15.8.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 193/10


Αναίρεση που άσκησε στις 27 Μαΐου 2009 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα) στις 10 Μαρτίου 2009 στην υπόθεση T-249/06, Interpipe Nikopolsky Seamless Tubes Plant Niko Tube ZAT (Interpipe Niko Tube ZAT), πρώην Nikopolsky Seamless Tubes Plant «Niko Tube» ZAT, και Interpipe Nizhnedneprovsky Tube Rolling Plant VAT (Interpipe NTRP VAT), πρώην Nizhnedneprovsky Tube-Rolling Plant VAT κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

(Υπόθεση C-200/09 P)

2009/C 193/13

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: H. van Vliet, C. Clyne)

Αντίδικοι κατ’ αναίρεση: Interpipe Nikopolsky Seamless Tubes Plant Niko Tube ZAT (Interpipe Niko Tube ZAT), πρώην Nikopolsky Seamless Tubes Plant «Niko Tube» ΖΑΤ· Interpipe Nizhnedneprovsky Tube Rolling Plant VAT (Interpipe NTRP VAT), πρώην Nizhnedneprovsky Tube-Rolling Plant VAT, και Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει το σημείο 1 της αποφάσεως·

να απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της·

να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής για την αναιρετική διαδικασία.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ — Εφαρμογή της θεωρίας της ενιαίας οικονομικής μονάδας για τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής

Η Επιτροπή φρονεί ότι το Πρωτοδικείο βαρύνεται με δύο περιπτώσεις νομικής πλάνης όταν κρίνει «Κατά πάγια σχετική με τον υπολογισμό της κανονικής αξίας νομολογία, ισχύουσα όμως κατ’ αναλογία για τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής, η κατανομή των δραστηριοτήτων παραγωγής και πωλήσεως στο εσωτερικό ομίλου απαρτιζομένου από νομικώς διακρινόμενες εταιρίες δεν αναιρεί καθόλου το γεγονός ότι πρόκειται για μια ενιαία οικονομική οντότητα που οργανώνει με τον τρόπο αυτόν ένα σύνολο δραστηριοτήτων οι οποίες, σε άλλες περιπτώσεις, ασκούνται από μία οντότητα που είναι ενιαία και από νομικής απόψεως».

Πρώτον, το Πρωτοδικείο έσφαλε διότι δεν παρέθεσε σκεπτικό ως προς το ζήτημα γιατί η καλούμενη αρχή της ενιαίας οικονομικής οντότητας (αρχή ΕΟΟ) πρέπει να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία στον προσδιορισμό της κοινής εξαγωγής στους υπολογισμούς των υποθέσεων ντάμπινγκ.

Δεύτερον, το Πρωτοδικείο έσφαλε διότι δεν ακολούθησε την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου σε σχέση με την αρχή ΕΟΟ, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Sharp Corporation, Minolta Camera, Ricoh και Canon II που διατυπώνουν αντίθετη κρίση.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ — Βάρος αποδείξεως και επίπεδο ελέγχου

Αυτός ο λόγος αναιρέσεως αφορά το βάρος αποδείξεως και το επίπεδο του δικαστικού ελέγχου. Η Επιτροπή φρονεί ότι στο θέμα αυτό, στις σκέψεις 180 έως 190 το Πρωτοδικείο υποπίπτει σε νομική πλάνη παραλείποντας να ασκήσει έλεγχο στο κατάλληλο επίπεδο. Ενώ παραθέτει την απόφαση στην απόφαση Kundan και Tata, δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι, μετά την απόφαση αυτή, το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ', του βασικού κανονισμού προσαρμόστηκε ακριβώς για να αντιμετωπιστούν καταστάσεις όπως η υπό κρίση. Είναι σαφές ότι αυτό αφήνει ορισμένο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στα όργανα. Το Πρωτοδικείο εφάρμοσε εσφαλμένο νομικό κριτήριο απαιτώντας ιδιαίτερα υψηλό βάρος αποδείξεως εκ μέρους των οργάνων σε έναν τομέα όπου έχουν το σύνηθες ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως. Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν απέδειξε, όπως όφειλε, ότι υπήρξε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους των οργάνων.

ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ — Άρθρο 2, παράγραφος 10, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού

Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως βάλλει κατά των σκέψεων 193 έως 197 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Αν ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμοι τότε η διαπίστωση του Πρωτοδικείου ότι τα όργανα παρέβησαν τη διάταξη του άρθρου 2, παράγραφος 10, πρώτο εδάφιο, είναι νομικώς εσφαλμένη.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ — Δικαιώματα άμυνας

Αυτός ο λόγος αναιρέσεως στρέφεται κατά των σκέψεων 200 έως 211 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η Επιτροπή φρονεί ότι στις σκέψεις αυτές το Πρωτοδικείο εφάρμοσε υπερβολικά αυστηρό και συνεπώς αδικαιολόγητο κριτήριο σχετικά με τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών. Το ποσό της προσαρμογής και οι συναλλαγές τις οποίες αφορούσε ήταν ήδη γνωστό στις προσφεύγουσες από αρκετό καιρό (από το πρώτο έγγραφο περί τελικής αποκαλύψεως στοιχείων). Επιπλέον, το δεύτερο τέτοιο έγγραφο περιείχε διευκρίνιση ως απάντηση σε σχόλιο που διατύπωσαν οι προσφεύγουσες αφού έλαβαν το εν λόγω έγγραφο· η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η προηγούμενη αναφορά στο άρθρο 2, παράγραφος 9 ως νομικής βάσεως για την προσαρμογή υπήρξε εσφαλμένη. Συνεπώς, οι προσφεύγουσες πληροφορήθηκαν πλήρως τους ακριβείς λόγους για τους οποίους η Επιτροπή επρόκειτο να εφαρμόσει προσαρμογή και συγκεκριμένα διότι θεωρούσε ότι η Sepco ενεργεί ως έμπορος που εκτελεί για λογαριασμό των προσφευγουσών καθήκοντα παρόμοια με του πράκτορα που εργάζεται αντί προμηθείας.

Η Επιτροπή φρονεί ότι δίνοντας την πληροφορία αυτή, έδωσε στις προσφεύγουσες επαρκή στοιχεία ώστε να μπορούν να ασκήσουν τα οικεία δικαιώματα άμυνας. Συνεπώς το Πρωτοδικείο υποπίπτει σε νομική πλάνη όταν υπονοεί, στη σκέψη 201, ότι η παράγραφος περί της τελικής αποκαλύψεως στοιχείων σχετικά με το σημείο αυτό έπρεπε να είναι μακροσκελέστερη. Αντίθετα με όσα υπονοεί το Πρωτοδικείο, οι προσφεύγουσες γνώριζαν τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή είχε την πρόθεση να περιλάβει την προσαρμογή αυτή στην πρότασή της προς το Συμβούλιο, ότι δηλαδή η σχέση της Sepco με τις προσφεύγουσες ενέπιπτε στο άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ', δεύτερη φράση. Επιπλέον η Επιτροπή φρονεί ότι η θέση της επιρρωννύεται από παλαιότερες αποφάσεις του Δικαστηρίου (π.χ. απόφαση EFMA).

Τέλος, η Επιτροπή φρονεί ότι το Πρωτοδικείο υποπίπτει σε νομική πλάνη στη σκέψη 209, όταν «συγχέει» το ουσιαστικό ζήτημα αν ήταν νόμιμη η εφαρμογή της προσαρμογής με το ζήτημα αν τηρήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών. Το Πρωτοδικείο κρίνει: Αποδείχθηκε […] ανωτέρω ότι [τα όργανα ενήργησαν παράνομα εφαρμόζοντας την προσαρμογή]. Επομένως, πρέπει να συναχθεί ότι τα όργανα, παραλείποντας να γνωστοποιήσουν την τελική αιτιολογία τους ήδη κατά τον χρόνο της δεύτερης τελικής αποκάλυψης στοιχείων, προσέβαλαν τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών. Αντίθετα, όμως, προς όσα κρίνει το Πρωτοδικείο, δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των δύο. Το γεγονός και μόνον ότι το Πρωτοδικείο κρίνει ότι μια προσαρμογή εφαρμόστηκε παράνομα δεν σημαίνει ότι προσεβλήθησαν τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών. Το ζήτημα είναι αν τα όργανα έδωσαν στις προσφεύγουσες κατά τη διοικητική διαδικασία τα αναγκαία στοιχεία ώστε να μπορούν να διαβιβαστούν πληροφορίες. Το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο θεωρεί την προσαρμογή παράνομη δεν σημαίνει ότι «επομένως» κατά τη διοικητική διαδικασία προσεβλήθησαν τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών.

ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΑΝ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΚΔΙΚΑΣΕΙ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ('Η ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΕΜΨΕΙ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ)

Κατά την Επιτροπή, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι οι ανωτέρω λόγοι αναιρέσεως είναι βάσιμοι και αναιρέσει το σημείο 1 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως θα έχει επαρκή στοιχεία στη διάθεσή του για να εκδικάσει το ίδιο την υπόθεση (και να απορρίψει την προσφυγή). Ωστόσο, το ζήτημα αυτό απόκειται στο Δικαστήριο και η Επιτροπή δεν το εξετάζει περαιτέρω.