ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 12ης Ιανουαρίου 2010 ( *1 )

«Οδηγία 2000/78/ΕΚ — Άρθρο 4, παράγραφος 1 — Απαγόρευση διακρίσεων λόγω ηλικίας — Διάταξη της εθνικής νομοθεσίας που ορίζει στο 30ό έτος το ανώτατο όριο ηλικίας για την πρόσληψη δημοσίων υπαλλήλων στο πυροσβεστικό σώμα — Επιδιωκόμενος σκοπός — Έννοια της “ουσιαστικής και καθοριστικής επαγγελματικής προϋποθέσεως”»

Στην υπόθεση C-229/08,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main (Γερμανία) με απόφαση της 21ης Απριλίου 2008, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Μαΐου 2008, στο πλαίσιο της δίκης

Colin Wolf

κατά

Stadt Frankfurt am Main,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο του τρίτου τμήματος, προεδρεύοντα, E. Levits, P. Lindh (εισηγήτρια), προέδρους τμήματος, C. W. A. Timmermans, A. Rosas, P. Kūris, A. Borg Barthet, A. Ó Caoimh και L. Bay Larsen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: B. Fülöp, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Ιουλίου 2009,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Lumma,

η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τον D. O’Hagan, επικουρούμενο από τον P. McGarry, BL,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την I. Bruni, επικουρούμενη από τις W. Ferrante και M. Russo, avvocati dello Stato,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον J. Enegren και την B. Conte,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ L 303, σ. 16, στο εξής: οδηγία).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του C. Wolf και της Stadt Frankfurt am Main (Δήμου της Φρανκφούρτης επί του ποταμού Μάιν) κατόπιν της αρνήσεως της τελευταίας να κάνει δεκτή την αίτηση του C. Wolf για πρόσληψη σε θέσεις μέσης βαθμίδας των τεχνικών υπηρεσιών του πυροσβεστικού σώματος, λόγω του ότι είχε υπερβεί το όριο ηλικίας των 30 ετών.

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική νομοθεσία

3

Η οδηγία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 13 ΕΚ. Η ένατη, ενδέκατη, δέκατη όγδοη και εικοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής έχουν ως εξής:

«(9)

Η απασχόληση και η εργασία αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία για τη διασφάλιση των ίσων ευκαιριών για όλους και συντελούν σε μεγάλο βαθμό στην πλήρη συμμετοχή των πολιτών στην οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική ζωή καθώς και στην προσωπική ανέλιξη.

[…]

(11)

Οι διακρίσεις λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού μπορούν να υπονομεύσουν την επίτευξη των στόχων της συνθήκης ΕΚ, ειδικότερα δε την επίτευξη υψηλού επιπέδου απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής, την οικονομική και κοινωνική συνοχή, την αλληλεγγύη και την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων.

[…]

(18)

Η οδηγία αυτή, ιδίως, δεν έχει ως αποτέλεσμα να επιβάλλει στις ένοπλες δυνάμεις καθώς και στις αστυνομικές και σωφρονιστικές υπηρεσίες ή τις υπηρεσίες εκτάκτων αναγκών να προσλαμβάνουν ή να διατηρούν σε θέση απασχόλησης, πρόσωπα χωρίς την απαιτούμενη επαγγελματική επάρκεια, για την άσκηση όλων των καθηκόντων στα οποία ενδέχεται να κληθούν, λαμβάνοντας υπόψη το θεμιτό στόχο να διατηρηθεί η επιχειρησιακή ετοιμότης των υπηρεσιών αυτών.

[…]

(25)

Η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για την πραγματοποίηση των στόχων που καθορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση και για την ενθάρρυνση της ποικιλομορφίας στην απασχόληση εντούτοις, η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας μπορεί να δικαιολογείται υπό ορισμένες περιστάσεις και, συνεπώς, απαιτούνται ειδικές διατάξεις οι οποίες μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με την κατάσταση των κρατών μελών. Συνεπώς, ο διαχωρισμός μεταξύ της διαφορετικής μεταχείρισης που δικαιολογείται με βάση θεμιτούς στόχους των πολιτικών απασχόλησης αγοράς εργασίας και επαγγελματικής κατάρτισης και των απαγορευμένων διακρίσεων είναι ουσιαστικής σημασίας.»

4

Κατά το άρθρο 1, σκοπός της οδηγίας είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη.

5

Το άρθρο 2 της οδηγίας προβλέπει:

«1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η “αρχή της ίσης μεταχείρισης” σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)

συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο,

[…]».

6

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α’, της οδηγίας διευκρινίζει:

«Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:

α)

τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, την αυτοαπασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, συμπεριλαμβανομένων των προαγωγών».

7

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας έχει ως εξής:

«Κατά παρέκκλιση του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 2, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται σε έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, δεν συνιστά διάκριση όταν, λόγω της φύσης των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή του πλαισίου εντός του οποίου διεξάγονται αυτές, ένα τέτοιο χαρακτηριστικό αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο στόχος είναι θεμιτός και η προϋπόθεση είναι ανάλογη.»

8

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει:

«Κατά παρέκκλιση του άρθρου 2, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει:

α)

την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής, για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζομένους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους·

β)

τον καθορισμό ελάχιστων όρων ηλικίας, επαγγελματικής εμπειρίας ή αρχαιότητας στην απασχόληση για την πρόσβαση στην απασχόληση ή σε ορισμένα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την απασχόληση·

γ)

τον καθορισμό ανώτατου ορίου ηλικίας για την πρόσληψη, με βάση την απαιτούμενη κατάρτιση για τη συγκεκριμένη θέση εργασίας ή την ανάγκη εύλογης περιόδου απασχόλησης πριν από τη συνταξιοδότηση.»

9

Το άρθρο 17 της οδηγίας έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα εφαρμογής τους. Οι κυρώσεις, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν την καταβολή αποζημίωσης στο θύμα, πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες με την παράβαση και αποτρεπτικές. […]»

10

Κατά το άρθρο 18, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας, η μεταφορά της στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών έπρεπε να γίνει το αργότερο έως τις 2 Δεκεμβρίου 2003. Εντούτοις, κατά το δεύτερο εδάφιο του ιδίου άρθρου:

«Προκειμένου να ληφθούν υπόψη ειδικοί όροι και εφόσον είναι αναγκαίο, τα κράτη μέλη διαθέτουν τρία επί πλέον έτη αρχής γενομένης της 2ας Δεκεμβρίου 2003, ήτοι συνολικά 6 έτη, για να θέσουν σε εφαρμογή τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας τις σχετικές με τις διακρίσεις λόγω ηλικίας και ειδικών αναγκών. Στην περίπτωση αυτή ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή. […]»

11

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έκανε χρήση της δυνατότητας αυτής, με αποτέλεσμα η μεταφορά των διατάξεων της οδηγίας 2000/78 που αφορούν τις διακρίσεις λόγω ηλικίας και ειδικών αναγκών στο εν λόγω κράτος μέλος να καταστεί δυνατή το αργότερο έως τις 2 Δεκεμβρίου 2006.

Η εθνική νομοθεσία

Η νομοθεσία του Ομόσπονδου Κράτους της Έσσης

12

Η κανονιστική απόφαση για τη σταδιοδρομία των δημοσίων υπαλλήλων που υπηρετούν στις επιχειρησιακές δυνάμεις του πυροσβεστικού σώματος του Ομόσπονδου Κράτους της Έσσης (Hessische Feuerwehrlaufbahnverordnung), της 21ης Δεκεμβρίου 1994 (στο εξής: FeuerwLVO), προβλέπει στο άρθρο 3, παράγραφος 1, σημείο 1, ότι στις θέσεις μέσης βαθμίδας των οικείων υπηρεσιών μπορούν να προσλαμβάνονται υποψήφιοι ηλικίας 30 ετών κατ’ ανώτατο όριο.

13

Τα άρθρα 194 και 197 του Δημοσιοϋπαλληλικού Kώδικα της Έσσης (Hessisches Beamtengesetz), της 21ης Μαρτίου 1962 (GVBl. 1962 Ι, σ. 26), ορίζουν τα εξής:

«Άρθρο 194 — Συνταξιοδότηση

(1)   Οι ισόβιοι αστυνομικοί συνταξιοδοτούνται κατά το πέρας του μηνός στη διάρκεια του οποίου συμπληρώνουν το εξηκοστό έτος τους (όριο ηλικίας).

(2)   Προς το συμφέρον της υπηρεσίας και κατόπιν αιτήσεως του αστυνομικού, η αποχώρηση λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας μπορεί να μετατεθεί και πέραν της ηλικίας των εξήντα ετών, για περιόδους ενός έτους εκάστοτε, μέχρι την ηλικία των εξήντα δύο ετών κατά μέγιστο όριο.

[…]

Άρθρο 197 — Νομικό καθεστώς

(1)   Οι διατάξεις των άρθρων 187 και 192 έως 194 εφαρμόζονται αναλόγως στην περίπτωση των μονίμων υπαλλήλων των υπηρεσιών αμέσου δράσεως του πυροσβεστικού σώματος.

[…]»

Οι ομοσπονδιακές διατάξεις

14

Ο νόμος περί συνταξιοδοτήσεως των δημοσίων υπαλλήλων και των δικαστών στο επίπεδο της ομοσπονδίας και των ομοσπόνδων κρατών (Gesetz über die Versorgung der Beamten und Richter in Bund und Ländern), της 24ης Αυγούστου 1976 (BGBl. 1976 I, σ. 3839), ορίζει στα άρθρα 4 και 14, όπως αυτά ίσχυαν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών:

«Άρθρο 4 — Θεμελίωση και υπολογισμός του δικαιώματος συντάξεως

(1)   Σύνταξη χορηγείται μόνον εφόσον ο υπάλληλος:

1.

έχει συμπληρώσει τουλάχιστον πέντε έτη υπηρεσίας […]

[…]

Άρθρο 14 — Ποσό της συντάξεως

(1)   Για κάθε έτος υπηρεσίας που θεμελιώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα, η σύνταξη ανέρχεται σε 1,79375% του λαμβανομένου υπόψη για τον υπολογισμό της συντάξεως μισθού (άρθρο 5), χωρίς, ωστόσο, να υπερβαίνει συνολικά το 71,75%.

[…]

(4)   Η σύνταξη ανέρχεται τουλάχιστον στο 35% του μισθού που λαμβάνεται υπόψη για τη θεμελίωση του δικαιώματος για σύνταξη (άρθρο 5).

[…]»

15

Με τον γενικό νόμο περί ίσης μεταχειρίσεως (Allgemeines Gleichbehandlungsgesetz), της 14ης Αυγούστου 2006 (BGBl. 2006 I, σ. 1897, στο εξής: AGG), η οδηγία μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη.

16

Τα άρθρα 1, 3, 7, 10 και 15 του AGG έχουν ως εξής:

«Άρθρο 1 — Σκοπός του νόμου

Ο παρών νόμος έχει σκοπό την αποτροπή ή την εξάλειψη των δυσμενών διακρίσεων λόγω φυλής ή εθνικής καταγωγής, φύλου, θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.

Άρθρο 3 — Ορισμοί

(1)   συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο τυγχάνει λιγότερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως από αυτήν της οποίας τυγχάνει, έχει τύχει ή θα ετύγχανε σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο […]

[…]

Άρθρο 7 — Απαγόρευση της δυσμενούς διακρίσεως

(1)   Οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο δυσμενούς διακρίσεως για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1 […]

(2)   Είναι άκυρες οι διατάξεις οι οποίες, σε συμφωνίες, παραβιάζουν την απαγόρευση δυσμενούς διακρίσεως υπό την έννοια της παραγράφου 1.

[…]

Άρθρο 10 — Άδεια για διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 8, διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας μπορεί επίσης να καταστεί δυνατή όταν δικαιολογείται αντικειμενικώς και ευλόγως από ένα θεμιτό σκοπό. Τα μέσα επιτεύξεως του σκοπού αυτού πρέπει να είναι πρόσφορα και αναγκαία. Η διαφορετική αυτή μεταχείριση πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιλαμβάνει:

[…]

3.

τον καθορισμό ανώτατου ορίου ηλικίας για την πρόσληψη, με βάση την απαιτούμενη κατάρτιση για τη συγκεκριμένη θέση εργασίας ή την ανάγκη εύλογης περιόδου απασχόλησης πριν από τη συνταξιοδότηση.

[…]

Άρθρο 15 — Αποκατάσταση ζημίας και καταβολή αποζημιώσεως

(1)   Σε περίπτωση παραβάσεως της απαγορεύσεως διακρίσεων, ο εργοδότης υποχρεούται να προχωρήσει σε αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας. Αυτό δεν συμβαίνει όταν ο εργοδότης δεν είναι υπεύθυνος για την παράβαση.

(2)   Ο εργαζόμενος μπορεί να ζητήσει κατάλληλη χρηματική αποζημίωση για μη περιουσιακή ζημία. Σε περίπτωση μη προσλήψεως, η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει τρεις μηνιαίους μισθούς εφόσον ο εργαζόμενος δεν θα είχε προσληφθεί αν κατά την επιλογή δεν είχαν υπάρξει διακρίσεις.

(3)   Σε περίπτωση εφαρμογής συλλογικών συμφωνιών, ο εργοδότης δεν υποχρεούται να προχωρήσει στην αποζημίωση παρά μόνο αν ενεργεί εκ προθέσεως ή εκ βαρείας αμέλειας.

[…]»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17

Με επιστολή που περιήλθε στις 4 Οκτωβρίου 2006 στη διεύθυνση των υπηρεσιών πυρόσβεσης της Stadt Frankfurt am Main, ο C. Wolf, γεννηθείς στις 9 Δεκεμβρίου 1976, υπέβαλε αίτηση για πρόσληψη σε θέσεις μέσης βαθμίδας των τεχνικών υπηρεσιών του πυροσβεστικού σώματος.

18

Στις 13 Νοεμβρίου 2006, η Stadt Frankfurt am Main πληροφόρησε τον C. Wolf ότι η επόμενη πρόσληψη θα πραγματοποιούνταν την 1η Αυγούστου 2007. Ωστόσο, η ημερομηνία αυτή μετατέθηκε στην 1η Φεβρουαρίου 2008 ενώ η αντίστοιχη διαδικασία επιλογής θα πραγματοποιούνταν τον Αύγουστο του 2007.

19

Με έγγραφο της 28ης Φεβρουαρίου 2007, η Stadt Frankfurt am Main πληροφόρησε τον C. Wolf ότι δεν μπορούσε να λάβει υπόψη την υποψηφιότητά του λόγω του ότι είχε υπερβεί το όριο ηλικίας των 30 ετών.

20

Στις 12 Απριλίου 2007, ο C. Wolf ζήτησε από την Stadt Frankfurt am Main αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 21 του AGG. Το ποσό της αιτουμένης αποζημιώσεως αντιστοιχούσε στο τριπλάσιο του μηνιαίου μισθού που θα εισέπραττε αν είχε προσληφθεί.

21

Εφόσον η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της 4ης Μαΐου 2007, που επικυρώθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2007, ο C. Wolf άσκησε προσφυγή ενώπιον του Verwaltungsgericht Frankfurt am Main με αίτημα την ακύρωση των αποφάσεων της 4ης Μαΐου και της 10ης Οκτωβρίου 2007 και την καταδίκη της Stadt Frankfurt am Main να του καταβάλει αποζημίωση.

22

Ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ο C. Wolf υποστήριξε ότι η FeuerwLVO αντίκειται στον AGG.

23

Επειδή το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main είχε αμφιβολίες σχετικά με το αν η γερμανική νομοθεσία συμβιβαζόταν με τα άρθρα 6 και 17 της οδηγίας 2000/78, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα δέκα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει εν γένει ο εθνικός νομοθέτης, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που του παρέχει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας […], ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως και χειρισμών, ή το περιθώριο αυτό περιορίζεται σε κάθε περίπτωση μόνο στο αναγκαίο μέτρο, προκειμένου για τον καθορισμό ανωτάτου ορίου ηλικίας για την πρόσληψη, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης συμπληρώσεως ενός ελαχίστου χρόνου υπηρεσίας πριν από τη συνταξιοδότηση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ’, της εν λόγω οδηγίας;

2)

Αποτελεί το κριτήριο της ανάγκης, στο άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ’, της οδηγίας […], συγκεκριμενοποίηση του πρόσφορου χαρακτήρα του μέσου που μνημονεύει το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας και περιορίζει, με τον τρόπο αυτό, το πεδίο εφαρμογής αυτού του γενικά διατυπωμένου κανόνα;

3)

α)

Αποτελεί θεμιτό σκοπό, στο πλαίσιο του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας […], η επιδίωξη ενός εργοδότη να ικανοποιήσει το συμφέρον να παραμείνει ο εργαζόμενος που προσλαμβάνει όσο το δυνατό μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στην υπηρεσία του μέσω της προβλέψεως ενός ανωτάτου ορίου ηλικίας για τις προσλήψεις;

β)

Είναι η επιδίωξη ενός τέτοιου σκοπού απρόσφορη στην περίπτωση που έχει ως αποτέλεσμα να παραμένουν οι δημόσιοι υπάλληλοι στην υπηρεσία για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα απ’ ό,τι απαιτείται για την απόκτηση του δικαιώματος καταβολής της νομοθετικά κατοχυρωμένης ελαχίστης συντάξεως σε περίπτωση πρόωρης συνταξιοδοτήσεως, το οποίο αποκτάται μετά τη συμπλήρωση πέντε ετών στην υπηρεσία·

γ)

Είναι η επιδίωξη ενός τέτοιου σκοπού απρόσφορη μόνο στην περίπτωση που έχει ως αποτέλεσμα να παραμένουν οι δημόσιοι υπάλληλοι στην υπηρεσία για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα απ’ ό,τι απαιτείται –19,51 έτη επί του παρόντος– για την απόκτηση πλήρους δικαιώματος για τη νομοθετικά κατοχυρωμένη ελάχιστη σύνταξη σε περίπτωση πρόωρης συνταξιοδοτήσεως;

4)

α)

Αποτελεί θεμιτό σκοπό, στο πλαίσιο του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας […], να παραμείνει όσο το δυνατόν μικρότερος ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων που πρέπει να προσληφθούν, μέσω της προβλέψεως ενός όσο το δυνατόν μικρότερου ορίου ηλικίας για τις προσλήψεις, προκειμένου να παραμείνουν σε όσο το δυνατόν χαμηλότερα επίπεδα οι παροχές που οφείλονται για κάθε εργαζόμενο, όπως παροχές που αντιστοιχούν στην ασφάλιση ατυχήματος ή ασθενείας (από τις οποίες ωφελούνται επίσης τα μέλη της οικογενείας του εργαζομένου);

β)

Ποια σημασία μπορεί να έχει συναφώς το γεγονός ότι οι παροχές κοινωνικής πρόνοιας ή τα επιδόματα που δικαιούνται οι υπάλληλοι μεγαλύτερης ηλικίας (και τα μέλη των οικογενειών τους) σε περίπτωση ατυχήματος ή σε περίπτωση ασθενείας, αντιστοίχως, είναι μεγαλύτερες απ’ ό,τι για τους μικρότερης ηλικίας δημόσιους υπαλλήλους, με συνέπεια να είναι πιθανή αύξηση της συνολικής εργοδοτικής δαπάνης στην περίπτωση προσλήψεως στο δημόσιο υπαλλήλων μεγαλύτερης ηλικίας;

γ)

Πρέπει να υπάρχουν συναφώς βέβαιες προβλέψεις ή στατιστικές μελέτες ή αρκούν γενικές προβλέψεις με βάση τους νόμους των πιθανοτήτων;

5)

α)

Αποτελεί θεμιτό σκοπό, στο πλαίσιο του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας […], η πρόθεση ενός εργοδότη να εφαρμόσει συγκεκριμένο όριο ηλικίας για τις προσλήψεις προκειμένου να διασφαλιστεί η “ισορροπημένη ηλικιακή δομή εκάστης σταδιοδρομίας”;

β)

Ποιες απαιτήσεις πρέπει να πληρούν ενδεχομένως οι εκτιμήσεις σχετικά με την πρόβλεψη μιας τέτοιας ηλικιακής δομής προκειμένου να συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπάρξεως ενός δικαιολογητικού λόγου (πρόσφορος χαρακτήρας και ανάγκη υιοθετήσεως του μέτρου);

6)

Αποτελεί σύννομη εκτίμηση, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας […], η επισήμανση του εργοδότη, σε σχέση με το ανώτατο όριο ηλικίας για τις προσλήψεις, ότι ο ενδιαφερόμενος μπορεί κατά κανόνα να αποκτήσει προ της συμπληρώσεως αυτού του ορίου ηλικίας, μέσω της αντίστοιχης θεωρητικής και πρακτικής εκπαιδεύσεως, τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για την πρόσληψή του σε εκπαιδευτικό πρόγραμμα που αφορά θέσεις μέσης βαθμίδας στις υπηρεσίες της πυροσβεστικής;

7)

Βάσει ποίων κριτηρίων πρέπει να εκτιμάται το αν αποτελεί εύλογο ή αναγκαίο μέτρο η απαίτηση συμπληρώσεως ενός ελαχίστου χρόνου υπηρεσίας πριν από τη συνταξιοδότηση;

α)

Δικαιολογείται η απαίτηση συμπληρώσεως ενός ελαχίστου χρόνου υπηρεσίας αποκλειστικά ως αντιστάθμισμα για τη χρηματοδοτούμενη από τον εργοδότη και μόνον απόκτηση προσόντων, μέσω εκπαιδεύσεως παρεχομένης από τον εργοδότη (απόκτηση προσόντων για τη σταδιοδρομία σε θέσεις μέσης βαθμίδας της πυροσβεστικής), προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο δημόσιος υπάλληλος θα παραμείνει στη συνέχεια για εύλογο χρονικό διάστημα στην υπηρεσία του εργοδότη ούτως ώστε ο εργοδότης να αποσβέσει σταδιακά τις δαπάνες που πραγματοποίησε για την εκπαίδευση του εργαζομένου;

β)

Ποια πρέπει να είναι η διάρκεια του χρόνου υπηρεσίας που έπεται του χρόνου εκπαιδεύσεως; Μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε έτη και, αν ναι, υπό ποιες προϋποθέσεις;

γ)

Μπορεί ο εύλογος ή αναγκαίος χαρακτήρας ενός ελάχιστου χρόνου υπηρεσίας, ανεξαρτήτως της απαντήσεως που πρέπει να δοθεί στο έβδομο ερώτημα, στοιχείο α’, να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι στην περίπτωση των δημοσίων υπαλλήλων, των οποίων τη σύνταξη χρηματοδοτεί ο εργοδότης και μόνον, ο αναμενόμενος ενεργός χρόνος υπηρεσίας από της προσλήψεως μέχρι της προβλεπόμενης συνταξιοδοτήσεως, πρέπει να επαρκεί προκειμένου ο εργαζόμενος να αποκτήσει πλήρες δικαίωμα για την καταβολή της νομοθετικά κατοχυρωμένης ελάχιστης συντάξεως, δικαίωμα το οποίο αποκτάται κατόπιν συμπληρώσεως –επί του παρόντος– 19,51 ετών στην υπηρεσία;

δ)

Είναι, αντιθέτως, η άρνηση προσλήψεως, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας […], νόμιμη μόνο στην περίπτωση που, λόγω της ηλικίας του προσλαμβανομένου, η πρόσληψή του θα είχε ως αποτέλεσμα να πρέπει να του καταβληθεί, κατά τον προβλεπόμενο χρόνο συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας για την συνταξιοδότησή του, η ελάχιστη σύνταξη μολονότι δεν θα έχει ακόμη αποκτήσει με βάση τα έτη πραγματικής υπηρεσίας πλήρες δικαίωμα προς τούτο;

8)

α)

Πρέπει, για την εκτίμηση της εννοίας της συνταξιοδοτήσεως στο πλαίσιο του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ’, της οδηγίας […], να λαμβάνεται υπόψη το νομοθετικά καθοριζόμενο όριο ηλικίας για τη συνταξιοδότηση, κατόπιν συμπληρώσεως του οποίου αποκτάται δικαίωμα καταβολής συντάξεως, ή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος ηλικίας, όπως αυτός διαπιστώνεται βάσει στατιστικών, που ισχύει για συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων ή δημοσίων υπαλλήλων;

β)

Σε ποιο βαθμό πρέπει ενδεχομένως να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι για ορισμένους δημοσίους υπαλλήλους η συμπλήρωση του κανονικού ορίου ηλικίας για τη συνταξιοδότηση μπορεί να παραταθεί έως δύο έτη; Έχει ως συνέπεια το γεγονός αυτό την αύξηση του ανώτατου ορίου ηλικίας για προσλήψεις κατά το αντίστοιχο μέτρο;

9)

Επιτρέπεται, κατά τον υπολογισμό του ελάχιστου χρόνου υπηρεσίας στο πλαίσιο του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας της οδηγίας […], να συνεκτιμάται ο χρόνος εκπαιδεύσεως που συμπλήρωσε αρχικά ο εργαζόμενος στο πλαίσιο της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως; Έχει συναφώς σημασία το αν, για τη θεμελίωση του δικαιώματος συνταξιοδοτήσεως, ο χρόνος εκπαιδεύσεως μπορεί να ληφθεί υπόψη καθ’ ολοκληρίαν ως συντάξιμος χρόνος υπηρεσίας ή πρέπει ο χρόνος εκπαιδεύσεως να αφαιρείται από τον ελάχιστο χρόνο υπηρεσίας τον οποίον μπορεί να απαιτήσει ο εργοδότης βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ’, της οδηγίας […];

10)

Συνάδουν οι ρυθμίσεις του άρθρου 15, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, και παράγραφος 3, [του AGG] με το άρθρο 17 της οδηγίας […];»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

24

Mε το πρώτο έως ένατο ερώτημα, που αρμόζει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς το περιθώριο ελιγμών που διαθέτει ο εθνικός νομοθέτης για να προβλέψει περιπτώσεις όπου η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας δεν συνιστά δυσμενή διάκριση απαγορευομένη από το κοινοτικό δίκαιο. Ειδικότερα, ερωτά αν σκοποί όπως η μέριμνα διασφαλίσεως μακράς σταδιοδρομίας για τους δημοσίους υπαλλήλους, περιορισμού των παροχών κοινωνικής πρόνοιας, διαμορφώσεως ισορροπημένης δομής ηλικιών σε ένα επάγγελμα ή διασφαλίσεως ενός ελάχιστου χρόνου υπηρεσίας πριν από τη συνταξιοδότηση είναι θεμιτοί υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας και αν ο καθορισμός στο 30ό έτος του ανώτατου ορίου ηλικίας για την πρόσληψη σε θέσεις μέσης βαθμίδας των τεχνικών υπηρεσιών του πυροσβεστικού σώματος είναι πρόσφορο και αναγκαίο μέσο για την επίτευξη των σκοπών αυτών.

25

Για να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά, πρέπει να εξεταστεί αν η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, αν περιλαμβάνει διαφορετική μεταχείριση υπό την έννοια της εν λόγω οδηγίας και, σε καταφατική περίπτωση, αν η διαφορετική αυτή μεταχείριση δικαιολογείται.

26

Πρώτον, όσον αφορά, το κατά πόσον η επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθετική ρύθμιση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, διαπιστώνεται ότι, από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α’, της οδηγίας αυτής, προκύπτει ότι η οδηγία εφαρμόζεται, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που απονέμονται στην Κοινότητα, «σε όλα τα πρόσωπα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά […] τους όρους προσβάσεως στην απασχόληση, την αυτοαπασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων προσλήψεως, ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας» (βλ. απόφαση της 18ης Ιουνίου 2009, C-88/08, Hütter, Συλλογή 2009, σ. I-5325, σημείο 34).

27

Εντούτοις, από το άρθρο 3 της FeuerwLVO προκύπτει ότι μόνον τα πρόσωπα ηλικίας 30 ετών το πολύ μπορούν να προσληφθούν σε θέσεις μέσης βαθμίδας των τεχνικών υπηρεσιών του πυροσβεστικού σώματος. Επομένως, η διάταξη αυτή επηρεάζει τους όρους προσβάσεως στις εν λόγω θέσεις εργασίας. Ως εκ τούτου, κανονιστική ρύθμιση της φύσεως αυτής πρέπει να θεωρείται ως θεσπίζουσα κανόνες αφορώντες τους όρους προσβάσεως στην απασχόληση υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο α’, της οδηγίας.

28

Δεύτερον, όσον αφορά το κατά πόσον η επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθετική ρύθμιση περιλαμβάνει διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας ως προς την απασχόληση και την εργασία, διαπιστώνεται ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας, για τους σκοπούς της, ως «αρχή της ίσης μεταχείρισης» νοείται η απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1 της οδηγίας αυτής. Το άρθρο 2 αυτής διευκρινίζει, στην παράγραφο 2, στοιχείο α’, ότι, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, συντρέχει άμεση διάκριση όταν ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν ενός άλλου προσώπου το οποίο τελεί σε παρόμοια κατάσταση, βάσει ενός από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 1 της οδηγίας (βλ. αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 2007, C-411/05, Palacios de la Villa, Συλλογή 2007, σ. Ι-8531, σκέψη 50, και της 5ης Μαρτίου 2009, C-388/07, Age Concern England, Συλλογή 2009, σ. I-1569, σκέψη 33).

29

Η εφαρμογή του άρθρου 3 της FeuerwLVO συνεπάγεται ότι πρόσωπα υφίστανται λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση από άλλα πρόσωπα τα οποία ευρίσκονται σε παρόμοιες καταστάσεις για τον λόγο ότι έχουν υπερβεί την ηλικία των 30 ετών. Η διάταξη αυτή εισάγει διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο α’, της οδηγίας.

30

Τρίτον, πρέπει να εξεταστεί αν, όπως ερωτά το αιτούν δικαστήριο, η προκύπτουσα από την εφαρμογή του άρθρου 3 του FeuerwLVO διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται από απόψεως της οδηγίας.

31

Επί του σημείου αυτού, το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να εξεταστεί αν η διαφορετική μεταχείριση λόγω φύλου μπορεί να δικαιολογηθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 10 του AGG το οποίο επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τις περιλαμβανόμενες στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αρχές. Επομένως, το αιτούν δικαστήριο επικέντρωσε τα διάφορα ερωτήματά του επί αυτής της διατάξεως της οδηγίας και απέρριψε εκ προοιμίου ότι η διαφορετική μεταχείριση δύναται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 1, της ιδίας οδηγίας, να μη συνιστά δυσμενή διάκριση. Συγκεκριμένα, κατά το αιτούν δικαστήριο, οι σωματικές ικανότητες του υποψηφίου προς πρόσληψη σε θέσεις μέσης βαθμίδας των τεχνικών υπηρεσιών του πυροσβεστικού σώματος αξιολογούνται κατά τη διάρκεια χωριστής διαδικασίας επιλογής, στην οποία δεν έγινε δεκτός ο C. Wolf λόγω της ηλικίας του. Συνεπώς, το νόμιμο όριο ηλικίας για την πρόσβαση σε αυτές τις θέσεις εργασίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση υπό την έννοια του εν λόγω άρθρου 4, παράγραφος 1.

32

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, μολονότι τυπικά το αιτούν δικαστήριο περιόρισε το ερώτημά του στην ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας όσον αφορά την ανεύρεση δικαιολογητικού λόγου για τη διαφορετική μεταχείριση που προκύπτει από την εφαρμογή της νομοθετικής ρυθμίσεως της κύριας δίκης, το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα στοιχεία ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου που μπορεί να του είναι χρήσιμα για την εκδίκαση της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, ασχέτως του αν το αιτούν δικαστήριο έχει κάνει σχετική μνεία κατά τη διατύπωση του ερωτήματός του (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου 2007, C-321/03, Dyson, Συλλογή 2007, σ. I-687, σκέψη 24· της 26ης Απριλίου 2007, C-392/05, Αλεβίζος, Συλλογή 2007, σ. Ι-3505, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 24ης Ιανουαρίου 2008, C-532/06, Λιανάκης κ.α., Συλλογή 2008, σ. I-251, σκέψη 23). Συναφώς, απόκειται στο Δικαστήριο να εξαγάγει, από το σύνολο των στοιχείων που του παρέχει το εθνικό δικαστήριο και ιδίως από την αιτιολογία της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του κοινοτικού δικαίου που χρειάζονται ερμηνεία, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς (βλ. απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2009, C-115/08, ČEZ, Συλλογή 2009, σ. I-10265, σκέψη 81 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33

Εντούτοις, από τις απαντήσεις της Γερμανικής Κυβερνήσεως στις τεθείσες από το Δικαστήριο ερωτήσεις κατ’ εφαρμογή του άρθρου 24 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και τις παρατηρήσεις της Κυβερνήσεως αυτής κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προκύπτει ότι ο καθορισμός στο 30ό έτος του ορίου ηλικίας για την πρόσληψη σε θέσεις μέσης βαθμίδας των τεχνικών υπηρεσιών του πυροσβεστικού σώματος στο Ομόσπονδο Κράτος της Έσσης έχει σκοπό να διασφαλίσει την επιχειρησιακή ετοιμότητα και την εύρυθμη λειτουργία του πυροσβεστικού σώματος.

34

Συγκεκριμένα, οι θέσεις μέσης βαθμίδας των τεχνικών υπηρεσιών του πυροσβεστικού σώματος απαιτούν, για ορισμένες δραστηριότητες, ιδιαίτερα υψηλών προδιαγραφών σωματικές απαιτήσεις, στις οποίες μπορούν να ανταποκριθούν μόνον οι νεότεροι υπάλληλοι. Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της ιατρικώς αποδεδειγμένης διαδικασίας γήρανσης, οι υπάλληλοι που έχουν υπερβεί την ηλικία των 45 έως 50 ετών δεν διαθέτουν πλέον τις ιδιαίτερα υψηλών προδιαγραφών σωματικές αυτές απαιτήσεις και οι εν λόγω δραστηριότητες πρέπει να πραγματοποιούνται από τους νεότερους υπαλλήλους. Επομένως, το επιβεβλημένο ανώτατο όριο ηλικίας προσλήψεως σκοπεί να διασφαλίσει ότι οι υπάλληλοι μέσης βαθμίδας των τεχνικών υπηρεσιών του πυροσβεστικού σώματος δύνανται να επιτελούν καθήκοντα που έχουν ιδιαίτερα υψηλών προδιαγραφών σωματικές απαιτήσεις επί αρκετά μακρά χρονική περίοδο της σταδιοδρομίας τους.

35

Συναφώς διαπιστώνεται ότι, κατά το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, «διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται σε έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1 [της οδηγίας αυτής] δεν συνιστά διάκριση όταν, λόγω της φύσεως των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή του πλαισίου εντός του οποίου ασκούνται αυτές, ένα τέτοιο χαρακτηριστικό αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο στόχος είναι θεμιτός και η προϋπόθεση είναι ανάλογη». Επομένως, ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση δεν πρέπει να συνιστά ο λόγος επί του οποίου βασίζεται η διαφορετική μεταχείριση, αλλά ένα χαρακτηριστικό συνδεόμενο με τον λόγο αυτό.

36

Προκειμένου να εξεταστεί αν δικαιολογείται η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, που περιλαμβάνεται στην εθνική ρύθμιση της κύριας δίκης, πρέπει να εξακριβωθεί αν οι φυσικές ικανότητες είναι χαρακτηριστικό συνδεόμενο με την ηλικία και αν συνιστούν ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση για την επίμαχη επαγγελματική δραστηριότητα ή για την άσκησή της, καθόσον ο επιδιωκόμενος με τη ρύθμιση σκοπός είναι θεμιτός και η προϋπόθεση αυτή είναι ανάλογη.

37

Πρώτον, όσον αφορά τον επιδιωκόμενο με την εν λόγω εθνική ρύθμιση σκοπό, από τις διευκρινίσεις της Γερμανικής Κυβερνήσεως προκύπτει ότι ο σκοπός αυτός έγκειται στη διασφάλιση της επιχειρησιακής ετοιμότητας και της εύρυθμης λειτουργίας του πυροσβεστικού σώματος.

38

Επί του σημείου αυτού, επισημαίνεται ότι το πυροσβεστικό σώμα αποτελεί μέρος των υπηρεσιών διάσωσης. Ωστόσο, η δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας διευκρινίζει ότι η οδηγία αυτή δεν έχει ως αποτέλεσμα να επιβάλλει στις ένοπλες δυνάμεις, καθώς και στις αστυνομικές και σωφρονιστικές υπηρεσίες ή τις υπηρεσίες εκτάκτων αναγκών, να προσλαμβάνουν ή να διατηρούν σε θέση απασχόλησης πρόσωπα χωρίς την απαιτούμενη επαγγελματική επάρκεια, για την άσκηση όλων των καθηκόντων στα οποία ενδέχεται να κληθούν, λαμβάνοντας υπόψη το θεμιτό σκοπό της διατηρήσεως της επιχειρησιακής ετοιμότητας των υπηρεσιών αυτών.

39

Επομένως, η μέριμνα διασφαλίσεως της επιχειρησιακής ετοιμότητας και της εύρυθμης λειτουργίας του πυροσβεστικού σώματος συνιστά προφανώς θεμιτό σκοπό υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας.

40

Δεύτερον, όσον αφορά την ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση για τη δραστηριότητα του πυροσβέστη ή την άσκησή της, από τις εξηγήσεις που παρέσχε η Γερμανική Κυβέρνηση, οι οποίες δεν αντικρούστηκαν, προκύπτει ότι οι υπηρετούντες σε θέσεις μέσης βαθμίδας των τεχνικών υπηρεσιών του πυροσβεστικού σώματος καλούνται να λαμβάνουν μέρος στις επιχειρήσεις στον τόπο όπου πραγματοποιείται η εκάστοτε επέμβαση. Σε αντίθεση με τα καθήκοντα στο επίπεδο της διεύθυνσης και της πλαισίωσης των τεχνικών υπηρεσιών του πυροσβεστικού σώματος, τα καθήκοντα του προσωπικού μέσης βαθμίδας των τεχνικών υπηρεσιών χαρακτηρίζονται στην πλειοψηφία τους από σωματική εργασία. Βάσει αυτού, τα μέλη της υπηρεσίας αυτής μετέχουν σε κατάσβεση πυρκαϊών, σε παροχή συνδρομής στα χρήζοντα αυτής πρόσωπα, σε εργασίες συνδεόμενες με την προστασία του περιβάλλοντος και τη διαχείριση των ζημιών από θεομηνίες, σε παροχή βοήθειας στα ζώα και σε σύλληψη επικινδύνων ζώων, καθώς και σε εργασίες υποστήριξης όπως η συντήρηση και ο έλεγχος του εξοπλισμού προστασίας και των οχημάτων επέμβασης. Επομένως, οι ιδιαίτερα υψηλών προδιαγραφών σωματικές ικανότητες μπορούν να θεωρηθούν ως ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, για την άσκηση του επαγγέλματος του πυροσβέστη μέσης βαθμίδας των τεχνικών υπηρεσιών.

41

Τρίτον, όσον αφορά το ζήτημα αν οι υψηλές απαιτήσεις σωματικής ευρωστίας συνδέονται με την ηλικία, επισημαίνεται ότι η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίστηκε, χωρίς να αντικρουσθεί, ότι ορισμένα από τα καθήκοντα που ανατίθενται στα μέλη της μέσης βαθμίδας των τεχνικών υπηρεσιών του πυροσβεστικού σώματος, όπως η κατάσβεση των πυρκαϊών ή η παροχή συνδρομής στα χρήζοντα αυτής πρόσωπα, απαιτούν ιδιαίτερα υψηλών προδιαγραφών σωματικές ικανότητες και μπορούν να ασκούνται μόνον από τους νεότερους υπαλλήλους. Επ’ αυτού, η Γερμανική Κυβέρνηση προσκόμισε επιστημονικά στοιχεία από έρευνες που διεξήχθησαν στον τομέα της ιατρικής της εργασίας και του αθλητισμού, από τα οποία προκύπτει ότι οι αναπνευστικές ικανότητες, το μυϊκό σύστημα και η αντοχή μειώνονται με την πάροδο της ηλικίας. Επομένως, ελάχιστοι υπάλληλοι ηλικίας πλέον των 45 ετών έχουν επαρκείς σωματικές ικανότητες για την άσκηση της δραστηριότητάς τους στον τομέα κατασβέσεως των πυρκαϊών. Στον τομέα της παροχής συνδρομής στα χρήζοντα αυτής πρόσωπα, οι οικείοι υπάλληλοι δεν διαθέτουν πλέον τις σωματικές αυτές ικανότητες στην ηλικία των 50 ετών. Οι υπάλληλοι που έχουν υπερβεί τις ηλικίες αυτές εργάζονται στους άλλους προαναφερθέντες τομείς δραστηριοτήτων. Επομένως η προϋπόθεση πλήρους σωματικής ευρωστίας για την άσκηση του επαγγέλματος του πυροσβέστη σε θέσεις μέσης βαθμίδας των τεχνικών υπηρεσιών συνδέεται με την ηλικία των μελών των υπηρεσιών αυτών.

42

Τέταρτον και τέλος, όσον αφορά το αν εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως αυτή της κύριας δίκης, η οποία καθορίζει στο 30ό έτος το ανώτατο όριο ηλικίας για την πρόσληψη υπαλλήλων που διαθέτουν αυξημένες σωματικές ικανότητες βάσει των οποίων δύνανται να ασκούν το επάγγελμα του πυροσβέστη σε θέσεις μέσης βαθμίδας των τεχνικών υπηρεσιών, είναι ανάλογη, πρέπει να εξετασθεί αν το όριο αυτό είναι πρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξή του.

43

Συναφώς, όπως μόλις προαναφέρθηκε, μόνον οι νεότεροι υπάλληλοι δύνανται να επιτελούν τα καθήκοντα κατασβέσεως πυρκαϊών και παροχής συνδρομής στα χρήζοντα αυτής πρόσωπα, τα οποία ανατίθενται στη μέση βαθμίδα των τεχνικών υπηρεσιών του πυροσβεστικού σώματος. Οι υπάλληλοι ηλικίας πλέον των 45 ή των 50 ετών επιτελούν άλλα καθήκοντα. Για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της μέσης βαθμίδας των τεχνικών υπηρεσιών του πυροσβεστικού σώματος, μπορεί να θεωρηθεί αναγκαίο η πλειονότητα των υπαλλήλων των υπηρεσιών αυτών να είναι σε θέση να επιτελεί τα απαιτητικά, από απόψεως σωματικών δυνάμεων, καθήκοντα και, επομένως, να είναι κάτω των 45 ή 50 ετών. Εξάλλου, η ανάθεση λιγότερο απαιτητικών, από απόψεως σωματικών δυνάμεων, καθηκόντων σε υπαλλήλους πλέον των 45 ή 50 ετών απαιτεί ότι οι εν λόγω υπάλληλοι αναπληρώνονται από νέους. Ωστόσο, η ηλικία στην οποία προσλαμβάνεται ο υπάλληλος καθορίζει τον χρόνο κατά τη διάρκεια του οποίου θα είναι σε θέση να επιτελεί τα απαιτητικά, από απόψεως σωματικών δυνάμεων, καθήκοντα. Ο προσληφθείς πριν από την ηλικία των 30 ετών υπάλληλος, εφόσον πρέπει, κατά τα λοιπά, να παρακολουθήσει εκπαίδευση διάρκειας δύο ετών, μπορεί να επιτελεί τα καθήκοντα αυτά για ελάχιστη περίοδο 15 έως 20 ετών. Αντιθέτως, αν προσληφθεί στην ηλικία των 40 ετών, η διάρκεια αυτή θα είναι το πολύ 5 έως 10 έτη. Πρόσληψη σε προχωρημένη ηλικία συνεπάγεται ότι πολύ μεγάλος αριθμός υπαλλήλων δεν μπορεί να επιτελεί τα πλέον απαιτητικά, από απόψεως σωματικών δυνάμεων, καθήκοντα. Ομοίως, βάσει της προσλήψεως αυτής, οι ούτως προσληφθέντες υπάλληλοι δεν δύνανται να επιτελούν για αρκούντως μακρά περίοδο τα εν λόγω καθήκοντα. Τέλος, όπως διατείνεται η Γερμανική Κυβέρνηση, η εύλογη οργάνωση του πυροσβεστικού σώματος απαιτεί, για τη μέση βαθμίδα των τεχνικών υπηρεσιών, στενή σχέση μεταξύ των απαιτητικών, από απόψεως σωματικών δυνάμεων, θέσεων εργασίας που δεν είναι κατάλληλες για τους πιο ηλικιωμένους υπαλλήλους και των λιγότερο απαιτητικών, από απόψεως σωματικών δυνάμεων, θέσεων εργασίας που είναι κατάλληλες για τους υπαλλήλους αυτούς.

44

Συνεπώς, εθνική κανονιστική ρύθμιση όπως αυτή της κύριας δίκης η οποία ορίζει στο 30ό έτος το ανώτατο όριο ηλικίας για την πρόσληψη σε θέσεις της μέσης βαθμίδας των τεχνικών υπηρεσιών του πυροσβεστικού σώματος, μπορεί προφανώς να θεωρηθεί ότι, αφενός, είναι κατάλληλη για την επίτευξη του σκοπού της διασφαλίσεως της επιχειρησιακής ετοιμότητας και της εύρυθμης λειτουργίας του πυροσβεστικού σώματος και, αφετέρου, δεν βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

45

Εφόσον η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας δικαιολογείται από απόψεως του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, παρέλκει να εξετασθεί αν μπορεί να δικαιολογηθεί από της απόψεως του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

46

Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι στο πρώτο έως ένατο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντίκειται σε εθνική ρύθμιση, όπως αυτή της κυρίας δίκης, η οποία ορίζει στο 30ό έτος το ανώτατο όριο ηλικίας για την πρόσληψη σε θέσεις της μέσης βαθμίδας των τεχνικών υπηρεσιών του πυροσβεστικού σώματος.

47

Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο έως το ένατο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δέκατο προδικαστικό ερώτημα.

Επί των δικαστικών εξόδων

48

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντίκειται στην εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως, όπως αυτή της κυρίας δίκης, η οποία ορίζει στο 30ό έτος το ανώτατο όριο ηλικίας για την πρόσληψη σε θέσεις της μέσης βαθμίδας των τεχνικών υπηρεσιών του πυροσβεστικού σώματος.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.