27.3.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 80/40


Προσφυγή της 28ης Ιανουαρίου 2010 — ING Groep κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-33/10)

2010/C 80/66

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: ING Groep NV (Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) (εκπρόσωποι: O. Brouwer, M. Knapen και J. Blockx, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, μεταξύ άλλων λόγω ελλείψεως αιτιολογίας ή λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας, καθόσον η εν λόγω απόφαση χαρακτηρίζει την τροποποίηση της λεγόμενης εισφορά CT1 ως συμπληρωματική ενίσχυση ποσού 2 δισ. ευρώ·

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, μεταξύ άλλων λόγω ελλείψεως αιτιολογίας ή λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας, καθόσον η Επιτροπή εξάρτησε την έγκριση της ενισχύσεως από την αποδοχή της απαγορεύσεως καθορισμού χαμηλότερων τιμών (απαγορεύσεως της πρακτικής «price leadership») όπως εκτίθεται στην απόφασή της και στο παράρτημα ΙΙ αυτής·

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, μεταξύ άλλων λόγω ελλείψεως αιτιολογίας ή λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας, καθόσον η Επιτροπή εξάρτησε την έγκριση της ενισχύσεως από απαιτήσεις σχετικές με την πραγματοποίηση αναδιαρθρώσεως οι οποίες υπερβαίνουν το πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο σύμφωνα με όσα ορίζονται στην περί αναδιαρθρώσεως ανακοίνωση της Επιτροπής·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Στο πλαίσιο της αναταραχής στις χρηματοοικονομικές αγορές τον Σεπτέμβριο/Οκτώβριο του 2008, στις 11 Νοεμβρίου 2008 το Ολλανδικό Δημόσιο εισέφερε στην ING (προσφεύγουσα) 10 δισ. ευρώ βασικό κεφάλαιο κατηγορίας 1 (Core Tier 1 capital) (στο εξής: εισφορά CT1). Το μέτρο αυτό ενισχύσεως εγκρίθηκε προσωρινά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 12 Νοεμβρίου 2008 για περίοδο έξι μηνών.

Τον Ιανουάριο του 2009, το Ολλανδικό Δημόσιο συμφώνησε να αναλάβει τον οικονομικό κίνδυνο που συνδεόταν με ένα μέρος των ήδη απομειωμένων στοιχείων ενεργητικού της προσφεύγουσας. Το μέτρο αυτό εγκρίθηκε προσωρινά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 31 Μαρτίου 2009· το Ολλανδικό Δημόσιο δεσμεύτηκε να προτείνει ένα σχέδιο αναδιαρθρώσεως όσον αφορά την προσφεύγουσα. Τον Οκτώβριο του 2009, η προσφεύγουσα και το Ολλανδικό Δημόσιο συμφώνησαν μια τροποποίηση της αρχικής εισφοράς CT1, ώστε να καταστεί δυνατή η πρόωρη επιστροφή του ημίσεως του ποσού που είχε χορηγηθεί ως εισφορά CT1. Η τελική μορφή του σχεδίου αναδιαρθρώσεως της προσφεύγουσας υποβλήθηκε στην Επιτροπή στις 22 Οκτωβρίου 2009.

Στις 18 Νοεμβρίου 2009 η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία εγκρίθηκε το μέτρο ενισχύσεως υπό την προϋπόθεση της τηρήσεως των αφορωσών μέτρα αναδιαρθρώσεως δεσμεύσεων που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ της αποφάσεως.

Με την προσφυγή της η προσφεύγουσα ζητεί τη μερική ακύρωση της αποφάσεως της 18ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 10/2009 (ex Ν 138/2009) που χορηγήθηκε από τις Κάτω Χώρες προς ενίσχυση των μη ευκόλως ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων της προσφεύγουσας και για το σχέδιο αναδιαρθρώσεως, καθόσον η απόφαση αυτή (i) χαρακτηρίζει την τροποποίηση της εισφοράς CT1 ως συμπληρωματική ενίσχυση ποσού 2 δισ. ευρώ, (ii) εξάρτησε την έγκριση της ενισχύσεως από την αποδοχή της απαγορεύσεως καθορισμού χαμηλότερων τιμών (απαγορεύσεως της πρακτικής «price leadership») και (iii) εξάρτησε την έγκριση της ενισχύσεως από απαιτήσεις σχετικές με την πραγματοποίηση αναδιαρθρώσεως οι οποίες υπερβαίνουν το πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο σύμφωνα με όσα ορίζονται στην περί αναδιαρθρώσεως ανακοίνωση της Επιτροπής.

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί μερικώς για τους ακόλουθους λόγους:

Βάσει του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικού με την τροποποίηση της εισφοράς CT1, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή:

α)

παρέβη το άρθρο 107 της ΣΛΕΕ, εκτιμώντας ότι η τροποποίηση της εισφοράς CT1 που συμφωνήθηκε μεταξύ της προσφεύγουσας και του Ολλανδικού Δημοσίου συνιστά κρατική ενίσχυση και ότι

β)

παρέβη την υποχρέωση επιδείξεως επιμελείας και το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, καθόσον παρέλειψε να εξετάσει όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης υποθέσεως με επιμέλεια και αμεροληψία, να ακούσει την άποψη των ενδιαφερομένων και να αιτιολογήσει δεόντως την προσβαλλόμενη απόφαση.

Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου της, σχετικά με την απαγόρευση καθορισμού χαμηλότερων τιμών για την ING και την ING Direct, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή:

α)

παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως, λόγω του ότι δεν εξέτασε με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης υποθέσεως και ότι, επιπλέον, παρέβη το καθήκον της να αιτιολογήσει δεόντως την απόφαση·

β)

παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, εξαρτώντας την έγκριση του μέτρου ενισχύσεως από την απαγόρευση καθορισμού χαμηλότερων τιμών, πράγμα το οποίο δεν είναι πρόσφορο, αναγκαίο ή σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας μέτρο·

γ)

παρέβη το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο β', ΣΛΕΕ και εφάρμοσε εσφαλμένα τις αρχές και τις κατευθυντήριες γραμμές που εκτίθενται στην ανακοίνωση για την αναδιάρθρωση.

Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικού με τις αντίθετες προς την αρχή της αναλογικότητας απαιτήσεις όσον αφορά την αναδιάρθρωση, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η απόφαση είναι πλημμελής, λόγω:

α)

πεπλανημένης εκτιμήσεως, διότι η Επιτροπή υπολόγισε εσφαλμένα το απόλυτο και σχετικό ποσό της ενισχύσεως και παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και της χρηστής διοικήσεως, απαιτώντας υπερβολικά μέτρα αναδιαρθρώσεως χωρίς να εξετάσει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία που τέθηκαν στη διάθεσή της, και

β)

πεπλανημένης εκτιμήσεως και ανεπαρκούς αιτιολογίας, διότι η απόφαση της Επιτροπής παρεκκλίνει από την ανακοίνωση για την αναδιάρθρωση όσον αφορά την αξιολόγηση των απαιτούμενων για την αναδιάρθρωση αυτή μέτρων.