιο III (άρθρα 5 έως 14) του κανονισμού, υπό τον τίτλο «Ιεράρχηση των κριτηρίων», απαριθμούνται τα κριτήρια για τον προσδιορισμό του «υπεύθυνου κράτους μέλους» κατά την έννοια του προπαρατιθέμενου άρθρου 3, παράγραφος 1:

«Άρθρο 5:

1.   Τα κριτήρια του παρόντος κεφαλαίου για τον προσδιορισμό του υπευθύνου κράτους μέλους εφαρμόζονται με τη σειρά με την οποία παρατίθενται στο παρόν κεφάλαιο.

2.   Ο προσδιορισμός του υπευθύνου κράτους μέλους κατ’ εφαρμογή των κριτηρίων πραγματοποιείται βάσει της κατάστασης που υπήρχε τη στιγμή κατά την οποία ο αιτών άσυλο υπέβαλε την αίτησή του για πρώτη φορά σε ένα κράτος μέλος.

Άρθρο 6:

Εάν ο αιτών άσυλο είναι ασυνόδευτος ανήλικος, υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης είναι το κράτος μέλος στο οποίο ευρίσκεται νομίμως ένα μέλος της οικογένειάς του, εφόσον αυτό είναι προς το μείζον συμφέρον του ανηλίκου.

Εάν δεν υπάρχει μέλος της οικογένειας, υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης είναι το κράτος μέλος στο οποίο ο ανήλικος υπέβαλε την αίτηση ασύλου.

Άρθρο 13:

Όταν το κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης ασύλου δεν μπορεί να προσδιορισθεί στη βάση των κριτηρίων που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό, το πρώτο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση είναι υπεύθυνο για την εξέτασή της.»

11.

Το κεφάλαιο IV του κανονισμού, υπό τον τίτλο «Ανθρωπιστική ρήτρα», περιλαμβάνει μια μόνο διάταξη, το άρθρο 15, η παράγραφος 3 του οποίου ορίζει το εξής:

«Στην περίπτωση που ο αιτών άσυλο είναι ασυνόδευτος ανήλικος ο οποίος έχει συγγενή(-είς) σε άλλο κράτος μέλος, που μπορούν να αναλάβουν τη φροντίδα του/της, τα κράτη μέλη επιδιώκουν την επανένωση του ανηλίκου με τον/τους συγγενή(-είς) του/της, εκτός εάν αυτό δεν είναι προς το μείζον συμφέρον του ανηλίκου.»

Γ– Κανονισμός 1560/2003 ( «εκτελεστικός κανονισμός »)

12.

Ο κανονισμός (ΕΚ) 1560/2003 της Επιτροπής, της 2ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού 343/2003 ( 3 ), ορίζει, στο άρθρο του 12, τα εξής:

«1.   Όταν η απόφαση να ανατεθεί η φροντίδα ασυνόδευτου ανηλίκου σε μέλος της οικογένειάς του άλλο από τον πατέρα, τη μητέρα ή τον νόμιμο κηδεμόνα του μπορεί να δημιουργήσει ιδιαίτερες δυσκολίες, ειδικότερα αν ο υπόψη ενήλικας διαμένει εκτός της δικαιοδοσίας του κράτους μέλους στο οποίο ο ανήλικος υπέβαλε το αίτημα χορήγησης ασύλου, διευκολύνεται η συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών, ειδικότερα των αρχών ή των δικαστικών υπηρεσιών που είναι επιφορτισμένες με την προστασία ανηλίκων, και λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα ώστε οι εν λόγω αρχές να μπορούν να αποφασίσουν, έχοντας πλήρη γνώση όλων των στοιχείων, σχετικά με την ικανότητα του (των) υπόψη ενηλίκου(-ων) να αναλάβουν τον ανήλικο υπό συνθήκες σύμφωνες προς το συμφέρον του.

Προς τον σκοπό αυτό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι δυνατότητες που προσφέρονται στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας για αστικές υποθέσεις.

2.   Το γεγονός ότι η διάρκεια των διαδικασιών σχετικά με την ανάθεση ανηλίκου συνεπάγεται υπέρβαση των προθεσμιών που καθορίζονται στο άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 6, και στο άρθρο 19 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003 δεν αποτελεί οπωσδήποτε εμπόδιο στην συνέχιση της διαδικασίας προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους ή στην εκτέλεση της μεταγωγής.»

II – Πραγματικά περιστατικά

13.

Οι τρεις συνεκδικασθείσες στην παρούσα δίκη υποθέσεις αφορούν τρεις ανηλίκους, δύο πολίτες Ερυθραίας (MA και BT) και έναν πολίτη Ιράκ (κουρδικής καταγωγής: DA).

14.

Αφότου ζήτησαν όλοι άσυλο στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι βρετανικές αρχές διαπίστωσαν ότι και οι τρεις είχαν υποβάλει προηγουμένως αίτηση ασύλου σε άλλα κράτη μέλη, οι MA και BT στην Ιταλία και ο DA στις Κάτω Χώρες. Αρχικώς, και κατ’ εφαρμογή των προβλεπόμενων στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 343/2003, αποφασίσθηκε η μεταγωγή των ανηλίκων στα προαναφερθέντα κράτη μέλη αντιστοίχως.

15.

Εντούτοις, πριν από την εκτέλεση της μεταγωγής (όσον αφορά τους MA και DA) και μετά την εκτέλεσή της (στην περίπτωση της BT), οι βρετανικές αρχές, κάνοντας χρήση της προβλεπόμενης στο άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 ευχέρειας, αποφάσισαν να εξετάσουν οι ίδιες τις αιτήσεις ασύλου. Συνεπεία τούτου, η BT, η οποία είχε ήδη μεταχθεί στην Ιταλία, μπόρεσε να επιστρέψει στο Ηνωμένο Βασίλειο.

16.

Μολονότι προτάθηκε στους MA και BT να παραιτηθούν από τις προσφυγές που είχαν ασκήσει ενώπιον των βρετανικών δικαστηρίων κατά των αρχικών αποφάσεων μεταγωγής, αυτοί αρνήθηκαν να το κάνουν. Αντιθέτως, στον DA δεν φαίνεται να έγινε αντίστοιχη πρόταση.

17.

Με διάταξη της 21ης Δεκεμβρίου 2010 το Administrative Court απέρριψε τα διάφορα ένδικα βοηθήματα των ανηλίκων κατά των αποφάσεων μεταγωγής, κρίνοντας ότι εφαρμοστέο στις υπό κρίση περιπτώσεις ήταν το άρθρο 6 του κανονισμού 343/2003.

18.

Το Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division), επιληφθέν κατόπιν εφέσεως, αποφάσισε να υποβάλει το υπό κρίση προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο.

III – Προδικαστικό ερώτημα

19.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιλαμβάνει ένα ερώτημα, το οποίο έχει ως εξής:

«Βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας (ΕΕ L 50, σ. 1), ποιο είναι το υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου κράτος μέλος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 6, όταν ο αιτών άσυλο, ο οποίος είναι ασυνόδευτος ανήλικος και του οποίου κανένα μέλος της οικογένειας δεν βρίσκεται νομίμως σε ορισμένο κράτος μέλος, υπέβαλε αιτήσεις ασύλου σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη;»

20.

Οι αμφιβολίες του Court of Appeal συνίστανται ουσιαστικά στο κατά πόσον «το μείζον συμφέρον του παιδιού» –το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού 343/2003, είναι καθοριστικής σημασίας, προκειμένου να προσδιοριστεί ως υπεύθυνο κράτος αυτό στο οποίο ευρίσκεται νομίμως ένα μέλος της οικογένειάς του– είναι το κριτήριο που πρέπει να εφαρμόζεται ακόμη και ελλείψει συγγενούς στο πρόσωπο του οποίου να συντρέχουν αυτές οι περιστάσεις. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, υπεύθυνο κράτος δεν είναι οπωσδήποτε το κράτος στο οποίο υπέβαλε ο ανήλικος την πρώτη αίτηση ασύλου. Εντούτοις, κατά το Court of Appeal, από το γράμμα της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 6 του κανονισμού 343/2003 θα μπορούσε να συναχθεί ότι στη δεύτερη περίπτωση το συμφέρον του ανηλίκου δεν ασκεί επιρροή.

21.

Εν πάση περιπτώσει, τίθεται επιπλέον το ζήτημα αν το εν λόγω συμφέρον μπορεί προαιρετικώς να λαμβάνεται υπόψη, δεδομένου ότι κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 οποιοδήποτε κράτος μέλος μπορεί να εξετάζει αίτηση ασύλου υποβληθείσα από πολίτη τρίτης χώρας, ακόμη και όταν δεν απόκειται σε αυτό να την εξετάσει βάσει των κριτηρίων που θεσπίζει ο ίδιος ο κανονισμός. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το συμφέρον του ανηλίκου θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το κριτήριο βάσει του οποίου το συγκεκριμένο κράτος θα επιληφθεί της αιτήσεως.

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

22.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 19 Δεκεμβρίου 2011.

23.

Με διάταξη της 7ης Φεβρουαρίου 2012 απορρίφθηκε η αίτηση εφαρμογής της ταχείας διαδικασίας.

24.

Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν οι προσφεύγοντες στην κύρια δίκη, το Advise on Individual Rights in Europe (στο εξής: AIRE Centre) ως παρεμβαίνον στην κύρια δίκη, η Βελγική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Τσεχική, η Ελληνική, η Ουγγρική, η Ολλανδική, η Σουηδική και η Ελβετική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή.

25.

Στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 5ης Νοεμβρίου 2012, παρέστησαν, υποβάλλοντας προφορικώς τις παρατηρήσεις τους, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, το AIRE Centre, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Ολλανδική και η Σουηδική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή.

V – Επιχειρήματα

26.

Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει, καταρχάς, ότι το υποβληθέν ερώτημα δεν σχετίζεται με την υπόθεση της κύριας δίκης, δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δέχτηκε τελικώς να εξετάσει τις αιτήσεις ασύλου, συνεπώς οι αμφιβολίες του Court of Appeal έχουν απλώς ακαδημαϊκό και θεωρητικό χαρακτήρα.

27.

Όσον αφορά την ουσία της υποθέσεως, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, το AIRE Centre, η Ελληνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή συμμερίζονται τη θέση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο II έχει την έννοια ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υποθέσεως, το υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου κράτος μέλος είναι αυτό στο οποίο υποβλήθηκε η τελευταία αίτηση, ήτοι, το κράτος στο οποίο ευρίσκεται ο ανήλικος, εφόσον βέβαια τούτο συνάδει με το μείζον συμφέρον του.

28.

Η ερμηνεία αυτή ερείδεται, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, αναλόγως της εκάστοτε περιπτώσεως, σε διάφορους λόγους, οι οποίοι θα μπορούσαν να συστηματοποιηθούν κατά τον ακόλουθο τρόπο.

29.

Πρώτον, κατά τη γνώμη των προαναφερθέντων παρισταμένων στη δίκη, από το ιστορικό θεσπίσεως και την όλη οικονομία του κανονισμού Δουβλίνο II συνάγεται ότι ο νομοθέτης θέλησε να υποβάλει τους ανηλίκους σε διαφορετική μεταχείριση από τους ενηλίκους, και δεν ασκεί συναφώς επιρροή η περίσταση ότι η αρχή του συμφέροντος του ανηλίκου αναφέρεται μόνο στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 6, καθότι το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη υποχρεώνει τα κράτη μέλη να τηρούν την αρχή αυτή σε κάθε περίπτωση.

30.

Κατά δεύτερον, ισχυρίζονται ότι ο σκοπός της πραγματικής προσβάσεως στη δικαιοσύνη και της προστασίας των ανηλίκων πρέπει να προκρίνεται έναντι του σκοπού της προλήψεως της ταυτόχρονης υποβολής πλειόνων αιτήσεων. Συμπέρασμα που, κατά τη γνώμη τους, ενισχύεται από το γεγονός ότι οι ασυνόδευτοι ανήλικοι κατέχουν την πρώτη θέση στην ιεράρχηση των κριτηρίων που θεσπίζουν τα άρθρα 6 έως 13 του κανονισμού.

31.

Αφετέρου, κατά την άποψή τους, προκειμένου να μην καταστεί το άρθρο 6, παράγραφος 2, άνευ αντικειμένου, είναι αναγκαίο η ερμηνεία του να προσθέτει ένα «συν» σε σχέση με τον γενικό κανόνα του άρθρου 13.

32.

Τέλος, υποστηρίζουν ότι τόσο από το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 2, όσο και από την όλη οικονομία του κανονισμού προκύπτει ότι ο όρος «υπέβαλε» έχει την έννοια «υπέβαλε τελικώς» και όχι την έννοια «υπέβαλε για πρώτη φορά» και προσδίδουν έμφαση στο γεγονός ότι, στις περιπτώσεις που ο νομοθέτης θέλησε να αναφερθεί στην πρώτη αίτηση, το έκανε ρητώς, όπως συνέβη στην περίπτωση του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού.

33.

Αφετέρου, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Τσεχική, η Ουγγρική, η Ολλανδική, η Σουηδική και η Ελβετική Κυβέρνηση, καθώς και, επικουρικώς, η Βελγική Κυβέρνηση, θεωρούν ότι υπεύθυνο κράτος μέλος είναι αυτό στο οποίο υποβλήθηκε η πρώτη αίτηση ασύλου.

34.

Τα ως άνω κράτη μέλη επικαλέστηκαν επίσης διάφορους λόγους, οι οποίοι είναι δυνατό να συνοψιστούν ως εξής.

35.

Αφενός, επισημαίνουν ότι, δεδομένης της σημασίας που προσδίδει ο κανονισμός στο κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται η πρώτη αίτηση, ο νομοθέτης θα είχε προσδιορίσει κατά τρόπο ειδικό όλες τις περιπτώσεις στις οποίες η κρίσιμη αίτηση θα ήταν η πλέον πρόσφατη.

36.

Αφετέρου, υποστηρίζουν ότι η συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 5 και 6 του κανονισμού επιβεβαιώνει ότι αμφότερες οι διατάξεις αφορούν μόνον την πρώτη αίτηση ασύλου. Επιπλέον, στον βαθμό που ο κανονισμός επιβάλλει, όπως προκύπτει από τα άρθρα του 3, παράγραφος 1, και 4, παράγραφος 1, τον προσδιορισμό ενός και μόνον υπεύθυνου κράτους, η κίνηση της διαδικασίας από την υποβολή της πρώτης αιτήσεως δύσκολα συμβιβάζεται με τη θέση ότι μεταγενεστέρως υποβληθείσα αίτηση υπερισχύει της πρώτης.

37.

Τέλος, κατά τα εν λόγω κράτη, κανένα έρεισμα δεν βρίσκει στον κανονισμό η άποψη ότι ο νομοθέτης θέλησε να εισαγάγει, πέραν της προβλεπόμενης ρητώς στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 6 εξαιρέσεως, μια εξαίρεση από το γενικώς ισχύον για όλους τους ασυνόδευτους ανηλίκους καθεστώς. Η προστασία που παρέχεται στους μνημονευόμενους στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 6 ανηλίκους εισάγει μια εξαίρεση από την υπολανθάνουσα στα άρθρα 7 έως 14 του κανονισμού αρχή, κατά την οποία υπεύθυνο κράτος μέλος είναι εκείνο που υπήρξε καθοριστικό για την προσπάθεια του αιτούντος, προκειμένου να μπορέσει ο αιτών να αποκτήσει πρόσβαση στο έδαφος της Ένωσης.

38.

Ως εκ τούτου, οι προαναφερθείσες κυβερνήσεις συμφωνούν ότι η ερμηνεία που εισηγούνται διευκολύνει, προς το συμφέρον τόσο των ανηλίκων όσο και των κρατών, την επίτευξη του σκοπού του «σαφούς και λειτουργικού καθορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεων ασύλου» και «του δυνατού, ειδικότερα, του ταχύ προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους, προκειμένου να κατοχυρώνεται η πραγματική πρόσβαση στις διαδικασίες καθορισμού του καθεστώτος του πρόσφυγα και να μην διακυβεύεται ο στόχος της ταχύτητας κατά την εξέταση των αιτήσεων ασύλου». Αντιθέτως, αν το αποφασιστικό κριτήριο ήταν ο τόπος υποβολής της τελευταίας αιτήσεως, θα ήταν αδύνατο να καθοριστεί κατά τρόπο αντικειμενικό και ομοιόμορφο ένα μόνον υπεύθυνο κράτος μέλος, θα ευνοούνταν ένα είδος «forum shopping» και τούτο θα ενθάρρυνε τους ασυνόδευτους ανηλίκους να μετακινούνται μεταξύ των κρατών μελών υποβάλλοντας διαδοχικές αιτήσεις.

39.

Τέλος, η Βελγική, η Τσεχική, η Ουγγρική, η Σουηδική και η Ελβετική Κυβέρνηση επισημαίνουν ότι, χωρίς να αλλοιωθεί η έννοια του άρθρου 6 του κανονισμού, τα κράτη μέλη μπορούν να κάνουν χρήση της ρήτρας του άρθρου 3, παράγραφος 2, η εφαρμογή της οποίας μπορεί να καθίσταται υποχρεωτική σε συγκεκριμένες περιστάσεις.

VI – Νομική εκτίμηση

Α– Όσον αφορά το παραδεκτό του προδικαστικού ερωτήματος

40.

Όπως μόλις επισήμανα, η Βελγική Κυβέρνηση προτείνει ένσταση απαραδέκτου του εν λόγω ερωτήματος, καθότι το θεωρεί υποθετικό, δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο έχει αποδεχτεί ήδη την ιδιότητά του ως υπεύθυνο κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003. Η εξέταση του κατά πόσον ήταν ή όχι υποχρεωμένο να αποδεχτεί την ιδιότητα αυτή κατά το άρθρο 6 του ίδιου κανονισμού είναι, κατά τη Βελγική Κυβέρνηση, ζήτημα ακαδημαϊκού ή θεωρητικού χαρακτήρα, και δεν ασκεί επιρροή στην επίλυση της ενώπιον του Court of Appeal διαφοράς, ως προς την οποία έχει συναφώς σημασία αποκλειστικώς το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο αποδέχτηκε την ιδιότητα του υπεύθυνου κράτους μέλους, την οποία είχε αρνηθεί αρχικώς.

41.

Κατ’ εμέ, το ερώτημα είναι παραδεκτό.

42.

Ασφαλώς, οι αρχικές αποφάσεις περί μεταγωγής που εξέδωσε η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 343/2003 κατέστησαν ανενεργές μετά την έκδοση των νέων αποφάσεων που εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού. Κατά συνέπεια, το Ηνωμένο Βασίλειο αποδέχτηκε την ιδιότητα του υπεύθυνου κράτους μέλους προς τον σκοπό εφαρμογής του κανονισμού 343/2003, αναλαμβάνοντας το ίδιο τις σχετικές με την εν λόγω αρμοδιότητα υποχρεώσεις.

43.

Τούτο σημαίνει ότι στην πράξη προέκυψε το ίδιο αποτέλεσμα με αυτό στο οποίο θα είχε οδηγήσει η εφαρμογή του κανονισμού 343/2003 αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, είχε ερμηνευτεί κατά τρόπο διαφορετικό από τον υποστηριζόμενο από την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου στην εν λόγω δίκη και του οποίου η συμφωνία με το δίκαιο της Ένωσης αποτελεί αντικείμενο του υπό κρίση ερωτήματος. Εν ολίγοις, το αποτέλεσμα που προέκυψε στην υπόθεση αυτή ήταν η συνέπεια μιας αποφάσεως, η οποία εκδόθηκε ελεύθερα και κατ’ ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας, στον βαθμό που βασίσθηκε στη δυνατότητα που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003, αλλά η οποία θα είχε εκδοθεί κατά δεσμία αρμοδιότητα αν είχε βασισθεί στο άρθρο 6 του ίδιου κανονισμού.

44.

Το ερώτημα που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας δίκης συνίσταται ακριβώς στο κατά πόσον το δίκαιο της Ένωσης επιτάσσει ο κανονισμός 343/2003 να ερμηνευτεί κατά τρόπο ώστε να προκύπτει ότι η απόφαση που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο δεν εκδόθηκε στο πλαίσιο διακριτικής ευχέρειας αλλά κατά δέσμια αρμοδιότητα. Το γεγονός ότι στην υπό κρίση υπόθεση η λύση που επελέγη ήταν η ίδια με αυτή που θα είχε υιοθετηθεί αν γινόταν δεκτό ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορούσε να προκρίνει διαφορετική λύση δεν καθιστά άνευ ενδιαφέροντος το υπό κρίση ερώτημα, καθότι αντικείμενό του είναι ακριβώς η νομική διόρθωση της βάσεως που επελέγη για τις αποφάσεις των βρετανικών αρχών, ανεξαρτήτως των πρακτικών ή ουσιαστικών συνεπειών τους.

45.

Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο κατέστη τελικώς το αρμόδιο κράτος υπό την έννοια του κανονισμού 343/2003 δεν σημαίνει ότι το υποβληθέν από το αιτούν δικαστήριο ερώτημα παρουσιάζει ενδιαφέρον αποκλειστικώς θεωρητικό ή ακαδημαϊκό, καθότι ενώπιον του Court of Appeal εκκρεμούν ακόμη οι προσφυγές κατά των κυβερνητικών αποφάσεων, με τις οποίες είχε απορριφθεί αρχικώς η αρμοδιότητα του Ηνωμένου Βασιλείου να εξετάσει τις επίμαχες αιτήσεις ασύλου. Ανεξαρτήτως του ότι τυχόν αποδοχή των εν λόγω προσφυγών δεν θα επηρέαζε αρνητικώς τα αποτελέσματα των αποφάσεων που εκδόθηκαν μεταγενεστέρως δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού, εξακολουθεί να είναι αναγκαία η εξέταση του ζητήματος της νομιμότητας των πρώτων αποφάσεων, προκειμένου να εκδοθεί απόφαση όσον αφορά το αποζημιωτικό αίτημα του ενός από τους ανηλίκους –και συγκεκριμένα του ανηλίκου που μετήχθη στην Ιταλία (BT)– για την αποκατάσταση των ζημιών που υπέστη εξαιτίας της εν λόγω μεταγωγής.

46.

Στον βαθμό που δεν έχει αποσυρθεί μέχρι στιγμής το αποζημιωτικό αίτημα, όπως ισχυρίζεται το Court of Appeal, δεν πρόκειται περί ενδεχόμενου ή υποθετικού ερωτήματος, όπως συνέβη στην περίπτωση της διατάξεως της 10ης Ιουνίου 2011, Mohamad Imran ( 4 ), αλλά περί «αυτονόητης ανάγκης αποτελεσματικής επιλύσεως μιας ένδικης διαφοράς» ( 5 ).

Β– Όσον αφορά την ουσία της διαφοράς

47.

Το Court of Appeal ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει ποιο είναι, κατά το άρθρο 6, δεύτερη παράγραφος, του κανονισμού 343/2003, το υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως κράτος μέλος, σε περίπτωση που έχουν υποβληθεί διαδοχικές αιτήσεις ασύλου και ο αιτών είναι ασυνόδευτος ανήλικος, πολίτης τρίτης χώρας, κανένα δε από τα μέλη της οικογένειάς του δεν διαμένει νομίμως σε κράτος μέλος.

48.

Ειδικότερα, στις εκκρεμείς ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου υποθέσεις, καθένας από τους τρεις εμπλεκόμενους ανηλίκους είχε υποβάλει διαδοχικώς δύο αιτήσεις ασύλου: η πρώτη αίτηση υποβλήθηκε σε κράτος μέλος διαφορετικό του Ηνωμένου Βασιλείου και ακολούθησε δεύτερη στο Ηνωμένο Βασίλειο.

49.

Δεδομένου ότι το ερώτημα διατυπώθηκε κατά τον τρόπο αυτό, είναι σκόπιμο να ληφθεί ως βάση το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 343/2003, στο οποίο γίνονται δύο βασικές δηλώσεις. Αφενός, ορίζεται ότι την αίτηση ασύλου «εξετάζει ένα μόνο κράτος μέλος». Αφετέρου, προβλέπεται ότι το κράτος μέλος «είναι το οριζόμενο ως υπεύθυνο σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέρονται στο κεφάλαιο ΙΙΙ [του εν λόγω κανονισμού]». Τούτο σημαίνει ότι το υπό κρίση ζήτημα έγκειται συγκεκριμένα στον προσδιορισμό του υπεύθυνου να εξετάσει την αίτηση ασύλου κράτους μέλους, προτού εξετασθεί το περιεχόμενο της αιτήσεως.

50.

Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η παράγραφος 2 του άρθρου 3 του κανονισμού 343/2003 εισάγει μια σημαντική παρέκκλιση από την παράγραφο 1, ως προς την οποία το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να αποφανθεί, και η οποία, όπως είδαμε, εφαρμόστηκε στις υποθέσεις της κύριας δίκης. Ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, το άρθρο 3, παράγραφος 1, τυγχάνει εφαρμογής μόνον αν το κράτος μέλος ενώπιον του οποίου υποβλήθηκε η αίτηση ασύλου δεν έκανε χρήση της λεγόμενης «ρήτρας κυριαρχίας» του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003, κατά το οποίο «κάθε κράτος μέλος δύναται να εξετάζει αίτηση ασύλου που έχει κατατεθεί από υπήκοο τρίτης χώρας, ακόμη και αν δεν είναι υπεύθυνο για την εξέταση δυνάμει των κριτηρίων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό» ( 6 ).

51.

Κατά την εν λόγω διάταξη, λόγω της ασκήσεως κυριαρχικής εξουσίας το κράτος καθίσταται «το υπεύθυνο κράτος μέλος υπό την έννοια του παρόντος κανονισμού», αναλαμβάνοντας τις «υποχρεώσεις που συνδέονται με αυτή την ευθύνη». Και τούτο ακόμη και αν υπάρχει «προηγουμένως υπεύθυνο κράτος μέλος» ή κράτος μέλος «που διεξάγει διαδικασία προσδιορισμού του υπευθύνου κράτους μέλους» ή, τέλος, «το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε αίτημα αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης του αιτούντος». Έναντι των συγκεκριμένων κρατών μελών, εκείνο που καθίσταται το υπεύθυνο κράτος μέλος δυνάμει της «ρήτρας κυριαρχίας» δεν υπέχει άλλη υποχρέωση πέραν του να ενημερώσει σχετικά με την απόφασή του, ληφθείσα prima facie βάσει διακριτικής ευχέρειας, έστω και αν, όπως είναι γνωστό, η νομολογία που καθιερώθηκε με την προπαρατεθείσα απόφαση NS ( 7 ) εισήγαγε μια αρχή που περιορίζει την ελευθερία των κρατών μελών οσάκις υφίσταται σοβαρός κίνδυνος συστηματικής προσβολής θεμελιωδών δικαιωμάτων σε ορισμένες περιπτώσεις, πράγμα που, ωστόσο, δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

52.

Εντούτοις, επιβάλλεται εξαρχής η επισήμανση ότι το σχετικό με το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 ερμηνευτικό πρόβλημα δεν μπορεί, κατ’ εμέ, να θεωρηθεί ότι ανάγεται απλώς ή ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 2, του ίδιου Κανονισμού, κατά την έννοια της προπαρατεθείσας αποφάσεως NS. Εν προκειμένω, δεν πρόκειται περί περιπτώσεως σχεδόν βέβαιου κινδύνου συστηματικής προσβολής θεμελιωδών δικαιωμάτων συνεπεία της μεταγωγής του ενδιαφερομένου, αλλά, κατά τρόπο πολύ γενικότερο, περί του κεντρικού ερμηνευτικού ζητήματος του άρθρου 6, ήτοι του κανόνα που διέπει τον προσδιορισμό του κράτους μέλους το οποίο πρέπει να εξετάσει την αίτηση ασύλου ανηλίκου.

53.

Εξάλλου, και εν είδει ασφαλιστικής δικλείδας, προβλέπεται ότι σε περίπτωση που δεν είναι δυνατό να καθοριστεί το υπεύθυνο κράτος μέλος «βάσει των κριτηρίων που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό […], υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης είναι το πρώτο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση ασύλου» (άρθρο 13 του κανονισμού 343/2003).

54.

Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το σύστημα του κανονισμού είναι δομημένο μεταξύ δύο άκρων, αφενός, της «ρήτρας κυριαρχίας», και, αφετέρου, μιας επικουρικής ρήτρας. Ανάμεσα στα δύο άκρα υπάρχει ένα ευρύ φάσμα πιθανών λύσεων, η επιλογή μεταξύ των οποίων γίνεται βάσει των προβλεπόμενων ειδικώς στο κεφάλαιο III του ίδιου Κανονισμού κριτηρίων.

55.

Επιβάλλεται η επισήμανση ότι, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού, τέτοιου είδους κριτήρια πρέπει να εφαρμόζονται βάσει της σειράς κατά την οποία εμφαίνονται στο κεφάλαιο III, όπως ορίζει ρητώς ο τίτλος του («ιεράρχηση των κριτηρίων»).

56.

Αφετέρου, τα επίμαχα «κριτήρια» πρέπει να εφαρμόζονται «βάσει της καταστάσεως που υπήρχε τη στιγμή κατά την οποία ο αιτών άσυλο υπέβαλε την αίτησή του για πρώτη φορά σε κράτος μέλος» (άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού) ( 8 ). Η πρώτη αίτηση ασύλου είναι, συνεπώς, καθοριστική, προκειμένου να εντοπιστεί η κρίσιμη για την εφαρμογή των κριτηρίων του κανονισμού κατάσταση και όχι προκειμένου να οριστεί ως υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως το πρώτο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση. Η διάταξη αυτή θέτει απλώς και μόνον τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρέπει να εφαρμόζονται τα κριτήρια του κεφαλαίου III και δεν προδικάζει το αποτέλεσμα στο οποίο θα οδηγήσει η εφαρμογή τους.

57.

Το πρώτο από τα «κριτήρια» που θεσπίζει το κεφάλαιο III είναι το προβλεπόμενο στο άρθρο 6, το οποίο αφορά στην πραγματικότητα μια συγκεκριμένη περίπτωση, ήτοι, απλώς, την περίπτωση κατά την οποία ο αιτών είναι ασυνόδευτος ανήλικος. Το εφαρμοστέο στην εν λόγω περίπτωση κριτήριο, με το οποίο θα ασχοληθώ ακολούθως, πρέπει να είναι και το πρώτο που θα εφαρμοστεί, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5, παράγραφος 1, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα.

58.

Πρέπει να τονιστεί, καταρχάς, ότι, δεδομένου ότι πρόκειται για τη μοναδική διάταξη που αφορά ειδικώς ασυνόδευτους ανηλίκους, φρονώ ότι στο άρθρο 6 πρέπει να αναζητηθούν και τα μοναδικά κριτήρια που τυγχάνουν εφαρμογής κατά τον προσδιορισμό του υπεύθυνου για την εξέταση της αιτήσεως ασυνόδευτων ανηλίκων κράτους μέλους. Ειδικότερα, τα κριτήρια που θεσπίζουν τα λοιπά άρθρα του κεφαλαίου III αφορούν πραγματικές και νομικές καταστάσεις στις οποίες μπορεί να βρεθεί οποιοσδήποτε αιτών άσυλο. Επομένως, και ανήλικοι αιτούντες. Εντούτοις, μολονότι για τους ασυνόδευτους ανηλίκους θεσπίζεται ειδικό κριτήριο στο άρθρο 6, θεωρώ ότι, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι είναι δυνατό και οι εν λόγω ανήλικοι να βρεθούν στην κατάσταση που περιγράφεται σε άλλες διατάξεις, η μοναδική κατάσταση που ενδιαφέρει συναφώς είναι ακριβώς η ιδιότητά τους ως «ασυνόδευτοι ανήλικοι». Όπως επισήμανε ήδη στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση ο πληρεξούσιος των προσφευγόντων στην κύρια δίκη, το άρθρο 6 του κανονισμού συνιστά ένα είδος «ειδικού κώδικα» για ασυνόδευτους ανηλίκους, στον οποίο πρέπει να αναζητούνται οι απαντήσεις σχετικά με όλες τις καταστάσεις στις οποίες αυτοί μπορούν να βρεθούν.

59.

Μεγάλο μέρος της μεταξύ των παρισταμένων στην εν λόγω δίκη συζητήσεως επικεντρώθηκε στο ζήτημα αν η αίτηση που προβλέπει η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 6 είναι η πρώτη ή η τελευταία από τις αιτήσεις που ενδέχεται να υποβάλει ένας ασυνόδευτος ανήλικος. Κατ’ εμέ, όμως, στη διάταξη αυτή χρησιμοποιείται ο ενικός αριθμός του όρου «αίτηση», χωρίς να διευκρινίζεται ή να προβλέπεται, με οποιονδήποτε τρόπο, η περίπτωση της υποβολής πλέον της μιας αιτήσεως. Τούτο συνάγεται τόσο από το γράμμα της διατάξεως («[…] υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης είναι το κράτος μέλος στο οποίο ο ανήλικος υπέβαλε την αίτηση ασύλου») ( 9 ) όσο και από την όλη οικονομία της.

60.

Ειδικότερα, το άρθρο 6 προβλέπει, καταρχήν, την απλούστερη κατάσταση: ασυνόδευτος ανήλικος υποβάλλει αίτηση ασύλου σε κράτος μέλος. Το εν λόγω κράτος μέλος πρέπει, κατ’ εφαρμογή του κανονισμού 343/2003, να προσδιορίσει ποιο είναι το υπεύθυνο κράτος μέλος για την εξέταση της συγκεκριμένης αιτήσεως. Πέραν της ενδεχόμενης εφαρμογής της «ρήτρας κυριαρχίας» (άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού), το κράτος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση πρέπει να εξετάσει αν συγγενείς του ανηλίκου διαμένουν νομίμως σε κάποιο κράτος μέλος. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως κράτος μέλος είναι, κατ’ εφαρμογή της πρώτης παραγράφου του άρθρου 6, αυτό στο οποίο κατοικεί ο συγγενής του ανηλίκου αιτούντος, έστω και αν προς την πρόβλεψη αυτή συναρτάται μια σημαντική επιφύλαξη, η οποία συνίσταται στο ότι τούτο πρέπει να είναι πάντοτε «προς το μείζον συμφέρον [του]». Σε διαφορετική περίπτωση, ήτοι, αν δεν αποδειχτεί ότι κάποιος συγγενής του ανηλίκου διαμένει νομίμως στο κράτος μέλος, υπεύθυνο κράτος μέλος είναι το κράτος στο οποίο ο ανήλικος «υπέβαλε [την αίτηση]»· ήτοι, το ίδιο το κράτος μέλος είναι αυτό που προσδιορίζει το υπεύθυνο κράτος μέλος, την επέμβαση του οποίου επιβάλλει, κατά συνέπεια, η συγκεκριμένη ρήτρα διασφαλίσεως.

61.

Επομένως, κατά τον βασικό κανόνα, εφόσον δεν αντιτάσσεται προς το συμφέρον του παιδιού, η ευθύνη για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου αντιστοιχεί στο κράτος μέλος στο οποίο κατοικούν νομίμως οι συγγενείς του ασυνόδευτου ανηλίκου. Επικουρικώς –είτε επειδή ο ανήλικος δεν έχει συγγενείς σε άλλα κράτη μέλη είτε επειδή, μολονότι έχει συγγενείς, δεν είναι προς το συμφέρον του να οριστεί ως υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου κράτος μέλος το κράτος στο οποίο αυτοί κατοικούν– η αίτησή του πρέπει να εξετασθεί από το κράτος μέλος στο οποίο αυτή υποβλήθηκε.

62.

Στο πλαίσιο του εν λόγω συστήματος ισχύει ένας βασικός κανόνας (αρμοδιότητα του κράτους μέλους της κατοικίας των μελών της οικογένειας) επιδεκτικός εξαιρέσεως (η οποία βασίζεται στο συμφέρον του παιδιού), και σε περίπτωση μη εφαρμογής του εφαρμόζεται μια επικουρική ρύθμιση (αρμοδιότητα του κράτους μέλους στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση).

63.

Η κατάσταση είναι, προφανώς, πολύ διαφορετική, σε περίπτωση που, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, ο ασυνόδευτος ανήλικος υπέβαλε διαδοχικές αιτήσεις σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη. Στην περίπτωση αυτή, το γεγονός ότι μέλη της οικογένειας του ανηλίκου ευρίσκονται σε άλλο (ή άλλα) κράτος(-η) μέλος(-η) μπορεί να καταστήσει δυνατή την επιλογή μεταξύ των διάφορων εναλλακτικών δυνατοτήτων, καθιστώντας υπεύθυνο έναν από αυτά τα κράτη, πάντοτε αναλόγως του συμφέροντος του ανηλίκου και αν το συμφέρον αυτό δεν αποκλείει ακριβώς τη συγκεκριμένη λύση. Τόσο, όμως, στην περίπτωση που το συμφέρον του ανηλίκου αποκλείει την αρμοδιότητα του κράτους μέλους στο οποίο κατοικούν οι συγγενείς του, όπως και στην περίπτωση που απλώς δεν έχει συγγενείς στο έδαφος της Ένωσης, τίθεται το ζήτημα που μας απασχολεί, ήτοι το να προσδιοριστεί ποιο από τα κράτη στα οποία έχει υποβληθεί αίτηση ασύλου είναι το υπεύθυνο να την εξετάσει. Σε τελική ανάλυση, το ζήτημα που τίθεται είναι ποιο κράτος μέλος πρέπει να αποφασίσει ποιο πρέπει να είναι το κράτος μέλος που θα εξετάσει την αίτηση ασύλου.

64.

Βάσει των προεκτεθέντων, από την ερμηνεία του κανονισμού υπό το πρίσμα των αρχών του Χάρτη συνάγεται το συμπέρασμα ότι το κριτήριο του μείζονος συμφέροντος του παιδιού δεν είναι σημαντικό απλώς, προκειμένου να κριθεί αν, σε περίπτωση που έχει υποβληθεί μια μόνο αίτηση ασύλου, υπεύθυνο κράτος μέλος πρέπει να είναι το κράτος στο οποίο κατοικεί νομίμως συγγενής του ανηλίκου ή το κράτος που πρέπει να ορίσει ποιο κράτος μέλος είναι το υπεύθυνο, επειδή του έχει υποβληθεί η εν λόγω αίτηση. Για τους λόγους που θα εκθέσω στη συνέχεια, το συμφέρον του παιδιού πρέπει επίσης να έχει καθοριστική σημασία κατά τον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους μεταξύ των κρατών στα οποία έχει υποβληθεί αίτηση ασύλου.

65.

Το γράμμα του άρθρου 6 του κανονισμού 343/2003 δεν προβλέπει την περίπτωση που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση δίκης. Όπως προελέχθη, η διάταξη εκκινεί από την παραδοχή ότι υποβλήθηκε μία μόνον αίτηση ασύλου. Φρονώ ότι, υπό αυτές τις περιστάσεις, η συζήτηση σχετικά με το αν από το ίδιο το γράμμα της διατάξεως μπορεί να συναχθεί αν πρόκειται για την πρώτη ή την τελευταία αίτηση μπορεί να συνεχιστεί επ’ αόριστον.

66.

Υπό αυτές τις συνθήκες, πρέπει να επιχειρηθεί, κατ’ εμέ, μια συστηματική ερμηνεία του άρθρου 6, στο πλαίσιο της οποίας πρέπει η όλη οικονομία του κανονισμού 343/2003 να νοηθεί υπό το πρίσμα των αρχών που απορρέουν, συγκεκριμένα, από τον Χάρτη, έτσι ώστε να απεικονισθεί ρητώς το μείζον συμφέρον του τέκνου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο του 24, παράγραφος 2.

67.

Υπό την έννοια αυτή, βάση της ερμηνείας του κανονισμού 343/2003 πρέπει να αποτελεί το μείζον συμφέρον του παιδιού, το οποίο διαπνέει ολόκληρο τον κανονισμό, και, κατά συνέπεια, στην περίπτωση συρρεουσών αιτήσεων ασύλου πρέπει καταρχήν να προκρίνεται η υποβληθείσα στο τελευταίο κράτος, καθώς κατά τεκμήριο εκεί αντικατοπτρίζεται καλύτερα το συμφέρον του παιδιού.

68.

Πριν συνεχίσω, σκόπιμο είναι να αποφευχθεί μια παρανόηση. Από την τρέχουσα διαδικασία τροποποιήσεως του κανονισμού 343/2003 προκύπτει ότι, μέχρι στιγμής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν θέλησε να μνημονεύσει ρητώς την τελευταία αίτηση ( 10 ), με αποτέλεσμα ορισμένοι εκ των παρισταμένων στη δίκη αυτή να έχουν σχηματίσει την εντύπωση ότι ως προς το σημείο αυτό το σύστημα δεν πρέπει να αλλάξει και, επομένως, ότι το σύστημα δεν προσδίδει συναφώς σημασία στην τελευταία αίτηση. Δεν θεωρώ, ωστόσο, ότι πρέπει να αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην περίσταση αυτή.

69.

Επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της σαφήνειας και της ταχύτητας όσον αφορά τον καθορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους, θεωρώ, πιο συγκεκριμένα, ότι η επίμαχη αρμοδιότητα πρέπει να αναγνωρίζεται στο κράτος μέλος που βρίσκεται στην καταλληλότερη θέση, προκειμένου να αξιολογήσει το συμφέρον του παιδιού, πράγμα που σημαίνει, όπως θα επεξηγήσω ακολούθως, ότι, υπεύθυνο κράτος μέλος πρέπει να είναι αυτό στο οποίο βρίσκεται ο ανήλικος, το οποίο είναι κατά κανόνα το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η τελευταία αίτηση ασύλου. Δεδομένου ότι η εν λόγω αναγνώριση αρμοδιότητας δεν βασίζεται ευθέως στο κριτήριο της τελευταίας αιτήσεως αλλά στο κριτήριο του συμφέροντος του ανηλίκου (το οποίο εμμέσως οδηγεί, έστω και αναπόφευκτα, στην τελευταία αίτηση), η πρότασή μου συνάδει με την ιδέα ότι δεν είναι σκόπιμο το άρθρο 6 να παραπέμπει άνευ όρων στο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η τελευταία αίτηση ασύλου.

70.

Συνεχίζοντας την ανάλυσή μου, υπενθυμίζω, καταρχάς, ότι ο ίδιος ο κανονισμός 343/2003 μνημονεύει ρητώς τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των αρχών που καθιερώνει ο Χάρτης, ενώ γίνεται ειδική μνεία στο δικαίωμα στο άσυλο (αιτιολογική σκέψη 15) ( 11 ). Πέραν αυτής της αναφοράς, αληθεύει ότι ο Χάρτης, ο οποίος απολαύει πλήρους νομικής ισχύος βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ, προβλέπει ότι, «[σ]ε όλες τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά, είτε επιχειρούνται από δημόσιες αρχές είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς, πρωταρχική σημασία πρέπει να δίνεται στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού» (άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη) ( 12 ).

71.

Αφετέρου, το άρθρο αυτό, όπως και το άρθρο 51, παράγραφος 1, του ίδιου Χάρτη, δεσμεύει τα κράτη μέλη, όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Το ότι οι εθνικές αρχές εφαρμόζουν σε περιπτώσεις όπως αυτή της κύριας δίκης το δίκαιο της Ένωσης κατέστη σαφές με την προπαρατεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Δεκεμβρίου 2011 NS, στην οποία κρίθηκε ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003, στον βαθμό που «εντάσσεται στους προβλεπόμενους από τον κανονισμό αυτό μηχανισμούς προσδιορισμού του υπεύθυνου για την εξέταση αιτήσεως ασύλου κράτους μέλους που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός […] αποτελεί κατ’ ανάγκη στοιχείο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου [, και το] κράτος μέλος που ασκεί την εξουσία εκτιμήσεως [που του παρέχει η διάταξη αυτή] θέτει σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη» (σκέψη 68). Το ίδιο ισχύει, για τους ίδιους λόγους, και όσον αφορά το άρθρο 6 του κανονισμού 343/2003.

72.

Κατά συνέπεια, το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης επιτάσσει να προσδίδεται «πρωταρχική σημασία» στο μείζον συμφέρον του παιδιού από τους εφαρμοστές του δικαίου της Ένωσης και, στο υπό κρίση πλαίσιο, ήτοι το σύνολο του κανονισμού 343/2003, από τις εθνικές αρχές οι οποίες καλούνται να προσδιορίσουν ποιο είναι το υπεύθυνο κράτος μέλος για να εξετάσει την αίτηση ασύλου ασυνόδευτου ανηλίκου ο οποίος δεν έχει νομίμως διαμένοντες στο έδαφος της Ένωσης συγγενείς.

73.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, και ανεξαρτήτως του γράμματος του κανονισμού 343/2003, στις περιπτώσεις που η εθνική αρχή πρέπει να επιλέξει μεταξύ διάφορων κρατών μελών που μπορούν να είναι ταυτοχρόνως υπεύθυνα, κατ’ εφαρμογή των κριτηρίων του εν λόγω Κανονισμού, προκειμένου να εξετασθεί η υποβληθείσα από ασυνόδευτο ανήλικο αίτηση ασύλου, το δίκαιο της Ένωσης επιτάσσει η επιλογή του υπεύθυνου κράτους μέλους να γίνεται πάντοτε με γνώμονα το μείζον συμφέρον του παιδιού.

74.

Εντούτοις, στο σημείο αυτό πρέπει να συνεκτιμηθεί και μία ακόμη παράμετρος. Προκειμένου να προσδιοριστεί ποιο είναι, υπό τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως, το μείζον συμφέρον του παιδιού και να σταθμιστεί ποια απόφαση συνάδει περισσότερο με την ικανοποίηση του συμφέροντος αυτού, είναι αναγκαία η συνεργασία του παιδιού ( 13 ). Υπό αυτή την έννοια, πρέπει να προσδίδεται ιδιαίτερη σημασία στον εντοπισμό του ανηλίκου κατά τον χρόνο καθορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου, καθότι για την επαρκή προάσπιση των δικαιωμάτων του ανηλίκου είναι καταρχήν αναγκαίο οποιαδήποτε απόφαση τον αφορά να λαμβάνεται από την αρχή που είναι σε θέση να εξετάσει άμεσα τις περιστάσεις που συντρέχουν στο πρόσωπό του.

75.

Ασφαλώς, ο αιτών ανήλικος μπορεί πάντοτε να επιστρέψει στο κράτος μέλος στο οποίο υπέβαλε την πρώτη του αίτηση. Εντούτοις, θεωρώ ότι ούτε ratione temporis ούτε λαμβανομένης υπόψη της καλύτερης δυνατής για τους ανηλίκους μεταχειρίσεως είναι σκόπιμο να υποβάλλονται οι αιτούντες το άσυλο σε μη αναπόφευκτες μετακινήσεις. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι η αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού 343/2003 υπογραμμίζει την ανάγκη η διαδικασία προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους «[ν]α επιτρέπει τον ταχύ προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο προκειμένου να κατοχυρώνεται η πραγματική πρόσβαση στις διαδικασίες καθορισμού του καθεστώτος του πρόσφυγα και να μη διακυβεύεται ο στόχος της ταχύτητας κατά την εξέταση των αιτήσεων ασύλου».

76.

Ομολογουμένως, η προτεινόμενη λύση ενδέχεται να οδηγήσει σε ανεπιθύμητο «forum shopping», όπως υπογράμμισαν διάφοροι παριστάμενοι στη συγκεκριμένη δίκη. Εντούτοις, η αποδοχή του ενδεχόμενου αυτού κινδύνου, τον οποίο δεν είναι ούτε αναγκαίο ούτε σκόπιμο να ποσοτικοποιήσουμε εν προκειμένω, δικαιολογείται επαρκώς από το γεγονός ότι μόνο κατά τον τρόπο αυτό μπορεί να προσδοθεί η δέουσα προσοχή στο μείζον συμφέρον του παιδιού, στο οποίο πρέπει να δίνεται, όπως έχω επαναλάβει πλειστάκις στις ανά χείρας προτάσεις, «πρωταρχική σημασία», βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 2, του Χάρτη.

77.

Μόνον η αρχή του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο ανήλικος κατά τον χρόνο εξετάσεως της αιτήσεως ασύλου έχει τη δυνατότητα να εξετάσει τον ανήλικο και να συνεκτιμήσει την αντίληψη του πρώτου ως προς τα συμφέροντά του ( 14 ). Κατά κανόνα το ως άνω κράτος μέλος είναι αυτό στο οποίο υποβλήθηκε η τελευταία αίτηση, μολονότι δεν πρέπει να αποκλειστούν και άλλες περιπτώσεις· για τον λόγο αυτό πρέπει να συνεκτιμώνται οι ιδιαιτερότητες κάθε περιπτώσεως, τις οποίες είναι σε θέση να γνωρίζει πλήρως μόνον το εκάστοτε αρμόδιο εθνικό δικαστήριο.

78.

Εν πάση περιπτώσει, είναι δυνατή η παρέκκλιση από την εφαρμογή του κανόνα που, κατά την πρότασή μου, καθιστά υπεύθυνο το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η τελευταία αίτηση, σε περίπτωση που τούτο επιτάσσει, εκ νέου, το μείζον συμφέρον του παιδιού. Μολονότι το άρθρο 6, πρώτη παράγραφος, του κανονισμού 343/2003 ορίζει ότι είναι δυνατές οι παρεκκλίσεις από την αρμοδιότητα του κράτους μέλους στο οποίο κατοικούν οι συγγενείς του ανηλίκου, εφόσον αυτό επιβάλλει το μείζον συμφέρον του, πρέπει επίσης να γίνονται δεκτές οι παρεκκλίσεις, σε περίπτωση συρροής πολλών αιτήσεων, από την ευθύνη του κράτους μέλους της τελευταίας αιτήσεως, εφόσον τούτο επιβάλλει το ως άνω συμφέρον. Επομένως, το κριτήριο της τελευταίας αιτήσεως δικαιολογείται καταρχήν μόνον στον βαθμό που εξυπηρετεί κατά τον καλύτερο τρόπο το μείζον συμφέρον του παιδιού, κατά συνέπεια αν, σε μια δεδομένη περίπτωση, η αρχή αυτή αποδεικνύεται απρόσφορη, το ίδιο το συμφέρον του ανηλίκου επιβάλλει την παρέκκλιση από αυτήν.

79.

Τέλος, προτείνω στο Δικαστήριο να δεχτεί, ως βασικό κανόνα δυνάμενο να συναχθεί από τη συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 6 του κανονισμού 343/2003 και του άρθρου 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, ότι, προκειμένου να προσδίδεται στο μείζον συμφέρον του παιδιού η πρωταρχική σημασία που πρέπει να του αποδίδεται εν πάση περιπτώσει, το υπεύθυνο κράτος μέλος για την εξέταση αιτήσεως ασύλου που υποβλήθηκε σε διάφορα κράτη μέλη είναι, καταρχήν, το κράτος στο οποίο υποβλήθηκε η τελευταία αίτηση.

VII – Πρόταση

80.

Βάσει των προεκτεθεισών εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα:

«Στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας, οσάκις ο αιτών άσυλο ο οποίος είναι ασυνόδευτος ανήλικος και του οποίου κανένα μέλος της οικογένειας δεν βρίσκεται νομίμως σε ορισμένο κράτος μέλος υπέβαλε αιτήσεις ασύλου σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, το υπεύθυνο να εξετάσει την αίτηση ασύλου κράτος μέλος πρέπει να είναι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, υπό το πρίσμα του μείζονος συμφέροντος του ανηλίκου, και εφόσον το εν λόγω συμφέρον δεν υπαγορεύει άλλη λύση, καταρχήν το κράτος στο οποίο υποβλήθηκε η τελευταία αίτηση.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.

( 2 ) Κανονισμός (ΕΚ) 343/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας (ΕΕ L 50 της 25.2.2003, σ. 1· στο εξής: κανονισμός Δουβλίνο ΙΙ ή κανονισμός). Σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, το οποίο είναι προσαρτημένο στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Ηνωμένο Βασίλειο γνωστοποίησε, με την από 30 Οκτωβρίου 2001 επιστολή του, την επιθυμία του να μετάσχει στη θέσπιση και την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

( 3 ) ΕΕ L 222, σ. 3.

( 4 ) Υπόθεση C-155/11 PPU, Συλλογή 2011, σ. Ι-5095.

( 5 ) Όπ.π. (σκέψη 21).

( 6 ) Το Δικαστήριο ασχολήθηκε με τη ρήτρα του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 στην απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, C-411/10 και C-493/10, NS (Συλλογή 2011, σ. Ι-13905, σκέψεις 65 έως 68). Επί της λεγόμενης «ανθρωπιστικής ρήτρας» του άρθρου 15 του ίδιου κανονισμού, η οποία συνιστά ουσιαστικώς παραλλαγή της προβλεπόμενης ρήτρας στο άρθρο 3, παράγραφος 2, το Δικαστήριο αποφάνθηκε στην απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2012, C-245/11, K (σκέψεις 27 έως 54).

( 7 ) Σκέψεις 75 έως 86 και 95 έως 108.

( 8 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 9 ) Η διατύπωση στερείται αμφισημίας και σε άλλες γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 6 του κανονισμού 343/2003: «[…] celui dans lequel le mineur a introduit sa demande d’asile»· «[…] that where the minor has lodged his or her application for asylum»· «[…] in dem der Minderjährige seinen Asylantrag gestellt hat […]»· «[…] in cui il minore ha presentato la domanda d’asilo»· «[…] em que o menor apresentou o seu pedido de asilo».

( 10 ) Σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής [COM(2008) 820] και νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (A6-0284/2009).

( 11 ) Μολονότι δεν μνημονεύονται ρητώς τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανηλίκου που προβλέπει το άρθρο 24 του Χάρτη, όπως κάνει ο κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 (ΕΕ L 338, σ. 1), μπορεί να ειπωθεί σε σχέση με τον κανονισμό 343/2003, όπως κρίθηκε στην απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2010, C-400/10 PPU, J. McB (Συλλογή 2010, σ. Ι-8965), σκέψη 60, ότι οι διατάξεις του «δεν πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο αντίθετο προς το εν λόγω θεμελιώδες δικαίωμα, ο σεβασμός του οποίου ταυτίζεται αναμφισβήτητα με το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού». Η γενική δήλωση σχετικά με τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνωρίζει ο Χάρτης έχει, συναφώς, την ίδια αξία με την ειδική μνεία συγκεκριμένου δικαιώματος.

( 12 ) Όπως τονίστηκε στις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη (ΕΕ C 303, της 14ης Δεκεμβρίου 2007, σ. 17), το άρθρο 24 του Χάρτη βασίζεται στη Σύμβαση της Νέας Υόρκης για τα δικαιώματα του παιδιού, η οποία υπεγράφη στις 20 Νοεμβρίου 1989 και έχει επικυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη, το άρθρο 3 της οποίας ορίζει ότι «[σ]ε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, είτε αυτές λαμβάνονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής προστασίας, είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νομοθετικά όργανα, πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού».

( 13 ) Το ίδιο το άρθρο 24 του Χάρτη προβλέπει στην παράγραφό του 1 ότι η εκφρασμένη κατά τρόπο ελεύθερο γνώμη των ανηλίκων «σχετικά με ζητήματα που τα αφορούν λαμβάνεται υπόψη σε συνάρτηση με την ηλικία και την ωριμότητα τους». Παρέπεμψα σε αυτό στις προτάσεις μου στην υπόθεση X (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, C-507/10, Συλλογή 2011, σ. Ι-14241, σκέψεις 46 έως 49), η οποία παραπέμπει στην απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C-491/10 PPU, Aguirre Zarraga (Συλλογή 2010, σ. Ι-14247, σκέψεις 64 έως 67).

( 14 ) Κατ’ εμέ, τούτο μπορεί να στηριχτεί στο άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 1560/2003, στον βαθμό που αυτό προβλέπει ότι πριν από την απόφαση να ανατεθεί η φροντίδα ασυνόδευτου ανηλίκου σε μέλος της οικογένειάς του άλλο από τον πατέρα, τη μητέρα ή τον νόμιμο κηδεμόνα του και κάτοικο άλλου κράτους μέλους πρέπει να λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα, ώστε οι αρχές του κράτους μέλους στο οποίο κατοικεί ο συγγενής«να μπορούν να αποφασίσουν, έχοντας πλήρη γνώση όλων των στοιχείων, σχετικά με την ικανότητα του (των) υπόψη ενηλίκου(-ων) να αναλάβουν τον ανήλικο υπό συνθήκες σύμφωνες προς το συμφέρον του».


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα

1. Στο πλαίσιο διαδικασίας προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους για την εξέταση των αιτήσεων ασύλου που υπέβαλαν τρεις πολίτες τρίτων χωρών οι οποίοι, πέραν του ότι είναι ανήλικοι, είναι ασυνόδευτοι και δεν έχουν συγγενείς νομίμως εγκατεστημένους στο έδαφος της Ένωσης, το Court of Appeal υπέβαλε στην κρίση του Δικαστηρίου ένα νέο ζήτημα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 6, δεύτερη παράγραφος, του κανονισμού Δουβλίνο II (2) .

2. Ειδικότερα, η εφαρμογή των κριτηρίων που θεσπίζει ο κανονισμός 343/2003 για τον προσδιορισμό του υπεύθυνου για την εξέταση αιτήσεως ασύλου κράτους μέλους μπορεί να συνεπάγεται την ταυτόχρονη ευθύνη περισσότερων του ενός κρατών, περίπτωση που, όπως αποδεικνύει η υπό κρίση υπόθεση, δεν μπορεί να επιλυθεί εύκολα βάσει του γράμματος των διατάξεων του ίδιου του κανονισμού, δεδομένου ότι θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η υπό κρίση περίπτωση δεν είχε προβλεφθεί.

3. Έχοντας επίγνωση των ερμηνευτικών δυσχερειών του υποβληθέντος ερωτήματος, τις οποίες ανέδειξαν κατά τρόπο εμφανή οι αντικρουόμενες θέσεις όσων παρέστησαν στη δίκη, προτείνω τη συστηματική ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 2, του Κανονισμού 343/2003, υπό το πρίσμα της πρωταρχικής σημασίας που πρέπει να δίνεται στο μείζον συμφέρον του παιδιού (άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο εξής: Χάρτης) και των σκοπών της σαφήνειας και της ταχύτητας που απαιτεί ο Κανονισμός κατά τον προσδιορισμό του υπεύθυνου για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου κράτους.

I – Νομικό πλαίσιο

Α – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

4. Δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, «[σ]ε όλες τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά, είτε επιχειρούνται από δημόσιες αρχές είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς, πρωταρχική σημασία πρέπει να δίνεται στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού».

Β – Κανονισμός 343/2003

5. Οι αιτιολογικές σκέψεις 3, 4 και 15 του κανονισμού Δουβλίνο II ορίζουν τα εξής:

«(3) Τα συμπεράσματα του Τάμπερε προσδιόρισαν [...] ότι το σύστημα θα πρέπει να περιλαμβάνει, σε μία βραχυχρόνια προοπτική, ένα σαφή και λειτουργικό καθορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεων ασύλου.

(4) Μια τέτοια μέθοδος θα πρέπει να θεμελιώνεται σε αντικειμενικά και δίκαια κριτήρια τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Θα πρέπει, ιδίως, να επιτρέπει τον ταχύ προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο προκειμένου να κατοχυρώνεται η πραγματική πρόσβαση στις διαδικασίες καθορισμού του καθεστώτος του πρόσφυγα και να μην διακυβεύεται ο στόχος της ταχύτητας κατά την εξέταση των αιτήσεων ασύλου.

[…]

(15)  Ο παρών κανονισμός τηρεί τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ιδίως, αποσκοπεί να εξασφαλίσει την πλήρη τήρηση του δικαιώματος ασύλου που διασφαλίζεται από το άρθρο 18 του εν λόγω Χάρτη.»

6. Κατά το άρθρο 1 του κανονισμού, «θεσπίζονται τα κριτήρια και οι μηχανισμοί για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας».

7. Το άρθρο 2 του κανονισμού περιλαμβάνει τους ακόλουθους ορισμούς για την εν λόγω δίκη, ορίζοντας ότι, για τους σκοπούς της οδηγίας, νοείται ως:

«(γ) “αίτηση ή αίτηση ασύλου”: η αίτηση την οποία υποβάλλει υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας από κράτος μέλος σύμφωνα με τη σύμβαση της Γενεύης. [...]

(δ) “αιτών” ή “αιτών άσυλο”: υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής που έχει υποβάλει αίτηση ασύλου επί της οποίας δεν έχει εκδοθεί ακόμη τελεσίδικη απόφαση·

[...]

(η) “ασυνόδευτος ανήλικος” : πρόσωπο ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ ετών που εισέρχεται στο έδαφος των κρατών μελών χωρίς να συνοδεύεται από ενήλικα ο οποίος έχει την ευθύνη του δυνάμει του νόμου ή του εθιμικού δικαίου και για όσο χρονικό διάστημα δεν τελεί πρακτικώς υπό την επιμέλεια αυτού· επίσης, ανήλικος που εγκαταλείπεται ασυνόδευτος μετά την είσοδό του στο έδαφος των κρατών μελών».

8. Κατά το γράμμα του άρθρου 3 του εν λόγω κανονισμού:

«1. Τα κράτη μέλη εξετάζουν κάθε αίτηση ασύλου που υποβάλλεται από υπήκοο τρίτης χώρας σε οποιοδήποτε από αυτά, είτε στα σύνορα είτε εντός του εδάφους του. Η αίτηση εξετάζεται από ένα μόνο κράτος μέλος, το οποίο είναι το οριζόμενο ως υπεύθυνο σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέρονται στο κεφάλαιο ΙΙΙ.

2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, κάθε κράτος μέλος δύναται να εξετάζει αίτηση ασύλου που έχει κατατεθεί από υπήκοο τρίτης χώρας, ακόμη και αν δεν είναι υπεύθυνο για την εξέταση δυνάμει των κριτηρίων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Στην περίπτωση αυτή, το εν λόγω κράτος μέλος καθίσταται το υπεύθυνο κράτος μέλος κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού και αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις που συνδέονται με αυτή την ευθύνη. Ενδεχομένως, ενημερώνει το κράτος μέλος που ήταν προηγουμένως υπεύθυνο, το κράτος μέλος που διεξάγει διαδικασία προσδιορισμού του υπευθύνου κράτους μέλους ή το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε αίτημα αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης του αιτούντος.

[…]»

9. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού, «[η] διαδικασία προσδιορισμού του υπευθύνου κράτους μέλους δυνάμει του παρόντος κανονισμού κινείται μόλις υποβληθεί για πρώτη φορά αίτηση ασύλου σε ένα κράτος μέλος».

10. Στο κεφάλαιο III (άρθρα 5 έως 14) του κανονισμού, υπό τον τίτλο «Ιεράρχηση των κριτηρίων», απαριθμούνται τα κριτήρια για τον προσδιορισμό του «υπεύθυνου κράτους μέλους» κατά την έννοια του προπαρατιθέμενου άρθρου 3, παράγραφος 1:

«Άρθρο 5:

1. Τα κριτήρια του παρόντος κεφαλαίου για τον προσδιορισμό του υπευθύνου κράτους μέλους εφαρμόζονται με τη σειρά με την οποία παρατίθενται στο παρόν κεφάλαιο.

2. Ο προσδιορισμός του υπευθύνου κράτους μέλους κατ’ εφαρμογή των κριτηρίων πραγματοποιείται βάσει της κατάστασης που υπήρχε τη στιγμή κατά την οποία ο αιτών άσυλο υπέβαλε την αίτησή του για πρώτη φορά σε ένα κράτος μέλος.

Άρθρο 6:

Εάν ο αιτών άσυλο είναι ασυνόδευτος ανήλικος, υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης είναι το κράτος μέλος στο οποίο ευρίσκεται νομίμως ένα μέλος της οικογένειάς του, εφόσον αυτό είναι προς το μείζον συμφέρον του ανηλίκου.

Εάν δεν υπάρχει μέλος της οικογένειας, υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης είναι το κράτος μέλος στο οποίο ο ανήλικος υπέβαλε την αίτηση ασύλου.

Άρθρο 13:

Όταν το κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης ασύλου δεν μπορεί να προσδιορισθεί στη βάση των κριτηρίων που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό, το πρώτο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση είναι υπεύθυνο για την εξέτασή της.»

11. Το κεφάλαιο IV του κανονισμού, υπό τον τίτλο «Ανθρωπιστική ρήτρα», περιλαμβάνει μια μόνο διάταξη, το άρθρο 15, η παράγραφος 3 του οποίου ορίζει το εξής:

«Στην περίπτωση που ο αιτών άσυλο είναι ασυνόδευτος ανήλικος ο οποίος έχει συγγενή(-είς) σε άλλο κράτος μέλος, που μπορούν να αναλάβουν τη φροντίδα του/της, τα κράτη μέλη επιδιώκουν την επανένωση του ανηλίκου με τον/τους συγγενή(-είς) του/της, εκτός εάν αυτό δεν είναι προς το μείζον συμφέρον του ανηλίκου.»

Γ – Κανονισμός 1560/2003 («εκτελεστικός κανονισμός»)

12. Ο κανονισμός (ΕΚ) 1560/2003 της Επιτροπής, της 2ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού 343/2003 (3), ορίζει, στο άρθρο του 12, τα εξής:

«1. Όταν η απόφαση να ανατεθεί η φροντίδα ασυνόδευτου ανηλίκου σε μέλος της οικογένειάς του άλλο από τον πατέρα, τη μητέρα ή τον νόμιμο κηδεμόνα του μπορεί να δημιουργήσει ιδιαίτερες δυσκολίες, ειδικότερα αν ο υπόψη ενήλικας διαμένει εκτός της δικαιοδοσίας του κράτους μέλους στο οποίο ο ανήλικος υπέβαλε το αίτημα χορήγησης ασύλου, διευκολύνεται η συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών, ειδικότερα των αρχών ή των δικαστικών υπηρεσιών που είναι επιφορτισμένες με την προστασία ανηλίκων, και λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα ώστε οι εν λόγω αρχές να μπορούν να αποφασίσουν, έχοντας πλήρη γνώση όλων των στοιχείων, σχετικά με την ικανότητα του (των) υπόψη ενηλίκου(-ων) να αναλάβουν τον ανήλικο υπό συνθήκες σύμφωνες προς το συμφέρον του.

Προς τον σκοπό αυτό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι δυνατότητες που προσφέρονται στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας για αστικές υποθέσεις.

2. Το γεγονός ότι η διάρκεια των διαδικασιών σχετικά με την ανάθεση ανηλίκου συνεπάγεται υπέρβαση των προθεσμιών που καθορίζονται στο άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 6, και στο άρθρο 19 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003 δεν αποτελεί οπωσδήποτε εμπόδιο στην συνέχιση της διαδικασίας προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους ή στην εκτέλεση της μεταγωγής.»

II – Πραγματικά περιστατικά

13. Οι τρεις συνεκδικασθείσες στην παρούσα δίκη υποθέσεις αφορούν τρεις ανηλίκους, δύο πολίτες Ερυθραίας (MA και BT) και έναν πολίτη Ιράκ (κουρδικής καταγωγής: DA).

14. Αφότου ζήτησαν όλοι άσυλο στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι βρετανικές αρχές διαπίστωσαν ότι και οι τρεις είχαν υποβάλει προηγουμένως αίτηση ασύλου σε άλλα κράτη μέλη, οι MA και BT στην Ιταλία και ο DA στις Κάτω Χώρες. Αρχικώς, και κατ’ εφαρμογή των προβλεπόμενων στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 343/2003, αποφασίσθηκε η μεταγωγή των ανηλίκων στα προαναφερθέντα κράτη μέλη αντιστοίχως.

15. Εντούτοις, πριν από την εκτέλεση της μεταγωγής (όσον αφορά τους MA και DA) και μετά την εκτέλεσή της (στην περίπτωση της BT), οι βρετανικές αρχές, κάνοντας χρήση της προβλεπόμενης στο άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 ευχέρειας, αποφάσισαν να εξετάσουν οι ίδιες τις αιτήσεις ασύλου. Συνεπεία τούτου, η BT, η οποία είχε ήδη μεταχθεί στην Ιταλία, μπόρεσε να επιστρέψει στο Ηνωμένο Βασίλειο.

16. Μολονότι προτάθηκε στους MA και BT να παραιτηθούν από τις προσφυγές που είχαν ασκήσει ενώπιον των βρετανικών δικαστηρίων κατά των αρχικών αποφάσεων μεταγωγής, αυτοί αρνήθηκαν να το κάνουν. Αντιθέτως, στον DA δεν φαίνεται να έγινε αντίστοιχη πρόταση.

17. Με διάταξη της 21ης Δεκεμβρίου 2010 το Administrative Court απέρριψε τα διάφορα ένδικα βοηθήματα των ανηλίκων κατά των αποφάσεων μεταγωγής, κρίνοντας ότι εφαρμοστέο στις υπό κρίση περιπτώσεις ήταν το άρθρο 6 του κανονισμού 343/2003.

18. Το Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division), επιληφθέν κατόπιν εφέσεως, αποφάσισε να υποβάλει το υπό κρίση προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο.

III – Προδικαστικό ερώτημα

19. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιλαμβάνει ένα ερώτημα, το οποίο έχει ως εξής:

«Βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας (ΕΕ L 50, σ. 1), ποιο είναι το υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου κράτος μέλος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 6, όταν ο αιτών άσυλο, ο οποίος είναι ασυνόδευτος ανήλικος και του οποίου κανένα μέλος της οικογένειας δεν βρίσκεται νομίμως σε ορισμένο κράτος μέλος, υπέβαλε αιτήσεις ασύλου σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη;»

20. Οι αμφιβολίες του Court of Appeal συνίστανται ουσιαστικά στο κατά πόσον «το μείζον συμφέρον του παιδιού» –το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού 343/2003, είναι καθοριστικής σημασίας, προκειμένου να προσδιοριστεί ως υπεύθυνο κράτος αυτό στο οποίο ευρίσκεται νομίμως ένα μέλος της οικογένειάς του– είναι το κριτήριο που πρέπει να εφαρμόζεται ακόμη και ελλείψει συγγενούς στο πρόσωπο του οποίου να συντρέχουν αυτές οι περιστάσεις. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, υπεύθυνο κράτος δεν είναι οπωσδήποτε το κράτος στο οποίο υπέβαλε ο ανήλικος την πρώτη αίτηση ασύλου. Εντούτοις, κατά το Court of Appeal, από το γράμμα της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 6 του κανονισμού 343/2003 θα μπορούσε να συναχθεί ότι στη δεύτερη περίπτωση το συμφέρον του ανηλίκου δεν ασκεί επιρροή.

21. Εν πάση περιπτώσει, τίθεται επιπλέον το ζήτημα αν το εν λόγω συμφέρον μπορεί προαιρετικώς να λαμβάνεται υπόψη, δεδομένου ότι κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 οποιοδήποτε κράτος μέλος μπορεί να εξετάζει αίτηση ασύλου υποβληθείσα από πολίτη τρίτης χώρας, ακόμη και όταν δεν απόκειται σε αυτό να την εξετάσει βάσει των κριτηρίων που θεσπίζει ο ίδιος ο κανονισμός. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το συμφέρον του ανηλίκου θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το κριτήριο βάσει του οποίου το συγκεκριμένο κράτος θα επιληφθεί της αιτήσεως.

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

22. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 19 Δεκεμβρίου 2011.

23. Με διάταξη της 7ης Φεβρουαρίου 2012 απορρίφθηκε η αίτηση εφαρμογής της ταχείας διαδικασίας.

24. Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν οι προσφεύγοντες στην κύρια δίκη, το Advise on Individual Rights in Europe (στο εξής: AIRE Centre) ως παρεμβαίνον στην κύρια δίκη, η Βελγική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Τσεχική, η Ελληνική, η Ουγγρική, η Ολλανδική, η Σουηδική και η Ελβετική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή.

25. Στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 5ης Νοεμβρίου 2012, παρέστησαν, υποβάλλοντας προφορικώς τις παρατηρήσεις τους, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, το AIRE Centre, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Ολλανδική και η Σουηδική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή.

V – Επιχειρήματα

26. Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει, καταρχάς, ότι το υποβληθέν ερώτημα δεν σχετίζεται με την υπόθεση της κύριας δίκης, δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δέχτηκε τελικώς να εξετάσει τις αιτήσεις ασύλου, συνεπώς οι αμφιβολίες του Court of Appeal έχουν απλώς ακαδημαϊκό και θεωρητικό χαρακτήρα.

27. Όσον αφορά την ουσία της υποθέσεως, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, το AIRE Centre, η Ελληνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή συμμερίζονται τη θέση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο II έχει την έννοια ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υποθέσεως, το υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου κράτος μέλος είναι αυτό στο οποίο υποβλήθηκε η τελευταία αίτηση, ήτοι, το κράτος στο οποίο ευρίσκεται ο ανήλικος, εφόσον βέβαια τούτο συνάδει με το μείζον συμφέρον του.

28. Η ερμηνεία αυτή ερείδεται, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, αναλόγως της εκάστοτε περιπτώσεως, σε διάφορους λόγους, οι οποίοι θα μπορούσαν να συστηματοποιηθούν κατά τον ακόλουθο τρόπο.

29. Πρώτον, κατά τη γνώμη των προαναφερθέντων παρισταμένων στη δίκη, από το ιστορικό θεσπίσεως και την όλη οικονομία του κανονισμού Δουβλίνο II συνάγεται ότι ο νομοθέτης θέλησε να υποβάλει τους ανηλίκους σε διαφορετική μεταχείριση από τους ενηλίκους, και δεν ασκεί συναφώς επιρροή η περίσταση ότι η αρχή του συμφέροντος του ανηλίκου αναφέρεται μόνο στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 6, καθότι το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη υποχρεώνει τα κράτη μέλη να τηρούν την αρχή αυτή σε κάθε περίπτωση.

30. Κατά δεύτερον, ισχυρίζονται ότι ο σκοπός της πραγματικής προσβάσεως στη δικαιοσύνη και της προστασίας των ανηλίκων πρέπει να προκρίνεται έναντι του σκοπού της προλήψεως της ταυτόχρονης υποβολής πλειόνων αιτήσεων. Συμπέρασμα που, κατά τη γνώμη τους, ενισχύεται από το γεγονός ότι οι ασυνόδευτοι ανήλικοι κατέχουν την πρώτη θέση στην ιεράρχηση των κριτηρίων που θεσπίζουν τα άρθρα 6 έως 13 του κανονισμού.

31. Αφετέρου, κατά την άποψή τους, προκειμένου να μην καταστεί το άρθρο 6, παράγραφος 2, άνευ αντικειμένου, είναι αναγκαίο η ερμηνεία του να προσθέτει ένα «συν» σε σχέση με τον γενικό κανόνα του άρθρου 13.

32. Τέλος, υποστηρίζουν ότι τόσο από το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 2, όσο και από την όλη οικονομία του κανονισμού προκύπτει ότι ο όρος «υπέβαλε» έχει την έννοια «υπέβαλε τελικώς» και όχι την έννοια «υπέβαλε για πρώτη φορά» και προσδίδουν έμφαση στο γεγονός ότι, στις περιπτώσεις που ο νομοθέτης θέλησε να αναφερθεί στην πρώτη αίτηση, το έκανε ρητώς, όπως συνέβη στην περίπτωση του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού.

33. Αφετέρου, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Τσεχική, η Ουγγρική, η Ολλανδική, η Σουηδική και η Ελβετική Κυβέρνηση, καθώς και, επικουρικώς, η Βελγική Κυβέρνηση, θεωρούν ότι υπεύθυνο κράτος μέλος είναι αυτό στο οποίο υποβλήθηκε η πρώτη αίτηση ασύλου.

34. Τα ως άνω κράτη μέλη επικαλέστηκαν επίσης διάφορους λόγους, οι οποίοι είναι δυνατό να συνοψιστούν ως εξής.

35. Αφενός, επισημαίνουν ότι, δεδομένης της σημασίας που προσδίδει ο κανονισμός στο κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται η πρώτη αίτηση, ο νομοθέτης θα είχε προσδιορίσει κατά τρόπο ειδικό όλες τις περιπτώσεις στις οποίες η κρίσιμη αίτηση θα ήταν η πλέον πρόσφατη.

36. Αφετέρου, υποστηρίζουν ότι η συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 5 και 6 του κανονισμού επιβεβαιώνει ότι αμφότερες οι διατάξεις αφορούν μόνον την πρώτη αίτηση ασύλου. Επιπλέον, στον βαθμό που ο κανονισμός επιβάλλει, όπως προκύπτει από τα άρθρα του 3, παράγραφος 1, και 4, παράγραφος 1, τον προσδιορισμό ενός και μόνον υπεύθυνου κράτους, η κίνηση της διαδικασίας από την υποβολή της πρώτης αιτήσεως δύσκολα συμβιβάζεται με τη θέση ότι μεταγενεστέρως υποβληθείσα αίτηση υπερισχύει της πρώτης.

37. Τέλος, κατά τα εν λόγω κράτη, κανένα έρεισμα δεν βρίσκει στον κανονισμό η άποψη ότι ο νομοθέτης θέλησε να εισαγάγει, πέραν της προβλεπόμενης ρητώς στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 6 εξαιρέσεως, μια εξαίρεση από το γενικώς ισχύον για όλους τους ασυνόδευτους ανηλίκους καθεστώς. Η προστασία που παρέχεται στους μνημονευόμενους στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 6 ανηλίκους εισάγει μια εξαίρεση από την υπολανθάνουσα στα άρθρα 7 έως 14 του κανονισμού αρχή, κατά την οποία υπεύθυνο κράτος μέλος είναι εκείνο που υπήρξε καθοριστικό για την προσπάθεια του αιτούντος, προκειμένου να μπορέσει ο αιτών να αποκτήσει πρόσβαση στο έδαφος της Ένωσης.

38. Ως εκ τούτου, οι προαναφερθείσες κυβερνήσεις συμφωνούν ότι η ερμηνεία που εισηγούνται διευκολύνει, προς το συμφέρον τόσο των ανηλίκων όσο και των κρατών, την επίτευξη του σκοπού του «σαφούς και λειτουργικού καθορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεων ασύλου» και «του δυνατού, ειδικότερα, του ταχύ προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους, προκειμένου να κατοχυρώνεται η πραγματική πρόσβαση στις διαδικασίες καθορισμού του καθεστώτος του πρόσφυγα και να μην διακυβεύεται ο στόχος της ταχύτητας κατά την εξέταση των αιτήσεων ασύλου». Αντιθέτως, αν το αποφασιστικό κριτήριο ήταν ο τόπος υποβολής της τελευταίας αιτήσεως, θα ήταν αδύνατο να καθοριστεί κατά τρόπο αντικειμενικό και ομοιόμορφο ένα μόνον υπεύθυνο κράτος μέλος, θα ευνοούνταν ένα είδος «forum shopping» και τούτο θα ενθάρρυνε τους ασυνόδευτους ανηλίκους να μετακινούνται μεταξύ των κρατών μελών υποβάλλοντας διαδοχικές αιτήσεις.

39. Τέλος, η Βελγική, η Τσεχική, η Ουγγρική, η Σουηδική και η Ελβετική Κυβέρνηση επισημαίνουν ότι, χωρίς να αλλοιωθεί η έννοια του άρθρου 6 του κανονισμού, τα κράτη μέλη μπορούν να κάνουν χρήση της ρήτρας του άρθρου 3, παράγραφος 2, η εφαρμογή της οποίας μπορεί να καθίσταται υποχρεωτική σε συγκεκριμένες περιστάσεις.

VI – Νομική εκτίμηση

Α – Όσον αφορά το παραδεκτό του προδικαστικού ερωτήματος

40. Όπως μόλις επισήμανα, η Βελγική Κυβέρνηση προτείνει ένσταση απαραδέκτου του εν λόγω ερωτήματος, καθότι το θεωρεί υποθετικό, δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο έχει αποδεχτεί ήδη την ιδιότητά του ως υπεύθυνο κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003. Η εξέταση του κατά πόσον ήταν ή όχι υποχρεωμένο να αποδεχτεί την ιδιότητα αυτή κατά το άρθρο 6 του ίδιου κανονισμού είναι, κατά τη Βελγική Κυβέρνηση, ζήτημα ακαδημαϊκού ή θεωρητικού χαρακτήρα, και δεν ασκεί επιρροή στην επίλυση της ενώπιον του Court of Appeal διαφοράς, ως προς την οποία έχει συναφώς σημασία αποκλειστικώς το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο αποδέχτηκε την ιδιότητα του υπεύθυνου κράτους μέλους, την οποία είχε αρνηθεί αρχικώς.

41. Κατ’ εμέ, το ερώτημα είναι παραδεκτό.

42. Ασφαλώς, οι αρχικές αποφάσεις περί μεταγωγής που εξέδωσε η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 343/2003 κατέστησαν ανενεργές μετά την έκδοση των νέων αποφάσεων που εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού. Κατά συνέπεια, το Ηνωμένο Βασίλειο αποδέχτηκε την ιδιότητα του υπεύθυνου κράτους μέλους προς τον σκοπό εφαρμογής του κανονισμού 343/2003, αναλαμβάνοντας το ίδιο τις σχετικές με την εν λόγω αρμοδιότητα υποχρεώσεις.

43. Τούτο σημαίνει ότι στην πράξη προέκυψε το ίδιο αποτέλεσμα με αυτό στο οποίο θα είχε οδηγήσει η εφαρμογή του κανονισμού 343/2003 αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, είχε ερμηνευτεί κατά τρόπο διαφορετικό από τον υποστηριζόμενο από την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου στην εν λόγω δίκη και του οποίου η συμφωνία με το δίκαιο της Ένωσης αποτελεί αντικείμενο του υπό κρίση ερωτήματος. Εν ολίγοις, το αποτέλεσμα που προέκυψε στην υπόθεση αυτή ήταν η συνέπεια μιας αποφάσεως, η οποία εκδόθηκε ελεύθερα και κατ’ ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας, στον βαθμό που βασίσθηκε στη δυνατότητα που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003, αλλά η οποία θα είχε εκδοθεί κατά δεσμία αρμοδιότητα αν είχε βασισθεί στο άρθρο 6 του ίδιου κανονισμού.

44. Το ερώτημα που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας δίκης συνίσταται ακριβώς στο κατά πόσον το δίκαιο της Ένωσης επιτάσσει ο κανονισμός 343/2003 να ερμηνευτεί κατά τρόπο ώστε να προκύπτει ότι η απόφαση που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο δεν εκδόθηκε στο πλαίσιο διακριτικής ευχέρειας αλλά κατά δέσμια αρμοδιότητα. Το γεγονός ότι στην υπό κρίση υπόθεση η λύση που επελέγη ήταν η ίδια με αυτή που θα είχε υιοθετηθεί αν γινόταν δεκτό ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορούσε να προκρίνει διαφορετική λύση δεν καθιστά άνευ ενδιαφέροντος το υπό κρίση ερώτημα, καθότι αντικείμενό του είναι ακριβώς η νομική διόρθωση της βάσεως που επελέγη για τις αποφάσεις των βρετανικών αρχών, ανεξαρτήτως των πρακτικών ή ουσιαστικών συνεπειών τους.

45. Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο κατέστη τελικώς το αρμόδιο κράτος υπό την έννοια του κανονισμού 343/2003 δεν σημαίνει ότι το υποβληθέν από το αιτούν δικαστήριο ερώτημα παρουσιάζει ενδιαφέρον αποκλειστικώς θεωρητικό ή ακαδημαϊκό, καθότι ενώπιον του Court of Appeal εκκρεμούν ακόμη οι προσφυγές κατά των κυβερνητικών αποφάσεων, με τις οποίες είχε απορριφθεί αρχικώς η αρμοδιότητα του Ηνωμένου Βασιλείου να εξετάσει τις επίμαχες αιτήσεις ασύλου. Ανεξαρτήτως του ότι τυχόν αποδοχή των εν λόγω προσφυγών δεν θα επηρέαζε αρνητικώς τα αποτελέσματα των αποφάσεων που εκδόθηκαν μεταγενεστέρως δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού, εξακολουθεί να είναι αναγκαία η εξέταση του ζητήματος της νομιμότητας των πρώτων αποφάσεων, προκειμένου να εκδοθεί απόφαση όσον αφορά το αποζημιωτικό αίτημα του ενός από τους ανηλίκους –και συγκεκριμένα του ανηλίκου που μετήχθη στην Ιταλία (BT)– για την αποκατάσταση των ζημιών που υπέστη εξαιτίας της εν λόγω μεταγωγής.

46. Στον βαθμό που δεν έχει αποσυρθεί μέχρι στιγμής το αποζημιωτικό αίτημα, όπως ισχυρίζεται το Court of Appeal, δεν πρόκειται περί ενδεχόμενου ή υποθετικού ερωτήματος, όπως συνέβη στην περίπτωση της διατάξεως της 10ης Ιουνίου 2011, Mohamad Imran (4), αλλά περί «αυτονόητης ανάγκης αποτελεσματικής επιλύσεως μιας ένδικης διαφοράς» (5) .

Β – Όσον αφορά την ουσία της διαφοράς

47. Το Court of Appeal ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει ποιο είναι, κατά το άρθρο 6, δεύτερη παράγραφος, του κανονισμού 343/2003, το υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως κράτος μέλος, σε περίπτωση που έχουν υποβληθεί διαδοχικές αιτήσεις ασύλου και ο αιτών είναι ασυνόδευτος ανήλικος, πολίτης τρίτης χώρας, κανένα δε από τα μέλη της οικογένειάς του δεν διαμένει νομίμως σε κράτος μέλος.

48. Ειδικότερα, στις εκκρεμείς ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου υποθέσεις, καθένας από τους τρεις εμπλεκόμενους ανηλίκους είχε υποβάλει διαδοχικώς δύο αιτήσεις ασύλου: η πρώτη αίτηση υποβλήθηκε σε κράτος μέλος διαφορετικό του Ηνωμένου Βασιλείου και ακολούθησε δεύτερη στο Ηνωμένο Βασίλειο.

49. Δεδομένου ότι το ερώτημα διατυπώθηκε κατά τον τρόπο αυτό, είναι σκόπιμο να ληφθεί ως βάση το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 343/2003, στο οποίο γίνονται δύο βασικές δηλώσεις. Αφενός, ορίζεται ότι την αίτηση ασύλου «εξετάζει ένα μόνο κράτος μέλος». Αφετέρου, προβλέπεται ότι το κράτος μέλος «είναι το οριζόμενο ως υπεύθυνο σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέρονται στο κεφάλαιο ΙΙΙ [του εν λόγω κανονισμού]». Τούτο σημαίνει ότι το υπό κρίση ζήτημα έγκειται συγκεκριμένα στον προσδιορισμό του υπεύθυνου να εξετάσει την αίτηση ασύλου κράτους μέλους, προτού εξετασθεί το περιεχόμενο της αιτήσεως.

50. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η παράγραφος 2 του άρθρου 3 του κανονισμού 343/2003 εισάγει μια σημαντική παρέκκλιση από την παράγραφο 1, ως προς την οποία το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να αποφανθεί, και η οποία, όπως είδαμε, εφαρμόστηκε στις υποθέσεις της κύριας δίκης. Ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, το άρθρο 3, παράγραφος 1, τυγχάνει εφαρμογής μόνον αν το κράτος μέλος ενώπιον του οποίου υποβλήθηκε η αίτηση ασύλου δεν έκανε χρήση της λεγόμενης «ρήτρας κυριαρχίας» του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003, κατά το οποίο «κάθε κράτος μέλος δύναται να εξετάζει αίτηση ασύλου που έχει κατατεθεί από υπήκοο τρίτης χώρας, ακόμη και αν δεν είναι υπεύθυνο για την εξέταση δυνάμει των κριτηρίων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό» (6) .

51. Κατά την εν λόγω διάταξη, λόγω της ασκήσεως κυριαρχικής εξουσίας το κράτος καθίσταται «το υπεύθυνο κράτος μέλος υπό την έννοια του παρόντος κανονισμού», αναλαμβάνοντας τις «υποχρεώσεις που συνδέονται με αυτή την ευθύνη». Και τούτο ακόμη και αν υπάρχει «προηγουμένως υπεύθυνο κράτος μέλος» ή κράτος μέλος «που διεξάγει διαδικασία προσδιορισμού του υπευθύνου κράτους μέλους» ή, τέλος, «το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε αίτημα αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης του αιτούντος». Έναντι των συγκεκριμένων κρατών μελών, εκείνο που καθίσταται το υπεύθυνο κράτος μέλος δυνάμει της «ρήτρας κυριαρχίας» δεν υπέχει άλλη υποχρέωση πέραν του να ενημερώσει σχετικά με την απόφασή του, ληφθείσα prima facie βάσει διακριτικής ευχέρειας, έστω και αν, όπως είναι γνωστό, η νομολογία που καθιερώθηκε με την προπαρατεθείσα απόφαση NS (7) εισήγαγε μια αρχή που περιορίζει την ελευθερία των κρατών μελών οσάκις υφίσταται σοβαρός κίνδυνος συστηματικής προσβολής θεμελιωδών δικαιωμάτων σε ορισμένες περιπτώσεις, πράγμα που, ωστόσο, δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

52. Εντούτοις, επιβάλλεται εξαρχής η επισήμανση ότι το σχετικό με το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 ερμηνευτικό πρόβλημα δεν μπορεί, κατ’ εμέ, να θεωρηθεί ότι ανάγεται απλώς ή ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 2, του ίδιου Κανονισμού, κατά την έννοια της προπαρατεθείσας αποφάσεως NS. Εν προκειμένω, δεν πρόκειται περί περιπτώσεως σχεδόν βέβαιου κινδύνου συστηματικής προσβολής θεμελιωδών δικαιωμάτων συνεπεία της μεταγωγής του ενδιαφερομένου, αλλά, κατά τρόπο πολύ γενικότερο, περί του κεντρικού ερμηνευτικού ζητήματος του άρθρου 6, ήτοι του κανόνα που διέπει τον προσδιορισμό του κράτους μέλους το οποίο πρέπει να εξετάσει την αίτηση ασύλου ανηλίκου.

53. Εξάλλου, και εν είδει ασφαλιστικής δικλείδας, προβλέπεται ότι σε περίπτωση που δεν είναι δυνατό να καθοριστεί το υπεύθυνο κράτος μέλος «βάσει των κριτηρίων που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό […], υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης είναι το πρώτο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση ασύλου» (άρθρο 13 του κανονισμού 343/2003).

54. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το σύστημα του κανονισμού είναι δομημένο μεταξύ δύο άκρων, αφενός, της «ρήτρας κυριαρχίας», και, αφετέρου, μιας επικουρικής ρήτρας. Ανάμεσα στα δύο άκρα υπάρχει ένα ευρύ φάσμα πιθανών λύσεων, η επιλογή μεταξύ των οποίων γίνεται βάσει των προβλεπόμενων ειδικώς στο κεφάλαιο III του ίδιου Κανονισμού κριτηρίων.

55. Επιβάλλεται η επισήμανση ότι, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού, τέτοιου είδους κριτήρια πρέπει να εφαρμόζονται βάσει της σειράς κατά την οποία εμφαίνονται στο κεφάλαιο III, όπως ορίζει ρητώς ο τίτλος του («ιεράρχηση των κριτηρίων»).

56. Αφετέρου, τα επίμαχα « κριτήρια » πρέπει να εφαρμόζονται «βάσει της καταστάσεως που υπήρχε τη στιγμή κατά την οποία ο αιτών άσυλο υπέβαλε την αίτησή του για πρώτη φορά σε κράτος μέλος» (άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού) (8) . Η πρώτη αίτηση ασύλου είναι, συνεπώς, καθοριστική, προκειμένου να εντοπιστεί η κρίσιμη για την εφαρμογή των κριτηρίων του κανονισμού κατάσταση και όχι προκειμένου να οριστεί ως υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως το πρώτο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση. Η διάταξη αυτή θέτει απλώς και μόνον τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρέπει να εφαρμόζονται τα κριτήρια του κεφαλαίου III και δεν προδικάζει το αποτέλεσμα στο οποίο θα οδηγήσει η εφαρμογή τους.

57. Το πρώτο από τα «κριτήρια» που θεσπίζει το κεφάλαιο III είναι το προβλεπόμενο στο άρθρο 6, το οποίο αφορά στην πραγματικότητα μια συγκεκριμένη περίπτωση, ήτοι, απλώς, την περίπτωση κατά την οποία ο αιτών είναι ασυνόδευτος ανήλικος. Το εφαρμοστέο στην εν λόγω περίπτωση κριτήριο, με το οποίο θα ασχοληθώ ακολούθως, πρέπει να είναι και το πρώτο που θα εφαρμοστεί, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5, παράγραφος 1, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα.

58. Πρέπει να τονιστεί, καταρχάς, ότι, δεδομένου ότι πρόκειται για τη μοναδική διάταξη που αφορά ειδικώς ασυνόδευτους ανηλίκους, φρονώ ότι στο άρθρο 6 πρέπει να αναζητηθούν και τα μοναδικά κριτήρια που τυγχάνουν εφαρμογής κατά τον προσδιορισμό του υπεύθυνου για την εξέταση της αιτήσεως ασυνόδευτων ανηλίκων κράτους μέλους. Ειδικότερα, τα κριτήρια που θεσπίζουν τα λοιπά άρθρα του κεφαλαίου III αφορούν πραγματικές και νομικές καταστάσεις στις οποίες μπορεί να βρεθεί οποιοσδήποτε αιτών άσυλο. Επομένως, και ανήλικοι αιτούντες. Εντούτοις, μολονότι για τους ασυνόδευτους ανηλίκους θεσπίζεται ειδικό κριτήριο στο άρθρο 6, θεωρώ ότι, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι είναι δυνατό και οι εν λόγω ανήλικοι να βρεθούν στην κατάσταση που περιγράφεται σε άλλες διατάξεις, η μοναδική κατάσταση που ενδιαφέρει συναφώς είναι ακριβώς η ιδιότητά τους ως «ασυνόδευτοι ανήλικοι». Όπως επισήμανε ήδη στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση ο πληρεξούσιος των προσφευγόντων στην κύρια δίκη, το άρθρο 6 του κανονισμού συνιστά ένα είδος «ειδικού κώδικα» για ασυνόδευτους ανηλίκους, στον οποίο πρέπει να αναζητούνται οι απαντήσεις σχετικά με όλες τις καταστάσεις στις οποίες αυτοί μπορούν να βρεθούν.

59. Μεγάλο μέρος της μεταξύ των παρισταμένων στην εν λόγω δίκη συζητήσεως επικεντρώθηκε στο ζήτημα αν η αίτηση που προβλέπει η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 6 είναι η πρώτη ή η τελευταία από τις αιτήσεις που ενδέχεται να υποβάλει ένας ασυνόδευτος ανήλικος. Κατ’ εμέ, όμως, στη διάταξη αυτή χρησιμοποιείται ο ενικός αριθμός του όρου «αίτηση», χωρίς να διευκρινίζεται ή να προβλέπεται, με οποιονδήποτε τρόπο, η περίπτωση της υποβολής πλέον της μιας αιτήσεως. Τούτο συνάγεται τόσο από το γράμμα της διατάξεως («[…] υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης είναι το κράτος μέλος στο οποίο ο ανήλικος υπέβαλε την αίτηση ασύλου») (9) όσο και από την όλη οικονομία της.

60. Ειδικότερα, το άρθρο 6 προβλέπει, καταρχήν, την απλούστερη κατάσταση: ασυνόδευτος ανήλικος υποβάλλει αίτηση ασύλου σε κράτος μέλος. Το εν λόγω κράτος μέλος πρέπει, κατ’ εφαρμογή του κανονισμού 343/2003, να προσδιορίσει ποιο είναι το υπεύθυνο κράτος μέλος για την εξέταση της συγκεκριμένης αιτήσεως. Πέραν της ενδεχόμενης εφαρμογής της «ρήτρας κυριαρχίας» (άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού), το κράτος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση πρέπει να εξετάσει αν συγγενείς του ανηλίκου διαμένουν νομίμως σε κάποιο κράτος μέλος. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως κράτος μέλος είναι, κατ’ εφαρμογή της πρώτης παραγράφου του άρθρου 6, αυτό στο οποίο κατοικεί ο συγγενής του ανηλίκου αιτούντος, έστω και αν προς την πρόβλεψη αυτή συναρτάται μια σημαντική επιφύλαξη, η οποία συνίσταται στο ότι τούτο πρέπει να είναι πάντοτε «προς το μείζον συμφέρον [του]». Σε διαφορετική περίπτωση, ήτοι, αν δεν αποδειχτεί ότι κάποιος συγγενής του ανηλίκου διαμένει νομίμως στο κράτος μέλος, υπεύθυνο κράτος μέλος είναι το κράτος στο οποίο ο ανήλικος «υπέβαλε [την αίτηση]»· ήτοι, το ίδιο το κράτος μέλος είναι αυτό που προσδιορίζει το υπεύθυνο κράτος μέλος, την επέμβαση του οποίου επιβάλλει, κατά συνέπεια, η συγκεκριμένη ρήτρα διασφαλίσεως.

61. Επομένως, κατά τον βασικό κανόνα, εφόσον δεν αντιτάσσεται προς το συμφέρον του παιδιού, η ευθύνη για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου αντιστοιχεί στο κράτος μέλος στο οποίο κατοικούν νομίμως οι συγγενείς του ασυνόδευτου ανηλίκου. Επικουρικώς –είτε επειδή ο ανήλικος δεν έχει συγγενείς σε άλλα κράτη μέλη είτε επειδή, μολονότι έχει συγγενείς, δεν είναι προς το συμφέρον του να οριστεί ως υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου κράτος μέλος το κράτος στο οποίο αυτοί κατοικούν– η αίτησή του πρέπει να εξετασθεί από το κράτος μέλος στο οποίο αυτή υποβλήθηκε.

62. Στο πλαίσιο του εν λόγω συστήματος ισχύει ένας βασικός κανόνας (αρμοδιότητα του κράτους μέλους της κατοικίας των μελών της οικογένειας) επιδεκτικός εξαιρέσεως (η οποία βασίζεται στο συμφέρον του παιδιού), και σε περίπτωση μη εφαρμογής του εφαρμόζεται μια επικουρική ρύθμιση (αρμοδιότητα του κράτους μέλους στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση).

63. Η κατάσταση είναι, προφανώς, πολύ διαφορετική, σε περίπτωση που, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, ο ασυνόδευτος ανήλικος υπέβαλε διαδοχικές αιτήσεις σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη. Στην περίπτωση αυτή, το γεγονός ότι μέλη της οικογένειας του ανηλίκου ευρίσκονται σε άλλο (ή άλλα) κράτος(-η) μέλος(-η) μπορεί να καταστήσει δυνατή την επιλογή μεταξύ των διάφορων εναλλακτικών δυνατοτήτων, καθιστώντας υπεύθυνο έναν από αυτά τα κράτη, πάντοτε αναλόγως του συμφέροντος του ανηλίκου και αν το συμφέρον αυτό δεν αποκλείει ακριβώς τη συγκεκριμένη λύση. Τόσο, όμως, στην περίπτωση που το συμφέρον του ανηλίκου αποκλείει την αρμοδιότητα του κράτους μέλους στο οποίο κατοικούν οι συγγενείς του, όπως και στην περίπτωση που απλώς δεν έχει συγγενείς στο έδαφος της Ένωσης, τίθεται το ζήτημα που μας απασχολεί, ήτοι το να προσδιοριστεί ποιο από τα κράτη στα οποία έχει υποβληθεί αίτηση ασύλου είναι το υπεύθυνο να την εξετάσει. Σε τελική ανάλυση, το ζήτημα που τίθεται είναι ποιο κράτος μέλος πρέπει να αποφασίσει ποιο πρέπει να είναι το κράτος μέλος που θα εξετάσει την αίτηση ασύλου.

64. Βάσει των προεκτεθέντων, από την ερμηνεία του κανονισμού υπό το πρίσμα των αρχών του Χάρτη συνάγεται το συμπέρασμα ότι το κριτήριο του μείζονος συμφέροντος του παιδιού δεν είναι σημαντικό απλώς, προκειμένου να κριθεί αν, σε περίπτωση που έχει υποβληθεί μια μόνο αίτηση ασύλου, υπεύθυνο κράτος μέλος πρέπει να είναι το κράτος στο οποίο κατοικεί νομίμως συγγενής του ανηλίκου ή το κράτος που πρέπει να ορίσει ποιο κράτος μέλος είναι το υπεύθυνο, επειδή του έχει υποβληθεί η εν λόγω αίτηση. Για τους λόγους που θα εκθέσω στη συνέχεια, το συμφέρον του παιδιού πρέπει επίσης να έχει καθοριστική σημασία κατά τον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους μεταξύ των κρατών στα οποία έχει υποβληθεί αίτηση ασύλου.

65. Το γράμμα του άρθρου 6 του κανονισμού 343/2003 δεν προβλέπει την περίπτωση που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση δίκης. Όπως προελέχθη, η διάταξη εκκινεί από την παραδοχή ότι υποβλήθηκε μία μόνον αίτηση ασύλου. Φρονώ ότι, υπό αυτές τις περιστάσεις, η συζήτηση σχετικά με το αν από το ίδιο το γράμμα της διατάξεως μπορεί να συναχθεί αν πρόκειται για την πρώτη ή την τελευταία αίτηση μπορεί να συνεχιστεί επ’ αόριστον.

66. Υπό αυτές τις συνθήκες, πρέπει να επιχειρηθεί, κατ’ εμέ, μια συστηματική ερμηνεία του άρθρου 6, στο πλαίσιο της οποίας πρέπει η όλη οικονομία του κανονισμού 343/2003 να νοηθεί υπό το πρίσμα των αρχών που απορρέουν, συγκεκριμένα, από τον Χάρτη, έτσι ώστε να απεικονισθεί ρητώς το μείζον συμφέρον του τέκνου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο του 24, παράγραφος 2.

67. Υπό την έννοια αυτή, βάση της ερμηνείας του κανονισμού 343/2003 πρέπει να αποτελεί το μείζον συμφέρον του παιδιού, το οποίο διαπνέει ολόκληρο τον κανονισμό, και, κατά συνέπεια, στην περίπτωση συρρεουσών αιτήσεων ασύλου πρέπει καταρχήν να προκρίνεται η υποβληθείσα στο τελευταίο κράτος, καθώς κατά τεκμήριο εκεί αντικατοπτρίζεται καλύτερα το συμφέρον του παιδιού.

68. Πριν συνεχίσω, σκόπιμο είναι να αποφευχθεί μια παρανόηση. Από την τρέχουσα διαδικασία τροποποιήσεως του κανονισμού 343/2003 προκύπτει ότι, μέχρι στιγμής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν θέλησε να μνημονεύσει ρητώς την τελευταία αίτηση (10), με αποτέλεσμα ορισμένοι εκ των παρισταμένων στη δίκη αυτή να έχουν σχηματίσει την εντύπωση ότι ως προς το σημείο αυτό το σύστημα δεν πρέπει να αλλάξει και, επομένως, ότι το σύστημα δεν προσδίδει συναφώς σημασία στην τελευταία αίτηση. Δεν θεωρώ, ωστόσο, ότι πρέπει να αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην περίσταση αυτή.

69. Επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της σαφήνειας και της ταχύτητας όσον αφορά τον καθορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους, θεωρώ, πιο συγκεκριμένα, ότι η επίμαχη αρμοδιότητα πρέπει να αναγνωρίζεται στο κράτος μέλος που βρίσκεται στην καταλληλότερη θέση, προκειμένου να αξιολογήσει το συμφέρον του παιδιού, πράγμα που σημαίνει, όπως θα επεξηγήσω ακολούθως, ότι, υπεύθυνο κράτος μέλος πρέπει να είναι αυτό στο οποίο βρίσκεται ο ανήλικος, το οποίο είναι κατά κανόνα το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η τελευταία αίτηση ασύλου. Δεδομένου ότι η εν λόγω αναγνώριση αρμοδιότητας δεν βασίζεται ευθέως στο κριτήριο της τελευταίας αιτήσεως αλλά στο κριτήριο του συμφέροντος του ανηλίκου (το οποίο εμμέσως οδηγεί, έστω και αναπόφευκτα, στην τελευταία αίτηση), η πρότασή μου συνάδει με την ιδέα ότι δεν είναι σκόπιμο το άρθρο 6 να παραπέμπει άνευ όρων στο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η τελευταία αίτηση ασύλου.

70. Συνεχίζοντας την ανάλυσή μου, υπενθυμίζω, καταρχάς, ότι ο ίδιος ο κανονισμός 343/2003 μνημονεύει ρητώς τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των αρχών που καθιερώνει ο Χάρτης, ενώ γίνεται ειδική μνεία στο δικαίωμα στο άσυλο (αιτιολογική σκέψη 15) (11) . Πέραν αυτής της αναφοράς, αληθεύει ότι ο Χάρτης, ο οποίος απολαύει πλήρους νομικής ισχύος βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ, προβλέπει ότι, «[σ]ε όλες τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά, είτε επιχειρούνται από δημόσιες αρχές είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς, πρωταρχική σημασία πρέπει να δίνεται στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού» (άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη) (12) .

71. Αφετέρου, το άρθρο αυτό, όπως και το άρθρο 51, παράγραφος 1, του ίδιου Χάρτη, δεσμεύει τα κράτη μέλη, όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Το ότι οι εθνικές αρχές εφαρμόζουν σε περιπτώσεις όπως αυτή της κύριας δίκης το δίκαιο της Ένωσης κατέστη σαφές με την προπαρατεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Δεκεμβρίου 2011 NS, στην οποία κρίθηκε ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003, στον βαθμό που «εντάσσεται στους προβλεπόμενους από τον κανονισμό αυτό μηχανισμούς προσδιορισμού του υπεύθυνου για την εξέταση αιτήσεως ασύλου κράτους μέλους που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός […] αποτελεί κατ’ ανάγκη στοιχείο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου [, και το] κράτος μέλος που ασκεί την εξουσία εκτιμήσεως [που του παρέχει η διάταξη αυτή] θέτει σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη» (σκέψη 68). Το ίδιο ισχύει, για τους ίδιους λόγους, και όσον αφορά το άρθρο 6 του κανονισμού 343/2003.

72. Κατά συνέπεια, το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης επιτάσσει να προσδίδεται «πρωταρχική σημασία» στο μείζον συμφέρον του παιδιού από τους εφαρμοστές του δικαίου της Ένωσης και, στο υπό κρίση πλαίσιο, ήτοι το σύνολο του κανονισμού 343/2003, από τις εθνικές αρχές οι οποίες καλούνται να προσδιορίσουν ποιο είναι το υπεύθυνο κράτος μέλος για να εξετάσει την αίτηση ασύλου ασυνόδευτου ανηλίκου ο οποίος δεν έχει νομίμως διαμένοντες στο έδαφος της Ένωσης συγγενείς.

73. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, και ανεξαρτήτως του γράμματος του κανονισμού 343/2003, στις περιπτώσεις που η εθνική αρχή πρέπει να επιλέξει μεταξύ διάφορων κρατών μελών που μπορούν να είναι ταυτοχρόνως υπεύθυνα, κατ’ εφαρμογή των κριτηρίων του εν λόγω Κανονισμού, προκειμένου να εξετασθεί η υποβληθείσα από ασυνόδευτο ανήλικο αίτηση ασύλου, το δίκαιο της Ένωσης επιτάσσει η επιλογή του υπεύθυνου κράτους μέλους να γίνεται πάντοτε με γνώμονα το μείζον συμφέρον του παιδιού.

74. Εντούτοις, στο σημείο αυτό πρέπει να συνεκτιμηθεί και μία ακόμη παράμετρος. Προκειμένου να προσδιοριστεί ποιο είναι, υπό τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως, το μείζον συμφέρον του παιδιού και να σταθμιστεί ποια απόφαση συνάδει περισσότερο με την ικανοποίηση του συμφέροντος αυτού, είναι αναγκαία η συνεργασία του παιδιού (13) . Υπό αυτή την έννοια, πρέπει να προσδίδεται ιδιαίτερη σημασία στον εντοπισμό του ανηλίκου κατά τον χρόνο καθορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου, καθότι για την επαρκή προάσπιση των δικαιωμάτων του ανηλίκου είναι καταρχήν αναγκαίο οποιαδήποτε απόφαση τον αφορά να λαμβάνεται από την αρχή που είναι σε θέση να εξετάσει άμεσα τις περιστάσεις που συντρέχουν στο πρόσωπό του.

75. Ασφαλώς, ο αιτών ανήλικος μπορεί πάντοτε να επιστρέψει στο κράτος μέλος στο οποίο υπέβαλε την πρώτη του αίτηση. Εντούτοις, θεωρώ ότι ούτε ratione temporis ούτε λαμβανομένης υπόψη της καλύτερης δυνατής για τους ανηλίκους μεταχειρίσεως είναι σκόπιμο να υποβάλλονται οι αιτούντες το άσυλο σε μη αναπόφευκτες μετακινήσεις. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι η αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού 343/2003 υπογραμμίζει την ανάγκη η διαδικασία προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους «[ν]α επιτρέπει τον ταχύ προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο προκειμένου να κατοχυρώνεται η πραγματική πρόσβαση στις διαδικασίες καθορισμού του καθεστώτος του πρόσφυγα και να μη διακυβεύεται ο στόχος της ταχύτητας κατά την εξέταση των αιτήσεων ασύλου».

76. Ομολογουμένως, η προτεινόμενη λύση ενδέχεται να οδηγήσει σε ανεπιθύμητο «forum shopping», όπως υπογράμμισαν διάφοροι παριστάμενοι στη συγκεκριμένη δίκη. Εντούτοις, η αποδοχή του ενδεχόμενου αυτού κινδύνου, τον οποίο δεν είναι ούτε αναγκαίο ούτε σκόπιμο να ποσοτικοποιήσουμε εν προκειμένω, δικαιολογείται επαρκώς από το γεγονός ότι μόνο κατά τον τρόπο αυτό μπορεί να προσδοθεί η δέουσα προσοχή στο μείζον συμφέρον του παιδιού, στο οποίο πρέπει να δίνεται, όπως έχω επαναλάβει πλειστάκις στις ανά χείρας προτάσεις, «πρωταρχική σημασία», βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 2, του Χάρτη.

77. Μόνον η αρχή του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο ανήλικος κατά τον χρόνο εξετάσεως της αιτήσεως ασύλου έχει τη δυνατότητα να εξετάσει τον ανήλικο και να συνεκτιμήσει την αντίληψη του πρώτου ως προς τα συμφέροντά του (14) . Κατά κανόνα το ως άνω κράτος μέλος είναι αυτό στο οποίο υποβλήθηκε η τελευταία αίτηση, μολονότι δεν πρέπει να αποκλειστούν και άλλες περιπτώσεις· για τον λόγο αυτό πρέπει να συνεκτιμώνται οι ιδιαιτερότητες κάθε περιπτώσεως, τις οποίες είναι σε θέση να γνωρίζει πλήρως μόνον το εκάστοτε αρμόδιο εθνικό δικαστήριο.

78. Εν πάση περιπτώσει, είναι δυνατή η παρέκκλιση από την εφαρμογή του κανόνα που, κατά την πρότασή μου, καθιστά υπεύθυνο το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η τελευταία αίτηση, σε περίπτωση που τούτο επιτάσσει, εκ νέου, το μείζον συμφέρον του παιδιού. Μολονότι το άρθρο 6, πρώτη παράγραφος, του κανονισμού 343/2003 ορίζει ότι είναι δυνατές οι παρεκκλίσεις από την αρμοδιότητα του κράτους μέλους στο οποίο κατοικούν οι συγγενείς του ανηλίκου, εφόσον αυτό επιβάλλει το μείζον συμφέρον του, πρέπει επίσης να γίνονται δεκτές οι παρεκκλίσεις, σε περίπτωση συρροής πολλών αιτήσεων, από την ευθύνη του κράτους μέλους της τελευταίας αιτήσεως, εφόσον τούτο επιβάλλει το ως άνω συμφέρον. Επομένως, το κριτήριο της τελευταίας αιτήσεως δικαιολογείται καταρχήν μόνον στον βαθμό που εξυπηρετεί κατά τον καλύτερο τρόπο το μείζον συμφέρον του παιδιού, κατά συνέπεια αν, σε μια δεδομένη περίπτωση, η αρχή αυτή αποδεικνύεται απρόσφορη, το ίδιο το συμφέρον του ανηλίκου επιβάλλει την παρέκκλιση από αυτήν.

79. Τέλος, προτείνω στο Δικαστήριο να δεχτεί, ως βασικό κανόνα δυνάμενο να συναχθεί από τη συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 6 του κανονισμού 343/2003 και του άρθρου 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, ότι, προκειμένου να προσδίδεται στο μείζον συμφέρον του παιδιού η πρωταρχική σημασία που πρέπει να του αποδίδεται εν πάση περιπτώσει, το υπεύθυνο κράτος μέλος για την εξέταση αιτήσεως ασύλου που υποβλήθηκε σε διάφορα κράτη μέλη είναι, καταρχήν, το κράτος στο οποίο υποβλήθηκε η τελευταία αίτηση.

VII – Πρόταση

80. Βάσει των προεκτεθεισών εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα:

«Στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας, οσάκις ο αιτών άσυλο ο οποίος είναι ασυνόδευτος ανήλικος και του οποίου κανένα μέλος της οικογένειας δεν βρίσκεται νομίμως σε ορισμένο κράτος μέλος υπέβαλε αιτήσεις ασύλου σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, το υπεύθυνο να εξετάσει την αίτηση ασύλου κράτος μέλος πρέπει να είναι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, υπό το πρίσμα του μείζονος συμφέροντος του ανηλίκου, και εφόσον το εν λόγω συμφέρον δεν υπαγορεύει άλλη λύση, καταρχήν το κράτος στο οποίο υποβλήθηκε η τελευταία αίτηση.»

(1) .

(2) – Κανονισμός (ΕΚ) 343/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας (ΕΕ L 50 της 25.2.2003, σ. 1· στο εξής: κανονισμός Δουβλίνο ΙΙ ή κανονισμός). Σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, το οποίο είναι προσαρτημένο στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Ηνωμένο Βασίλειο γνωστοποίησε, με την από 30 Οκτωβρίου 2001 επιστολή του, την επιθυμία του να μετάσχει στη θέσπιση και την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(3)  – ΕΕ L 222, σ. 3.

(4) – Υπόθεση C-155/11 PPU, Συλλογή 2011, σ. Ι-5095.

(5) – Όπ.π. (σκέψη 21) .

(6)  – Το Δικαστήριο ασχολήθηκε με τη ρήτρα του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 στην απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, C-411/10 και C-493/10, NS (Συλλογή 2011, σ. Ι-13905, σκέψεις 65 έως 68). Επί της λεγόμενης «ανθρωπιστικής ρήτρας» του άρθρου 15 του ίδιου κανονισμού, η οποία συνιστά ουσιαστικώς παραλλαγή της προβλεπόμενης ρήτρας στο άρθρο 3, παράγραφος 2, το Δικαστήριο αποφάνθηκε στην απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2012, C-245/11, K (σκέψεις 27 έως 54).

(7)  – Σκέψεις 75 έως 86 και 95 έως 108.

(8)  – Η υπογράμμιση δική μου.

(9)  – Η διατύπωση στερείται αμφισημίας και σε άλλες γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 6 του κανονισμού 343/2003: «[…] celui dans lequel le mineur a introduit sa demande d’asile»· «[…] that where the minor has lodged his or her application for asylum»· «[…] in dem der Minderjährige seinen Asylantrag gestellt hat […]»· «[…] in cui il minore ha presentato la domanda d’asilo»· «[…] em que o menor apresentou o seu pedido de asilo».

(10)  – Σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής [COM(2008) 820] και νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (A6-0284/2009).

(11)  – Μολονότι δεν μνημονεύονται ρητώς τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανηλίκου που προβλέπει το άρθρο 24 του Χάρτη, όπως κάνει ο κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 (ΕΕ L 338, σ. 1), μπορεί να ειπωθεί σε σχέση με τον κανονισμό 343/2003, όπως κρίθηκε στην απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2010, C-400/10 PPU, J. McB (Συλλογή 2010, σ. Ι-8965), σκέψη 60, ότι οι διατάξεις του «δεν πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο αντίθετο προς το εν λόγω θεμελιώδες δικαίωμα, ο σεβασμός του οποίου ταυτίζεται αναμφισβήτητα με το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού». Η γενική δήλωση σχετικά με τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνωρίζει ο Χάρτης έχει, συναφώς, την ίδια αξία με την ειδική μνεία συγκεκριμένου δικαιώματος.

(12)  – Όπως τονίστηκε στις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη (ΕΕ C 303, της 14ης Δεκεμβρίου 2007, σ. 17), το άρθρο 24 του Χάρτη βασίζεται στη Σύμβαση της Νέας Υόρκης για τα δικαιώματα του παιδιού, η οποία υπεγράφη στις 20 Νοεμβρίου 1989 και έχει επικυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη, το άρθρο 3 της οποίας ορίζει ότι «[σ]ε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, είτε αυτές λαμβάνονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής προστασίας, είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νομοθετικά όργανα, πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού».

(13)  – Το ίδιο το άρθρο 24 του Χάρτη προβλέπει στην παράγραφό του 1 ότι η εκφρασμένη κατά τρόπο ελεύθερο γνώμη των ανηλίκων «σχετικά με ζητήματα που τα αφορούν λαμβάνεται υπόψη σε συνάρτηση με την ηλικία και την ωριμότητα τους». Παρέπεμψα σε αυτό στις προτάσεις μου στην υπόθεση X (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, C-507/10, Συλλογή 2011, σ. Ι-14241, σκέψεις 46 έως 49), η οποία παραπέμπει στην απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C-491/10 PPU, Aguirre Zarraga (Συλλογή 2010, σ. Ι-14247, σκέψεις 64 έως 67).

(14)  – Κατ’ εμέ, τούτο μπορεί να στηριχτεί στο άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 1560/2003, στον βαθμό που αυτό προβλέπει ότι πριν από την απόφαση να ανατεθεί η φροντίδα ασυνόδευτου ανηλίκου σε μέλος της οικογένειάς του άλλο από τον πατέρα, τη μητέρα ή τον νόμιμο κηδεμόνα του και κάτοικο άλλου κράτους μέλους πρέπει να λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα, ώστε οι αρχές του κράτους μέλους στο οποίο κατοικεί ο συγγενής «να μπορούν να αποφασίσουν, έχοντας πλήρη γνώση όλων των στοιχείων, σχετικά με την ικανότητα του (των) υπόψη ενηλίκου(-ων) να αναλάβουν τον ανήλικο υπό συνθήκες σύμφωνες προς το συμφέρον του».