ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

PEDRO CRUZ VILLALÓN

της 29ης Μαρτίου 2012 ( 1 )

Υπόθεση C-616/10

Solvay SA

κατά

Honeywell Fluorine Products Europe BV, Honeywell Belgium NV, Honeywell Europe NV

[αίτηση του Rechtbank’s-Gravenhage (Κάτω Χώρες)για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων — Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 — Αγωγή λόγω προσβολής δικαιωμάτων που αντλούνται από ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας — Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας και βάσεις αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας — Άρθρο 6, σημείο 1 — Πλείονες εναγόμενοι — Άρθρο 22, σημείο 4 — Αμφισβήτηση του κύρους διπλώματος ευρεσιτεχνίας — Άρθρο 31 — Ασφαλιστικά ή προσωρινά μέτρα»

1. 

Επιληφθέν αγωγών περί διαπιστώσεως της προσβολής δικαιωμάτων αντλούμενων από ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, οι οποίες ασκήθηκαν κατά εταιριών εγκατεστημένων σε διαφορετικά κράτη μέλη και κατόπιν της ασκήσεως των οποίων υποβλήθηκε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με αντικείμενο την παύση διασυνοριακής προσβολής, το Rechtbank’s-Gravenhage (Κάτω Χώρες) υποβάλλει στο Δικαστήριο πλείονα προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ( 2 ), σε περιπτώσεις ένδικων διαφορών σχετικών με δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας.

2. 

Τα εξαιρετικώς ακριβή ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου ( 3 ) αφορούν ορισμένα από τα κύρια προβλήματα ( 4 ) που εγείρει η εφαρμογή του κανονισμού αυτού στις σχετικές με ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας διαφορές ( 5 ), παρέχοντας έτσι στο Δικαστήριο την ευκαιρία να διευκρινίσει το περιεχόμενο των πλέον σημαντικών αποφάσεών του σχετικά με το ζήτημα, ειδικότερα δε όσον αφορά τα άρθρα 6, σημείο 1 ( 6 ), 22, σημείο 4 ( 7 ), και 31 ( 8 ) του κανονισμού 44/2001.

I – Το νομικό πλαίσιο

3.

Βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού 44/2001 και κατά παρέκκλιση από την αρχή την οποία θέτει το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους μόνο βάσει των κανόνων που περιλαμβάνονται στα άρθρα 5 έως 24 του ιδίου αυτού κανονισμού.

4.

Το άρθρο 6 του κανονισμού 44/2001 προβλέπει ότι πρόσωπο που κατοικεί εντός κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους:

«[…]

1)

αν υπάρχουν πολλοί εναγόμενοι, ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας ενός εξ αυτών, εφόσον υπάρχει τόσο στενή συνάφεια μεταξύ των αγωγών ώστε να ενδείκνυται να συνεκδικασθούν και να κριθούν συγχρόνως, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων που θα μπορούσαν να προκύψουν από την χωριστή εκδίκασή τους·

[…]».

5.

Το άρθρο 22 του κανονισμού 44/2001 ορίζει ότι:

«Αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία, έχουν:

[…]

4)

σε θέματα καταχώρισης ή κύρους διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, σημάτων, σχεδίων και προτύπων και άλλων ανάλογων δικαιωμάτων τα οποία επιδέχονται κατάθεση ή καταχώριση, τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου η κατάθεση ή η καταχώριση ζητήθηκε, πραγματοποιήθηκε, ή θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με κοινοτικό νομοθέτημα ή με διεθνή σύμβαση.

Με την επιφύλαξη της δικαιοδοσίας του Ευρωπαϊκού Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, σύμφωνα με τη σύμβαση [περί] χορηγήσεως ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, που υπογράφηκε στο Μόναχο στις 5 Οκτωβρίου 1973 [(στο εξής: Σύμβαση του Μονάχου)], τα δικαστήρια κάθε κράτους μέλους έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία, σε θέματα καταχώρισης ή κύρους του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας που χορηγείται για το κράτος αυτό·

[…]».

6.

Τέλος, το άρθρο 31 του κανονισμού 44/2001 ορίζει ότι:

«Τα ασφαλιστικά μέτρα που προβλέπονται από το δίκαιο συμβαλλόμενου κράτους μπορούν να ζητηθούν από τα δικαστήρια του κράτους αυτού, έστω και αν δικαστήριο άλλου κράτους μέλους έχει, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, διεθνή δικαιοδοσία για την ουσία της υποθέσεως.»

II – Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης

7.

Η Solvay SA, εταιρία η οποία εδρεύει στο Βέλγιο και είναι δικαιούχος του αριθ. EP 0 858 440 ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας που ισχύει σε πλείονα κράτη μέλη ( 9 ), άσκησε στις 6 Μαρτίου 2009 ενώπιον του Rechtbank’s-Gravenhage (Κάτω Χώρες) αγωγή λόγω προσβολής δικαιωμάτων που αντλούνται από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ( 10 ), όσον αφορά πλείονα εθνικά μέρη του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας, στρεφόμενη κατά, μεταξύ άλλων, τριών εταιριών που εδρεύουν σε δύο διαφορετικά κράτη μέλη, τη Honeywell Fluorine Products Europe BV, η οποία εδρεύει στις Κάτω Χώρες, καθώς και τις Honeywell Belgium NV και Honeywell Europe NV, οι οποίες εδρεύουν στο Βέλγιο ( 11 ), για τον λόγο ότι διέθεσαν στο εμπόριο προϊόν παρασκευαζόμενο από τη Honeywell International Inc. (HFC-245) που είναι πανομοιότυπο με το καλυπτόμενο από το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.

8.

Στο πλαίσιο της δίκης αυτής, η Solvay SA υπέβαλε στις 9 Δεκεμβρίου 2009 παρεμπίπτουσα αίτηση κατά των εναγομένων της κύριας δίκης ( 12 ), ζητώντας τη λήψη ασφαλιστικού μέτρου προκειμένου να παύσει η διασυνοριακή παραβίαση των αντλούμενων από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας δικαιωμάτων καθόσον εκκρεμεί η κύρια διαφορά.

9.

Δεδομένου ότι οι εναγόμενες της κύριας δίκης προέβαλαν, στο πλαίσιο της παρεμπίπτουσας διαδικασίας, την ακυρότητα των εθνικών μερών του επίμαχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας, χωρίς πάντως να ασκήσουν ή να δηλώσουν την πρόθεσή τους να ασκήσουν αγωγές για την κήρυξη της ακυρότητάς του, και δεδομένου ότι αμφισβήτησαν τη διεθνή δικαιοδοσία του ολλανδικού δικαστηρίου για να επιληφθεί τόσο της κύριας αγωγής όσο και της παρεμπίπτουσας διαδικασίας, το Rechtbank’s-Gravenhage αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 6, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, καθώς και πλείονα προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με τα άρθρα 22, σημείο 4, και 31 του κανονισμού 44/2001.

III – Τα προδικαστικά ερωτήματα

10.

Τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Rechtbank’s-Gravenhage έχουν ως εξής:

«1)

Όσον αφορά το άρθρο 6, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001:

Είναι δυνατό, σε περίπτωση κατά την οποία δύο ή πλείονες εταιρίες εδρεύουσες σε διαφορετικά κράτη μέλη ενάγονται, η καθεμία χωριστά, σε δίκη η οποία εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου ενός εξ αυτών των κρατών μελών, λόγω προσβολής δικαιωμάτων αντλούμενων από το ίδιο εθνικό μέρος ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας, όπως αυτό ισχύει σε άλλο κράτος μέλος, λόγω πράξεων οι οποίες προσβάλλουν δικαιώματα ευρεσιτεχνίας σχετικά με το ίδιο προϊόν, να εκδοθούν “ασυμβίβαστες μεταξύ τους αποφάσεις”, κατά την έννοια του άρθρου 6, σημείο 1, του [εν λόγω] κανονισμού, σε περίπτωση χωριστής εκδικάσεως;

2)

Όσον αφορά το άρθρο 22, σημείο 4, του κανονισμού 44/2001:

α)

Έχει εφαρμογή το άρθρο 22, σημείο 4, του κανονισμού αυτού επί διαδικασίας για τη λήψη ασφαλιστικού μέτρου, στηριζόμενης σε αλλοδαπό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας (όπως το “ασφαλιστικό” μέτρο της προσωρινής παύσεως της διασυνοριακής προσβολής δικαιωμάτων αντλούμενων από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας), σε περίπτωση κατά την οποία ο καθού προβάλει ως αμυντικό ισχυρισμό την ακυρότητα του διπλώματος ευρεσιτεχνίας που επικαλέσθηκε ο αιτών, λαμβανομένου υπόψη ότι, στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο δεν εκδίδει οριστική απόφαση επί του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας του οποίου έγινε επίκληση, αλλά εκτιμά πώς θα αποφανθεί εν προκειμένω το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία κατά το άρθρο 22, σημείο 4, του [εν λόγω] κανονισμού, και σε περίπτωση κατά την οποία απορριφθεί το αίτημα λήψεως του ως άνω ασφαλιστικού μέτρου της παύσεως της προσβολής δικαιωμάτων που αντλούνται από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας εάν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, υπάρχει εύλογη και μη αμελητέα πιθανότητα το προβαλλόμενο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας να κηρυχθεί άκυρο από το έχον διεθνή δικαιοδοσία δικαστήριο;

β)

Υφίστανται, όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 22, σημείο 4, του κανονισμού [44/2001] επί διαδικασίας όπως η περιγραφείσα στο προηγούμενο ερώτημα, προϋποθέσεις ως προς τον τύπο σχετικά με τον αμυντικό ισχυρισμό περί ακυρότητας διπλώματος ευρεσιτεχνίας, υπό την έννοια ότι το άρθρο αυτό έχει εφαρμογή μόνον οσάκις ενώπιον του έχοντος διεθνή δικαιοδοσία, κατά το άρθρο 22, σημείο 4, του κανονισμού αυτού, δικαστηρίου έχει ασκηθεί αγωγή για την κήρυξη της ακυρότητας ή πρόκειται να ασκηθεί εντός της —ταχθείσας από το δικαστήριο— προθεσμίας ή, τουλάχιστον, εφόσον κλητεύθηκε ή πρόκειται να κλητευθεί ο δικαιούχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, ή αρκεί απλώς και μόνον η προβολή αμυντικού ισχυρισμού περί ακυρότητας και, εάν ναι, τίθενται σε τέτοια περίπτωση προϋποθέσεις σχετικά με το περιεχόμενο του προβληθέντος αμυντικού ισχυρισμού, υπό την έννοια ότι πρέπει να είναι επαρκώς εμπεριστατωμένος και/ή η προβολή του δεν πρέπει να είναι δικονομικώς καταχρηστική;

γ)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο [πρώτο] ερώτημα, εξακολουθεί το δικαστήριο να έχει διεθνή δικαιοδοσία όσον αφορά την αγωγή λόγω προσβολής δικαιωμάτων αντλούμενων από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, αφότου προβλήθηκε αμυντικός ισχυρισμός περί ακυρότητας σε διαδικασία όπως η περιγραφείσα στο πρώτο ερώτημα, με αποτέλεσμα (εφόσον το επιθυμεί ο ενάγων) να πρέπει να ανασταλεί η δίκη περί προσβολής δικαιωμάτων αντλούμενων από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας μέχρι το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία, κατά το άρθρο 22, σημείο 4, του κανονισμού [44/2001], να αποφανθεί επί του κύρους του εθνικού μέρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας του οποίου έγινε επίκληση, ή η αγωγή πρέπει να απορριφθεί διότι είναι αδύνατον να εξετασθεί ουσιώδης για την έκδοση αποφάσεως αμυντικός ισχυρισμός, ή, τέλος[,] το δικαστήριο στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας για να επιληφθεί της αγωγής λόγω προσβολής δικαιωμάτων αντλούμενων από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας λόγω της προβολής αμυντικού ισχυρισμού περί ακυρότητας;

δ)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο [πρώτο] ερώτημα, δύναται το εθνικό δικαστήριο να στηρίξει στο άρθρο 31 του κανονισμού [44/2001] τη διεθνή δικαιοδοσία του όσον αφορά τη στηριζόμενη σε αλλοδαπό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (όπως είναι το μέτρο της παύσεως διασυνοριακής προσβολής δικαιωμάτων αντλούμενων από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας), κατά της οποίας προβλήθηκε ο αμυντικός ισχυρισμός περί ακυρότητας του διπλώματος ευρεσιτεχνίας του οποίου έγινε επίκληση, ή (σε περίπτωση κατά την οποία κριθεί ότι η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 22, σημείο 4, του [εν λόγω] κανονισμού δεν θίγει τη διεθνή δικαιοδοσία του Rechtbank να αποφανθεί επί του ζητήματος της προσβολής δικαιωμάτων αντλούμενων από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας) τη διεθνή δικαιοδοσία του να αποφανθεί επί του αμυντικού ισχυρισμού περί ακυρότητας του διπλώματος ευρεσιτεχνίας του οποίου έγινε επίκληση;

ε)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα, ποια πραγματικά περιστατικά απαιτούνται για να γίνει δεκτό ότι υφίσταται πραγματικός σύνδεσμος, όπως διαλαμβάνεται στη σκέψη 40 της [προπαρατεθείσας] αποφάσεως Van Uden, μεταξύ του αντικειμένου των ζητουμένων μέτρων και της εδαφικής δικαιοδοσίας του συμβαλλομένου κράτους του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της υποθέσεως;»

11.

Η ενάγουσα και οι εναγόμενες της κύριας δίκης, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας καθώς και η Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Οι εκπρόσωποι της Solvay SA, της Honeywell Fluorine Products Europe BV, του Βασιλείου της Ισπανίας καθώς και της Επιτροπής ανέπτυξαν προφορικώς τις απόψεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 30ής Νοεμβρίου 2011.

IV – Ανάλυση

12.

Πρέπει να υπομνησθεί καταρχάς ότι, καθόσον ο κανονισμός 44/2001 έχει αντικαταστήσει, όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών ( 13 ), τη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ( 14 ), η εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία της Συμβάσεως αυτής έχει εφαρμογή και στην περίπτωση του εν λόγω κανονισμού, εφόσον οι διατάξεις του και οι διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ισοδύναμες ( 15 ). Επιπλέον, από τη δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 44/2001 προκύπτει ότι πρέπει να διασφαλισθεί η συνέχεια μεταξύ της Συμβάσεως των Βρυξελλών και του εν λόγω κανονισμού όσον αφορά την ερμηνεία.

Α  Επί της κύριας αγωγής και επί της ερμηνείας του άρθρου 6, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001

13.

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο αν μπορεί να γίνει δεκτό ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία βάσει του άρθρου 6, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001. Ειδικότερα, ζητεί να διευκρινισθεί αν, λαμβανομένου υπόψη ότι έχει επιληφθεί αγωγής κατά επιχειρήσεως εγκατεστημένης στις Κάτω Χώρες και κατά δύο επιχειρήσεων εγκατεστημένων στο Βέλγιο, υφίσταται κίνδυνος εκδόσεως ασυμβίβαστων αποφάσεων, ο οποίος δικαιολογεί τη διεθνή δικαιοδοσία του βάσει της διατάξεως αυτής.

14.

Συγκεκριμένα, βάσει του άρθρου 6, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 παρέχεται στον ενάγοντα η δυνατότητα να εναγάγει πλείονες εναγομένους ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας ενός εξ αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι μεταξύ των αγωγών υφίσταται τόσο στενή συνάφεια ώστε να ενδείκνυται να συνεκδικασθούν και να κριθούν συγχρόνως, προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο της εκδόσεως ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων σε περίπτωση χωριστής εκδικάσεως των υποθέσεων ( 16 ).

15.

Η απαίτηση περί συνάφειας των αγωγών είχε τεθεί από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 6, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών ( 17 ), πριν αυτή καθιερωθεί βάσει της νέας διατυπώσεως του άρθρου 6, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 ( 18 ) έτσι ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο η εξαίρεση από την αρχή της δωσιδικίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους της κατοικίας του εναγομένου να θέσει εν αμφιβόλω την ύπαρξη της αρχής αυτής.

16.

Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει επίσης ότι, για να χαρακτηρισθούν οι αποφάσεις ως αντιφατικές μεταξύ τους, δεν αρκεί να υπάρχει απόκλιση όσον αφορά την επίλυση της διαφοράς. Πρέπει, επιπλέον, η απόκλιση αυτή να εντάσσεται στο πλαίσιο της ίδιας πραγματικής και νομικής καταστάσεως ( 19 ).

17.

Εξάλλου, στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει, βάσει όλων των στοιχείων της δικογραφίας, την ύπαρξη συνάφειας μεταξύ των διαφόρων αξιώσεων που έχουν προβληθεί ενώπιόν του, δηλαδή την ύπαρξη κινδύνου εκδόσεως ασυμβίβαστων αποφάσεων στην περίπτωση χωριστής εκδικάσεως των αξιώσεων αυτών ( 20 ).

18.

Με την προπαρατεθείσα απόφασή του Roche Nederland κ.λπ., το Δικαστήριο έκρινε, πάντως, ότι αγωγές λόγω προσβολής δικαιωμάτων που αντλούνται από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, οι οποίες έχουν ασκηθεί εκ παραλλήλου σε διαφορετικά κράτη μέλη και οι οποίες πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 64, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Μονάχου, να εξετασθούν βάσει της αντιστοίχως ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας ( 21 ), δεν εντάσσονται στο πλαίσιο της ιδίας νομικής καταστάσεως ( 22 ), οπότε τυχόν αποκλίνουσες μεταξύ τους αποφάσεις δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αντιφατικές ( 23 ).

19.

Δηλαδή, κατά τα φαινόμενα, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 6, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, δεν μπορούν, καταρχήν, να πληρούνται οσάκις οι αγωγές λόγω προσβολής δικαιωμάτων που αντλούνται από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στηρίζονται σε ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.

20.

Η νομολογία που διατυπώθηκε με την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο επί της υποθέσεως Roche Nederland κ.λπ. αποτέλεσε, από της απόψεως αυτής, το αντικείμενο έντονης κριτικής ( 24 ), καθόσον περιορίζει ουσιωδώς το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 ( 25 ) στον τομέα της βιομηχανικής ιδιοκτησίας ( 26 ). Θεωρείται γενικώς ( 27 ) ότι εξασθενεί την προστασία των δικαιούχων ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ( 28 ), ενώ επίσης αντιβαίνει στο άρθρο 69 της Συμβάσεως του Μονάχου ( 29 ).

21.

Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι το πρόβλημα που εγείρει η υπό κρίση υπόθεση συνίσταται, τελικώς, στο να αποφασισθεί είτε η διατήρηση είτε η αναθεώρηση της νομολογίας Roche Nederland κ.λπ.;

22.

Κατά τη γνώμη μου, δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Φρονώ ότι, όπως υποστήριξαν τόσο η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας όσο και το Βασίλειο της Ισπανίας και η Επιτροπή, είναι δυνατή μια λιγότερο κατηγορηματική προσέγγιση, βάσει της οποίας θα οριοθετηθεί προσεκτικά η έκταση εφαρμογής της νομολογίας που διατυπώθηκε με την απόφαση Roche Nederland κ.λπ.

23.

Συγκεκριμένα, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης νομική κατάσταση διαφέρει της επίμαχης στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Roche Nederland κ.λπ., καθόσον οι εγκατεστημένες στις Κάτω Χώρες και στο Βέλγιο εναγόμενες της κύριας δίκης κατηγορούνται, η καθεμία ατομικά, ότι διέθεταν στο εμπόριο τις ίδιες απομιμήσεις προϊόντων εντός των ιδίων κρατών μελών και ότι, ως εκ τούτου, προσέβαλλαν τα δικαιώματα που αντλούνται από τα ίδια «εθνικά μέρη του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας», όπως ίσχυαν σε αυτά τα κράτη μέλη.

24.

Για να εκτιμηθεί αν τα επιχειρήματα αυτά ασκούν εν προκειμένω επιρροή, θα ήταν χρήσιμο να εξετασθεί το τι θα συνέβαινε αν κρινόταν ότι το άρθρο 6, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 δεν έχει εν προκειμένω εφαρμογή. Το, ολλανδικό, αιτούν δικαστήριο θα είχε διεθνή δικαιοδοσία για να εξετάσει την αγωγή κατά της εγκατεστημένης στις Κάτω Χώρες εναγομένης της κύριας δίκης, ενώ η ενάγουσα θα έπρεπε να ασκήσει ενώπιον βελγικού δικαστηρίου την αγωγή λόγω προσβολής δικαιωμάτων αντλούμενων από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας κατά των δύο εγκατεστημένων στο Βέλγιο εναγομένων, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2 του κανονισμού αυτού ( 30 ).

25.

Τα δύο δικαστήρια θα έπρεπε να εξετάσουν, έκαστο κατά το μέρος της υποθέσεως για το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία, τις καταγγελλόμενες προσβολές βάσει των διαφορετικών εθνικών δικαίων που διέπουν τα διάφορα «εθνικά μέρη του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας» των οποίων προβάλλεται προσβολή, κατ’ εφαρμογήν της αρχής lex loci protectionis [αρχής περί εφαρμογής του δικαίου του τόπου προστασίας] ( 31 ). Για παράδειγμα, τα δικαστήρια αυτά θα κληθούν να εξετάσουν βάσει του φινλανδικού δικαίου την εκ μέρους των τριών εναγομένων της κύριας δίκης προσβολή των δικαιωμάτων που αντλούνται από το φινλανδικό μέρος του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας, λόγω της εντός της Φινλανδίας διαθέσεως στο εμπόριο πανομοιότυπης απομιμήσεως προϊόντος.

26.

Υπό τις συνθήκες αυτές, θα καλούνταν πράγματι να εκδώσουν αποφάσεις οι οποίες θα εντάσσονταν στο πλαίσιο της ιδίας νομικής καταστάσεως —την προσβολή δικαιωμάτων αντλούμενων από το ίδιο εθνικό μέρος ευρωπαϊκού διπλώματος που καθορίζει με τους ίδιους όρους το εύρος της προστασίας του διπλώματος αυτού ( 32 )—, πλην όμως θα υπήρχε το ενδεχόμενο να εκδώσουν διαμετρικώς αντίθετες αποφάσεις.

27.

Δηλαδή, το άρθρο 6, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 δεν θα ετύγχανε εφαρμογής στην περίπτωση δέσμης αγωγών λόγω προσβολής δικαιωμάτων αντλούμενων από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στρεφόμενων κατά διαφορετικών εταιριών εγκατεστημένων σε διαφορετικά κράτη μέλη, καθόσον αφορούν πράξεις που τελέσθηκαν σε διαφορετικά κράτη μέλη και θίγουν διαφορετικά εθνικά μέρη ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας τα οποία διέπονται από διαφορετικά δίκαια ( 33 ). Αντιθέτως, η διάταξη αυτή θα εφαρμοσθεί, εφόσον πληρούται η προϋπόθεση περί ιδίας πραγματικής καταστάσεως, στην περίπτωση δέσμης αγωγών λόγω προσβολής δικαιωμάτων αντλούμενων από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας οι οποίες ασκήθηκαν κατά διαφορετικών εταιριών εγκατεστημένων σε διαφορετικά κράτη μέλη, εφόσον αφορούν χωριστά πράξεις που τελέσθηκαν εντός του ιδίου κράτους μέλους και προσβάλλουν δικαιώματα αντλούμενα από το ίδιο εθνικό μέρος ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας, το οποίο διέπεται από το ίδιο δίκαιο ( 34 ).

28.

Επιβάλλεται, πάντως, να υπομνησθεί ότι τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να ερμηνεύουν τις διατάξεις του κανονισμού 44/2001 περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας ( 35 ) τηρώντας την αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία καταλέγεται μεταξύ των σκοπών του κανονισμού αυτού, στοιχείο που συνεπάγεται ότι το άρθρο 6, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνεύεται «κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό σε έναν ευλόγως ενημερωμένο εναγόμενο να προβλέψει ευλόγως ενώπιον ποίου δικαστηρίου, πλην αυτού του κράτους της κατοικίας του, θα μπορούσε να εναχθεί» ( 36 ).

29.

Υπό τις συνθήκες αυτές, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο ότι το άρθρο 6, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι τυγχάνει εφαρμογής στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς σχετικής με την προσβολή δικαιωμάτων αντλούμενων από ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, όπου ενάγονται πλείονες εταιρίες εγκατεστημένες σε διαφορετικά κράτη μέλη, εφόσον οι αγωγές αφορούν χωριστά πράξεις που τελέσθηκαν εντός του ιδίου κράτους μέλους και προσβάλλουν δικαιώματα αντλούμενα από το ίδιο εθνικό μέρος ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας, το οποίο διέπεται από το ίδιο δίκαιο.

Β  Επί της παρεμπίπτουσας διαδικασίας

30.

Με τη δεύτερη σειρά ερωτημάτων, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν η αμφισβήτηση του κύρους διπλώματος στο πλαίσιο παρεμπίπτουσας διαδικασίας, με αίτημα να παύσει διασυνοριακή προσβολή δικαιωμάτων αντλούμενων από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, παράλληλης της κύριας αγωγής με αίτημα τη διαπίστωση της προσβολής των δικαιωμάτων αυτών, αρκεί και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, υπό ποίες τυπικές ή δικονομικές προϋποθέσεις, για να τεθεί σε εφαρμογή το άρθρο 22, σημείο 4, του κανονισμού 44/2001, με συνέπεια, αφενός, το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υποθέσεως να πρέπει να κρίνει ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας για να επιληφθεί της κύριας αγωγής, βάσει του άρθρου 25 του κανονισμού 44/2001 και, αφετέρου και κατά συνέπεια, να οφείλει να εξετάσει αν έχει διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί της παρεμπίπτουσας διαδικασίας βάσει του άρθρου 31 του κανονισμού 44/2001.

1. Επί της ερμηνείας του άρθρου 22, σημείο 4, του κανονισμού 44/2001

31.

Η πρώτη σειρά ερωτημάτων σχετικά με το περιεχόμενο των διατάξεων του άρθρου 22, σημείο 4, του κανονισμού 44/2001 πρέπει να εξετασθεί με γνώμονα το σκεπτικό και το διατακτικό της αποφάσεως GAT ( 37 ).

32.

Στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 16, σημείο 4, της Συμβάσεως των Βρυξελλών πρέπει να ερμηνεύεται, λαμβανομένων υπόψη του σκοπού του και της θέσεως που κατέχει η διάταξη αυτή στο σύστημα της εν λόγω Συμβάσεως ( 38 ), υπό την έννοια ότι ο κανόνας αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας τον οποίον προβλέπει αφορά όλες τις διαφορές σχετικά με την καταχώριση ή το κύρος διπλώματος ευρεσιτεχνίας, ανεξαρτήτως του αν το ζήτημα εγείρεται στο πλαίσιο αγωγής ή ενστάσεως και ανεξαρτήτως του σταδίου της διαδικασίας κατά το οποίο ανακύπτει το ζήτημα αυτό.

33.

Χωρίς να απαιτείται να εξετασθεί εκ νέου ο λόγος υπάρξεως των εν λόγω διατάξεων, επισημαίνεται ότι η λύση αυτή δικαιολογείται από τρεις λόγους, που σχετίζονται με τη νομική βάση και τον σκοπό του συστήματος που καθιερώθηκε με τη Σύμβαση των Βρυξελλών ( 39 ): καταρχάς, τον αναγκαστικό χαρακτήρα της βάσεως αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας που θεσπίζεται με το άρθρο 16, σημείο 4, της Συμβάσεως των Βρυξελλών ( 40 )· εν συνεχεία, την ανάγκη διασφαλίσεως της προβλεψιμότητας των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας και, επομένως, την προστασία της ασφάλειας δικαίου, μέσω της αποτροπής του πολλαπλασιασμού των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας ( 41 ) και, τέλος, την ανάγκη να αποτραπεί το ενδεχόμενο πολλαπλασιασμού του κινδύνου εκδόσεως αντιφατικών μεταξύ τους αποφάσεων, στην αποφυγή του οποίου σκοπεί ακριβώς η Σύμβαση των Βρυξελλών ( 42 ).

34.

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας καθώς και η Επιτροπή, υιοθετώντας σχετικώς ορισμένα στοιχεία που προβάλλει το αιτούν δικαστήριο, συμφωνούν, κατ’ ουσίαν, ότι τα δικαστήρια τα οποία, όπως στην περίπτωση της υποθέσεως της κύριας δίκης, έχουν επιληφθεί παρεμπίπτοντος αιτήματος δεν αποφαίνονται επί της ουσίας ούτε επί της υπάρξεως προσβολής δικαιωμάτων που αντλούνται από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας (δηλαδή επί του αντικειμένου της κύριας δίκης) ή επί του κύρους του διπλώματος (αμυντικός ισχυρισμός που εγείρεται στο πλαίσιο της παρεμπίπτουσας διαδικασίας), αλλά, αντιθέτως, συνήθως εξετάζουν απλώς αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για να ληφθεί το ασφαλιστικό μέτρο που ζητήθηκε. Δεδομένου ότι ο ενδεχόμενος έλεγχος του κύρους διπλώματος ευρεσιτεχνίας διενεργείται με πιθανολόγηση και δεν έχει ως αποτέλεσμα την έκδοση οριστικής αποφάσεως, δεν υφίσταται κανένας κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών μεταξύ τους αποφάσεων.

35.

Η άποψη αυτή πρέπει, πάντως, να εξετασθεί υπό το πρίσμα, ιδίως, της σκέψεως 30 της προπαρατεθείσας αποφάσεως GAT, στην οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ακριβώς επί του ζητήματος του αντικτύπου των αποτελεσμάτων των αποφάσεων στη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 16, σημείο 4, της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Στο πλαίσιο της υποθέσεως εκείνης είχε υποστηριχθεί ότι, καθόσον τα αποτελέσματα αποφάσεως με την οποία το δικαστήριο αποφάνθηκε παρεμπιπτόντως επί του κύρους διπλώματος ευρεσιτεχνίας περιορίζονται, κατά το γερμανικό δίκαιο, στους διαδίκους της υποθέσεως (αποτελέσματα που ισχύουν αποκλειστικώς inter partes, δηλαδή έναντι των διαδίκων), δεν υφίσταται κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών μεταξύ τους αποφάσεων. Το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα αυτό υιοθετώντας διατύπωση ιδιαιτέρως γενική και με τρόπο όλως κατηγορηματικό.

36.

Επισημαίνοντας ότι τα αποτελέσματα που έχει μια τέτοια απόφαση καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο και ότι, σε πλείονα συμβαλλόμενα κράτη, η απόφαση περί κηρύξεως της ακυρότητας διπλώματος ευρεσιτεχνίας έχει ισχύ erga omnes [δηλαδή ισχύει έναντι πάντων], αποφάνθηκε ότι, «[π]ρος αποφυγή του κινδύνου εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, καθίσταται συνεπώς αναγκαίο να [περιορισθεί] η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων άλλου κράτους, πλην εκείνου [που χορήγησε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας], να αποφαίνονται παρεμπιπτόντως επί του κύρους αλλοδαπού διπλώματος ευρεσιτεχνίας αποκλειστικά στις περιπτώσεις εκείνες όπου το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο περιβάλλει την προς έκδοση απόφαση με περιοριζόμενο στους διαδίκους της [υποθέσεως] αποτέλεσμα». Έκρινε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό, δεδομένου ότι «παρόμοιος περιορισμός οδηγεί σε στρεβλώσεις, θέτοντας με τον τρόπο αυτό [εν αμφιβόλω] την ισότητα και την ομοιομορφία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Σύμβαση για τα συμβαλλόμενα κράτη και για τους ενδιαφερομένους» ( 43 ).

37.

Πρέπει, ως εκ τούτου, να γίνει δεκτό ότι, βάσει της προπαρατεθείσας αποφάσεως GAT, το αιτούν δικαστήριο υποχρεούται να αποφανθεί ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας στην περίπτωση της υποθέσεως της κύριας δίκης; Φρονώ ότι πρέπει να δοθεί λιγότερο κατηγορηματική απάντηση, η οποία θα λαμβάνει υπόψη τα δικονομικώς ισχύοντα.

38.

Πρέπει να επισημανθεί, συγκεκριμένα, ότι υπάρχουν μόνον τρεις πιθανές περιπτώσεις, αναλόγως του αν το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας αμφισβητείται τόσο στο πλαίσιο της κύριας αγωγής όσο και στο πλαίσιο της παρεμπίπτουσας διαδικασίας [περίπτωση α)], αν αυτό αμφισβητήθηκε μόνο στο πλαίσιο της κύριας αγωγής [περίπτωση β)] ή μόνο στο πλαίσιο της παρεμπίπτουσας διαδικασίας [περίπτωση γ)].

39.

Στις περιπτώσεις α) και β), έχει εφαρμογή η νομολογία που διατυπώθηκε με την απόφαση GAT και, επομένως, το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υποθέσεως οφείλει, σύμφωνα με το άρθρο 25 του κανονισμού 44/2001, να αποφανθεί ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας για να εκδικάσει την κύρια αγωγή και να εξετάσει το ενδεχόμενο να διατάξει το ασφαλιστικό μέτρο που ζητήθηκε βάσει του άρθρου 31 του κανονισμού 44/2001.

40.

Όσον αφορά την περίπτωση γ), υπάρχουν δύο ενδεχόμενα. Μπορεί ο εναγόμενος να μην είχε τη δυνατότητα να εγείρει το ζήτημα του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας στο πλαίσιο της κύριας αγωγής, για παράδειγμα επειδή το προσωρινό μέτρο διατάχθηκε πριν ασκηθεί η κύρια αγωγή ( 44 ) [περίπτωση γ1)]. Μπορεί επίσης ο εναγόμενος να είχε τη δυνατότητα αυτή, αλλά να μην έκρινε σκόπιμο να κάνει χρήση της [περίπτωση γ2), η οποία κατά τα φαινόμενα αντιστοιχεί στην επίμαχη της υποθέσεως της κύριας δίκης, στοιχείο του οποίου η εξακρίβωση απόκειται στο αιτούν δικαστήριο].

41.

Στην περίπτωση γ1), το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υποθέσεως πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εξετάσει την αίτηση λήψεως ασφαλιστικού ή προσωρινού μέτρου και ενδεχομένως να τη δεχθεί, τηρώντας όμως επακριβώς τη νομολογία της αποφάσεως GAT. Αυτό συνεπάγεται ότι ένα τέτοιο ασφαλιστικό μέτρο μπορεί να διαταχθεί μόνον εφόσον το εν λόγω δικαστήριο επιληφθεί, εντός ευλόγου προθεσμίας, και κύριας αγωγής που συνδέεται με το μέτρο το οποίο ζητήθηκε, δηλαδή αγωγής με αίτημα τη διαπίστωση της προσβολής δικαιωμάτων από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, κατόπιν αιτήσεως για την παύση της προσβολής, στο πλαίσιο της οποίας μπορεί αν διασφαλισθεί η τήρηση της νομολογίας της αποφάσεως GAT, και, επομένως, αυστηρώς υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα έχει κανένα οριστικού χαρακτήρα αποτέλεσμα.

42.

Στην περίπτωση γ2), αντιθέτως, το επιχείρημα που αντλείται, στο πλαίσιο της παρεμπίπτουσας διαδικασίας, από την έλλειψη κύρους του επίμαχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας δεν συνεπάγεται κατ’ αρχήν ότι το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υποθέσεως πρέπει να αποφανθεί ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας όσον αφορά την εκδίκαση της κύριας αγωγής, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 25 του κανονισμού 44/2001. Στην περίπτωση αυτή, συγκεκριμένα, μπορεί να υποτεθεί ότι το επιχείρημα που αντλείται από την έλλειψη κύρους του επίμαχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας έχει παρελκυστικό χαρακτήρα και ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να αποδείξει ότι έχει ασκήσει ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου αγωγή με αίτημα την κήρυξη της ακυρότητας αυτού του διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υποθέσεως μπορεί, επομένως, εφόσον έχει διεθνή δικαιοδοσία για να εξετάσει την υπόθεση επί της ουσίας, να διατάξει τη λήψη του προσωρινού μέτρου που ζητήθηκε, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιό του.

43.

Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι το άρθρο 22, σημείο 4, του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι ο κανόνας αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας τον οποίο προβλέπει δεν έχει εφαρμογή οσάκις το ζήτημα του κύρους διπλώματος ευρεσιτεχνίας εγείρεται αποκλειστικώς στο πλαίσιο παρεμπίπτουσας διαδικασίας, εφόσον η απόφαση που ενδεχομένως θα εκδοθεί μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής δεν θα παραγάγει κανένα οριστικού χαρακτήρα αποτέλεσμα.

2. Επί της ερμηνείας του άρθρου 31 του κανονισμού 44/2001

44.

Οι προτάσεις επί του ζητήματος αυτού αναπτύσσονται επικουρικώς μόνον, σε περίπτωση κατά την οποία κρίνει το Δικαστήριο ότι το αιτούν δικαστήριο δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία είτε για να εξετάσει τη διαφορά επί της ουσίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 22, σημείο 4, του κανονισμού 44/2001, είτε για να εξετάσει συνολικά τη διαφορά επί της ουσίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, σημείο 1, του κανονισμού αυτού.

45.

Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία ( 45 ), το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία για να εξετάσει υπόθεση επί της ουσίας, δυνάμει μίας εκ των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας που προέβλεπε η Σύμβαση των Βρυξελλών και προβλέπει πλέον ο κανονισμός 44/2001, έχει επίσης διεθνή δικαιοδοσία για να διατάξει προσωρινά ή ασφαλιστικά μέτρα, χωρίς η δικαιοδοσία αυτή να εξαρτάται από άλλες προϋποθέσεις ( 46 ).

46.

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το άρθρο 31 του κανονισμού 44/2001, όπως προγενέστερα το άρθρο 24 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, συνιστά αυτοτελή βάση διεθνούς δικαιοδοσίας ( 47 ), συμπληρωματική ως προς τις βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπουν τα άρθρα 2 έως 24 του κανονισμού 44/2001 ( 48 ). Εντούτοις, καθόσον η διάταξη αυτή εισάγει εξαίρεση από το σύστημα διεθνούς δικαιοδοσίας του κανονισμού 44/2001, πρέπει να ερμηνεύεται περιοριστικά ( 49 ), δεδομένου ότι η άσκηση της «προσωρινής δικαιοδοσίας» υπόκειται σε ορισμένες προϋποθέσεις που έχουν τεθεί με τη νομολογία του Δικαστηρίου και σχετίζονται με τη φύση των δικαιωμάτων που πρέπει να προστατευθούν, καθώς και με τον σκοπό και το αντικείμενο των μέτρων που ζητούνται ( 50 ).

47.

Τα ασφαλιστικά μέτρα πρέπει, καταρχάς, να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001, το οποίο περιλαμβάνει μόνον τις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, υπαγωγή η οποία πρέπει να καθορίζεται, λαμβανομένης υπόψη της ποικιλομορφίας των εν λόγω μέτρων στα διάφορα κράτη μέλη, όχι από την ίδια τη φύση τους, αλλά από τη φύση των δικαιωμάτων στη διασφάλιση των οποίων σκοπούν ( 51 ). Τούτο συμβαίνει πέραν πάσης αμφιβολίας στην περίπτωση των αγωγών λόγω προσβολής δικαιωμάτων που αντλούνται από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, όπου έχουν εφαρμογή οι γενικές διατάξεις του κανονισμού 44/2001 ( 52 ), καθώς και στην περίπτωση των αιτήσεων λήψεως προσωρινού μέτρου με αντικείμενο την παύση διασυνοριακής προσβολής δικαιωμάτων αντλούμενων από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης ( 53 ).

48.

Τα μέτρα που ενδέχεται να διαταχθούν βάσει του άρθρου 31 του κανονισμού 44/2001 πρέπει, εξάλλου, να έχουν προσωρινό χαρακτήρα, δηλαδή να σκοπούν στη διατήρηση πραγματικής ή νομικής καταστάσεως, προκειμένου να διασφαλισθούν δικαιώματα τα οποία ζητείται, άλλωστε, να αναγνωρισθούν από το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υποθέσεως επί της ουσίας ( 54 ). Η προϋπόθεση αυτή συνεπάγεται κυρίως ότι ασφαλιστικό μέτρο που διατάσσεται βάσει του άρθρου 31 του κανονισμού 44/2001 πρέπει να έχει περιορισμένη χρονική ισχύ.

49.

Το Δικαστήριο, χρησιμοποιώντας ιδιαιτέρως γενική διατύπωση, επισήμανε ότι το δικαστήριο που καλείται να διατάξει ένα τέτοιο μέτρο πρέπει να ενεργήσει με «ιδιαίτερη προσοχή και [εμπεριστατωμένη] γνώση των συγκεκριμένων περιστάσεων στο πλαίσιο των οποίων τα αιτούμενα μέτρα θα παραγάγουν τα αποτελέσματά τους», στοιχείο που συνεπάγεται ότι πρέπει «να περιορίζει χρονικά την ισχύ των μέτρων αυτών και, εν γένει, να εξαρτά τη λήψη τους από όλες τις προϋποθέσεις που διασφαλίζουν τον προσωρινό ή συντηρητικό χαρακτήρα [τους]» ( 55 ), κατά κανόνα μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας.

50.

Επιπλέον, ακριβώς για να διασφαλισθεί ο προσωρινός ή συντηρητικός χαρακτήρας των μέτρων που διατάσσονται βάσει του άρθρου 31 του κανονισμού 44/2001, το Δικαστήριο έθεσε, με την προπαρατεθείσα απόφασή του Van Uden ( 56 ), επιπρόσθετη προϋπόθεση περί της υπάρξεως πραγματικού συνδέσμου μεταξύ του αντικειμένου των ζητούμενων ασφαλιστικών μέτρων και της εδαφικής δικαιοδοσίας του κράτους μέλους του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της υποθέσεως ( 57 ), η οποία αποτελεί ακριβώς το αντικείμενο του τελευταίου προδικαστικού ερωτήματος που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο.

51.

Μέχρι σήμερα, το Δικαστήριο δεν είχε άμεσα την ευκαιρία να διευκρινίσει τι ακριβώς συνεπάγονται οι δύο αυτές προϋποθέσεις όσον αφορά τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας.

52.

Δεδομένου ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης παρεμπίπτουσα αίτηση υποβλήθηκε μετά την άσκηση της κύριας αγωγής, οπότε μπορεί να γίνει δεκτό ότι δυνητικώς πληρούται η προϋπόθεση σχετικά με τον περιορισμό του χρονικού πεδίου εφαρμογής, θα εστιάσω την προσοχή μου πρωτίστως στην εξέταση της προϋποθέσεως που αφορά την ύπαρξη πραγματικού συνδέσμου.

53.

Η προϋπόθεση αυτή, η οποία έχει αποτελέσει το αντικείμενο κριτικής ( 58 ), ερμηνεύεται ποικιλοτρόπως ( 59 ). Σύμφωνα με ορισμένους, η απαίτηση αυτή συνιστά περιορισμό της εξωεδαφικής ισχύος των διατασσομένων ασφαλιστικών μέτρων. Κατά άλλη άποψη, η προϋπόθεση αυτή προϋποθέτει ότι το διατασσόμενο μέτρο παράγει τα αποτελέσματά του, τουλάχιστον εν μέρει, εντός του κράτους μέλους του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της υποθέσεως. Επομένως, ουδόλως λειτουργεί η προϋπόθεση ως περιορισμός τού κατά τόπον πεδίου εφαρμογής του διατασσομένου μέτρου, διότι, αντιθέτως, το μέτρο αυτό δύναται να παραγάγει τα αποτελέσματά του εντός κρατών μελών διαφορετικών από αυτό του δικαστηρίου που επιλήφθηκε της υποθέσεως και, ως εκ τούτου, δύναται να έχει εξωεδαφική ισχύ ( 60 ). Κατά την άποψη αυτή, πρόκειται μάλλον για προϋπόθεση περί ελάχιστης εδαφικής οριοθετήσεως της ισχύος του ζητούμενου ασφαλιστικού μέτρου. Η ύπαρξη πραγματικού συνδέσμου πρέπει επομένως να εξετάζεται σε σχέση, κυρίως, με τα μέσα αναγκαστικής εκτελέσεως εντός του κράτους μέλους του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της υποθέσεως ( 61 ).

54.

Συγκεκριμένα, φρονώ ότι μπορεί να γίνει δεκτό ότι δικαστήριο κράτους μέλους, το οποίο τεκμαίρεται ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας για να επιληφθεί της υποθέσεως επί της ουσίας, μπορεί να κρίνει ότι διαθέτει διεθνή δικαιοδοσία για να διατάξει ασφαλιστικό μέτρο, βάσει του άρθρου 31 του κανονισμού 44/2001, μόνον εφόσον το μέτρο αυτό παράγει αποτελέσματα εντός του εν λόγω κράτους μέλους και μπορεί να τύχει αναγκαστικής εκτελέσεως εντός του κράτους αυτού. Στο ίδιο αυτό δικαστήριο, που είναι το καταλληλότερο προς τούτο, απόκειται να εξετάσει αν υφίσταται πραγματικός σύνδεσμος.

55.

Συνεπώς, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι το άρθρο 31 του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί να διατάξει ασφαλιστικό μέτρο το οποίο δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα εντός της εθνικής επικράτειας, στοιχείο του οποίου η διακρίβωση απόκειται στο δικαστήριο αυτό.

V – Πρόταση

56.

Εν κατακλείδι, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Rechtbank ‘s-Gravenhage αποφαινόμενο ότι,

«1)

Κυρίως:

α)

Το άρθρο 6, σημείο 1, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, έχει την έννοια ότι τυγχάνει εφαρμογής στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς σχετικής με την προσβολή δικαιωμάτων αντλούμενων από ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, όπου ενάγονται πλείονες εταιρίες εγκατεστημένες σε διαφορετικά κράτη μέλη, εφόσον οι αγωγές αφορούν χωριστά πράξεις που τελέσθηκαν εντός του ιδίου κράτους μέλους και προσβάλλουν δικαιώματα αντλούμενα από το ίδιο εθνικό μέρος ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας, το οποίο διέπεται από το ίδιο δίκαιο.

β)

Το άρθρο 22, σημείο 4, του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι ο κανόνας αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας τον οποίον προβλέπει δεν έχει εφαρμογή οσάκις το ζήτημα του κύρους διπλώματος ευρεσιτεχνίας εγείρεται αποκλειστικώς στο πλαίσιο παρεμπίπτουσας διαδικασίας, εφόσον η απόφαση που ενδεχομένως θα εκδοθεί μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής δεν θα παραγάγει κανένα οριστικού χαρακτήρα αποτέλεσμα.

2)

Kαι, επικουρικώς:

Το άρθρο 31 του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί να διατάξει ασφαλιστικό μέτρο το οποίο δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα εντός της εθνικής επικράτειας, στοιχείο του οποίου η διακρίβωση απόκειται στο δικαστήριο αυτό.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) ΕΕ 2001, L 12, σ. 1.

( 3 ) Τα ερωτήματα αυτά υποβλήθηκαν, εξάλλου, λίγο μετά τη δημοσίευση, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προτάσεως κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (Αναδιατύπωση), της 14ης Δεκεμβρίου 2010, COM(2010) 748 τελικό, στο εξής: πρόταση αναδιατυπώσεως του κανονισμού 44/2001. Για μια εξέταση της εν λόγω προτάσεως, βλ. Heinze, C. A., «Choice of Court Agreements, Coordination of Proceedings and Provisional Measures in the Reform of the Brussels I Regulation», Rabels Zeitschrift für ausländisches und internationales Privatrecht, 2011, τόμος 75, σ. 581.

( 4 ) Προβλήματα τα οποία θίγονται στην έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (EΚ) 44/2001, της 21ης Απριλίου 2009 [COM(2009) 174 τελικό, σημείο 3.4]. Βλ., επίσης, την Πράσινη Βίβλο σχετικά με την [αναθεώρηση] του κανονισμού 44/2001, της 21ης Απριλίου 2009 [COM(2009) 175 τελικό, σημεία 4 και 6], και το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2010, για την εφαρμογή και την αναθεώρηση του κανονισμού 44/2001 (ΕΕ 2011, C 308 E, σ. 36, σημείο 22).

( 5 ) Βλ., μεταξύ άλλων, Fernández Arroyo, D. P., Compétence exclusive et compétence exorbitante dans les relations privées internationales, RCADI, 2006, τόμος 323, ιδίως σ. 95, σημεία 80 επ.· Leible, S. και Ohly, A. (επιμ.), Intellectual Property and Private International Law, Mohr Siebeck, 2009· Schauwecker, M., Extraterritoriale Patentverletzungsjuridiktion — Die internationale Zuständigkeit der Gerichte außerhalb des Patenterteilungsstaates für Verletzungsverfahren, Carl Heymanns Verlag, 2009· Nourissat, C. και Treppoz, E., Droit international privé et propriété intellectuelleUn nouveau cadre pour de nouvelles stratégies, Lamy, Axe Droit, 2010· Winkler, M., Die internationale Zuständigkeit für Patentverletzungsstreitigkeiten, Peter Lang, 2011.

( 6 ) Απόφαση της 13ης Ιουλίου 2006, C-539/03, Roche Nederland κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I-6535).

( 7 ) Απόφαση της 13ης Ιουλίου 2006, C-4/03, GAT (Συλλογή 2006, σ. I-6509).

( 8 ) Απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 1998, C-391/95, Van Uden (Συλλογή 1998, σ. I-7091).

( 9 ) Εν προκειμένω στη Δανία, την Ιρλανδία, την Ελλάδα, το Λουξεμβούργο, την Αυστρία, την Πορτογαλία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία. Το δίπλωμα ισχύει, επίσης, στο Λιχτενστάιν και στην Ελβετία.

( 10 ) Στο εξής: κύρια αγωγή.

( 11 ) Στο εξής, από κοινού: εναγόμενες της κύριας δίκης.

( 12 ) Στο εξής: παρεμπίπτουσα διαδικασία.

( 13 ) Όσον αφορά το Βασίλειο της Δανίας, βλ. τη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Βασιλείου της Δανίας, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπεγράφη στις Βρυξέλλες στις 19 Οκτωβρίου 2005 (ΕΕ L 299, σ. 62).

( 14 ) ΕΕ 1982, L 388, σ. 1, στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών.

( 15 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C-292/08, German Graphics Graphische Maschinen (Συλλογή 2009, σ. I-8421, σκέψη 27), και της 18ης Οκτωβρίου 2011, C-406/09, Realchemie Nederland (Συλλογή 2011, σ. Ι-9773, σκέψη 38).

( 16 ) Αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, 189/87, Καλφέλης (Συλλογή 1988, σ. 5565, σκέψη 12), της 27ης Οκτωβρίου 1998, C-51/97, Réunion européenne κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. I-6511, σκέψη 48), καθώς και προπαρατεθείσα απόφαση Roche Nederland κ.λπ. (σκέψη 20).

( 17 ) Προπαρατεθείσα απόφαση Καλφέλης (σκέψη 12).

( 18 ) Όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφασή του Roche Nederland κ.λπ. (σκέψη 21).

( 19 ) Προπαρατεθείσα απόφαση Roche Nederland κ.λπ. (σκέψη 26)· αποφάσεις της 11ης Οκτωβρίου 2007, C-98/06, Freeport (Συλλογή 2007, σ. I-8319, σκέψη 40), καθώς και της 1ης Δεκεμβρίου 2011, C-145/10, Painer (Συλλογή 2011, σ. Ι-12533, σκέψη 79).

( 20 ) Προπαρατεθείσες αποφάσεις Freeport (σκέψη 41) και Painer (σκέψη 83).

( 21 ) Σκέψη 30.

( 22 ) Σκέψη 31.

( 23 ) Σκέψεις 32 και 35.

( 24 ) Βλ., μεταξύ άλλων, European Max-Planck Group on Conflict of Laws in Intellectual Property (CLIP), Intellectual Property and the Reform of Private International Law: Sparks from a Difficult Relationship, IPRax, 2007, αριθ. 4, σ. 284· σημεία 78 έως 85 και παρατιθέμενη νομολογία στο σημείο 78 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Painer· βλ., επίσης, Muir Watt H., «Article 6», σε Magnus, U. και Mankowski, P., Brussels I Regulation, 2η έκδοση, Sellier, European Law Publishers, 2012, σ. 313, αριθ. 25a· Noorgård M., «A, Spider without a Web? Multiple Defendants in IP Litigation», σε Leible, S. και Ohly, A. (επιμ.), όπ.π., σ. 211· Gonzalez Beilfuss, C., «Is there any Web for the Spider? Jurisdiction over Co-defendants after Roche Nederland», σε Nuyts, A. (επιμ.), International Litigation in Intellectual Property and Information Technology, Kluwer Law International, σ. 79.

( 25 ) Ορισμένοι συγγραφείς που επικρίνουν τη νομολογία αυτή αναγνωρίζουν, πάντως, ότι έθεσε τέρμα σε έτη ανασφάλειας και συνέβαλε στην πρόοδο ως προς τη νομική εναρμόνιση στην Ευρώπη. Βλ., σχετικώς, Kur, A., «Are there any Common European Principles of Private International Law with regard to Intellectual Property», σε Leible, S. και Ohly, A. (επιμ.), όπ.π., σ. 1 και 2.

( 26 ) Ειδικότερα, Hess, B., κ.λπ., Report on the Application of Regulation Brussels I in the Member States (Study JLS/C4/2005/03), Ruprecht-Karls-Universität Heidelberg, Σεπτέμβριος 2007, αριθ. 204, σ. 104 (στο εξής: έκθεση της Χαϊδελβέργης).

( 27 ) Η ίδια η Επιτροπή επισήμανε τις δυσχέρειες που προκαλεί η νομολογία αυτή στην από 21 Απριλίου 2009 έκθεσή της επί της εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 (σημείο 3.4). Στην Πράσινη Βίβλο σχετικά με την [αναθεώρηση] του κανονισμού 44/2001 το ζήτημα εξετάζεται, πάντως, με μεγάλη προσοχή, λαμβανομένων, άλλωστε, υπόψη των σκέψεων 36 έως 38 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Roche Nederland κ.λπ. Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν πρότεινε τροποποίηση του άρθρου 6 του κανονισμού 44/2001 στην πρότασή της περί αναδιατυπώσεως του κανονισμού 44/2001, μολονότι στόχος της ήταν απλώς «να εντοπισθούν και να αντιμετωπισθούν ορισμένες ελλείψεις του ισχύοντος συστήματος», ενόψει της θεσπίσεως κανόνων περί ενοποιημένου συστήματος επιλύσεως των διαφορών σε θέματα ευρωπαϊκών και κοινοτικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Βλ., συναφώς, γνωμοδότηση 1/09, της 8ης Μαρτίου 2011, γνωμοδότηση δυνάμει του άρθρου 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ (Συλλογή 2011, σ. Ι-1137), στην οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η σχεδιαζόμενη συμφωνία σχετικά με τη θέσπιση κανόνων περί ενοποιημένου συστήματος επιλύσεως των διαφορών σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας («Δικαστήριο Ευρωπαϊκών και Κοινοτικών Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας») δεν είναι συμβατή με τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΕ και της Συνθήκης ΛΕΕ.

( 28 ) Έκθεση της Χαϊδελβέργης, σ. 338, αριθ. 825 επ.

( 29 ) Έκθεση της Χαϊδελβέργης, σ. 340, αριθ. 833.

( 30 ) Δεδομένου ότι το ενδεχόμενο ασκήσεως αγωγών βάσει του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001 δεν εξετάσθηκε στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής, δεν πρόκειται, ως εκ τούτου, να εξετασθεί ούτε στο πλαίσιο αυτών των προτάσεων.

( 31 ) Βλ., ως προς το ζήτημα αυτό, σημεία 97 και 118 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα P. Léger στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Roche Nederland κ.λπ.

( 32 ) Σχετικώς, βλ. Blumer F., Patent Law and International Private Law on both Sides of the Atlantic, colloque de l’Organisation mondiale de la propriété intellectuelle (OMPI) sur le droit international privé et la propriété intellectuelle, Γενεύη, 30 και 31 Ιανουαρίου 2001 (WIPO/PIL/01/3).

( 33 ) Στη σκέψη 33 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Roche Nederland κ.λπ., το Δικαστήριο έκρινε συγκεκριμένα ότι δεν μπορούσε να αποδειχθεί η ύπαρξη συνάφειας «μεταξύ αγωγών λόγω προσβολής των δικαιωμάτων από το ίδιο ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που κάθε μία από αυτές στρέφεται κατά εταιρίας εδρεύουσας σε διαφορετικό συμβαλλόμενο κράτος για πράξεις που φέρονται τελεσθείσες στο έδαφος του κράτους αυτού».

( 34 ) Πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 6, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 ετύγχανε εφαρμογής μολονότι η νομική βάση των προς συνεκδίκαση αγωγών δεν ήταν πανομοιότυπη. Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Freeport (σκέψεις 31 έως 47).

( 35 ) Απόφαση της 13ης Ιουλίου 2006, C-103/05, Reisch Montage (Συλλογή 2006, σ. I-6827, σκέψη 24).

( 36 ) Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Reisch Montage (σκέψη 25)· βλ. επίσης, όσον αφορά το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, αποφάσεις της 17ης Ιουνίου 1992, C-26/91, Handte (Συλλογή 1992, σ. I-3967, σκέψη 18), της 28ης Σεπτεμβρίου 1999, C-440/97, GIE Groupe Concorde κ.λπ. (Συλλογή 1999, σ. I-6307, σκέψη 24), καθώς και της 19ης Φεβρουαρίου 2002, C-256/00, Besix (Συλλογή 2002, σ. I-1699, σκέψεις 24 έως 26)· όσον αφορά την εξαίρεση του forum non conveniens, βλ. απόφαση της 1ης Μαρτίου 2005, C-281/02, Owusu (Συλλογή 2005, σ. I-1383, σκέψη 40)· όσον αφορά το άρθρο 24 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, βλ. απόφαση της 28ης Απριλίου 2005, C-104/03, St. Paul Dairy (Συλλογή 2005, σ. I-3481, σκέψη 19).

( 37 ) Προπαρατεθείσα (σκέψεις 13 έως 31).

( 38 ) Σκέψεις 20 έως 24.

( 39 ) Όσον αφορά τον λόγο υπάρξεως των διατάξεων αυτών, βλ. την πλούσια βιβλιογραφία όσον αφορά τη νομική θεωρία.

( 40 ) Σκέψεις 26 και 27.

( 41 ) Σκέψη 28.

( 42 ) Σκέψη 29.

( 43 ) Όσον αφορά τον κανονισμό 44/2001, βλ. απόφαση της 28ης Απριλίου 2009, C-420/07, Αποστολίδης (Συλλογή 2009, σ. I-3571, σκέψη 41).

( 44 ) Το ενδεχόμενο μπορεί να φαίνεται παράλογο, προκειμένου περί παρεμπίπτουσας διαδικασίας, η οποία, ως εκ της φύσεώς της, συναρτάται προς ταυτόχρονη κύρια δίκη, πλην όμως μπορεί να ανακύψει, όπως θα έχω την ευκαιρία να επισημάνω κατωτέρω.

( 45 ) Προπαρατεθείσα απόφαση Van Uden (σκέψεις 22 και 48), καθώς και απόφαση της 27ης Απριλίου 1999, C-99/96, Mietz (Συλλογή 1999, σ. I-2277, σκέψη 41).

( 46 ) Πρέπει να επισημανθεί ότι οι διατάξεις αυτές περιλαμβάνονται και σε νέα διάταξη περιεχόμενη στην πρόταση αναδιατυπώσεως του κανονισμού 44/2001, συγκεκριμένα δε στο άρθρο 35.

( 47 ) Προπαρατεθείσα απόφαση Van Uden (σκέψη 42). Βλ., ειδικότερα, Pertegás Sender, M., «Article 24 of the Brussels Convention: a particular Reading for Patent Infringement Disputes?», σε Fentiman R. κ.λπ., L’espace judiciaire européen en matières civile et commerciale, Bruylant, 1999, σ. 277· Pertegás Sender, M., Cross-Border Enforcement of Patent Rights, Oxford University Press, σ. 130, αριθ. 3.138.

( 48 ) Επί της διατάξεως αυτής, βλ. έκθεση του P. Jenard σχετικά με τη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 27 Σεπτεμβρίου 1968 (ΕΕ 1986, C 258, σ. 29, ειδικότερα σ. 70), καθώς και την επεξηγηματική έκθεση του Fausto Pocar σχετικά με τη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία υπογράφηκε στο Λουγκάνο στις 30 Οκτωβρίου 2007 (ΕΕ 2009, C 319, σ. 1, σημείο 124),

( 49 ) Βλ., όσον αφορά το άρθρο 24 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, προπαρατεθείσα απόφαση St. Paul Dairy (σκέψη 11).

( 50 ) Προπαρατεθείσες αποφάσεις Van Uden (σκέψη 46) και Mietz (σκέψη 47).

( 51 ) Αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 1979, 143/78, de Cavel (Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 597, σκέψη 8), και της 26ης Μαρτίου 1992, C-261/90, Reichert και Kockler (Συλλογή 1992, σ. I-2149, σκέψη 32)· προπαρατεθείσες αποφάσεις Van Uden (σκέψη 33) καθώς και Realchemie Nederland (σκέψη 40).

( 52 ) Απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 1983, 288/82, Duijnstee (Συλλογή 1983, σ. 3663, σκέψη 23).

( 53 ) Μολονότι το Δικαστήριο έκρινε ότι απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διακριβώσει αν αυτό ισχύει στην υπό κρίση υπόθεση. Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση St. Paul Dairy (σκέψη 10).

( 54 ) Προπαρατεθείσες αποφάσεις Reichert και Kockler (σκέψη 34), Van Uden (σκέψη 37), καθώς και St. Paul Dairy (σκέψη 13).

( 55 ) Απόφαση της 21ης Μαΐου 1980, 125/79, Denilauler (Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 149, σκέψεις 15 και 16)· προπαρατεθείσες αποφάσεις Reichert και Kockler (σκέψη 33), καθώς και Van Uden (σκέψη 38).

( 56 ) Σκέψη 40.

( 57 ) Πρέπει να διευκρινισθεί ότι, μολονότι το Δικαστήριο δεν παρέπεμψε ρητώς και κατηγορηματικώς στην προϋπόθεση αυτή με τις μεταγενέστερες αποφάσεις του, πλην όμως τη μνημόνευσε στην προπαρατεθείσα απόφασή του Mietz (σκέψη 42).

( 58 ) Κυρίως εκ μέρους της Επιτροπής, η οποία υιοθέτησε την άποψη της νομικής θεωρίας, στην προμνημονευθείσα έκθεσή της σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού 44/2001, καθώς και στην προμνημονευθείσα Πράσινη Βίβλο της σχετικά με την αναθεώρηση του κανονισμού 44/2001. Με το προμνημονευθέν ψήφισμά του της 7ης Σεπτεμβρίου 2010, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο «ζητεί την άμεση προσθήκη αιτιολογικής σκέψεως προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι δυσχέρειες που οφείλονται στην προϋπόθεση [αυτή]». Για μία γενική θεώρηση του ζητήματος, βλ. Dickinson, A., «Provisional Measures in the “Brussels I” Review: Disturbing the Status Quo?», Journal of Private International Law, 2010, τόμος 6, αριθ. 3, σ. 519.

( 59 ) Βλ., μεταξύ άλλων, Pertegás Sender, M., Cross-Border Enforcement of Patent Rights, όπ.π., σημείο 3.158· Janssens, M.-C., «International Disputes Involving Intellectual Property Rights: How to Take the Hurdles of Jurisdiction and Applicable Law», σε Dirix, E., και Leleu, Y.-H., The Belgian report at the XVIIIth Congress of Washington of the International Academy of Comparative Law, Bruylant, 2011, αριθ. 46, σ. 611 και 640.

( 60 ) Το Δικαστήριο το υπενθύμισε, άλλωστε, με την απόφασή του της 15ης Ιουλίου 2010, C-256/09, Purrucker (Συλλογή 2010, σ. I-7349, σκέψη 85), παραπέμποντας, συναφώς, στην εισηγητική έκθεση που συνέταξε η Alegría Borrás σχετικά με τη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές, η οποία καταρτίσθηκε βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 1998, C 221, σ. 27, σημείο 59). Βλ., επίσης, προπαρατεθείσα απόφαση Denilauler (σκέψη 17).

( 61 ) Η προμνημονευθείσα πρόταση αναθεωρήσεως του κανονισμού 44/2001 (σημείο 3.1.5, εικοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη) προβλέπει ότι πρέπει να διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των ασφαλιστικών μέτρων που διατάσσει δικαστήριο έχον διεθνή δικαιοδοσία επί της ουσίας, ενώ τα έννομα αποτελέσματα των ασφαλιστικών μέτρων που διατάσσει δικαστήριο στερούμενο διεθνούς δικαιοδοσίας για να επιληφθεί της υποθέσεως επί της ουσίας πρέπει να περιορίζονται στην επικράτεια του οικείου κράτους μέλους. Βλ., επίσης, άρθρο 99 του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), και άρθρο 103 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1).