ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

PEDRO CRUZ VILLALÓN

της 28ης Ιουνίου 2012 ( 1 )

Υπόθεση C-124/11

Bundesrepublik Deutschland

κατά

Karen Dittrich

Υπόθεση C-125/11

Bundesrepublik Deutschland

κατά

Robert Klinke

Υπόθεση C-143/11

Jörg-Detlef Müller

κατά

Bundesrepublik Deutschland

[αιτήσεις του Bundesverwaltungsgericht (Γερμανία)για την έκδοση προδικαστικών αποφάσεων]

«Ίση μεταχείριση στο πλαίσιο της εργασίας και της απασχολήσεως — Εθνική ρύθμιση που προβλέπει τη χορήγηση στους δημοσίους υπαλλήλους επιδόματος σε περίπτωση ασθενείας — Μέλη της οικογένειας που ενδέχεται να καλύπτονται από το επίδομα — Αποκλεισμός των καταχωρισμένων σχέσεων συμβιώσεως — Πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78/EΚ — Έννοια της αμοιβής»

1. 

Στο πλαίσιο τριών δικών στις οποίες τέθηκε το ζήτημα αν οι καταχωρισμένοι σύντροφοι δικαιούνται τις παροχές που το γερμανικό δίκαιο κατοχυρώνει υπέρ των εγγάμων, το Bundesverwaltungsgericht υπέβαλε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης το ερώτημα κατά πόσον η αξίωση αυτή μπορεί να βασιστεί στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία τυγχάνει εφαρμογής δυνάμει του δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο της εργασίας και της απασχολήσεως.

2. 

Το Δικαστήριο της Ένωσης έχει, επομένως, την ευκαιρία να αποσαφηνίσει τη νομολογία του όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000 ( 2 ), για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Εν προκειμένω, ζητείται να διευκρινισθεί κατά πόσο η οδηγία τυγχάνει εφαρμογής στα επιδόματα που χορηγούνται στους δημόσιους υπαλλήλους σε περίπτωση ασθενείας.

3. 

Προς τον σκοπό αυτό είναι απαραίτητο να εξετασθεί αν τα εν λόγω επιδόματα συνιστούν αμοιβή προς τους σκοπούς της οδηγίας 2000/78, η δυνατότητα εφαρμογής της οποίας στις υπό κρίση υποθέσεις εξαρτάται –όπως προκύπτει από τη συνδυασμένη ερμηνεία της δέκατης τρίτης αιτιολογικής σκέψεως και του άρθρου του 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ– από το αν το επίμαχο επίδομα εξομοιώνεται με «αμοιβή» κατά την έννοια του άρθρου 141 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 157 ΣΛΕΕ). Προς τον σκοπό αυτό, είναι αναγκαίο να εξετασθούν σε βάθος τα κριτήρια που εφάρμοσε το Δικαστήριο της Ένωσης στις αποφάσεις που εξέδωσε στον τομέα, οι οποίες περιορίζονται επί του παρόντος στις συντάξεις, και, ταυτοχρόνως, να προσδιορισθεί σε ποιον βαθμό το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2000/78 καθιστά αδύνατη την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας στις παροχές που καταβάλλουν τα δημόσια ή τα εξομοιούμενα προς τα δημόσια συστήματα.

I – Νομικό πλαίσιο

Α – Το δίκαιο της Ένωσης

4.

Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 13 της οδηγίας 2000/78:

«Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως και κοινωνικής προστασίας οι παροχές των οποίων δεν εξομοιούνται προς αμοιβή, κατά την έννοια που δίδεται στον όρο αυτόν από την εφαρμογή του άρθρου 141 της Συνθήκης ΕΚ, ούτε προς τις πάσης φύσεως αμοιβές που καταβάλλει το κράτος με στόχο την πρόσβαση στην απασχόληση ή την παραμονή σε αυτήν.»

5.

Το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78 ορίζει το αντικείμενό της ως εξής:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη.»

6.

Δυνάμει του άρθρου 2 της οδηγίας 2000/78:

«1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.   Κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1:

α)

συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο,

[…]».

7.

Το άρθρο 3 ορίζει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78:

«1.   Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:

[…]

γ)

τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών,

[…]

3.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις πάσης φύσεως παροχές που καταβάλλουν τα δημόσια συστήματα ή τα εξομοιούμενα προς τα δημόσια, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης ή προστασίας.

[…]»

Β – Το εθνικό δίκαιο

1. Νομικό πλαίσιο περί καταχωρισμένων σχέσεων συμβιώσεως

8.

Ο Gesetz über die Eingetragene Lebenspartnerschaft (νόμος περί καταχωρισμένων σχέσεων συμβιώσεως, στο εξής: LPartG), της 16ης Φεβρουαρίου 2001 ( 3 ), όπως τροποποιήθηκε εσχάτως με το άρθρο 7 του νόμου της 6ης Ιουλίου 2009 ( 4 ), ορίζει στο άρθρο του 1, παράγραφος 1, το εξής:

«Δύο πρόσωπα του ιδίου φύλου συνάπτουν σχέση συμβιώσεως μέσω αυτοπρόσωπης και ταυτόχρονης δηλώσεως ενώπιον ληξιάρχου της επιθυμίας τους να συνάψουν σταθερή σχέση συμβιώσεως. Οι δηλώσεις δεν γίνονται υπό αίρεση ούτε για συγκεκριμένη διάρκεια.»

9.

Κατά το άρθρο 5 του LPartG, οι καταχωρισμένοι σύντροφοι «υποχρεούνται αμοιβαίως να συνεισφέρουν επαρκώς με την εργασία και την περιουσία τους στις ανάγκες της συμβιώσεως […]»

2. Νομικό πλαίσιο περί επιδομάτων στους δημόσιους υπαλλήλους

10.

Ο Bundesbeamtengesetz (νόμος ομοσπονδιακών υπαλλήλων, στο εξής: BBG) καθιερώνει το δικαίωμα των ομοσπονδιακών υπαλλήλων στη χορήγηση επιδόματος σε περίπτωση ασθενείας. Δυνάμει του άρθρου του 80, το εν λόγω επίδομα επεκτείνεται, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, στον σύζυγο του ομοσπονδιακού υπαλλήλου και τα συντηρούμενα τέκνα του.

11.

Το εφαρμοστέο μέχρι τις 14 Φεβρουαρίου 2009 κανονιστικό πλαίσιο προέβλεπε ότι ο σύζυγος ομοσπονδιακού υπαλλήλου και τα συντηρούμενα τέκνα του δικαιούνταν το επίδομα, χωρίς, όμως, να το επεκτείνει σε όσους συνάπτουν καταχωρισμένη σχέση συμβιώσεως. Δεν επρόκειτο, σε καμία περίπτωση, για επίδομα χορηγούμενο άνευ όρων, καθώς, όσον αφορά τον σύζυγο, το επίδομα χορηγούνταν μόνο αν τα εισοδήματά του δεν υπερέβαιναν τα 18000 ευρώ ή αν, παρά την ύπαρξη πλήρους ασφαλίσεως υγείας, δεν είχε πρόσβαση σε ασφαλιστικές παροχές ή η χορήγηση των παροχών σε αυτόν έχει ανασταλεί επ’ αόριστον εξαιτίας εγγενών παθήσεων ή άλλων συγκεκριμένων ασθενειών. Επομένως, αξίωση για τη χορήγηση του επιδόματος υφίσταται όταν ο σύζυγος του δικαιούχου εξαρτάται οικονομικώς από αυτόν εξαιτίας του πολύ χαμηλού του εισοδήματος ή λόγω ανεπαρκούς καλύψεως από τον δικό του ασφαλιστικό φορέα, για την οποία δεν ευθύνεται ο ίδιος.

12.

Δυνάμει των προβλεπόμενων στο άρθρο 80, παράγραφος 4, του BBG, το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εσωτερικών εξέδωσε την Verordnung über Beihilfe in Krankheits-, Pflege- und Geburtsfällen (Bundesbeihilfeverordnung) (υπουργική απόφαση περί ομοσπονδιακών επιδομάτων, στο εξής: BBhV), της 13ης Φεβρουαρίου 2009 ( 5 ), η οποία, καθ’ ο μέρος μας αφορά, διατηρεί σε ισχύ το προγενέστερο καθεστώς, αποκλείοντας τους καταχωρισμένους συντρόφους που έχουν εγγραφεί ως δικαιούχοι του επιδόματος λόγω ασθενείας.

13.

Σε χρόνο μεταγενέστερο των πραγματικών περιστατικών των κύριων δικών, αλλά χωρίς να ασκεί επιρροή σε αυτές, τροποποιήθηκε το νομικό πλαίσιο, δυνάμει του οποίου μεταξύ των δικαιούχων του επίμαχου επιδόματος συγκαταλέγονται οι καταχωρισμένες σχέσεις συμβιώσεως ( 6 ).

II – Το ιστορικό της διαφοράς

14.

Καθένας από τους ομοσπονδιακούς υπαλλήλους, ενάγοντες της κύριας δίκης, έχει συνάψει καταχωρισμένη σχέση συμβιώσεως στο πλαίσιο της οποίας ο καταχωρισμένος σύντροφός του εξαρτάται οικονομικώς από αυτόν.

15.

Κατόπιν υποβολής αιτήσεως για τη χορήγηση κρατικών επιδομάτων λόγω ασθενείας στις υποθέσεις C-124/11 και C-125/11, και μετά την πρώτη απορριπτική απάντηση της διοικήσεως, το Verwaltungsgericht του Βερολίνου αναγνώρισε ότι οι ενάγοντες δικαιούνται τα επίμαχα επιδόματα, αποφαινόμενο ότι, μολονότι μεταξύ των δικαιούχων των επιδομάτων δεν συγκαταλέγονται οι καταχωρισμένοι σύντροφοι, εντούτοις, τα δικαιούνται δυνάμει της οδηγίας 2000/78, καθόσον, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τέτοιου είδους επιδόματα συνιστούν «αμοιβή» υπό την έννοια της εν λόγω οδηγίας, διότι καταβάλλονται λόγω της εργασιακής σχέσεως και όχι στο πλαίσιο είτε του γενικού δημοσίου συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως ή προστασίας είτε άλλου εξομοιούμενου προς αυτά συστήματος.

16.

Αντιθέτως, στην υπόθεση C-143/11 τόσο η διοίκηση όσο και το διοικητικό δικαστήριο απέρριψαν το αίτημα του ενάγοντος με το σκεπτικό ότι δεν υπήρξε παράβαση της οδηγίας 2000/78, διότι δεν είναι συγκρίσιμες η περίπτωση του συζύγου με αυτή του καταχωρισμένου συντρόφου.

17.

Εν πάση περιπτώσει, ο ζημιωθείς από την αντίστοιχη δικαστική απόφαση διάδικος άσκησε αναίρεση ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht.

18.

Το αιτούν δικαιοδοτικό όργανο εκκινεί από τη βάση ότι η εθνική ρύθμιση δεν συγκαταλέγει τους καταχωρισμένους συντρόφους μεταξύ των πιθανών δικαιούχων των κρατικών επιδομάτων που προβλέπονται για τους ομοσπονδιακούς υπαλλήλους σε περίπτωση ασθενείας. Μεταξύ των δικαιούχων των εν λόγω επιδομάτων συγκαταλέγονταν, εντούτοις, οι σύζυγοι τέτοιου είδους υπαλλήλων.

19.

Το Bundesverwaltungsgericht έχει αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2000/78 στις υποθέσεις που αποτέλεσαν αντικείμενο των κύριων δικών. Σε περίπτωση που τυγχάνει εφαρμογής, τούτο σημαίνει ότι οι καταχωρισμένοι σύντροφοι πρέπει να τυγχάνουν της ίδιας μεταχειρίσεως με τους συζύγους, με αποτέλεσμα οι εμπλεκόμενοι στις εν λόγω δίκες ιδιώτες να δικαιούνται το επίδικο κρατικό επίδομα.

20.

Το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι η εφαρμογή ή μη της οδηγίας 2000/78 εξαρτάται από τον νομικό χαρακτηρισμό που θα δοθεί στο επίμαχο κρατικό επίδομα. Ειδικότερα, εξαρτάται από το αν συνιστά αμοιβή κατά την έννοια του άρθρου 157 ΣΛΕΕ –περίπτωση κατά την οποία τυγχάνει εφαρμογής η οδηγία 2000/78– ή παροχή του δημόσιου συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως περιθάλψεως ή αντίστοιχου συστήματος και η οποία εξαιρείται, κατά συνέπεια, από το πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης οδηγίας.

21.

Κατά το Bundesverwaltungsgericht η εφαρμογή των κριτηρίων που εφαρμόζει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να διακρίνει μεταξύ των συντάξεων, αναλόγως της πηγής της χρηματοδοτήσεώς τους, δεν ενδείκνυται στο πλαίσιο των συστημάτων προστασίας κατά ασθενείας. Μεταξύ άλλων, διότι το επίδομα σε περίπτωση ασθενείας δεν εξαρτάται από τη διάρκεια της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως.

III – Το υποβληθέν ερώτημα

22.

Υπό τις ανωτέρω συνθήκες, το Bundesverwaltungsgericht υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα:

«Εφαρμόζεται η οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, επί εθνικών διατάξεων σχετικών με τη χορήγηση στους δημόσιους υπαλλήλους κρατικών επιδομάτων σε περίπτωση ασθενείας;»

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

23.

Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως στις υποθέσεις C-124/11 και C-125/11 πρωτοκολλήθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 9 Μαρτίου 2011. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C-143/11 πρωτοκολλήθηκε στις 24 Μαρτίου 2011.

24.

Οι τρεις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως συνενώθηκαν με την από 27 Μαΐου 2011 διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου.

25.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι K. Dittrich, R. Klinke και J. D. Müller, καθώς και η Επιτροπή.

26.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Μαΐου 2012 παρέστησαν οι πληρεξούσιοι των διαδίκων, υποβάλλοντας προφορικώς τις παρατηρήσεις τους.

27.

Με την έγγραφη κλήση στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση ζητήθηκε από τους διαδίκους να υποβάλουν εγγράφως διευκρινίσεις όσον αφορά τον τρόπο χρηματοδοτήσεως του επίμαχου επιδόματος· ειδικότερα, όσον αφορά το αν το επίδομα χρηματοδοτείται, ολικώς ή μερικώς, από τις εισφορές που καταβάλλει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπό την ιδιότητά της ως εργοδότης των ομοσπονδιακών υπαλλήλων ή μέσω του προϋπολογισμού κοινωνικής ασφαλίσεως. Η προθεσμία που τους τάχθηκε για την υποβολή των εν λόγω διευκρινίσεων παρήλθε στις 13 Απριλίου 2012.

V – Επιχειρήματα

28.

Οι ενάγοντες στην κύρια δίκη διατείνονται ότι η οδηγία 2000/78 τυγχάνει εφαρμογής στο επίδικο επίδομα. Τούτο συμβαίνει διότι κατά τη γνώμη τους και κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφενός, κάθε αμοιβή κατά την έννοια του άρθρου 157 ΣΛΕΕ εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας και, αφετέρου, η έννοια της απασχολήσεως περιλαμβάνει και τη σχέση που συνδέει τον δημόσιο υπάλληλο με το κράτος ( 7 ).

29.

Οι ενάγοντες διατείνονται ότι κατά του χαρακτηρισμού του επιδόματος ως αμοιβής δεν μπορεί να προβληθεί το γεγονός ότι το καθεστώς που το διέπει θεσπίστηκε με νόμο, καθότι ο νομοθέτης ενεργεί στην περίπτωση αυτή απλώς ως εργοδότης και όχι ως δημόσια αρχή. Ούτε θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι αποτελούν γενική κατηγορία εργαζομένων, και οι ενάγοντες επικαλούνται σχετικώς την απόφαση Barber της 17ης Μαΐου 1990 ( 8 ). Τέλος, δεν θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι το επίδομα εξαρτάται από τη διάρκεια της εργασιακής σχέσεως και ότι το ύψος του δεν υπολογίζεται βάσει των τελευταίων μισθών που ελήφθησαν. Εν τέλει, οι ενάγοντες διατείνονται ότι οι περιστάσεις αυτές μπορεί να είναι καθοριστικής σημασίας κατά τον καθορισμό της φύσεως των συντάξεων, αλλά όχι προκειμένου να διευκρινισθεί αν το επίμαχο επίδομα συνιστά ή μη αμοιβή.

30.

Η Επιτροπή, με τη σειρά της, συμμερίζεται τη θέση των εναγόντων στην υπόθεση της κύριας δίκης. Αφότου υπενθύμισε ότι, κατά τη νομολογία, η έννοια της αμοιβής πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο ευρύ περιλαμβάνοντας, κατά συνέπεια, κάθε παροχή ή αμοιβή που παρέχεται στον εργαζόμενο λόγω της εργασίας του είτε αυτή παρέχεται στο πλαίσιο συμβάσεως είτε δυνάμει νομοθετικών διατάξεων είτε σε εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης παγίως έκρινε, στον τομέα των συντάξεων, ότι το μόνο –αλλά όχι το μοναδικό– αποφασιστικό κριτήριο ήταν ότι η σύνταξη χορηγείται λόγω της εργασιακής σχέσεως που συνέδεε τον εργαζόμενο με τον πρώην εργοδότη του. Στο πρώτο αυτό κριτήριο προστίθενται άλλα τρία κριτήρια συμπληρωματικού χαρακτήρα που καθιστούν δυνατό τον χαρακτηρισμό της συντάξεως ως παροχής καταβαλλόμενης στο πλαίσιο επαγγελματικού συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων και, κατά συνέπεια, ως αμοιβής υπό την έννοια του άρθρου 157 ΣΛΕΕ, διαφοροποιώντας την από τις παροχές που χορηγούνται στο πλαίσιο συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως δημοσίου δικαίου, ήτοι: α) η σύνταξη να μην παρέχεται σε ειδική κατηγορία εργαζομένων, β) να εξαρτάται ευθέως από τον χρόνο απασχολήσεως και γ) το ύψος της να υπολογίζεται βάσει του τελευταίου μισθού.

31.

Ως προς το επίμαχο επίδομα, η Επιτροπή επισημαίνει, πρώτον, ότι αυτό συνιστά παροχή προς ειδική κατηγορία υπαλλήλων· δεύτερον, ότι παρέχεται λόγω της εργασιακής σχέσεως και συναρτάται προς μισθό ή σύνταξη δημόσιου υπαλλήλου και, για τον λόγο αυτό, συνιστά στοιχείο της εν λόγω αμοιβής, και, τρίτον, ότι τα λοιπά κριτήρια που καθιέρωσε η νομολογία ως προς τις συντάξεις είναι άνευ σημασίας στην υπό κρίση υπόθεση, καθώς το Δικαστήριο έχει χρησιμοποιήσει τόσο το κριτήριο της εξαρτήσεως από τον χρόνο απασχολήσεως όσο και το κριτήριο του υπολογισμού βάσει του τελευταίου μισθού, προκειμένου να διαπιστώσει αν οι συντάξεις των δημόσιων υπαλλήλων μπορούν να θεωρηθούν αμοιβή, μολονότι γενικώς δεν πληρούν τα κριτήρια που κατά το Δικαστήριο συνιστούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός ιδιωτικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος στην προπαρατεθείσα υπόθεση Barber. Ομολογουμένως, όσον αφορά το επίδομα προς δημόσιους υπαλλήλους σε περίπτωση ασθενείας, δεν υφίσταται παρεμφερές καθεστώς στο πλαίσιο του ιδιωτικού δικαίου. Για τον λόγο αυτό, είναι αδύνατο να αναπτυχθούν κατ’ αναλογία προς συστήματα του ιδιωτικού δικαίου κριτήρια οριοθετήσεως όσον αφορά το εκ του νόμου σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων.

32.

Κατά συνέπεια, το μοναδικό στοιχείο που έχει αποφασιστική σημασία είναι ότι το επίδομα παρέχεται λόγω της υπάρξεως εργασιακής σχέσεως με το κράτος και ότι το τελευταίο ενεργεί ως εργοδότης και όχι ως ασφαλιστής στο πλαίσιο εκ του νόμου συστήματος. Πρέπει, κατά συνέπεια, το επίδομα να θεωρηθεί ως αμοιβή υπό την έννοια του άρθρου 157 ΣΛΕΕ, χωρίς τούτο να αναιρείται από το γεγονός ότι χορηγείται δυνάμει νομοθετικών διατάξεων ή ότι ανταποκρίνεται και σε εκτιμήσεις κοινωνικής πολιτικής.

33.

Απαντώντας στην πρόσκληση, μνεία της οποίας γίνεται στο σημείο 24 των παρουσών προτάσεων, τόσο οι ενάγοντες στην κύρια δίκη όσο και η Γερμανική Κυβέρνηση απάντησαν ότι το επίμαχο επίδομα καταβάλλεται από την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση της Γερμανίας υπό την ιδιότητά της ως εργοδότη και, εν πάση περιπτώσει, χωρίς οικονομική επιβάρυνση του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως.

VI – Νομική εκτίμηση

A – Προκαταρκτική κρίση

34.

Όπως προελέχθη, αντικείμενο των ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις είναι η δυνατότητα ή μη εφαρμογής της οδηγίας 2000/78 σε υποθέσεις στις οποίες ζητείται να διευκρινισθεί κατά πόσον οι «καταχωρισμένοι σύντροφοι» σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους δικαιούνται παροχή που το συγκεκριμένο δίκαιο κατοχυρώνει υπέρ των εγγάμων.

35.

Με τα υπό κρίση προδικαστικά ερωτήματα δεν ζητείται να διευκρινισθεί κάτι άλλο πέραν του συγκεκριμένου ζητήματος. Με αυτό εννοώ ότι δεν ζητείται να διευκρινισθεί αν προσβλήθηκε το δικαίωμα των εναγόντων στις κύριες δίκες να τυγχάνουν της ίδιας μεταχειρίσεως με τους εγγάμους, αλλά κατά πόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις οι εν λόγω ένδικες διαφορές να επιλυθούν κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2000/78.

36.

Δεν αναμένεται, κατά συνέπεια, από το Δικαστήριο να αποφανθεί ως προς το κατά πόσον υπάρχει δυσμενής διάκριση, αλλά μόνον ως προς το αν συντρέχει η προϋπόθεση που θα επέτρεπε στο αιτούν δικαστήριο να επιλύσει τις διαφορές των οποίων έχει επιληφθεί μέσω της εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Προς τούτο, το Δικαστήριο πρέπει να αρκεστεί απλώς στο να κρίνει αν τα επίμαχα επιδόματα συνιστούν αμοιβή υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2000/78, διότι από αυτό εξαρτάται το αν επίμαχο επίδομα μπορεί να εξομοιωθεί με «αμοιβή», υπό την έννοια του άρθρου 157 ΣΛΕΕ, διάταξη στην οποία παραπέμπει η οδηγία, στη δέκατη τρίτη αιτιολογική της σκέψη, προκειμένου να οριστεί η εν λόγω έννοια.

Β – Οι προϋποθέσεις εφαρμογής της οδηγίας 2000/78

37.

Όπως ορθώς επισημαίνει το Bundesverwaltungsgericht, η δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2000/78 εξαρτάται από το κατά πόσον το επίμαχο επίδομα μπορεί να χαρακτηριστεί ως «αμοιβή» υπό την έννοια του άρθρου 157 ΣΛΕΕ.

38.

Ειδικότερα, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 ορίζει ότι αυτή «εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των αμοιβών».

39.

Δεδομένου ότι, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, πρόκειται για παροχή που καταβάλλει δημόσια αρχή, επιβάλλεται η εξέταση της εξαιρέσεως που προβλέπει το ίδιο το άρθρο 3 της οδηγίας 2000/78, η παράγραφος 3 του οποίου ορίζει ότι «[η] παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις πάσης φύσεως παροχές που καταβάλλουν τα δημόσια συστήματα ή τα εξομοιούμενα προς τα δημόσια, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης ή προστασίας».

40.

Εντούτοις, η εξαίρεση αυτή πρέπει να αξιολογηθεί βάσει των οριζομένων στη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2000/78, κατά την οποία «[η] παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής προστασίας οι παροχές των οποίων δεν εξομοιούνται προς αμοιβή κατά την έννοια που δίδεται στον όρο αυτόν από την εφαρμογή του άρθρου 141 της Συνθήκης ΕΚ, ούτε προς τις πάσης φύσεως αμοιβές που καταβάλλει το κράτος με στόχο την πρόσβαση στην απασχόληση ή την παραμονή σε αυτήν».

41.

Από τη συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 3, και της δέκατης τρίτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 2000/78, στην οποία προέβη το Δικαστήριο στην απόφαση Maruko ( 9 ), συνάγεται ότι από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78 δεν εξαιρούνται όλες οι παροχές που καταβάλλουν οι δημόσιες αρχές· δεν εξαιρούνται ούτε καν όσες προέρχονται από δημόσιους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά μόνον εκείνες που καταβάλλονται από τέτοιου είδους φορείς και δεν μπορούν να θεωρηθούν «αμοιβές» υπό την έννοια του (νυν) άρθρου 157 ΣΛΕΕ.

1. Η έννοια της «αμοιβής»

42.

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα, είναι αναγκαίο, κατά συνέπεια, να αρθεί μία πολύ συγκεκριμένη ασάφεια, ήτοι, αν το επίμαχο επίδομα συνιστά ή όχι «αμοιβή» υπό την έννοια του άρθρου 157 ΣΛΕΕ, διάταξη στην οποία, όπως επανέλαβα, παραπέμπει η οδηγία 2000/78 για τον ορισμό της έννοιας της αμοιβής που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ. Όπως θα δούμε, αν εξετάσουμε την ενδεχόμενη συνδρομή καθενός από τα συστατικά στοιχεία της έννοιας της «αμοιβής», θα καταστεί σαφές το πλήρες νόημα της έννοιας της εξαιρέσεως που προκύπτει από τη συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 3, και της δέκατης τρίτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 2000/78. Σε τελική ανάλυση, με αυτήν την εξαίρεση συγκεκριμενοποιείται μια συνέπεια που απορρέει κατ’ ανάγκη από την ίδια την έννοια της «αμοιβής».

43.

Το άρθρο 157 ΣΛΕΕ ορίζει ως αμοιβή «τους συνήθεις βασικούς ή κατώτατους μισθούς ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη, που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας». Η έννοια αυτή έχει, επομένως, ουσιαστικό περιεχόμενο (μισθός ή αποδοχές και οφέλη), ένα στοιχείο υποκειμενικό (εργοδότης και εργαζόμενος) και αιτία (τη σχέση εργασίας). Πρέπει να εξετασθεί αν όλα τα ως άνω στοιχεία συντρέχουν στην περίπτωση του επίμαχου επιδόματος.

44.

Όσον αφορά το ουσιαστικό στοιχείο, δεν χωρεί αμφιβολία ότι «όλα τα άλλα οφέλη, που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος», μνεία των οποίων γίνεται στο άρθρο 157 ΣΛΕΕ, καλύπτουν επαρκώς το περιεχόμενο του επίμαχου επιδόματος. Συγκεκριμένα, μέσω αυτού, ο εργαζόμενος πληρώνει από 50 έως 80 % των δαπανών υγειονομικής περιθάλψεως στις οποίες υποβλήθηκε ο ίδιος ή τα εξαρτώμενα από αυτόν άτομα ( 10 ).

45.

Επίσης, κατ’ εμέ, στις περιπτώσεις αυτές υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος. Ειδικότερα, το επίδομα χορηγείται αποκλειστικώς στους ομοσπονδιακούς υπαλλήλους αυτούς καθεαυτούς λόγω της συγκεκριμένης ιδιότητάς τους. Πέραν αυτού, η χορήγησή του επιφυλάσσεται σε αυτούς στον βαθμό που, πέραν του ότι είναι ομοσπονδιακοί υπάλληλοι, εργάζονται πράγματι υπό την ιδιότητα αυτή. Τούτο προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 2, της BBhV, δυνάμει του οποίου όσοι ομοσπονδιακοί υπάλληλοι δικαιούνται άδεια άνευ αποδοχών δικαιούνται και το επίδομα, υπό τον όρο ότι η άδεια δεν υπερβαίνει τον μήνα. Είναι προφανής, φρονώ, η υφιστάμενη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του επίμαχου επιδόματος και της εργασιακής σχέσεως ( 11 ).

46.

Τέλος, απομένει να εξετασθεί το πιο ακανθώδες ζήτημα. Το εξεταζόμενο επίδομα συνιστά χρηματική παροχή, την οποία δικαιούται ο ομοσπονδιακός υπάλληλος δυνάμει της εργασιακής σχέσεως που τον συνδέει με την ομοσπονδιακή διοίκηση. Εντούτοις, πρόκειται για παροχή που παρέχεται «από τον εργοδότη στον εργαζόμενο», όπως απαιτεί το άρθρο 157 ΣΛΕΕ; Σε αυτό ακριβώς έγκειται, κατ’ εμέ, ο σκληρός πυρήνας του ζητήματος.

2. Ειδικώς, η χρηματοδότηση της παροχής σε είδος

47.

Μια παροχή που λαμβάνει ο εργαζόμενος λόγω της εργασιακής σχέσεως που τον συνδέει με τον εργοδότη του συνιστά «αμοιβή» κατά την έννοια του άρθρου 157 ΣΛΕΕ, αν αυτός που την παρέχει είναι, ειδικώς, ο ίδιος ο εργοδότης. Άλλες παροχές τις οποίες μπορεί να δικαιούται ο εργαζόμενος, ακόμη και λόγω της εργασιακής του σχέσεως, εκφεύγουν, κατά συνέπεια, της έννοιας που εξετάζουμε εν προκειμένω, και, επομένως, η ενδεχόμενη προστασία της από δυσμενείς διακρίσεις πρέπει να αναζητηθεί εκτός της οδηγίας 2000/78.

48.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν μπορούν όλες οι παροχές της κοινωνικής ασφαλίσεως να συμπεριληφθούν στην έννοια της «αμοιβής», αλλά μόνον εκείνες που, πέραν του γεγονότος ότι συνιστούν αμοιβή «λόγω της εργασιακής σχέσεως», παρέχονται από τον εργοδότη, έστω και μέσω του φορέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, ήτοι, εμμέσως.

49.

Όπως ήδη από νωρίς αποφάνθηκε το Δικαστήριο στην απόφαση της 25ης Μαΐου 1971, 80/70, Defrenne ( 12 ) τα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως «επιτρέπουν στους εργαζομένους να τυγχάνουν των παροχών ενός εκ του νόμου συστήματος, στη χρηματοδότηση του οποίου συντελούν οι ίδιοι, οι εργοδότες και ενδεχομένως οι δημόσιες αρχές, στον βαθμό που η χρηματοδότηση αυτή στηρίζεται λιγότερο στη σχέση εργασίας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου και περισσότερο σε σκοπούς κοινωνικής πολιτικής» (σκέψη 8), κατά συνέπεια «η μερίδα συμμετοχής των εργοδοτών στη χρηματοδότηση παρόμοιων συστημάτων δεν συνιστά άμεση ή έμμεση καταβολή προς τον εργαζόμενο» (σκέψη 9), και, ούτως εχόντων των πραγμάτων, «ο [εργαζόμενος] απολαύει κανονικά των προβλεπόμενων νομίμων παροχών όχι λόγω της εργοδοτικής εισφοράς, αλλά μόνο λόγω του γεγονότος ότι συγκεντρώνει τις απαιτούμενες για τη χορήγηση της παροχής νόμιμες προϋποθέσεις» (σκέψη 10).

50.

Το γεγονός ότι η οδηγία 2000/78 δεν εφαρμόζεται «στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής προστασίας οι παροχές των οποίων δεν εξομοιούνται προς αμοιβή κατά την έννοια που δίδεται στον όρο αυτόν από την εφαρμογή του άρθρου [157 ΣΛΕΕ]» (δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη) σημαίνει ότι, δεδομένου ότι η εξομοίωση αυτή είναι δυνατή μόνον αν η παροχή που λαμβάνει ο εργαζόμενος καταβάλλεται από τον εργοδότη του, είναι αναγκαίο να διευκρινισθεί αν η καταβολή των ασφαλιστικών παροχών βαρύνει συναφώς τον εργοδότη, τον εργαζόμενο ή τη δημόσια αρχή. Μόνο στον βαθμό που θα διαπιστωθεί ότι ο εργοδότης καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές και θα συναχθεί το συμπέρασμα ότι το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως προβλέπει πράγματι παροχή που εμμέσως βαρύνει τον πρώτο, μπορεί να θεωρηθεί ότι πρόκειται για «αμοιβή» υπό την έννοια του άρθρου 157 ΣΛΕΕ.

51.

Η προσέγγιση αυτή ισχύει εξίσου ειδικώς για τους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως και γενικώς για οποιοδήποτε δημόσιο καθεστώς χρηματοδοτήσεως παροχών προς εργαζομένους. Και τούτο επειδή, δεδομένου ότι είναι καθοριστικής σημασίας το γεγονός ότι η παροχή καταβάλλεται σε τελική ανάλυση από τον εργοδότη, στερείται σημασίας το κατά πόσον την καταβάλλει ο ίδιος ή παρένθετο πρόσωπο· και, στη δεύτερη περίπτωση, είναι άνευ σημασίας αν ο ενδιάμεσος πληρωτής είναι φορέας του ιδιωτικού τομέα ή δημόσια αρχή οποιασδήποτε φύσεως, αν πρόκειται για υποκείμενο του δημοσίου δικαίου, το είδος της νομικής του προσωπικότητας και το καθεστώς λειτουργίας του.

52.

Τούτο σημαίνει ότι είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται σε κάθε περίπτωση το πρόσωπο του βαρυνόμενου με την καταβολή της παροχής προς τον εργαζόμενο. Έχοντας ως αφετηρία τον τελικό πληρωτή, και σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν ταυτίζεται με τον εργοδότη, είναι αναγκαίο να εξακριβωθεί αν αυτός δεν ενεργεί παρά ως παρένθετος έναντι του εργοδότη. Όσον αφορά τις παροχές που καταβάλλουν οι δημόσιες αρχές γενικώς, ή οι φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως, ειδικώς, αυτό που πρέπει να διευκρινισθεί είναι αν τέτοιου είδους παροχές χρηματοδοτούνται μέσω εισφορών που βαρύνουν τον εργοδότη ή αν γίνονται δαπάνη άλλων φορολογουμένων, των ίδιων των εργαζομένων, των δημόσιων αρχών ή όλων των προαναφερθέντων βάσει διαφορετικών ποσοστών. Όπως είναι προφανές, δεδομένων των διαφορών που μπορούν να διαπιστωθούν μεταξύ των κρατών μελών, είναι προφανές ότι επιφορτισμένο με τα ανωτέρω είναι μόνον το εκάστοτε αρμόδιο εθνικό δικαστήριο.

53.

Κατ’ εμέ το κριτήριο του καταλογισμού της ευθύνης για την καταβολή της παροχής –από κοινού με αυτό του ουσιαστικού περιεχομένου της και το κριτήριο της «causa» της εργασιακής σχέσεως– μπορεί να αποδειχθεί πιο χρήσιμο, λόγω ακριβώς του εγκάρσιου χαρακτήρα του έναντι του κριτηρίου της μεγαλύτερης ή μικρότερης ομοιότητας της παροχής με άλλες αντίστοιχες παροχές στο πλαίσιο του ιδιωτικού τομέα.

54.

Το ίδιο πρέπει να ισχύσει φυσικά και στην περίπτωση των συνιστάμενων σε συντάξεις παροχών καθώς και όσων παροχών έχουν ως αντικείμενο επίδομα λόγω ασθενείας. Όσον αφορά τις παροχές σε είδος που παρέχονται βάσει εργασιακής σχέσεως, αυτό που έχει σημασία είναι αν οι παροχές αυτές βαρύνουν ή όχι τον εργοδότη. Φρονώ ότι τα πλεονεκτήματα του μοντέλου αυτού όσον αφορά την απλοποίηση του ζητήματος του χαρακτηρισμού μιας παροχής ως «αμοιβής» υπό την έννοια του άρθρου 157 ΣΛΕΕ είναι δυσχερώς αμφισβητήσιμα ( 13 ).

Γ – Η περίπτωση των κύριων δικών

55.

Όσον αφορά τα ζητήματα που συζητήθηκαν στις κύριες δίκες και τα οποία αποτέλεσαν την αφορμή για την υποβολή των υπό κρίση αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως, από τη σχηματισθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι οι επίδικες παροχές απορρέουν από την εργασιακή σχέση που συνδέει τους ομοσπονδιακούς υπαλλήλους με την ομοσπονδιακή διοίκηση και ότι η καταβολή τους βαρύνει ευθέως τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, ο οποίος χρηματοδοτείται από δημόσιους πόρους που εισφέρει το κράτος μέλος ως εργοδότης των εν λόγω ομοσπονδιακών υπαλλήλων.

56.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, βάσει των νομικών εκτιμήσεων των παρουσών προτάσεων, οι επίμαχες παροχές μπορούν να χαρακτηριστούν στην περίπτωση αυτή ως «αμοιβή» υπό την έννοια του άρθρου 157 ΣΛΕΕ και ως εκ τούτου η οδηγία 2000/78 τυγχάνει εφαρμογής στις εθνικές διατάξεις που τις προβλέπουν.

57.

Εντούτοις, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει σε τελική ανάλυση αν, πράγματι, η καταβολή των εν λόγω παροχών βαρύνει, λόγω του ιδιαίτερου νομικού πλαισίου που τις διέπει, το κράτος μέλος ως εργοδότη των υπαλλήλων που είναι διάδικοι στις κύριες δίκες.

VII – Πρόταση

58.

Βάσει των προεκτεθεισών εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα:

«Η οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, τυγχάνει εφαρμογής στις εθνικές διατάξεις στον τομέα της χορηγήσεως των κρατικών επιδομάτων στους υπαλλήλους σε περίπτωση ασθενείας αν η καταβολή τους βαρύνει πρωτίστως το κράτος ως εργοδότη του δημόσιου τομέα, ζήτημα η εξέταση του οποίου απόκειται στο εθνικό δικαστήριο.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.

( 2 ) ΕΕ L 303, σ. 16.

( 3 ) BGBl. I, σ. 266.

( 4 ) BGBl. I, σ. 1696.

( 5 ) BGBl. I, σ. 326.

( 6 ) Μεταρρύθμιση του BBhV της 13ης Ιουλίου 2011 (BGBl. I, σ. 1394).

( 7 ) Αποφάσεις της 1ης Απριλίου 2008, C-267/06, Maruko (Συλλογή 2008, σ. I-1757) και της 23ης Οκτωβρίου 2003, C-4/02 και C-5/02, Schönheit και Becker (Συλλογή 2008, σ. I-12575).

( 8 ) Υπόθεση C-262/88 (Συλλογή 1990, σ. I-1889, σκέψη 26).

( 9 ) Και, πιο πρόσφατα, στην απόφαση της 10ης Μαΐου 2011, C-147/08, Römer (Συλλογή 2011, σ. Ι-3591, σκέψη 32).

( 10 ) Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζει ένα πολύ ευρύ κριτήριο κατά τον καθορισμό του ουσιαστικού περιεχομένου της έννοιας «αμοιβή». Συγκεκριμένα, έχει κρίνει ότι συνιστούν αμοιβές οι διευκολύνσεις στον τομέα των μεταφορών [απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1982, 12/81, Garland (Συλλογή 1982, σ. 359, σκέψη 9)], τα επιδόματα Χριστουγέννων [απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, C-281/97, Krüger (Συλλογή 1999, σ. I-5127, σκέψη 17)] ή η αποζημίωση λόγω συμμετοχής σε εκπαιδευτικά μαθήματα [απόφαση της 4ης Ιουνίου 1992, C-360/90, Bötel (Συλλογή 1992, σ. I-3589, σκέψεις 12 έως 15)]. Φρονώ ότι τίποτε δεν εμποδίζει τη συμπερίληψη στον κατάλογο αυτό αμοιβής όπως αυτή που μας απασχολεί εν προκειμένω.

( 11 ) Φρονώ ότι είναι άνευ σημασίας το αν η παροχή στην οποία συνίσταται υλικώς η αμοιβή εξυπηρετεί τον έναν ή τον άλλο σκοπό. Εννοώ ότι είναι αδιάφορο αν πρόκειται για stricto sensu αντιπαροχή για κίνητρο παραγωγικότητας ή μέτρο που αποβλέπει στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας. Αποφασιστικής σημασίας είναι εν προκειμένω η αιτία της παροχής, όχι ο σκοπός που αυτή εξυπηρετεί. Η παροχή πρέπει να συνιστά την αιτία της εργασιακής σχέσεως (η οποία, για τον λόγο αυτό, είναι συστατικό στοιχείο της «αιτίας» της, κατά την έννοια του άρθρου 157 ΣΛΕΕ) και μπορεί να εξυπηρετεί οποιοδήποτε σκοπό επιδιώκει θεμιτώς ο εργοδότης.

( 12 ) Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 815.

( 13 ) Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί όσον αφορά τον σκοπό επιτεύξεως ορισμένου βαθμού ουσιαστικής ομοιομορφίας στα συστήματα των κρατών μελών, ανεξαρτήτως των τυπικών διαφορών που οφείλονται στα αντίστοιχα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως και κοινωνικών παροχών και της ελευθερίας κατά τη διαμόρφωσή τους στον συγκεκριμένο τομέα. Συναφώς, Krebber, S., «Art. 157», σε: Callies, Ch. και Ruffert, M., EUV/AEUV, 4η έκδοση, Ch. Beck, Μόναχο, 2011, σημείο 28.