ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 23ης Απριλίου 2009 ( *1 )

«Έκτη οδηγία ΦΠΑ — Απαλλαγές — Άρθρο 13, A, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ — Υπηρεσίες παρεχόμενες από τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες»

Στην υπόθεση C-357/07,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Administrative Court) (Ηνωμένο Βασίλειο), με απόφαση της 12ης Ιουλίου 2007, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις , στο πλαίσιο της δίκης

The Queen, κατόπιν αιτήσεως της:

TNT Post UK Ltd

κατά

The Commissioners for Her Majesty’s Revenue and Customs,

παρισταμένης της:

Royal Mail Group Ltd,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, J.-C. Bonichot, K. Schiemann, J. Makarczyk, και C. Toader, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Ιουνίου 2008,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η TNT Post UK Ltd, εκπροσωπούμενη από τον D. Milne, QC, και την P. Hamilton, barrister, ενεργούντες κατ’ εντολήν του C. Russell, solicitor,

η Royal Mail Group Ltd, εκπροσωπούμενη από τους P. Lasok, QC, και J. Herberg, barrister, κατ’ εντολήν της D. Finkler, solicitor,

η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τις C. Gibbs και I. Rao και τον M. Hall, επικουρούμενους από τον C. Vajda, QC, και την N. Shaw, barrister,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Lumma,

η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Σ. Σπυρόπουλο και από τις Σ. Τρεκλή και Μ. Τασοπούλου,

η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τον D. O’Hagan, επικουρούμενο από τους D. Barniville, SC, και N. Travers, BL,

η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Heliskoski και την A. Guimaraes-Purokoski,

η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Falk,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την M. Afonso και τον R. Lyal,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 15ης Ιανουαρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 13, A, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49, στο εξής: έκτη οδηγία).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της TNT Post UK Ltd (στο εξής: TNT Post), προσφεύγουσας στην κύρια δίκη, και των Commissioners for Her Majesty’s Revenue and Customs, καθών στην κύρια δίκη, παρισταμένης της Royal Mail Group Ltd (στο εξής: Royal Mail), παρεμβαίνουσας στην κύρια δίκη, με αντικείμενο τη νομιμότητα της απαλλαγής από τον φόρο προστιθέμενης αξίας (στο εξής: ΦΠΑ) των ταχυδρομικών υπηρεσιών που παρέχει η τελευταία αυτή εταιρία.

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική νομοθεσία

3

Το άρθρο 13 της έκτης οδηγίας, με τίτλο «Απαλλαγές στο εσωτερικό της χώρας», ορίζει τα εξής:

«A. Απαλλαγές ορισμένων δραστηριοτήτων γενικού συμφέροντος

1.   Με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων, τα κράτη μέλη απαλλάσσουν, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζουν ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και απλή εφαρμογή των προβλεπομένων κατωτέρω απαλλαγών και να αποτρέπεται κάθε ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή και κατάχρηση:

α)

τις παροχές υπηρεσιών και τις παρεπόμενες προς τις παροχές αυτές παραδόσεις αγαθών, οι οποίες πραγματοποιούνται από τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες, εξαιρέσει της μεταφοράς προσώπων και των τηλεπικοινωνιών·

[…]».

4

Το άρθρο 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 347, σ. 1), έχει πανομοιότυπη διατύπωση με το άρθρο 13, A, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας.

5

Η οδηγία 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών (ΕΕ 1998, L 15, σ. 14), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της (ΕΕ L 176, σ. 21, στο εξής: οδηγία 97/67), θεσπίζει, σύμφωνα με το άρθρο της 1, κοινούς κανόνες αφορώντες την παροχή καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας εντός της Κοινότητας και τα κριτήρια καθορισμού των υπηρεσιών που μπορούν να ανατίθενται κατ’ αποκλειστικότητα στους φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας.

6

Η δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/67 ορίζει τα εξής:

«[…] οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με την παροχή καθολικής υπηρεσίας δεν θίγουν το δικαίωμα των φορέων της καθολικής υπηρεσίας να διαπραγματεύονται μεμονωμένως συμβάσεις με τους πελάτες».

7

Κατά το άρθρο 3 της οδηγίας 97/67:

«1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι χρήστες να απολαύουν του δικαιώματος καθολικής υπηρεσίας, που αντιστοιχεί στην προσφορά ταχυδρομικών υπηρεσιών συγκεκριμένης ποιότητας μονίμως σε όλα τα σημεία της επικράτειας, σε τιμές προσιτές για όλους τους χρήστες.

2.   Προς τούτο, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η πυκνότητα των σημείων επαφής και των σημείων πρόσβασης να λαμβάνει υπ’ όψη τις ανάγκες των χρηστών.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο παρέχων ή οι φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας να εγγυώνται καθ’ όλες τις εργάσιμες ημέρες, τουλάχιστον πέντε ημέρες την εβδομάδα, πλην εξαιρετικών περιστάσεων ή γεωγραφικών συνθηκών οι οποίες αξιολογούνται ως τέτοιες από τις εθνικές κανονιστικές αρχές, τουλάχιστον:

μια συλλογή,

μια διανομή κατ’ οίκον για κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή, κατά παρέκκλιση και υπό τις προϋποθέσεις που θέτει η κανονιστική αρχή, σε προσήκουσες εγκαταστάσεις.

Τυχόν εξαιρετικές περιστάσεις ή παρεκκλίσεις που αναγνωρίζονται από μία εθνική κανονιστική αρχή σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή και σε όλες τις εθνικές κανονιστικές αρχές.

4.   Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει τα αναγκαία μέτρα, ώστε η καθολική υπηρεσία να περιλαμβάνει τουλάχιστον την παροχή των ακόλουθων υπηρεσιών:

τη συλλογή, τη μεταφορά, τη διαλογή και τη διανομή των ταχυδρομικών αντικειμένων βάρους έως 2 kg,

τη συλλογή, τη μεταφορά, τη διαλογή και τη διανομή των ταχυδρομικών δεμάτων βάρους έως 10 kg,

τις υπηρεσίες των συστημένων και των αποστολών με δηλωμένη αξία.

5.   Οι εθνικές κανονιστικές αρχές μπορούν να αυξήσουν το όριο βάρους όσον αφορά την κάλυψη της καθολικής υπηρεσίας για ταχυδρομικά δέματα, μέχρις ενός βάρους που δεν υπερβαίνει τα 20 kg, και μπορούν να θεσπίσουν ειδικές ρυθμίσεις για την κατ’ οίκον διανομή τέτοιων δεμάτων.

Ανεξάρτητα από το όριο βάρους όσον αφορά την κάλυψη της καθολικής υπηρεσίας για ταχυδρομικά δέματα, το οποίο καθορίζει ένα κράτος μέλος, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη διανομή εντός της επικράτειάς τους των ταχυδρομικών δεμάτων που παραλαμβάνονται από άλλα κράτη μέλη και ζυγίζουν μέχρι 20 kg.

6.   Οι ελάχιστες και μέγιστες διατάσεις των εν λόγω ταχυδρομικών αντικειμένων είναι εκείνες που καθορίζονται από τη σύμβαση και το διακανονισμό της παγκόσμιας ταχυδρομικής ένωσης για τα ταχυδρομικά δέματα.

7.   Η καθολική υπηρεσία που ορίζεται στο παρόν άρθρο, περιλαμβάνει τόσο εθνικές όσο και διασυνοριακές υπηρεσίες.»

8

Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/67 ορίζει τα εξής:

«Στο μέτρο που είναι αναγκαίο για να διασφαλιστεί η διατήρηση της καθολικής υπηρεσίας, τα κράτη μέλη μπορούν να εξακολουθήσουν να αναθέτουν κατ’ αποκλειστικότητα υπηρεσίες στον φορέα ή τους φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας. Οι υπηρεσίες αυτές περιορίζονται στη συλλογή, τη διαλογή, τη μεταφορά και τη διανομή των αντικειμένων αλληλογραφίας εσωτερικού και εισερχόμενης διασυνοριακής αλληλογραφίας, είτε με ταχύτερη διανομή είτε όχι, εντός και των δύο ακόλουθων ορίων βάρους και τιμής. Το όριο βάρους ανέρχεται σε 100 γραμμάρια από την 1η Ιανουαρίου 2003 και σε 50 γραμμάρια από την . Τα εν λόγω όρια βάρους δεν ισχύουν από την εάν η τιμή είναι ίση ή μεγαλύτερη του τριπλάσιου του δημόσιου τέλους για ένα αντικείμενο αλληλογραφίας της πρώτης βαθμίδας βάρους της ταχύτερης κατηγορίας, και, από την , εάν η τιμή είναι ίση ή μεγαλύτερη από δυόμισι φορές το τέλος αυτό.

[…]»

Η εθνική νομοθεσία

9

Οι διατάξεις περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 13, A, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας περιλαμβάνονται στον νόμο του 1994 περί του φόρου προστιθεμένης αξίας (Value Added Tax Act 1994), όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο του 2000 περί των ταχυδρομικών υπηρεσιών (Postal Services Act 2000, στο εξής: νόμος περί των ταχυδρομικών υπηρεσιών), ενώ οι διατάξεις περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 97/67 περιλαμβάνονται στον τελευταίο αυτό νόμο.

10

Η London Gazette της 28ης Μαρτίου 2001 δημοσίευσε μία αγγελία με την οποία ο Υπουργός Εμπορίου και Βιομηχανίας ανακοίνωσε ότι η εταιρία Consignia plc (όπως ήταν η τότε επωνυμία της Royal Mail) είχε ορισθεί, σύμφωνα με τον νόμο περί των ταχυδρομικών υπηρεσιών, ως φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας, ο οποίος θα παρείχε την υπηρεσία αυτή στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ουδεμία ανακοίνωση του είδους αυτού έγινε από τον εν λόγω υπουργό για κάποιο άλλο πρόσωπο.

11

Στις 18 Φεβρουαρίου 2005, η επιτροπή των ταχυδρομικών υπηρεσιών (Postal Services Commission ή Postcomm) εξέδωσε απόφαση, στο πλαίσιο της ασκήσεως των νόμιμων υποχρεώσεων που υπείχε από τον νόμο περί των ταχυδρομικών υπηρεσιών, σύμφωνα με την οποία, από την , θα χορηγούσε σε κάθε αιτούντα, ο οποίος θα πληρούσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, άδεια σχετικά με τη διεκπεραίωση επιστολών ανεξαρτήτως βάρους. Η απόφαση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη ελευθέρωση της αγοράς ταχυδρομικών υπηρεσιών στο Ηνωμένο Βασίλειο από την ημερομηνία αυτή, αλλά χωρίς να επηρεάσει τη νομική κατάσταση ούτε τις υποχρεώσεις της Royal Mail ως μοναδικού καθορισμένου φορέα παροχής καθολικής υπηρεσίας εντός του κράτους μέλους αυτού.

12

Η Royal Mail ενεργεί δυνάμει αδείας χορηγηθείσας από την επιτροπή των ταχυδρομικών υπηρεσιών στις 23 Μαρτίου 2001, κατ’ εφαρμογή του δεύτερου μέρους του νόμου περί των ταχυδρομικών υπηρεσιών, η άδεια δε αυτή τροποποιήθηκε για τελευταία φορά στις . Το κανονιστικό πλαίσιο της αδείας αυτής αποσκοπεί στο να εγγυηθεί ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει πρόσβαση σε πλήρες σύστημα ταχυδρομικών υπηρεσιών καλύπτον το σύνολο της εθνικής επικράτειας σε προσιτές τιμές. Δυνάμει της αδείας αυτής, η Royal Mail υπέχει, αυτή και μόνο, τις υποχρεώσεις, αφενός, παροχής στους χρήστες του Ηνωμένου Βασιλείου καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας, περιλαμβάνουσας τουλάχιστον μία διανομή σε κάθε διεύθυνση κάθε εργάσιμη ημέρα και μία συλλογή κάθε εργάσιμη ημέρα σε κάθε σημείο προσβάσεως στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού, σε προσιτές τιμές ομοιόμορφες σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο, και, αφετέρου, εξασφαλίσεως στους χρήστες του Ηνωμένου Βασιλείου εύκολης προσβάσεως σε αυτή την καθολική ταχυδρομική υπηρεσία μέσω επαρκούς αριθμού, και επαρκούς πυκνότητας, σημείων προσβάσεως.

13

Στις 20 Ιανουαρίου 2006, η επιτροπή των ταχυδρομικών υπηρεσιών χορήγησε στην TNT Post, κατ’ εφαρμογή του δεύτερου μέρους του νόμου περί των ταχυδρομικών υπηρεσιών, άδεια δυνάμει της οποίας η τελευταία αυτή εταιρία δύναται να μεταφέρει οποιαδήποτε επιστολή εντός του Ηνωμένου Βασιλείου. Η άδεια αυτή αντικατέστησε παλαιότερη άδεια που είχε χορηγηθεί στις .

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

14

Κατά το αιτούν δικαστήριο, η Royal Mail, ως μοναδικός φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, παρέχει μεγάλο φάσμα ταχυδρομικών υπηρεσιών σε κάθε επιχείρηση και σε κάθε ιδιώτη που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες της. Οι ταχυδρομικές αυτές υπηρεσίες παρέχονται μέσω ενός ολοκληρωμένου εθνικού δικτύου που τώρα εξυπηρετεί περίπου 27 εκατομμύρια διευθύνσεις 6 ημέρες την εβδομάδα στο πλαίσιο ενός νομικού καθεστώτος γενικού συμφέροντος, το οποίο εφαρμόζεται ειδικώς στη Royal Mail και το οποίο τη διαφοροποιεί σε σχέση με όλους τους άλλους ταχυδρομικούς φορείς. Οι επιστολές και η λοιπή αλληλογραφία συλλέγεται από την εταιρία αυτή από διάφορα μέρη, ήτοι από περίπου 113000 υπαίθρια γραμματοκιβώτια, 14200 ταχυδρομεία και 90000 επαγγελματικούς χώρους. Η Royal Mail απασχολεί περίπου 185000 άτομα στο Ηνωμένο Βασίλειο.

15

Οι ταχυδρομικές υπηρεσίες που η Royal Mail υποχρεούται να παρέχει στο κοινό, σύμφωνα με τους όρους της άδειας της οποίας είναι κάτοχος, αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος τόσο του συνολικού όγκου της αλληλογραφίας που χειρίζεται η εταιρία αυτή όσο και των συνολικών εσόδων που πραγματοποιεί από τις ταχυδρομικές δραστηριότητές της. Λαμβανομένης υπόψη της δραστηριότητας της Royal Mail που αφορά την ταχυδρομική αποστολή επιστολών, το 90% περίπου των δραστηριοτήτων της, μετρουμένων με βάση τον κύκλο εργασιών, υπόκειται σε κανονιστικούς όρους και απαιτήσεις που έχουν επιβληθεί μόνο στη Royal Mail και σε κανέναν άλλο ταχυδρομικό φορέα στο Ηνωμένο Βασίλειο.

16

Η TNT Post, που ανήκει στον όμιλο TNT ο οποίος δραστηριοποιείται σε περισσότερα από 200 κράτη και απασχολεί πάνω από 128000 άτομα, παρέχει υπηρεσίες ταχυδρομικής διανομής για την εμπορική αλληλογραφία που έχει υποστεί προδιαλογή ή δεν έχει υποστεί καθόλου διαλογή. Οι δραστηριότητές της συνίστανται στη συλλογή της αλληλογραφίας από τους πελάτες της, στην παροχή υπηρεσιών μηχανοποιημένης και χειρωνακτικής διαλογής (για την αλληλογραφία που δεν έχει υποστεί διαλογή), καθώς και στη διεκπεραίωση και παράδοση, κατόπιν οδικής μεταφοράς, σε περιφερειακή αποθήκη της Royal Mail της αλληλογραφίας αυτής. Οι υπηρεσίες αυτές είναι γνωστές ως «υπηρεσίες αρχικού σταδίου».

17

Στις 6 Απριλίου 2004, η TNT Post συνήψε με τη Royal Mail σύμβαση με την οποία η Royal Mail ανέλαβε να παρέχει «υπηρεσίες τελικού σταδίου», δηλαδή να διανέμει την αλληλογραφία που έχει αποτελέσει αντικείμενο συλλογής, διαλογής και οδικής μεταφοράς σε περιφερειακή αποθήκη της Royal Mail από την TNT Post. Η σύμβαση αυτή καταρτίστηκε σύμφωνα με έναν από τους όρους της άδειας που κατέχει η Royal Mail, σύμφωνα με τον οποίο οφείλει να παρέχει πρόσβαση στα ταχυδρομικά καταστήματά της σε όποιον ταχυδρομικό φορέα ή χρήστη το ζητήσει και να διαπραγματεύεται καλόπιστα προκειμένου να συμφωνηθούν οι όροι της εν λόγω προσβάσεως. Σήμερα, η ΤΝΤ Post δεν παρέχει καμία υπηρεσία τελικού σταδίου.

18

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει επίσης ότι, όσον αφορά την εμπορική αλληλογραφία, που αντιπροσωπεύει το 85% του όγκου της αλληλογραφίας που διαχειρίζεται η TNT Post στο Ηνωμένο Βασίλειο, η κύρια αγορά της βρίσκεται στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Δεδομένου ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν είναι σε θέση να ανακτήσουν όλον τον ΦΠΑ που καταβάλλουν επί των εισροών, είναι προς το εμπορικό συμφέρον της TNT Post να ελαχιστοποιεί τα ποσά του ΦΠΑ με τα οποία πρέπει να χρεώνει τους πελάτες της.

19

Σύμφωνα όμως με τον νόμο του 1994, περί του φόρου προστιθεμένης αξίας, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο περί ταχυδρομικών υπηρεσιών, η εκ μέρους της Royal Mail μεταφορά ταχυδρομικών δεμάτων, στην οποία πρέπει να υπαχθούν οι επιστολές, απαλλάσσεται του ΦΠΑ, ενώ οι παρεχόμενες από την TNT Post υπηρεσίες, οι οποίες κατ’ αυτήν ταυτίζονται με τις παρεχόμενες από τη Royal Mail, υπόκεινται σε ΦΠΑ με τον κανονικό συντελεστή του 17,5%.

20

Θεωρώντας ότι για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί απαιτείται η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Administrative Court), αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

α)

Πώς πρέπει να ερμηνευθεί η έκφραση “δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες” που περιέχεται στο άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της [έκτης οδηγίας] (νυν άρθρο 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112);

β)

Επηρεάζεται η ερμηνεία της εκφράσεως αυτής από το γεγονός ότι οι ταχυδρομικές υπηρεσίες έχουν ελευθερωθεί σε ένα κράτος μέλος, ότι δεν υπάρχουν αποκλειστικές υπηρεσίες υπό την έννοια της οδηγίας [97/67] και ότι υπάρχει ένας και μόνον καθορισμένος φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας ο οποίος έχει γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή σύμφωνα με την οδηγία αυτή (όπως η Royal Mail στο Ηνωμένο Βασίλειο);

γ)

Υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως [οι οποίες αντιστοιχούν στην κατάσταση που περιγράφηκε πιο πάνω στο πρώτο ερώτημα υπό στοιχείο βʹ], περιλαμβάνει η έκφραση αυτή:

i)

μόνον τον μοναδικό καθορισμένο φορέα παροχής καθολικής υπηρεσίας (όπως η Royal Mail στο Ηνωμένο Βασίλειο) ή

ii)

και έναν ιδιωτικό ταχυδρομικό φορέα (όπως η TNT Post);

2)

Υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει το άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας περί ΦΠΑ (νυν άρθρο 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112) να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει ή επιτρέπει σε ένα κράτος μέλος να απαλλάσσει όλες τις ταχυδρομικές υπηρεσίες που παρέχονται από “τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες”;

3)

Αν στα κράτη μέλη επιβάλλεται ή επιτρέπεται να απαλλάσσουν μερικές, αλλά όχι όλες, από τις υπηρεσίες που παρέχονται από “τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες”, με γνώμονα ποια κριτήρια πρέπει να προσδιοριστούν οι υπηρεσίες αυτές;»

Επί του αιτήματος περί επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας

21

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 2 Μαρτίου 2009, η TNT Post ζήτησε από το Δικαστήριο να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 61 του Κανονισμού Διαδικασίας. Κατά την εταιρία αυτή, οι προτάσεις της γενικής εισαγγελέα περιέχουν ορισμένες παρανοήσεις σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης και τη λειτουργία της ταχυδρομικής αγοράς στο Ηνωμένο Βασίλειο.

22

Όπως προκύπτει από τη νομολογία, το Δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν προτάσεως του γενικού εισαγγελέα ή ακόμη και αιτήσεως των διαδίκων να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 61 του Κανονισμού Διαδικασίας του, εφόσον κρίνει ότι δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία ή ότι η υπόθεση πρέπει να επιλυθεί βάσει επιχειρήματος επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C-210/06, Cartesio, Συλλογή 2008, σ. I-9641, σκέψη 46).

23

Τα πραγματικά περιστατικά όμως της υποθέσεως της κύριας δίκης και η λειτουργία της ταχυδρομικής αγοράς στο Ηνωμένο Βασίλειο περιγράφηκαν λεπτομερώς από το αιτούν δικαστήριο και σχολιάστηκαν με τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο θεωρεί ότι διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία για να δώσει απάντηση στα υποβληθέντα από το αιτούν δικαστήριο ερωτήματα.

24

Περαιτέρω, δεν προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η υπόθεση πρέπει να επιλυθεί βάσει επιχειρήματος επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων.

25

Κατά συνέπεια, μετά την ακρόαση της γενικής εισαγγελέα, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

26

Με το πρώτο του ερώτημα, που πρέπει να εξεταστεί συνολικά, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο υπό ποια έννοια πρέπει να ερμηνευθεί η έννοια «δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες» του άρθρου 13, A, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας, σε περίπτωση ιδίως που οι ταχυδρομικές υπηρεσίες έχουν αποτελέσει αντικείμενο ελευθερώσεως εντός κράτους μέλους.

27

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι από τη διατύπωση ολόκληρης της περιόδου της εν λόγω διατάξεως προκύπτει σαφώς ότι οι λέξεις «δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες» δηλούν τα όργανα διαχείρισης που πραγματοποιούν τις απαλλασσόμενες παροχές υπηρεσιών. Για να καλύπτονται από το γράμμα της διατάξεως αυτής, πρέπει συνεπώς οι παροχές αυτές να πραγματοποιούνται από φορέα ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί «δημόσια ταχυδρομική υπηρεσία» υπό οργανική έννοια (βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 1985, 107/84, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1985, σ. 2655, σκέψη 11).

28

Η ερμηνεία αυτή στηρίζεται στο γράμμα του άρθρου 13, A, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας. Περαιτέρω, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η ερμηνεία αυτή επηρεάζεται από περιστάσεις όπως η ελευθέρωση του ταχυδρομικού τομέα, που πραγματοποιήθηκε μετά την έκδοση της προπαρατεθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Γερμανίας.

29

Απεναντίας, το γεγονός ότι η διατύπωση του άρθρου 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112 ταυτίζεται με αυτήν του άρθρου 13, A, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας αποδεικνύει ότι η απαλλαγή που προβλέπει η τελευταία αυτή διάταξη έχει διατηρηθεί απαράλλακτη, παρά την ελευθέρωση του ταχυδρομικού τομέα.

30

Επομένως, αντίθετα προς όσα υποστηρίζουν η TNT Post, καθώς και η Φινλανδική και η Σουηδική Κυβέρνηση, η απαλλαγή που προβλέπει το άρθρο 13, A, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να αφορά, κατ’ ουσίαν, την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών, όπως οι κατ’ αποκλειστικότητα ανατιθέμενες υπηρεσίες κατά την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας 97/67, ανεξάρτητα από την ιδιότητα του παρέχοντος τις υπηρεσίες αυτές.

31

Δεύτερον, οι όροι που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό μιας απαλλαγής, όπως αυτή του άρθρου 13, A, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, δεδομένου ότι η απαλλαγή αυτή αποτελεί παρέκκλιση από τη γενική αρχή ότι ΦΠΑ εισπράττεται για κάθε παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιείται εξ επαχθούς αιτίας από πρόσωπο που υπόκειται στον φόρο. Πάντως, η ερμηνεία των όρων αυτών πρέπει να είναι σύμφωνη με τους σκοπούς που επιδιώκονται με τις εν λόγω απαλλαγές και να τηρεί τις επιταγές της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας που είναι σύμφυτη με το κοινό σύστημα του ΦΠΑ. Έτσι, αυτός ο κανόνας στενής ερμηνείας δεν σημαίνει ότι οι όροι που χρησιμοποιούνται για τον ορισμό των απαλλαγών του εν λόγω άρθρου 13 πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο που οι απαλλαγές αυτές να μη παράγουν τα αποτελέσματά τους (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 14ης Ιουνίου 2007, C-445/05, Haderer, Συλλογή 2007, σ. I-4841, σκέψη 18 και παρατιθέμενη εκεί νομολογία).

32

Όπως προκύπτει και από τον τίτλο του άρθρου 13, A, της έκτης οδηγίας, οι απαλλαγές που το άρθρο αυτό προβλέπει αποσκοπούν στην προαγωγή ορισμένων δραστηριοτήτων γενικού συμφέροντος.

33

Ο γενικός αυτός σκοπός εξειδικεύεται, στον ταχυδρομικό τομέα, με τον ειδικότερο σκοπό της προσφοράς, με μειωμένο κόστος, ταχυδρομικών υπηρεσιών που να ανταποκρίνονται στις βασικές ανάγκες του πληθυσμού.

34

Στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, ένας τέτοιος σκοπός συμπίπτει, κατ’ ουσίαν, με αυτόν που επιδιώκει η οδηγία 97/67, ο οποίος συνίσταται στην προσφορά καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας. Δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, μια τέτοια υπηρεσία αντιστοιχεί στην προσφορά ταχυδρομικών υπηρεσιών συγκεκριμένης ποιότητας μονίμως σε όλα τα σημεία της επικράτειας, σε τιμές προσιτές για όλους τους χρήστες.

35

Επομένως, παρά το γεγονός ότι δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για την ερμηνεία του άρθρου 13, A, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας, της οποίας η νομική βάση διαφέρει από αυτή της οδηγίας 97/67, η τελευταία αυτή συνιστά μολαταύτα χρήσιμη αναφορά για την ερμηνεία της έννοιας «δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες» κατά τη διάταξη αυτή.

36

Επομένως, οι δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες κατά την έννοια του άρθρου 13, A, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας πρέπει να θεωρούνται ότι συνιστούν φορείς, ανεξαρτήτως του αν είναι δημόσιοι ή ιδιωτικοί (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 16), που αναλαμβάνουν να παρέχουν ταχυδρομικές υπηρεσίες που να ανταποκρίνονται στις βασικές ανάγκες του πληθυσμού και συνεπώς, στην πράξη, να εξασφαλίζουν το σύνολο ή τμήμα της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας εντός κράτους μέλους, όπως η υπηρεσία αυτή ορίζεται στο άρθρο 3 της οδηγίας 97/67.

37

Μια τέτοια ερμηνεία δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας, η οποία απαγορεύει να αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο, όσον αφορά την είσπραξη του ΦΠΑ, οι επιχειρηματίες που πραγματοποιούν τις ίδιες πράξεις (βλ. απόφαση της 28ης Ιουνίου 2007, C-363/05, JP Morgan Fleming Claverhouse Investment Trust και The Association of Investment Trust Companies, Συλλογή 2007, σ. I-5517, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38

Συγκεκριμένα, όπως τόνισε και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 63 των προτάσεών της, για να εκτιμηθεί το αν οι παροχές είναι συγκρίσιμες ή όχι, δεν πρέπει να συσχετισθούν μόνο μεμονωμένες παροχές, αλλά πρέπει να ληφθεί υπόψη το πλαίσιο εντός του οποίου οι παροχές αυτές πραγματοποιούνται.

39

Όπως όμως αποδεικνύεται από τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, λόγω των περιγραφεισών στη σκέψη 12 της παρούσας αποφάσεως υποχρεώσεων, που επιβάλλονται δυνάμει της αδείας της οποίας είναι κάτοχος και συνδέονται με την ιδιότητά της ως φορέα παροχής της καθολικής υπηρεσίας, ένας φορέας όπως η Royal Mail παρέχει ταχυδρομικές υπηρεσίες υπό νομικό καθεστώς που είναι ουσιωδώς διαφορετικό από αυτό υπό το οποίο παρέχει τέτοιες υπηρεσίες ένας φορέας όπως η TNT Post.

40

Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η έννοια «δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες» του άρθρου 13, A, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας πρέπει να ερμηνεύεται ως αφορώσα δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς που αναλαμβάνουν να παρέχουν εντός κράτους μέλους το σύνολο ή τμήμα της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 3 της οδηγίας 97/67.

Επί του δεύτερου και του τρίτου ερωτήματος

41

Με το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα, που πρέπει να συνεξεταστούν, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν η απαλλαγή του άρθρου 13, A, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας εφαρμόζεται στο σύνολο των ταχυδρομικών υπηρεσιών που παρέχουν οι δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες ή μόνο σε τμήμα αυτών. Αν εφαρμόζεται μόνο σε τμήμα τους, το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να γνωρίζει τα κριτήρια βάσει των οποίων προσδιορίζονται οι απαλλασσόμενες υπηρεσίες.

42

Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, δυνάμει του άρθρου 13, A, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας, απαλλάσσονται οι παροχές υπηρεσιών και οι παρεπόμενες προς τις παροχές αυτές παραδόσεις αγαθών, οι οποίες πραγματοποιούνται από τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες. Μόνον οι μεταφορές προσώπων και οι τηλεπικοινωνίες εξαιρούνται ρητώς από το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής.

43

Ωστόσο, αντίθετα προς όσα υποστηρίζουν η Royal Mail, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Ελληνική Κυβέρνηση και η Ιρλανδία, από την εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να συναχθεί ότι όλες οι παροχές υπηρεσιών και όλες οι παρεπόμενες προς τις παροχές αυτές παραδόσεις αγαθών, οι οποίες πραγματοποιούνται από τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες και δεν εξαιρούνται ρητώς από το πεδίο εφαρμογής της ίδιας αυτής διατάξεως, απαλλάσσονται, ανεξαρτήτως της εγγενούς φύσεώς τους.

44

Συγκεκριμένα, από τις απαιτήσεις που αναφέρθηκαν στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως και σύμφωνα με τις οποίες η προβλεπόμενη στο άρθρο 13, A, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας απαλλαγή πρέπει να ερμηνεύεται στενά και κατά τρόπο σύμφωνο προς τον σκοπό που επιδιώκει η διάταξη αυτή προκύπτει ότι οι παροχές υπηρεσιών και οι παρεπόμενες προς τις παροχές αυτές παραδόσεις αγαθών πρέπει να ερμηνεύονται ως συνιστάμενες σε αυτές που οι δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες πραγματοποιούν υπ’ αυτή τους την ιδιότητα, ήτοι υπό την ιδιότητα των δημοσίων ταχυδρομικών υπηρεσιών.

45

Μια τέτοια ερμηνεία επιβάλλεται, ειδικότερα, λόγω της ανάγκης τηρήσεως της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας. Συγκεκριμένα, οι υποχρεώσεις ενός φορέα όπως η Royal Mail, οι οποίες, όπως προκύπτει από τη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως, καθιστούν δυνατή τη διαφοροποίηση του πλαισίου εντός του οποίου ο φορέας αυτός παρέχει ταχυδρομικές υπηρεσίες σε σχέση με αυτό εντός του οποίου ένας φορέας όπως η TNT Post παρέχει τέτοιου είδους υπηρεσίες, αφορούν μόνον τις ταχυδρομικές υπηρεσίες που παρέχονται υπό την ιδιότητα του φορέα παροχής της καθολικής υπηρεσίας.

46

Ομοίως, από τις υπομνησθείσες στη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως απαιτήσεις και, ειδικότερα, από τη φύση του επιδιωκομένου σκοπού, που συνίσταται στην προαγωγή μιας δραστηριότητας γενικού συμφέροντος, προκύπτει ότι η απαλλαγή δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε ειδικές υπηρεσίες που μπορούν να διαχωριστούν από την υπηρεσία γενικού συμφέροντος, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι υπηρεσίες που ανταποκρίνονται σε ειδικές ανάγκες επιχειρηματιών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 19ης Μαΐου 1993, C-320/91, Corbeau, Συλλογή 1993, σ. I-2533, σκέψη 19).

47

Ορθώς συνεπώς η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή ισχυρίζονται ότι δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι απαλλάσσονται δυνάμει του άρθρου 13, Α, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας υπηρεσίες παρεχόμενες από τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες των οποίων οι όροι έχουν αποτελέσει αντικείμενο μεμονωμένης διαπραγματεύσεως. Από την ίδια τους τη φύση, η παροχή των υπηρεσιών αυτών ανταποκρίνεται στις ειδικές ανάγκες των ενδιαφερομένων χρηστών.

48

Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται, εν πάση περιπτώσει, από τη δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/67, από την οποία προκύπτει ότι η δυνατότητα μεμονωμένης διαπραγματεύσεως των συμβάσεων με τους πελάτες δεν αντιστοιχεί, a priori, στην έννοια της παροχής της καθολικής υπηρεσίας.

49

Επομένως, στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 13, A, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας απαλλαγή εφαρμόζεται σε παροχές υπηρεσιών και σε παρεπόμενες προς τις παροχές αυτές παραδόσεις αγαθών, εξαιρουμένων των μεταφορών προσώπων και των τηλεπικοινωνιών, που οι δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες πραγματοποιούν υπ’ αυτή τους την ιδιότητα, ήτοι υπό την ιδιότητα του φορέα που αναλαμβάνει να παρέχει εντός κράτους μέλους το σύνολο ή τμήμα της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας. Η εν λόγω απαλλαγή δεν εφαρμόζεται σε παροχές υπηρεσιών και σε παρεπόμενες προς τις παροχές αυτές παραδόσεις αγαθών των οποίων οι όροι έχουν αποτελέσει αντικείμενο μεμονωμένης διαπραγματεύσεως.

Επί των δικαστικών εξόδων

50

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Η έννοια «δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες», που περιέχεται στο άρθρο 13, A, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, πρέπει να ερμηνεύεται ως αφορώσα δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς που αναλαμβάνουν να παρέχουν εντός κράτους μέλους το σύνολο ή τμήμα της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 3 της οδηγίας 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της , σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της .

 

2)

Η προβλεπόμενη στο άρθρο 13, A, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας 77/388 απαλλαγή εφαρμόζεται σε παροχές υπηρεσιών και σε παρεπόμενες προς τις παροχές αυτές παραδόσεις αγαθών, εξαιρουμένων των μεταφορών προσώπων και των τηλεπικοινωνιών, που οι δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες πραγματοποιούν υπ’ αυτή τους την ιδιότητα, ήτοι υπό την ιδιότητα του φορέα που αναλαμβάνει να παρέχει εντός κράτους μέλους το σύνολο ή τμήμα της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας. Η εν λόγω απαλλαγή δεν εφαρμόζεται σε παροχές υπηρεσιών και σε παρεπόμενες προς τις παροχές αυτές παραδόσεις αγαθών των οποίων οι όροι έχουν αποτελέσει αντικείμενο μεμονωμένης διαπραγματεύσεως.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.