Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Διατακτικό
Στην υπόθεση C‑480/09 P,
με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2009,
AceaElectrabel Produzione SpA, με έδρα τη Ρώμη (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους L. Radicati di Brozolo και M. Merola, avvocati,
αναιρεσείουσα,
όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:
η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον V. Di Bucci,
καθής πρωτοδίκως,
η Electrabel SA, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους L. Radicati di Brozolo και M. Merola, avvocati,
παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),
συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues, πρόεδρο τμήματος, A. Arabadjiev (εισηγητή), A. Rosas, A. Ó Caoimh και C. Toader, δικαστές,
γενική εισαγγελέας: E. Sharpston
γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Σεπτεμβρίου 2010,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1. Με την αίτησή της αναιρέσεως, η AceaElectrabel Produzione SpA (στο εξής: AEP) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [νυν Γενικού Δικαστηρίου] της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, T‑303/05, AceaElectrabel κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. II-137, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε το αίτημά της ακυρώσεως της αποφάσεως 2006/598/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Μαρτίου 2005, σχετικά με την κρατική ενίσχυση που η Ιταλία –Περιφέρεια του Λατίου– προτίθεται να χορηγήσει για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου (ΕΕ 2006, L 244, σ. 8, στο εξής: επίδικη απόφαση).
Ιστορικό της διαφοράς
2. Το ιστορικό της υπό κρίση διαφοράς, όπως εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 17 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μπορεί να συνοψισθεί ως εξής.
3. Η AEP είναι εταιρία παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που ελέγχεται κατά 50 % από την Electrabel Italia SpA (στο εξής: Electrabel Italia) και ισόποσα από την AceaElectrabel Holding SpA (στο εξής: AceaElectrabel).
4. Η Electrabel Italia ελέγχεται κατά 100 % από την Electrabel SA (στο εξής: Electrabel), που έχει έδρα στο Βέλγιο.
5. Η AceaElectrabel είναι κοινοπραξία ιδρυθείσα από την ACEA SpA (στο εξής: ACEA) και την Electrabel Italia. Η κοινοπραξία αυτή δραστηριοποιείται στους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου. Ελέγχεται κατά ποσοστό 59,41 % από την ACEA και κατά 40,59 % από την Electrabel Italia. Οι ιδρυτικές συμφωνίες προέβλεπαν ότι η ACEA έπρεπε να μεταφέρει στην AEP δύο εγκαταστάσεις θερμοηλεκτρικής ενέργειας και πέντε υδροηλεκτρικής ενέργειας, ενώ η Electrabel έπρεπε να καταρτίσει σειρά σχεδίων για την κατασκευή εγκαταστάσεων.
6. Η AceaElectrabel ελέγχει επιπλέον, εν όλω ή εν μέρει, τις επιχειρήσεις AceaElectrabel Energia (100 %), AceaElectrabel Elettricità (100 %) και AceaElectrabel Trading (στο εξής: AE Trading, 84,17 %).
7. Η δομή των εν λόγω επιχειρήσεων μπορεί να απεικονιστεί ως εξής:
>image>1
8. Στις 28 Ιανουαρίου 2002 η Ιταλική Δημοκρατία κοινοποίησε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δύο σχέδια επενδύσεως, μεταξύ των οποίων το έργο κατασκευής δικτύου αστικής κεντρικής θέρμανσης πλησίον της Ρώμης, τροφοδοτούμενου από την ενέργεια που παράγει ένα εργοστάσιο συνδυασμένης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, το οποίο αποτελεί αντικείμενο μερικού εκσυγχρονισμού και μετατροπής και θα παρέχει θέρμανση σε μια νέα συνοικία (στο εξής: επίδικη ενίσχυση). Το κόστος της επενδύσεως για το έργο αυτό ανερχόταν σε 9 500 000 ευρώ και της επίδικης ενισχύσεως σε 3 800 000 ευρώ.
9. Με έγγραφο της 13ης Μαΐου 2003, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ιταλική Δημοκρατία την απόφασή της να κινήσει, όσον αφορά την επίδικη ενίσχυση, την προβλεπόμενη στο άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ επίσημη διαδικασία εξετάσεως. Συγκεκριμένα, έκρινε ότι η επίδικη ενίσχυση ήταν μεν συμβατή με την κοινή αγορά, πλην όμως έχρηζαν εφαρμογής οι αρχές που έθεσε το Δικαστήριο με την απόφασή του της 15ης Μαΐου 1997, C‑355/95 P, TWD κατά Επιτροπής (Συλλογή 1997, σ. I‑2549), που κύρωσε την απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Σεπτεμβρίου 1995, T‑244/93 και T‑486/93, TWD κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. II‑2265) (στο εξής: νομολογία TWD κατά Επιτροπής).
10. Η Επιτροπή επισήμανε επί του σημείου αυτού, αφενός, ότι η ACEA ήταν μία από τις δημοτικές επιχειρήσεις του ενεργειακού τομέα που επωφελήθηκαν από καθεστώς ενισχύσεων (στο εξής: προγενέστερη ενίσχυση) οι οποίες κηρύχθηκαν παράνομες και ασύμβατες με την κοινή αγορά με την απόφαση 2003/193/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Ιουνίου 2002, κρατική ενίσχυση σχετικά με φορολογικές απαλλαγές και προνομιακά δάνεια υπέρ επιχειρήσεων κοινής ωφελείας με πλειοψηφική συμμετοχή του δημοσίου (ΕΕ 2003, L 77, σ. 21, στο εξής: προγενέστερη απόφαση), και, αφετέρου, ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν της είχε επιβεβαιώσει, παρά τις δύο σχετικές οχλήσεις, ότι όντως εισέπραξε τα ποσά που καταβλήθηκαν στην ACEA στο πλαίσιο των εν λόγω καθεστώτων ενισχύσεων, όπως επιβάλλει το άρθρο 3 της προγενέστερης αποφάσεως.
11. Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, η ACEA ήταν η αρχική δικαιούχος της επίδικης ενισχύσεως, ενώ η AEP κατέστη και παρέμεινε δικαιούχος μέχρι και σήμερα κατόπιν σειράς ανακατατάξεων. Επιπλέον, η Επιτροπή έκρινε ότι η ACEA και η AEP έπρεπε να θεωρηθούν ως οικονομική ενότητα και ότι ο όμιλος αυτός, περιλαμβανομένης της ACEA, θα έπρεπε, παρά την εσωτερική αναδιοργάνωση, να θεωρηθεί ως δικαιούχος της επίδικης ενισχύσεως.
12. Στις 16 Μαρτίου 2005 η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση, με την οποία κήρυξε την επίδικη ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά, αλλά ανέστειλε την καταβολή προς την AEP έως ότου η Ιταλική Δημοκρατία αποδείξει την εκ μέρους της ACEA ανάκτηση της προγενέστερης ενισχύσεως.
Η ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
13. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 3 Αυγούστου 2005, η AΕΡ άσκησε προσφυγή ζητώντας την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 230 ΕΚ.
14. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η ΑΕΡ επικαλέστηκε παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, καθώς και πλημμελή αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως και των αποδείξεων στις οποίες στηρίχθηκε ο χαρακτηρισμός της επίδικης ενισχύσεως ως κρατικής ενισχύσεως. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αντλήθηκε από παράβαση του άρθρου 88 ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88] ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1), καθώς και από πλάνη περί το δίκαιο και από ανεπαρκή και αντιφατική αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως όσον αφορά την ταυτότητα του αποδέκτη της επίδικης ενισχύσεως. Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αντλήθηκε από τον μη σύννομο χαρακτήρα της αναστολής της καταβολής του ποσού της επίδικης ενισχύσεως και από την αλυσιτελή παραπομπή στη νομολογία TWD κατά Επιτροπής.
15. Στις 6 Δεκεμβρίου 2005 η Electrabel ζήτησε να παρέμβει υπέρ της AEP. Με διάταξη της 7ης Απριλίου 2006, ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος του Πρωτοδικείου δέχθηκε την παρέμβαση αυτή.
16. Στις 24 Ιουλίου 2007 το Πρωτοδικείο ζήτησε από τους διαδίκους και την Ιταλική Δημοκρατία να του παράσχουν, αν διέθεταν, απτή απόδειξη ενδεχόμενης ανακτήσεως της προγενέστερης ενισχύσεως από την ACEA.
17. Με έγγραφο της 7ης Σεπτεμβρίου 2007, η Ιταλική Δημοκρατία επιβεβαίωσε ότι η ACEA είχε επιστρέψει ποσό 1 511 135,88 ευρώ για το έτος 1998 και ποσό 1 534 938,78 ευρώ για το έτος 1999.
18. Με έγγραφο της 14ης Φεβρουαρίου 2008, η Επιτροπή επισήμανε ότι τα ποσά που επέστρεψε η ACEA αντιπροσώπευαν ποσοστό σαφώς μειωμένο έναντι των προς ανάκτηση βάσει της προγενέστερης αποφάσεως ποσών σε σχέση με τους υπολογισμούς που περιλαμβάνει ο ισολογισμός της ACEA για το 2004. Η Επιτροπή τόνισε ότι δεν μπορούσε, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι πληρούνταν η διαλυτική αίρεση από την οποία εξαρτήθηκε η καταβολή της επίδικης ενισχύσεως.
19. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή.
20. Όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή χαρακτήρισε την επίδικη ενίσχυση ως κρατική ενίσχυση, χωρίς να ενεργήσει κατά παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, εκτιμώντας ότι ο τοπικός χαρακτήρας του οικείου δικτύου αστικής κεντρικής θέρμανσης δεν αποκλείει ούτε ανταγωνιστικές σχέσεις με άλλα ενεργειακά προϊόντα ούτε ενδεχόμενο πλήγμα στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και ότι η διαπίστωση αυτή ήταν αρκούντως αιτιολογημένη. Το Πρωτοδικείο απέρριψε, εξάλλου, ως απαράδεκτο το επιχείρημα ότι η αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως είναι αντιφατική και ότι οι σχετικές με τον χαρακτηρισμό της επίδικης ενισχύσεως ως κρατικής ενισχύσεως αποδείξεις ήταν ανεπαρκείς, στο μέτρο που το δικόγραφο της προσφυγής δεν περιείχε κανένα σχετικό επιχείρημα.
21. Το Πρωτοδικείο κήρυξε απαράδεκτο τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως τον αντλούμενο από παράβαση του άρθρου 88 ΕΚ και του κανονισμού 659/1999, κρίνοντας ότι το δικόγραφο της προσφυγής δεν περιείχε κανένα σχετικό με τις εν λόγω παραβάσεις επιχείρημα. Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως του αντλούμενου από πλάνη περί το δίκαιο και από ανεπαρκή και αντιφατική αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως ως προς την ταυτότητα του αποδέκτη της επίδικης ενισχύσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε, αφενός, ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι, για την εξέταση της επίδικης ενισχύσεως, η ACEA και η AEP έπρεπε να θεωρηθούν ως οικονομική ενότητα και η ACEA έπρεπε να συγκαταλεγεί μεταξύ των δικαιούχων της επίδικης ενισχύσεως. Αφετέρου, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η επίδικη απόφαση ήταν αρκούντως αιτιολογημένη και δεν περιείχε κανένα στοιχείο αντιφάσεως.
22. Όσον αφορά τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, το Πρωτοδικείο απέρριψε τα επιχειρήματα που αντλούνται από έλλειψη ταυτότητας μεταξύ της ACEA και της AEP καθώς και από έλλειψη σωρευτικού αποτελέσματος της προγενέστερης ενισχύσεως, παραπέμποντας στις εκτιμήσεις που πραγματοποίησε στο πλαίσιο της εξετάσεως του δευτέρου λόγου ακυρώσεως. Επιπλέον, έκρινε ότι, αντιθέτως προς όσα υποστήριξε η AEP, η νομολογία TWD κατά Επιτροπής είχε επίσης εφαρμογή σε γενικά καθεστώτα ενισχύσεων και όχι μόνο σε μεμονωμένες ενισχύσεις. Τέλος, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν παραβίασε την εν λόγω νομολογία εκτιμώντας ότι δεν είχε υποχρέωση να αποδείξει τη στρέβλωση του ανταγωνισμού που προκαλεί η σώρευση της προγενέστερης ενισχύσεως και της επίδικης ενισχύσεως, ούτε να γνωρίζει εκ των προτέρων το ακριβές ποσό της προγενέστερης ενισχύσεως.
Τα αιτήματα των διαδίκων
23. Η AEP ζητεί από το Δικαστήριο:
– να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να δεχθεί τα πρωτοδίκως προβληθέντα αιτήματα,
– επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, και
– να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.
24. Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:
– να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως, και
– να καταδικάσει την AEP στα δικαστικά έξοδα.
Επί της αιτήσεως αναιρέσεως
25. Η αναιρεσείουσα προβάλλει δύο λόγους αναιρέσεως, ο πρώτος εκ των οποίων αντλείται από παραμόρφωση του περιεχομένου των πρωτοδίκως προβληθέντων λόγων ακυρώσεως, από πλάνη περί το δίκαιο, καθώς και από παράλογη και αντιφατική αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως προς τον προσδιορισμό του δικαιούχου της επίδικης ενισχύσεως. Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αντλείται από παραμόρφωση του περιεχομένου των πρωτοδίκως προβληθέντων λόγων ακυρώσεως, από πλάνη περί το δίκαιο, καθώς και από αντιφατική και ανεπαρκή αιτιολογία της αποφάσεως αυτής όσον αφορά το περιεχόμενο της νομολογίας TWD κατά Επιτροπής.
Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, περί προσδιορισμού του δικαιούχου της επίδικης ενισχύσεως
Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από παραμόρφωση του περιεχομένου των πρωτοδίκως προβληθέντων λόγων ακυρώσεως
– Επιχειρήματα των διαδίκων
26. Η AEP υποστηρίζει ότι η κρίση περί του απαραδέκτου του προβληθέντος πρωτοδίκως δευτέρου λόγου ακυρώσεως, του αντλούμενου από παράβαση του άρθρου 88 ΕΚ και του κανονισμού 659/1999, στηρίζεται σε επιφανειακή εξέταση του δικογράφου της προσφυγής, διότι η παραπομπή στους κανόνες αυτούς έπρεπε να γίνει σε συνάρτηση με το επιχείρημα περί πλάνης κατά τον προσδιορισμό του δικαιούχου της επίδικης ενισχύσεως. Συγκεκριμένα, ο ορθός προσδιορισμός του δικαιούχου είναι κρίσιμος από πλευράς τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.
27. Κατά την AEP, το ζήτημα της οικονομικής συνέχειας μεταξύ ACEA και AEP λόγω της μεταφοράς του επιχειρηματικού κλάδου στον οποίο ενέπιπτε το έργο που αποτελούσε αντικείμενο της επίδικης ενισχύσεως εξετάστηκε εκτενώς τόσο με τα υπομνήματα των διαδίκων όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Ωστόσο, το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη το στοιχείο αυτό, παραμορφώνοντας το περιεχόμενο του σχετικού λόγου ακυρώσεως και των αποδεικτικών στοιχείων.
– Εκτίμηση του Δικαστηρίου
28. Κατά πάγια νομολογία, το Πρωτοδικείο υποχρεούται να απορρίπτει ως απαράδεκτο κάθε αίτημα του δικογράφου της προσφυγής που του προβάλλεται, εφόσον τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται το αίτημα αυτό δεν προκύπτουν κατά τρόπο εύλογο και κατανοητό από το κείμενο καθαυτού του δικογράφου της προσφυγής (απόφαση της 18ης Ιουλίου 2006, C-214/05 P, Rossi κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2006, σ. I-7057, σκέψη 37, και διάταξη της 13ης Μαρτίου 2007, C‑150/06 P, Arizona Chemical κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 45).
29. Ως εκ τούτου, ορθώς το Πρωτοδικείο, αφού επισήμανε ότι βάσει του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού του Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να εμφαίνει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική παράθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο, ούτως ώστε να μπορέσει ο καθού να προετοιμάσει την άμυνά του και το Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί της προσφυγής, απέρριψε ως απαράδεκτο το αντλούμενο από παράβαση του άρθρου 88 ΕΚ και του κανονισμού 659/1999 επιχείρημα, κρίνοντας ότι δεν πληρούσε τις ως άνω προϋποθέσεις.
30. Συγκεκριμένα, από το υποβληθέν ενώπιον του Πρωτοδικείου δικόγραφο της προσφυγής δεν προέκυπτε κατά τρόπο σαφή, μη διφορούμενο, εύλογο και κατανοητό η εκ μέρους της επίδικης αποφάσεως παράβαση των οικείων διατάξεων. Επιπλέον, η AEP δεν υπέβαλε στο Δικαστήριο κανένα συγκεκριμένο στοιχείο που να αποδεικνύει ότι το υποβληθέν ενώπιον του Πρωτοδικείου δικόγραφο προσφυγής πληρούσε τις εν λόγω προϋποθέσεις.
31. Ειδικότερα, δεν αρκεί επί του σημείου αυτού η διαπίστωση ότι η παραπομπή στις οικείες διατάξεις έπρεπε να συσχετισθεί με το επιχείρημα περί πλάνης κατά τον προσδιορισμό του δικαιούχου της επίδικης ενισχύσεως, καθόσον από το δικόγραφο της προσφυγής δεν προέκυπτε ούτε ο εν λόγω συσχετισμός ούτε ο λόγος για τον οποίο η προβαλλόμενη πλάνη συνιστά παράβαση των ίδιων αυτών παραβάσεων.
32. Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι απορριπτέο.
Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο
– Επιχειρήματα των διαδίκων
33. Η AEP υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, συμφωνώντας με τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η ACEA και η AEP αποτελούν οικονομική ενότητα, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Πράγματι, καίτοι η AEP ανήκει, τουλάχιστον κατά το 30 % στην ACEA, εντούτοις κατά το λοιπό 70 % ανήκει στην Electrabel, οπότε δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η AEP αποτελούσε οικονομική ενότητα με την ACEA.
34. Κατά την AEP, από το σύνολο της νομολογίας που παραθέτει το Πρωτοδικείο προς στήριξη της αναλύσεώς του προκύπτει ότι η εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή για να εξακριβώσει αν, όσον αφορά τον προσδιορισμό του δικαιούχου ενισχύσεως, δύο ή πλείονες επιχειρήσεις αποτελούν οικονομική ενότητα περιορίζεται στις περιπτώσεις αποκλειστικού ελέγχου της οικείας επιχειρήσεως από το ίδιο πρόσωπο ή τον ίδιο όμιλο. Αντιθέτως, οσάκις μια επιχείρηση ελέγχεται, όπως εν προκειμένω, από κοινοπραξία ελεγχόμενη με τη σειρά της από δύο χωριστούς ομίλους, δεν μπορεί να συναχθεί από την εν λόγω νομολογία ότι η Επιτροπή ορθώς μπορεί να θεωρήσει την ελεγχόμενη εταιρία και μία από τις δύο εταιρίες που ελέγχουν την κοινοπραξία ως οικονομική ενότη τα.
35. Η AEP υποστηρίζει επίσης ότι η Επιτροπή ουδέποτε εφάρμοσε αυτή την ερμηνεία σε άλλους τομείς του δικαίου του ανταγωνισμού, μολονότι το δίκαιο αυτό χρησιμοποιεί σε όλους τους τομείς του τις ίδιες έννοιες. Πράγματι, αντιθέτως προς τη διαπίστωση του Πρωτοδικείου, οι έννοιες που χρησιμοποιούνται στον τομέα των συγχωνεύσεων ή των συμπράξεων μπορούν να εφαρμοστούν και στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, πλην ειδικών περιπτώσεων που δικαιολογούν διαφορετική ερμηνεία.
36. Συναφώς, με την εγκρίνουσα την ίδρυση της AEP απόφαση, η Επιτροπή χαρακτήρισε την οικεία κοινοπραξία ως συγχώνευση, διότι επρόκειτο για επιχείρηση λειτουργικώς αυτόνομη σε σχέση με τις μητρικές εταιρίες της. Η έννοια της λειτουργικής αυτονομίας χρησιμοποιείται στο δίκαιο του ανταγωνισμού για τις κοινές επιχειρήσεις που, μολονότι ελέγχονται από διαφορετικούς από οικονομικής απόψεως ομίλους, έχουν δική τους οργανωτική και διοικητική δομή και ενεργούν αυτόνομα όσον αφορά τα λειτουργικά και χρηματοοικονομικά μέσα με τα οποία δραστηριοποιούνται στην αγορά.
37. Το Πρωτοδικείο υπέπεσε επομένως σε πλάνη, κατά την AEP, κρίνοντας, με τη σκέψη 142 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και παρά την προγενέστερη σχετική διαπίστωση της Επιτροπής, ότι η ΑΕΡ δεν διαθέτει ουσιαστική λειτουργική αυτονομία σε σχέση με την ACEA και την Electrabel, λόγω του κοινού ελέγχου που οι εταιρίες αυτές ασκούν στην AEP. Πρόκειται, συγκεκριμένα, κατά την άποψη της ΑΕΡ, για σύγχυση των εννοιών της λειτουργικής αυτονομίας και του ελέγχου εκ μέρους του Πρωτοδικείου, καθόσον η λειτουργική αυτονομία μιας επιχειρήσεως δεν επηρεάζεται από κάθε είδος ελέγχου.
38. Εξάλλου, στο μέτρο που το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 142 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η AEP δεν είναι λειτουργικώς αυτόνομη, διότι την ενέργεια που η ίδια παράγει εμπορεύεται η εταιρία AE Trading, η AEP επισημαίνει ότι οι εκτιμήσεις αυτές δεν ασκούν επιρροή εν προκειμένω, δεδομένου ότι ο διαχωρισμός της παραγωγής και του χονδρικού εμπορίου, στα οποία επιδίδεται εν προκειμένω η AEP, από το λιανικό εμπόριο, στο οποίο επιδίδεται εν προκειμένω η AE Trading, είναι συνήθης στον τομέα της ενέργειας και ήταν γνωστός στην Επιτροπή κατά τον χρόνο εγκρίσεως της συγχωνεύσεως.
39. Η AEP προσθέτει ότι, μολονότι το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν προσήψε καμία ευθύνη στην AEP ούτε της ζήτησε να επιστρέψει την προγενέστερη ενίσχυση, εντούτοις η AEP και, διά του εκπροσώπου της, η Electrabel υφίστανται τις συνέπειες της αναστολής καταβολής της επίδικης ενισχύσεως. Αν η Επιτροπή επιθυμούσε να χρησιμοποιήσει την ΑΕΡ για να επιπλήξει την ACEA, θα έπρεπε να μη θίξει την κατάσταση της Electrabel και, κατά συνέπεια, να αναστείλει την καταβολή της επίδικης ενισχύσεως μόνον κατά το ποσοστό της συμμετοχής της ACEA, ήτοι κατά 29,705 %.
40. Η εκ μέρους του Πρωτοδικείου παραπομπή στην απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C‑91/01, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I‑4355, σκέψεις 50 έως 53) δεν ασκεί επιρροή, κατά την AEP, καθόσον η υπόθεση εκείνη δεν αφορούσε τη συμμετοχή εταιρίας σε οικονομική ενότητα, αλλά την επιλεξιμότητά της για την πρόσβαση στο καθεστώς προτιμησιακής μεταχειρίσεως που χορηγείται στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Εξάλλου, η υπόθεση εκείνη αφορούσε περαιτέρω τον αποκλειστικό έλεγχο ενιαίου ομίλου.
41. Στο μέτρο που το Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι υφίσταται οικονομική συνέχεια μεταξύ της ACEA και της AEP λόγω της μεταβιβάσεως του κλάδου επιχειρήσεως στον οποίο εμπίπτει το έργο που αποτελεί αντικείμενο της επίδικης ενισχύσεως, η AEP εκτιμά ότι η μεταβίβαση αυτή δεν αποδεικνύει επαρκώς ότι η ίδια ασκεί τη δραστηριότητα που προηγουμένως ασκούσε η ACEA και ότι κατέστη δικαιούχος της εν λόγω ενισχύσεως. Η μεταβίβαση αυτή δεν μπορεί επίσης, κατά την άποψή της, να στηρίξει το επιχείρημα ότι η AEP και η ACEA αποτελούν οικονομική ενότητα.
42. Συναφώς, η AEP επισημαίνει ότι η μεταβίβαση του οικείου έργου πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο συμφωνίας κοινοπραξίας που συνήφθη κατά το πέρας διαδικασίας θέσεως σε ανταγωνισμό η οποία οργανώθηκε από την ACEA και κατά την οποία ο μεταβιβασθείς κλάδος επιχειρήσεως αξιολογήθηκε προσηκόντως σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς. Από το σημείο 33 πάντως της ανακοινώσεως της Επιτροπής που τιτλοφορείται «Για μια αποτελεσματική εφαρμογή των αποφάσεων της Επιτροπής με τις οποίες τα κράτη μέλη διατάσσονται να ανακτήσουν παράνομες και ασυμβίβαστες κρατικές ενισχύσεις» (ΕΕ 2007, C 272, σ. 4) προκύπτει ότι, σε περίπτωση μεταβιβάσεως στοιχείων ενεργητικού («asset deals»), όπως συμβαίνει εν προκειμένω, δεν υφίσταται συνέχεια μεταξύ της παλαιάς και της νέας επιχειρήσεως.
43. Όσον αφορά τις εκτιμήσεις του Πρωτοδικείου περί του δυνητικού κινδύνου η μεταβίβαση του οικείου κλάδου επιχειρήσεως της ACEA στην AEP να πραγματοποιήθηκε με πρόθεση να παρακαμφθεί η περιλαμβανόμενη στην προγενέστερη απόφαση εντολή ανακτήσεως, η AEP υπενθυμίζει ότι είχε τονίσει ενώπιον του Πρωτοδικείου ότι μια τόσο σημαντική από οικονομικής και στρατηγικής απόψεως πράξη όπως η ίδρυση της AceaElectrabel δεν θα μπορούσε να έχει ως κίνητρο την αποσόβηση του κινδύνου αναστολής της καταβολής κρατικής ενισχύσεως η οποία αφορούσε ποσό αμελητέο σε σχέση με το συνολικό κόστος της πράξεως.
44. Το Πρωτοδικείο εξάλλου, κρίνοντας, αφενός, ότι δεν απέκειτο στην Επιτροπή να αποδείξει την πρόθεση παρακάμψεως της εν λόγω εντολής και, αφετέρου, ότι η διαπίστωση της μεταβιβάσεως και η έκθεση των κινδύνων που ενείχε από πλευράς των σχετικών με τις κρατικές ενισχύσεις κανόνων αρκούν για τον συλλογισμό της Επιτροπής, την απάλλαξε από την υποχρέωση να αιτιολογήσει τις αποφάσεις της με άλλο τρόπο πέραν της επικλήσεως θεωρητικών και παράδοξων υποθέσεων.
45. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Electrabel συμφώνησε με τα επιχειρήματα της AEP περί της απουσίας τόσο οικονομικής ενότητας μεταξύ της AEP και της ACEA όσο και οποιασδήποτε προθέσεως παρακάμψεως της περιλαμβανόμενης στην προγενέστερη απόφαση εντολής ανακτήσεως στο πλαίσιο της μεταβιβάσεως του οικείου κλάδου επιχειρήσεως από την ACEA στην AEP. Ειδικότερα, η Electrabel υποστηρίζει ότι κάθε κίνδυνος παρακάμψεως εντολής δεν πρέπει να αξιολογείται αφηρημένα, αλλά βάσει συγκεκριμένων στοιχείων.
– Εκτίμηση του Δικαστηρίου
46. Στο μέτρο που η AEP και η Electrabel βάλλουν κατά της διαπιστώσεως του Πρωτοδικείου ότι η Επιτροπή αντιμετώπισε την AEP και την ACEA ως οικονομική ενότητα για την εκτίμηση της προγενέστερης και της επίδικης ενισχύσεως, πρέπει να εξακριβωθεί αν το Πρωτοδικείο επιβεβαίωσε την επίδικη απόφαση επί του σημείου αυτού, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο.
47. Συναφώς από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, κατόπιν αναδιαρθρώσεως περιλαμβάνουσας τη μεταφορά εγκαταστάσεων παραγωγής από μια εταιρία σε νεοσυσταθείσες βιομηχανικές εταιρίες, στο πλαίσιο της οποίας η παλαιά εταιρία εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για τις εν λόγω νεοσυσταθείσες βιομηχανικές εταιρίες, όλες αυτές οι εταιρίες μπορούν, από πλευράς ενισχύσεως, να απαρτίζουν από κοινού ενιαίο όμιλο, παρά το γεγονός ότι καθεμία από τις νεοσυσταθείσες βιομηχανικές εταιρίες έχει χωριστή νομική προσωπικότητα σε σχέση με την παλαιά εταιρία (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 1984, 323/82, Intermills κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 3809, σκέψη 11).
48. Η παλαιά εταιρία και οι νέες εταιρίες εκμεταλλεύσεως είναι δυνατό να αποτελούν οικονομική ενότητα, ιδίως όταν η πραγματοποιηθείσα αναδιάρθρωση δημιουργεί ένα συνεκτικό σύνολο από βιομηχανικής και χρηματοοικονομικής απόψεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσα απόφαση Intermills κατά Επιτροπής, σκέψη 12).
49. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι, όταν ένας φορέας, μέσω της πλειοψηφικής συμμετοχής του σε εταιρία, αναμειγνύεται ευθέως ή εμμέσως στη διαχείριση της εν λόγω εταιρίας ασκώντας με τον τρόπο αυτόν πραγματικό έλεγχο, γίνεται δεκτό ότι μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα της ελεγχομένης επιχειρήσεως (απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006, C‑222/04, Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑289, σκέψεις 112 και 118).
50. Πράγματι, σε αντίθετη περίπτωση, ο απλός διαχωρισμός μιας επιχειρήσεως σε δύο χωριστούς φορείς, εκ των οποίων ο πρώτος θα συνέχιζε να ασκεί απευθείας την οικονομική δραστηριότητα ενώ ο δεύτερος θα ήλεγχε τον πρώτο αναμειγνυόμενος στη διαχείρισή του, θα αρκούσε για να καταστήσει άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τους κανόνες της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων. Θα επέτρεπε στον δεύτερο φορέα να απολαύει επιχορηγήσεων και άλλων πλεονεκτημάτων χορηγουμένων από το κράτος ή με κρατικούς πόρους και να τα χρησιμοποιεί εν όλω ή εν μέρει υπέρ του πρώτου φορέα, προς το συμφέρον επίσης της οικονομικής ενότητας που σχηματίζουν μεταξύ τους οι δύο φορείς (προαναφερθείσα απόφαση Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ., σκέψη 114).
51. Περιπτώσεις, μεταξύ άλλων, στις οποίες μέλη της διαχειριστικής επιτροπής και του ελεγκτικού οργάνου διορίζονται στα αντίστοιχα όργανα της ελεγχόμενης εταιρίας καταδεικνύουν, αφενός, τη δυνατότητα ασκήσεως ελέγχου, πέραν της απλής τοποθετήσεως κεφαλαίων εκ μέρους επενδυτή, αλλά και παροχής κινήτρων και οικονομικής υποστηρίξεως και, αφετέρου, την ύπαρξη οργανικών και λειτουργικών δεσμών μεταξύ του φορέα που κατέχει πλειοψηφική συμμετοχή σε εταιρία και της ίδιας αυτής ελεγχόμενης εταιρίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσα απόφαση Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ., σκέψεις 116 και 117).
52. Eν προκειμένω, ούτε η AEP ούτε η Electrabel αμφισβήτησαν τις ακόλουθες διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου, ήτοι, πρώτον, την περιλαμβανόμενη στη σκέψη 103 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως διαπίστωσή του ότι η ACEA ήταν η αρχική δικαιούχος της επίδικης ενισχύσεως, ότι υπήρξε μεταβίβαση του κλάδου επιχειρήσεως της ACEA όσον αφορά την εν λόγω ενίσχυση προς την AEP και ότι η ΑΕΡ ασκεί τη δραστηριότητα αυτού του κλάδου επιχειρήσεως. Το Πρωτοδικείο έκρινε επίσης, με τη σκέψη 142 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εμπορία ενέργειας παραγόμενης από την AEP πραγματοποιείται από την AE Trading, που ανήκει κατά 84,17 % στην AceaElectrabel, η οποία ελέγχεται κατά 59,41 % από την ACEA.
53. Δεύτερον, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, με τη σκέψη 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η AEP συνδέεται τόσο με την ACEA όσο και με την Electrabel και ότι η ACEA έχει πλειοψηφική συμμετοχή στο κεφάλαιο της AceaElectrabel, η οποία κατέχει το 50 % του κεφαλαίου της AEP και, με τη σκέψη 111 της αποφάσεως αυτής, ότι η ACEA επιβεβαίωσε ρητώς ότι ελέγχει την AEP από κοινού με την Electrabel.
54. Tρίτον, το Πρωτοδικείο επισήμανε, με την σκέψη 119 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, μολονότι η Electrabel εκπροσωπείται από οκτώ από τα δώδεκα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕΡ και από τέσσερα από τα έξι μέλη της εκτελεστικής επιτροπής της, η συμφωνία ενός από τα μέλη που εκπροσωπούν την ACEA είναι αναγκαία για τα σημαντικότερα ζητήματα, εξασφαλίζοντας στην εταιρία αυτή δικαίωμα αναστέλλουσας μειοψηφίας.
55. Από την υπομνησθείσα στις σκέψεις 47 και 48 της παρούσας αποφάσεως νομολογία προκύπτει ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, η Επιτροπή μπορούσε να εκτιμήσει, χωρίς να υπερβεί το περιθώριο εκτιμήσεώς της, ότι κατόπιν της αναδιαρθρώσεως που πραγματοποίησε η ACEA με τη στήριξη της Electrabel, η ACEA και η AEP αποτελούν μέρος συνεκτικού συνόλου όσον αφορά την προγενέστερη και την επίδικη ενίσχυση, στο μέτρο που η εν λόγω αναδιάρθρωση περιελάμβανε τη μεταβίβαση του οικείου κλάδου επιχειρήσεως της ACEA στην AEP, ότι η AEP εξακολουθούσε τις δραστηριότητες αυτού του κλάδου επιχειρήσεως, ότι η ACEA διατηρούσε το ενδιαφέρον της για την AEP και ότι την ενέργεια που παρήγε η AEP εμπορευόταν η AE Trading, εταιρία ελεγχόμενη από την ACEA μέσω της πλειοψηφικής συμμετοχής της στην AceaElectrabel.
56. Επιπλέον, λαμβανομένης υπόψη της υπομνησθείσας στις σκέψεις 49 και 51 της παρούσας αποφάσεως νομολογίας, από τις ίδιες διαπιστώσεις προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορούσε να δεχθεί ότι η ACEA, κατέχοντας πλειοψηφική συμμετοχή από κοινού με την AEP, ασκούσε πραγματικό έλεγχο αναμειγνυόμενη ευθέως ή εμμέσως στη διαχείρισή της, τόσο μέσω της παρουσίας των εκπροσώπων της στο διοικητικό συμβούλιο της ΑΕΡ και στην εκτελεστική επιτροπή της, όσο και μέσω της πλειοψηφικής συμμετοχής της στην AceaElectrabel, η οποία κατέχει το 50 % του κεφαλαίου της AEP.
57. Το Πρωτοδικείο επισήμανε εξάλλου, με τη σκέψη 125 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αφενός, ότι η συμφωνία αναθέσεως του κλάδου επιχειρήσεως που μεταβιβάσθηκε από την ACEA στην AEP προέβλεπε ρήτρα αποκλεισμού κάθε ενδεχόμενης διαφοράς σχετικής με τον κλάδο αυτόν και, αφετέρου, ότι η ACEA είχε ήδη προσβάλει, την εποχή εκείνη, την προγενέστερη απόφαση.
58. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Πρωτοδικείο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τη σκέψη 130 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή απέδειξε εν προκειμένω ότι η αναδιάρθρωση που πραγματοποίησαν από κοινού η ACEA και η Electrabel ενείχε κίνδυνο παρακάμψεως της εντολής ανακτήσεως που περιελάμβανε η προγενέστερη απόφαση.
59. Συγκεκριμένα, αφενός, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, αντιθέτως προς όσα διατείνονται η ΑΕΡ και η Electrabel, η συνεκτίμηση του κινδύνου παρακάμψεως της εντολής ανακτήσεως της προγενέστερης ενισχύσεως δεν μπορεί να εξαρτάται από την απόδειξη της υπάρξεως τέτοιας προθέσεως βάσει των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως. Πράγματι, αν συνέτρεχε η περίπτωση αυτή, οι επιχειρήσεις θα παροτρύνονταν να δημιουργήσουν εταιρικές δομές με πρόθεση να παρακάμψουν την ανάκτηση των παράνομων ενισχύσεων, αντλώντας όφελος από το ότι το βάρος αποδείξεως της προθέσεως αυτής θα έφερε η Επιτροπή.
60. Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι αρκούσε στην Επιτροπή να αποδείξει εν προκειμένω την ύπαρξη τέτοιου κινδύνου.
61. Αφετέρου, η Επιτροπή μπορούσε να κρίνει ότι, αν δεν είχε διαπιστωθεί η ύπαρξη οικονομικής ενότητας μεταξύ της ΑΕΡ και της ACEA, η AEP θα μπορούσε, κατόπιν της πραγματοποιηθείσας αναδιαρθρώσεως και ελεγχόμενη από κοινού με την ACEA, να ασκήσει τη μεταβιβασθείσα δραστηριότητα για την οποία χορηγήθηκε η προγενέστερη ενίσχυση και να λάβει την επίδικη ενίσχυση. Η Επιτροπή μπορούσε επιπλέον να κρίνει ότι η χορήγηση της επίδικης ενισχύσεως στην AEP θα παρείχε στην ACEA τη δυνατότητα να αντλήσει όφελος, δεδομένου ότι οι δύο αυτές εταιρίες ασκούν τις αντίστοιχες οικονομικές δραστηριότητές τους στο πλαίσιο συνεκτικού συνόλου.
62. Λαμβανομένης υπόψη της υπομνησθείσας στη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως νομολογίας, η δυνατότητα της ACEA να επωφεληθεί από την επίδικη ενίσχυση αρκεί να καταστήσει τους σχετικούς με τις κρατικές ενισχύσεις κανόνες της Ένωσης άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας και είναι, εξάλλου, αντίθετη προς τη λογική της νομολογίας TWD κατά Επιτροπής.
63. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο μπορούσε να κρίνει, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, ότι η Επιτροπή, που διαθέτει επ’ αυτού ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως διαπιστώνοντας την ύπαρξη οικονομικής ενότητας μεταξύ της ACEA και της AEP όσον αφορά την προγενέστερη και την επίδικη ενίσχυση.
64. Ειδικότερα, το Πρωτοδικείο μπορούσε να κρίνει ότι το γεγονός ότι ο έλεγχος της ACEA επί της AEP ασκούνταν μόνον από κοινού με την Electrabel και η Electrabel κατείχε σημαντικότερο μέρος του κεφαλαίου της AEP έναντι της ACEA δεν αναιρούσε, εν προκειμένω, την εκ μέρους της Επιτροπής διαπίστωση οικονομικής ενότητας μεταξύ της ACEA και της AEP.
65. Η διαπίστωση αυτή δεν θίγεται από τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλε η AEP.
66. Πρώτον, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, λαμβανομένης υπόψη της ως άνω αναλύσεως, τα επιχειρήματα που αντλούνται, αφενός, από τη λειτουργική αυτονομία της AEP έναντι της ACEA την οποία διαπίστωσε η Επιτροπή στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της συγχωνεύσεως και, αφετέρου, από την έννοια της οικονομικής ενότητας στους τομείς των συμπράξεων και των συγχωνεύσεων δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς έκρινε το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 135, 137 και 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η έννοια της οικονομικής ενότητας στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων είναι δυνατόν να διαφέρει από την ισχύουσα στους λοιπούς τομείς του δικαίου του ανταγωνισμού.
67. Εν πάση περιπτώσει, ούτε η ενδεχόμενη λειτουργική αυτονομία της AEP ούτε η έννοια της οικονομικής ενότητας στους τομείς των συμπράξεων και των συγχωνεύσεων μπορούν να αμφισβητήσουν το γεγονός ότι, λαμβανομένου υπόψη, μεταξύ άλλων, του δικαιώματος αναστέλλουσας μειοψηφίας που διαθέτει η ACEA για τα σημαντικότερα ζητήματα διαχειρίσεως της AEP, το Πρωτοδικείο επιβεβαίωσε εν προκειμένω την εκ μέρους της Επιτροπής διαπίστωση ότι η ACEA ασκεί από κοινού έλεγχο επί της AEP και ότι η ΑΕΡ αποτελεί μέρος ενός συνεκτικού συνόλου.
68. Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από τη μεταβίβαση του οικείου κλάδου επιχειρήσεως στην AEP στο πλαίσιο της προβαλλόμενης μεταβιβάσεως στοιχείων ενεργητικού («asset deal»), αρκεί η επισήμανση ότι οι κανόνες που διέπουν τις συναλλαγές αυτού του είδους δεν τυγχάνουν εφαρμογής σε περιστάσεις όπως η προκείμενη, στην οποία η ACEA δέχθηκε τον από κοινού έλεγχο του οικείου κλάδου επιχειρήσεως, οπότε μπορεί να θεωρηθεί ως αποτελούσα οικονομική ενότητα με την AEP.
69. Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από την εκ μέρους του Πρωτοδικείου παραπομπή στην προαναφερθείσα απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, από τις εκτιμήσεις που εκτέθηκαν στις σκέψεις 55 έως 64 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η παραπομπή αυτή ήταν εσφαλμένη, όπως ισχυρίζεται η AEP, το Πρωτοδικείο μπορούσε εντούτοις να αναγνωρίσει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαπιστώσει ότι η ACEA και η AEP αποτελούν οικονομική ενότητα. Επομένως, το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί.
70. Τέταρτον, όσον αφορά το επιχείρημα της AEP ότι η καταβολή της επίδικης ενισχύσεως έπρεπε να ανασταλεί μόνον κατ’ αναλογία προς το μερίδιο κεφαλαίου της AEP που κατείχε η ACEA, αρκεί η επισήμανση ότι, για τους εκτεθέντες στη σκέψη 61 της παρούσας αποφάσεως λόγους, η Επιτροπή και το Πρωτοδικείο μπορούσαν να κρίνουν ότι κάθε ενίσχυση, ακόμη και μειωμένου ποσού, που χορηγήθηκε στην AEP ήταν ικανή να αποφέρει όφελος στην ACEA.
71. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.
Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από παράλογη και βαρυνόμενη με αντιφάσεις αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως
– Επιχειρήματα των διαδίκων
72. Η AEP προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι περιορίστηκε στην εκτίμηση όλων των επιχειρημάτων της Επιτροπής, χωρίς να επισημάνει τις αντιφάσεις, την πρόδηλη πλάνη περί το δίκαιο και την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως τις οποίες, κατά την άποψη της ΑΕΡ, πάσχουν τα εν λόγω επιχειρήματα.
73. Ειδικότερα, η AEP εκτιμά ότι, δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο αναγνώρισε ότι η AEP ελέγχεται από δύο χωριστούς ομίλους και ότι, μεταξύ των δύο αυτών ομίλων, η Electrabel κατέχει τη μεγαλύτερη συμμετοχή, η διαπίστωση ότι η AEP και η ACEA έχουν ενιαίο κέντρο ελέγχου είναι αντιφατική, αυθαίρετη και παράλογη, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν η ίδια εταιρία να αποτελεί οικονομική ενότητα με δύο χωριστά νομικά πρόσωπα.
74. Επιπλέον, η εκτίμηση του Πρωτοδικείου ότι η AEP δεν είναι λειτουργικώς αυτόνομη, διότι την ενέργεια που παράγει εμπορεύεται η AE Trading, δεν συνοδεύεται από καμία διευκρίνιση ικανή να αποσαφηνίσει το περιεχόμενό της.
75. Η AEP υποστηρίζει ότι έρχεται σε αντίθεση προς την πραγματικότητα και τη λογική το να γίνει δεκτό, όπως έπραξε το Πρωτοδικείο, ότι η AceaElectrabel συστάθηκε προκειμένου να παρακαμφθούν οι σχετικοί με τις κρατικές ενισχύσεις κανόνες και ότι δεν απέκειτο στην Επιτροπή να αποδείξει την πρόθεση παρακάμψεως των εν λόγω κανόνων, και επισημαίνει ότι η διαπίστωση της μεταβιβάσεως και η έκθεση των κινδύνων που αυτή ενείχε από πλευράς των σχετικών με τις κρατικές ενισχύσεις κανόνων αρκούν για τον συλλογισμό της Επιτροπής.
76. Κατά την AEP, το Πρωτοδικείο υπέπεσε επίσης σε αντίφαση, στο μέτρο που, με τη σκέψη 140 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι, για να εξακριβωθεί η ύπαρξη οικονομικής ενότητας, πρέπει να ληφθεί υπόψη η συμμετοχή της οικείας επιχειρήσεως σε όμιλο εταιριών ελεγχόμενο ευθέως ή εμμέσως από μία εξ αυτών, καθώς και η δημιουργία ενιαίου ομίλου ελεγχόμενου από ένα και μόνο φορέα, ενώ προηγουμένως είχε διαπιστώσει ότι η AEP ελεγχόταν από δύο χωριστούς φορείς.
– Εκτίμηση του Δικαστηρίου
77. Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει το Πρωτοδικείο από τα άρθρα 36 και 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το Πρωτοδικείο δεν υποχρεούται να παραθέσει αιτιολογία που να ακολουθεί σε όλη τους την έκταση και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν οι διάδικοι. Κατά συνέπεια, η αιτιολογία μπορεί να είναι έμμεση, υπό την προϋπόθεση ότι δίνει στους μεν ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθησαν τα σχετικά μέτρα, στο δε αρμόδιο δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον έλεγχό του (απόφαση της 2ας Απριλίου 2009, C‑431/07 P, Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑2665, σκέψη 42, καθώς και διάταξη της 21ης Ιανουαρίου 2010, C‑150/09 P, Iride και Iride Energia κατά Επιτροπής, σκέψη 42).
78. Eν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι το σκεπτικό του Πρωτοδικείου είναι σαφές και κατανοητό και ότι παρέχει, αφενός, στην AEP και στην Electrabel τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους λόγους για τους οποίους το Πρωτοδικείο απέρριψε τον σχετικό λόγο ακυρώσεως και, αφετέρου, στο Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για την άσκηση του δικαιοδοτικού ελέγχου του.
79. Ειδικότερα, πρέπει να τονιστεί ότι οι προβαλλόμενες ανακολουθίες στο σκεπτικό που προσάπτει η ΑΕΡ στο Πρωτοδικείο δεν αφορούν, στην πραγματικότητα, πλημμελή αιτιολογία, αλλά την ίδια προβαλλόμενη πλάνη περί το δίκαιο που ήδη εξετάστηκε και απορρίφθηκε στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως.
80. Συνεπώς, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και, ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως στο σύνολό του πρέπει να απορριφθούν.
Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, περί του περιεχομένου της νομολογίας TWD κατά Επιτροπής
Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από παραμόρφωση του περιεχομένου των πρωτοδίκως προβληθέντων λόγων ακυρώσεως
– Επιχειρήματα των διαδίκων
81. Η AEP υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, κρίνοντας, με τη σκέψη 172 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν όφειλε να πραγματοποιήσει, στο πλαίσιο της προγενέστερης αποφάσεως, ανάλυση των ατομικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν βάσει καθεστώτος ενισχύσεων, παραμόρφωσε το περιεχόμενο του τρίτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο είχε ζητηθεί να διαπιστωθεί ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να διαταχθεί η ανάκτηση ατομικής ενισχύσεως χορηγηθείσας βάσει καθεστώτος, να εξακριβωθεί προηγουμένως η επιμέρους κατάσταση καθεμίας από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις.
82. Πράγματι, κατά την AEP, επιβάλλεται να εξακριβωθεί, πριν εκδοθεί η εντολή ανακτήσεως, αν και κατά πόσον κάθε επιχείρηση που ανήκει στη σχετική με το εν λόγω καθεστώς κατηγορία έλαβε ενίσχυση ασύμβατη προς τους κανόνες της Συνθήκης ΕΚ. Στην υπό κρίση υπόθεση, η εξακρίβωση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε ακόμη.
– Εκτίμηση του Δικαστηρίου
83. Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων αυτών, αρκεί να τονιστεί, αφενός, ότι από την ερμηνεία των σημείων 23 έως 28 του δικογράφου της πρωτοβάθμιας προσφυγής καθώς και από τα σημεία 147 έως 151 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο απέδωσε πιστά τη σύνοψη των επιχειρημάτων της ΑΕΡ και, αφετέρου, ότι το Πρωτοδικείο απάντησε στα επιχειρήματα αυτά με τις σκέψεις 164 έως 181 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
84. Ειδικότερα, από το σημείο 25 in fine του δικογράφου της πρωτοβάθμιας προσφυγής προκύπτει ότι η ΑΕΡ υποστήριξε, μεταξύ άλλων ότι, για να προσάψει η Επιτροπή στην ACEA ή στην AEP τη λήψη παράνομης ενισχύσεως από την ACEA, θα έπρεπε προηγουμένως να εξετάσει με την προγενέστερη απόφαση την εφαρμογή των καθεστώτων της προγενέστερης ενισχύσεως στην ACEA και ότι, έχοντας παραλείψει την εξέταση αυτή, δεν μπορούσε να επικαλεστεί τον παράνομο χαρακτήρα της εν λόγω ενισχύσεως.
85. Συνεπώς, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Πρωτοδικείο παραμόρφωση του περιεχομένου του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε πρωτοδίκως λόγω των απαντήσεων που έδωσε στα επιχειρήματα της ΑΕΡ και ιδίως λόγω της περιλαμβανόμενης στο σημείο 172 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως διαπιστώσεώς του ότι η Επιτροπή δεν όφειλε να πραγματοποιήσει, στο πλαίσιο της προγενέστερης αποφάσεως, ανάλυση των ατομικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν βάσει των εν λόγω καθεστώτων.
86. Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως είναι απορριπτέο.
Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο
– Επιχειρήματα των διαδίκων
87. Πρώτον, η AEP υποστηρίζει ότι η νομολογία TWD κατά Επιτροπής, που αφορά την εκτίμηση των συνεπειών της σωρεύσεως ενισχύσεων για μια επιχείρηση, τυγχάνει εφαρμογής μόνον ως προς την ίδια αυτή επιχείρηση. Η ΑΕΡ απέδειξε, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ότι η ACEA και εκείνη δεν μπορούν να θεωρηθούν ως οικονομική ενότητα. Συνεπώς, το Πρωτοδικείο κακώς δέχθηκε ότι η επίδικη απόφαση συνιστά εφαρμογή της εν λόγω νομολογίας.
88. Δεύτερον, η AEP εκτιμά ότι το Πρωτοδικείο όφειλε, προκειμένου να αποδείξει ότι ο συνδυασμός της προγενέστερης και της επίδικης ενισχύσεως μπορούσε να παραγάγει βλαπτικά αποτελέσματα, να εξακριβώσει ότι η ACEA είχε όντως λάβει παράνομη ενίσχυση, η εξακρίβωση όμως αυτή δεν πραγματοποιήθηκε ούτε από την Ιταλική Δημοκρατία ούτε από την Επιτροπή.
89. Εφόσον από το σκεπτικό του Πρωτοδικείου προκύπτει ότι η ανάλυση που επρόκειτο να πραγματοποιήσει η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη κυρίως τα αποτελέσματα της ενισχύσεως στην ACEA, το Πρωτοδικείο μετέτρεψε, κατά την AEP, τη νομολογία TWD κατά Επιτροπής σε νέα προϋπόθεση συμβατότητας η οποία δεν προβλέπεται από τη Συνθήκη και σκοπεί στην αποκατάσταση της μη ανακτήσεως της προγενέστερης ενισχύσεως. Πράγματι, αντί να λάβει υπόψη το ενδεχόμενο σωρευτικό αποτέλεσμα ως στοιχείο εκτιμήσεως της συμβατότητας της επίδικης ενισχύσεως με την κοινή αγορά, το Πρωτοδικείο εφάρμοσε τη νομολογία αυτή ως μέσο ανακτήσεως της προγενέστερης ενισχύσεως, εξασφαλίζοντας ότι η εταιρία στην οποία χορηγήθηκε η προγενέστερη ενίσχυση δεν απολαύει, μέχρι την εν λόγω ανάκτηση, κανενός μεταγενέστερου προνομίου, έστω εμμέσου. Το Πρωτοδικείο απέφυγε να λάβει θέση επί της θεμελιώδους αυτής ενστάσεως και την απέρριψε, με τη σκέψη 188 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, βάσει ενός αμιγώς υποθετικού και ως εκ του περισσού διατυπωθέντος συλλογισμού.
90. Η AEP τονίζει ότι κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, ήταν αδύνατο τόσο να γίνει δεκτή η ύπαρξη σωρευτικού αποτελέσματος όσο και να εκτιμηθεί η σπουδαιότητά του. Όταν η Επιτροπή εξετάζει ένα καθεστώς ενισχύσεων, μπορεί να επιλέξει την εξέταση μεμονωμένων περιπτώσεων ή να περιοριστεί σε μια γενική και αφηρημένη εκτίμηση. Αν επιλέξει τη δεύτερη αυτή λύση, τα μέσα που διαθέτει για να εξασφαλίσει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους εκτέλεση της αποφάσεως περιορίζονται στην άσκηση προσφυγής λόγω παραβάσεως, δεδομένου ότι η νομολογία TWD κατά Επιτροπής δεν του εξασφαλίζει εναλλακτικό μέσο επιβολής κυρώσεων.
91. Πράγματι, η AEP εκτιμά ότι, στον βαθμό που η νομολογία αυτή επιδιώκει να αποτρέψει το ενδεχόμενο ο δικαιούχος της νέας ενισχύσεως να τύχει υπερβολικών προνομίων στην αγορά λόγω της μη ανακτήσεως παράνομης προγενέστερης ενισχύσεως, η εφαρμογή της ίδιας αυτής νομολογίας απαιτεί συγκεκριμένη και λεπτομερή εξέταση των προνομίων που απορρέουν από τη νέα ενίσχυση, η οποία πρέπει να διενεργείται με ειδική αναφορά στη θέση της δικαιούχου επιχειρήσεως στην κρίσιμη αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές της και τα ενδοκοινοτικά εμπορικά ρεύματα.
92. Όπως υποστηρίζει η AEP, για να αναστείλει η Επιτροπή την καταβολή της νέας ενισχύσεως, πρέπει να αιτιολογήσει το συμπέρασμά της ότι η στρέβλωση του ανταγωνισμού και του εμπορίου που προκαλείται από τη σώρευση των δύο ενισχύσεων στους οικείους τομείς είναι τέτοιου βαθμού ώστε μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι αρνητικές συνέπειες της νέας ενισχύσεως υπερκαλύπτουν τις θετικές, καθιστώντας για τον λόγο αυτόν αδύνατη την έγκρισή της μέχρι την ανάκτηση της πρώτης ενισχύσεως.
93. Ως εκ τούτου, στο μέτρο που το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 186 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η νομολογία TWD κατά Επιτροπής δεν απαιτεί από την Επιτροπή να αποδείξει ότι η σώρευση των δύο ενισχύσεων είναι ικανή να θίξει το εμπόριο, αλλά ότι το ενδεχόμενο και μόνον ενός τέτοιου κινδύνου είναι αρκετό, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.
94. Τρίτον, το Πρωτοδικείο, κατά την AEP, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι το κράτος μέλος και η επιχείρηση που απολαύουν της νέας ενισχύσεως υποχρεούνται να παράσχουν στην Επιτροπή τα στοιχεία που αποδεικνύουν την έλλειψη σωρευτικού αποτελέσματος της νέας ενισχύσεως με προγενέστερες παράνομες και μη ανακτηθείσες ενισχύσεις. Πράγματι, μολονότι το οικείο κράτος μέλος πρέπει να παράσχει στην Επιτροπή τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι μια νέα ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά, εντούτοις ούτε αυτό το κράτος μέλος ούτε η οικεία επιχείρηση οφείλουν, κατά την άποψη της AEP, να αποδείξουν, αντιστρόφως, ότι η σώρευση των επίμαχων ενισχύσεων δεν έχει καμία συνέπεια στο εμπόριο.
– Εκτίμηση του Δικαστηρίου
95. Καταρχάς, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι το επιχείρημα κατά το οποίο η ACEA και η AEP αποτελούν δύο χωριστούς οικονομικούς φορείς από πλευράς της προγενέστερης και της επίδικης ενισχύσεως απορρίφθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως. Αφετέρου, στο πλαίσιο της ίδιας αυτής εξετάσεως τονίστηκε ότι, ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή ορθώς δέχθηκε ότι από τη χορήγηση της επίδικης ενισχύσεως στην AEP μπορούσε να επωφεληθεί και η ACEA.
96. Ακολούθως, υπενθυμίζεται ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η ανάγκη αποτροπής του σωρευτικού αποτελέσματος των μη ανακτηθεισών και των επικείμενων ενισχύσεων είναι ίδια είτε πρόκειται για ατομικές ενισχύσεις είτε για ενισχύσεις εμπίπτουσες σε καθεστώς ενισχύσεων και ότι η νομολογία TWD κατά Επιτροπής παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να εξαρτήσει τη συμβατότητα μιας ενισχύσεως από την προηγούμενη ανάκτηση προγενέστερων παράνομων ενισχύσεων (βλ., υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσα διάταξη Iride και Iride Energia κατά Επιτροπής, σκέψεις 49, 50 και 70).
97. Συγκεκριμένα, αφενός, η Επιτροπή οφείλει, αν παραστεί ανάγκη, να λάβει υπόψη το ενδεχόμενο σωρευτικό αποτέλεσμα των προγενέστερων παράνομων και μη ανακτηθεισών ενισχύσεων και των νέων ενισχύσεων (βλ., υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσα απόφαση της 15ης Μαΐου 1997, TWD κατά Επιτροπής, σκέψεις 26 και 27) και, αφετέρου, μπορεί να διαπιστώσει τη συμβατότητα των νέων ενισχύσεων με την κοινή αγορά μόνον εφόσον τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της καθιστούν δυνατή τη συναγωγή τέτοιου συμπεράσματος (βλ., υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσα διάταξη Iride και Iride Energia κατά Επιτροπής, σκέψη 70).
98. Eν προκειμένω, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, αφενός, ότι η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της στοιχεία από τα οποία προέκυπτε ότι η ACEA επωφελήθηκε από την προγενέστερη ενίσχυση και, αφετέρου, ότι δεν είχε στη διάθεσή της στοιχεία από τα οποία μπορούσε να συναγάγει ότι δεν υφίστατο παράνομο και ασύμβατο προς την κοινή αγορά σωρευτικό αποτέλεσμα της προγενέστερης ενισχύσεως και της επίδικης ενισχύσεως.
99. Όπως ορθώς υπενθύμισε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 187 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, από τη νομολογία TWD κατά Επιτροπής προκύπτει ότι, όταν η Επιτροπή αποφασίσει να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως, το κράτος μέλος και ο δυνητικός δικαιούχος νέας ενισχύσεως υποχρεούνται να θέσουν υπόψη της Επιτροπής στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι ενισχύσεις αυτές είναι συμβατές με την κοινή αγορά, η δε υποχρέωση αυτή εκτείνεται επίσης στην ανάγκη να αποδειχθεί ότι δεν υφίσταται σωρευτικό αποτέλεσμα της νέας ενισχύσεως και των παλαιών παράνομων και μη συμβατών με την κοινή αγορά ενισχύσεων που δεν έχουν ανακτηθεί.
100. Επομένως, το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι, στο μέτρο που η προγενέστερη απόφαση δεν αφορούσε ατομικές ενισχύσεις αλλά καθεστώς ενισχύσεων, οπότε το βάρος του καθορισμού των προς ανάκτηση ποσών εκ μέρους των δικαιούχων του καθεστώτος αυτού έφερε η Ιταλική Δημοκρατία, σε αυτή, στην ACEA και στην AEP απέκειτο να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή, στο πλαίσιο της διαδικασίας που οδήγησε στη λήψη της επίδικης αποφάσεως, τα προς ανάκτηση και, ενδεχομένως, τα ανακτηθέντα όσον αφορά την προγενέστερη ενίσχυση ποσά, προκειμένου να αποδείξουν ενδεχόμενη έλλειψη σωρευτικού αποτελέσματος.
101. Επειδή όμως τέτοια στοιχεία ουδέποτε κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή, δεν είναι επικριτέα η διαπίστωση του Πρωτοδικείου ότι, εν προκειμένω, δεν απέκειτο στην Επιτροπή να καθορίσει με ακρίβεια το ποσό της προγενέστερης ενισχύσεως που εισέπραξε η ACEA πριν από οποιαδήποτε αναστολή καταβολής του ποσού της επίδικης ενισχύσεως βάσει της νομολογίας TWD κατά Επιτροπής.
102. Τέλος, στο μέτρο που από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αρκεί η Επιτροπή να αποδείξει ότι οι επίδικες ενισχύσεις είναι ικανές να θίξουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό (προαναφερθείσα διάταξη Iride και Iride Energia κατά Επιτροπής, σκέψη 72), το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι δεν απέκειτο, εν προκειμένω, στην Επιτροπή να εξετάσει συγκεκριμένα και λεπτομερώς τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από την επίδικη ενίσχυση κάνοντας ειδική αναφορά στη θέση της AEP και της ACEA στην οικεία αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους και τα ενδοκοινοτικά εμπορικά ρεύματα.
103. Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι το σκεπτικό του Πρωτοδικείου δεν πάσχει πλάνη περί το δίκαιο και, ως εκ τούτου, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
Επί του τρίτου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από αντιφατική και ανεπαρκή αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως
– Επιχειρήματα των διαδίκων
104. Η AEP επισημαίνει ότι το Πρωτοδικείο αναγνωρίζει, με τη σκέψη 179 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν μπορεί με βεβαιότητα να διαπιστώσει ότι η ACEA έλαβε ενίσχυση ασύμβατη προς τους κανόνες της Συνθήκης. Ως εκ τούτου, η AEP βάλλει κατά της περιλαμβανόμενης στην επόμενη σκέψη της αποφάσεως αυτής εκτίμηση του Πρωτοδικείου ότι η εντός της δημοσιονομικής εκθέσεως της ACEA αναφορά στο ενδεχόμενο επιστροφής ορισμένου ποσού θα αρκούσε για τον συλλογισμό της Επιτροπής.
105. Κατά την άποψη της AEP, η σκέψη 186 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι ασαφές και η σκέψη 187 δεν διευκρινίζεται και δεν αιτιολογείται. Η σκέψη 188 της αποφάσεως αυτής επίσης στερείται αιτιολογίας.
106. Συναφώς, η AEP προσθέτει ότι, στο μέτρο που από το σκεπτικό που ανέπτυξε το Πρωτοδικείο με τις εν λόγω σκέψεις συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν είχε λάβει από την Ιταλική Δημοκρατία τις αναγκαίες για την εξέταση που επρόκειτο να διενεργήσει πληροφορίες, το Πρωτοδικείο έπρεπε να δώσει απάντηση στο προβληθέν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση επιχείρημα ότι, στις περιπτώσεις αυτές, η Επιτροπή δεν μπορεί να αποφανθεί στηριζόμενη μόνο στα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της, αλλά πρέπει να ακολουθήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 5 του κανονισμού 659/1999 διαδικασία. Το Πρωτοδικείο όμως παρέλειψε να δώσει απάντηση στο επιχείρημα αυτό.
– Εκτίμηση του Δικαστηρίου
107. Με τη σκέψη 77 της παρούσας αποφάσεως, υπενθυμίστηκε ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων την οποία υπέχει το Πρωτοδικείο δεν του επιβάλλει την υποχρέωση να απαντά ευθέως σε όλα τα επιχειρήματα που αναπτύσσουν οι διάδικοι και ότι η αιτιολογία είναι επαρκής όταν παρέχει τη δυνατότητα, αφενός, στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθησαν τα επίμαχα μέτρα και, αφετέρου, στο Δικαστήριο να έχει στη διάθεσή του επαρκή στοιχεία για την άσκηση του δικαιοδοτικού ελέγχου του.
108. Eν προκειμένω, αρκεί, αφενός, η διαπίστωση ότι το σκεπτικό του Πρωτοδικείου είναι σαφές και κατανοητό και παρέχει στις μεν AEP και Electrabel τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους λόγους για τους οποίους το Πρωτοδικείο απέρριψε τον σχετικό λόγο ακυρώσεως, στο δε Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για την άσκηση του ελέγχου του.
109. Ειδικότερα, το Πρωτοδικείο εξήγησε, με τη σκέψη 180 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι η Επιτροπή μπορούσε να διαπιστώσει, παρά τα εξετασθέντα στη σκέψη 179 της αποφάσεως αυτής επιχειρήματα της AEP, ότι η προγενέστερη ενίσχυση προς την ACEA ήταν παράνομη. Επιπλέον, από τις σκέψεις 186 έως 188 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι το Πρωτοδικείο περιέλαβε στις οικείες διατάξεις την ερμηνεία που έδωσε στη νομολογία TWD κατά Επιτροπής.
110. Αφετέρου, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η AEP δεν προέβαλε το αναφερθέν στη σκέψη 106 της παρούσας αποφάσεως επιχείρημα κατά το στάδιο της έγγραφης διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου, αλλά για πρώτη φορά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Πρωτοδικείου, όπως εξάλλου αναγνωρίζει και η ίδια. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι επρόκειτο για νέο λόγο ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως.
111. Συναφώς, από τη δικογραφία προκύπτει ότι το επιχείρημα αυτό δεν αποτελούσε ανάπτυξη επιχειρήματος που είχε προβληθεί σε προγενέστερο στάδιο, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο και συνδεόταν στενά με αυτό. Κατά το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται, εκτός αν αυτοί στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2009, C‑564/08 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑191, σκέψεις 20 έως 34).
112. Συνεπώς, λαμβανομένου υπόψη ότι το περιλαμβανόμενο στη σκέψη 106 της παρούσας αποφάσεως επιχείρημα δεν στηρίχθηκε σε νέα στοιχεία τα οποία ανέκυψαν κατά τη διαδικασία, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Πρωτοδικείο ότι δεν έδωσε ευθεία απάντηση στο επιχείρημα αυτό.
113. Εξάλλου, στο μέτρο που η AEP προέβαλε το εν λόγω επιχείρημα για πρώτη φορά κατά το στάδιο της έγγραφης διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, αν οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να προβάλουν για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμό που δεν είχαν προβάλει ενώπιον του Πρωτοδικείου, η διαφορά που θα υποβαλλόταν στην κρίση του Δικαστηρίου θα είχε περιεχόμενο ευρύτερο της διαφοράς που εκδίκασε το Πρωτοδικείο. Όταν έχει ασκηθεί αναίρεση, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται καταρχήν στον έλεγχο της εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτιμήσεως των ισχυρισμών που συζητήθηκαν ενώπιόν του (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑8237, σκέψη 38, καθώς και προαναφερθείσα διάταξη Iride και Iride Energia κατά Επιτροπής, σκέψη 32).
114. Ε πομένως, το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως και, κατ’ επέκταση, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως στο σύνολό του πρέπει να απορριφθούν.
115. Κατά συνέπεια, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
Επί των δικαστικών εξόδων
116. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της AEP και αυτή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Εξάλλου, η Electrabel, έχοντας επίσης ηττηθεί, πρέπει να καταδικαστεί στα δικά της δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:
1) Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.
2) Η AceaElectrabel Produzione SpA φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, και τα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
3) Η Electrabel SA φέρει τα δικαστικά έξοδά της.