29.1.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 30/20


Προσφυγή που ασκήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Πορτογαλικής Δημοκρατίας

(Υπόθεση C-524/10)

()

2011/C 30/33

Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: M. Afonso)

Καθής: Πορτογαλική Δημοκρατία

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναγνωρίσει ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία, εφαρμόζοντας επί των παραγωγών γεωργικών προϊόντων ειδικό καθεστώς που δεν συμβαδίζει με τα θεσπιζόμενο με την Οδηγία ΦΠΑ (1) καθεστώς, εφόσον τους απαλλάσσει της καταβολής ΦΠΑ, και εφαρμόζοντας μηδενικό κατ’ αποκοπήν ποσοστό συμψηφισμού, ενώ ταυτόχρονα προβαίνει, στους ιδίους της πόρους, σε σημαντική αρνητική αντιστάθμιση έναντι της εισπράξεως ΦΠΑ, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 296 έως 298 της οδηγίας ΦΠΑ·

να καταδικάσει την Πορτογαλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η πορτογαλική νομοθεσία δεν προβλέπει κατ’ αποκοπήν συμψηφισμό του ΦΠΑ που έχουν καταβάλει οι παραγωγοί γεωργικών προϊόντων επί των εισροών. Κατόπιν αποστολής που διενεργήθηκε στην Πορτογαλία στις 13 και 14 Νοεμβρίου 2007 προς έλεγχο των ιδίων πόρων για τα έτη 2004 και 2005, οι πορτογαλικές αρχές ανέφεραν ότι ο ΦΠΑ επί των εισροών, τον οποίο δεν είχαν εκπέσει οι υποκείμενοι στο ειδικό καθεστώς γεωργοί, ανήρχετο σε 5,3 % και σε 7,9 % περίπου των πωλήσεων του 2004 και του 2005, αντιστοίχως. Θεωρώντας ότι ο εισπραττόμενος στον τομέα της γεωργίας ΦΠΑ ήταν, γι’ αυτό τον λόγο, υπέρμετρος, οι πορτογαλικές αρχές είχαν προβεί, κατά τον υπολογισμό της φορολογικής βάσης των ιδίων πόρων, σε αρνητική αντιστάθμιση, ύψους 70 εκατομμυρίων ευρώ περίπου το 2004. Η Επιτροπή, αφού εξέτασε εμπεριστατωμένα αν το εφαρμοζόμενο στους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων της Πορτογαλίας ειδικό καθεστώς συμβάδιζε με την οδηγία ΦΠΑ, συμπέρανε ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία δεν συμμορφώνεται προς τα άρθρα 296 έως 298 της οδηγίας ΦΠΑ. Πράγματι, το προβλεπόμενο από την οδηγία ΦΠΑ κοινό κατ’ αποκοπήν καθεστώς απαιτεί να καθορίζεται κατάλληλο ποσοστό συμψηφισμού άπαξ από τα σχετικά μακροοικονομικά δεδομένα προκύπτει ότι η επιβάρυνση των υπαγομένων στο ειδικό αυτό καθεστώς παραγωγών γεωργικών προϊόντων με ΦΠΑ επί των εισροών δεν ήταν μηδενική ή σχεδόν μηδενική.

Και ναι μεν δεν επιτρέπεται στα κράτη μέλη να καθορίζουν κατ’ αποκοπήν ποσοστά συμψηφισμού υπερβαίνοντα την φορολογική επιβάρυνση του ΦΠΑ επί των εισροών, διότι ένας τέτοιος υπέρμετρος συμψηφισμός θα ισοδυναμούσε με κρατική ενίσχυση υπέρ των οικείων κλάδων, εξ αυτού όμως δεν συνάγεται ότι συμβαδίζει προς την οδηγία ΦΠΑ η πορτογαλική νομοθεσία, η οποία δεν προβλέπει κανένα συμψηφισμό υπέρ των υποκειμένων στο ειδικό καθεστώς γεωργών. Τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να παραγνωρίζουν τα μακροοικονομικά δεδομένα και ν’ αποφασίζουν, έτσι απλά, ότι δεν θα καταβληθεί καμία αντιστάθμιση για τον επιβληθέντα επί των εισροών ΦΠΑ. Αν το πράξουν, αυτό σημαίνει ότι το κράτος μέλος εφαρμόζει στους γεωργούς του ένα ειδικό καθεστώς που διαφέρει ουσιωδώς, ως προς τη σύλληψη και τους σκοπούς του, από το κοινό καθεστώς κατ’ αποκοπήν συμψηφισμού υπέρ των παραγωγών γεωργικών προϊόντων, όπως αυτό διατυπώνεται και ρυθμίζεται στο Κεφάλαιο 2 του Τίτλου XII της οδηγίας ΦΠΑ.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι το θεσπιζόμενο με την πορτογαλική νομοθεσία ειδικό καθεστώς για τις συναλλαγές των παραγωγών γεωργικών προϊόντων δεν συνιστά ορθή και συνεπή εφαρμογή του κοινού αυτού καθεστώτος. Στην πραγματικότητα, η εν λόγω νομοθεσία απλώς παρέχει φοροαπαλλαγή και, κατά συνέπεια, αποκλείει ολοσχερώς από το σύστημα του ΦΠΑ όλους τους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων που δεν επιλέγουν το γενικό σύστημα φορολόγησης. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι οι εμπίπτοντες στο καθεστώς αυτό γεωργοί αντιπροσωπεύουν σημαντική μερίδα του πορτογαλικού κλάδου της γεωργίας, η επιλογή αυτή του εθνικού νομοθέτη επιφέρει σοβαρό πλήγμα κατά της αρχής του γενικού χαρακτήρα του φόρου, σύμφωνα με την οποία ο ΦΠΑ πρέπει να έχει την ευρύτερη δυνατή φορολογική βάση και να καταλαμβάνει όλα τα στάδια της παραγωγής και της διανομής των αγαθών, καθώς και την παροχή υπηρεσιών. Πέραν τούτου, καμία διάταξη της οδηγίας ΦΠΑ δεν θεσπίζει απαλλαγή των ενεργουμένων από τους γεωργούς συναλλαγών, η οποία προσκρούει ευθέως στη διάταξη του άρθρου 296, παράγραφος 1, αυτής, η οποία επιτρέπει στα κράτη μέλη να επιλέγουν μεταξύ τριών και μόνον αυστηρώς καθοριζομένων καθεστώτων ως προς τη μεταχείριση των παραγωγών γεωργικών προϊόντων: της εφαρμογής του γενικού καθεστώτος, της εφαρμογής του απλουστευμένου καθεστώτος που προβλέπεται στο Κεφάλαιο 1 του Τίτλου XII ή της εφαρμογής του προβλεπομένου στο Κεφάλαιο 2 του ίδιου Τίτλου κοινού κατ’ αποκοπήν καθεστώτος.


(1)  Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1)