ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 18ης Οκτωβρίου 2012 ( 1 )

Υπόθεση C-396/11

Ministerul Public - Parchetul de pe lângă Curtea de Apel Constanţa

κατά

Ciprian Vasile Radu

[αίτηση του Curtea de Apel Constanţa (Ρουμανία)για την έκδοση προδικαστικής απόφασης]

«Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις — Απόφαση-πλαίσιο για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών — Ζήτημα αν το κράτος μέλος εκτέλεσης έχει την ευχέρεια να απορρίψει την αίτηση παράδοσης του καταζητούμενου»

1. 

Με την υπό κρίση αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης, το Δικαστήριο καλείται να ερμηνεύσει την απόφαση-πλαίσιο 2002/584 ( 2 ). Σε πολύ γενικές γραμμές, τίθενται τρία ζητήματα. Πρώτον, το ζήτημα πώς πρέπει να ερμηνεύεται η ως άνω απόφαση κατόπιν της έναρξης της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας και, συγκεκριμένα, αν η ερμηνεία αυτή διαφοροποιείται λόγω των τροποποιήσεων που επήλθαν στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση με τη θέσπιση του άρθρου 6 ΣΕΕ. Δεύτερον, το ζήτημα της σχέσης μεταξύ, αφενός, του άρθρου 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: Σύμβαση) και του άρθρου 6 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και, αφετέρου, των διατάξεων της απόφασης-πλαισίου οι οποίες συνεπάγονται τη στέρηση της ελευθερίας του καταζητούμενου στο πλαίσιο της εφαρμογής των διαδικασιών για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Τρίτον, το ζήτημα αν η απόφαση-πλαίσιο, ορθώς ερμηνευόμενη, παρέχει σε κράτος μέλος τη δυνατότητα να αρνηθεί να εκτελέσει τέτοιο ένταλμα σε περίπτωση παράβασης διατάξεων, όπως είναι οι προαναφερθείσες αμέσως ανωτέρω, με τις οποίες κατοχυρώνονται ανθρώπινα δικαιώματα.

Νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση

2.

Το άρθρο 6 ΣΕΕ προβλέπει τα εξής:

«1.   Η Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Δεκεμβρίου 2000, όπως προσαρμόσθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2007, στο Στρασβούργο, ο οποίος έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες.

[…]

3.   Τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και όπως απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, αποτελούν μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης.» ( 3 )

Ο Χάρτης

3.

Το άρθρο 6 του Χάρτη ορίζει τα ακόλουθα:

«Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια.»

4.

Το άρθρο 47 του Χάρτη προβλέπει περαιτέρω τα κάτωθι:

«Κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικαστεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως. […]»

5.

Το άρθρο 48 του Χάρτη έχει ως εξής:

«1.   Κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με τον νόμο.

2.   Διασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης σε κάθε κατηγορούμενο.»

6.

Το άρθρο 52 του Χάρτη ορίζει ότι:

«1.   Κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον παρόντα Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.

[…]

3.   Στον βαθμό που ο παρών Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει το δίκαιο της Ένωσης να παρέχει ευρύτερη προστασία.

[…]»

Η απόφαση-πλαίσιο

7.

Η απόφαση-πλαίσιο αντικαθιστά την προγενέστερη διαδικασία που ίσχυε βάσει της πολυμερούς ευρωπαϊκής Σύμβασης έκδοσης της 13ης Δεκεμβρίου 1957 με ένα νέο σύστημα, το οποίο στηρίζεται στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Σύμφωνα με το νέο αυτό σύστημα, όταν πρόσωπο (ο καταζητούμενος) το οποίο έχει διαπράξει ή φέρεται να έχει διαπράξει ποινικό αδίκημα με συνέπεια να καταζητείται από τις αρχές ενός κράτους μέλους (του κράτους μέλους έκδοσης) βρίσκεται εντός της επικράτειας άλλου κράτους μέλους (του κράτους μέλους εκτέλεσης), η αρμόδια δικαστική αρχή του πρώτου κράτους μέλους μπορεί να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ζητώντας από το δεύτερο κράτος μέλος να συλλάβει και να παραδώσει το πρόσωπο αυτό.

8.

Το κεφάλαιο 1 της απόφασης-πλαισίου τιτλοφορείται «Γενικές αρχές» και περιλαμβάνει τα άρθρα 1 έως 8. Το άρθρο 1 προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.   Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι δικαστική απόφαση η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς το σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.

2.   Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαισίου.

3.   H παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.»

9.

Τα άρθρα 3 και 4 απαριθμούν ορισμένους λόγους υποχρεωτικής ή, αντιστοίχως, προαιρετικής μη εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

10.

Στο άρθρο 8 ορίζονται το περιεχόμενο και ο τύπος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Ειδικότερα, το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, θέτει ως προϋπόθεση ότι πρέπει να «υπάρχει εκτελεστή απόφαση, ένταλμα σύλληψης ή οιαδήποτε άλλη εκτελεστή δικαστική απόφαση της αυτής ισχύος που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 1 και 2».

11.

Το κεφάλαιο 2 της απόφασης-πλαισίου περιλαμβάνει τα άρθρα 9 έως 25. Φέρει τον τίτλο «Διαδικασία παράδοσης» και, πέραν του ότι θέτει ορισμένες γενικές απαιτήσεις, περιέχει διατάξεις οι οποίες έχουν ως σκοπό την εξασφάλιση της προστασίας των δικαιωμάτων του καταζητούμενου προσώπου. Πιο συγκεκριμένα:

ο καταζητούμενος πρέπει, κατά τη σύλληψή του, να ενημερώνεται για το περιεχόμενο του εντάλματος σύλληψης, καθώς και για τη δυνατότητα που του παρέχεται να συναινέσει στην παράδοσή του· όταν ο καταζητούμενος συλλαμβάνεται με σκοπό την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, έχει το δικαίωμα να ζητήσει τη συνδρομή δικηγόρου και διερμηνέα (άρθρο 11)·

η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να αποφασίσει να αφήσει ελεύθερο τον καταζητούμενο κατόπιν της σύλληψής του, σε περίπτωση δε που αυτός κρατηθεί, η προσωρινή απόλυσή του είναι δυνατή οποτεδήποτε, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν ληφθεί όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να μη διαφύγει (άρθρο 12)·

όταν ο καταζητούμενος συναινεί στην παράδοσή του, η συναίνεση αυτή πρέπει να δίνεται εκουσίως και με πλήρη επίγνωση των σχετικών συνεπειών· προς τούτο, ο καταζητούμενος μπορεί να επικουρείται από δικηγόρο (άρθρο 13)· σε περίπτωση που δεν συναινέσει στην παράδοση, έχει δικαίωμα ακρόασης από τη δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης, η οποία μπορεί να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες από το κράτος μέλος έκδοσης (άρθρα 14 και 15)·

για την εξέταση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ακολουθείται διαδικασία επείγοντος· σε περίπτωση που ο καταζητούμενος έχει συναινέσει στην παράδοσή του, η οριστική απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης πρέπει να ληφθεί εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία δόθηκε η συναίνεση, ενώ στις λοιπές περιπτώσεις ισχύει προθεσμία εξήντα ημερών από τη σύλληψη. Καθόσον χρόνο εκκρεμεί η έκδοση οριστικής απόφασης για την εκτέλεση του εντάλματος, η δικαστική αρχή εκτέλεσης οφείλει να ελέγχει ότι εξακολουθούν να συντρέχουν οι αναγκαίες ουσιαστικές προϋποθέσεις ώστε να καταστεί δυνατή, στην πράξη, η παράδοση του καταζητούμενου προσώπου (άρθρο 17)·

όταν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί για την άσκηση ποινικής δίωξης, ο καταζητούμενος έχει κατ’ αρχήν δικαίωμα ακρόασης από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης (άρθρα 18 και 19)·

όταν η δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης αποφασίζει ότι ο καταζητούμενος πρέπει να παραδοθεί, η παράδοση πρέπει να λάβει χώρα το αργότερο δέκα ημέρες αφότου εκδόθηκε η οριστική απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί είτε στην περίπτωση κατά την οποία η παράδοση είναι αδύνατη λόγω ανωτέρας βίας σε κάποιο από τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη είτε επειδή συντρέχουν σοβαροί ανθρωπιστικοί λόγοι να μην παραδοθεί ο καταζητούμενος (άρθρο 23).

Η Σύμβαση

12.

Το άρθρο 5 της Σύμβασης, κατά το μέτρο που ασκεί επιρροή για την υπό κρίση υπόθεση, έχει ως εξής:

«1.   Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν και την ασφάλειαν. Ουδείς επιτρέπεται να στερηθή της ελευθερίας του ειμή εις τας ακολούθους περιπτώσεις και συμφώνως προς την νόμιμον διαδικασίαν:

(α)

εάν κρατήται κανονικώς κατόπιν καταδίκης υπό αρμοδίου δικαστηρίου,

[…]

(γ)

εάν συνελήφθη και κρατείται όπως οδηγηθή ενώπιον της αρμοδίας δικαστικής αρχής εις την περίπτωσιν ευλόγου υπονοίας ότι διέπραξεν αδίκημα, ή υπάρχουν λογικά δεδομένα προς παραδοχήν της ανάγκης όπως ούτος εμποδισθή από του να διαπράξη αδίκημα ή δραπετεύση μετά την διάπραξιν τούτου,

[…]

(στ)

εάν πρόκειται περί νομίμου σύλληψης ή κρατήσεως ατόμου επί σκοπώ όπως εμποδισθή από του να εισέλθη παρανόμως εν τη χώρα, ή εναντίον του οποίου εκκρεμεί διαδικασία απελάσεως ή έκδοσης.

[…]

3.   Παν πρόσωπον συλληφθέν ή κρατηθέν, υπό τας προβλεπομένας εν παραγράφω 1γ του παρόντος άρθρου συνθήκας οφείλει να παραπεμφθή συντόμως ενώπιον δικαστού ή ετέρου δικαστικού λειτουργού νομίμως εντεταλμένου όπως εκτελή δικαστικά καθήκοντα, έχει δε το δικαίωμα να δικασθή εντός λογικής προθεσμίας ή απολυθή κατά την διαδικασίαν. Η απόλυσις δύναται να εξαρτηθή από εγγύησιν εξασφαλίζουσαν την παράστασιν του ενδιαφερομένου εις την δικάσιμον.

4.   Παν πρόσωπον στερούμενον της ελευθερίας του συνεπεία σύλληψης ή κρατήσεως έχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, ίνα τούτο αποφασίση εντός βραχείας προθεσμίας επί του νομίμου της κρατήσεώς του και διατάξη την απόλυσίν του εν περιπτώσει παρανόμου κρατήσεως.»

13.

Το άρθρο 6 της Σύμβασης ορίζει τα κάτωθι:

«1.   Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. […]

2.   Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του.

3.   Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα:

(α)

όπως πληροφορηθή, εν τη βραχυτέρα προθεσμία, εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λεπτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας,

(β)

όπως διαθέτη τον χρόνον και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του,

(γ)

όπως υπερασπίση ο ίδιος εαυτόν ή αναθέση την υπεράσπισίν του εις συνήγορον της εκλογής του, εν ή δε περιπτώσει δεν διαθέτει τα μέσα να πληρώσει συνήγορον να τω παρασχεθή τοιούτος δωρεάν, όταν τούτο ενδείκνυται υπό του συμφέροντος της δικαιοσύνης,

(δ)

να εξετάση ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας και επιτύχη την πρόσκλησιν και εξέτασιν των μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας,

(ε)

να τύχει δωρεάν παραστάσεως διερμηνέως εάν δεν εννοεί ή δεν ομιλεί την χρησιμοποιουμένην εις το δικαστήριον γλώσσαν.»

Η σχέση μεταξύ Χάρτη και Σύμβασης

14.

Το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη καθιστά σαφές ότι υπάρχει αλληλοεπικάλυψη, και μάλιστα ηθελημένη, στο περιεχόμενο των διατάξεων, αφενός, του Χάρτη και, αφετέρου, της Σύμβασης. Στο μέτρο που είναι κρίσιμο για τις προτάσεις μου επί της υπό κρίση υπόθεσης, το άρθρο 6 του Χάρτη αντιστοιχεί στο άρθρο 5 της Σύμβασης. Επίσης, το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη αντιστοιχεί στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της Σύμβασης και το άρθρο 48 του Χάρτη στο άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, της Σύμβασης ( 4 ).

Το εθνικό δίκαιο

Ρουμανία

15.

Οι διατάξεις που μεταφέρουν την απόφαση-πλαίσιο στην εθνική έννομη τάξη περιέχονται στα άρθρα 97 και 98 του νόμου 302 της 28ης Ιουνίου, περί της διεθνούς δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, όπως έχει τροποποιηθεί. Τα άρθρα αυτά περιλαμβάνονται στον τίτλο ΙΙΙ του ως άνω νόμου.

16.

Το άρθρο 97 επιγράφεται «Ειδικοί όροι». Θέτει ορισμένες απαιτήσεις όσον αφορά την παροχή εγγυήσεων από το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος.

17.

Το άρθρο 98, παράγραφος 1, αφορά την υποχρεωτική μη εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Η διάταξη έχει κατ’ ουσίαν το ίδιο περιεχόμενο με το άρθρο 3 της απόφασης-πλαισίου.

18.

Οι λόγοι προαιρετικής μη εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης προβλέπονται στο άρθρο 98, παράγραφος 2. Ταυτίζονται, σε μεγάλο βαθμό, με εκείνους στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 4 της απόφασης-πλαισίου.

Γερμανία

19.

Η Γερμανία μετέφερε την απόφαση-πλαίσιο στην εσωτερική της έννομη τάξη με τον νόμο της 21ης Ιουλίου 2004, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Κατόπιν της θέσπισης του νόμου αυτού, το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο τον έκρινε, με απόφαση που εξέδωσε το 2005, αντισυνταγματικό και, ως εκ τούτου, άκυρο ( 5 ). Το εν λόγω κράτος μέλος θέσπισε στις 20 Ιουλίου 2006 μια νέα ρύθμιση η οποία είχε ως σκοπό να θεραπεύσει τα ελαττώματα που επισήμανε το Συνταγματικό Δικαστήριο και να διασφαλίσει την πλήρη εφαρμογή της απόφασης-πλαισίου κατά το εθνικό δίκαιο. Η ρύθμιση αυτή παραμένει σε ισχύ έως σήμερα.

Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία και υποβληθέντα ερωτήματα

20.

Οι εισαγγελικές αρχές διαφόρων πόλεων της Γερμανίας εξέδωσαν, κατά το 2007 και το 2008, τέσσερα ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης του C. V. Radu. Όλα αφορούσαν το αδίκημα της ληστείας. Το αδίκημα αυτό συνιστά και κατά το ρουμανικό δίκαιο έγκλημα το οποίο τυποποιείται στο άρθρο 211 του ρουμανικού Ποινικού Κώδικα. Ο C. V. Radu δεν συναίνεσε στην παράδοσή του.

21.

Με απόφαση της 5ης Ιουνίου 2009, το Curte de Apel Constanţa (εφετείο της Κωστάντζας) διέταξε την εκτέλεση τριών εκ των προαναφερθέντων ενταλμάτων. Ως προς το τέταρτο, αρνήθηκε να διατάξει την εκτέλεσή του, με το σκεπτικό ότι είχε ήδη κινηθεί κατά του C. V. Radu ποινική δίκη για την ίδια πράξη στην οποία βασιζόταν η έκδοση του συγκεκριμένου εντάλματος ( 6 ).

22.

Ο C. V. Radu άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Înalta Curte de Casaţie şi Justiţie a României (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της Ρουμανίας). Με απόφαση της 18ης Ιουνίου 2009, το ως άνω δικαστήριο δέχθηκε την αναίρεση και ανέπεμψε την υπόθεση στο Curte de Apel προς επανεξέταση. Διέταξε επίσης την απόλυση του C. V. Radu, επιβάλλοντας ωστόσο ορισμένους περιορισμούς στο δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, μεταξύ των οποίων και απαγόρευση απομάκρυνσής του από τον Δήμο της κατοικίας του, άνευ προηγούμενης άδειας του δικαστηρίου.

23.

Στις 22 Φεβρουαρίου 2011 η υπόθεση πρωτοκολλήθηκε εκ νέου στη γραμματεία του Curte de Apel. Ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ο C. V. Radu προέβαλε τρία βασικά επιχειρήματα προς στήριξη του αιτήματός του να μην εκτελεστούν τα οικεία εντάλματα. Πρώτον, υποστήριξε ότι, κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης-πλαισίου, ούτε ο Χάρτης ούτε η Σύμβαση είχαν ενσωματωθεί ρητώς στις ιδρυτικές Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως κανόνες δικαίου. Τούτο έρχεται σε αντίθεση προς ό,τι ισχύει βάσει της ενοποιημένης έκδοσης της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση που τέθηκε σε ισχύ από 1ης Δεκεμβρίου 2009 με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας. Το αποτέλεσμα είναι ότι η ερμηνεία και η εφαρμογή της απόφασης-πλαισίου πρέπει να είναι σύμφωνες με τον Χάρτη και τη Σύμβαση. Δεύτερον, ισχυρίστηκε ότι υφίστανται αποκλίσεις στις διαδικασίες που ακολουθούν τα κράτη μέλη προς εφαρμογή της απόφασης-πλαισίου και επέστησε την προσοχή στην απαίτηση αμοιβαιότητας ως προς την εκτέλεση ενταλμάτων σύλληψης, όσον αφορά τόσο το κράτος μέλος έκδοσης όσο και το κράτος μέλος εκτέλεσης. Τρίτον, εξέφρασε την άποψη ότι το κράτος εκτέλεσης οφείλει να ελέγχει αν το κράτος έκδοσης έχει σεβαστεί τα δικαιώματα και τις εγγυήσεις που κατοχυρώνονται με τον Χάρτη και τη Σύμβαση. Σε περίπτωση που το κράτος έκδοσης δεν έχει τηρήσει τη σχετική υποχρέωσή του, συντρέχει λόγος άρνησης της εκτέλεσης του οικείου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

24.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Curte de Apel Constanţa αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«1)

Αποτελούν οι διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, της [Σύμβασης], και του άρθρου 6, σε συνδυασμό με τα άρθρα 48 και 52 του [Χάρτη], και λαμβανομένων υπόψη των άρθρων 5, παράγραφοι 3 και 4, και 6, παράγραφοι 2 και 3, της [Σύμβασης], κανόνες του πρωτογενούς [δικαίου της Ένωσης], περιλαμβανόμενους στις Ιδρυτικές Συνθήκες;

2)

Συνιστά η ενέργεια της αρμόδιας δικαστικής αρχής του κράτους εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η οποία συνίσταται στη στέρηση της ελευθερίας και στην επιβολή του εξαναγκαστικού μέτρου της παράδοσης άνευ της συναίνεσης του προσώπου που αφορά το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (πρόσωπο του οποίου ζητείται η σύλληψη και η παράδοση) επέμβαση εκ μέρους του κράτους εκτέλεσης του εντάλματος στο δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο δίκαιο της Ένωσης, αφενός, με το άρθρο 6 ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της [Σύμβασης] και, αφετέρου, με το άρθρο 6, σε συνδυασμό με τα άρθρα 48 και 52 του [Χάρτη], λαμβανομένων επίσης υπόψη των άρθρων 5, παράγραφοι 3 και 4, και 6, παράγραφοι 2 και 3, της [Σύμβασης];

3)

Πρέπει η επέμβαση εκ μέρους του κράτους εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στα δικαιώματα και τις εγγυήσεις που κατοχυρώνονται με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της [Σύμβασης] και με το άρθρο 6, σε συνδυασμό με τα άρθρα 48 και 52, του [Χάρτη], και λαμβανομένων υπόψη των άρθρων 5, παράγραφοι 3 και 4, και 6, παράγραφοι 2 και 3, της [Σύμβασης] να πληροί την προϋπόθεση της αναγκαιότητας εντός μιας δημοκρατικής κοινωνίας και να είναι ανάλογη προς τον σκοπό που συγκεκριμένα επιδιώκεται;

4)

Δύναται η αρμόδια δικαστική αρχή του κράτους εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης να αρνηθεί, χωρίς η άρνηση της να στοιχειοθετεί παράβαση των υποχρεώσεων που αυτή υπέχει από τις Ιδρυτικές Συνθήκες και τους λοιπούς κανόνες του [δικαίου της Ένωσης], την παράδοση για τον λόγο ότι δεν πληρούνται σωρευτικώς οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της [Σύμβασης] και από το άρθρο 6, σε συνδυασμό με τα άρθρα 48 και 52, του [Χάρτη], λαμβανομένων επίσης υπόψη των άρθρων 5, παράγραφοι 3 και 4, και 6, παράγραφοι 2 και 3, της [Σύμβασης];

5)

Δύναται η αρμόδια δικαστική αρχή του κράτους εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης να αρνηθεί, χωρίς η άρνηση της να στοιχειοθετεί παράβαση των υποχρεώσεων που αυτή υπέχει από τις Ιδρυτικές Συνθήκες και τους λοιπούς κανόνες του [δικαίου της Ένωσης], την παράδοση λόγω παράλειψης μεταφοράς ή ελλιπούς μεταφοράς ή λόγω εσφαλμένης μεταφοράς (υπό την έννοια της μη τηρήσεως του όρου αμοιβαιότητας) της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκ μέρους του κράτους έκδοσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης;

6)

Προσκρούει το εθνικό δίκαιο κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης –εν προκειμένω της Ρουμανίας– και, ειδικότερα, ο τίτλος III του νόμου 302/2004 στις διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, της [Σύμβασης] και του άρθρου 6, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 48 και 52, του [Χάρτη], λαμβανομένων επίσης υπόψη των διατάξεων των άρθρων 5, παράγραφοι 3 και 4, και 6, παράγραφοι 2 και 3, της [Σύμβασης], στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 6 ΣΕΕ, και έχει ο ως άνω νόμος μεταφέρει ορθώς στην εσωτερική έννομη τάξη την απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου;»

25.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Minister Public, Parchet de pe lângă Curte de Apel Constanţa (Εισαγγελία εφετών της Κωνστάντζας), η Τσεχική, η Γερμανική, η Λιθουανική, η Αυστριακή, η Πολωνική και η Ρουμανική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 10ης Ιουλίου 2012, ο εκπρόσωπος του C. V. Radu, η Γερμανική και η Ρουμανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου.

Ανάλυση

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Παραδεκτό

26.

Επί του παραδεκτού της υπό κρίση αίτησης για την έκδοση προδικαστικής απόφασης διατυπώθηκαν διάφορες αντιρρήσεις. Ειδικότερα, όλοι όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις συμφωνούν ότι είναι απαράδεκτο το έκτο ερώτημα, με το οποίο ζητείται από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τις διατάξεις του εθνικού δικαίου· επί του ερωτήματος αυτού θα επανέλθω στη συνέχεια ( 7 ). Η Γερμανική Κυβέρνηση αμφισβητεί εν μέρει το παραδεκτό, ενώ η Αυστριακή και η Ρουμανική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, ισχυρίζονται ότι η αίτηση είναι απαράδεκτη στο σύνολό της. Η Τσεχική, η Λιθουανική και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, δεν διατύπωσαν παρατηρήσεις συναφώς.

27.

Οι αντιρρήσεις αυτές συμπυκνώνονται κατ’ ουσία στο επιχείρημα ότι η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης δεν υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες και εγείρει εντελώς υποθετικά ζητήματα, με συνέπεια το Δικαστήριο να μην είναι σε θέση να δώσει στο αιτούν δικαστήριο χρήσιμες απαντήσεις για την επίλυση της ενώπιόν του διαφοράς.

28.

Αναμφίβολα, η υπό κρίση αίτηση είναι λακωνική, όχι μόνο στα σημεία της όπου περιγράφεται το ιστορικό της υπόθεσης της κύριας δίκης, αλλά, κυρίως, σε εκείνα στα οποία εκτίθενται οι λόγοι που δικαιολογούν την υποβολή των συγκεκριμένων ερωτημάτων από το εθνικό δικαστήριο.

29.

Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, όσον αφορά την κατανομή των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου στο πλαίσιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το εθνικό δικαστήριο, το οποίο, αφενός, είναι το μόνο που γνωρίζει άμεσα τόσο τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης όσο και τα επιχειρήματα που προέβαλαν ενώπιόν του οι διάδικοι και, αφετέρου, είναι εκείνο το οποίο θα πρέπει να αποφανθεί επί της διαφοράς, βρίσκεται σε καλύτερη θέση να εκτιμήσει, έχοντας πλήρη γνώση της υπόθεσης, αν τα νομικά ζητήματα που εγείρει η ενώπιόν του διαφορά είναι κρίσιμα και αν η έκδοση προδικαστικής απόφασης είναι αναγκαία προκειμένου να μπορέσει το ίδιο να εκδώσει την απόφασή του ( 8 ). Πράγματι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, οσάκις τα υποβαλλόμενα ερωτήματα σχετίζονται με την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης, οφείλει κατ’ αρχήν να αποφαίνεται ( 9 ).

30.

Αυτό μάλλον συμβαίνει και εν προκειμένω. Το εθνικό δικαστήριο καθιστά σαφές, με τη διάταξή του περί παραπομπής, ότι οι απαντήσεις στα ερωτήματά του είναι, κατά τη δική του εκτίμηση, αναγκαίες για την επίλυση της διαφοράς. Το στοιχείο αυτό δεν θα αρκούσε, βεβαίως, από μόνο του, αν λόγω της διατύπωσης της διάταξης περί παραπομπής είχε σταθεί προδήλως αδύνατο στις κυβερνήσεις των κρατών μελών και στα θεσμικά όργανα να υποβάλουν παρατηρήσεις ( 10 ). Εν προκειμένω όμως δεν έγινε κάτι τέτοιο. Είναι ενδεικτικό ότι, πέραν της Εισαγγελίας και της Επιτροπής, κατέθεσαν παρατηρήσεις επτά Κυβερνήσεις. Κατάφεραν μάλιστα, στη μεγάλη τους πλειονότητα, να διατυπώσουν χρήσιμες παρατηρήσεις επί των ερωτημάτων του εθνικού δικαστηρίου.

31.

Η απόρριψη της υπό κρίση αίτησης για την έκδοση προδικαστικής απόφασης δεν θα ήταν, από καμία άποψη, επωφελής. Υπό την επιφύλαξη των παρατηρήσεων που αφορούν το έκτο ερώτημα, φρονώ επομένως ότι οι αντιρρήσεις επί του παραδεκτού είναι απορριπτέες.

Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου

32.

Η Ρουμανία προέβη σε δήλωση, βάσει του πρώην άρθρου 35, παράγραφος 2, ΕΕ, με την οποία αναγνώρισε την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται προδικαστικώς σύμφωνα με τους κανόνες του πρώην άρθρου 35, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΕΕ ( 11 ). Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, του πρωτοκόλλου 36 για τις μεταβατικές διατάξεις, το οποίο έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη ΛΕΕ, οι αρμοδιότητες του Δικαστηρίου δυνάμει του πρώην τίτλου VI της Συνθήκης ΕΕ παραμένουν αμετάβλητες όσον αφορά τις πράξεις της Ένωσης που εκδόθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, περιλαμβανομένων των τομέων σε σχέση με τους οποίους οι αρμοδιότητες αυτές είχαν αναγνωριστεί βάσει του πρώην άρθρου 35, παράγραφος 2, ΕΕ ( 12 ). Επομένως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να απαντήσει στα ερωτήματα που του υπέβαλε εν προκειμένω το αιτούν δικαστήριο.

Η απόφαση-πλαίσιο

33.

Προτού εξετάσω την ουσία των ερωτημάτων, θεωρώ σκόπιμο να αναφερθώ εν συντομία σε ορισμένα στοιχεία σχετικά με την απόφαση-πλαίσιο και τους σκοπούς που επιδιώκονται με αυτή.

34.

Η απόφαση συναρτάται με την επιδίωξη του σκοπού να καταστεί η Ένωση ένας χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Προς τούτο, θεσπίζεται σύστημα ελεύθερης κυκλοφορίας τόσο των μη οριστικών όσο και των οριστικών αποφάσεων που εκδίδονται σε ποινικές υποθέσεις. Το εν λόγω σύστημα σχηματοποιείται, πρακτικά, με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Με το ένταλμα τίθεται σε εφαρμογή η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, η οποία χαρακτηρίστηκε στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε ως «ο ακρογωνιαίος λίθος» της δικαστικής συνεργασίας ( 13 ). Η αρχή αυτή προϋποθέτει, προκειμένου να λειτουργήσει στην πράξη, υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών ( 14 ).

35.

Βασικός σκοπός του νέου συστήματος το οποίο εγκαινιάστηκε με την απόφαση-πλαίσιο είναι η εξάλειψη των καθυστερήσεων που αποτελούσαν εγγενές μειονέκτημα του προηγούμενου συστήματος έκδοσης ( 15 ). Ο ως άνω σκοπός έχει, κατά τα φαινόμενα, επιτευχθεί. Η Επιτροπή επισημαίνει, στην έκθεση που δημοσίευσε το 2011 σχετικά με την εφαρμογή της απόφασης-πλαισίου ( 16 ), ότι η διαδικασία έκδοσης διαρκούσε κατά μέσο όρο ένα έτος. Υπό το σύστημα του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ο μέσος χρόνος που απαιτείται για την περάτωση της διαδικασίας έχει μειωθεί στις 14 με 17 ημέρες, στις περιπτώσεις στις οποίες ο καταζητούμενος συναινεί στην παράδοσή του. Όταν δεν συναινεί, η σχετική περίοδος ανέρχεται σε 48 ημέρες.

36.

Μολονότι οι υποχρεώσεις οι οποίες επιβάλλονται στα κράτη μέλη με την απόφαση-πλαίσιο είναι κατά κύριο λόγο δικονομικής φύσης, τούτο επ’ ουδενί σημαίνει ότι ο νομοθέτης δεν έλαβε υπόψη τις θεμελιώδεις ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα όταν συνέταξε την απόφαση-πλαίσιο. Υπάρχουν μάλιστα πλείονες ενδείξεις περί του αντιθέτου.

37.

Πρώτον, περιέλαβε στην απόφαση ρητές αναφορές στα εν λόγω δικαιώματα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η δέκατη, η δωδέκατη και η δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη. Κατά μείζονα, όμως, λόγο, το άρθρο 1, παράγραφος 3, ορίζει ότι η απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως καθιερώνεται στο νυν άρθρο 6 ΣΕΕ. Θα επανέλθω και αργότερα στο ζήτημα αυτό ( 17 ).

38.

Δεύτερον, το υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών, στο οποίο αναφέρεται η δέκατη αιτιολογική σκέψη, βασίζεται στον σεβασμό, εκ μέρους όλων των κρατών μελών, τόσο των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται με τη Σύμβαση όσο και των θεμελιωδών δικαιωμάτων που απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών. Από 1ης Δεκεμβρίου 2009, ημερομηνία έναρξης της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, προστέθηκε –στο μέτρο που κατά το παρελθόν δεν λαμβανόταν υπόψη συναφώς– και ο Χάρτης.

39.

Τρίτον, η απόφαση-πλαίσιο περιέχει πολλές διατάξεις οι οποίες αποσκοπούν στη διασφάλιση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του καταζητούμενου. Δεδομένου ότι τις έχω ήδη συνοψίσει στο σημείο 11 ανωτέρω, δεν θα τις επαναλάβω εδώ· θα τονίσω απλώς και μόνον ότι προβλέπεται ρητώς δικαίωμα ακρόασης τόσο στην περίπτωση που ο καταζητούμενος δεν συναινεί στην παράδοσή του (άρθρο 14) όσο και στην περίπτωση που το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης (άρθρο 18).

40.

Όσον αφορά τους σκοπούς που επιδιώκονται με την απόφαση-πλαίσιο, θα ήταν εσφαλμένη η θεώρηση του όλου συστήματος υπό την έννοια ότι αποβλέπει αποκλειστικώς στην εξυπηρέτηση του έργου των διοικητικών αρχών των κρατών μελών. Θεσπίζοντας μια διαδικασία η οποία σχεδιάστηκε για να είναι πιο αποτελεσματική και λειτουργική από την προγενέστερη, ο νομοθέτης θέλησε επίσης να ενισχύσει την προστασία που παρέχεται στα θύματα των εγκληματικών πράξεων, μέσω της ταχείας και άνευ προσκομμάτων προσαγωγής των αυτουργών των πράξεων αυτών ενώπιον της δικαιοσύνης.

41.

Μολονότι τα κράτη μέλη επιδεικνύουν γενικώς αξιέπαινη επιμέλεια κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους που σχετίζονται με τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων, η συμπεριφορά τους δεν είναι πάντοτε άμεμπτη. Δεν πρέπει να λαμβάνεται ως δεδομένο ότι, απλώς και μόνον επειδή η παράδοση του καταζητούμενου ζητείται από άλλο κράτος μέλος, τα δικαιώματα του προσώπου αυτού θα διασφαλιστούν αυτομάτως κατά την άφιξή του εκεί ( 18 ). Μπορεί πάντως να γίνει λόγος για μαχητό τεκμήριο το οποίο είναι δυνατό να ανατραπεί μόνον ενόψει σαφών αποδείξεων περί του εναντίου. Τα οικεία αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να είναι συγκεκριμένα· γενικοί ισχυρισμοί, όσο πειστικοί και αν φαίνονται, δεν αρκούν.

Πρώτο ερώτημα

42.

Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν ο Χάρτης και η Σύμβαση αποτελούν τμήμα του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης.

43.

Θα ξεκινήσω εξετάζοντας την κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί μετά την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας.

44.

Δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ, ο Χάρτης έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες και συνιστά, ως εκ τούτου, τμήμα του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης.

45.

Με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας ενσωματώθηκαν στη ΣΕΕ και οι διατάξεις της Σύμβασης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ προβλέπει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με τη Σύμβαση και όπως απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, αποτελούν μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης.

46.

Επομένως, όχι μόνον η ίδια η Ένωση και τα θεσμικά της όργανα, αλλά και τα κράτη μέλη δεσμεύονται να τηρούν τον Χάρτη και τη Σύμβαση κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης ( 19 ).

47.

Αυτό αρκεί, από μόνο του, για να δοθεί απάντηση στο πρώτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, τουλάχιστον με τον συγκεκριμένο τρόπο που διατυπώθηκε. Ωστόσο, καθίσταται σαφές από τη διάταξη περί παραπομπής ότι το αντικείμενο της διαφοράς ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου είναι μάλλον ευρύτερο, καθόσον ο C. V. Radu ισχυρίζεται ότι η έναρξη της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας επέφερε μια εκ βάθρων αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο κατοχυρώνονται τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι γενικές αρχές στην έννομη τάξη της Ένωσης ( 20 ). Συνεπώς, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο εθνικό δικαστήριο, πρέπει να εξεταστεί και η κατάσταση ως είχε πριν από την 1η Δεκεμβρίου 2009.

48.

Μολονότι η επίσημη διακήρυξη του Χάρτη έγινε στη Νίκαια, στις 7 Δεκεμβρίου 2000, δεν ελήφθη τότε απόφαση ως προς το ακριβές νομικό του κύρος. Κατόπιν τούτου, ούτε ενσωματώθηκε σε κάποια από τις Συνθήκες ούτε απέκτησαν οι διατάξεις του, με οποιονδήποτε τρόπο, ισχύ κανόνα δικαίου. Εντούτοις, ο Χάρτης έφτασε πολύ γρήγορα να θεωρείται ο απολύτως έγκυρος κατάλογος θεμελιωδών δικαιωμάτων, στο μέτρο που επιβεβαίωνε τις εγγενείς σε ένα κράτος δικαίου γενικές αρχές οι οποίες είναι κοινές στις συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών. Το Δικαστήριο έχει συχνά χρησιμοποιήσει τις διατάξεις του Χάρτη ως κατευθυντήρια γραμμή για την έκδοση των αποφάσεών του ( 21 ). Έτσι, ο Χάρτης κατέστη «οιονεί» κανόνας δικαίου, υπό την έννοια ότι ναι μεν οι διατάξεις του δεν είχαν άμεση εφαρμογή ως τμήμα του δικαίου της Ένωσης, πλην όμως μπορούσαν να παραγάγουν έννομες συνέπειες –σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα πολύ ευρείες– εντός της Ένωσης.

49.

Οι ρίζες της Σύμβασης στο δίκαιο της Ένωσης είναι πολύ βαθύτερες. Ήδη από το 1969, το Δικαστήριο είχε αποφανθεί, στην υπόθεση Stauder ( 22 ), ότι «τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου περιλαμβάνονται στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου και προστατεύονται από το Δικαστήριο». Η εμβρυακή αυτή νομολογία εξελίχθηκε και αναπτύχθηκε περαιτέρω μέσω σημαντικών αποφάσεων, όπως η Internationale Handelsgesellschaft ( 23 ) και η Nold ( 24 ), και εξακολουθεί να εφαρμόζεται έως σήμερα. Με την απόφασή του επί της υπόθεσης Kadi και Al Barakaat, το Δικαστήριο έκρινε ότι, γενικώς, «δεν μπορούν να επιτραπούν εντός της Κοινότητας μέτρα ασυμβίβαστα προς τον σεβασμό [των δικαιωμάτων του ανθρώπου]» ( 25 ). Πιο συγκεκριμένα σε σχέση με τη Σύμβαση, το Δικαστήριο χαρακτήρισε, στην απόφαση που εξέδωσε επί της υπόθεσης Der Grüne Punkt, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, το οποίο κατοχυρώνεται με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Σύμβασης, ως «γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου» ( 26 ).

50.

Με αυτά τα δεδομένα, είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι με την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας επήλθαν σημαντικές τροποποιήσεις στο δίκαιο της Ένωσης;

51.

Δεν το νομίζω. Κατά την άποψή μου το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3, ΣΕΕ απλώς και μόνον «κωδικοποιεί», όπως ορθώς το έθεσε η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου με τις παρατηρήσεις της, την ήδη ισχύουσα κατάσταση. Με άλλα λόγια, αποκρυσταλλώνει την πολιτική βούληση να αναδειχθεί ακόμη περισσότερο η σημασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των διατάξεων με τις οποίες αυτά κατοχυρώνονται και προστατεύονται. Το ως άνω άρθρο δεν σηματοδοτεί κάποια δραματική αλλαγή. Για τον λόγο αυτό, θεωρώ ότι οποιοδήποτε επιχείρημα με το οποίο υποστηρίζεται ότι η απόφαση-πλαίσιο πρέπει να ερμηνεύεται διαφορετικά κατόπιν της έναρξης της ισχύος της ΣΕΕ είναι εκ των προτέρων καταδικασμένο να μην ευδοκιμήσει ( 27 ).

52.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο πρώτο ερώτημα είναι ότι οι διατάξεις του Χάρτη, περιλαμβανομένων των άρθρων 6, 48 και 52, αποτελούν τμήμα του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης. Τα δε θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται με τη Σύμβαση, όπως τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 5, παράγραφοι 1, 3 και 4, και 6, παράγραφοι 2 και 3, της Σύμβασης αυτής, συνιστούν γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης.

Δεύτερο και τρίτο ερώτημα

53.

Με τα ερωτήματα αυτά, τα οποία ενδείκνυται να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινιστεί αν η στέρηση της ελευθερίας και η παράδοση άνευ της συναίνεσης του καταζητούμενου, ως μέτρα που συνεπάγεται η διαδικασία εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, συνιστούν επέμβαση στο δικαίωμα του προσώπου αυτού στην ελευθερία και αν το άρθρο 5, παράγραφος 1, της Σύμβασης και το άρθρο 6 του Χάρτη επιτρέπουν τέτοια επέμβαση μόνον εφόσον είναι σύμφωνη με τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας ( 28 ).

54.

Όλοι έχουν δικαίωμα στην ελευθερία. Επ’ αυτού το άρθρο 5 της Σύμβασης και το άρθρο 6 του Χάρτη δεν αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας. Το ζήτημα είναι αν η στέρηση του εν λόγω δικαιώματος μπορεί να δικαιολογηθεί. Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί συναφώς το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Σκοπός του είναι να εξασφαλιστεί η παρουσία, στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, του προσώπου το οποίο αυτό αφορά, προκειμένου να δικαστεί ή να εκτίσει την ποινή του, ανάλογα με την περίπτωση. Ο σκοπός αυτός είναι, κατά τη γνώμη μου, προδήλως αναγκαίος προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.

55.

Το άρθρο 5 της Σύμβασης προβλέπει συναφώς ορισμένες περιπτώσεις στις οποίες μπορεί νομίμως να επιβληθεί στερητικό της ελευθερίας μέτρο. Αυτές περιλαμβάνουν (υπό αʹ) την κράτηση προσώπου κατόπιν έκδοσης καταδικαστικής απόφασης εναντίον του από αρμόδιο δικαστήριο και (υπό γʹ) τη σύλληψη ή την κράτησή του, ιδίως όταν υπάρχουν εναντίον του υπόνοιες ότι έχει διαπράξει αδίκημα. Το στοιχείο στʹ έχει ιδιαίτερη σημασία εν προκειμένω, καθόσον αφορά τον περιορισμό του δικαιώματος στην ελευθερία στην περίπτωση, μεταξύ άλλων, που το οικείο πρόσωπο συλλαμβάνεται ή κρατείται με σκοπό την έκδοσή του (πρόκειται για τη διακρατική διαδικασία την οποία αντικατέστησε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης).

56.

Το ουσιαστικό ζήτημα είναι αν η κράτηση δυνάμει εντάλματος είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) έχει αποφανθεί, σε σχέση με το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της Σύμβασης, ότι «η διάταξη αυτή δεν θέτει ως απαίτηση να μπορεί η κράτηση προσώπου κατά του οποίου εκκρεμεί διαδικασία έκδοσης να θεωρηθεί ευλόγως αναγκαία, παραδείγματος χάρη για να αποτραπεί κάθε ενδεχόμενο είτε τέλεσης αδικήματος είτε διαφυγής. Από την άποψη αυτή, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, δεν προβλέπει το ίδιο είδος προστασίας όπως το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ: πράγματι, το μόνο που απαιτείται κατά το στοιχείο στʹ είναι να “εκκρεμεί διαδικασία απέλασης ή έκδοσης”. Στερείται επομένως σημασίας, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, το ζήτημα αν η αρχική απόφαση περί έκδοσης μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του εθνικού δικαίου ή των διατάξεων της Σύμβασης […]»  ( 29 ).

57.

Θα ήταν όμως σφάλμα να ερμηνευθεί η συγκεκριμένη νομολογία σχετικά με τη Σύμβαση υπό την έννοια ότι γενικώς η κράτηση κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, είναι πάντοτε νόμιμη, υπό την προϋπόθεση ότι γίνεται με σκοπό την απέλαση ή την έκδοση του οικείου προσώπου. Το ΕΔΔΑ έχει επίσης αποφανθεί ότι «τα στερητικά της ελευθερίας μέτρα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της δεύτερης περίπτωσης του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, δικαιολογούνται […] μόνον εφόσον η διαδικασία απέλασης ή έκδοσης [ ( 30 ) ] είναι σε εξέλιξη. Αν η σχετική διαδικασία δεν διεξάγεται με τη δέουσα επιμέλεια, η κράτηση παύει να θεωρείται δικαιολογημένη βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ […] Επιπλέον, το στερητικό της ελευθερίας μέτρο πρέπει να είναι “νόμιμο”. Όσον αφορά τη “νομιμότητα” της κράτησης, περιλαμβανομένου του ζητήματος αν “εφαρμόστηκε διαδικασία προβλεπόμενη εκ του νόμου”, η Σύμβαση παραπέμπει κατ’ ουσία στο εθνικό δίκαιο και καθιερώνει την υποχρέωση συμμόρφωσης τόσο προς τους ουσιαστικούς όσο και τους δικονομικούς κανόνες του εθνικού δικαίου. Η τήρηση των εθνικών διατάξεων, ωστόσο, δεν αρκεί: το άρθρο 5, παράγραφος 1, απαιτεί επιπλέον να συνάδουν τα στερητικά της ελευθερίας μέτρα με τον σκοπό της προστασίας του ατόμου από τις αυθαιρεσίες. Είναι θεμελιώδης αρχή ότι ουδεμία αυθαίρετη κράτηση μπορεί να είναι σύμφωνη με το άρθρο 5, παράγραφος 1, και η έννοια της “αυθαιρεσίας” στο πλαίσιο της εφαρμογής της διάταξης αυτής δεν ταυτίζεται απλώς με τη συμμόρφωση προς το εθνικό δίκαιο, οπότε μια νόμιμη κατά το εσωτερικό δίκαιο κράτηση δεν αποκλείεται να είναι αυθαίρετη και, ως εκ τούτου, αντίθετη προς τη Σύμβαση […] Προκειμένου να μη χαρακτηριστεί αυθαίρετη, μια κράτηση η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, πρέπει να γίνεται καλόπιστα· να συνδέεται στενά με τον λόγο στον οποίο στηρίζονται συναφώς οι [εθνικές αρχές]· ο τόπος και οι συνθήκες της κράτησης να είναι κατάλληλα· τέλος, η διάρκειά της να μην υπερβαίνει το χρονικό διάστημα που ευλόγως απαιτείται για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού [...]» ( 31 ).

58.

Χάριν πληρότητας, πρέπει να αναφερθώ όχι μόνο στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της Σύμβασης, αλλά και στο αντίστοιχό του στον Χάρτη, δηλαδή στο άρθρο 6. Το εν λόγω άρθρο δεν περιέχει διάταξη που να είναι ίδια με το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της Σύμβασης. Εντούτοις, το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη ορίζει ρητώς ότι στον βαθμό που περιλαμβάνει δικαιώματα τα οποία αντιστοιχούν στα προβλεπόμενα από τη Σύμβαση, η έννοια και εμβέλεια των δικαιωμάτων αυτών είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η Σύμβαση. Συνακόλουθα, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της Σύμβασης τυγχάνει εφαρμογής εμμέσως.

59.

Επομένως, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν, κατά την εφαρμογή του άρθρου 12 της απόφασης-πλαισίου, να λαμβάνουν υπόψη τις αρχές που εκτέθηκαν στο σημείο 57 ανωτέρω. Η εφαρμογή τους θα διαφέρει κατ’ ανάγκην ανάλογα με την περίπτωση, οπότε δεν είναι δυνατό να τεθούν αυστηροί και πάγιοι κανόνες.

60.

Θα προσέθετα, πάντως, το εξής. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή με την έκθεση του 2011, ένας από τους λόγους για τους οποίους επικρίνεται ο τρόπος εφαρμογής της απόφασης-πλαισίου από τα κράτη μέλη εστιάζει στο σημείο ότι η εμπιστοσύνη στην εφαρμογή της υπονομεύθηκε από τη συστηματική έκδοση ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης με σκοπό την παράδοση καταζητούμενων για αδικήματα τα οποία είναι συχνά ήσσονος σημασίας και δεν δικαιολογούν την ενεργοποίηση των μέτρων και του μηχανισμού συνεργασίας που απαιτείται για την εκτέλεσή τους. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι συνέπειες για την ελευθερία των καταζητούμενων είναι δυσανάλογες όταν τα ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης εκδίδονται σε υποθέσεις στις οποίες η (προσωρινή) κράτηση θα θεωρούνταν κανονικά μη ενδεδειγμένη ( 32 ).

61.

Συμφωνώ.

62.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, στο δεύτερο και το τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η στέρηση της ελευθερίας και η παράδοση άνευ της συναίνεσης του καταζητούμενου, ως μέτρα που συνεπάγεται η διαδικασία εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, συνιστούν επέμβαση στο δικαίωμα του προσώπου αυτού στην ελευθερία, για τους σκοπούς του άρθρου 5 της Σύμβασης και του άρθρου 6 του Χάρτη. Υπό κανονικές συνθήκες, η ως άνω επέμβαση δικαιολογείται ως «αναγκαία στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας», κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της Σύμβασης. Εντούτοις, η κράτηση η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής πρέπει να μην είναι αυθαίρετη. Για να μη χαρακτηριστεί αυθαίρετη, η κράτηση πρέπει να γίνεται καλόπιστα· να συνδέεται στενά με τον λόγο στον οποίο στηρίζεται συναφώς η δικαστική αρχή εκτέλεσης· ο τόπος και οι συνθήκες της κράτησης να είναι κατάλληλα· τέλος, η διάρκειά της να μην υπερβαίνει το χρονικό διάστημα που ευλόγως απαιτείται για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (ώστε να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας). Το άρθρο 6 του Χάρτη πρέπει να ερμηνεύεται κατά τον ίδιο τρόπο όπως το άρθρο 5, παράγραφος 1, της Σύμβασης.

Τέταρτο ερώτημα

63.

Με το τέταρτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινιστεί αν το κράτος μέλος εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης σε περίπτωση που η εκτέλεσή του θα προσέβαλλε, ή θα μπορούσε να προσβάλει, τα δικαιώματα τα οποία ο καταζητούμενος αντλεί από τα άρθρα 5 και 6 της Σύμβασης ή από τα άρθρα 6, 48 και 52 του Χάρτη.

64.

Σε αντίθεση προς το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα, με τα οποία το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει τις περιστάσεις υπό τις οποίες κρατείται ο καταζητούμενος κατά το διάστημα από την επίδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης μέχρι τη μεταγωγή του στο κράτος μέλος έκδοσης, το υπό κρίση ερώτημα εγείρει ένα ευρύτερο ζήτημα. Μπορεί η αρμόδια δικαστική αρχή στο κράτος μέλος εκτέλεσης να αρνηθεί εξαρχής να εκτελέσει ένταλμα όταν τίθεται ζήτημα προσβολής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του καταζητούμενου;

65.

Στο ερώτημα χρησιμοποιούνται συναφώς ως σημείο αναφοράς οι διατάξεις των άρθρων 5 και 6 της Σύμβασης και του άρθρου 6 του Χάρτη. Ο δικηγόρος του C. V. Radu δήλωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι ο πελάτης του «δεν ενημερώθηκε για τις εναντίον του κατηγορίες, ούτε κλητεύθηκε σε σχέση με αυτές, με συνέπεια να περιέλθει σε μια κατάσταση απόλυτης αδυναμίας να υπερασπιστεί τον εαυτό του». Δεδομένου ότι η αδυναμία οργάνωσης μιας κατάλληλης άμυνας εγείρει επίσης, τουλάχιστον δυνητικώς, ζητήματα σχετικά με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Σύμβασης και με το άρθρο 47 του Χάρτη, θα περιλάβω, χάριν πληρότητας, και αυτές τις διατάξεις στην ανάλυσή μου.

66.

Από μια πρόχειρη ανάγνωση της απόφασης-πλαισίου θα μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τέτοιες παραβάσεις (ανεξαρτήτως των διαχρονικών τους αποτελεσμάτων) δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Τα άρθρα 3 και 4 απαριθμούν τις περιπτώσεις στις οποίες η δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης οφείλει (άρθρο 3) ή έχει τη δυνατότητα (άρθρο 4) να αρνηθεί να εκτελέσει ένα ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Καμία από τις δύο διατάξεις δεν αναφέρεται σε ζητήματα σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα ως λόγο αρνήσεως. Το δε Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η απαρίθμηση των λόγων στα δύο αυτά άρθρα είναι εξαντλητική ( 33 ).

67.

Η εξέταση του σκοπού της απόφασης-πλαισίου μπορεί επίσης να οδηγήσει στο ως άνω συμπέρασμα. Το θεσπιζόμενο σύστημα παράδοσης στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης ( 34 ) και σε ένα υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών ( 35 ), ενώ ο σκοπός του έγκειται στην εξάλειψη των καθυστερήσεων που αποτελούσαν εγγενές μειονέκτημα της προγενέστερης διαδικασίας έκδοσης ( 36 ).

68.

Το Δικαστήριο, αναμφίβολα υπό το πρίσμα του στοιχείου αυτού, αποφάνθηκε ότι «η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, που διαπνέει την όλη οικονομία της αποφάσεως-πλαισίου, συνεπάγεται, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, αυτής, ότι τα κράτη μέλη καταρχήν υποχρεούνται να εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως» ( 37 ). Τούτο πρέπει να θεωρείται αυτονόητο, δεδομένου ότι άλλως θα διακυβεύονταν σοβαρά οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει η απόφαση-πλαίσιο.

69.

Εντούτοις, φρονώ ότι η συσταλτική ερμηνεία –βάσει της οποίας θα αποκλειόταν εξαρχής η συνεκτίμηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων– δεν ενισχύεται ούτε από το γράμμα της απόφασης-πλαισίου ούτε από τη νομολογία.

70.

Το άρθρο 1, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαισίου ορίζει ότι η απόφαση-πλαίσιο δεν θίγει την υποχρέωση σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών που κατοχυρώνονται με το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (νυν, κατόπιν τροποποίησης, άρθρο 6 ΣΕΕ). Κατά την άποψή μου, αυτό σημαίνει ότι η υποχρέωση σεβασμού των ως άνω δικαιωμάτων και αρχών διαπνέει την απόφαση-πλαίσιο στο σύνολό της. Επομένως, χωρίς να προβλέπεται ρητώς, εννοείται ότι τα δικαιώματα αυτά μπορούν να ληφθούν υπόψη προς αιτιολόγηση μιας απόφασης να μην εκτελεστεί συγκεκριμένο ένταλμα. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα καθιστούσε τη διάταξη του άρθρου 1, παράγραφος 3, κενή περιεχομένου –εκτός αν πρόκειται απλώς για μια κομψή κοινοτοπία.

71.

Υπέρ της άποψης αυτής έχουν ταχθεί στο παρελθόν και άλλοι γενικοί εισαγγελείς του Δικαστηρίου με προτάσεις τους σε υποθέσεις σχετικές με την ερμηνεία της απόφασης-πλαισίου. Παραπέμπω ιδίως στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση I.B. ( 38 ), όπου επισήμανε τα εξής:

«[…] φρονώ ότι η ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στο γράμμα και στους σκοπούς της αποφάσεως-πλαισίου πρέπει να λάβει υπόψη όλους τους επιδιωκόμενους από την εν λόγω πράξη σκοπούς. Μολονότι αληθεύει ότι η αμοιβαία αναγνώριση αποτελεί μέσο που ενισχύει τη συνοχή του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, είναι εξίσου βέβαιο ότι η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών συνιστά προϋπόθεση που νομιμοποιεί την ύπαρξη και την ανάπτυξη του εν λόγω χώρου. Η απόφαση-πλαίσιο επανειλημμένως αντικατοπτρίζει την άποψη αυτή με τις αιτιολογικές σκέψεις 10, 12, 13 και 14, καθώς και με το άρθρο 1, παράγραφος 3. […]» ( 39 ).

72.

Συμφωνώ μαζί του.

73.

Είναι, νομίζω, πρόδηλο ότι οι δικαστικές αρχές του κράτους μέλους εκτέλεσης οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται με τη Σύμβαση και με τον Χάρτη κατά την εκτίμηση του ζητήματος αν πρέπει να εκτελέσουν ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Το ερώτημα είναι, λοιπόν, ποιες περιστάσεις πρέπει να συντρέχουν για να μην προχωρήσουν στην έκδοση διαταγής παράδοσης και βάσει ποιων παραγόντων μπορούν να καταλήξουν σε μια τέτοια απόφαση;

74.

Όπως καθίσταται σαφές από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, δεν μπορεί κάθε παράβαση της Σύμβασης να αποτελέσει δικαιολογητικό λόγο για τη μη εκτέλεση διαταγής έκδοσης ( 40 ). Παραδείγματος χάρη, στην υπόθεση Dzhaksybergenov κατά Ουκρανίας, έκρινε ότι η «απλή αναφορά σε ένα γενικό πρόβλημα σχετικό με τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε συγκεκριμένη χώρα δεν αρκεί, από μόνη της, για να δικαιολογήσει άρνηση έκδοσης» ( 41 ).

75.

Στην υπόθεση Soering κατά Ηνωμένου Βασιλείου ( 42 ), το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε, σε σχέση με το άρθρο 3 της Σύμβασης ( 43 ), ότι «η απόφαση συμβαλλόμενου κράτους για την έκδοση ενός φυγόδικου ενδέχεται να δημιουργεί ζήτημα από πλευράς του άρθρου 3 της Σύμβασης, και επομένως να στοιχειοθετείται ευθύνη του εν λόγω κράτους δυνάμει της Σύμβασης, εφόσον υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ότι το οικείο πρόσωπο, σε περίπτωση έκδοσής του, διατρέχει ουσιαστικό κίνδυνο να υποστεί είτε βασανιστήρια είτε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή ποινή στο κράτος που υπέβαλε την αίτηση έκδοσής του» ( 44 ). Όσον αφορά το άρθρο 6, το ΕΔΔΑ υπογράμμισε ότι «το δικαίωμα για δίκαιη δίκη σε ποινικές υποθέσεις, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 6, έχει εξέχουσα σημασία στις δημοκρατικές κοινωνίες […] Το δικαστήριο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να τίθεται κατ’ εξαίρεση ζήτημα από πλευράς του άρθρου 6 […] στο πλαίσιο μιας απόφασης περί έκδοσης, σε περίπτωση κατά την οποία έχει χωρήσει, ή υπάρχει κίνδυνος να χωρήσει, κατάφωρη προσβολή του δικαιώματος του οικείου προσώπου για δίκαιη δίκη στο κράτος που υπέβαλε την αίτηση έκδοσής του» ( 45 ).

76.

Μολονότι δεν υπάρχουν ευθέως αντίστοιχες σκέψεις στη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την απόφαση-πλαίσιο, παρόμοια ζητήματα ανέκυψαν στην υπόθεση N.S. κ.λπ. ( 46 ), στην οποία το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει τις συνέπειες του άρθρου 4 του Χάρτη ( 47 ) επί των υποχρεώσεων που υπέχουν οι εθνικές αρχές, ιδίως, από τον κανονισμό 343/2003 ( 48 ). Όπως και η απόφαση-πλαίσιο, ο κανονισμός θεσπίζει κανόνες για τη μεταφορά προσώπων –εν προκειμένω αιτούντων άσυλο– από το ένα κράτος μέλος στο άλλο βάσει συγκεκριμένων διαδικασιών και προθεσμιών. Το Δικαστήριο έκρινε στην ως άνω υπόθεση ότι «δεν συνάγεται ότι οποιαδήποτε προσβολή θεμελιώδους δικαιώματος, εκ μέρους του κράτους μέλους [στο οποίο ο αιτών άσυλο πρέπει να μεταφερθεί βάσει των διατάξεων του κανονισμού], θίγει τις υποχρεώσεις των λοιπών κρατών μελών περί τηρήσεως των διατάξεων του κανονισμού […]». Αν ο πήχυς ήταν τόσο χαμηλά, θα διακυβευόταν η επίτευξη των σκοπών που επιδιώκονται με τον κανονισμό. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι: «[…] προκειμένου να καταστεί δυνατή η εκ μέρους της Ένωσης και των κρατών μελών τήρηση των υποχρεώσεών τους σχετικά με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των αιτούντων άσυλο, απόκειται στα κράτη μέλη, περιλαμβανομένων και των εθνικών δικαστηρίων, να μη μεταφέρουν αιτούντα άσυλο προς το “υπεύθυνο κράτος μέλος”, κατά την έννοια του κανονισμού 343/2003, οσάκις είναι αδύνατο να αγνοούν ότι οι συστημικές πλημμέλειες όσον αφορά τη διαδικασία χορηγήσεως ασύλου και τις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων άσυλο στο κράτος μέλος αυτό αποτελούν σοβαρούς και αποδεδειγμένους λόγους που να πείθουν ότι ο αιτών θα διατρέξει ουσιαστικό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη» ( 49 ).

77.

Για να συνοψίσω, τόσο το ΕΔΔΑ όσο και το Δικαστήριο αναγνωρίζουν ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα μπορούν να θίξουν την εκ του νόμου υποχρέωση ενός κράτους μέλους να μεταφέρει κάποιο πρόσωπο σε άλλο κράτος μέλος. Όσον αφορά το άρθρο 3 της Σύμβασης και το αντίστοιχο άρθρο 4 του Χάρτη, εκτιμούν ότι το κριτήριο είναι αν υφίστανται «αποχρώσεις ενδείξεις» ότι συντρέχει «ουσιαστικός κίνδυνος» παραβάσεως της οικείας διάταξης στο κράτος στο οποίο θα έπρεπε κανονικά να μεταφερθεί ο ενδιαφερόμενος. Ως προς το άρθρο 6, το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι η υποχρέωση μεταφοράς θίγεται μόνον «κατ’ εξαίρεση», όταν «έχει χωρήσει, ή υπάρχει κίνδυνος να χωρήσει, κατάφωρη προσβολή» των δικαιωμάτων που ο ενδιαφερόμενος αντλεί από τη Σύμβαση. Το Δικαστήριο δεν έχει κληθεί ακόμη να αποφανθεί επί των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη.

78.

Όσον αφορά το βάρος απόδειξης που φέρει ο προσφεύγων, το ΕΔΔΑ έχει αποφανθεί ότι η εκ μέρους του εξέταση της ενδεχόμενης ύπαρξης κινδύνου πρέπει να είναι αυστηρή και ότι απόκειται στον προσφεύγοντα να προσκομίσει τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία ( 50 ). Όσον αφορά το απαιτούμενο βάρος απόδειξης για να δικαιολογηθεί άρνηση εκτέλεσης της υποχρέωσης μεταφοράς, το ΕΔΔΑ έκρινε στην υπόθεση Garabayev κατά Ρωσίας ( 51 ) ότι, «κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων βάσει των οποίων θα μπορούσε να διαπιστωθεί παράβαση του άρθρου 3, πρέπει να χρησιμοποιεί το κριτήριο “πέραν πάσης εύλογης αμφιβολίας”», αλλά προσέθεσε ότι «η απόδειξη μπορεί να απορρέει και από πλείονες ισχυρές, σαφείς και συγκλίνουσες ενδείξεις ή παρόμοια αμάχητα τεκμήρια. Στο πλαίσιο αυτό, λαμβάνεται υπόψη και η συμπεριφορά την οποία επιδεικνύουν οι διάδικοι στη διάρκεια της διαδικασίας αναζήτησης των αποδεικτικών στοιχείων […]» ( 52 ). Μολονότι οι σχετικές σκέψεις διατυπώθηκαν ως προς το άρθρο 3 της Σύμβασης, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής αυστηρότερων απαιτήσεων σε σχέση με το άρθρο 6, για τον πολύ απλό λόγο ότι δεν νοούνται απαιτήσεις αυστηρότερες από αυτές.

79.

Πρέπει το Δικαστήριο να υιοθετήσει τα κριτήρια που χρησιμοποιεί συναφώς το ΕΔΔΑ;

80.

Όσον αφορά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, είναι αναγκαίο να υπομνησθεί ότι, όπως ορίζει το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, το δίκαιο της Ένωσης μπορεί κάλλιστα να προβλέπει ευρύτερη προστασία από αυτήν που παρέχεται με τη Σύμβαση.

81.

Συμμερίζομαι χωρίς δισταγμό την άποψη ότι το κράτος μέλος εκτέλεσης πρέπει μόνον κατ’ εξαίρεση να έχει τη δυνατότητα να αρνηθεί τη μεταγωγή του καταζητούμενου κατ’ εφαρμογήν της απόφασης-πλαισίου. Είναι προφανές ότι ο όλος σκοπός της απόφασης-πλαισίου θα υπονομευόταν αν ήταν δυνατή η «μηχανική» άσκηση προσφυγών στηριζόμενων σε υποθετικές προσβολές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πρέπει πάντοτε να λαμβάνεται υπόψη ότι διακυβεύονται και τα συμφέροντα των θυμάτων των αξιόποινων πράξεων για προσαγωγή των αυτουργών τους ενώπιον της δικαιοσύνης ( 53 ).

82.

Επομένως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κριτήριο για την άρνηση εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης πρέπει να είναι αυστηρό. Διαφωνώ, όμως, με τη νομολογία του ΕΔΔΑ σε δύο σημεία. Πρώτον, δεν νομίζω ότι μπορώ να προτείνω στο Δικαστήριο να δεχτεί το κριτήριο της «κατάφωρης» προσβολής. Η έννοια αυτή μου φαίνεται πολύ νεφελώδης για να τύχει ομοιόμορφης ερμηνείας σε ολόκληρη την Ένωση. Έχει προταθεί η ιδέα ότι η προσβολή πρέπει να είναι τόσο σοβαρή ώστε να ισοδυναμεί με αρνησιδικία ή με ακύρωση, στην πράξη, του δικαιώματος για δίκαιη δίκη ( 54 ).

83.

Εντούτοις, το κριτήριο αυτό –ακόμη και αν υποτεθεί ότι δεν υπάρχει πρόβλημα αοριστίας– είναι, κατά τη γνώμη μου, υπερβολικά αυστηρό. Κατά μία από τις πιθανές ερμηνείες του, θα έπρεπε η οικεία ένδικη διαδικασία να είναι από κάθε άποψη άδικη προκειμένου να χαρακτηριστεί η προσβολή κατάφωρη. Ωστόσο, και μια εν μέρει άδικη δίκη δεν εγγυάται την ορθή απονομή δικαιοσύνης. Θα πρότεινα μάλλον, ως το πλέον ενδεδειγμένο, ένα κριτήριο στηριζόμενο στη διαπίστωση ότι το δικονομικό ελάττωμα ή τα δικονομικά ελαττώματα είναι τέτοιας σοβαρότητας ώστε καταργούν ουσιαστικά τον δίκαιο χαρακτήρα της όλης διαδικασίας ( 55 ).

84.

Δεύτερον –ως προς το βάρος απόδειξης– φρονώ ότι δεν είναι ορθή η απαίτηση να αποδεικνύεται «πέραν πάσης εύλογης αμφιβολίας» η ύπαρξη προσβολής. Το κριτήριο αυτό μπορεί να είναι κατάλληλο και να χρησιμοποιείται πράγματι σε ορισμένες χώρες για τον προσδιορισμό του βάρους που φέρουν οι εισαγγελικές αρχές στις ποινικές υποθέσεις. Διασφαλίζει, στο μέτρο που κάτι τέτοιο είναι δυνατόν, την ελαχιστοποίηση του ενδεχομένου να καταδικαστεί αδίκως ο κατηγορούμενος. Δεν φαίνεται όμως να έχει νόημα στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Επιπλέον, συντρέχει κίνδυνος να καταστεί, στην πράξη, αδύνατο να ανταποκριθεί στο συγκεκριμένο βάρος απόδειξης ο ενδιαφερόμενος, ο οποίος μπορεί κάλλιστα να είναι άπορος και, ως εκ τούτου, αναγκασμένος να προσφύγει στις υπηρεσίες του Δημοσίου για να οργανώσει την υπεράσπισή του.

85.

Αληθεύει, πάντως, ότι χρειάζεται κάτι περισσότερο από απλούς ισχυρισμούς περί υποθετικών παρατυπιών. Προκειμένου η αρμόδια αρχή να μην εκτελέσει ένα ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για τον λόγο ότι υφίσταται ουσιαστικός κίνδυνος προσβολής των δικαιωμάτων του καταζητούμενου, δεν αρκεί απλώς να της δημιουργηθούν κάποιες αόριστες αμφιβολίες. Θα πρότεινα, ως ενδεδειγμένο κριτήριο, να απαιτείται από τον καταζητούμενο να πείσει την αρμόδια αρχή ότι οι αντιρρήσεις του επί της μεταγωγής είναι βάσιμες ( 56 ).

86.

Η ανάλυσή μου επικεντρώθηκε μέχρι τώρα στις συνέπειες μιας μελλοντικής προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του καταζητούμενου επί της αποφάσεως για μεταγωγή του σε άλλο κράτος μέλος. Με αυτό κυρίως το ζήτημα έχει ασχοληθεί μέχρι τούδε η νομολογία τόσο του ΕΔΔΑ όσο και του Δικαστηρίου. Θα εστιάσω τώρα στις συνέπειες μιας τετελεσμένης προσβολής.

87.

Η βασική γραμμή πρέπει, κατά την άποψή μου, να παραμείνει ίδια.

88.

Πρώτον, προσβολές οι οποίες μπορούν να θεραπευτούν δεν δικαιολογούν άρνηση μεταγωγής του καταζητούμενου στο κράτος μέλος που τις διέπραξε. Τέτοιου είδους προσβολές δεν πρέπει να υπερισχύουν του σκοπού της ταχείας και αποτελεσματικής απονομής δικαιοσύνης, τον οποίο επιδιώκει να προαγάγει η απόφαση-πλαίσιο. Το ΕΔΔΑ έχει επανειλημμένως αποφανθεί ότι, κατά την εκτίμηση του ζητήματος αν έχει αποδειχθεί παράβαση του άρθρου 6 της Σύμβασης, πρέπει να εξετάζεται «αν η διαδικασία, στο σύνολό της, […] ήταν δίκαιη» ( 57 ). Τίποτε, ασφαλώς, δεν εμποδίζει τον ενδιαφερόμενο να ασκήσει αγωγή με αίτημα χρηματική ικανοποίηση κατ’ εφαρμογήν των σχετικών αρχών είτε του δικαίου της Ένωσης είτε του εθνικού δικαίου ή, ενδεχομένως, και του άρθρου 41 της Σύμβασης.

89.

Επομένως, μόνον προσβολές οι οποίες καταργούν ουσιαστικά τον δίκαιο χαρακτήρα της όλης διαδικασίας (το κριτήριο που τέθηκε με το σημείο 83 ανωτέρω) ασκούν επιρροή συναφώς. Για να πληρούται, πάντως, το εν λόγω κριτήριο σε σχέση με τετελεσμένη προσβολή, πρέπει να αποδειχθεί ότι οι συνέπειές της, αν έχουν ήδη επέλθει, αρκούν για να αποκλειστεί κάθε ενδεχόμενο να ήταν η δίκη δίκαιη ή ότι οι συνέπειες που ήδη παρήγαγε, αν και γίνονται ακόμη αισθητές, οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα.

90.

Θα δώσω δύο παραδείγματα για να εξηγήσω τι ακριβώς εννοώ. Έστω, στην πρώτη περίπτωση, ότι καταζητούμενος κατηγορείται για ανθρωποκτονία στο κράτος μέλος έκδοσης. Εκδίδεται ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης με σκοπό τη μεταγωγή του από το κράτος μέλος εκτέλεσης στο κράτος μέλος έκδοσης. Προτού, ωστόσο, εκδοθεί το ένταλμα οι αρχές του τελευταίου αυτού κράτος διέταξαν να καταστραφούν ορισμένα στοιχεία, συγκεκριμένα δε δείγματα DNA του θανόντος, τα οποία ο καταζητούμενος θεωρούσε αναγκαία για την απόδειξη της αθωότητάς του. Ο καταζητούμενος είχε μάλιστα υποβάλει, μέσω του δικηγόρου του, παρατηρήσεις στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους έκδοσης, ζητώντας να διατηρηθούν τα ως άνω δείγματα προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία στη δίκη του. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η απόφαση να καταστραφούν τα δείγματα ήταν εσφαλμένη και συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων του καταζητούμενου. Σημειωτέον ότι δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία βάσει των οποίων θα μπορούσε να αποδειχθεί η αθωότητά του. Στην περίπτωση αυτή, είναι μάλλον σαφές ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης θα έπρεπε να αρνηθεί να εκτελέσει το ένταλμα. Στη δεύτερη περίπτωση, τα πραγματικά περιστατικά είναι τα ίδια, όμως η προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 6 αφορά παράλειψη επίδοσης στον καταζητούμενο του κλητήριου θεσπίσματος. Το ελάττωμα αυτό θεραπεύεται και δεν θα έπρεπε να δικαιολογεί άρνηση εκτέλεσης του οικείου εντάλματος.

91.

Μπορεί να υποστηριχθεί ότι στην πράξη οι περισσότερες περιπτώσεις δεν θα είναι το ίδιο ξεκάθαρες, δεδομένου ότι τα ως άνω παραδείγματα καταλαμβάνουν τις δύο άκρες του φάσματος. Αυτό είναι αληθές. Δεν προτίθεμαι να υπεισέλθω σε περισσότερες λεπτομέρειες συναφώς, δεδομένου ότι τα εθνικά δικαστήρια είναι εκείνα που θα κληθούν να εξετάσουν τα συγκεκριμένα ζητήματα που θα εγείρει η κάθε υπόθεση, στο πλαίσιο μιας κατά περίπτωση εκτίμησης. Είναι αδύνατο να τεθούν αυστηροί κανόνες καθολικής εφαρμογής.

92.

Προκειμένου να δοθεί πλήρης απάντηση στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, πρέπει να γίνει αναφορά και στα άρθρα 5 της Σύμβασης και 6 του Χάρτη. Στο πλαίσιο αυτό, μου φαίνεται μάλλον απίθανο το ενδεχόμενο να μην είναι δυνατό να θεραπευτεί μια προσβολή που έλαβε χώρα πριν από τη μεταγωγή του καταζητούμενου στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος. Βεβαίως η πιθανότητα αυτή δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, αν και το Δικαστήριο δεν έχει κλήθηκε να αποφανθεί επ’ αυτού. Γενικώς, φρονώ ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι ίδιες αρχές που ισχύουν σε σχέση με το άρθρο 6 της Σύμβασης.

93.

Εν προκειμένω, απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει, εφαρμόζοντας τις προεκτεθείσες αρχές, αν οι προσβολές θεμελιωδών δικαιωμάτων τις οποίες καταγγέλλει ο C. V. Radu αρκούν για να δικαιολογήσουν άρνηση της εκτέλεσης του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

94.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο δικηγόρος του C. V. Radu φάνηκε να θέτει και ζήτημα μη τήρησης ορισμένων δικονομικών πτυχών κατά τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Χάριν πληρότητας, θα κάνω συναφώς τις εξής παρατηρήσεις.

95.

Πρώτον, οι περιπτώσεις στις οποίες είτε τίθεται ζήτημα σοβαρής προσβολής θεμελιωδών δικαιωμάτων είτε συντρέχει κάποιος από τους προβλεπόμενους στα άρθρα 3 και 4 της απόφασης-πλαισίου λόγους υποχρεωτικής ή προαιρετικής μη εκτέλεσης δεν είναι οι μοναδικές που μπορούν να δικαιολογήσουν άρνηση της εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από την αρμόδια προς τούτο αρχή. Η αρχή αυτή δύναται επίσης να αρνηθεί την εκτέλεση εφόσον αποδειχθεί ότι έχει προηγηθεί παράβαση θεμελιώδους δικονομικής απαίτησης κατά τη διαδικασία έκδοσης του οικείου εντάλματος. Αν, παραδείγματος χάρη, αποδεικνυόταν σαφώς ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν περιείχε ένδειξη ότι υπάρχει εθνικό ένταλμα σύλληψης, όπως απαιτεί το άρθρο 8, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου (επειδή, λόγου χάρη, το τελευταίο αυτό ένταλμα ήταν άκυρο λόγω τυπικού ελαττώματος, βάσει των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου του κράτους μέλους έκδοσης), δεν θα έπρεπε, κατά τη δική μου άποψη, να εκτελεστεί. Τα δικονομικά δικαιώματα που αντλούν οι καταζητούμενοι από τα άρθρα 11 έως 23 της απόφασης-πλαισίου τους παρέχουν σημαντικό περιθώριο να προβάλλουν παρόμοιες ενστάσεις πριν από την εκτέλεση των ενταλμάτων.

96.

Δεύτερον, η απόφαση-πλαίσιο δεν έχει ως σκοπό την εναρμόνιση ούτε την προσέγγιση των εθνικών ρυθμίσεων των κρατών μελών που αφορούν τους λόγους ή τις διαδικασίες επίδοσης εντάλματος σύλληψης σε πρόσωπο για το οποίο υφίστανται υπόνοιες ότι διέπραξε ποινικό αδίκημα ή το οποίο έχει καταδικαστεί για το αδίκημα αυτό. Η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, η οποία διαπνέει την απόφαση-πλαίσιο, συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι καθένα από τα κράτη μέλη αναγνωρίζει το ποινικό δίκαιο των άλλων ( 58 ).

97.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρμόδια δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης μπορεί να απορρίψει την αίτηση παράδοσης χωρίς να συντρέχει παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει από τις ιδρυτικές Συνθήκες και τις λοιπές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, εφόσον αποδεικνύεται προσβολή ή ύπαρξη κινδύνου προσβολής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του προσώπου του οποίου ζητείται η παράδοση είτε στο πλαίσιο της διαδικασίας παράδοσης είτε κατόπιν αυτής. Άρνηση εκτέλεσης χωρεί, πάντως, μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις. Σε υποθέσεις σχετικές με τα άρθρα 5 και 6 της Σύμβασης και/ή τα άρθρα 6, 47 και 48 του Χάρτη απαιτείται η οικεία προσβολή να είναι τέτοιας σοβαρότητας ώστε να καταργεί ουσιαστικά τον δίκαιο χαρακτήρα της όλης διαδικασίας. Το δε πρόσωπο που την επικαλείται οφείλει να πείσει την αρμόδια αρχή ότι οι αντιρρήσεις του είναι πραγματικά βάσιμες. Τυχόν τετελεσμένη προσβολή η οποία μπορεί να θεραπευτεί δεν αρκεί για να δικαιολογήσει άρνηση εκτέλεσης.

Πέμπτο ερώτημα

98.

Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το κράτος μέλος εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για τον λόγο ότι το κράτος μέλος έκδοσης δεν έχει μεταφέρει, ή μετέφερε εσφαλμένα, την απόφαση-πλαίσιο στο εσωτερικό του δίκαιο.

99.

Επ’ αυτού, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται σε κράτος μέλος να δικαιολογήσει τη μη εφαρμογή κανόνα του δικαίου της Ένωσης, επικαλούμενο παράλειψη άλλου κράτους μέλους να εκπληρώσει τις ίδιες ή παρεμφερείς υποχρεώσεις του ( 59 ).

100.

Τούτο σημαίνει, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, ότι η απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει οπωσδήποτε να είναι αρνητική.

101.

Μήπως όμως η απόλυτη αυτή θέση θα έπρεπε να μετριαστεί λαμβανομένης υπόψη της έμφασης που προσδίδει το αιτούν δικαστήριο στο ζήτημα της αμοιβαιότητας; Πρόκειται για ζήτημα που αποτελεί αντικείμενο αμφισβήτησης στην κύρια δίκη ( 60 ), καθόσον ο C. V. Radu ισχυρίζεται ότι η απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί, λόγω του τρόπου με τον οποίο μεταφέρθηκε στο γερμανικό δίκαιο, να εφαρμοστεί ορθώς στο εν λόγω κράτος μέλος.

102.

Είναι αληθές ότι το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάνθηκε το 2005 ότι ο νόμος περί μεταφοράς της απόφασης-πλαισίου στην εθνική έννομη τάξη ήταν αντισυνταγματικός και, ως εκ τούτου, άκυρος ( 61 ). Νομίζω όμως ότι έχει καταστεί σαφές, και επιβεβαιώθηκε από τη Γερμανική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το πρόβλημα λύθηκε με τη θέσπιση νέου νόμου το 2006.

103.

Θα προσέθετα μόνον το εξής. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η εκπρόσωπος της Γερμανικής Κυβέρνησης έφερε το παράδειγμα ενός κλεφτοκοτά. Δήλωσε ότι, κατά την εκτίμησή της, αν υποβαλλόταν στο συγκεκριμένο κράτος μέλος αίτηση εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ενός τέτοιου προσώπου και στο κράτος μέλος έκδοσης του είχε επιβληθεί, για την ως άνω πράξη, κάθειρξη έξι ετών, η αρμόδια αρχή δεν θα προχωρούσε στην εκτέλεση του εντάλματος. Υποστήριξε ότι η άρνηση αυτή θα ήταν δικαιολογημένη βάσει της αρχής της αναλογικότητας και παρέπεμψε στο άρθρο 49, παράγραφος 3, του Χάρτη, κατά το οποίο «η αυστηρότητα της ποινής δεν πρέπει να είναι δυσανάλογη προς το αδίκημα». Το Δικαστήριο δεν έχει κληθεί ακόμη να ερμηνεύσει τη διάταξη αυτή. Στο πλαίσιο της Σύμβασης, το ΕΔΔΑ έχει αποφανθεί ότι, μολονότι, καταρχήν, τα ζητήματα που αφορούν την καταλληλότητα των ποινών δεν εμπίπτουν, ως επί το πλείστον, στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης, εντούτοις μια «προδήλως δυσανάλογη» ποινή ενδέχεται να συνιστά μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 3, πλην όμως το κριτήριο αυτό θα πληρούται μόνο σε «εντελώς σπάνιες» περιπτώσεις ( 62 ). Οι εικασίες ως προς την ερμηνεία που θα έπρεπε να δοθεί στο άρθρο 49, παράγραφος 3, του Χάρτη υπό το πρίσμα της ερμηνείας των διατάξεων του άρθρου 3 της Σύμβασης από το ΕΔΔΑ θα είχαν ασφαλώς κάποιο ενδιαφέρον. Δεν σκοπεύω όμως να επεκταθώ στο ζήτημα αυτό για τον πολύ απλό λόγο ότι δεν έχει τεθεί εν προκειμένω. Ακόμη πάντως και αν υποτεθεί ότι μια τέτοια συμπεριφορά των δικαστικών αρχών εκτέλεσης στη Γερμανία στοιχειοθετούσε πράγματι παράλειψη του εν λόγω κράτους μέλους να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από την απόφαση-πλαίσιο, δεν θα δικαιολογούσε, στο πλαίσιο της απάντησης προς το πέμπτο ερώτημα, άρνηση των δικαστικών αρχών εκτέλεσης ενός άλλου κράτους μέλους να προχωρήσουν στην εκτέλεση των ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης που εκδίδονται στη Γερμανία.

104.

Για τους λόγους αυτούς, στο πέμπτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρμόδια δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δεν δύναται να απορρίψει αίτηση παράδοσης για τον λόγο ότι το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δεν έχει μεταφέρει, ή μετέφερε εσφαλμένα, την απόφαση-πλαίσιο στην εσωτερική του έννομη τάξη, καθόσον στοιχειοθετείται, λόγω της άρνησης αυτής, παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει το κράτος μέλος εκτέλεσης από τις Ιδρυτικές Συνθήκες και τις λοιπές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης.

Έκτο ερώτημα

105.

Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν ορισμένες διατάξεις του εθνικού δικαίου είναι σύμφωνες με τη Σύμβαση και τον Χάρτη και αν, με τις εν λόγω διατάξεις, η απόφαση-πλαίσιο έχει μεταφερθεί ορθώς στην εσωτερική έννομη τάξη.

106.

Κατά πάγια νομολογία, δεν απόκειται στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, να αποφαίνεται αν εθνικές διατάξεις είναι συμβατές με το δίκαιο της Ένωσης ( 63 ). Μολονότι η αρχή αυτή δεν είναι απόλυτη, υπό την έννοια ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα σχετικά με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνευτικά στοιχεία που ενδέχεται να του χρησιμεύσουν προκειμένου να εκτιμήσει το ζήτημα της συμβατότητας των οικείων διατάξεων, εντούτοις τα στοιχεία τα οποία περιέχει η διάταξη περί παραπομπής δεν επαρκούν για να μπορέσει το Δικαστήριο να δώσει παρόμοιες κατευθύνσεις εν προκειμένω ( 64 ).

107.

Επομένως, το έκτο ερώτημα είναι απαράδεκτο.

Πρόταση

108.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Curtea de Apel Constanţa:

1)

Οι διατάξεις του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιλαμβανομένων των άρθρων του 6, 48 και 52, αποτελούν τμήμα του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης. Τα δε θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, όπως τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 5, παράγραφοι 1, 3 και 4, και 6, παράγραφοι 2 και 3, της Σύμβασης αυτής, συνιστούν γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης.

2)

Η στέρηση της ελευθερίας και η παράδοση άνευ της συναίνεσης του καταζητούμενου, ως μέτρα που συνεπάγεται η διαδικασία εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, συνιστούν επέμβαση στο δικαίωμα του προσώπου αυτού στην ελευθερία, για τους σκοπούς του άρθρου 5 της Σύμβασης και του άρθρου 6 του Χάρτη. Υπό κανονικές συνθήκες, η ως άνω επέμβαση δικαιολογείται ως «αναγκαία στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας», κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της Σύμβασης. Εντούτοις, η κράτηση η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής πρέπει να μην είναι αυθαίρετη. Για να μη χαρακτηριστεί αυθαίρετη, η κράτηση πρέπει να γίνεται καλόπιστα· να συνδέεται στενά με τον λόγο στον οποίο στηρίζεται συναφώς η δικαστική αρχή εκτέλεσης· ο τόπος και οι συνθήκες της κράτησης να είναι κατάλληλα· τέλος, η διάρκειά της να μην υπερβαίνει το χρονικό διάστημα που ευλόγως απαιτείται για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (ώστε να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας). Το άρθρο 6 του Χάρτη πρέπει να ερμηνεύεται κατά τον ίδιο τρόπο όπως το άρθρο 5, παράγραφος 1, της Σύμβασης.

3)

Η αρμόδια δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης μπορεί να απορρίψει την αίτηση παράδοσης χωρίς να συντρέχει παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει από τις ιδρυτικές Συνθήκες και τις λοιπές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, εφόσον αποδεικνύεται προσβολή ή ύπαρξη κινδύνου προσβολής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του προσώπου του οποίου ζητείται η παράδοση είτε στο πλαίσιο της διαδικασίας παράδοσης είτε κατόπιν αυτής. Άρνηση εκτέλεσης χωρεί, πάντως, μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις. Σε υποθέσεις σχετικές με τα άρθρα 5 και 6 της Σύμβασης και/ή τα άρθρα 6, 47 και 48 του Χάρτη, απαιτείται η οικεία προσβολή να είναι τέτοιας σοβαρότητας ώστε να καταργεί ουσιαστικά τον δίκαιο χαρακτήρα της όλης διαδικασίας. Το δε πρόσωπο που την επικαλείται οφείλει να πείσει την αρμόδια αρχή ότι οι αντιρρήσεις του είναι πραγματικά βάσιμες. Τυχόν τετελεσμένη προσβολή η οποία μπορεί να θεραπευτεί δεν αρκεί για να δικαιολογήσει άρνηση εκτέλεσης.

4)

Η αρμόδια δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δεν δύναται να απορρίψει αίτηση παράδοσης για τον λόγο ότι το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δεν έχει μεταφέρει, ή μετέφερε εσφαλμένα, την απόφαση-πλαίσιο στην εσωτερική του έννομη τάξη, καθόσον στοιχειοθετείται, λόγω της άρνησης αυτής, παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει το κράτος μέλος εκτέλεσης από τις ιδρυτικές Συνθήκες και τις λοιπές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (στο εξής: απόφαση-πλαίσιο) (ΕΕ L 190, σ. 1). Αυτή τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ L 81, σ. 24). Οι τροποποιήσεις οι οποίες έγιναν δεν ασκούν επιρροή ως προς τα ζητήματα που θα πραγματευτώ με τις προτάσεις μου.

( 3 ) Το άρθρο 6 ΣΕΕ τροποποίησε ελαφρώς και αντικατέστησε το άρθρο 6 ΕΕ, το οποίο ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης τόσο της απόφασης-πλαισίου όσο και των επίμαχων εν προκειμένω ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης. Οι παράγραφοι 1 και 2 εκείνου του άρθρου είχαν ως εξής:

«1.

Η Ένωση βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και του κράτους δικαίου, αρχές οι οποίες είναι κοινές στα κράτη μέλη.

2.

Τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και όπως απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, αποτελούν μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης».

( 4 ) Βλ. τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17).

( 5 ) Απόφαση της 18ης Ιουλίου 2005, 2 BvR 2236/4. Το σκεπτικό της απόφασης του εθνικού δικαστηρίου στηριζόταν σε λόγους σχετικούς με την εφαρμογή του οικείου νόμου στους ημεδαπούς.

( 6 ) Πρόκειται για λόγο άρνησης ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της απόφασης-πλαισίου και στο άρθρο 98, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του νόμου 302/2004.

( 7 ) Βλ. σημεία 105 επ. κατωτέρω.

( 8 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 1978, 83/78, Redmond (Συλλογή τόμος 1978, σ. 739, σκέψη 25).

( 9 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 1990, C-231/89, Gmurzynska-Bscher (Συλλογή 1990, σ. I-4003, σκέψη 20).

( 10 ) Βλ., παραδείγματος χάρη, απόφαση της 3ης Μαΐου 2007, C-303/20, Advocaten voor de Wereld (Συλλογή 2007, σ. I-3633, σκέψη 20).

( 11 ) ΕΕ 2010, C 56, σ. 7.

( 12 ) Βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 3, του πρωτοκόλλου, η μεταβατική διάταξη του άρθρου 10, παράγραφος 1, θα παύσει να ισχύει μετά την παρέλευση πέντε ετών από την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας, δηλαδή στις 30 Νοεμβρίου 2014.

( 13 ) Βλ. συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε στην ιστοσελίδα www.cvce.eu.

( 14 ) Βλ., γενικώς, πέμπτη, έκτη και δέκατη αιτιολογική σκέψη της απόφασης-πλαισίου.

( 15 ) Βλ. πέμπτη αιτιολογική σκέψη της απόφασης-πλαισίου.

( 16 ) Έκθεση της 11ης Απριλίου 2011 της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την εφαρμογή, από το 2007, της απόφασης πλαισίου του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών [COM(2011) 175 τελικό] (στο εξής: έκθεση του 2011), κεφάλαιο 1.

( 17 ) Βλ. σημείο 70 κατωτέρω.

( 18 ) Βλ., επ’ αυτού, ιδίως το κεφάλαιο 4 της εκθέσεως του 2011. Βλ., επίσης, σημείο 249 και υποσημείωση 97 των προτάσεών μου στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, C-27/09 P, Γαλλία κατά People’s Mojahedin Organization of Iran (Συλλογή 2011, σ. I-13427).

( 19 ) Όσον αφορά τον Χάρτη, βλ. επίσης το άρθρο του 51, παράγραφος 1, το οποίο ορίζει ότι ο Χάρτης δεσμεύει τα κράτη μέλη μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Είναι πρόδηλο ότι, στο μέτρο κατά το οποίο ενεργούν προς συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που υπέχουν από την απόφαση-πλαίσιο, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Δεδομένου ότι όλα τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη της Σύμβασης, δεσμεύονται από αυτή όχι μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, αλλά και στο πλαίσιο της εθνικής τους νομοθεσίας.

( 20 ) Βλ. σημείο 23 ανωτέρω.

( 21 ) Βλ., παραδείγματος χάρη, αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2007, C-432/05, Unibet (Συλλογή 2007, σ. I-2271, σκέψη 37), και της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, C-402/05 P και C-415/05 P, Kadi και AL Barakaat InternationaL Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. I-6351, σκέψη 335).

( 22 ) Απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 1969, 29/69, Stauder (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 147, σκέψη 7).

( 23 ) Απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1970, 11/70, Internationale Handelsgesellschaft (Συλλογή 1969-1971, σ. 581, σκέψη 4).

( 24 ) Απόφαση της 14ης Μαΐου 1974, 4/73, Nold κατά Επιτροπής (Συλλογή 1974, σ. 277, σκέψη 13).

( 25 ) Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 21 απόφαση Kadi και AL Barakaat InternationaL Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (σκέψη 284 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 26 ) Απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, C-385/07 P, Der Grüne Punkt - Duales System Deutschland κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. I-6155, σκέψη 178 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 27 ) Παραπέμπω ακόμη, χάριν πληρότητας, στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, C-306/09, I.B. (Συλλογή 2010, σ. I-10341), όπου αναφέρεται ότι «η ανάγκη να ερμηνευτεί η απόφαση-πλαίσιο υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων κατέστη επιτακτικότερη κατόπιν της θέσεως σε ισχύ του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων» (σημείο 44). Μολονότι με το σχόλιο αυτό φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να υπονοείται ότι η απόφαση-πλαίσιο πρέπει πλέον, κατόπιν της έναρξης της ισχύος του άρθρου 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ, να ερμηνεύεται διαφορετικά, φρονώ ότι δεν ήταν αυτό το πνεύμα της συγκεκριμένης παρατήρησης. Κατά την άποψή μου, δίνεται απλώς έμφαση στην ισχυρή πολιτική βούληση, στην οποία αναφέρθηκα ανωτέρω, για ανάδειξη με πανηγυρικό τρόπο της σημασίας των οικείων δικαιωμάτων.

( 28 ) Μολονότι το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται με τα ερωτήματά του και σε άλλα άρθρα του Χάρτη και της Σύμβασης, ερμηνεύω τις σχετικές παραπομπές απλώς ως υπόμνηση του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το δικαίωμα στην ελευθερία όταν διεξάγεται ποινική δίκη. Εστιάζω, συνεπώς, μόνο στις πλέον κρίσιμες, κατά την προσωπική μου εκτίμηση, διατάξεις.

( 29 ) Βλ. ΕΔΔΑ, αποφάσεις ChahaL κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 15ης Νοεμβρίου 1996, RecueiL des arrêts et décisions 1996-V, σ. 1853, § 112, Ismoilov κ.λπ. κατά Ρωσίας της 24ης Απριλίου 2008, προσφυγή αριθ. 2947/06, § 135, και Lokpo και Touré κατά Ουγγαρίας της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, προσφυγή αριθ. 10816/10, § 16.

( 30 ) Ναι μεν η εν λόγω απόφαση αφορούσε υπόθεση σχετική με διαδικασία έκδοσης, και όχι με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, πλην όμως νομίζω ότι το σκεπτικό στο οποίο στηρίζεται ισχύει απολύτως και εν προκειμένω. Αυτό δεν σημαίνει, ασφαλώς, ότι θα είναι πάντοτε θεμιτή η κατ’ αναλογίαν εφαρμογή, σε παρόμοιες περιπτώσεις, των αρχών που αντλούνται από τη νομολογία σχετικά με το προγενέστερο σύστημα έκδοσης.

( 31 ) ΕΔΔΑ, απόφαση A. κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 19ης Φεβρουαρίου 2009, προσφυγή αριθ. 3455/05, § 164.

( 32 ) Βλ. έκθεση του 2011, κεφάλαιο 5.

( 33 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 1ης Δεκεμβρίου 2008, C-388/08 PPU, Leymann και Pustovarov (Συλλογή 2008, σ. I-8983, σκέψη 51), και της 6ης Οκτωβρίου 2009, C-123/08, Wolzenburg (Συλλογή 2009, σ. I-9621, σκέψη 57). Βλ., επίσης, όσον αφορά το άρθρο 4, απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, C-139/10, Prism Investments (Συλλογή 2011, σ. I-9511, σκέψη 33).

( 34 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Advocaten voor de Wereld (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 28), και απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, C-66/08, Kozłowski (Συλλογή 2008, σ. I-6041, σκέψη 31).

( 35 ) Βλ. δέκατη αιτιολογική σκέψη της απόφασης-πλαισίου.

( 36 ) Βλ. πέμπτη αιτιολογική σκέψη της απόφασης-πλαισίου.

( 37 ) Βλ. απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2010, C-261/09, Mantello (Συλλογή 2010, σ. I-11477, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 38 ) Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 27 ανωτέρω.

( 39 ) Σημείο 43. Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν η προαναφερθείσα στην υποσημείωση 33 απόφαση Wolzenburg (σημεία 148 και 151), και η προαναφερθείσα στην υποσημείωση 37 απόφαση Mantello (σημεία 87 και 88), καθώς και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2012, C-42/11, Lopes da Silva Jorge (σημείο 28).

( 40 ) Όπως προείπα στην υποσημείωση 30 ανωτέρω, νομίζω ότι οι αρχές στις οποίες στηρίζεται η προγενέστερη διαδικασία έκδοσης δεν διαφέρουν, στο πλαίσιο αυτό από εκείνες που συνιστούν τη βάση του συστήματος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

( 41 ) Της 10ης Φεβρουαρίου 2001, προσφυγή αριθ. 12343/10, § 37.

( 42 ) Προσφυγή αριθ. 14038/88.

( 43 ) Το άρθρο 3 της Σύμβασης απαγορεύει τα βασανιστήρια και κάθε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή ποινή.

( 44 ) § 91 της απόφασης, η υπογράμμιση δική μου.

( 45 ) § 113 της απόφασης, η υπογράμμιση δική μου.

( 46 ) Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, C-411/10 και C-493/10 (Συλλογή 2011, σ. I-13905).

( 47 ) Το άρθρο 4 του Χάρτη είναι το αντίστοιχο του άρθρου 3 της Σύμβασης.

( 48 ) Κανονισμός (ΕΚ) 343/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας (ΕΕ L 50, σ. 1).

( 49 ) Σκέψεις 82 και 94 της απόφασης, η υπογράμμιση δική μου.

( 50 ) Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Saadi κατά Ιταλίας της 28ης Φεβρουαρίου 2008, προσφυγή αριθ. 37201/06, §§ 128 και 129.

( 51 ) Προσφυγή αριθ. 38411/02.

( 52 ) § 76.

( 53 ) Βλ. σημείο 40 ανωτέρω.

( 54 ) Βλ. κοινή γνώμη των δικαστών Sir Nicolas Bratza, M. Bonello και M. Hedigan, οι οποίοι διαφώνησαν εν μέρει με την πλειοψηφία στην απόφαση του ΕΔΔΑ Mamatkoulov και Askarov κατά Τουρκίας της 4ης Φεβρουαρίου 2005, προσφυγές αριθ. 46827/99 και 46951/99, § 14.

( 55 ) Την προσέγγιση αυτή ακολούθησε, παραδείγματος χάρη, ο Lord Philipps στη σκέψη 136 της εισήγησής του ενώπιον του House of Lords στην υπόθεση RB (Algeria) and Another v. Secretary of State for the Home Department (βλ. http://www.publications.parliament.uk/pa/ld200809/ldjudgmt/jd090218/rbalge-1.htm).

( 56 ) Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο δικηγόρος του C. V. Radu κλήθηκε από το Δικαστήριο να διευκρινίσει με ποιον ακριβώς τρόπο προσβλήθηκαν τα θεμελιώδη δικαιώματα του πελάτη του. Ομολογώ ότι, προσωπικά τουλάχιστον, δεν βρήκα την απάντησή του ιδιαιτέρως διαφωτιστική.

( 57 ) Βλ., ιδίως, ΕΔΔΑ, απόφαση Bernard κατά Γαλλίας της 23ης Απριλίου 1998, RecueiL des arrêts et décisions 1998-II, σ. 879, § 37.

( 58 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2003, C-187/01 και C-385/01, Gözütok και Brügge (Συλλογή 2003, σ. I-1345, σκέψεις 32 και 33).

( 59 ) Βλ. σε αυτό το πνεύμα, ιδίως, απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 1979, 232/78, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 323, σκέψη 9).

( 60 ) Βλ. σημεία 19 και 23 ανωτέρω.

( 61 ) Βλ. σημείο 19 και υποσημείωση 5 ανωτέρω.

( 62 ) ΕΔΔΑ, απόφαση Vinter κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 17ης Ιανουαρίου 2012, προσφυγές αριθ. 66069/09, 130/10 και 3896/10, § 89.

( 63 ) Απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2011, C-489/09, Vandoorne (Συλλογή 2011, σ. I-225, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 64 ) Η Επιτροπή επισημαίνει με τις παρατηρήσεις της ότι, σύμφωνα με την έκθεση του 2011, η Ρουμανία έχει μεταφέρει ορθώς στην εσωτερική της έννομη τάξη τις κρίσιμες εν προκειμένω διατάξεις της απόφασης-πλαισίου. Η παρατήρηση αυτή, για ευνόητους λόγους, έχει αξία μόνον ως ενδεικτικό στοιχείο.