Υπόθεση T-468/10

Joseph Doherty

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Προσφυγή ακυρώσεως – Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής – Καθυστέρηση – Μη ύπαρξη ανωτέρας βίας – Απουσία συγγνωστής πλάνης – Προδήλως απαράδεκτο»

Περίληψη της διατάξεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Προθεσμίες – Χαρακτήρας δημοσίας τάξεως – Αυτεπάγγελτη εξέταση από τον δικαστή της Ένωσης – Έννοια

(Άρθρο 263, εδ. 6, ΣΛΕΕ· Κανονισμός  Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 102 § 2)

2.      Διαδικασία – Προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής – Υπολογισμός – Λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία και η ώρα καταθέσεως στη Γραμματεία

(Πρωτόκολλο αριθ. 6, για τον καθορισμό της έδρας των θεσμικών οργάνων και ορισμένων λοιπών οργάνων, οργανισμών και υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχει προσαρτηθεί στις Συνθήκες ΕΕ, ΛΕΕ και ΕΚΑΕ, άρθρο πρώτο· Κανονισμός  Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρα 43 § 3 και 101 § 1, εδ. a΄ και β΄, και 2)

3.      Διαδικασία – Προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής – Εκπρόθεσμη άσκηση – Τυχαίο συμβάν ή ανωτέρα βία – Έννοια

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 45, εδ. 2)

4.      Διαδικασία – Προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής – Εκπρόθεσμη άσκηση – Συγγνωστή πλάνη – Έννοια – Περιεχόμενο

1.      Κατά το άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η προσφυγή ακυρώσεως πρέπει να ασκείται εντός δύο μηνών, υπολογιζομένων, κατά περίπτωση, από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης πράξεως, την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα ή, ελλείψει δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως, από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξεως. Η εν λόγω προθεσμία για την άσκηση προσφυγής είναι δημοσίας τάξεως, δεδομένου ότι τάσσεται για να εξασφαλίζεται η σαφήνεια και η βεβαιότητα των εννόμων καταστάσεων και να αποφεύγεται κάθε αυθαίρετη διάκριση ή μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης, εναπόκειται δε στον δικαστή της Ένωσης να εξετάζει, αυτεπαγγέλτως, αν τηρήθηκε η προθεσμία αυτή.

(βλ. σκέψεις 10, 12)

2.      Η ώρα που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την κατάθεση δικογράφου προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου είναι η ώρα που καταγράφτηκε στη Γραμματεία του. Συγκεκριμένα, στον βαθμό που, κατά το άρθρο 43, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, για τον υπολογισμό των δικονομικών προθεσμιών λαμβάνεται υπόψη αποκλειστικά και μόνον η ημερομηνία καταθέσεως στη Γραμματεία, πρέπει να θεωρηθεί ότι μόνον η ώρα καταθέσεως στη Γραμματεία μπορεί να γίνει δεκτή για τον υπολογισμό των προθεσμιών. Δεδομένου ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει την έδρα του στο Λουξεμβούργο, η ώρα που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την κατάθεση της προσφυγής στη Γραμματεία είναι η ώρα Λουξεμβούργου.

(βλ. σκέψη 16)

3.      Δεν χωρεί παρέκκλιση από την εφαρμογή των διατάξεων περί δικονομικών προθεσμιών παρά μόνον υπό περιστάσεις εντελώς εξαιρετικές, τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας, κατά το άρθρο 45, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι η αυστηρή εφαρμογή των κανόνων αυτών ανταποκρίνεται στην επιταγή της ασφάλειας δικαίου και στην ανάγκη να αποφεύγεται κάθε δυσμενής διάκριση ή κάθε αυθαίρετη μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης.

Οι έννοιες της ανωτέρας βίας και του τυχαίου συμβάντος εμπεριέχουν ένα αντικειμενικό στοιχείο, το οποίο σχετίζεται με μη φυσιολογικές και ξένες προς τον ενδιαφερόμενο περιστάσεις, και ένα υποκειμενικό στοιχείο, το οποίο συνδέεται με την υποχρέωση του ενδιαφερομένου να προφυλαχθεί από τις συνέπειες του μη φυσιολογικού γεγονότος, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα χωρίς να υποβληθεί σε υπερβολικές θυσίες. Συγκεκριμένα, ο επιχειρηματίας πρέπει να παρακολουθεί προσεκτικά την εξέλιξη της αρξαμένης διαδικασίας και, ιδίως, να επιδεικνύει επιμέλεια όσον αφορά την τήρηση των προβλεπομένων προθεσμιών.

(βλ. σκέψεις 18-19)

4.      Η συγγνωστή πλάνη μπορεί, υπό εξαιρετικές περιστάσεις, να μην έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια της σχετικής προθεσμίας για τον προσφεύγοντα. Η έννοια της συγγνωστής πλάνης πρέπει να ερμηνευθεί περιοριστικώς και μπορεί να αφορά μόνον έκτακτες περιστάσεις στις οποίες, ιδίως, το οικείο κοινοτικό όργανο επέδειξε συμπεριφορά η οποία, αφ’ εαυτής ή κυρίως, μπορούσε να προκαλέσει επιτρεπτή σύγχυση σε καλόπιστο διάδικο που επέδειξε όλη την επιμέλεια που απαιτείται από συναλλασσόμενο με συνήθη ενημέρωση.

Αυτό δεν ισχύει εν προκειμένω, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Γραμματεία έδωσε πληροφορίες από τηλεφώνου για τη διαδικασία καταθέσεως της προσφυγής, δεδομένου, αφενός, ότι ο προσφεύγων υποχρεούται να εφαρμόσει τις προβλεπόμενες από τον Κανονισμό Διαδικασίας διατάξεις για την κατάθεση των προσφυγών και για τις ισχύουσες προθεσμίες, οι οποίες δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερη δυσκολία ερμηνείας και, αφετέρου, ότι δεν περιλαμβάνεται στα καθήκοντα και στις αρμοδιότητες των υπαλλήλων της Γραμματείας να αποφαίνονται επί του υπολογισμού της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής. Επίσης, τα ζητήματα που συνδέονται με τη λειτουργία και την οργάνωση των υπηρεσιών του εκπροσώπου του προσφεύγοντος δεν μπορούν να προσδώσουν συγγνωστό χαρακτήρα στην εκπρόθεσμη κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής.

(βλ. σκέψεις 27-30)







ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 1ης Απριλίου 2011 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής – Καθυστέρηση – Απουσία ανωτέρας βίας – Απουσία συγγνωστής πλάνη – Προδήλως απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑468/10,

Joseph Doherty, κάτοικος Burtonport (Ιρλανδία), εκπροσωπούμενος από τους A. Collins, SC, N. Travers, barrister, και D. Barry, solicitor,

προσφεύγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

καθής,

με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως C(2010) 4763 της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2010, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση για την αύξηση της ικανότητας για λόγους ασφαλείας ενός νέου αλιευτικού σκάφους, του MFV Aine,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, V. Vadapalas και K. O’Higgins (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1         Στις 16 Ιουλίου 2010, κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα, Joseph Doherty, η απόφαση C(2010) 4763 της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2010, απευθυνόμενη προς την Ιρλανδία, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση για την αύξηση της ικανότητας για λόγους ασφαλείας ενός νέου αλιευτικού σκάφους, του MFV Aine (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Η εν λόγω απόφαση αντικατέστησε την απόφαση που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 και στο παράρτημα II της αποφάσεως 2003/245/ΕΚ της Επιτροπής, της 4ης Απριλίου 2003, για τις αιτήσεις που λήφθηκαν από την Επιτροπή για την αύξηση των στόχων των ΠΠΠ IV προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι βελτιώσεις στον τομέα της ασφάλειας, της θαλάσσιας ναυσιπλοΐας, της υγιεινής, της ποιότητας των προϊόντων και των συνθηκών εργασίας για σκάφη ολικού μήκους άνω των 12 μέτρων (ΕΕ L 90, σ. 48).

2        Με δικόγραφο που κατατέθηκε ηλεκτρονικώς στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Σεπτεμβρίου 2010, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή. Το πρωτότυπο του δικογράφου περιήλθε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Οκτωβρίου 2010.

3        Με έγγραφο του Γραμματέα, της 5ης Νοεμβρίου 2010, ο προσφεύγων ενημερώθηκε ότι η υπό κρίση προσφυγή δεν είχε ασκηθεί εντός της προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 263 ΣΛΕΕ και κλήθηκε να εκθέσει τους λόγους της εκπρόθεσμης κατάθεσης του δικογράφου.

4        Με έγγραφο της 22ας Νοεμβρίου 2010, ο προσφεύγων απάντησε ότι η προσφυγή του είχε κατατεθεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, εφόσον το δικόγραφο της προσφυγής είχε αποσταλεί ηλεκτρονικώς, στις 27 Σεπτεμβρίου 2010, ακριβώς πριν τα μεσάνυχτα, ώρα Ιρλανδίας. Σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο θεωρήσει ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη η ώρα κατά την οποία παραλήφθηκε η αίτηση από τη Γραμματεία στο Λουξεμβούργο, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι συνέτρεχαν έκτακτες περιστάσεις που στοιχειοθετούν περίπτωση τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας, οι οποίες δικαιολογούν, κατά την άποψή του, την εκπρόθεσμη κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής του.

5        Με έγγραφο της 15ης Δεκεμβρίου 2010, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε δύο γραπτές ερωτήσεις στον προσφεύγοντα, καλώντας τον να παράσχει συμπληρωματικές διευκρινίσεις για τα προβλήματα που ανέκυψαν με τη συσκευή τηλεομοιοτυπίας της Γραμματείας του Γενικού Δικαστηρίου.

6        Στις 10 Ιανουαρίου 2011, ο προσφεύγων απάντησε στις εν λόγω ερωτήσεις.

 Αιτήματα του προσφεύγοντος

7        Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

8        Κατά το άρθρο 111 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, όταν η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη το Γενικό Δικαστήριο δύναται, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.

9        Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει ενημερωθεί αρκούντως από τα έγγραφα της δικογραφίας και αποφασίζει, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως αυτής, ότι είναι σε θέση να αποφανθεί χωρίς διαδικασία.

10      Κατά το άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η προσφυγή ακυρώσεως πρέπει να ασκείται εντός δύο μηνών, υπολογιζομένων, κατά περίπτωση, από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης πράξεως, την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα ή, ελλείψει δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως, από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξεως.

11      Περαιτέρω, κατά το άρθρο 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής παρεκτείνεται κατά δέκα ημέρες κατ’ αποκοπή λόγω αποστάσεως.

12      Κατά πάγια νομολογία, η εν λόγω προθεσμία για την άσκηση προσφυγής είναι δημοσίας τάξεως, δεδομένου ότι τάσσεται για να εξασφαλίζεται η σαφήνεια και η βεβαιότητα των εννόμων καταστάσεων και να αποφεύγεται κάθε αυθαίρετη διάκριση ή μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης, εναπόκειται δε στον δικαστή της Ένωσης να εξετάζει, αυτεπαγγέλτως, αν τηρήθηκε η προθεσμία αυτή (απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Ιανουαρίου 1997, C-246/95, Coen, Συλλογή 1997, σ. I-403, σκέψη 21, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1997, T-121/96 και T-151/96, Mutual Aid Administration Services κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II-1355, σκέψεις 38 και 39).

13      Εν προκειμένω, κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, και παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής άρχισε να τρέχει στις 17 Ιουλίου 2010, την επομένη δηλαδή της κοινοποιήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, και έληξε τα μεσάνυχτα της 27ης Σεπτεμβρίου 2010, περιλαμβανομένης της προθεσμίας λόγω αποστάσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι η 26η Σεπτεμβρίου 2010 ήταν Κυριακή, γεγονός που δεν αμφισβητείται από τον προσφεύγοντα.

14      Δεδομένου ότι το δικόγραφο της προσφυγής διαβιβάσθηκε ηλεκτρονικώς στη Γραμματεία, στις 28 Σεπτεμβρίου στις 00:59 (ώρα Λουξεμβούργου) και ότι το πρωτότυπο κατατέθηκε στις 6 Οκτωβρίου 2010, η υπό κρίση προσφυγή ασκήθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής και, επομένως, εκπροθέσμως.

15      Ωστόσο, ο προσφεύγων, με την επιστολή του της 22ας Νοεμβρίου 2010, προβάλλει ότι το δικόγραφο της προσφυγής του διαβιβάσθηκε στη Γραμματεία πριν από τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής, δεδομένου ότι την απέστειλε ηλεκτρονικώς στις 23:59, ώρα Ιρλανδίας.

16      Πάντως, πρέπει να τονιστεί ότι η ώρα που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής είναι η ώρα που καταγράφτηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, στον βαθμό που, κατά το άρθρο 43, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, για τον υπολογισμό των δικονομικών προθεσμιών λαμβάνεται υπόψη αποκλειστικά και μόνον η ημερομηνία καταθέσεως στη Γραμματεία, πρέπει να θεωρηθεί ότι μόνον η ώρα καταθέσεως στη Γραμματεία μπορεί να γίνει δεκτή για τον υπολογισμό των προθεσμιών. Δεδομένου ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά το μόνο άρθρο του πρωτοκόλλου 6 της Συνθήκης ΛΕΕ για τον καθορισμό της έδρας των θεσμικών οργάνων και ορισμένων λοιπών οργάνων, οργανισμών και υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έδρα του στο Λουξεμβούργο, η ώρα που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι η ώρα Λουξεμβούργου.

17      Ο προσφεύγων επικαλείται την ύπαρξη ανωτέρας βίας, κατά την έννοια του άρθρου 45 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συναφώς, προβάλλει ότι αντιμετώπισε προβλήματα με τη συσκευή τηλεομοιοτυπίας της Γραμματείας, μετά τις 21:35 (σύμφωνα με την ώρα της δικής του συσκευής τηλεομοιοτυπίας), και προσπάθησε ανεπιτυχώς να αποστείλει με τηλεομοιοτυπία το εν λόγω δικόγραφο της προσφυγής μολονότι είχε προσηκόντως διαβιβάσει επτά δικόγραφα στη Γραμματεία. Συναφώς, επισυνάπτει δύο μηνύματα της δικής του συσκευής τηλεομοιοτυπίας που επιβεβαιώνουν την αποστολή, από τα οποία φαίνεται ότι η συσκευή του Γενικού Δικαστηρίου δεν αποκρίθηκε στις 21:53 και 21:57 (σύμφωνα με την ώρα του δικού του μηχανήματος), όταν επιχείρησε να αποστείλει το δικόγραφο της προσφυγής στην υπόθεση T-471/10, Gill κατά Επιτροπής. Διευκρίνισε ότι απέστειλε, με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, τις άλλες προσφυγές, τέσσερις από τις οποίες διαβιβάστηκαν πριν από τις 22:35, και επίσης ότι αντιμετώπισε προβλήματα με το σύστημα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της Γραμματείας του Γενικού Δικαστηρίου.

18      Πρέπει να υπομνηστεί ότι το Δικαστήριο έχει κατ’ επανάληψη κρίνει ότι δεν χωρεί παρέκκλιση από την εφαρμογή των διατάξεων περί δικονομικών προθεσμιών παρά μόνον υπό περιστάσεις εντελώς εξαιρετικές, τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας, κατά το άρθρο 45, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι η αυστηρή εφαρμογή των κανόνων αυτών ανταποκρίνεται στην επιταγή της ασφάλειας δικαίου και στην ανάγκη να αποφεύγεται κάθε δυσμενής διάκριση ή κάθε αυθαίρετη μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης (βλ. διάταξη του Δικαστηρίου της 8ης Νοεμβρίου 2007, C‑242/07 P, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑9757, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

19      Το Δικαστήριο είχε επίσης την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι οι έννοιες της ανωτέρας βίας και του τυχαίου συμβάντος εμπεριέχουν ένα αντικειμενικό στοιχείο, το οποίο σχετίζεται με μη φυσιολογικές και ξένες προς τον ενδιαφερόμενο περιστάσεις, και ένα υποκειμενικό στοιχείο, το οποίο συνδέεται με την υποχρέωση του ενδιαφερομένου να προφυλαχθεί από τις συνέπειες του μη φυσιολογικού γεγονότος, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα χωρίς να υποβληθεί σε υπερβολικές θυσίες. Συγκεκριμένα, ο επιχειρηματίας πρέπει να παρακολουθεί προσεκτικά την εξέλιξη της αρξαμένης διαδικασίας και, ιδίως, να επιδεικνύει επιμέλεια όσον αφορά την τήρηση των προβλεπομένων προθεσμιών (βλ. διάταξη Βέλγιο κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

20      Εν προκειμένω, πρέπει να τονιστεί ότι ο προσφεύγων απέδειξε ότι η συσκευή τηλεομοιοτυπίας της Γραμματείας δεν αποκρίθηκε στιγμιαία στις 21:53 και 21:57 (σύμφωνα με την ώρα της δικής του συσκευής) κατά την αποστολή άλλης προσφυγής (υπόθεση T-471/10). Ωστόσο, το ρολόι της δικής του συσκευής τηλεομοιοτυπίας, για λόγους που δεν αναφέρθηκαν στο Γενικό Δικαστήριο, παρά τη γραπτή ερώτηση που αφορούσε ειδικά το θέμα αυτό, έδειχνε δύο ώρες νωρίτερα σε σχέση με το ρολόι της συσκευής τηλεομοιοτυπίας της Γραμματείας του Γενικού Δικαστηρίου, όπως αποδεικνύεται από το μήνυμα της συσκευής τηλεομοιοτυπίας της Γραμματείας.

21      Εντούτοις, η ώρα Ιρλανδίας διαφέρει από την ώρα Λουξεμβούργου κατά μία μόνον ώρα. Η διαφορά μίας επιπλέον ώρας δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη διάρκεια της διαβιβάσεως των τηλεομοιοτυπιών, δεδομένου ότι από τα μηνύματα διαβιβάσεων των συσκευών τηλεομοιοτυπίας όσον αφορά τις άλλες προσφυγές που κατατέθηκαν (T-461/10, Boyle κατά Επιτροπής, T‑464/10, Fitzpatrick κατά Επιτροπής, T‑459/10, Hugh McBride κατά Επιτροπής, T‑463/10, Ocean Trawlers Ltd κατά Επιτροπής, T‑467/10, Murphy κατά Επιτροπής, T‑466/10, Hannigan κατά Επιτροπής, και T-462/10, Flaherty κατά Επιτροπής) προκύπτει ότι ο μέσος χρόνος αποστολής ενός δικογράφου προσφυγής ήταν περίπου έξι με επτά λεπτά, γεγονός που επιβεβαιώνει ο προσφεύγων.

22      Κατά συνέπεια η ώρα στην οποία αναφέρεται ο προσφεύγων για να αποδείξει ότι η συσκευή τηλεομοιοτυπίας του Γενικού Δικαστηρίου δεν αποκρινόταν, κατά την αποστολή του δικογράφου της προσφυγής στην υπόθεση T-471/10, πρέπει να θεωρηθεί ότι ήταν η ώρα Λουξεμβούργου 23:53 και 23:57. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη τη μέση διάρκεια διαβιβάσεως των επτά δικογράφων (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω), ακόμη και αν υποτεθεί ότι η συσκευή τηλεομοιοτυπίας της Γραμματείας λειτουργούσε κανονικά, θα μπορούσε να αποσταλεί μέχρι τα μεσάνυχτα, ώρα κατά την οποία εξέπνεε η προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής, μόνον η προσφυγή στην υπόθεση T‑471/10,.

23      Όσον αφορά το επιχείρημα που αφορά τα προβλήματα που αντιμετώπισε ο προσφεύγων με το σύστημα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της Γραμματείας, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, διότι πρόκειται για απλό ισχυρισμό που δεν στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο.

24      Επιπλέον, πρέπει να αναφερθεί ότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο προσφεύγων ενημέρωσε τη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου για τα προβλήματα της συσκευής τηλεομοιοτυπίας ή του συστήματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

25      Κατά συνέπεια οι περιστάσεις που επικαλείται ο προσφεύγων δεν μπορούν να θεωρηθούν ως έκτακτες περιστάσεις που στοιχειοθετούν ανωτέρα βία, κατά την έννοια του άρθρου 45, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

26      Ο προσφεύγων επικαλείται επίσης συγγνωστή πλάνη. Με την απάντησή του της 10ης Ιανουαρίου 2011 στις ερωτήσεις που του έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, ο προσφεύγων πρόσθεσε ότι η Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου είχε διαβεβαιώσει τον εκπρόσωπό του, κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής συνομιλίας το απόγευμα της 27ης Σεπτεμβρίου 2010, ότι η προσφυγή στην υπόθεση T-461/10, Boyle κατά Επιτροπής, είχε παραληφθεί με τηλεομοιοτυπία και ότι η ώρα παραλαβής του δικογράφου αυτού θα θεωρούνταν ως ώρα παραλαβής και όλων των υπολοίπων προσφυγών που απεστάλησαν στη συνέχεια.

27      Κατά πάγια νομολογία, η συγγνωστή πλάνη μπορεί, υπό εξαιρετικές περιστάσεις, να μην έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια της σχετικής προθεσμίας για τον προσφεύγοντα (βλ. διάταξη του Πρωτοδικείου της 13ης Ιανουαρίου 2009, T-456/08, SGAE κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

28      Η έννοια της συγγνωστής πλάνης πρέπει να ερμηνευθεί περιοριστικώς και μπορεί να αφορά μόνον έκτακτες περιστάσεις στις οποίες, ιδίως, το οικείο κοινοτικό όργανο επέδειξε συμπεριφορά η οποία, αφ’ εαυτής ή κυρίως, μπορούσε να προκαλέσει επιτρεπτή σύγχυση σε καλόπιστο διάδικο που επέδειξε όλη την επιμέλεια που απαιτείται από συναλλασσόμενο με συνήθη ενημέρωση (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2007, T‑5/07, Βέλγιο κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

29      Η συγγνωστή πλάνη δεν μπορεί ωστόσο να γίνει δεκτή εν προκειμένω. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Γραμματεία έδωσε πληροφορίες από τηλεφώνου για τη διαδικασία καταθέσεως της προσφυγής, γεγονός που δεν αποδείχθηκε με κανέναν τρόπο, ο προσφεύγων είχε υποχρέωση να εφαρμόσει τις προβλεπόμενες από τον Κανονισμό Διαδικασίας διατάξεις για την κατάθεση των προσφυγών και για τις ισχύουσες προθεσμίες, οι οποίες δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερη δυσκολία ερμηνείας (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Ιανουαρίου 2004, T‑142/01 και T‑283/01, OPTUC κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑329, σκέψη 44, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 30ής Νοεμβρίου 2009, T-2/09, Internationale Fruchtimport Gesellschaft Weichert κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 21). Επιπλέον, δεν περιλαμβάνεται στα καθήκοντα και στις αρμοδιότητες των υπαλλήλων της Γραμματείας να αποφαίνονται επί του υπολογισμού της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής (προπαρατεθείσα διάταξη SGAE κατά Επιτροπής, σκέψη 21). Κατά τα λοιπά, πρέπει να τονιστεί ότι το επιχείρημα αυτό δεν προβλήθηκε από τον προσφεύγοντα, μετά από πολλές ανταλλαγές αλληλογραφίας με τη Γραμματεία, παρά στις 10 Ιανουαρίου 2011, με την απάντησή του στις ερωτήσεις που του έθεσε το Γενικό Δικαστήριο καλώντας τον να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες για τα προβλήματα που αντιμετώπισε με τη συσκευή τηλεομοιοτυπίας του Γενικού Δικαστηρίου.

30      Επίσης, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η δικαιολογία ότι ο εκπρόσωπος του προσφεύγοντος μπόρεσε να διαβιβάσει στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την υπό κρίση προσφυγή μόνον κατά το απόγευμα και το βράδυ της 27ης Σεπτεμβρίου 2010 διότι τους τελευταίους μήνες δεν μπορούσε να συναντήσει εύκολα τον πελάτη του και τον ναυπηγό οι οποίοι, λόγω της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, ταξίδευαν τον περισσότερο χρόνο στη θάλασσα. Συγκεκριμένα, τα ζητήματα που συνδέονται με τη λειτουργία και την οργάνωση των υπηρεσιών του προσφεύγοντος δεν μπορούν, αυτά καθαυτά, να προσδώσουν συγγνωστό χαρακτήρα στην εκπρόθεσμη κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής [βλ., συναφώς, διάταξη του Πρωτοδικείου της 28ης Απριλίου 2008, T-358/07, Publicare Marketing Communications κατά ΓΕΕΑ (Publicare), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 17].

31      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη, χωρίς να απαιτείται η κοινοποίησή της στην Επιτροπή.

 Επί των δικαστικών εξόδων

32      Δεδομένου ότι η παρούσα διάταξη εκδίδεται πριν από την κοινοποίηση στην καθής του δικογράφου της προσφυγής και πριν αυτή υποβληθεί σε έξοδα, αρκεί να αποφασιστεί ότι ο προσφεύγων θα φέρει τα δικά του έξοδα κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Ο Joseph Doherty φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Λουξεμβούργο, 1 Απριλίου 2011.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       Σ. Παπασάββας


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.