ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 12ης Μαΐου 2010 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Πρόσληψη – Γενικός διαγωνισμός – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η αποτυχία υποψηφίου στην προφορική δοκιμασία – Άρνηση της Επιτροπής να απαντήσει σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας»

Στην υπόθεση T‑560/08 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 14ης Οκτωβρίου 2008, F‑74/07, Meierhofer κατά Επιτροπής (που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή),

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον J. Currall και την B. Eggers, επικουρούμενους από τον B. Wägenbaur, δικηγόρο,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι ο

Stefan Meierhofer, κάτοικος Μονάχου (Γερμανία), εκπροσωπούμενος από τον H.‑G. Schiessl, δικηγόρο,

προσφεύγων πρωτοδίκως,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (αναιρετικό τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Jaeger (εισηγητή), Πρόεδρο, A. W. H. Meij και Μ. Βηλαρά, δικαστές,

γραμματέας: B. Pastor, βοηθός γραμματέας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Ιανουαρίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή του αναιρέσεως, δυνάμει του άρθρου 9 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 14ης Οκτωβρίου 2008, F‑74/07, Meierhofer κατά Επιτροπής (που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), περί ακυρώσεως της αποφάσεως της 19ης Ιουνίου 2007 της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού EPSO/AD/26/05 με την οποία διαπιστώθηκε η αποτυχία του προσφεύγοντα πρωτοδίκως στην προφορική δοκιμασία του εν λόγω διαγωνισμού.

 Ιστορικό της διαφοράς και το νομικό πλαίσιο

2        Όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 8 έως 11), ο Stefan Meierhofer, προσφεύγων πρωτοδίκως, γερμανικής ιθαγενείας, έλαβε μέρος στον γενικό διαγωνισμό EPSO/AD/26/05 (στο εξής: διαγωνισμός), η προκήρυξη του οποίου είχε δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 20 Ιουλίου 2005 (ΕΕ C 178 A, σ. 3). Ο S. Meierhofer, αφού πέτυχε στις εξετάσεις προεπιλογής και στις γραπτές δοκιμασίες, προσήλθε στην προφορική δοκιμασία, στις 29 Μαρτίου 2007.

3        Με έγγραφο της 10ης Μαΐου 2007, ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού πληροφόρησε τον S. Meierhofer ότι είχε λάβει 24,5 μονάδες στην προφορική δοκιμασία, μη φθάνοντας τη βάση του 25/50, και ότι, επομένως, δεν μπορούσε να περιληφθεί στον κατάλογο των επιτυχόντων (στο εξής: απόφαση της 10ης Μαΐου 2007).

4        Ο S. Meierhofer, με έγγραφο της 11ης Μαΐου 2007, υπέβαλε αίτηση επανεξετάσεως της αποφάσεως της 10ης Μαΐου 2007, θεωρώντας, με επίκληση των πρακτικών που ο ίδιος συνέταξε μετά την προφορική δοκιμασία, ότι απάντησε σωστά τουλάχιστον στο 80 % των ερωτήσεων που τέθηκαν κατά τη δοκιμασία αυτή. Έτσι, ζήτησε να εξακριβωθεί η βαθμολογία της προφορικής δοκιμασίας του και, επικουρικώς, να εξηγηθούν οι βαθμοί που έλαβε για κάθε μία από τις ερωτήσεις που τέθηκαν κατά τη δοκιμασία αυτή.

5        Με επιστολή της 19ης Ιουνίου 2007, ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού πληροφόρησε τον S. Meierhofer ότι, μετά από επανεξέταση της υποψηφιότητάς του, η εξεταστική επιτροπή δεν έκρινε ότι συνέτρεχε λόγος να τροποποιήσει τα αποτελέσματά της (στο εξής: απόφαση της 19ης Ιουνίου 2007). Επί τη ευκαιρία, διευκρινίστηκε στον S. Meierhofer ότι, αφενός, όσον αφορά τις ειδικές γνώσεις του, ο αριθμός των μη ικανοποιητικών απαντήσεων είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό των ικανοποιητικών απαντήσεων και, αφετέρου, η προφορική δοκιμασία διεξήχθη σύμφωνα με τα κριτήρια της προκήρυξης του διαγωνισμού και ότι, λαμβανομένου υπόψη του κατά το άρθρο 6 του παραρτήματος III του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) απορρήτου των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, δεν ήταν δυνατόν να δοθεί στους υποψηφίους ούτε η βαθμολογική κλίμακα ούτε η αναλυτική βαθμολογία τους στην προφορική δοκιμασία.

6        Η προκήρυξη του διαγωνισμού, υπό τον τίτλο «B. Διεξαγωγή του διαγωνισμού», ορίζει τους ακόλουθους κανόνες σχετικά με την προφορική δοκιμασία και την εγγραφή στον πίνακα επιτυχόντων:

«3. Προφορική εξέταση - Βαθμολόγηση

ε)      Συνέντευξη με την εξεταστική επιτροπή στην κύρια γλώσσα του υποψηφίου, που θα της επιτρέψει να εκτιμήσει την ικανότητα των υποψηφίων να ασκήσουν τα καθήκοντα που αναφέρονται στον τίτλο Α, σημείο Ι. Η συνέντευξη αυτή αφορά ιδίως τις ειδικές γνώσεις στον συγκεκριμένο τομέα και τις γνώσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα θεσμικά όργανα και τις πολιτικές της. Θα εξεταστεί επίσης η γνώση της δεύτερης γλώσσας. Η συνέντευξη αυτή έχει επίσης ως στόχο να αξιολογηθεί η ικανότητα προσαρμογής των υποψηφίων ώστε να μπορούν να εργάζονται στην ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση, σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον.»

7        Εξάλλου, το άρθρο 6 του παραρτήματος III του ΚΥΚ ορίζει:

«Οι εργασίες της εξεταστικής επιτροπής είναι μυστικές.»

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

8        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 3 Ιουλίου 2007, ο S. Meierhofer άσκησε προσφυγή με την οποία ζητεί από το εν λόγω Δικαστήριο να ακυρώσει τόσο την απόφαση της 10ης Μαΐου 2007 όσο και την απόφαση της 19ης Ιουνίου 2007, καθώς και να απευθύνει ορισμένες διαταγές προς την Επιτροπή.

9        Στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, που αποφασίστηκαν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 55 του Κανονισμού Διαδικασίας του, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κάλεσε την Επιτροπή, με την προκαταρκτική έκθεση ακροατηρίου που απεστάλη στους διαδίκους στις 7 Φεβρουαρίου 2008, να καταθέσει πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση:

«α)      τη βαθμολογική κλίμακα και την αναλυτική βαθμολογία της προφορικής δοκιμασίας [...] του προσφεύγοντος, τις οποίες επικαλείται η απόφαση της 19ης Ιουνίου 2007 με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του περί επανεξετάσεως,

β)      κάθε άλλο στοιχείο σχετικό με την αξιολόγηση της επιδόσεως του προσφεύγοντος κατά την προφορική δοκιμασία,

γ)      μη ονομαστικό πίνακα βαθμολογίας των λοιπών υποψηφίων που κατά την προφορική δοκιμασία έλαβαν βαθμό κάτω από τη βάση,

δ)      τους υπολογισμούς που οδήγησαν στη συγκεκριμένη βαθμολογία του προσφεύγοντος κατά την προφορική δοκιμασία με βαθμό 24,5/50.»

10      Στην ίδια προκαταρκτική έκθεση ακροατηρίου διευκρινιζόταν ότι η γνωστοποίηση προς τον S. Meierhofer των ανωτέρω στοιχείων θα γίνει στο μέτρο που μπορεί να συμβιβαστεί με την αρχή του απορρήτου των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής και/ή μετά από παράλειψη, εφόσον παρίσταται ανάγκη, ορισμένων ενδείξεων, η δημοσιοποίηση των οποίων θα προσέκρουε στην εν λόγω αρχή.

11      Η Επιτροπή, απαντώντας, όσον αφορά τα εν λόγω μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, με επιστολή που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 18 Φεβρουαρίου 2008, διαβίβασε, όπως απαιτούσε με το στοιχείο γ΄ η προκαταρκτική έκθεση ακροατηρίου, μη ονομαστικό κατάλογο των κάτω από τη βάση βαθμών των υποψηφίων που απέτυχαν στην προφορική δοκιμασία. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν προσκόμισε τα στοιχεία που η εν λόγω έκθεση αναφέρει υπό τα στοιχεία α΄, β΄ και δ΄, προβάλλοντας κατ’ ουσίαν ότι, ελλείψει αποδείξεως της παραβάσεως των κανόνων που διέπουν τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής, μόνον ο σχετικός με την υποχρέωση αιτιολογήσεως ισχυρισμός δεν δικαιολογεί, λαμβανομένου υπόψη του απορρήτου των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, την προσκόμιση των λοιπών στοιχείων και εγγράφων που ζητήθηκαν.

12      Στη σκέψη 16 στο τέλος της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διατύπωσε την εξής παρατήρηση:

«Η Επιτροπή παρατήρησε άλλωστε ότι δεν έχει υποχρέωση να προσκομίσει τέτοια στοιχεία και έγγραφα, τα οποία το Δικαστήριο [Δημόσιας Διοίκησης] ζητεί μέσω μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, όπως εν προκειμένω, ή ακόμη μέσω διεξαγωγής αποδείξεων.»

13      Ο S. Meierhofer κατέθεσε, στις 20 Μαρτίου 2008, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης παρατηρήσεις επί των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που είχαν ως αποδέκτη την Επιτροπή και, ιδίως, επί της μη συμμορφώσεώς της με τα εν λόγω μέτρα.

14      Με έγγραφο της 19ης Μαΐου 2008, η Επιτροπή απάντησε στις παρατηρήσεις αυτές, αντίγραφο των οποίων έλαβε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 23ης Απριλίου 2008.

15      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπίστωσε, πρώτον, ότι η προσφυγή πρέπει να θεωρηθεί ότι στρέφεται μόνον κατά της από 19 Ιουνίου 2007 αποφάσεως, διότι, όταν ο υποψήφιος ενός διαγωνισμού ζητεί την επανεξέταση αποφάσεως εξεταστικής επιτροπής, η απόφαση που συνιστά γι’ αυτόν τη βλαπτική πράξη είναι εκείνη που λαμβάνει η εξεταστική επιτροπή μετά την επανεξέταση της καταστάσεως του υποψηφίου (σκέψεις 19 και 20 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Στη συνέχεια, αφού εξέτασε και δέχθηκε τον πρώτο λόγο αναιρέσεως του S. Meierhofer, αντλούμενο από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως (σκέψεις 30 έως 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ακύρωσε την απόφαση της 19ης Ιουνίου 2007 και καταδίκασε την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα απορρίπτοντας τα άλλα αιτήματα του S. Meierhofer με το σκεπτικό ότι ο δικαστής είναι προδήλως αναρμόδιος να απευθύνει διαταγές στα θεσμικά όργανα.

16      Στο πλαίσιο της εξετάσεως της υπό κρίση αναιρέσεως, πρέπει, πρώτον, να τονιστεί ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπενθύμισε ότι κάθε ατομική απόφαση που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογήν του ΚΥΚ και είναι βλαπτική πρέπει να είναι αιτιολογημένη και ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον δικαστή τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του επί της νομιμότητας της αποφάσεως και, αφετέρου, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο τις απαραίτητες ενδείξεις ώστε να γνωρίζει αν η απόφαση είναι βάσιμη ή όχι και να μπορέσει να αξιολογήσει τη σκοπιμότητα ασκήσεως προσφυγής. Πρόσθεσε, ωστόσο, παραπέμποντας στην απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 1996, C-254/95 P, Κοινοβούλιο κατά Innamorati (Συλλογή 1996, σ. I‑3423, σκέψεις 24 έως 28), ότι, όσον αφορά τις αποφάσεις εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού, η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να συμβιβάζεται με την τήρηση του απορρήτου το οποίο κατά το άρθρο 6 του παραρτήματος III του ΚΥΚ περιβάλλει τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής, απορρήτου που θεσμοθετήθηκε για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των εξεταστικών επιτροπών των διαγωνισμών και της αντικειμενικότητας των εργασιών τους. Έτσι, η τήρηση του απορρήτου αυτού αντιτίθεται στη δημοσιοποίηση τόσο της στάσεως των επιμέρους μελών των εξεταστικών επιτροπών όσο και όλων των στοιχείων που έχουν σχέση με εκτιμήσεις προσωπικού ή συγκριτικού χαρακτήρα σχετικά με τους υποψηφίους και ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων της εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού πρέπει να συνδέεται με τη φύση των σχετικών εργασιών, οι οποίες, στο στάδιο της εξετάσεως των ικανοτήτων των υποψηφίων, έχουν κυρίως συγκριτικό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, καλύπτονται από το απόρρητο που είναι σύμφυτο με τις εργασίες αυτές (σκέψεις 30 και 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

17      Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπογράμμισε ότι, κατά τη νομολογία, «η γνωστοποίηση των βαθμών που ελήφθησαν στις διάφορες δοκιμασίες» συνιστά επαρκή αιτιολογία των αποφάσεων της εξεταστικής επιτροπής (προαναφερθείσα απόφαση Κοινοβούλιο κατά Innamorati, σκέψη 16 ανωτέρω, σκέψη 31· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 21ης Μαΐου 1996, T‑153/95, Kaps κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑233 και II‑663, σκέψη 81· της 2ας Μαΐου 2001, T‑167/99 και T‑174/99, Giulietti κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑93 και II‑441, σκέψη 81· της 23ης Ιανουαρίου 2003, T‑53/00, Angioli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑13 και II‑73, σκέψη 69, και της 31ης Μαΐου 2005, T‑294/03, Gibault κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑141 και II‑635, σκέψη 39) (σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

18      Δεύτερον, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διευκρίνισε το περιεχόμενο της σχετικής νομολογίας (σκέψη 34 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

19      Περαιτέρω, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παρέπεμψε στη νομολογία σχετικά με την αποτυχία στο γραπτό στάδιο ενός διαγωνισμού, βάσει της οποίας ο υποψήφιος λαμβάνει στην πράξη επαρκείς εξηγήσεις σχετικά με την αποτυχία του, αν λάβει γνώση όχι μόνον των διαφόρων επιμέρους βαθμών, αλλά και της αιτιολογίας του επιμέρους βαθμού κάτω από τη βάση ο οποίος είχε ως συνέπεια τον αποκλεισμό του από τη συνέχεια του διαγωνισμού, καθώς και άλλα στοιχεία (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 25ης Ιουνίου 2003, T‑72/01, Pyres κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑169 και II‑861, σκέψη 70, της 17ης Σεπτεμβρίου 2003, T‑233/02, Αλεξανδράτος και Παναγιώτου κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑201 και II‑989, σκέψη 31, και της 14ης Ιουλίου 2005, T‑371/03, Le Voci κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑209 και II‑957, σκέψεις 115 έως 117· αποφάσεις του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 13ης Δεκεμβρίου 2007, Van Neyghem κατά Επιτροπής, F‑73/06, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 72, 79 και 80, και της 4ης Σεπτεμβρίου 2008, Dragoman κατά Επιτροπής, F‑147/06, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 21, 82 και 83) (σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

20      Συναφώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης προέβαλε το γεγονός ότι, μολονότι οι διορθωτές των γραπτών δοκιμασιών μπορούν να είναι άγνωστοι στους ενδιαφερομένους, και έτσι προστατεύονται από τις παρεμβάσεις και πιέσεις στις οποίες αναφέρεται η απόφαση Κοινοβούλιο κατά Innamorati, σκέψη 16 ανωτέρω, αντιθέτως προς τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής ενώπιον των οποίων διεξάγεται το προφορικό στάδιο, το γεγονός αυτό δεν δικαιολογεί αντικειμενικά την ύπαρξη σημαντικών διαφορών μεταξύ των επιταγών αιτιολογήσεως σε περίπτωση αποτυχίας κατά το γραπτό στάδιο, όπως οι επιταγές αυτές απορρέουν από τη νομολογία που υπενθυμίζεται στη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, και εκείνων που η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ισχύουν σε περίπτωση αποτυχίας στην προφορική δοκιμασία, οι οποίες, ιδίως δε εν προκειμένω, συνίστανται κατά την Επιτροπή στο να γνωστοποιηθεί στον προσφεύγοντα μόνον ο επιμέρους κάτω από τη βάση βαθμός του.

21      Τρίτον, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παρατήρησε ότι, έστω κι αν η στάθμιση μεταξύ, αφενός, της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και, αφετέρου, της τηρήσεως της αρχής του απορρήτου των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, και ειδικότερα όσον αφορά το ζήτημα αν η εν λόγω υποχρέωση τηρείται με τη γνωστοποίηση στον αποτυχόντα υποψήφιο κατά το προφορικό στάδιο μόνον ενός επιμέρους βαθμού κάτω από τη βάση, κλίνει συνήθως υπέρ της αρχής του απορρήτου των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, τα πράγματα μπορεί να έχουν διαφορετικά όταν πρόκειται για ιδιαίτερες περιστάσεις, και τούτο κατά μείζονα λόγο διότι στην πρόσφατη νομολογία επί του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), διαφαίνεται μία εξέλιξη υπέρ της διαφάνειας (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C‑64/05 P, Σουηδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑11389, και της 1ης Ιουλίου 2008, C‑39/05 P και C‑52/05 P, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2008, σ. I-4723) (σκέψη 40 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

22      Τέταρτον, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εξήγησε τους διάφορους λόγους για τους οποίους η συγκεκριμένη υπόθεση έπρεπε να θεωρηθεί ότι παρουσιάζει ιδιαίτερες περιστάσεις υπό την έννοια της σκέψεως 21 ανωτέρω (σκέψεις 42 έως 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

23      Πέμπτον, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης συνήγαγε τις συνέπειες από την ύπαρξη αυτών των ιδιαίτερων περιστάσεων και έκρινε ότι, μολονότι η γνωστοποίηση στον προσφεύγοντα του επιμέρους βαθμού κάτω από τη βάση που έλαβε κατά την προφορική δοκιμασία, δηλαδή του βαθμού 24,5/50, ήταν κάτι παραπάνω από μια απλή αρχή αιτιολογίας, σχετικά με την οποία, κατά τη νομολογία (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Νοεμβρίου 1997, T‑71/96, Berlingieri Vinzek κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑339 και II‑921, σκέψη 79), μπορούσαν να δοθούν συμπληρωματικές διευκρινίσεις κατά τη διάρκεια της δίκης, αντιθέτως, απλώς και μόνον ο βαθμός αυτός δεν αρκούσε, υπό τις συνθήκες της παρούσας υποθέσεως, για να τηρηθεί πλήρως η υποχρέωση αιτιολογήσεως. Επομένως, η άρνηση της Επιτροπής να δώσει οποιαδήποτε συμπληρωματική πληροφορία συνεπάγεται, κατά το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, ότι δεν τηρήθηκε η υποχρέωση αυτή (σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

24      Συναφώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, καίτοι δέχθηκε ότι δεν είναι έργο του να καθορίσει τα πληροφοριακά στοιχεία που η Επιτροπή οφείλει να γνωστοποιήσει στον ενδιαφερόμενο για να τηρήσει την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως, εντούτοις παρατήρησε ιδίως ότι ορισμένες συμπληρωματικές ενδείξεις, όπως οι ενδιάμεσοι βαθμοί για κάθε ένα από τα κριτήρια αξιολογήσεως που καθόρισε η προκήρυξη του διαγωνισμού και τα δελτία αξιολογήσεως με απόκρυψη των στοιχείων που καλύπτονται από το απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, θα μπορούσαν να διαβιβαστούν στον S. Meierhofer χωρίς να δημοσιοποιηθούν η στάση των επιμέρους μελών της εξεταστικής επιτροπής ή στοιχεία που έχουν σχέση με εκτιμήσεις προσωπικού ή συγκριτικού χαρακτήρα σχετικά με τους υποψηφίους (σκέψεις 50 και 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

25      Στη συνέχεια, διαπίστωσε ότι η άρνηση της Επιτροπής να γνωστοποιήσει, έστω και μόνο στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία είχε ως συνέπεια να μην του παρασχεθεί η δυνατότητα να ασκήσει πλήρως τον έλεγχό του (σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

26      Εξάλλου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπογράμμισε ότι το να ακολουθηθεί η συλλογιστική της Επιτροπής, κατά την οποία στοιχεία, όπως αυτά που αναφέρονται στη σκέψη 25 ανωτέρω, είναι άνευ σημασίας, θα κατέληγε επιπλέον στο να αφαιρεθεί από τον δικαστή της Ένωσης κάθε δυνατότητα ελέγχου της βαθμολογίας του προφορικού σταδίου. Πάντως, κατά το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, μολονότι τούτο όντως δεν δύναται να υποκαταστήσει τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής στις εκτιμήσεις τους, πρέπει όμως να είναι σε θέση να εξακριβώσει, λαμβανομένης υπόψη της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ότι τα μέλη αυτά βαθμολόγησαν τον προσφεύγοντα βάσει των κριτηρίων αξιολογήσεως που αναφέρει η προκήρυξη του διαγωνισμού και ότι δεν σημειώθηκε κανένα λάθος κατά τον υπολογισμό του βαθμού του ενδιαφερομένου· ομοίως, πρέπει να είναι σε θέση να ασκήσει στενό έλεγχο επί της σχέσεως μεταξύ των εκτιμήσεων των μελών της εξεταστικής επιτροπής και των βαθμών που έδωσαν (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Ιουνίου 1987, 40/86, Κολιβάς κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 2643, σκέψη 11· αποφάσεις του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης Van Neyghem κατά Επιτροπής, σκέψη 19 ανωτέρω, σκέψη 86, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, F‑127/07, Coto Moreno κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 34 και 36). Προς τούτο, πρέπει να προχωρεί στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας που θεωρεί κατάλληλα, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της υποθέσεως, διευκρινίζοντας εν ανάγκη στο καθού θεσμικό όργανο ότι οι απαντήσεις θα διαβιβαστούν στον ενδιαφερόμενο μόνο στο μέτρο που τούτο θα είναι συμβατό με την αρχή του απορρήτου των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής (σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

27      Έκτον και τελευταίο, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έλαβε γνώση για την άρνηση της Επιτροπής να προσκομίσει τα πληροφοριακά στοιχεία που αυτό ζήτησε στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας και, κρίνοντας ότι οι λόγοι που προέβαλε η Επιτροπή για να δικαιολογήσει την άρνηση αυτή δεν ήσαν πειστικοί, κατέληξε ότι η απόφαση της 19ης Ιουνίου 2007 έπρεπε να ακυρωθεί λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως (σκέψεις 53 έως 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

28      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 19 Δεκεμβρίου 2008, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως.

29      Μετά την κατάθεση, στις 17 Μαρτίου 2009, από τον S. Meierhofer υπομνήματος αντικρούσεως, η Επιτροπή, με έγγραφο της 6ης Απριλίου 2009, ζήτησε να της επιτραπεί να υποβάλει υπόμνημα απαντήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 143, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

30      Ο πρόεδρος του τμήματος αναιρέσεων του Πρωτοδικείου δέχθηκε το αίτημα αυτό με απόφαση της 15ης Απριλίου 2009 και πραγματοποιήθηκε δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων, δεδομένου ότι η έγγραφη διαδικασία είχε περατωθεί στις 20 Ιουλίου 2009.

31      Με έγγραφο της 18ης Αυγούστου 2009, η Επιτροπή υπέβαλε αιτιολογημένο αίτημα, βάσει του άρθρου 146 του Κανονισμού Διαδικασίας, προκειμένου να της επιτραπεί να ακουσθεί κατά το προφορικό στάδιο της διαδικασίας.

32      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τμήμα αναιρέσεων) δέχθηκε το αίτημα αυτό και προχώρησε στην προφορική διαδικασία.

33      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 13ης Ιανουαρίου 2010.

34      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει κάθε διάδικο στα δικαστικά έξοδά του.

35      Ο S. Meierhofer ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα όλων των διαδίκων στο πλαίσιο της διαδικασίας και των δύο βαθμών.

36      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο S. Meierhofer παραιτήθηκε από την ένσταση απαραδέκτου λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, και η παραίτησή του σημειώθηκε στα πρακτικά.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

37      Εισαγωγικά, και μολονότι ο S. Meierhofer δεν ισχυρίζεται πλέον ότι η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε εκπροθέσμως, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι προθεσμίες προσφυγής είναι δημοσίας τάξεως και δεν εξαρτώνται από τη βούληση των διαδίκων και του δικαστή, δεδομένου ότι έχουν θεσπιστεί για να εξασφαλίζουν τη σαφήνεια και τη βεβαιότητα των εννόμων καταστάσεων. Επομένως, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, αν η προσφυγή ασκήθηκε πράγματι εντός της ταχθείσας προθεσμίας (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Ιανουαρίου 2004, T‑142/01 και T‑283/01, OPTUC κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑329, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38      Η δίμηνη προθεσμία για την άσκηση από την Επιτροπή αιτήσεως αναιρέσεως κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως άρχισε να τρέχει από τη λήψη της στις 16 Οκτωβρίου 2008. Συνυπολογιζομένης, σύμφωνα με το άρθρο 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, της παρεκτάσεώς της λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες, έληξε επομένως το μεσονύκτιο της 26ης Δεκεμβρίου 2008. Επιβάλλεται επομένως η διαπίστωση ότι η αίτηση αναιρέσεως, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 19 Δεκεμβρίου 2008, ασκήθηκε εμπροθέσμως.

39      Εξάλλου, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ο S. Meierhofer προβάλλει το απαράδεκτο της αιτήσεως αναιρέσεως για τον λόγο ότι η Επιτροπή δεν είχε πλέον έννομο συμφέρον, δεδομένου ότι το εν λόγω όργανο είχε ήδη εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που του επέβαλε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση με την κοινοποίηση προς τον S. Meierhofer των ενδιάμεσων βαθμών της προφορικής δοκιμασίας.

40      Η Επιτροπή, με το υπόμνημα απαντήσεώς της, αμφισβητεί την ένσταση αυτή στηριζόμενη στην υποχρέωση εκτελέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που απορρέει από το άρθρο 233 ΕΚ, καθώς και στο γεγονός ότι το άρθρο 9, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου δεν εξαρτά τη δυνατότητα ενός κοινοτικού οργάνου να ασκήσει αναίρεση από την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος.

41      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι, κατά την πάγια νομολογία περί των αναιρέσεων που ασκούνται από όργανο το οποίο ήταν καθού πρωτοδίκως κατά αποφάσεως η οποία δέχθηκε τα αιτήματα υπαλλήλου, το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως εξαρτάται από την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, το οποίο προϋποθέτει ότι η αναίρεση μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2000, C‑174/99 P, Κοινοβούλιο κατά Richard, Συλλογή 2000, σ. I‑6189, σκέψη 33, και της 3ης Απριλίου 2003, C‑277/01 P, Κοινοβούλιο κατά Samper, Συλλογή 2003, σ. I‑3019, σκέψη 28).

42      Έτσι, η Επιτροπή εσφαλμένως επικαλείται τη νομολογία κατά την οποία, δυνάμει του άρθρου 56, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, αφενός, τα όργανα της Ένωσης δεν υποχρεούνται να θεμελιώνουν έννομο συμφέρον για να μπορούν ν’ ασκήσουν αναίρεση κατ’ αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου και, αφετέρου, δεν εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να ελέγχει την επιλογή που πραγματοποιούν σχετικώς τα εν λόγω όργανα. Συγκεκριμένα, η ίδια αυτή νομολογία υπενθυμίζει σαφώς ότι η εν λόγω διάταξη του Οργανισμού του Δικαστηρίου δεν έχει εφαρμογή στις διαφορές μεταξύ της Κοινότητας και του λοιπού προσωπικού της (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I‑4125, σκέψεις 171 και 172).

43      Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή σαφώς και έχει έννομο συμφέρον.

44      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ακύρωσε την απόφαση της 19ης Ιουνίου 2007, λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως (βλ. σκέψη 27 ανωτέρω). Κατά συνέπεια, για να συμμορφωθεί με την απόφαση αυτή και να την εκτελέσει πλήρως, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να εκδώσει νέα απόφαση, να συμπεριλάβει ή να αποκλείσει τον S. Meierhofer από τον πίνακα επιτυχόντων του διαγωνισμού. Η νέα αυτή απόφαση θα αντικαθιστούσε την απόφαση της 19ης Ιουνίου 2007, που ακυρώθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. 

45      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν εξέδωσε μια τέτοια απόφαση. Είναι αληθές ότι, μετά τη λήψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, γνωστοποίησε στον S. Meierhofer τους ενδιάμεσους βαθμούς που είχε λάβει κατά την προφορική δοκιμασία. Ωστόσο, η επιστολή που γνωστοποιούσε τους εν λόγω βαθμούς δεν περιέχει καμία τυπική απόφαση περί συμπεριλήψεως ή αποκλεισμού του ενδιαφερομένου από τον πίνακα επιτυχόντων. Επομένως, σε περίπτωση μη εξαφανίσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή πρέπει να εκδώσει μία τέτοια νέα απόφαση, την οποία θα μπορεί, ενδεχομένως, ο S. Meierhofer να προσβάλει με νέα προσφυγή. Αντιθέτως, αν η αίτηση αναιρέσεως κριθεί βάσιμη και εξαφανιστεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η απόφαση της 19ης Ιουνίου 2007 θα ανακτήσει όλα τα αποτελέσματά της και πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο νέας εξέτασης, υπό το φως των λόγων αναιρέσεως της προσφυγής του S. Meierhofer.

46      Βεβαίως, δεδομένου ότι η γνωστοποίηση των ενδιάμεσων βαθμών είναι μη αντιστρέψιμη, δεν είναι απαραίτητο, στη δεύτερη περίπτωση της σκέψεως 45 ανωτέρω, να εξεταστεί αν πρέπει να διαταχθεί διεξαγωγή αποδείξεων για την προσκόμιση των εν λόγω βαθμών. Ωστόσο, τούτο θα είχε ως συνέπεια να καταστήσει, ενδεχομένως, άνευ αντικειμένου τον λόγο αναιρέσεως που βασίζεται στην παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, τον οποίο προέβαλε ο S. Meierhofer με την προσφυγή του επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Αντιθέτως, οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως που προέβαλε με την ίδια προσφυγή αλλά δεν εξετάστηκαν από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, θα πρέπει να εξεταστούν στην περίπτωση αυτή.

47      Εξάλλου, η εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως θα ωφελήσει, εν πάση περιπτώσει, την Επιτροπή, στον βαθμό που, εάν τελικώς απορριφθεί η προσφυγή πρωτοδίκως, θα προστατευθεί οριστικά από κάθε αίτημα αποζημιώσεως του S. Meierhofer λόγω ζημίας που θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι υπέστη από την απόφαση της 19ης Ιουνίου 2007 (βλ., συναφώς, αποφάσεις Κοινοβούλιο κατά Richard, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 34, και Κοινοβούλιο κατά Samper, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 31).

48      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε ο S. Meierhofer πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της ουσίας

49      Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει κατ’ ουσίαν τρεις λόγους αναιρέσεως, που αντλούνται, ο πρώτος, από παράβαση σχετική με το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ο δεύτερος, από μη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης του ελέγχου των εκτιμήσεων των μελών της εξεταστικής επιτροπής και, ο τρίτος, από παράβαση ορισμένων διαδικαστικών κανόνων στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που ελήφθησαν πρωτοδίκως και στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των αποδείξεων.

50      Πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

51      Η Επιτροπή προβάλλει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εσφαλμένως έκρινε ότι είχε αρνηθεί, γενικώς, να προσκομίσει τα έγγραφα που της ζητήθηκαν. Αντιθέτως, περιορίστηκε, αφενός, στο να επιβεβαιώσει ότι τα έγγραφα αυτά ήταν αλυσιτελή για τους σκοπούς της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και, αφετέρου, στο να τονίσει ότι τα έγγραφα αυτά είχαν ιδιαίτερα ευαίσθητο χαρακτήρα. Έτσι, τόσο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση όσο και με τις παρατηρήσεις της τής 19ης Μαΐου 2008, ζήτησε από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να απαιτήσει την προσκόμιση των εν λόγω εγγράφων διατάσσοντας αποδείξεις με την έκδοση διατάξεως αντί του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας που έλαβε δυνάμει του άρθρου 55 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

52      Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, μολονότι ο Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, αντιθέτως από εκείνον του Γενικού Δικαστηρίου, δεν προβλέπει τη δυνατότητα, στο πλαίσιο διεξαγωγής αποδείξεων, διαταγής προς τους διαδίκους περί προσκομίσεως εγγράφων, το άρθρο 24 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που έχει εφαρμογή στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, του παρέχει τη δυνατότητα να εκδώσει μία τέτοια διάταξη, δεδομένου ότι το εν λόγω άρθρο προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι ο δικαστής της Ένωσης δύναται να ζητεί από τους διαδίκους να προσκομίζουν κάθε έγγραφο και να παρέχουν κάθε πληροφορία που επιθυμεί.

53      Εξάλλου, η Επιτροπή προσθέτει ότι ο Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προβλέπει, στο άρθρό του 44, παράγραφος 2, ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μπορεί, εν προκειμένω, να εκδώσει διάταξη, προς άρση των ανησυχιών που απορρέουν από τον ευαίσθητο χαρακτήρα των εγγράφων που ζητούνται. Η Επιτροπή παραδέχθηκε πάντως, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι δεν επικαλέσθηκε ρητώς την εν λόγω διάταξη ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

54      Πρώτον, ο S. Meierhofer απαντά ότι η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί να στηρίζεται μόνο σε λόγους που αντλούνται από διαδικαστικές πλημμέλειες στις οποίες υπέπεσε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και οι οποίες θίγουν τα συμφέροντα του οικείου διαδίκου.

55      Πάντως, ανεξαρτήτως του αν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έχει ή όχι τη δυνατότητα να διατάξει αποδεικτικό μέσο όπως αυτό που ζήτησε η Επιτροπή, η απουσία του μέσου αυτού ουδόλως έθιξε τα συμφέροντα της Επιτροπής, διότι το αποδεικτικό αυτό μέσο και η εφαρμογή του θα είχε ως αποτέλεσμα στην καλύτερη περίπτωση να πείσει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ότι η απόδοση του S. Meierhofer στην προφορική δοκιμασία είχε εκτιμηθεί ορθώς. Ωστόσο, η προσκόμιση των εγγράφων που ζητήθηκαν ουδόλως θα μετέβαλε το γεγονός ότι η απόφαση της 19ης Ιουνίου 2007 δεν αιτιολόγησε επαρκώς το γιατί ο S. Meierhofer δεν είχε εγγραφεί στον πίνακα επιτυχόντων του διαγωνισμού.

56      Δεύτερον, κατά τον S. Meierhofer, ενδεχόμενη δικονομική πλημμέλεια εκ μέρους του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δεν θα είχε καμία επίπτωση, διότι η Επιτροπή, οχυρούμενη πίσω από την υποχρέωση εχεμύθειας του άρθρου 6 του Παραρτήματος III του ΚΥΚ, δεν θα προσκόμιζε τα έγγραφα που ζητήθηκαν.

57      Τρίτον, ο S. Meierhofer προβάλλει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν υποχρεούται να λάβει μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας ή να διατάξει αποδεικτικό μέσο, δεδομένου ότι το άρθρο 55, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του προβλέπει απλώς ότι «δύναται» να διατάξει μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας και το άρθρο 58, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού ορίζει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφασίζει για τα αποδεικτικά μέσα. Εξάλλου, απαντώντας σε πολλές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, ο S. Meierhofer διευκρίνισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι κατά τη γνώμη του τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας και τα αποδεικτικά μέσα έχουν τον ίδιο σκοπό, δηλαδή να παράσχουν στον δικαστή τη δυνατότητα να έχει στη διάθεσή του όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη διεκπεραίωση μιας υποθέσεως. Ως εκ τούτου, η μορφή τους δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.

58      Τέλος, το άρθρο 44, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δεν παρέχει κανένα δικαίωμα στους διαδίκους, καθόσον περιορίζεται απλώς στο να απαγορεύσει στο Δικαστήριο να γνωστοποιήσει σε διάδικο ορισμένα από τα έγγραφα που ο αντίδικος θεωρεί εμπιστευτικά πριν αυτό αποφανθεί επί του εμπιστευτικού χαρακτήρα των εν λόγω εγγράφων.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

59      Πρώτον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, όπως τονίστηκε στη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η απόφαση της 19ης Ιουνίου 2007 δεν πάσχει από πλήρη έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον κοινοποιήθηκε στον S. Meierhofer ο συνολικός, κάτω από τη βάση, βαθμός που έλαβε, αλλά από ανεπαρκή αιτιολογία. Επομένως, μπορούσαν να δοθούν συμπληρωματικές διευκρινίσεις κατά τη διάρκεια της δίκης και να καταστήσουν άνευ αντικειμένου τον λόγο που στηρίζεται στην έλλειψη αιτιολογίας, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι η Επιτροπή δεν είχε τη δυνατότητα να αντικαταστήσει με εντελώς νέα αιτιολογία την αρχική αιτιολογία (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης Berlingieri Vinzek κατά Επιτροπής, σκέψη 23 ανωτέρω, σκέψη 79, και της 28ης Απριλίου 2004, T‑277/02, Pascall κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑137 και II‑621, σκέψη 31).

60      Δεύτερον, είναι αληθές ότι στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δεν περιλαμβάνεται στοιχείο όσον αφορά τη συμπεριφορά που θα είχε η Επιτροπή αν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είχε διατάξει ως αποδεικτικό μέσο την προσκόμιση των επίμαχων εγγράφων. Έτσι, το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει τη δυνατότητα να εξακριβώσει τη φύση των ισχυρισμών που προέβαλε η Επιτροπή επί του θέματος αυτού κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Ωστόσο, από τις σκέψεις 20 έως 23 των παρατηρήσεων της Επιτροπής της 19ης Μαΐου 2008 προκύπτει σαφώς ότι η άρνησή της να προσκομίσει τα επίμαχα έγγραφα, λαμβανομένου υπόψη του ευαίσθητου χαρακτήρα τους, αφορά μόνον τη στάση της ως προς τα μέτρα που όντως έλαβε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, δηλαδή τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, χωρίς ωστόσο να μπορεί να προβλεφθεί η στάση που θα είχε τηρήσει εάν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είχε διατάξει την προσκόμιση στο πλαίσιο της διεξαγωγής αποδείξεων.

61      Τρίτον, πρέπει να τονιστεί ότι εναπόκειται στον δικαστή, και όχι στους διαδίκους, να εκτιμήσει τη σκοπιμότητα λήψεως μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας ή της διεξαγωγής αποδείξεων, οι δε διάδικοι μπορούν, ενδεχομένως, να αμφισβητήσουν την επιλογή του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως.

62      Η συλλογιστική αυτή δεν αναιρείται από την απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Οκτωβρίου 1994, T‑34/92, Fiatagri και New Holland Ford κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. II‑905), την οποία επικαλείται η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, είναι αληθές ότι, στη σκέψη 27 της εν λόγω αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν την παραμικρή ένδειξη που θα ήταν ικανή να κλονίσει το τεκμήριο της εγκυρότητας που χαρακτηρίζει τις πράξεις των θεσμικών οργάνων, δεν εναπόκειται σ’ αυτό να διατάξει την αιτηθείσα διεξαγωγή αποδείξεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ωστόσο, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε επί της σκοπιμότητας να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων που ζήτησαν οι προσφεύγουσες. Έτσι, η απόφαση αυτή επιβεβαιώνει, εμμέσως αλλά αναγκαστικά, ότι στον δικαστή εναπόκειται, και όχι στους διαδίκους, να εκτιμήσει αν είναι αναγκαίο να διαταχθεί διεξαγωγή αποδείξεων για τους σκοπούς της εκδοθησομένης αποφάσεως, γεγονός που η Επιτροπή αρνείται εν προκειμένω. Ωστόσο, μολονότι αληθεύει ότι οι διάδικοι δεν μπορούν να ζητήσουν από τον δικαστή της Ένωσης να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων, παρ’ όλ’ αυτά ο δικαστής δεν μπορεί να εξαγάγει συμπεράσματα από την απουσία, από τη δικογραφία, ορισμένων στοιχείων όσο δεν έχει εξαντλήσει τα μέσα που προβλέπει ο Κανονισμός Διαδικασίας για να επιτύχει την προσκόμισή τους από τον οικείο διάδικο.

63      Τέταρτον, διαπιστώνεται ότι, όπως υπενθύμισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο της προσφυγής είχε κατατεθεί πριν την 1η Νοεμβρίου 2007, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης κατά το άρθρο 121 του κανονισμού αυτού. Ωστόσο, δεδομένου ότι η εξέταση του φακέλου άρχισε με την αποστολή στους διαδίκους, στις 7 Φεβρουαρίου 2008, της προκαταρκτικής έκθεσης ακροατηρίου, δεν αμφισβητείται ότι η υπόθεση διεξήχθη καθ’ ολοκληρία ενόσω ίσχυε ο εν λόγω Κανονισμός Διαδικασίας. Επομένως, πρέπει να υπενθυμιστούν, συνοπτικώς, οι διαφορές μεταξύ του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας και τη διεξαγωγή αποδείξεων.

64      Ένα από κριτήρια που θέτει ο Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης για τη διάκριση μεταξύ των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας και της διεξαγωγής αποδείξεων βασίζεται στο γεγονός ότι τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας (που προβλέπονται στα άρθρα 55 και 56 του εν λόγω Κανονισμού) απευθύνονται πάντοτε προς τους διαδίκους, ενώ η διεξαγωγή αποδείξεων (που προβλέπεται στα άρθρα 57 και 58 του εν λόγω Κανονισμού) μπορεί επίσης να απευθύνεται προς τρίτους. Πρόκειται για κριτήριο διαφορετικό από εκείνο που ορίσθηκε από τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, κατά την οποία σκοπός των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας (που προβλέπονται στο άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας) είναι να εξασφαλίζουν την ομαλή εξέλιξη της έγγραφης ή προφορικής διαδικασίας και να διευκολύνουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων, καθώς και να καθορίζουν τα σημεία στα οποία οι διάδικοι οφείλουν να συμπληρώσουν την επιχειρηματολογία τους ή τα οποία απαιτούν τη διεξαγωγή αποδείξεων, ενώ τα αποδεικτικά μέσα (που προβλέπονται στα άρθρα 65 έως 67 του Κανονισμού Διαδικασίας) αποσκοπούν στη διαπίστωση της αλήθειας των πραγματικών ισχυρισμών που προβάλλει ο διάδικος προς στήριξη των λόγων που επικαλείται (απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Ιανουαρίου 2005, T‑141/01, Entorn κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑95, σκέψεις 129 και 130).

65      Εξάλλου, όσον αφορά το τυπικό μέρος των μέτρων, το άρθρο 56 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης διευκρινίζει ότι οι διάδικοι λαμβάνουν γνώση των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας με φροντίδα του γραμματέα. Σύμφωνα με το άρθρο 58, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, το ίδιο ισχύει για τη διεξαγωγή αποδείξεων, εκτός από τις περιπτώσεις της εξέτασης μαρτύρων, της πραγματογνωμοσύνης και της αυτοψίας, που διατάσσονται με διάταξη.

66      Κατά συνέπεια το τρίτο κεφάλαιο του δεύτερου τίτλου του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, αντιθέτως προς το τρίτο κεφάλαιο του δεύτερου τίτλου του Γενικού Δικαστηρίου, δεν περιέχει ρητή νομική βάση που να παρέχει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να εκδώσει διάταξη για να υποχρεώσει τους διαδίκους να προσκομίσουν έγγραφα στο πλαίσιο της διεξαγωγής αποδείξεων.

67      Χωρίς να απαιτείται να κριθεί το κατά πόσον υφίσταται η δυνατότητα έκδοσης μιας τέτοιας διατάξεως για το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δυνάμει του άρθρου 24 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η δυνατότητα αυτή προβλέπεται, έστω και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, από το άρθρο 44, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, «υπό την επιφύλαξη» του οποίου, εξάλλου, έχει τεθεί το άρθρο 56 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

68      Κατά το άρθρο 44, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης:

«Όταν το Δικαστήριο [Δημόσιας Διοίκησης] καλείται να ελέγξει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα, έναντι ενός ή περισσοτέρων διαδίκων, ενός εγγράφου που ενδέχεται να είναι ουσιώδους σημασίας προκειμένου να ληφθεί απόφαση επί διαφοράς, το έγγραφο αυτό δεν κοινοποιείται στους διαδίκους πριν το πέρας αυτού του ελέγχου. Το Δικαστήριο [Δημόσιας Διοίκησης] μπορεί να ζητήσει την προσκόμιση του εν λόγω εγγράφου με διάταξη.»

69      Παρόμοια διάταξη απαντάται στο άρθρο 67, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, στο οποίο, όμως, δεν γίνεται αναφορά σε ενέργεια που διατάσσεται με έκδοση διάταξης, διότι αυτό θα ήταν περιττό, στον βαθμό που ο εν λόγω Κανονισμός Διαδικασίας προβλέπει, στο άρθρο 66, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ότι τα αποδεικτικά μέσα διατάσσονται με διάταξη.

70      Επομένως, βάσει του άρθρου 44, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαθέτει ένα μέσο για να ενεργήσει σε καταστάσεις, όπως η κρινόμενη, στις οποίες ο ένας διάδικος δεν επιθυμεί να διαβιβαστούν στον αντίδικο εμπιστευτικές πληροφορίες που περιέχονται σε έγγραφα τα οποία κλήθηκε να προσκομίσει, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της κατ’ αντιμωλία συζητήσεως της υποθέσεως.

71      Συγκεκριμένα, το άρθρο αυτό παρέχει τη δυνατότητα να ζητηθεί, με διάταξη, η προσκόμιση εγγράφων που φέρονται ως εμπιστευτικά υποχρεώνοντας ταυτόχρονα το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να ελέγξει αν ο διάδικος που επικαλείται τον εμπιστευτικό χαρακτήρα τους εναντιώνεται βασίμως στη γνωστοποίησή τους προς τον αντίδικο, δεδομένου ότι η τελική απόφαση πρέπει να ληφθεί από τον δικαστή.

72      Επομένως, παρά τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των Κανονισμών Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, εξακολουθεί να υφίσταται η δυνατότητα να ακολουθήσει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης την ίδια διαδικασία με εκείνη που ακολουθεί το Γενικό Δικαστήριο, κατά την οποία, όταν ένας διάδικος πληροφορεί τον δικαστή ότι εκτιμά ότι δεν μπορεί να προβεί στις ενέργειες που απαιτούν τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας διότι ορισμένα από τα έγγραφα που ζητήθηκαν είναι εμπιστευτικά, το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει διάταξη με την οποία εντέλλεται ο διάδικος αυτός να προσκομίσει τα επίμαχα έγγραφα προβλέποντας ταυτόχρονα ότι δεν θα γνωστοποιηθούν, επί του παρόντος, στον αντίδικο (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2008, T‑48/05, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1585, σκέψεις 54 και 55, και της 18ης Μαρτίου 2009, T‑299/05, Shanghai Excell M & E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 24 έως 26).

73      Συναφώς, επιβάλλεται, βεβαίως, η παρατήρηση ότι ούτε ο Οργανισμός του Δικαστηρίου ούτε ο Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης ούτε, εξάλλου, οι Κανονισμοί Διαδικασίας του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου, προβλέπουν τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεως σε περίπτωση μη συμμορφώσεως με τη διάταξη, δεδομένου ότι η μόνη δυνατή αντιμετώπιση της αρνήσεως είναι η συναγωγή των αντίστοιχων συμπερασμάτων στην απόφαση περί τερματισμού της διαδικασίας (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουνίου 1980, 155/78, M. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 237, σκέψεις 20 και 21), πράγμα που έπραξε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

74      Παρ’ όλ’ αυτά, πριν ενεργήσει με τον τρόπο αυτόν, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είχε υποχρέωση να εξαντλήσει όλα τα μέσα που είχε στη διάθεσή του για να επιτύχει την προσκόμιση των επίμαχων εγγράφων. Τούτο ισχύει, κατά μείζονα λόγο, διότι η Επιτροπή, πέραν των επιχειρημάτων της όσον αφορά τη φερόμενη έλλειψη συνάφειας των εγγράφων αυτών, είχε σαφώς αιτιολογήσει την άρνησή της να τα γνωστοποιήσει αναφερόμενη στον εμπιστευτικό χαρακτήρα τους.

75      Μολονότι εναπόκειται στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, και όχι στην Επιτροπή, να ελέγξει αν αυτός ο εμπιστευτικός χαρακτήρας δεν επέτρεπε πράγματι την εισαγωγή των επίμαχων εγγράφων στη δικογραφία και τη γνωστοποίησή τους στον αντίδικο, παρ’ όλ’ αυτά, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έπρεπε να κάνει χρήση της διατάξεως του Κανονισμού Διαδικασίας του που προβλέπει την περίπτωση αυτή.

76      Έτσι, η Επιτροπή είχε δικαίωμα να επιμείνει, ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, όσον αφορά τον φερόμενο ως εμπιστευτικό χαρακτήρα των εγγράφων που της ζητήθηκαν. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έπρεπε να προσφύγει στη διάταξη του Κανονισμού Διαδικασίας του η οποία του παρέχει τη δυνατότητα, ενδεχομένως, να λάβει υπόψη τον εν λόγω εμπιστευτικό χαρακτήρα των εγγράφων και να λάβει, εάν είναι απαραίτητο, τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει την προστασία τους.

77      Εξάλλου, το γεγονός ότι η Επιτροπή, όπως το παραδέχθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου απαντώντας σε ερώτησή του, ουδέποτε είχε αναφερθεί ρητώς, πρωτοδίκως, στο άρθρο 44, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης είναι άνευ σημασίας, δεδομένου ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ήταν υποχρεωμένο να επιλέξει, με δική του πρωτοβουλία, το κατάλληλο διαδικαστικό μέσο για να συμπληρώσει δεόντως την εξέταση του φακέλου. Πάντως, εν προκειμένω, όπως και η Επιτροπή ισχυρίσθηκε κατά την εν λόγω επ’ ακροατηρίου συζήτηση χωρίς να αντικρουσθεί από τον S. Meierhofer, το προαναφερθέν άρθρο του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης παρέχει τη δυνατότητα εκδόσεως διατάξεως με την οποία να ζητείται η προσκόμιση εγγράφου που φέρεται ως εμπιστευτικό.

78      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος αναιρέσεως και να αναιρεθεί, βάσει του λόγου αυτού, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να απαιτείται να εξετασθούν οι λοιποί δύο λόγοι αναιρέσεως.

 Επί της αναπομπής της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

79      Σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, εάν η αίτηση αναιρέσεως κριθεί βάσιμη, το Γενικό Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και αποφαίνεται το ίδιο επί της διαφοράς. Αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, όταν η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση.

80      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφάνθηκε, επί της ουσίας, επί ενός μόνον από τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε ο S. Meierhofer, το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί ότι η υπό κρίση διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση. Επομένως, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

81      Δεδομένου ότι η υπόθεση αναπέμπεται στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, το Γενικό Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (αναιρετικό τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Αναιρεί την απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 14ης Οκτωβρίου 2008, F‑74/07, Meierhofer κατά Επιτροπής (που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή).

2)      Αναπέμπει την υπόθεση στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης.

3)      Επιφυλάσσεται επί των δικαστικών εξόδων.

Jaeger

Meij

Βηλαράς

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Μαΐου 2010.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.