ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 16ης Δεκεμβρίου 2008 ( *1 )

«Άρθρα 28 ΕΚ έως 30 ΕΚ — Οδηγία 97/7/ΕΚ — Προστασία των καταναλωτών σε θέματα συμβάσεων εξ αποστάσεως — Προθεσμία υπαναχώρησης — Απαγόρευση απαίτησης από τον καταναλωτή προκαταβολής ή πληρωμής πριν τη λήξη της προθεσμίας υπαναχώρησης»

Στην υπόθεση C-205/07,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το hof van beroep te Gent (Βέλγιο) με απόφαση της 20ής Μαρτίου 2007, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Απριλίου 2007, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης κατά

Lodewijk Gysbrechts,

Santurel Inter BVBA,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans, A. Rosas και K. Lenaerts, προέδρους τμήματος, A. Tizzano, J. N. Cunha Rodrigues, R. Silva de Lapuerta, K. Schiemann, J. Klučka, και C. Toader (εισηγήτρια), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: V. Trstenjak

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Μαΐου 2008,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Santurel Inter BVBA, εκπροσωπούμενη από τον H. Van Dooren, advocaat,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις L. Van den Broeck και C. Pochet,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους B. Stromsky και M. van Beek,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 17ης Ιουλίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 28 ΕΚ έως 30 ΕΚ.

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατά του L. Gysbrechts και της εταιρίας Santurel Inter BVBA (στο εξής: Santurel) για παραβάσεις της βελγικής νομοθεσίας όσον αφορά την πώληση εξ αποστάσεως.

Το νομικό πλαίσιο

Το κοινοτικό δίκαιο

3

Το άρθρο 6 της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1997, για την προστασία των καταναλωτών σε θέματα εξ αποστάσεως συμβάσεων (ΕΕ L 144, σ. 19), ορίζει:

«1.   Για κάθε εξ αποστάσεως σύμβαση, ο καταναλωτής διαθέτει προθεσμία τουλάχιστον επτά εργάσιμων ημερών για να υπαναχωρήσει αζημίως και χωρίς να δηλώσει την αιτία. Το μόνο κόστος που ενδέχεται να βαρύνει τον καταναλωτή λόγω του ότι ασκεί το δικαίωμα υπαναχώρησης είναι το άμεσο κόστος επιστροφής των αγαθών.

Κατά την άσκηση του δικαιώματος αυτού, η προθεσμία τρέχει:

για τα αγαθά, από την ημέρα παραλαβής τους από τον καταναλωτή, όταν έχουν εκπληρωθεί οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5,

[…]

2.   Όταν το δικαίωμα υπαναχώρησης ασκήθηκε από τον καταναλωτή, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, ο προμηθευτής υποχρεούται να επιστρέψει τα καταβληθέντα από τον καταναλωτή ποσά, χωρίς επιβάρυνση. Η μόνη ενδεχόμενη επιβάρυνση του καταναλωτή λόγω ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχώρησης είναι το άμεσο κόστος της επιστροφής των αγαθών. Η επιστροφή αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί το συντομότερο δυνατόν, και εν πάση περιπτώσει, εντός τριάντα ημερών.

[…]»

4

Το άρθρο 14 της οδηγίας 97/7 έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν ή διατηρήσουν, στον τομέα ο οποίος διέπεται από την παρούσα οδηγία, πλέον αυστηρές διατάξεις συνάδουσες προς τη Συνθήκη [ΕΚ], προκειμένου να διασφαλίσουν ένα υψηλότερο επίπεδο προστασίας του καταναλωτή. Οι διατάξεις αυτές περιλαμβάνουν, ενδεχομένως, την απαγόρευση, για λόγους γενικού συμφέροντος, της εμπορίας στο έδαφός τους, μέσω συμβάσεων εξ αποστάσεως, ορισμένων αγαθών ή υπηρεσιών, ιδίως φαρμάκων, τηρουμένης δεόντως της Συνθήκης.»

Το εθνικό δίκαιο

5

Το δικαίωμα υπαναχώρησης του καταναλωτή διέπεται από το άρθρο 80 του νόμου της 14ης Ιουλίου 1991, περί των εμπορικών πρακτικών και την ενημέρωση και προστασία του καταναλωτή, όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής: νόμος για την προστασία του καταναλωτή).

6

Το άρθρο 80, παράγραφος 3, του νόμου για την προστασία του καταναλωτή ορίζει:

«Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 45, παράγραφος 1, του νόμου της 12ης Ιουνίου 1991 περί καταναλωτικής πίστεως, δεν μπορεί να απαιτείται κανενός είδους προκαταβολή ή πληρωμή από τον καταναλωτή πριν τη λήξη της προθεσμίας των επτά ημερών κατά την έννοια της παραγράφου 1.

Σε περίπτωση ασκήσεως του προβλεπόμενου στις παραγράφους 1 και 2 δικαιώματος υπαναχωρήσεως, ο πωλητής οφείλει να επιστρέψει ανεξόδως τα καταβληθέντα από τον καταναλωτή ποσά. Η επιστροφή αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός τριάντα το πολύ ημερών μετά την υπαναχώρηση.

Η κατά το πρώτο εδάφιο απαγόρευση αίρεται, αν ο πωλητής προσκομίσει την απόδειξη ότι τηρεί τους κανόνες που θεσπίσθηκαν από τον Βασιλιά σε σχέση με την επιστροφή των καταβληθέντων από τον καταναλωτή ποσών.»

7

Το βασιλικό διάταγμα στο οποίο αναφέρεται το τελευταίο εδάφιο της διατάξεως αυτής δεν έχει ακόμη εκδοθεί.

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

8

Η Santurel είναι επιχείρηση που δραστηριοποιείται στη χονδρική και λιανική πώληση συμπληρωμάτων διατροφής. Το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεων πραγματοποιείται διά του διαδικτύου μέσω της ιστοσελίδας της εταιρίας, οι δε παραγγελίες αποστέλλονται στη συνέχεια στους αγοραστές με ταχυδρομικά δέματα.

9

O L. Gysbrechts είναι ο ιδρυτής και διαχειριστής της επιχείρησης αυτής.

10

Το 2001, εκδικάσθηκε διαφορά μεταξύ της Santurel και ενός από τους πελάτες της, του Delahaye, κατοίκου Γαλλίας, λόγω μη πληρωμής ορισμένων προϊόντων που του παραδόθηκαν. Ο ειρηνοδίκης του Dendermonde (Βέλγιο), ενώπιον του οποίου προσέφυγε η εταιρία, καταδίκασε ερήμην τον Delahaye.

11

Ο Delahaye άσκησε τότε ανακοπή, ισχυριζόμενος, χωρίς ωστόσο να το αποδεικνύει, ότι είχε επιστρέψει στη Santurel τα εν λόγω προϊόντα. Η βελγική υπηρεσία οικονομικής επιθεώρησης διεξήγαγε στη συνέχεια έρευνα κατά την οποία διαπιστώθηκαν παραβάσεις σχετικές με τις υποχρεώσεις πληροφόρησης για το δικαίωμα υπαναχώρησης που προβλέπονται από τον νόμο για την προστασία του καταναλωτή. Οι παραβάσεις αυτές επισημάνθηκαν στη Santurel και συνόδευαν το αίτημα περί συμμορφώσεώς της.

12

Η Santurel προσάρμοσε τότε τις πληροφορίες που παρείχε στην ιστοσελίδα της τονίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι η πληρωμή των προϊόντων πρέπει να πραγματοποιείται εντός οκτώ ημερών μετά την παραλαβή των προϊόντων. Για προϊόντα που παραδίδονται στο Βέλγιο, το τίμημα μπορεί να καταβληθεί με τραπεζικό έμβασμα, με ταχυδρομική επιταγή ή με πιστωτική κάρτα. Για τις λοιπές χώρες το μοναδικό αποδεκτό μέσο πληρωμής είναι η πιστωτική κάρτα. Σε όλες τις περιπτώσεις, όταν πραγματοποιείται πληρωμή με πιστωτική κάρτα, ο πελάτης πρέπει να αναφέρει στην παραγγελία του τον αριθμό και την ημερομηνία λήξεως της κάρτας αυτής.

13

Η οικονομική επιθεώρηση, κρίνοντας ανεπαρκή την τροποποίηση αυτή, υπέβαλε μήνυση κατά της Santurel και κατά του L. Gysbrechts υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή, ισχυριζόμενη ότι διεπράχθησαν παραβάσεις των διατάξεων περί πωλήσεων εξ αποστάσεως που περιλαμβάνονται στον νόμο για την προστασία του καταναλωτή. Οι παραβάσεις αυτές αφορούν, ιδίως, τη μη τήρηση της απαγορεύσεως, που προβλέπεται στο άρθρο 80, παράγραφος 3, του νόμου αυτού, απαιτήσεως από τον καταναλωτή προκαταβολής ή οποιασδήποτε πληρωμής πριν τη λήξη της προθεσμίας των επτά εργασίμων ημερών εντός των οποίων επιτρέπεται η υπαναχώρηση από τη σύμβαση. Σύμφωνα με την οικονομική επιθεώρηση, η αναγραφή του αριθμού της πιστωτικής κάρτας στην παραγγελία των προϊόντων παρέχει τη δυνατότητα στη Santurel να εισπράξει το τίμημα πριν τη λήξη της προθεσμίας υπαναχώρησης των επτά εργασίμων ημερών, γεγονός που αντιβαίνει στις επιταγές του νόμου.

14

Το πρωτοδικείο της Dendermonde καταδίκασε τη Santurel και τον L. Gysbrechts να καταβάλουν ο καθένας το ποσό των 1250 ευρώ ως χρηματική ποινή. Όλοι οι διάδικοι της υποθέσεως της κύριας δίκης άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του hof van beroep te Gent.

15

Το hof van beroep te Gent διαπίστωσε ότι η απαγόρευση του άρθρου 80, παράγραφος 3, του νόμου για την προστασία του καταναλωτή συνεπάγεται τον κίνδυνο, για ένα Βέλγο έμπορο, να μη μπορεί ή να μπορεί πολύ δύσκολα να πληρωθεί για εμπορεύματα που παραδίδει σε πελάτες που βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος, ο κίνδυνος δε αυτός καθίσταται μεγαλύτερος όταν πρόκειται, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, για μικρά σχετικώς ποσά.

16

Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι μπορεί να ευσταθεί ο ισχυρισμός της Santurel και του L. Gysbrechts, σύμφωνα με τον οποίο η εν λόγω απαγόρευση συνιστά μη δικαιολογούμενο εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Ως εκ τούτου, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει προς το Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

«Συνιστά ο βελγικός νόμος της 14ης Ιουλίου 1991, περί των εμπορικών πρακτικών και την ενημέρωση και προστασία του καταναλωτή, μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος, απαγορευόμενο από τα άρθρα 28 ΕΚ έως 30 ΕΚ, καθόσον το άρθρο 80, παράγραφος 3, του εθνικού αυτού νόμου απαγορεύει την απαίτηση προκαταβολής ή πληρωμής από τον καταναλωτή διαρκούσας της υποχρεωτικής προθεσμίας υπαναχωρήσεως, πράγμα που έχει ως συνέπεια ότι ο νόμος αυτός δεν επηρεάζει πραγματικώς κατά τον ίδιο τρόπο την εμπορία αγαθών στην ημεδαπή σε σύγκριση με το εμπόριο που διεξάγεται με υπηκόους άλλου κράτους μέλους και ως εκ τούτου δημιουργείται εκ των πραγμάτων εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, η οποία προστατεύεται από το άρθρο 23 ΕΚ;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

Παρατηρήσεις των διαδίκων

17

Η Santurel υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η ερμηνεία που έδωσαν οι βελγικές αρχές στην επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη, σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται στον πωλητή να απαιτεί, σε περίπτωση πωλήσεως εξ αποστάσεως, τον αριθμό της πιστωτικής κάρτας του καταναλωτή, αντιβαίνει στις επιταγές των άρθρων 28 ΕΚ έως 30 ΕΚ.

18

Η Santurel, στηριζόμενη στη νομολογία των αποφάσεων της 11ης Ιουλίου 1974, 8/74, Dassonville (Συλλογή τόμος 1974, σ. 411), και της 24ης Νοεμβρίου 1993, Keck και Mithouard (C-267/91 και C-268/91, Συλλογή 1993, σ. I-6097), προβάλλει ότι η απαγόρευση που επιβάλλεται από την επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη επηρεάζει, πράγματι, καθοριστικά την εξαγωγή των εθνικών προϊόντων και συνιστά, ως εκ τούτου, μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος με ποσοτικό περιορισμό, ο οποίος απαγορεύεται από τη Συνθήκη.

19

Κατά την Κυβέρνηση του Βελγίου, το άρθρο 80, παράγραφος 3, του νόμου για την προστασία του καταναλωτή αποβλέπει στην εξασφάλιση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14 της οδηγίας 97/7. Συνεπώς, το εν λόγω άρθρο 80, παράγραφος 3, έχει την έννοια ότι επιβάλλει στον πωλητή την υποχρέωση να παρέχει την επιλογή μεταξύ περισσοτέρων τρόπων πληρωμής, εκ των οποίων ένας τουλάχιστον θα παρέχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα να πληρώσει τα παραδοθέντα εμπορεύματα μετά τη λήξη της προθεσμίας υπαναχώρησης.

20

Επιπλέον, τα ασφαλή συστήματα πληρωμής, που καθιστούν αδύνατη την είσπραξη του ποσού των παραδοθέντων εμπορευμάτων πριν τη λήξη της νόμιμης προθεσμίας υπαναχώρησης, είναι συμβατά με την επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη, στον βαθμό που ο καταναλωτής ασκώντας τη δυνατότητα υπαναχώρησης διατηρεί ένα άνευ όρων δικαίωμα επιστροφής του ποσού που κατέβαλε στον οργανισμό πληρωμής. Αντιθέτως, η δήλωση απλώς του πωλητή ότι δεσμεύεται να μην εισπράξει το ποσό αυτό πριν τη λήξη της προθεσμίας υπαναχώρησης δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές του νόμου για την προστασία του καταναλωτή.

21

Η Βελγική Κυβέρνηση διευκρινίζει επίσης, συναφώς, ότι με βασιλικό διάταγμα που πρόκειται να εκδοθεί θα προβλέπεται ένα σύστημα πληρωμής για τις περιπτώσεις πωλήσεων εξ αποστάσεως το οποίο δεν θα ενέχει κινδύνους για τον καταναλωτή, ενώ θα προστατεύει ταυτόχρονα τον πωλητή. Στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, ο καταναλωτής θα καταβάλλει το τίμημα της αγοράς των προϊόντων σε λογαριασμό ανεξάρτητου τρίτου και στη συνέχεια, κατά τη λήξη της προθεσμίας υπαναχώρησης, το ποσό θα μεταφέρεται στον πωλητή.

22

Η Βελγική Κυβέρνηση αναγνωρίζει, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη έχει περιοριστικότερο αποτέλεσμα στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται με πρόσωπα εγκατεστημένα σε άλλα κράτη μέλη. Ωστόσο, κατά την εν λόγω κυβέρνηση, ακόμη και αν ο κίνδυνος που αναλαμβάνει ο πωλητής είναι μεγαλύτερος, η διάταξη αυτή εξακολουθεί να είναι σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο.

23

Όσον αφορά τη συμβατότητα των εν λόγω διατάξεων με το άρθρο 28 ΕΚ, η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης διάταξη δεν συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος με ποσοτικό περιορισμό κατά την εισαγωγή, διότι δεν καθιστά δυσχερέστερη την πρόσβαση των εισαγόμενων προϊόντων στη βελγική αγορά. Αντιθέτως, δημιουργεί μια λιγότερο ευνοϊκή κατάσταση για τους Βέλγους επιχειρηματίες σε σχέση με τους επιχειρηματίες άλλων κρατών μελών, γεγονός που δεν αντιβαίνει στις επιταγές του άρθρου 28 ΕΚ.

24

Στην περίπτωση ωστόσο που το Δικαστήριο κρίνει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος με ποσοτικό περιορισμό, η Βελγική Κυβέρνηση φρονεί ότι το μέτρο αυτό δικαιολογείται από την προστασία των καταναλωτών, προκειμένου ιδίως να τους εξασφαλίσει την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης του άρθρου 6 της οδηγίας 97/7. Η διάταξη είναι, συγχρόνως, ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Συγκεκριμένα, η απαγόρευση απαίτησης από τον καταναλωτή προκαταβολής ή οποιουδήποτε είδους πληρωμής πριν τη λήξη της προθεσμίας υπαναχώρησης αποβλέπει στην εξασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης του καταναλωτή, εμποδίζοντας ακριβώς δυσχέρειες που αφορούν την επιστροφή των καταβληθέντων ποσών να τον αποτρέψουν από την άσκηση του δικαιώματος αυτού.

25

Όσον αφορά τη συμβατότητα της επίμαχης στην κύρια δίκη διατάξεως με το άρθρο 29 ΕΚ, η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στις πωλήσεις που συνάπτονται με πρόσωπα που διαμένουν στο Βέλγιο όσο και με καταναλωτές εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη και, ως εκ τούτου, δεν συνιστά ειδικό περιορισμό των εξαγωγών.

26

Όσον αφορά τη συμβατότητα με το άρθρο 28 ΕΚ, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει την άποψη ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη αφορά όλους όσοι δραστηριοποιούνται στην εθνική αγορά και ότι επηρεάζει νομικώς κατά τον ίδιο τρόπο τα εθνικά προϊόντα και τα εισαγόμενα προϊόντα. Εναπόκειται εξάλλου στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει το κατά πόσον επηρεάζει, στην πράξη, το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Αν η εθνική διάταξη αποτελούσε μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος με ποσοτικό περιορισμό, η Επιτροπή εκτιμά, αφενός, ότι μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει της προστασίας των καταναλωτών, και, αφετέρου, ότι είναι ανάλογη του επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού.

27

Όσον αφορά τη συμβατότητα με το άρθρο 29 ΕΚ, η Επιτροπή προβάλλει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη δεν αποτελεί μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος με ποσοτικό περιορισμό κατά την εξαγωγή διότι, εν προκειμένω, δεν πρόκειται για μέτρο με αντικείμενο ή αποτέλεσμα τον περιορισμό ειδικώς του ρεύματος των εξαγωγών.

28

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή προέβαλε πάντως τη δυνατότητα αναθεώρησης του ορισμού των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος με ποσοτικό περιορισμό κατά την εξαγωγή προκειμένου να περιληφθούν σ’ αυτόν τα μέτρα «που έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των εξαγωγών και δημιουργούν διαφορετική μεταχείριση μεταξύ του εντός του κράτους μέλους εμπορίου και του εξαγωγικού του εμπορίου». Σύμφωνα με τον νέο ορισμό, η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη αποτελεί μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος που μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους προστασίας του καταναλωτή, η οποία όμως δεν πληροί τις περί αναλογικότητας επιταγές.

Απάντηση του Δικαστηρίου

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

29

Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν τα άρθρα 28 ΕΚ έως 30 ΕΚ απαγορεύουν διάταξη όπως αυτή της κύριας δίκης που αφορά τις εξ αποστάσεως πωλήσεις η οποία απαγορεύει στον πωλητή να ζητεί προκαταβολή ή οποιουδήποτε είδους πληρωμή πριν τη λήξη της προθεσμίας υπαναχώρησης.

30

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως προκύπτει από τον φάκελο που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο και από τις γραπτές παρατηρήσεις, ο L. Gysbrechts και η Santurel καταδικάστηκαν διότι ζήτησαν από καταναλωτές μη κατοίκους Βελγίου τον αριθμό της πιστωτικής τους κάρτας πριν τη λήξη της προθεσμίας υπαναχώρησης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ερμηνεία της επίμαχης στην κύρια δίκη διάταξης των βελγικών αρχών, κατά τη σύναψη συμβάσεως εξ αποστάσεως, ο πωλητής δεν μπορεί να ζητήσει από τον καταναλωτή τον αριθμό της πιστωτικής του κάρτας, ακόμη και αν δεσμεύεται να μην τον χρησιμοποιήσει για είσπραξη του τιμήματος πριν τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας.

31

Προκειμένου να παρασχεθούν στο αιτούν δικαστήριο όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία του κοινοτικού δικαίου που είναι ενδεχομένως λυσιτελή για την εκδίκαση της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, ασχέτως αν το εθνικό δικαστήριο έχει κάνει μνεία των στοιχείων αυτών κατά τη διατύπωση των ερωτημάτων του (βλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, Céline, C-17/06, Συλλογή 2007, σ. I-7041, σκέψη 29), μία απαγόρευση όπως αυτή της κύριας δίκης, που παρατίθεται στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να εξεταστεί επίσης υπό το φως της ερμηνείας των βελγικών αρχών στην υπόθεση της κύριας δίκης.

32

Επιπλέον επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απαγόρευση του άρθρου 80, παράγραφος 3, του νόμου για την προστασία του καταναλωτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 97/7.

33

Κατά πάγια νομολογία, κάθε εθνικό μέτρο σε τομέα ο οποίος έχει αποτελέσει αντικείμενο πλήρους εναρμονίσεως σε κοινοτικό επίπεδο πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα των διατάξεων αυτού του μέτρου εναρμονίσεως και όχι εκείνων του πρωτογενούς δικαίου (βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2003, Deutscher Apothekerverband, C-322/01, Συλλογή 2003, σ. I-14887, σκέψη 64).

34

Ωστόσο, εν προκειμένω, συνάγεται ότι με την οδηγία 97/7 δεν έγινε πλήρης εναρμόνιση. Συναφώς, όπως ρητώς προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη έχουν την εξουσία να θεσπίσουν ή να διατηρήσουν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις, προκειμένου να διασφαλίσουν ένα υψηλότερο επίπεδο προστασίας του καταναλωτή, υπό την προϋπόθεση ότι η εξουσία αυτή ασκείται τηρουμένης της Συνθήκης (βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2003, Deutscher Apothekerverband, προπαρατεθείσα, σκέψη 64).

35

Επομένως, μια τέτοια διάταξη δεν αποκλείει την ανάγκη εξετάσεως της συμβατότητας με τα άρθρα 28 ΕΚ έως 30 ΕΚ του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρου.

36

Όσον αφορά τη συμβατότητα του άρθρου 80, παράγραφος 3, του νόμου για την προστασία του καταναλωτή με τις διατάξεις του άρθρου 28 ΕΚ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι διαδικασία όπως αυτή της κύριας δίκης δεν αφορά την εισαγωγή αλλά, αντιθέτως, την εξαγωγή εμπορευμάτων από το Βέλγιο προς άλλα κράτη μέλη.

37

Δεδομένου ότι η ανάλυση της συμβατότητας του εν λόγω άρθρου 80, παράγραφος 3, με το άρθρο 28 ΕΚ δεν έχει καμία σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, το Δικαστήριο δεν οφείλει να αποφανθεί ως προς αυτή την πλευρά του προδικαστικού ερωτήματος.

Ως προς το αν υφίσταται μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό κατά την εξαγωγή υπό την έννοια του άρθρου 29 ΕΚ

38

Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να αποδειχθεί αν η απαγόρευση της επίμαχης στην κύρια δίκη διατάξεως συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό κατά την εξαγωγή.

39

Η συμβατότητα διατάξεως όπως αυτή της κύριας δίκης με το άρθρο 29 ΕΚ πρέπει να εξεταστεί λαμβάνοντας επίσης υπόψη την ερμηνεία των εθνικών αρχών, σύμφωνα με την οποία οι πωλητές δεν μπορούν να απαιτούν από τους καταναλωτές τον αριθμό της πιστωτικής τους κάρτας ακόμη και αν δεσμεύονται να μην τη χρησιμοποιήσουν πριν τη λήξη της προθεσμίας υπαναχώρησης.

40

Συναφώς, έχουν χαρακτηριστεί ως μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος με ποσοτικούς περιορισμούς κατά την εξαγωγή τα εθνικά μέτρα που έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα να περιορίζουν ειδικώς το ρεύμα των εξαγωγών και να επιφυλάσσουν διαφορετική μεταχείριση μεταξύ του εσωτερικού εμπορίου ενός κράτους μέλους και του εξαγωγικού του εμπορίου, διασφαλίζοντας ιδιαίτερο πλεονέκτημα στην εθνική παραγωγή ή στην εσωτερική αγορά του ενδιαφερομένου κράτους εις βάρος της παραγωγής ή του εμπορίου άλλων κρατών μελών (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 1979, 15/79, Groenveld, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 649, σκέψη 7).

41

Στην υπόθεση της κύριας δίκης, προκύπτει, όπως εξάλλου τόνισε η Βελγική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι η απαγόρευση απαιτήσεως πληρωμής προκαταβολικώς στερεί από τους οικείους επιχειρηματίες ένα αποτελεσματικό μέσο προστασίας τους από τον κίνδυνο της μη πληρωμής. Αυτό ισχύει, κατά μείζονα λόγο, όταν η επίμαχη εθνική διάταξη ερμηνεύεται ως απαγορεύουσα στους πωλητές να ζητούν τον αριθμό της πιστωτικής κάρτας των καταναλωτών ακόμη και αν δεσμεύονταν να μην τη χρησιμοποιήσουν προς είσπραξη της πληρωμής πριν τη λήξη της προθεσμίας υπαναχώρησης.

42

Όπως προκύπτει από απόφαση περί παραπομπής, μία τέτοια απαγόρευση έχει γενικώς σημαντικότερες επιπτώσεις στις διασυνοριακές πωλήσεις που πραγματοποιούνται απευθείας προς τους καταναλωτές, ειδικότερα, στις πωλήσεις μέσω διαδικτύου, και τούτο ιδίως λόγω των εμποδίων που παρουσιάζονται για να εναχθούν σε άλλο κράτος μέλος οι καταναλωτές που δεν εκπλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους, κυρίως όταν πρόκειται για πωλήσεις που αφορούν μικρά σχετικώς ποσά.

43

Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι, ακόμη και αν μια απαγόρευση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, έχει εφαρμογή σε όλους τους επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στην ημεδαπή, επηρεάζει ωστόσο περισσότερο την έξοδο των προϊόντων από την αγορά του κράτους μέλους εξαγωγής παρά την εμπορία των προϊόντων στην εσωτερική αγορά του εν λόγω κράτους μέλους.

44

Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι απαγόρευση, όπως αυτής της κύριας δίκης, που επιβάλλεται στον πωλητή σε πώληση εξ αποστάσεως, ως προς την απαίτηση προκαταβολής ή οποιασδήποτε πληρωμής πριν τη λήξη της προθεσμίας υπαναχώρησης, συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό κατά την εξαγωγή. Το ίδιο ισχύει για την απαγόρευση να απαιτεί ο πωλητής από τους καταναλωτές τον αριθμό της κάρτας πληρωμής, ακόμη και αν δεσμεύεται να μην την χρησιμοποιήσει προς είσπραξη πριν τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας.

Ως προς το αν ενδεχομένως δικαιολογείται το μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος

45

Εθνικό μέτρο που είναι αντίθετο προς το άρθρο 29 ΕΚ μπορεί να δικαιολογηθεί για έναν από τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 30 ΕΚ, καθώς και από επιτακτικές ανάγκες γενικού συμφέροντος, εφόσον το εν λόγω μέτρο είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό.

46

Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν συντρέχει στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης κανείς από τους απαριθμούμενους στο άρθρο 30 ΕΚ λόγους.

47

Πρέπει ωστόσο να προστεθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η προστασία των καταναλωτών μπορεί να αποτελέσει θεμιτό σκοπό γενικού συμφέροντος ικανό να δικαιολογήσει έναν περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων (βλ. αποφάσεις της 20ής Φεβρουαρίου 1979, Rewe-Zentral, 120/78, Συλλογή τόμος 1979, σ. 321, σκέψη 8, και της 23ης Φεβρουαρίου 2006, C-441/04, A-Punkt Schmuckhandel, Συλλογή 2006, σ. I-2093, σκέψη 27).

48

Στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν αμφισβητείται ότι η επίμαχη διάταξη θεσπίστηκε με σκοπό την εξασφάλιση της προστασίας του καταναλωτή και, ειδικότερα, την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματός του υπαναχώρησης που κατοχυρώνει το άρθρο 6 της οδηγίας 97/7.

49

Συγκεκριμένα, δυνάμει της δυνατότητας που αναγνωρίζει στα κράτη μέλη το άρθρο 14 της οδηγίας 97/7 να θεσπίζουν, στον τομέα που διέπει η οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις, το Βασίλειο του Βελγίου επέλεξε τη υψηλότερη προστασία του καταναλωτή απαγορεύοντας στους πωλητές όχι μόνο να επιβάλλουν ποινή για την άσκηση εκ μέρους των καταναλωτών του δικαιώματός τους υπαναχώρησης, αλλά και να απαιτούν προκαταβολή ή οποιαδήποτε πληρωμή πριν τη λήξη της προθεσμίας υπαναχώρησης. Η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη επιδιώκει έτσι την ενίσχυση της ελευθερίας του καταναλωτή να λύει τις συμβατικές σχέσεις, χωρίς να ανησυχεί για την επιστροφή των ποσών που προκατέβαλε.

50

Απομένει να αποδειχθεί αν η διάταξη αυτή, καθώς και η ερμηνεία της από τις εθνικές αρχές, είναι ανάλογες προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

51

Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, για να συνάδει συγκεκριμένη εθνική κανονιστική ρύθμιση προς την αρχή της αναλογικότητας, προέχει ο έλεγχος όχι μόνον του αν τα μέσα στα οποία προσφεύγει είναι κατάλληλα για την επίτευξη των επιδιωκομένων σκοπών, αλλά και του αν αυτά βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη των σκοπών αυτών μέτρου (βλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, C-158/04 και C-159/04, Άλφα Βήτα Βασιλόπουλος και Carrefour-Μαρινόπουλος, Συλλογή 2006, σ. I-8135, σκέψη 22).

52

Η απαγόρευση απαίτησης προκαταβολής ή οποιασδήποτε πληρωμής πριν τη λήξη της προθεσμίας υπαναχώρησης, καθώς και η απαγόρευση να ζητείται από τους αγοραστές ο αριθμός της κάρτας πληρωμής, είναι κατάλληλες για την εξασφάλιση μεγαλύτερης προστασίας στους καταναλωτές στο πλαίσιο πωλήσεων εξ αποστάσεως, ιδίως όσον αφορά την άσκηση του δικαιώματός τους υπαναχώρησης.

53

Πρέπει ωστόσο να εξεταστεί αν η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του προτεινόμενου σκοπού και, ιδίως, αν μπορούν να προβλεφθούν ρυθμίσεις εξίσου αποτελεσματικές για την προστασία των καταναλωτών, αλλά με αποτέλεσμα λιγότερο περιοριστικό για το ενδοκοινοτικό εμπόριο.

54

Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι μία από τις ιδιαιτερότητες των συμβάσεων πωλήσεως εξ αποστάσεως είναι η συχνά απαντώμενη χρονική διαφορά μεταξύ της εκτέλεσης των συμβατικών υποχρεώσεων καθενός εκ των συμβαλλομένων. Έτσι, υπάρχει η πιθανότητα να πληρώσει ο καταναλωτής το εμπόρευμα πριν το παραλάβει ή, αντιθέτως, να παραδώσει ο πωλητής το εμπόρευμα χωρίς να έχει εισπράξει το τίμημα. Πάντως, η χρονική αυτή διαφορά δημιουργεί έναν ιδιάζοντα κίνδυνο μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων, τον οποίο φέρουν τα συμβαλλόμενα μέρη.

55

Στα κράτη μέλη εναπόκειται να καθορίσουν, τηρώντας το κοινοτικό δίκαιο, αφενός, τον τρόπο κατανομής αυτού του κινδύνου μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων μεταξύ του πωλητή και του καταναλωτή και, αφετέρου, τα παρεχόμενα στα συμβαλλόμενα μέρη μέσα προφύλαξης.

56

Ακόμη και αν η απαγόρευση απαιτήσεως πληρωμής εντός της προθεσμίας υπαναχώρησης αυξάνει την αβεβαιότητα των πωλητών όσον αφορά την καταβολή του τιμήματος του παραδοθέντος εμπορεύματος, η απαγόρευση αυτή είναι αναγκαία για την εξασφάλιση του επιπέδου προστασίας που επιδιώκει η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη. Συγκεκριμένα, ο καταναλωτής που έδωσε προκαταβολή στον πωλητή θα είναι λιγότερο πρόθυμος να ασκήσει το δικαίωμά του υπαναχώρησης, τούτο δε ακόμη και αν τα παραδοθέντα προϊόντα δεν ανταποκρίνονται εξ ολοκλήρου στις απαιτήσεις του.

57

Όσον αφορά ειδικότερα την επιβαλλόμενη στον πωλητή απαγόρευση να απαιτήσει τον αριθμό της πιστωτικής κάρτας του καταναλωτή, πρέπει να επισημανθεί ότι η εν λόγω απαγόρευση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την απαγόρευση του άρθρου 80, παράγραφος 3, του νόμου για την προστασία των καταναλωτών.

58

Συγκεκριμένα, αφενός, η εν λόγω απαγόρευση απορρέει από τη εφαρμογή, από τις αρμόδιες βελγικές αρχές, της απαγόρευσης που προβλέπει η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη και, αφετέρου, επιδιώκει τον ίδιο σκοπό, δηλαδή την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης.

59

Όπως ακριβώς η απαγόρευση της επίμαχης στην κύρια δίκη διατάξεως, η επιβαλλόμενη στον πωλητή απαγόρευση να απαιτεί τον αριθμό της πιστωτικής κάρτας του καταναλωτή είναι κατάλληλη για τη διασφάλιση της επίτευξης του επιδιωκόμενου σκοπού, όπως προκύπτει από τη σκέψη 52 της παρούσας αποφάσεως.

60

Ωστόσο, όπως προκύπτει από το σημείο 85 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα, η μόνη χρησιμότητα της επιβαλλόμενης στον πωλητή απαγόρευσης να απαιτεί τον αριθμό της πιστωτικής κάρτας του καταναλωτή είναι η αποφυγή του κινδύνου εισπράξεως του τιμήματος από τον πωλητή πριν τη λήξη της προθεσμίας υπαναχώρησης.

61

Πάντως, αν ο κίνδυνος αυτός επέλθει, η συμπεριφορά του πωλητή, καθαυτή, παραβιάζει την απαγόρευση της επίμαχης στην κύρια δίκη διατάξεως, η οποία πρέπει να θεωρηθεί ως μέτρο κατάλληλο και ανάλογο του επιδιωκόμενου σκοπού, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 54 έως 57 της παρούσας αποφάσεως.

62

Επιβάλλεται επομένως η διαπίστωση ότι η επιβαλλόμενη στον πωλητή απαγόρευση απαιτήσεως του αριθμού της πιστωτικής κάρτας του καταναλωτή υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

63

Επομένως στο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 29 ΕΚ δεν αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία απαγορεύει στον πωλητή, στο πλαίσιο διασυνοριακής πωλήσεως εξ αποστάσεως, να απαιτεί προκαταβολή ή οποιαδήποτε πληρωμή εκ μέρους του καταναλωτή πριν τη λήξη της προθεσμίας υπαναχώρησης, αλλά αντιτίθεται στο να απαγορεύεται, κατ’ εφαρμογή της ρυθμίσεως αυτής, να ζητείται, πριν τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, ο αριθμός της πιστωτικής κάρτας του καταναλωτή.

Επί των δικαστικών εξόδων

64

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 29 ΕΚ δεν αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία απαγορεύει στον πωλητή, στο πλαίσιο διασυνοριακής πωλήσεως εξ αποστάσεως, να απαιτεί προκαταβολή ή οποιαδήποτε πληρωμή εκ μέρους του καταναλωτή πριν τη λήξη της προθεσμίας υπαναχώρησης, αλλά αντιτίθεται στο να απαγορεύεται, κατ’ εφαρμογή της ρυθμίσεως αυτής, να ζητείται, πριν τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, ο αριθμός της πιστωτικής κάρτας του καταναλωτή.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.