ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 23ης Απριλίου 2009 ( *1 )

«Οδηγία 2005/29/ΕΚ — Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές — Εθνική ρύθμιση που απαγορεύει τις συνοδευόμενες με δώρα προσφορές προς τους καταναλωτές»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-261/07 και C-299/07,

με αντικείμενο αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, υποβληθείσες από το rechtbank van koophandel te Antwerpen (Βέλγιο) με αποφάσεις της 24ης Μαΐου και της οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο αντιστοίχως την και την , στο πλαίσιο των δικών

VTB-VAB NV (C-261/07)

κατά

Total Belgium NV,

και

Galatea BVBA (C-299/07)

κατά

Sanoma Magazines Belgium NV,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, A. Tizzano (εισηγητή), A. Borg Barthet, E. Levits και J.-J. Kasel, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: V. Trstenjak

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Ιουνίου 2008,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η VTB-VAB NV, εκπροσωπούμενη από τους L. Eliaerts και B. Gregoir, advocaten,

η Total Belgium NV, εκπροσωπούμενη από τον J. Stuyck, advocaat,

η Sanoma Magazines Belgium NV, εκπροσωπούμενη από τον P. Maeyaert, advocaat,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την L. Van den Broeck και τον T. Materne, επικουρούμενους από τον E. Balate, avocat,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Muñoz Pérez,

η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. de Bergues και την R. Loosli-Surrans,

η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Inez Fernandes,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον W. Wils,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 21ης Οκτωβρίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Οι αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 49 ΕΚ και της οδηγίας 2005/29/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές») (ΕΕ L 149, σ. 22, στο εξής: οδηγία).

2

Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δύο ενδίκων διαφορών όπου η VTB-VAB NV (στο εξής: VTB) αντιδικεί με την Total Belgium NV (στο εξής: Total Belgium) και η Galatea BVBA (στο εξής: Galatea) αντιδικεί με τη Sanoma Magazines Belgium NV (στο εξής: Sanoma) σχετικά με εμπορικές πρακτικές της Total Belgium και της Sanoma που η VTB και η Galatea θεωρούν αθέμιτες.

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική ρύθμιση

3

Στην πέμπτη, έκτη, ενδέκατη και δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας εκτίθενται:

«(5)

[…] τα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία υπηρεσιών και αγαθών δια μέσου των συνόρων ή στην ελευθερία εγκατάστασης […] θα πρέπει να εξαλειφθούν. Τα εμπόδια αυτά μπορούν να εξαλειφθούν μόνο με τη θέσπιση ενιαίων κανόνων σε κοινοτικό επίπεδο οι οποίοι να προβλέπουν υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και με τη διασαφήνιση ορισμένων νομικών εννοιών σε κοινοτικό επίπεδο, στο βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο για την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και για τη συμμόρφωση με την απαίτηση ασφάλειας του δικαίου.

(6)

Ως εκ τούτου, η παρούσα οδηγία επιδιώκει την προσέγγιση της νομοθεσίας των κρατών μελών για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, συμπεριλαμβανομένης της αθέμιτης διαφήμισης, οι οποίες βλάπτουν άμεσα τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών και, συνεπώς, έμμεσα τα οικονομικά συμφέροντα των θεμιτών ανταγωνιστών. […]

(11)

Το υψηλό επίπεδο σύγκλισης που επιτυγχάνεται με την προσέγγιση των εθνικών διατάξεων μέσω της παρούσας οδηγίας δημιουργεί ένα κοινό υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών. Η παρούσα οδηγία θεσπίζει μια ενιαία γενική απαγόρευση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών που στρεβλώνουν την οικονομική συμπεριφορά των καταναλωτών. Καθορίζει επίσης κανόνες για επιθετικές εμπορικές πρακτικές που σήμερα δεν ρυθμίζονται σε επίπεδο Κοινότητας.

(17)

Είναι σκόπιμο να καθοριστούν οι εμπορικές πρακτικές που είναι αθέμιτες υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, χάριν μεγαλύτερης ασφάλειας δικαίου. Στο παράρτημα Ι περιλαμβάνεται ο πλήρης κατάλογος όλων αυτών των πρακτικών. Είναι οι μόνες εμπορικές πρακτικές που μπορούν να θεωρηθούν αθέμιτες, χωρίς κατά περίπτωση αξιολόγηση, παρά τις διατάξεις των άρθρων 5 έως 9. Ο κατάλογος μπορεί να τροποποιηθεί μόνο με αναθεώρηση της οδηγίας.»

4

Το άρθρο 1 της οδηγίας ορίζει:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να συμβάλει στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών με την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που βλάπτουν τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών.»

5

Το άρθρο 2 της οδηγίας ορίζει:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

[…]

δ)

“εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές” (οι οποίες αναφέρονται στο εξής και ως εμπορικές πρακτικές): κάθε πράξη, παράλειψη, τρόπος συμπεριφοράς ή εκπροσώπησης, εμπορική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της διαφήμισης και του μάρκετινγκ, ενός εμπορευομένου, άμεσα συνδεόμενη με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος σε καταναλωτές·

[…]».

6

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει:

«Η παρούσα οδηγία ισχύει για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές, όπως αυτές θεσπίζονται στο άρθρο 5, πριν, κατά τη διάρκεια και ύστερα από εμπορική συναλλαγή σχετιζομένη με ένα συγκεκριμένο προϊόν.»

7

Κατά το άρθρο 4 της οδηγίας:

«Τα κράτη μέλη δεν περιορίζουν ούτε την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ούτε την ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών για λόγους που εμπίπτουν στον τομέα όπου επιδιώκεται η προσέγγιση της νομοθεσίας μέσω της παρούσας οδηγίας.»

8

Το άρθρο 5 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών», έχει ως εξής:

«1.   Απαγορεύονται οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

2.   Μια εμπορική πρακτική είναι αθέμιτη όταν:

α)

είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας,

και

β)

στρεβλώνει ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή στον οποίο φθάνει ή στον οποίο απευθύνεται το προϊόν ή του μέσου μέλους της ομάδας, όταν μια εμπορική πρακτική απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη ομάδα καταναλωτών.

3.   Εμπορικές πρακτικές που ενδέχεται να στρεβλώνουν ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά μόνο μιας σαφώς προσδιοριζόμενης ομάδας καταναλωτών που είναι ιδιαιτέρως ευάλωτοι ως προς την πρακτική αυτή ή ως προς το συγκεκριμένο προϊόν λόγω πνευματικής ή σωματικής αναπηρίας, ηλικίας ή ακρισίας, με τέτοιο τρόπο ώστε ο εμπορευόμενος να μπορεί ευλόγως να το προβλέψει, εκτιμώνται υπό το πρίσμα του μέσου μέλους της συγκεκριμένης ομάδας. Αυτό ισχύει υπό την επιφύλαξη της κοινής και θεμιτής διαφημιστικής πρακτικής της διατύπωσης δηλώσεων που ενέχουν υπερβολές ή δηλώσεων οι οποίες δεν αναμένεται να εκληφθούν, ως έχουν, εν τη κυριολεξία τους.

4.   Ιδιαιτέρως, εμπορικές πρακτικές, είναι αθέμιτες όταν

α)

είναι παραπλανητικές όπως καθορίζεται στα άρθρα 6 και 7,

ή

β)

είναι επιθετικές όπως καθορίζεται στα άρθρα 8 και 9.

5.   Το παράρτημα Ι περιέχει τον κατάλογο των εμπορικών πρακτικών που θεωρούνται αθέμιτες υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις. Ο ίδιος ενιαίος κατάλογος ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη και μπορεί να τροποποιηθεί μόνο με αναθεώρηση της παρούσας οδηγίας.»

9

Το άρθρο 6 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Παραπλανητικές πράξεις», ορίζει:

«1.   Μια εμπορική πρακτική θεωρείται παραπλανητική όταν περιλαμβάνει εσφαλμένες πληροφορίες και είναι επομένως αναληθής ή, όταν, με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της συνολικής παρουσίασής της, εξαπατά ή ενδέχεται να εξαπατήσει το μέσο καταναλωτή, ακόμα και εάν οι πληροφορίες είναι, αντικειμενικά, ορθές όσον αφορά ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία τα οποία παρατίθενται κατωτέρω και, ούτως ή άλλως, τον οδηγεί ή ενδέχεται να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία, διαφορετικά, δεν θα ελάμβανε:

α)

η ύπαρξη ή η φύση του προϊόντος

β)

τα κύρια χαρακτηριστικά του προϊόντος όπως είναι η διαθεσιμότητα, τα οφέλη, οι κίνδυνοι, η εκτέλεση, η σύνθεση, τα συνοδευτικά εξαρτήματα, η μετά την πώληση υποστήριξη προς τον καταναλωτή και η αντιμετώπιση των παραπόνων, η μέθοδος και η ημερομηνία κατασκευής ή παροχής, η παράδοση, η καταλληλότητα, η χρήση, η ποσότητα, οι προδιαγραφές, η γεωγραφική ή εμπορική προέλευση ή τα αναμενόμενα από τη χρήση του προϊόντος αποτελέσματα, ή τα αποτελέσματα και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των δοκιμών ή ελέγχων του προϊόντος

γ)

έκταση των δεσμεύσεων του εμπορευομένου, τα κίνητρα για την εμπορική πρακτική και η φύση της διαδικασίας πωλήσεων, κάθε δήλωση ή σύμβολο που αφορά άμεση ή έμμεση χορηγία ή έγκριση του εμπορευομένου ή του προϊόντος

δ)

η τιμή ή ο τρόπος υπολογισμού της ή η ύπαρξη ειδικής πλεονεκτικής τιμής

ε)

η ανάγκη υπηρεσίας, ανταλλακτικού, αντικατάστασης ή επισκευής

στ)

η φύση, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τα δικαιώματα του εμπορευομένου ή του πράκτορά του, όπως είναι η ταυτότητα και τα περιουσιακά στοιχεία του, τα προσόντα του, η ιδιότητα, η έγκριση, η εταιρική σχέση ή η σύνδεση και η κυριότητα δικαιωμάτων βιομηχανικής, εμπορικής ή πνευματικής ιδιοκτησίας, ή τα βραβεία και οι διακρίσεις του

ζ)

τα δικαιώματα του καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος αντικατάστασης ή επιστροφής κατά την οδηγία 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών [(EE L 171, σ. 12)], ή των κινδύνων που μπορεί να αντιμετωπίσει ο καταναλωτής.

2.   Μια εμπορική πρακτική θεωρείται επίσης παραπλανητική όταν, στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων, οδηγεί ή ενδέχεται να οδηγήσει το μέσο καταναλωτή να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε, και η πρακτική περιλαμβάνει:

α)

κάθε μάρκετινγκ προϊόντος, συμπεριλαμβανομένης της συγκριτικής διαφήμισης, που δημιουργεί σύγχυση με προϊόντα, εμπορικά σήματα, εμπορικές επωνυμίες και άλλα διακριτικά γνωρίσματα ενός ανταγωνιστή

β)

μη συμμόρφωση του εμπορευομένου προς τις δεσμεύσεις που περιέχουν κώδικες συμπεριφοράς με τους οποίους ανέλαβε να δεσμευτεί, όταν:

i)

η δέσμευση δεν είναι προγραμματική αλλά είναι ρητή και μπορεί να εξακριβωθεί,

και

ii)

ο εμπορευόμενος αναφέρει σε μια εμπορική πρακτική ότι δεσμεύεται από τον κώδικα.»

10

Το άρθρο 7 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Παραπλανητικές παραλείψεις», ορίζει:

«1.   Μια εμπορική πρακτική θεωρείται παραπλανητική όταν, στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων, καθώς και των περιορισμών του συγκεκριμένου μέσου επικοινωνίας, παραλείπει ουσιώδεις πληροφορίες που χρειάζεται ο μέσος καταναλωτής, ανάλογα με το συγκεκριμένο πλαίσιο, για να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής, και ως εκ τούτου τον οδηγεί ή ενδέχεται να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε.

2.   Παραπλανητική παράλειψη τεκμαίρεται και όταν ο εμπορευόμενος αποκρύπτει ουσιώδεις πληροφορίες ή τις παρέχει κατά τρόπο ασαφή, ακατάληπτο, διφορούμενο ή εκτός χρόνου κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1, λαμβανομένων υπόψη των ζητημάτων που περιγράφονται στην εν λόγω παράγραφο, ή όταν δεν προσδιορίζει την εμπορική επιδίωξη της εμπορικής πρακτικής, εφόσον αυτή δεν είναι ήδη προφανής από το συγκεκριμένο πλαίσιο και όταν, και στις δύο περιπτώσεις, τούτο έχει ή ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα να λάβει ο μέσος καταναλωτής απόφαση για συναλλαγή την οποία, διαφορετικά, δεν θα είχε λάβει.

3.   Όταν το μέσο που χρησιμοποιείται για την ανακοίνωση της εμπορικής πρακτικής επιβάλλει περιορισμούς τόπου ή χρόνου, οι περιορισμοί αυτοί καθώς και τα μέτρα που λαμβάνει ο εμπορευόμενος για να καταστήσει την πληροφορία προσιτή στους καταναλωτές με άλλο τρόπο, λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να καθοριστεί αν η πληροφορία έχει παραλειφθεί.

4.   Στην περίπτωση της πρόσκλησης για αγορά, θεωρούνται ουσιώδεις οι ακόλουθες πληροφορίες, εάν δεν είναι ήδη προφανείς από το συγκεκριμένο πλαίσιο:

α)

τα κύρια χαρακτηριστικά του προϊόντος, στο βαθμό που ενδείκνυνται σε σχέση με το μέσο και το προϊόν

β)

η γεωγραφική διεύθυνση και η ταυτότητα του εμπορευομένου, όπως η εμπορική επωνυμία του και όπου ενδείκνυται, η γεωγραφική διεύθυνση και η ταυτότητα του εμπορευομένου για λογαριασμό του οποίου ενεργεί

γ)

η τιμή, συμπεριλαμβανομένων των φόρων, ή αν, λόγω της φύσεως του προϊόντος, η τιμή δεν μπορεί ευλόγως να καθοριστεί εκ των προτέρων, ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζεται η τιμή, και, όπου ενδείκνυται, όλες οι πρόσθετες επιβαρύνσεις αποστολής, παράδοσης ή ταχυδρομείου ή, όταν αυτές οι επιβαρύνσεις ευλόγως δεν μπορούν να υπολογιστούν εκ των προτέρων, το γεγονός ότι μπορεί να απαιτηθούν τέτοιες πρόσθετες επιβαρύνσεις

δ)

οι ρυθμίσεις για την πληρωμή, παράδοση, εκτέλεση και αντιμετώπιση παραπόνων, εφόσον αποκλίνουν από τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας

ε)

για προϊόντα και συναλλαγές όπου υφίσταται δικαίωμα υπαναχώρησης ή ακύρωσης, η ύπαρξη αυτού του δικαιώματος.

5.   Οι απαιτήσεις παροχής πληροφοριών που θεσπίζονται από το κοινοτικό δίκαιο, σχετικά με την εμπορική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της διαφήμισης ή του μάρκετινγκ, των οποίων ενδεικτικός κατάλογος περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ, θεωρούνται ουσιώδεις.»

11

Το άρθρο 8 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Επιθετικές εμπορικές πρακτικές», ορίζει:

«Μια εμπορική πρακτική θεωρείται επιθετική εάν, στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων, χρησιμοποιεί παρενόχληση, καταναγκασμό, συμπεριλαμβανομένης και της άσκησης σωματικής βίας, ή κατάχρηση επιρροής και, ως εκ τούτου, παρεμποδίζει σημαντικά ή ενδέχεται να παρεμποδίσει σημαντικά την ελευθερία επιλογής ή συμπεριφοράς του μέσου καταναλωτή ως προς το προϊόν, με αποτέλεσμα να τον οδηγεί ή να είναι πιθανόν να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής που διαφορετικά δεν θα ελάμβανε.»

12

Το άρθρο 9 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Παρενόχληση, καταναγκασμός ή κατάχρηση επιρροής», έχει ως εξής:

«Για να προσδιοριστεί κατά πόσον μια εμπορική πρακτική κάνει χρήση παρενόχλησης, καταναγκασμού, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης σωματικής βίας, ή κατάχρησης επιρροής πρέπει να συνεκτιμώνται τα ακόλουθα:

α)

η χρονική στιγμή, ο τόπος, η φύση ή η επιμονή

β)

η χρήση απειλητικών ή προσβλητικών εκφράσεων ή συμπεριφοράς

γ)

η εκμετάλλευση, από τον εμπορευόμενο, κάθε συγκεκριμένης ατυχίας ή περίστασης, την οποία γνωρίζει και η οποία είναι τόσο σοβαρή ώστε να διαταράσσει την κρίση του καταναλωτή, προκειμένου να επηρεάσει την απόφασή του όσον αφορά το προϊόν

δ)

κάθε επαχθές ή δυσανάλογο μη συμβατικό εμπόδιο που επιβάλλει ο εμπορευόμενος σε περίπτωση που ο καταναλωτής επιθυμεί να ασκήσει τα δικαιώματά του στο πλαίσιο της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων λύσης της σύμβασης ή μετάβασης σε άλλο προϊόν ή σε άλλον εμπορευόμενο

ε)

κάθε απειλή για λήψη μέτρου που δεν μπορεί να ληφθεί νομίμως.»

13

Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 19 της οδηγίας:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία έως τις 12 Ιουνίου 2007. […]

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές έως τις 12 Δεκεμβρίου 2007. […]»

Η εθνική ρύθμιση

14

Το άρθρο 54 του νόμου της 14ης Ιουλίου 1991 περί εμπορικών πρακτικών και περί πληροφορήσεως και προστασίας του καταναλωτή (Moniteur belge της , στο εξής: νόμος του 1991) έχει ως εξής:

«Υφίσταται συνοδευόμενη με δώρα προσφορά, υπό την έννοια του παρόντος άρθρου, όταν η κτήση, δωρεάν ή όχι, προϊόντων, υπηρεσιών και κάθε άλλου πλεονεκτήματος ή τίτλου που επιτρέπει την απόκτησή τους συνδέεται με την κτήση άλλων προϊόντων ή υπηρεσιών, έστω και παρεμφερών.

Υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που διευκρινίζονται κατωτέρω, απαγορεύεται κάθε συνοδευόμενη με δώρα προσφορά προς τον καταναλωτή εκ μέρους του πωλητή. Ομοίως, απαγορεύεται κάθε συνοδευόμενη με δώρα προσφορά προς τον καταναλωτή που πραγματοποιείται από περισσότερους πωλητές οι οποίοι ενεργούν με κοινή πρόθεση.»

15

Τα άρθρα 55 έως 57 του νόμου του 1991 προβλέπουν ορισμένες εξαιρέσεις από την απαγόρευση αυτή.

16

Το άρθρο 55 του νόμου του 1991 ορίζει:

«Μπορούν να προσφέρονται από κοινού, έναντι συνολικού τιμήματος:

1.

Προϊόντα ή υπηρεσίες που αποτελούν ενιαίο σύνολο.

[…]

2.

Παρεμφερή προϊόντα ή υπηρεσίες, υπό την προϋπόθεση ότι:

a)

κάθε προϊόν και κάθε υπηρεσία μπορεί να αποκτηθεί χωριστά στο ίδιο υποκατάστημα στη συνήθη τιμή,

b)

ο αγοραστής ενημερώνεται σαφώς για τη δυνατότητα αυτή και για τη μεμονωμένη τιμή κάθε προϊόντος και κάθε υπηρεσίας,

c)

η προσφερόμενη στον αγοραστή του συνόλου των προϊόντων ή των υπηρεσιών μείωση της τιμής ανέρχεται το πολύ στο ένα τρίτο του συνόλου των μεμονωμένων τιμών.»

17

Κατά το άρθρο 56 του νόμου του 1991:

«Επιτρέπεται να προσφέρονται δωρεάν, μαζί με ένα κύριο προϊόν ή υπηρεσία:

1.

Εξάρτημα κυρίου προϊόντος, το οποίο ο κατασκευαστής του προϊόντος έχει προσαρμόσει ειδικά στο προϊόν αυτό και το οποίο παραδίδεται μαζί με το προϊόν αυτό, για να διευρύνει ή να διευκολύνει τη χρήση του,

2.

Οι συσκευασίες ή περιέκτες που χρησιμοποιούνται για την προστασία και την προετοιμασία του προϊόντος, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως και της αξίας του προϊόντος αυτού,

3.

Μικρά προϊόντα και υπηρεσίες, που επιτρέπονται από τα συναλλακτικά ήθη, καθώς και η παράδοση, η τοποθέτηση, ο έλεγχος και συντήρηση των πωληθέντων εμπορευμάτων,

4.

Δείγματα από την ποικιλία του κατασκευαστή ή του προμηθευτή του κυρίου προϊόντος, στο μέτρο που αυτά προσφέρονται στις ποσότητες ή στις διαστάσεις που είναι απολύτως αναγκαίες για την εκτίμηση των ιδιοτήτων του προϊόντος,

5.

Χρωμολιθογραφίες, γραφικές εικόνες και ζωγραφιές ελάχιστης εμπορικής αξίας,

6.

Τίτλοι συμμετοχής σε εγκεκριμένες λαχειοφόρους αγορές,

7.

Αντικείμενα με ανεξίτηλες και εμφανείς διαφημιστικές ενδείξεις, που δεν απαντούν ως τέτοια στο εμπόριο, υπό την προϋπόθεση ότι η καταβληθείσα από τον προσφέροντα τιμή αγοράς ανέρχεται το πολύ στο 5% της τιμής πωλήσεως του κυρίου προϊόντος ή της υπηρεσίας με τα οποία παρέχονται.»

18

Τέλος, το άρθρο 57 του νόμου του 1991 ορίζει:

«Επίσης, επιτρέπεται να προσφέρονται δωρεάν, μαζί με το κύριο προϊόν ή την κύρια υπηρεσία:

1.

τίτλοι που παρέχουν τη δυνατότητα να ληφθεί πανομοιότυπο προϊόν ή πανομοιότυπη υπηρεσία, αρκεί η μείωση της τιμής από την απόκτηση αυτή να μην υπερβαίνει το ποσοστό που καθορίζεται στο άρθρο 55, σημείο 2·

2.

τίτλοι που παρέχουν τη δυνατότητα να ληφθεί ένα από τα οφέλη που προβλέπει το άρθρο 56, σημεία 5 και 6·

3.

τίτλοι που παρέχουν αποκλειστικό δικαίωμα χρηματικής εκπτώσεως, υπό την προϋπόθεση:

a)

ότι αναφέρουν τη χρηματική αξία που αντιπροσωπεύουν·

b)

ότι, στα σημεία πωλήσεως προϊόντων ή παροχής υπηρεσιών, αναγράφονται σαφώς το ποσοστό ή το μέγεθος της προσφερομένης εκπτώσεως, καθώς και τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες των οποίων η λήψη παρέχει δικαίωμα να αποκτηθούν οι τίτλοι αυτοί·

4.

τίτλοι που συνίστανται σε έγγραφα τα οποία παρέχουν δικαίωμα, μετά τη λήψη ορισμένου αριθμού προϊόντων ή υπηρεσιών, να γίνει δωρεάν προσφορά ή μείωση της τιμής κατά την απόκτηση όμοιου προϊόντος ή όμοιας υπηρεσίας, αρκεί το όφελος αυτό να παρέχεται από τον ίδιο πωλητή και να μην υπερβαίνει το ένα τρίτο της τιμής των προϊόντων ή υπηρεσιών που ελήφθησαν προηγουμένως.

Οι τίτλοι πρέπει να αναφέρουν το τυχόν όριο της διάρκειας της ισχύος τους, καθώς και τον τρόπο της προσφοράς.

Όταν ο πωλητής διακόπτει την προσφορά του, ο καταναλωτής πρέπει να λάβει το σχετικό όφελος ανάλογα με τις αγορές στις οποίες έχει ήδη προβεί.»

19

Στις 5 Ιουνίου 2007, το Βασίλειο του Βελγίου εξέδωσε νόμο για τροποποίηση του νόμου της περί εμπορικών πρακτικών και περί πληροφορήσεως και προστασίας του καταναλωτή (Moniteur belge της , σ. 34272, στο εξής: νόμος της ), ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο του 1, μεταφέρει τις διατάξεις της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο.

Οι διαφορές των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

Υπόθεση C-261/07

20

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, από τις 15 Ιανουαρίου 2007, η Total Belgium, θυγατρική του ομίλου Total η οποία, μεταξύ άλλων, πωλεί καύσιμα από πρατήρια καυσίμων, προσφέρει στους καταναλωτές που κατέχουν την κάρτα Total Club τρεις εβδομάδες δωρεάν οδικής βοήθειας, για κάθε αγορά τουλάχιστον 25 λίτρων καυσίμων για αυτοκίνητο ή τουλάχιστον 10 λίτρων καυσίμων για μοτοποδήλατο.

21

Στις 5 Φεβρουαρίου 2007, η VTB, εταιρία η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα της οδικής βοήθειας, ζήτησε από το rechtbank van koophandel te Antwerpen να υποχρεώσει την Total Belgium να παύσει την εμπορική αυτή πρακτική καθόσον αποτελεί, μεταξύ άλλων, συνοδευόμενη με δώρα προσφορά που απαγορεύεται από το άρθρο 54 του νόμου του 1991.

22

Υπό τις συνθήκες αυτές, το rechtbank van koophandel te Antwerpen αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αποκλείει η οδηγία […] την εφαρμογή εθνικής διατάξεως, όπως αυτή του άρθρου 54 του […] νόμου [του 1991], η οποία –εκτός από τις περιπτώσεις που απαριθμούνται περιοριστικώς στον νόμο– απαγορεύει κάθε συνοδευόμενη με δώρα προσφορά από έναν πωλητή προς έναν καταναλωτή, περιλαμβανομένης της προσφοράς ενός προϊόντος που ο καταναλωτής πρέπει να αγοράσει και μιας δωρεάν υπηρεσίας της οποίας η λήψη συνδέεται με την αγορά του προϊόντος, και τούτο ανεξαρτήτως των περιστάσεων της υποθέσεως, και ειδικότερα ανεξαρτήτως της επιδράσεως που η συγκεκριμένη προσφορά μπορεί να έχει στον μέσο καταναλωτή και ανεξαρτήτως του αν υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες η προσφορά αυτή δύναται να θεωρηθεί αντίθετη με την επαγγελματική δεοντολογία ή με τα συναλλακτικά ήθη;»

Υπόθεση C-299/07

23

Στην υπόθεση της κύριας δίκης, η Galatea, εταιρία η οποία έχει κατάστημα εσωρούχων στο Schoten (Βέλγιο), αντιδικεί με τη Sanoma, θυγατρική του φινλανδικού ομίλου Sanoma, η οποία εκδίδει διάφορα περιοδικά και μεταξύ αυτών το εβδομαδιαίο περιοδικό Flair.

24

Το τεύχος του Flair της 13ης Μαρτίου 2007 συνοδευόταν με ένα δελτίο το οποίο παρείχε δικαίωμα, μεταξύ 13ης Μαρτίου και , εκπτώσεως από 15 έως 25% επί προϊόντων που πωλούνταν σε ορισμένα καταστήματα εσωρούχων στη Φλαμανδική Περιφέρεια.

25

Στις 22 Μαρτίου 2007, η Galatea άσκησε ενώπιον του rechtbank van koophandel te Antwerpen αγωγή για να παύσει η επίμαχη εμπορική πρακτική, ισχυριζόμενη ότι η Sanoma παρέβη, μεταξύ άλλων, το άρθρο 54 του νόμου του 1991.

26

Υπό τις συνθήκες αυτές, το rechtbank van koophandel te Antwerpen αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αποκλείουν το άρθρο 49 ΕΚ το οποίο αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και η οδηγία […] την εφαρμογή εθνικής διατάξεως, όπως αυτή του άρθρου 54 του […] νόμου [του 1991], η οποία –εκτός από τις περιπτώσεις που απαριθμούνται περιοριστικώς στον νόμο– απαγορεύει κάθε συνοδευόμενη με δώρα προσφορά από έναν πωλητή προς έναν καταναλωτή, στο πλαίσιο της οποίας η δωρεάν ή μη δωρεάν απόκτηση προϊόντων, υπηρεσιών, πλεονεκτημάτων ή τίτλων με τους οποίους κάποιος μπορεί να αποκτήσει τα πιο πάνω συνδέεται με την απόκτηση άλλων, ακόμη και όμοιων, προϊόντων ή υπηρεσιών, και τούτο ανεξαρτήτως των περιστάσεων της υποθέσεως, και ειδικότερα ανεξαρτήτως της επιδράσεως που η συγκεκριμένη προσφορά μπορεί να έχει στον μέσο καταναλωτή και ανεξαρτήτως του αν υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες η προσφορά αυτή δύναται να θεωρηθεί αντίθετη με την επαγγελματική δεοντολογία ή με τα συναλλακτικά ήθη;»

27

Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 29ης Αυγούστου 2007, οι υποθέσεις C-261/07 και C-299/07 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

28

Με τα δύο ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν η οδηγία πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείει την εφαρμογή μιας εθνικής ρυθμίσεως, όπως αυτή του άρθρου 54 του νόμου του 1991, η οποία, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις, και χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, εισάγει μια γενική αρχή απαγορεύσεως των συνοδευόμενων με δώρα προσφορών από τον πωλητή προς τον καταναλωτή.

Επί του παραδεκτού της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C-261/07

29

Η VTB αμφισβητεί το παραδεκτό της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, καθόσον θεωρεί ότι η αίτηση αυτή αφορά την ερμηνεία μιας οδηγίας της οποίας η προθεσμία μεταφοράς, η οποία έληξε στις 12 Δεκεμβρίου 2007, δεν είχε παρέλθει όταν εκδόθηκε η απόφαση περί παραπομπής, δηλαδή στις .

30

Για τους ίδιους λόγους, και χωρίς να προβάλουν ρητώς ένσταση απαραδέκτου, η Βελγική και η Ισπανική Κυβέρνηση θεωρούν ότι η οδηγία δεν έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης. Ειδικότερα, κατά την Ισπανική Κυβέρνηση, πριν από τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά μιας οδηγίας μια εθνική διάταξη δεν μπορεί να μείνει ανεφάρμοστη από δικαστή λόγω παραβάσεως της οδηγίας αυτής.

31

Ωστόσο, τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

32

Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, όπως η συνεργασία αυτή προβλέπεται από το άρθρο 234 ΕΚ, μόνον των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία έχουν επιληφθεί της διαφοράς και πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί, έργο είναι να εκτιμήσουν, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες κάθε υποθέσεως, τόσο την ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως για να μπορέσουν να εκδώσουν την απόφασή τους όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που θέτουν στο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, εφόσον τα ερωτήματα που τέθηκαν αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο κατ’ αρχήν οφείλει να αποφανθεί (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2001, C-379/98, PreussenElektra, Συλλογή 2001, σ. I-2099, σκέψη 38· της , C-18/01, Korhonen κ.λπ., Συλλογή 2003, σ. I-5321, σκέψη 19, και της , C-295/05, Asemfo, Συλλογή 2007, σ. I-2999, σκέψη 30).

33

Κατά συνέπεια, το τεκμήριο λυσιτέλειας των προδικαστικών ερωτημάτων που θέτουν τα εθνικά δικαστήρια δύναται να τεθεί εκποδών μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και, μεταξύ άλλων, όταν είναι πρόδηλον ότι η ερμηνεία των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου που ζητείται με τα ερωτήματα αυτά δεν έχει σχέση με το υποστατό της διαφοράς ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman, Συλλογή 1995, σ. I-4921, σκέψη 61, και της , C-212/06, Gouvernement de la Communauté française και gouvernement wallon, Συλλογή 2008, σ. I-1683, σκέψη 29).

34

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, με γνώμονα την απόφαση που καλείται να εκδώσει το αιτούν δικαστήριο, δεν είναι πρόδηλον ότι το υπό εξέταση προδικαστικό ερώτημα είναι αλυσιτελές.

35

Συγκεκριμένα, αφενός, από τη νομολογία προκύπτει ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής μιας οδηγίας όχι μόνον οι εθνικές διατάξεις των οποίων ρητός σκοπός είναι η μεταφορά της οδηγίας αυτής, αλλά και, από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της εν λόγω οδηγίας, οι προϋπάρχουσες εθνικές διατάξεις που μπορούν να διασφαλίσουν τη συμφωνία του εθνικού δικαίου με την οδηγία αυτή (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, C-81/05, Cordero Alonso, Συλλογή 2006, σ. I-7569, σκέψη 29).

36

Πάντως, μολονότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο νόμος της 5ης Ιουνίου 2007, ο οποίος τροποποίησε τον νόμο του 1991 και ρητώς είχε ως σκοπό τη μεταφορά της οδηγίας, είναι μεταγενέστερος τόσο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης όσο και της αποφάσεως περί παραπομπής, παρά ταύτα, όπως προκύπτει από την απόφαση αυτή και όπως αναγνώρισε η Βελγική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι επίμαχες διατάξεις των άρθρων 54 έως 57 του νόμου του 1991, δηλαδή εκείνες που θέτουν την αρχή της γενικής απαγορεύσεως των συνοδευόμενων με δώρα προσφορών και προβλέπουν ορισμένες εξαιρέσεις από την αρχή αυτή, ούτε καταργήθηκαν ούτε καν τροποποιήθηκαν με τον νόμο της .

37

Με άλλα λόγια, τόσο κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης όσο και κατά την έκδοση της αποφάσεως περί παραπομπής, οι εθνικές αρχές θεωρούσαν ότι οι προϋπάρχουσες αυτές διατάξεις μπορούν να διασφαλίσουν τη μεταφορά της οδηγίας από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της, δηλαδή από τις 12 Ιουνίου 2005, και ότι επομένως εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της.

38

Αφετέρου, από τη νομολογία του Δικαστηρίου ούτως ή άλλως προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας μεταφοράς μιας οδηγίας, τα κράτη μέλη στα οποία απευθύνεται η οδηγία αυτή οφείλουν να απέχουν από τη θέσπιση διατάξεων ικανών να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει η εν λόγω οδηγία (αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 1997, C-129/96, Inter-Environnement Wallonie, Συλλογή 1997, σ. I-7411, σκέψη 45· της , C-14/02, ATRAL, Συλλογή 2003, σ. I-4431, σκέψη 58, και της , C-144/04, Mangold, Συλλογή 2005, σ. I-9981, σκέψη 67).

39

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι αυτή η υποχρέωση αποχής επιβάλλεται σε όλες τις αρχές των περί ων πρόκειται κρατών μελών, περιλαμβανομένων των εθνικών δικαστηρίων. Κατά συνέπεια, από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος μιας οδηγίας τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν να απέχουν, στο μέτρο του δυνατού, από την ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου κατά τρόπο που θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς, την επίτευξη του σκοπού που έχει η οδηγία αυτή (βλ., ειδικότερα, απόφαση της 4ης Ιουλίου 2006, C-212/04, Αδενέλερ κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I-6057, σκέψεις 122 και 123).

40

Εφόσον η οδηγία είχε τεθεί σε ισχύ κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, η ερμηνεία την οποία ζητεί το rechtbank van koophandel te Antwerpen, η οποία αφορά βασικές διατάξεις της οδηγίας, πρέπει να θεωρηθεί χρήσιμη για το αιτούν δικαστήριο, προκειμένου, στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί, να μπορέσει να αποφανθεί τηρώντας την εν λόγω υποχρέωση αποχής.

41

Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτή η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε στην υπόθεση C-261/07.

Επί της ουσίας

Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

42

Η Total Belgium, η Sanoma, η Πορτογαλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θεωρούν ότι η οδηγία αποκλείει τη δυνατότητα εφαρμογής μιας απαγορεύσεως των συνοδευόμενων με δώρα προσφορών όπως εκείνη την οποία επιβάλλει το άρθρο 54 του νόμου του 1991.

43

Εν προκειμένω, η Total Belgium, η Sanoma και η Επιτροπή ισχυρίζονται ότι οι συνοδευόμενες με δώρα προσφορές υπάγονται στην έννοια της «εμπορικής πρακτικής» κατά την οδηγία. Πάντως, δεδομένου ότι η τελευταία επέφερε πλήρη εναρμόνιση όσον αφορά τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, οι μόνες πρακτικές που μπορούν να απαγορευθούν «υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις» από τα κράτη μέλη είναι, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας, εκείνες που αναφέρει το παράρτημά της Ι. Κατά συνέπεια, εφόσον το παράρτημα αυτό δεν αφορά τις συνοδευόμενες με δώρα προσφορές, οι προσφορές αυτές δεν μπορούν να απαγορευθούν αυτές καθ’ εαυτές, αλλά θα μπορούν να απαγορευθούν μόνον αν, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων στοιχείων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ο δικαστής διαπιστώσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 της οδηγίας. Επομένως, όπως υποστηρίζει και η Πορτογαλική Κυβέρνηση, η ως ζήτημα αρχής απαγόρευση των συνοδευόμενων με δώρα προσφορών, όπως εκείνη την οποία επιβάλλει το άρθρο 54 του νόμου του 1994, αντίκειται στην οδηγία.

44

Αντιθέτως, η VTB καθώς και η Βελγική και η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι οι συνοδευόμενες με δώρα προσφορές δεν υπάγονται στην έννοια της «εμπορικής πρακτικής» κατά την οδηγία και, επομένως, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της.

45

Εν προκειμένω, η Βελγική Κυβέρνηση διευκρινίζει ότι οι συνοδευόμενες με δώρα προσφορές είχαν αποτελέσει το αντικείμενο προτάσεως κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προώθηση των πωλήσεων εντός της εσωτερικής αγοράς (ΕΕ 2002, C 75, σ. 11), προτάσεως η οποία σαφώς διέκρινε τη νομική μεταχείριση των εν λόγω προσφορών από εκείνη των εμπορικών πρακτικών τις οποίες αφορά η οδηγία. Πάντως, εφόσον η πρόταση αυτή αποσύρθηκε μόλις το 2006, οι βελγικές αρχές βάσιμα πίστευαν ότι οι συνοδευόμενες με δώρα προσφορές δεν αποτελούσαν «εμπορικές πρακτικές». Κατά συνέπεια, ο Βέλγος νομοθέτης, στο πλαίσιο της μεταφοράς της οδηγίας, έκρινε ότι δεν οφείλει να τροποποιήσει το άρθρο 54 του νόμου του 1991 και ότι δεν έχει την υποχρέωση να το ερμηνεύσει υπό το φως των κριτηρίων του άρθρου 5 της οδηγίας.

46

Ειδικότερα η Γαλλική Κυβέρνηση προσθέτει ότι, μολονότι η οδηγία υποχρεώνει τα κράτη μέλη να απαγορεύουν τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές έναντι των καταναλωτών, παρά ταύτα τούτο δεν εμποδίζει τα κράτη αυτά, για να προστατεύσουν καλύτερα τον καταναλωτή, να απαγορεύσουν άλλες πρακτικές, όπως είναι οι συνοδευόμενες με δώρα προσφορές, ανεξάρτητα από το αν είναι αθέμιτες υπό την έννοια της οδηγίας.

47

Τέλος, κατά τη VTB, το άρθρο 5 της οδηγίας, ούτως ή άλλως, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο τα κράτη μέλη να ορίσουν ότι είναι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που δεν αναφέρει το παράρτημά της I.

Απάντηση του Δικαστηρίου

48

Για να δοθεί απάντηση στα υπό εξέταση ερωτήματα, πρέπει κατ’ αρχάς να καθοριστεί αν οι συνοδευόμενες με δώρα προσφορές, που αποτελούν αντικείμενο της επίμαχης απαγορεύσεως, συνιστούν εμπορικές πρακτικές υπό την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας και, κατά συνέπεια, εμπίπτουν στις διατάξεις της τελευταίας.

49

Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας ορίζει, χρησιμοποιώντας ιδιαιτέρως ευρεία διατύπωση, ότι ως εμπορική πρακτική νοείται «κάθε πράξη, παράλειψη, τρόπος συμπεριφοράς ή εκπροσώπησης, εμπορική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της διαφήμισης και του μάρκετινγκ, ενός εμπορευομένου, άμεσα συνδεόμενη με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος σε καταναλωτές».

50

Πάντως, όπως η γενική εισαγγελέας παρατήρησε στα σημεία 69 και 70 των προτάσεών της, οι συνοδευόμενες με δώρα προσφορές αποτελούν εμπορικές πράξεις που σαφώς εντάσσονται στο πλαίσιο της εμπορικής στρατηγικής ενός επιχειρηματία και ευθέως αφορούν την προώθηση των προϊόντων του και τη διοχέτευσή τους στην αγορά. Επομένως, αποτελούν κάλλιστα εμπορικές πρακτικές υπό την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας, οπότε εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της.

51

Κατόπιν αυτού, πρέπει να υπομνησθεί ευθύς εξ αρχής ότι η οδηγία σκοπό έχει, σύμφωνα με την πέμπτη και την έκτη αιτιολογική της σκέψη και με το άρθρο της 1, να θεσπίσει ομοιόμορφους κανόνες σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων έναντι των καταναλωτών, για να συμβάλει στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να διασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας των τελευταίων.

52

Έτσι, η οδηγία εναρμονίζει πλήρως τους εν λόγω κανόνες σε κοινοτικό επίπεδο. Κατά συνέπεια, όπως ρητώς προβλέπει το άρθρο της 4 και αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν η VTB και η Γαλλική Κυβέρνηση, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να θεσπίσουν πιο περιοριστικά μέτρα από εκείνα που ορίζει η οδηγία, ακόμη και για να διασφαλίσουν υψηλότερο βαθμό προστασίας των καταναλωτών.

53

Ακολούθως, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 5 της οδηγίας απαγορεύει τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και αναφέρει τα κριτήρια που καθιστούν δυνατό να καθοριστεί ο αθέμιτος αυτός χαρακτήρας.

54

Έτσι, σύμφωνα με την παράγραφο 2 της διατάξεως αυτής, μια εμπορική πρακτική είναι αθέμιτη αν είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας και στρεβλώνει ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή σε σχέση με το προϊόν.

55

Επί πλέον, το άρθρο 5, παράγραφος 4, της οδηγίας ορίζει δύο συγκεκριμένες κατηγορίες αθεμίτων εμπορικών πρακτικών, δηλαδή τις «παραπλανητικές πρακτικές» και τις «επιθετικές πρακτικές» οι οποίες πληρούν τα κριτήρια που διευκρινίζονται αντιστοίχως στα άρθρα 6 και 7 καθώς και 8 και 9 της οδηγίας. Βάσει των διατάξεων αυτών, τέτοιες πρακτικές απαγορεύονται όταν, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών τους και του πραγματικού πλαισίου, οδηγούν ή ενδέχεται να οδηγήσουν τον μέσο καταναλωτή να λάβει μια απόφαση συναλλαγής που διαφορετικά δεν θα είχε λάβει.

56

Επίσης, το παράρτημα I της οδηγίας απαριθμεί εξαντλητικώς 31 εμπορικές πρακτικές που, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας, τεκμαίρονται αθέμιτες «υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις». Κατά συνέπεια, όπως ρητώς διευκρινίζει η δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, πρόκειται για τις μόνες εμπορικές πρακτικές που μπορούν να θεωρούνται αθέμιτες χωρίς να αξιολογούνται κατά περίπτωση βάσει των διατάξεων 5 έως 9 της οδηγίας.

57

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι οι συνοδευόμενες με δώρα προσφορές δεν περιλαμβάνονται στις πρακτικές που απαριθμεί το εν λόγω παράρτημα I.

58

Κατά συνέπεια, τα ερωτήματα που έθεσε το αιτούν δικαστήριο πρέπει να εξεταστούν υπό το φως του περιεχομένου και του όλου συστήματος των διατάξεων της οδηγίας τα οποία υπομνήσθηκαν στις προηγούμενες σκέψεις.

59

Πάντως, εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, θέτοντας ένα τεκμήριο παρανομίας των συνοδευόμενων με δώρα προσφορών, μια εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες δεν ικανοποιεί τις επιταγές της οδηγίας.

60

Συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, το άρθρο 54 του νόμου του 1991 διατυπώνει την αρχή της απαγορεύσεως των συνοδευόμενων με δώρα προσφορών έστω και αν το παράρτημα I της οδηγίας δεν αφορά τις πρακτικές αυτές.

61

Πάντως, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 56 της παρούσας αποφάσεως, το παράρτημα αυτό απαριθμεί περιοριστικώς τις εμπορικές πρακτικές που απαγορεύονται υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, οπότε οι πρακτικές αυτές δεν χρειάζεται να εξετάζονται κατά περίπτωση.

62

Έτσι, η οδηγία αποκλείει την εφαρμογή του καθεστώτος του άρθρου 54 του νόμου του 1991, καθόσον το άρθρο αυτό απαγορεύει, γενικά και προληπτικά, τις συνοδευόμενες με δώρα προσφορές ανεξάρτητα από κάθε εξακρίβωση του αθέμιτου χαρακτήρα τους με γνώμονα τα κριτήρια των άρθρων 5 έως 9 της οδηγίας.

63

Περαιτέρω, κατ’ αυτόν τον τρόπο ένας κανόνας όπως ο επίμαχος στις κύριες δίκες προσκρούει στο άρθρο 4 της οδηγίας, το οποίο ρητώς απαγορεύει στα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν πιο περιοριστικά εθνικά μέτρα, ακόμη και όταν τέτοια μέτρα έχουν ως σκοπό να διασφαλίσουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας των καταναλωτών.

64

Τέλος, πρέπει να προστεθεί ότι η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση από το γεγονός ότι ο νόμος του 1991 προβλέπει, στα άρθρα του 55 έως 57, ορισμένες εξαιρέσεις από την εν λόγω απαγόρευση των συνοδευόμενων με δώρα προσφορών.

65

Συγκεκριμένα, ακόμη και αν οι εξαιρέσεις αυτές μπορούν να περιορίσουν την έκταση της απαγορεύσεως των συνοδευόμενων με δώρα προσφορών, παρά ταύτα, λόγω της περιορισμένης και προκαθορισμένης φύσεώς τους, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την ανάλυση, που πρέπει οπωσδήποτε να γίνεται με γνώμονα το πραγματικό πλαίσιο κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως, του «αθέμιτου» χαρακτήρα μιας εμπορικής πρακτικής υπό το φως των κριτηρίων των άρθρων 5 έως 9 της οδηγίας, όταν, όπως στις υποθέσεις των κύριων δικών, πρόκειται για πρακτική την οποία δεν αφορά το παράρτημά της I.

66

Μάλιστα, η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο ορισμένων από τις σχετικές παρεκκλίσεις. Έτσι, π.χ., το άρθρο 55 του νόμου του 1991 επιτρέπει τις συνοδευόμενες με δώρα προσφορές έναντι μιας συνολικής τιμής αρκεί να αφορούν προϊόντα ή υπηρεσίες που είτε αποτελούν ένα σύνολο είτε είναι πανομοιότυπα. Πάντως, όπως σωστά παρατηρεί η Επιτροπή με την απάντησή της στη γραπτή ερώτηση του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μια συνοδευόμενη με δώρα προσφορά διαφόρων προϊόντων ή υπηρεσιών που δεν αποτελούν ένα σύνολο ούτε είναι πανομοιότυπα να ικανοποιεί, ιδίως μέσω ορθής πληροφορήσεως του καταναλωτή, τις επιταγές που η οδηγία θέτει σχετικά με το θεμιτό των εμπορικών πρακτικών.

67

Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η οδηγία αποκλείει τη δυνατότητα εφαρμογής μιας απαγορεύσεως των συνοδευόμενων με δώρα προσφορών όπως εκείνη την οποία επιβάλλει ο νόμος του 1991. Κατά συνέπεια, δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν παραβιάστηκε το άρθρο 49 ΕΚ, ζήτημα που τέθηκε με το προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-299/07.

68

Κατόπιν των ανωτέρω, στα ερωτήματα που τέθηκαν πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείει την εφαρμογή μιας εθνικής ρυθμίσεως, όπως η επίμαχη στις διαφορές των κύριων δικών, η οποία, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις και χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, απαγορεύει κάθε συνοδευόμενη με δώρα προσφορά από τον πωλητή προς τον καταναλωτή.

Επί των δικαστικών εξόδων

69

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κύριων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Η οδηγία 2005/29/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές) πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείει την εφαρμογή μιας εθνικής ρυθμίσεως, όπως η επίμαχη στις διαφορές των κύριων δικών, η οποία, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις και χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, απαγορεύει κάθε συνοδευόμενη με δώρα προσφορά από τον πωλητή προς τον καταναλωτή.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.