ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 4ης Σεπτεμβρίου 2008 ( 1 )

Υπόθεση C-185/07

Allianz SpA, πρώην Riunione Adriatica di Sicurtà SpA,

και

Generali Assicurazioni Generali SpA

κατά

West Tankers Inc.

«Αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων — Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 — Πεδίο εφαρμογής — Αρμοδιότητα δικαστηρίου κράτους μέλους να εκδώσει διαταγή απαγορεύουσα σε ένα εκ των μερών να κινήσει ή να συνεχίσει διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους, επειδή η διαδικασία αυτή είναι αντίθετη προς συμφωνία διαιτησίας — Σύμβαση της Νέας Υόρκης»

I — Εισαγωγή

1.

Το House of Lords (Ηνωμένο Βασίλειο) ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει με προδικαστική του απόφαση αν οι διαταγές με τις οποίες δικαιοδοτικά όργανα απαγορεύουν σε διαδίκους να ασκήσουν ή να επιδιώξουν συνέχιση της εκδικάσεως αγωγής (anti-suit injunctions), προκειμένου να συμμορφωθούν προς συμφωνίες διαιτησίας, είναι συμβατές με τον κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ( 2 ).

2.

Στην υπόθεση Turner ( 3 ), το Δικαστήριο, υπό διαφορετικές περιστάσεις, αποφάνθηκε ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών ( 4 ) δεν επιτρέπει διαταγές απαγορεύουσες ένδικη προσφυγή. Στην υπόθεση εκείνη επρόκειτο περί της απαγορεύσεως σε διάδικο μιας δίκης εκκρεμούσας ενώπιον κρατικού δικαιοδοτικού οργάνου του Ηνωμένου Βασιλείου να ασκήσει ή να επιδιώξει συνέχιση της εκδικάσεως αγωγής ενώπιον δικαστηρίου άλλου συμβαλλομένου κράτους. Το Δικαστήριο καλείται, στην παρούσα υπόθεση, να αποφανθεί ως προς το αν απαγορεύονται τέτοιου είδους διαταγές και στην περίπτωση που εκδίδονται προς στήριξη μιας διαιτητικής διαδικασίας.

3.

Πράγματι, στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα δικαστήρια εξακολουθούν να εκδίδουν τέτοιου είδους διαταγές και μετά την έκδοση της προαναφερθείσας αποφάσεως Turner, αν κρίνουν ότι ο διάδικος που ασκεί αγωγή ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους παραβιάζει συμφωνία διαιτησίας που ορίζει ως αρμόδιο διαιτητικό δικαστήριο που έχει την έδρα του στο Ηνωμένο Βασίλειο ( 5 ). Θεωρούν ότι η απόφαση Turner δεν κωλύει αυτή την πρακτική, δεδομένου ότι ο κανονισμός 44/2001 δεν εφαρμόζεται επί διαιτησίας.

II — Το νομικό πλαίσιο

Α — Η Σύμβαση της Νέας Υόρκης

4.

Όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας είναι συμβαλλόμενα μέρη στη Σύμβαση της Νέας Υόρκης για την αναγνώριση και την εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, της 10ης Ιουνίου 1958 (στο εξής: Σύμβαση της Νέας Υόρκης) ( 6 ).

5.

Το άρθρο I, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης ορίζει το πεδίο καθ’ ύλην εφαρμογής της:

«Η παρούσα Σύμβασις εφαρμόζεται επί της αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των διαιτητικών αποφάσεων των εκδοθεισών επί του εδάφους κράτους διαφόρου εκείνου εν τω οποίω επιζητείται η αναγνώρισις και εκτέλεσις των αποφάσεων, και προερχομένων εκ διαφορών μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων. […]»

6.

Το άρθρο II της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης ορίζει:

«Έκαστον των συμβαλλομένων κρατών αναγνωρίζει την συμφωνίαν διά της οποίας τα μέρη υποχρεούνται να υποβάλλωσι εις διαιτησίαν απάντας τας διαφοράς ή ορισμένας εκ των διαφορών, αίτινες ανεφύησαν ή θα ηδύναντο να αναφυώσι μεταξύ των, αναφορικώς προς συγκεκριμένην έννομον σχέσιν, συμβατικήν ή εξωσυμβατικήν, αναφερομένην εις θέμα επιδεκτικόν ρυθμίσεως διά διαιτησίας.

2.   […]

3.   Το δικαστήριον ενός των συμβαλλομένων κρατών, επιλαμβανόμενον αγωγής επί θέματος ως προς το οποίον τα μέρη έχουν συνάψει συμφωνίαν εν τη εννοία του παρόντος άρθρου, θα παραπέμπει τα μέρη εις διαιτησίαν, τη αιτήσει ενός εξ αυτών, εκτός εάν διαπιστώνει ότι η εν λόγω συμφωνία είναι άκυρος, ανενεργής ή μη επιδεκτική εφαρμογής.»

7.

Το άρθρο V της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης ρυθμίζει την αναγνώριση και εκτέλεση διαιτητικών αποφάσεων και, ιδίως, τους όρους υπό τους οποίους μπορεί να μην αναγνωριστεί και να μην εκτελεστεί, κατ’ εξαίρεση, μια απόφαση. Στους λόγους αυτούς περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η ανικανότητα ενός των διαδίκων, δυνάμει του εφαρμοστέου δικαίου, η ακυρότητα της αποφάσεως, δυνάμει του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου, ή δυνάμει της νομοθεσίας της χώρας στην οποία εκδόθηκε η απόφαση, η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κατά τη νομοθεσία της χώρας στην οποία διεξήχθη η διαδικασία διαιτησίας και η υπέρβαση του πεδίου ουσιαστικής εφαρμογής της συμφωνίας. Μπορεί, επίσης, να μην αναγνωριστεί και εκτελεστεί απόφαση στην περίπτωση κατά την οποία, κατά τη νομοθεσία της χώρας στην οποία ζητείται η αναγνώριση και εκτέλεση της αποφάσεως, το αντικείμενο της διαφοράς δεν επιδέχεται επίλυση μέσω διαιτησίας ή όταν η αναγνώριση και η εκτέλεση έρχονται σε αντίθεση προς τη δημόσια τάξη της χώρας αυτής.

Β — Ο κανονισμός 44/2001

8.

Οι αιτιολογικές σκέψεις 14, 15, 16 και 25 του κανονισμού 44/2001 ορίζουν:

«(14)

Η αυτονομία των μερών μιας σύμβασης όσον αφορά τον καθορισμό του αρμοδίου δικαστηρίου πρέπει να τηρείται με την επιφύλαξη των αποκλειστικών βάσεων δικαιοδοσίας που προβλέπονται από τον ανά χείρας κανονισμό, εκτός εάν πρόκειται για συμβάσεις ασφάλισης, καταναλωτών και εργασίας, όπου επιτρέπεται μόνον περιορισμένη αυτονομία.

(15)

Για λόγους αρμονικής απονομής της δικαιοσύνης θα πρέπει να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα παράλληλης εκδίκασης μιας υπόθεσης και να αποφεύγεται η έκδοση ασυμβιβάστων αποφάσεων σε δύο κράτη μέλη. Πρέπει να προβλεφθεί σαφής και αποτελεσματικός μηχανισμός για την επίλυση των περιπτώσεων εκκρεμοδικίας και συνάφειας […].

(16)

Η αμοιβαία εμπιστοσύνη στην απονομή της δικαιοσύνης δικαιολογεί την αυτόματη αναγνώριση των αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος, χωρίς να απαιτείται καμία διαδικασία, εκτός σε περίπτωση αμφισβήτησης.

[…]

(25)

Η τήρηση των διεθνών δεσμεύσεων που έχουν προσυπογράψει τα κράτη μέλη έχει ως συνέπεια ότι ο κανονισμός δεν θίγει τις συμβάσεις στις οποίες τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη και οι οποίες αφορούν ειδικά θέματα.»

9.

Το άρθρο 1 του κανονισμού ορίζει ως ακολούθως το πεδίο εφαρμογής του:

«1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου. Δεν καλύπτει ιδίως φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις.

2.   Εξαιρούνται από την εφαρμογή του:

[…]

δ)

η διαιτησία.

[…]»

10.

Το άρθρο 5 του κανονισμού ορίζει, όσον αφορά τις αδικοπραξίες, ότι:

«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:

[…]

3)

ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός […]».

11.

Πρέπει, επίσης, να αναφερθούν οι διατάξεις του κανονισμού που αποσκοπούν στην αποτροπή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων. Το άρθρο 27 του κανονισμού ορίζει, όσον αφορά την εκκρεμοδικία, ότι:

«Όταν έχουν ασκηθεί αγωγές με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία μεταξύ των ίδιων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διάφορων κρατών μελών, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που επελήφθη πρώτο, αναστέλλει αυτεπάγγελτα την διαδικασία του μέχρις ότου διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.»

12.

Επίσης, το άρθρο 28 του κανονισμού προβλέπει, προς αποτροπή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων σε περίπτωση συνάφειας, ότι:

«1.   Όταν συναφείς αγωγές εκκρεμούν ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων κρατών μελών, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί μπορεί να αναστείλει την εκδίκαση.

2.   Όταν οι αγωγές αυτές εκκρεμούν σε πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί δύναται επίσης, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, υπό την προϋπόθεση ότι το πρώτο δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία και για τις δύο αγωγές και ότι το δίκαιό του επιτρέπει την ένωση συναφών υποθέσεων.

3.   Είναι συναφείς, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, αγωγές που συνδέονται μεταξύ τους τόσο στενά ώστε να υπάρχει συμφέρον να εξετασθούν και να εκδικασθούν ταυτόχρονα, προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοση ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων αν τυχόν οι υποθέσεις εκδικάζονταν χωριστά.»

Γ — Εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία

13.

Κατά την αγγλική νομοθεσία, η νομική βάση για την έκδοση των διαταγών που απαγορεύουν την άσκηση αγωγής, περί των οποίων πρόκειται στην παρούσα υπόθεση, αποτελεί το άρθρο 37, παράγραφος 1, του Supreme Court Act 1981 (νόμου του 1981 περί Ανωτάτου Δικαστηρίου), το οποίο ορίζει ότι: «Το High Court μπορεί με διάταξη (παρεμπίπτουσα ή οριστική), να εκδίδει διαταγές […] σε όλες τις περιπτώσεις που το κρίνει δίκαιο και σκόπιμο». Όσον αφορά τις anti-suit injunctions που εκδίδονται προς στήριξη συμφωνιών διαιτησίας, το άρθρο 44, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο e, του Arbitration Act του 1996 (νόμου του 1996 περί διαιτησίας) ορίζει ότι τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα μπορούν να εκδίδουν διαταγές ακριβώς όπως και στο πλαίσιο μιας τακτικής διαδικασίας.

14.

Οι anti-suit injunctions απευθύνονται στον πράγματι ασκούντα ή στον δυνάμενο να ασκήσει αγωγή στην αλλοδαπή. Του επιβάλλουν απαγόρευση ασκήσεως αγωγής ή συνεχίσεως της διαδικασίας ενώπιον του αλλοδαπού δικαστηρίου. Αν ο καθού η διαταγή δεν συμμορφωθεί προς αυτήν, υπέχει ευθύνη για μη συμμόρφωση προς απόφαση δικαστηρίου («contempt of court»). Μπορούν να επιβληθούν αυστηρές ποινές, από την προσωποκράτηση έως τη δήμευση των περιουσιακών του στοιχείων εντός του Ηνωμένου Βασιλείου. Ενδέχεται, επίσης, τα βρετανικά δικαστήρια να μην αναγνωρίσουν και να μην εκτελέσουν τις αποφάσεις αλλοδαπών δικαστηρίων που εκδόθηκαν κατά παράβαση μιας anti-suit injunction ( 7 ).

III — Τα πραγματικά περιστατικά, η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως και η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

15.

Τον Αύγουστο του 2000, το σκάφος Front Comor, ιδιοκτησίας της εταιρίας West Tankers Inc., το οποίο είχε ναυλώσει η εταιρία Erg Petroli SpA, προσέκρουσε στην ανήκουσα στην Erg Petroli προκυμαία στις Συρακούσες (Ιταλία) και προξένησε ζημία. Η σύμβαση ναυλώσεως προέβλεπε ρήτρα διαιτησίας δυνάμει της οποίας όλες οι σχετικές με την εκτέλεση της συμβάσεως διαφορές έπρεπε να υποβάλλονται σε διαιτησία στο Λονδίνο. Προέβλεπε, επίσης, εφαρμογή του αγγλικού δικαίου.

16.

Η Riunione Adriatica di Sicurtà SpA (από 1ης Οκτωβρίου 2007 Allianz SpA) και η Generali Assicurazioni Generali SpA (στο εξής, από κοινού: Allianz κ.λπ.) είχαν ασφαλίσει την Erg Petroli και κατέβαλαν τις αποζημιώσεις για τις ζημίες που προκάλεσε η πρόσκρουση στην προκυμαία μέχρι του ύψους που προέβλεπε η ασφαλιστήρια σύμβαση. Η Erg Petroli προσέφυγε στη διαιτησία στο Λονδίνο κατά της West Tankers Inc. (στο εξής: West Tankers) ως προς το υπόλοιπο ποσό.

17.

Στις 30 Ιουλίου 2003, οι Allianz κ.λπ. άσκησαν αγωγή κατά της West Tankers ενώπιον δικαστηρίου των Συρακουσών ζητώντας επιστροφή των ποσών που είχαν καταβάλει στην Erg Petroli ως ασφαλιστικές αποζημιώσεις. Τα σχετικά με την ευθύνη ζητήματα που αφορούν τη διεξαγόμενη στην Ιταλία δίκη είναι ουσιαστικώς όμοια με εκείνα που ανακύπτουν στο πλαίσιο της διαδικασίας διαιτησίας. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, το κύριο ζήτημα είναι αν η West Tankers μπορεί να προβάλει απαλλαγή της από την ευθύνη σε περίπτωση σφάλματος πλοηγήσεως βάσει της ρήτρας 19 της συμβάσεως ναυλώσεως ή βάσει των καλουμένων κανόνων «της Χάγης» ( 8 ).

18.

Στις 10 Σεπτεμβρίου 2004, η εταιρία West Tankers άσκησε αγωγή ενώπιον του High Court, στο Ηνωμένο Βασίλειο, κατά των Allianz κ.λπ., με αίτημα να αναγνωριστεί ότι η αποτελούσα το αντικείμενο της δίκης στις Συρακούσες διαφορά απέρρεε από τη σύμβαση ναυλώσεως και ότι οι Allianz κ.λπ., οι οποίοι είχαν νομίμως υπεισέλθει στα δικαιώματα της Erg, εδεσμεύοντο από τη συμφωνία διαιτησίας. Η West Tankers ζήτησε, επίσης, με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, την έκδοση διαταγής απαγορεύουσας στους αντιδίκους της να φέρουν τη διαφορά ενώπιον άλλου δικαστηρίου πλην του διαιτητικού δικαστηρίου και, ιδίως, να συνεχίσουν τη δίκη στις Συρακούσες.

19.

Το High Court επισήμανε ότι από τη νομολογία του Court of Appeal ( 9 ) προκύπτει ότι ή απόφαση Turner δεν απέκλειε τις anti-suit injunctions που εκδίδονται βάσει διαιτητικών συμφωνιών. Κατά συνέπεια, δέχθηκε την αγωγή.

20.

Το House of Lords, το οποίο επελήφθη της εφέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως αυτής, υπέβαλε, με απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2007, το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Είναι συμβατό με τον κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 να εκδίδει δικαστήριο κράτους μέλους διαταγή υποχρεώνουσα ένα πρόσωπο να μην κινήσει ή να μη συνεχίσει δικαστική διαδικασία εντός άλλου κράτους μέλους, επειδή με την ενέργειά του αυτή παραβιάζει συμφωνία περί διαιτησίας;»

21.

Κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία κατέθεσαν παρατηρήσεις οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

IV — Επί του προδικαστικού ερωτήματος

22.

Κατ’ ακολουθία της αποφάσεως Turner, το House of Lords ζητεί να διευκρινιστεί αν οι anti-suit injunctions είναι ασύμβατες με τον κανονισμό 44/2001 και στην περίπτωση κατά την οποία εκδίδονται στο πλαίσιο διαφοράς την οποία οι διάδικοι έχουν υπαγάγει σε διαιτησία.

Α — Η απόφαση Turner

23.

Στην απόφαση Turner, το Δικαστήριο έκρινε ότι η σύμβαση των Βρυξελλών αποκλείει την έκδοση διαταγής απαγορεύουσας την άσκηση ή τη συνέχιση της εκδικάσεως αγωγής ενώπιον δικαστηρίου άλλου συμβαλλομένου κράτους, στην περίπτωση κατά την οποία ο διάδικος που κινεί τη διαδικασία στην αλλοδαπή ενεργεί κακοπίστως με σκοπό την παρεμπόδιση της εκκρεμούς δίκης.

24.

Το Δικαστήριο στήριξε την απόφασή του αυτή στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης επί της οποίας θεμελιούται το σύστημα της Συμβάσεως ( 10 ). Ειδικότερα υπογράμμισε ότι:

«Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι η σύμβαση στηρίζεται αναγκαστικώς επί της αμοιβαίας εμπιστοσύνης των συμβαλλομένων κρατών στα νομικά τους συστήματα και στα δικαστικά τους όργανα. Η αμοιβαία αυτή εμπιστοσύνη κατέστησε δυνατή τη θέσπιση δεσμευτικού συστήματος διεθνούς δικαιοδοσίας, προς το οποίο οφείλουν να συμμορφώνονται όλα τα δικαστήρια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως, και την συνακόλουθη παραίτηση των συμβαλλομένων κρατών από τους κανόνες της εσωτερικής τους νομοθεσίας περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών αποφάσεων, υπέρ ενός απλουστευμένου μηχανισμού αναγνωρίσεως και εκτελέσεως δικαστικών αποφάσεων.» ( 11 )

25.

Το Δικαστήριο επομένως στηρίχθηκε στην απόφαση Gasser ( 12 ), με την οποία απάντησε στο ερώτημα αν το δεύτερο επιλαμβανόμενο δικαστήριο οφείλει να αναστείλει τη διαδικασία σε περίπτωση κατά την οποία έχει ήδη επιληφθεί της διαφοράς δικαστήριο σε άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών (το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 27 του κανονισμού 44/2001), ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο είναι προδήλως αναρμόδιο, κατά την άποψη του δεύτερου επιληφθέντος δικαστηρίου, δυνάμει ρήτρας περί διεθνούς δικαιοδοσίας. Μολονότι η διαδικασία επιλύσεως του ζητήματος διεθνούς δικαιοδοσίας που ανέκυψε ενώπιον του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου είναι μακρά και παρά το ενδεχόμενο να έχει ασκηθεί αγωγή ενώπιον αυτού του δικαστηρίου απλώς στο πλαίσιο μιας παρελκυστικής τακτικής, το Δικαστήριο δεν δέχθηκε παρέκκλιση από τον κανόνα της εκκρεμοδικίας. Το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο πρέπει να εξετάσει αν έχει διεθνή δικαιοδοσία. Μόνο σε περίπτωση που κρίνει εαυτό αναρμόδιο, το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο μπορεί να συνεχίσει την εκκρεμούσα ενώπιόν του διαδικασία ( 13 ).

26.

Στην απόφαση Turner, το Δικαστήριο υπενθύμισε, επίσης ότι, πέραν των εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 28, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, η Σύμβαση αυτή δεν επιτρέπει σε δικαστήριο να ελέγχει τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου άλλου συμβαλλομένου κράτους ( 14 ). Στην περίπτωση κατά την οποία απαγορεύεται με έκδοση διαταγής η άσκηση ή η συνέχιση της εκδικάσεως αγωγής ενώπιον δικαστηρίου άλλου συμβαλλομένου κράτους, αναμφισβητήτως συντρέχει περίπτωση παρεμβάσεως στη διεθνή δικαιοδοσία αλλοδαπού δικαστηρίου, η οποία είναι ασύμβατη με το σύστημα της συμβάσεως και περιορίζει την πρακτική αποτελεσματικότητά της ( 15 ). Δεν έχει σχετικώς σημασία αν η διαταγή απευθύνεται στον αντίδικο και όχι απευθείας στο αλλοδαπό δικαστήριο ( 16 ).

Β — Συμφωνία των anti-suit injunctions που αποσκοπούν στην τήρηση συμφωνίας διαιτησίας με τον κανονισμό 44/2001

27.

Το κύριο ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι αν μπορούν αναλογικώς να εφαρμοστούν επί των anti-suit injunctions που εκδίδονται προς στήριξη διαδικασιών διαιτησίας οι αρχές που διατυπώθηκαν στην απόφαση Turner.

28.

Το γεγονός ότι η απόφαση Turner εκδόθηκε βάσει της Συμβάσεως των Βρυξελλών, ενώ στην παρούσα υπόθεση έχει, ratione temporis, εφαρμογή ο κανονισμός 44/2001, δεν συνιστά εμπόδιο. Πράγματι, σκοπός του κανονισμού είναι βεβαίως ο εκσυγχρονισμός της Συμβάσεως, αλλά παράλληλα και η διατήρηση της δομής της και των θεμελιωδών αρχών που τη διέπουν ( 17 ), καθώς και η διασφάλιση της συνέχειας ( 18 ). Ειδικότερα, δεν υπήρξε ουσιαστική τροποποίηση των θεμελιωδών διατάξεων του όλου συστήματος και της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης επί της οποίας αυτό στηρίζεται ( 19 ).

29.

Ειδικότερα, δεν υπήρξε τροποποίηση ως προς τον αποκλεισμό της διαιτησίας από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών, αλλά και του κανονισμού ( 20 ). Επομένως, προς ερμηνεία της έννοιας της διαιτησίας, μπορούν να ληφθούν υπόψη τόσο οι προπαρασκευαστικές εργασίες της Συμβάσεως όσο και η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου.

30.

Το House of Lords φρονεί ακριβώς ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί αναλογικώς εν προκειμένω η νομολογία Turner επειδή η διαιτησία αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ’, αυτού. Πράγματι, το Δικαστήριο ρητώς συνέδεσε την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης με τις διαδικασίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως. Η διαιτησία δεν περιλαμβάνει μόνον τη διαδικασία διαιτησίας αυτή καθεαυτή, καθώς και την αναγνώριση και εκτέλεση των διαιτητικών αποφάσεων, αλλά και όλες τις σχετικές με τη διαιτησία κρατικές δικαστικές διαδικασίες. Δεδομένου ότι οι anti-suit injunctions διευκολύνουν την εφαρμογή μιας διαιτητικής διαδικασίας, οι σχετικές με την έκδοσή τους διαδικασίες εμπίπτουν στην εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ’, του κανονισμού 44/2001.

1. Επί του αποκλεισμού της διαιτησίας από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001

31.

Πριν επιχειρηθεί ερμηνεία της κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ’, του κανονισμού 44/2001 έννοιας της διαιτησίας, πρέπει να διευκρινιστεί η διαδικασία σε σχέση με την οποία θα προσδιοριστεί το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού.

32.

Το House of Lords, η West Tankers και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υπογραμμίζουν τη σημασία της εκκρεμούσας στο Ηνωμένο Βασίλειο διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας ζητείται η έκδοση μιας anti-suit injunction. Υποστηρίζουν ότι η διαδικασία αυτή δεν μπορεί να είναι ασύμβατη με τον κανονισμό, καθόσον αυτή καθεαυτήν εμπίπτει στο πεδίο της εξαιρέσεως που προβλέπεται σχετικά με τις διαιτησίες ( 21 ). Αντιθέτως, το αιτούν δικαστήριο είναι μάλλον της γνώμης ότι δεν έχουν σχετικώς σημασία οι συνέπειες της διαταγής επί της εκκρεμούσας ενώπιον του δικαστηρίου των Συρακουσών διαδικασίας.

33.

Η άποψη αυτή είναι αστήρικτη, δεδομένου ότι το Δικαστήριο έχει ακριβώς υπογραμμίσει, με την απόφαση Turner, ότι οι συνέπειες μιας anti-suit injunction επί της αλλοδαπής δίκης αντιβαίνουν προς τη Σύμβαση των Βρυξελλών, έστω και αν η διαταγή εμπίπτει, ως δικονομικής φύσεως μέτρο, στο αποκλειστικό πεδίο εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας ( 22 ). Συνεπώς, δεν έχει σημασία αν η διαδικασία για την έκδοση μιας anti-suit injunction —εν προκειμένω, η ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων διαδικασία— εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, αλλά το ζήτημα αυτό πρέπει να εξετάζεται όσον αφορά τη διαδικασία κατά της οποίας στρέφεται η διαταγή —εν προκειμένω, την ενώπιον του δικαστηρίου των Συρακουσών διαδικασία.

34.

Προσβολή της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, η οποία αποτέλεσε το κριτήριο του Δικαστηρίου στην απόφαση Turner, δεν συντρέχει μόνον όταν τόσο η διαδικασία εκδόσεως της διαταγής όσο και η διαδικασία την οποία αυτή σκοπεί να παρακωλύσει εμπίπτουν αμφότερες στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού. Αντιθέτως, συντρέχει προσβολή της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και στην περίπτωση κατά την οποία απόφαση εκδοθείσα από δικαστήριο κράτους μέλους, η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, παρεμβάλλει κωλύματα στην εκ μέρους δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους άσκηση των εξουσιών που του παρέχει ο κανονισμός.

35.

Πράγματι, οι αρχές κράτους μέλους δεν πρέπει να θίγουν την πρακτική αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου, ακόμα και στην περίπτωση που ασκούν εξουσίες οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου ( 23 ). Από πάγια νομολογία προκύπτει, επί παραδείγματι, ότι οι εθνικές φορολογικές νομοθεσίες πρέπει να μη θίγουν τις θεμελιώδεις ελευθερίες, μολονότι η άμεση φορολογία εμπίπτει στο πεδίο αρμοδιότητας των κρατών μελών ( 24 ).

36.

Ομοίως, όσον αφορά τη Σύμβαση των Βρυξελλών, το Δικαστήριο υπογράμμισε στην απόφαση Hagen ότι η εφαρμογή εθνικών δικονομικών κανόνων —επρόκειτο για τους κανόνες που ρυθμίζουν το παραδεκτό μιας αγωγής— δεν πρέπει να θίγουν την πρακτική αποτελεσματικότητα της Συμβάσεως ( 25 ). Κρίθηκε ότι δεν είχε σχετικώς σημασία ότι οι επίμαχοι στην υπόθεση Hagen κανόνες απέρρεαν από την εθνική νομοθεσία και ότι, εκ πρώτης όψεως, ουδόλως ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών, ενώ η διαιτησία απλώς αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού.

37.

Αντιθέτως, εκείνο που έχει σημασία είναι αν ο κανονισμός 44/2001 έχει εφαρμογή στη διαδικασία κατά της οποίας στρέφεται η διαταγή —δηλαδή, εν προκειμένω, της εκκρεμούσας ενώπιον του δικαστηρίου των Συρακουσών διαδικασίας. Αν δεν έχει, τότε βεβαίως η διαταγή δεν μπορεί να θίξει την πρακτική αποτελεσματικότητά του.

38.

Το House of Lords, η West Tankers και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζουν ότι εφόσον οι διάδικοι είχαν συμφωνήσει, με την υπογραφή σχετικής συμβάσεως, να υποβάλουν αποκλειστικώς τις σχετικές με την εκτέλεση της συμβάσεως διαφορές σε διαιτητικό δικαστήριο, η έννομη αυτή σχέση, εξ ορισμού και πλήρως, δεν υπόκειται στο πεδίο αρμοδιότητας των εθνικών δικαστηρίων —πλην των δικαστηρίων της έδρας του διαιτητικού δικαστηρίου. Αν η άποψη αυτή ευσταθεί, μια anti-suit injunction, η οποία επηρεάζει διαδικασία ενώπιον κρατικών δικαστηρίων, δεν μπορεί να κρίνεται υπό το πρίσμα του κανονισμού 44/2001.

39.

Πάντως, η αγγλοσαξωνική θεωρία πάντοτε διέφερε από την κρατούσα στην ηπειρωτική Ευρώπη θεωρία ως προς το αν η εξαίρεση της διαιτησίας έχει ένα τόσο ευρύ περιεχόμενο, όπως υπογραμμίστηκε και στην έκθεση που υπέβαλε ο καθηγητής Schlosser κατά την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας.

«Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων σχετικά με την ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 1, δεύτερο εδάφιο, σημείο 4, η εξέταση του θέματος αυτού προκάλεσε τη διαμόρφωση δύο θέσεων διαφορετικών και ασυμβίβαστων. Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, που υποστηρίχθηκε κυρίως από την αντιπροσωπεία του Ηνωμένου Βασιλείου, η διάταξη αυτή καλύπτει όλες τις διαφορές για τη ρύθμιση των οποίων η δικαιοδοσία διαιτητικού δικαστηρίου έχει στηριχθεί σε συμφωνία που εξακολουθεί να είναι έγκυρη, συμπεριλαμβανομένων των δευτερευουσών διαφορών που αναφέρονται στην προβλεπόμενη διαδικασία διαιτησίας. Σύμφωνα με την άλλη άποψη, που υποστηρίχθηκε από τα αρχικά κράτη μέλη, η διαιτησία καλύπτει τις διαδικασίες ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μόνον εάν οι διαδικασίες αυτές αναφέρονται σε δίκες διαιτησίας που έχουν ήδη περατωθεί, εκκρεμούν ή πρόκειται να αρχίσουν» ( 26 ).

40.

Οι αποκλίνουσες αυτές απόψεις ενδέχεται να επηρεάσουν την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων που εξέδωσε δικαστήριο κράτους μέλους αγνοώντας, κατά την άποψη του δικαστηρίου του κράτους εκτελέσεως, τη ρήτρα διαιτησίας ( 27 ). Άλλωστε, οι απόψεις αυτές αφορούν γενικότερα, το ζήτημα του ποιος είναι αρμόδιος να αποφαίνεται επί τους κύρους και του περιεχομένου της ρήτρας διαιτησίας.

41.

Κατά την άποψη που υιοθετεί το House of Lords, μόνον το ίδιο το διαιτητικό δικαστήριο και τα δικαστήρια του κράτους στο οποίο αυτό έχει την έδρα του, τα οποία στηρίζουν το διαιτητικό δικαστήριο στο έργο του, είναι αρμόδια να αποφαίνονται επί του ζητήματος αυτού. Κατά συνέπεια, στη διαφορά της κύριας δίκης, το High Court όχι μόνον εξέδωσε διαταγή, αλλά επιπλέον διαπίστωσε ότι η διαφορά απέρρεε από τη σύμβαση ναυλώσεως. Αποφάνθηκε, επίσης, ότι οι ασφαλιστές, οι οποίοι, βεβαίως, δεν είναι οι άμεσα συμβαλλόμενοι, αλλά υπεισήλθαν στα απορρέοντα από τη σύμβαση δικαιώματα, δεσμεύονται από τη ρήτρα διαιτησίας.

42.

Αντιθέτως, κατά την κρατούσα στην ηπειρωτική Ευρώπη άποψη, εκείνο που έχει σημασία είναι αν η αγωγή αποζημιώσεως εμπίπτει, κατ’ αρχήν, στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 και αν το δικαστήριο των Συρακουσών —υπό την επιφύλαξη της εξαιρέσεως της διαιτησίας– είναι αρμόδιο ως δικαστήριο του τόπου στον οποίο επήλθε η ζημία, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού. Αν ο εναγόμενος βασίμως προβάλλει εν προκειμένω την εξαίρεση της διαιτησίας, τότε το δικαστήριο θα ήταν, κατ’ αρχήν, υποχρεωμένο, δυνάμει του άρθρου II, παράγραφος 3, της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης, να παραπέμψει τη διαφορά στο διαιτητικό δικαστήριο.

43.

Συνεπώς, η κυριότερη διαφορά μεταξύ των δύο απόψεων είναι ότι ο αποκλεισμός της διαιτησίας νοείται υπό ευρεία έννοια στο πλαίσιο της πρώτης εξ αυτών: εφόσον προβάλλεται ρήτρα διαιτησίας, όλες οι διαφορές που απορρέουν από την οικεία έννομη σχέση εμπίπτουν αποκλειστικώς στη διαιτησία, ανεξαρτήτως του αντικειμένου της διαφοράς. Έλεγχος αρμοδιότητας χωρεί μόνον εκ μέρους του διαιτητικού δικαστηρίου και των δικαστηρίων του κράτους της έδρας αυτού.

44.

Η αντίθετη άποψη στηρίζεται κυρίως στο αντικείμενο της διαφοράς. Αν αυτό εμπίπτει στον κανονισμό 44/2001, δικαστήριο το οποίο εκ πρώτης όψεως είναι αρμόδιο δυνάμει αυτού του κανονισμού δύναται να εξετάσει αν η προβλεπόμενη στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ’, εξαίρεση έχει εφαρμογή και, αναλόγως της εκτιμήσεώς του ως προς το κύρος και το περιεχόμενο της ρήτρας διαιτησίας, να αναπέμψει την υπόθεση στο διαιτητικό δικαστήριο ή να αποφανθεί το ίδιο επί της ουσίας.

45.

Το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ’, του κανονισμού 44/2001 δεν παρέχει σαφείς ενδείξεις ως προς την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί. Από τη χρήση, όμως, του όρου «διαιτησία» μπορεί να συναχθεί ότι δεν αναφέρεται μόνο στην καθαυτό διαιτητική διαδικασία, αλλά ότι μάλλον εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού και οι σχετικές με αυτήν διαδικασίες ενώπιον κρατικών δικαστηρίων.

46.

Τούτο επιβεβαιώνουν οι προπαρασκευαστικές εργασίες οι σχετικές με την προηγούμενη διάταξη, την περιλαμβανόμενη στη Σύμβαση των Βρυξελλών. Στις εκθέσεις Jenard ( 28 ), αφενός, και Δ. Ευρυγένη και Κ. Κεραμέως ( 29 ), αφετέρου, εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους αποκλείστηκε η διαιτησία από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών παρά τη μνεία της διαιτησίας στο άρθρο 220 της Συνθήκης ΕΟΚ [νυν, άρθρο 65, στοιχείο α’, τρίτη περίπτωση, ΕΚ]. Κατά τις εκθέσεις αυτές, η σχετική με την εξαίρεση διάταξη (άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ’) περιελήφθη στη Σύμβαση των Βρυξελλών προκειμένου να μη θιγούν οι υφιστάμενες στον τομέα αυτόν διεθνείς συμφωνίες —ειδικότερα η Σύμβαση της Νέας Υόρκης.

47.

Η Σύμβαση της Νέας Υόρκης θέτει τους κανόνες που πρέπει να τηρούν όχι μόνον οι ίδιοι οι διαιτητές, αλλά και τα δικαιοδοτικά όργανα των οικείων κρατών, όπως οι κανόνες περί παραπομπής των μερών μιας διαφοράς σε διαιτησία ή περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως διαιτητικών αποφάσεων από τα δικαστήρια συμβαλλομένου κράτους. Όπως προκύπτει από το γράμμα της διατάξεως, πρόθεση των συμβαλλομένων μερών στη Σύμβαση των Βρυξελλών ήταν να αποκλείσουν, πέραν της διαιτητικής διαδικασίας αυτής καθεαυτήν, το σύνολο της διαιτησίας, περιλαμβανομένων των σχετικών με τη διαιτησία διαδικασιών ενώπιον των κρατικών δικαστηρίων ( 30 ).

48.

Ενδεικτικώς, στην έκθεση Schlosser ( 31 ) αναφέρονται οι εξής περιπτώσεις: οι διαδικασίες ορισμού ή εξαιρέσεως διαιτητή, καθορισμού του τόπου διαιτησίας και παρατάσεως της προθεσμίας που καθορίζεται για την έκδοση της αποφάσεως. Οι δικαστικές αποφάσεις με τις οποίες αναγνωρίζεται ότι ισχύει ή είναι άκυρο συνυποσχετικό διαιτησίας ή οι οποίες δίνουν εντολή στους διαδίκους να μην προκαλέσουν διαιτητική διαδικασία επειδή η τελευταία είναι άκυρη δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Η Σύμβαση δεν εφαρμόζεται στις διαδικασίες και αποφάσεις που αφορούν τις αποφάσεις ακυρώσεως, τροποποιήσεως, αναγνωρίσεως και εκτελέσεως διαιτητικών αποφάσεων ( 32 ).

49.

Αντιθέτως προς τις διαδικασίες αυτές, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο τη διαιτησία, οι Δ. Ευρυγένης και Κ. Κεραμεύς αναφέρουν την έκθεσή τους ( 33 ):

«Αντίθετα, πρέπει να θεωρηθεί ως υπαγόμενος στη Σύμβαση ο παρεμπίπτων έλεγχος του κύρους συμφωνίας περί διαιτησίας, που τον επικαλείται διάδικος για να αμφισβητήσει τη διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίου στο οποίο ενάγεται σύμφωνα με τη Σύμβαση.»

50.

Το Δικαστήριο υιοθέτησε τη διάκριση αυτή μεταξύ του αντικειμένου της διαδικασίας και των προκαταρκτικών ζητημάτων στην απόφαση Rich ( 34 ):

«Για τον καθορισμό του αν μια διαφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον το αντικείμενο της διαφοράς αυτής. Αν η διαφορά αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως λόγω του αντικειμένου της, όπως π.χ. ο διορισμός διαιτητή, η ύπαρξης προκαταρκτικού ζητήματος, επί του οποίου ο δικαστής πρέπει να αποφανθεί προς επίλυση της εν λόγω διαφοράς, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την εφαρμογή της Συμβάσεως, όποιο κι αν είναι το ζήτημα αυτό.»

51.

Στην υπόθεση Rich, ο εναγόμενος είχε υποστηρίξει ότι το προκαταρκτικό ζήτημα της υπάρξεως έγκυρης συμφωνίας διαιτησίας ήταν κρίσιμο. Κατά την άποψη, όμως, του Δικαστηρίου, δεν θα ήταν σύμφωνο προς την αρχή της ασφαλείας δικαίου η εφαρμογή της εξαιρέσεως να εξαρτάται από την ύπαρξη κάποιου προκαταρκτικού ζητήματος, το οποίο τα μέρη μπορούν να θέσουν ανά πάσα στιγμή ( 35 ).

52.

Όπως επιβεβαίωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Van Uden, το ζήτημα αν μια διαδικασία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως ή, ενδεχομένως, στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 πρέπει να εξετάζεται με κριτήριο το αντικείμενο της διαφοράς ( 36 ).

53.

Στην εκκρεμούσα ενώπιον του δικαστηρίου των Συρακουσών διαφορά, οι Allianz κ.λπ. προβάλλουν ότι υπεισήλθαν σε δικαίωμα αποκαταστάσεως της ζημίας που προκλήθηκε στην ασφαλισμένη εταιρία Erg Petroli, λόγω της προσκρούσεως του Front Comor στην προκυμαία. Επομένως, αντικείμενο της διαφοράς είναι η αποζημίωση εξ αδικοπραξίας (και ίσως εκ της συμβάσεως), η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 και όχι η διαιτησία.

54.

Η ύπαρξη και η εφαρμογή της ρήτρας διαιτησίας συνιστούν απλό προκαταρκτικό ζήτημα το οποίο οφείλει να εξετάσει το επιληφθέν δικαστήριο στο πλαίσιο ελέγχου της αρμοδιότητάς του. Ακόμα και αν συνδεθεί το ζήτημα αυτό με τον τομέα της διαιτησίας ( 37 ), δεν μπορεί, ως προκαταρκτικό ζήτημα, να τροποποιήσει τον χαρακτήρα της διαδικασίας το αντικείμενο της οποίας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 ( 38 ). Δεν απαιτείται να εξεταστεί εν προκειμένω το ζήτημα του χαρακτήρα μιας διαδικασίας η οποία επί της ουσίας αφορά τα ζητήματα αυτά ( 39 ).

55.

Άλλωστε, είναι σύμφωνο με τη Σύμβαση της Νέας Υόρκης το αρμόδιο να αποφανθεί επί του αντικειμένου της διαδικασίας δικαστήριο, δυνάμει του κανονισμού 44/2001, να εξετάζει το ίδιο το προκαταρκτικό ζήτημα της υπάρξεως και του περιεχομένου της ρήτρας διαιτησίας. Πράγματι, το άρθρο II, παράγραφος 3, της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης προβλέπει ότι τα κρατικά δικαστήρια πρέπει να παραπέμπουν τους διαδίκους σε διαιτητικό δικαστήριο εφόσον συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις:

Η διαφορά αφορά ζήτημα επιδεκτικό ρυθμίσεως διά διαιτησίας. Σε διαφορετική περίπτωση, το συμβαλλόμενο κράτος (και τα δικαστήριά του) δεν υποχρεούται να αναγνωρίσει τη συμφωνία διαιτησίας δυνάμει του άρθρου II, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης.

Το δικαστήριο ενός των συμβαλλομένων κρατών επελήφθη αγωγής επί θέματος ως προς το οποίο τα μέρη έχουν συνάψει συμφωνία κατά την έννοια αυτού του άρθρου.

Το επιληφθέν δικαστήριο δεν διαπιστώνει ότι η συμφωνία αυτή είναι άκυρη, ανενεργή ή μη επιδεκτική εφαρμογής.

56.

Επομένως, δυνάμει της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης, το επιληφθέν δικαστήριο έχει τη δυνατότητα, πριν παραπέμψει τη διαφορά σε διαιτητικό δικαστήριο, να ελέγξει αν συντρέχουν οι τρεις αυτές προϋποθέσεις. Από τη Σύμβαση δεν προκύπτει ότι την αρμοδιότητα αυτή έχει μόνον το διαιτητικό δικαστήριο ή τα κρατικά δικαστήρια της έδρας του διαιτητικού δικαστηρίου. Δεδομένου ότι ο αποκλεισμός από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 της διαιτησίας αποβλέπει στη μη παρεμπόδιση της εφαρμογής της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης, δεν απαιτείται ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού να βαίνει πέραν των όσων προβλέπει η Σύμβαση.

57.

Στην απόφαση Gasser, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο πρέπει να αναμένει την ολοκλήρωση του ελέγχου της αρμοδιότητάς του από το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο στην περίπτωση που προβάλλεται συμφωνία διαιτησίας υπέρ του δεύτερου επιληφθέντος δικαστηρίου ( 40 ). Όπως ορθώς υποστήριξε η Επιτροπή, η λύση αυτή αποτελεί έκφραση της γενικής αρχής δυνάμει της οποίας όλα τα δικαστήρια έχουν, κατ’ αρχήν, την εξουσία να ελέγχουν την αρμοδιότητά τους (αρμοδιότητα ελέγχου αρμοδιότητας). Η προβολή αντίθετης συμφωνίας των μερών —που στην υπόθεση εκείνη ήταν συμφωνία περί παρεκτάσεως δικαιοδοσίας ενώ στην προκειμένη υπόθεση είναι συμφωνία διαιτησίας— δεν αφαιρεί από το επιληφθέν δικαστήριο την αρμοδιότητά του αυτή.

58.

Στην αρμοδιότητα αυτή περιλαμβάνεται το δικαίωμα ελέγχου του κύρους και του περιεχομένου της προβαλλομένης συμφωνίας, ζήτημα το οποίο εξετάζεται ως προκαταρκτικό. Αν το επιληφθέν δικαστήριο δεν μπορούσε να εξετάσει τέτοια προκαταρκτικά ζητήματα, θα μπορούσε οποιοσδήποτε διάδικος να αποφύγει τη διαδικασία προβάλλοντας απλώς συμφωνία διαιτησίας. Αντιθέτως, ο προσφεύγων στο δικαστήριο ο οποίος υποστηρίζει ότι η συμφωνία είναι άκυρη ή ότι δεν έχει εφαρμογή, θα εστερείτο της δυνατότητας προσβάσεως στο κρατικό δικαστήριο. Θα εθίγετο, επομένως, η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία, δυνάμει παγίας νομολογίας, αποτελεί μία από τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου και ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα που προστατεύονται εντός της Κοινότητας ( 41 ).

59.

Από την απόφαση Van Uden δεν προκύπτει διαφορετικό συμπέρασμα. Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί επί της αρμοδιότητας λήψεως προσωρινών μέτρων στο πλαίσιο διαφοράς η οποία, ως προς την ουσία της, είχε υποβληθεί σε διαιτησία. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, στην περίπτωση κατά την οποία τα μέρη εγκύρως εξαίρεσαν διαφορά σχετική με την εκτέλεση συμβάσεως από την αρμοδιότητα των κρατικών δικαστηρίων, προκειμένου να την υπαγάγουν σε διαιτησία, δεν υφίσταται, κατά την έννοια της Συμβάσεως των Βρυξελλών, κρατικό δικαστήριο αρμόδιο για την ουσία της διαφοράς ( 42 ).

60.

Η διαπίστωση αυτή είναι ασφαλώς ορθή. Εντούτοις, προς αποδοχή της αποκλειστικής αρμοδιότητας των διαιτητικών δικαστηρίων απαιτείται, ακριβώς, να έχει εγκύρως συναφθεί συμφωνία διαιτησίας που να καλύπτει το αντικείμενο της οικείας διαφοράς. Από την απόφαση Van Uden δεν προκύπτει ότι η εξέταση των προκαταρκτικών αυτών ζητημάτων δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατικών δικαστηρίων.

61.

Δεν γίνεται επίσης αντιληπτός ο λόγος για τον οποίο μόνο αρμόδιο για τον έλεγχο αυτό πρέπει να είναι το διαιτητικό δικαστήριο, δεδομένου ότι η αρμοδιότητά του εξαρτάται τόσο από το κύρος και το περιεχόμενο της συμφωνίας περί διαιτησίας όσο και από την αρμοδιότητα του κρατικού δικαστηρίου του άλλου συμβαλλόμενου κράτους. Το γεγονός ότι η εφαρμοστέα στην έδρα του διαιτητικού δικαστηρίου νομοθεσία ορίστηκε ως η διέπουσα τη σύμβαση νομοθεσία δεν παρέχει στο διαιτητικό δικαστήριο το αποκλειστικό δικαίωμα να εξετάζει τη ρήτρα διαιτησίας. Πράγματι, το δικαστήριο του άλλου συμβαλλομένου κράτους —εν προκειμένω, το δικαστήριο των Συρακουσών— μπορεί, κατ’ αρχήν, να εφαρμόζει το αλλοδαπό δίκαιο, φαινόμενο σύνηθες στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο.

62.

Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι το γεγονός ότι οι διάδικοι είχαν συνάψει συμφωνία διαιτησίας δεν αποτελεί στοιχείο επαρκές για τον αποκλεισμό μιας εννόμου σχέσεως από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001. Αντιθέτως, ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται στην περίπτωση που το αντικείμενο της δίκης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του. Το ζήτημα αυτό είναι ανεξάρτητο του προδικαστικού ζητήματος που ανέκυψε ενώπιον του επιληφθέντος δικαστηρίου, του ζητήματος δηλαδή αν αυτό είναι αναρμόδιο λόγω της υπάρξεως ρήτρας διαιτησίας και αν πρέπει να παραπέμψει τη διαφορά σε διαιτητικό δικαστήριο σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης και του άρθρου 71 του κανονισμού. Διαταγή απαγορεύουσα σε ένα εκ των μερών της συμφωνίας που βρίσκεται σε μια τέτοια κατάσταση να ασκήσει αγωγή ή να συνεχίσει την εκδίκασή της ενώπιον κρατικού δικαστηρίου συμβαλλομένου κράτους συνιστά παρέμβαση σε διαδικασία εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001.

2. Δικαιολόγηση για πρακτικούς λόγους που αφορούν τη διαδικασία διαιτησίας;

63.

Κατά την άποψη του House of Lords, πρακτικοί λόγοι που αφορούν τη διαδικασία διαιτησίας ως μέθοδο επιλύσεως εμπορικών διαφορών επιβάλλουν την αναγνώριση της δυνατότητας των αγγλικών δικαστηρίων να εκδίδουν anti-suit injunctions προς στήριξη της διαιτησίας.

64.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, σχετικώς, ότι τα κρατικά δικαστήρια πρέπει να σέβονται την ελευθερία των συμβαλλομένων οι οποίοι αποφάσισαν να υποβάλουν τις διαφορές τους σε ιδιωτικό διαιτητικό δικαστήριο. Επιδίωξη των συμβαλλομένων ήταν να αποφύγουν τις μακρόχρονες διαδικασίες ενώπιον κρατικών δικαστηρίων. Κατά το House of Lords, οι επιχειρηματίες λαμβάνουν υπόψη τους, κατά την επιλογή της έδρας του διαιτητικού οργάνου, το αν τα εκεί τοπικά δικαστήρια έχουν στη διάθεσή τους δικονομικούς μηχανισμούς προς στήριξη της διαιτησίας. Τα άλλα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να προβλέψουν τέτοιους δικονομικούς μηχανισμούς προκειμένου να αυξήσουν την ελκυστικότητά τους ως έδρα διαιτητικών οργάνων.

65.

Τέλος, το House of Lords υπογραμμίζει τον κίνδυνο να περιέλθει το Λονδίνο σε δυσμενέστερη από απόψεως ανταγωνισμού θέση σε σχέση με διεθνή κέντρα διαιτησίας όπως η Νέα Υόρκη, οι Βερμούδες και η Σιγκαπούρη, σε περίπτωση κατά την οποία τα αγγλικά δικαστήρια, αντιθέτως προς τα δικαστήρια των ως άνω κέντρων διαιτησίας, δεν θα μπορούν πλέον να εκδίδουν anti-suit injunctions.

66.

Επιβάλλεται, αρχικώς, να τονιστεί ότι λόγοι καθαρώς οικονομικής φύσεως δεν μπορούν να δικαιολογήσουν παράβαση του κοινοτικού δικαίου ( 43 ). Αντιθέτως, η αρχή της ελευθερίας των συμβαλλομένων πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την ερμηνεία του κανονισμού 44/2001, όπως έχει υπογραμμίσει το Δικαστήριο σε σχέση με τις ρήτρες περί παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας ( 44 ) και όπως επίσης υπογραμμίζει η δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού στο πλαίσιο που αφορά η παρούσα υπόθεση. Μολονότι η διαιτησία —αντιθέτως προς τις ρήτρες περί παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας– δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες προκύπτει ότι ο κανονισμός 44/2001 δεν έχει ως σκοπό να θίξει κανόνες διεθνούς δικαίου περί διαιτησίας ( 45 ).

67.

Η ερμηνεία που προτείνω δεν θίγει την ελευθερία των συμβαλλομένων ούτε παρεμποδίζει τη λειτουργία του θεσμού της διαιτησίας. Δεν μπορούν να διεξαχθούν δίκες ενώπιον κρατικού δικαστηρίου εκτός της έδρας της διαιτησίας παρά μόνον αν το ζήτημα που αμφισβητείται αφορά το κύρος της ρήτρας διαιτησίας και την εφαρμογή της στη συγκεκριμένη διαφορά. Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι ακριβώς αμφίβολο αν υφίσταται κοινή βούληση των μερών να υποβάλουν τη συγκεκριμένη διαφορά σε διαιτησία.

68.

Αν από την εξέταση στην οποία θα προβεί το κρατικό δικαστήριο προκύψει ότι η ρήτρα διαιτησίας είναι έγκυρη και έχει εφαρμογή επί της συγκεκριμένης διαφοράς, η Σύμβαση της Νέας Υόρκης επιβάλλει την παραπομπή της διαφοράς στο διαιτητικό δικαστήριο. Δεν υπάρχει δυνατότητα αποφυγής της διαιτησίας. Βεβαίως, η προσφυγή σε κρατικό δικαστήριο συνιστά μια πρόσθετη δικονομική ενέργεια. Εντούτοις, για τους προαναφερθέντες λόγους, δεν μπορεί να μην παρασχεθεί στον διάδικο που θεωρεί ότι δεν δεσμεύεται από τη ρήτρα διαιτησίας να προσφύγει στα δικαστήρια που είναι αρμόδια κατά τον κανονισμό 44/2001.

69.

Εξάλλου, αν, λόγω της anti-suit injunction, τα κρατικά δικαστήρια δεν είχαν τη δυνατότητα να επιληφθούν της διαφοράς, θα υπήρχε ο κίνδυνος τα ίδια αυτά δικαιοδοτικά όργανα να αρνηθούν στη συνέχεια να αναγνωρίσουν και να εκτελέσουν τη διαιτητική απόφαση επικαλούμενα το άρθρο V της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης. Συνεπώς, μια τέτοια διαταγή θα μπορούσε επίσης να έχει ανεπιθύμητα αποτελέσματα και υπό το πρίσμα της οικονομίας της διαδικασίας.

70.

Υφίσταται, βεβαίως, το ενδεχόμενο το διαιτητικό δικαστήριο και τα κρατικά δικαστήρια της έδρας αυτού, αφενός, και τα αρμόδια δυνάμει του κανονισμού 44/2001 προς εξέταση του αντικειμένου της διαφοράς δικαστήρια του άλλου κράτους μέλους, αφετέρου, να εκδώσουν αποκλίνουσες αποφάσεις ως προς το περιεχόμενο της ρήτρας διαιτησίας. Αν το διαιτητικό δικαστήριο και το κρατικό δικαστήριο κρίνουν αμφότερα ότι είναι αρμόδια, θα μπορούσαν, επίσης, να εκδοθούν αποκλίνουσες αποφάσεις και επί της ουσίας, όπως επισημαίνει το House of Lords.

71.

Στο πλαίσιο της εφαρμογής του κανονισμού 44/2001, πρέπει στο μέτρο του δυνατού να αποφεύγεται η έκδοση ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων σε δύο κράτη μέλη. Σε περίπτωση συγκρούσεως αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατικών δικαστηρίων των δύο κρατών μελών, τα άρθρα 27 και 28 του κανονισμού 44/2001 προβλέπουν συντονιστικές διατάξεις, όπως ειδικότερα επισημαίνει η Γαλλική Κυβέρνηση. Πάντως, δεδομένου ότι η διαιτησία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001, δεν υφίστανται επί του παρόντος μηχανισμοί συντονισμού αρμοδιοτήτων μεταξύ διαιτητικών και κρατικών δικαστηρίων.

72.

Πάντως, η μονομερής διαταγή περί απαγορεύσεως κινήσεως ένδικης διαδικασίας δεν συνιστά κατάλληλο μέτρο προς αντιμετώπιση αυτής της καταστάσεως. Αν και άλλα κράτη μέλη ακολουθούσαν το αγγλικό παράδειγμα και προέβλεπαν επίσης την έκδοση anti-suit injunctions, θα εδημιουργείτο μια κατάσταση αμοιβαίων απαγορεύσεων. Τελικώς, θα επικρατούσε το δικαστήριο εκείνο το οποίο θα είχε τη δυνατότητα να επιβάλει τις αυστηρότερες κυρώσεις για την περίπτωση μη συμμορφώσεως προς τη διαταγή.

73.

Το πρόβλημα πρέπει να επιλυθεί με τη θέσπιση των κατάλληλων κανόνων δικαίου και όχι με την επιβολή τέτοιων μέτρων. Λύση θα αποτελούσε η υπαγωγή της διαιτησίας στο σύστημα του κανονισμού 44/2001. Έως τότε, πρέπει να γίνεται ανεκτό το ενδεχόμενο εκδόσεως αποκλινουσών αποφάσεων. Πάντως, πρέπει να τονιστεί ότι οι περιπτώσεις αυτές συνιστούν την εξαίρεση. Όταν η ρήτρα διαιτησίας έχει διατυπωθεί με σαφήνεια και δεν υφίστανται αμφιβολίες ως προς το κύρος της, τα κρατικά δικαστήρια δεν έχουν λόγους να μην παραπέμψουν τους διαδίκους στο διαιτητικό δικαστήριο που καλείται να επιλύσει τη διαφορά τους σύμφωνα με τη Σύμβαση της Νέας Υόρκης.

V — Πρόταση

74.

Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο ερώτημα του House of Lords να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:

«Ο κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, δεν επιτρέπει την έκδοση διαταγής με την οποία δικαστήριο κράτους μέλους απαγορεύει την άσκηση ή τη συνέχιση εκδικάσεως αγωγής σε άλλο κράτος μέλος με το σκεπτικό ότι μια τέτοια διαδικασία παραβιάζει, κατά την άποψη αυτού του δικαστηρίου, συμφωνία διαιτησίας.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

( 2 ) ΕΕ 2001, L 12, σ. 1.

( 3 ) Απόφαση της 27ης Απριλίου 2004, C-159/02 (Συλλογή 2004, σ. I-3565).

( 4 ) Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τη σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (ΕΕ 1982, L 388, σ. 24), με τη σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΕΕ 1982, L 388, σ. 1), και με τη σύμβαση της 26ης Μαΐου 1989 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας (ΕΕ L 285, σ. 1).

( 5 ) Βλ. Through Transport Mutual Insurance Association (Eurasia) Ltd v. India Assurance Co [2005] 1 Lloyd’s Rep 67.

( 6 ) Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την αναγνώριση και την εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, υπογραφείσα στη Νέα Υόρκη στις 10 Ιουνίου 1958, United Nations Treaty Series (UNTS), τόμος 330, σ. 3. Βλ. πίνακα συμβαλλομένων κρατών: www.uncitral/en/uncitral_texts/arbitration/NYConvention_status.html.

Σ.τ.M.: Η ελληνική απόδοση από το ΝΔ 4220 της 19/9/1961 περί κυρώσεως της εν λόγω Συμβάσεως.

( 7 ) Βλ. Toepfer International GmbH v. Molino Boschi (Q.B.D.) [1996] 1 Lloyd’s Rep 510, [1996] C.L.C. 738, [1997] I.L.Pr. 133· Philip Alexander Securities and Futures Limited v. Bamberger (Court of Appeal) [1997] I.L.Pr. 73· [1996] C.L.C. 1757.

( 8 ) Διεθνής σύμβαση για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές (Βρυξέλλες, 25 Αυγούστου 1924), όπως τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο περί τροποποιήσεως της διεθνούς συμβάσεως για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές (κανόνες του Visby) (Βρυξέλλες, 23 Φεβρουαρίου 1968) και το πρωτόκολλο περί τροποποιήσεως της συμβάσεως όπως αυτή τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο της 23ης Φεβρουαρίου 1968 (Βρυξέλλες, 21 Δεκεμβρίου 1979) [Συλλογή Συμφωνιών των Ηνωμένων Εθνών, τόμος 1412, σ. 127 (αριθ. 23643)].

( 9 ) Through Transport Mutual Insurance Association (Eurasia) Ltd v. India Assurance Co [2005] 1 Lloyd’s Rep 67.

( 10 ) Βλ. ειδικότερα, σχετικώς, δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 44/2001 (προαναφέρθηκε στο σημείο 8 των προτάσεών μου).

( 11 ) Απόφαση Turner (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 24).

( 12 ) Απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2003, Gasser, C-116/02 (Συλλογή 2003, σ. I-14693, σκέψη 72).

( 13 ) Απόφαση Gasser (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 12, σκέψεις 54 και 73).

( 14 ) Απόφαση Turner (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψεις 25 και 26).

( 15 ) Απόφαση Turner (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψεις 27 και 29).

( 16 ) Απόφαση Turner (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 28).

( 17 ) Πρόταση κανονισμού (ΕΚ) του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπέβαλε η Επιτροπή στις 7 Σεπτεμβρίου 1999 [COM(1999) 348 τελικό] (ΕΕ C 376 E, σ. 1, σημεία 2.1 και 4.1).

( 18 ) Βλ. δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 44/2001.

( 19 ) Στις σχετικές με τον κανονισμό 44/2001 αποφάσεις που εξέδωσε το Δικαστήριο αναφέρθηκε απλώς στη νομολογία του τη σχετική με τη Σύμβαση των Βρυξελλών στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες οι διατάξεις δεν τροποποιήθηκαν (βλ. αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 2006, C-103/05, Reisch Montage, Συλλογή 2006, σ. I-6827, σκέψη 22, και της 11ης Οκτωβρίου 2007, C-98/06, Freeport, Συλλογή 2007, σ. I-8319, σκέψεις 23 και 39). Αντιθέτως, βλ. απόφαση της 22ας Μαΐου 2008, C-462/06, Laboratoires Glaxosmithkline (Συλλογή 2008, σ. I-3965, σκέψεις 15 επ.), δεδομένου ότι οι σχετικές με τις συμβάσεις εργασίας διατάξεις τροποποιήθηκαν.

( 20 ) Άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ’, του κανονισμού 44/2001.

( 21 ) Όσον αφορά την ερμηνεία της έννοιας της διαιτησίας, το House of Lords αναφέρεται στις αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 1991, C-190/89, Rich (Συλλογή 1991, σ. I-3855), και της 17ης Νοεμβρίου 1998, C-391/95, Van Uden (Συλλογή 1998, σ. I-7091).

( 22 ) Απόφαση Turner (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 29).

( 23 ) Απόφαση Turner (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 29).

( 24 ) Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2005, C-446/03, Marks & Spencer (Συλλογή 2005, σ. I-10837, σκέψη 29)· της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, C-196/04, Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas (Συλλογή 2006, σ. I-7995, σκέψη 40), και της 12ης Δεκεμβρίου 2006, C-374/04, Test Claimants in Class IV of the ACT Group Litigation (Συλλογή 2006, σ. I-11673, σκέψη 36).

( 25 ) Απόφαση της 15ης Μαΐου 1990, C-365/88 (Συλλογή 1990, σ. I-1845, σκέψη 20). Βλ. επίσης απόφαση Turner (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 29).

( 26 ) Schlosser, P., έκθεση σχετική με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 περί προσχωρήσεως του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας στη σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθώς και στο πρωτόκολλο το σχετικό με την ερμηνεία της από το Δικαστήριο (ΕΕ 1986, C 298, σ. 99, σημείο 61). Βλ., επίσης, σχετικά με το ζήτημα αυτό τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Darmon στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα στην υποσημείωση 21 απόφαση Rich (σημείο 23), καθώς και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα στην υποσημείωση 21 απόφαση Van Uden (σημεία 40 επ.).

( 27 ) Έκθεση Schlosser (όπ.π., υποσημείωση 26, σημείο 62).

( 28 ) Jenard, P., έκθεση σχετικά με τη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1990, C 189, σ. 35, κεφάλαιο III, τμήμα IV, σημείο Δ).

( 29 ) Δ. Ευρυγένης και Κ. Κεραμεύς, έκθεση για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας στην κοινοτική σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1986, C 298, σ. 1, σημείο 35).

( 30 ) Αποφάσεις Rich (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 21, σκέψη 18), και Van Uden (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 21, σκέψη 31).

( 31 ) Έκθεση Schlosser (όπ.π., υποσημείωση 26, σημείο 61).

( 32 ) Έκθεση Schlosser (όπ.π., υποσημείωση 26, σημεία 64 επ.).

( 33 ) Όπ.π. υποσημείωση 30, σημείο 35.

( 34 ) Απόφαση Rich (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 21, σκέψη 26).

( 35 ) Απόφαση Rich (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 21, σκέψη 27).

( 36 ) Απόφαση Van Uden (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 21, σκέψεις 33 και 34).

( 37 ) Στην υπόθεση Rich, ο εναγόμενος είχε ακριβώς υποστηρίξει ότι το προβληθέν προκαταρκτικώς ζήτημα ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως και είχε ως αποτέλεσμα να εμπίπτει σ’ αυτήν ολόκληρη η σύμβαση. Τελικώς, το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του χαρακτηρισμού του προκαταρκτικού ζητήματος, διότι δεν επηρέαζε την υπαγωγή ή τον αποκλεισμό της διαδικασίας από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω Συμβάσεως.

( 38 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Rich (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 21, σκέψη 27).

( 39 ) Στην έκθεση Schlosser (όπ.π., υποσημείωση 26, σημείο 64) τονίζεται σχετικώς:

«Εξάλλου, η Σύμβαση δεν εφαρμόζεται στις δικαστικές αποφάσεις με τις οποίες αναγνωρίζεται ότι ισχύει ή είναι άκυρο συνυποσχετικό διαιτησίας ή οι οποίες δίνουν εντολή στους διαδίκους να μην προκαλέσουν διαιτητική διαδικασία επειδή η τελευταία είναι άκυρη.»

Το Δικαστήριο παραθέτει το απόσπασμα αυτό στην απόφαση Van Uden (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 21, σκέψη 32).

( 40 ) Απόφαση Gasser (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 12, σκέψη 13).

( 41 ) Αποφάσεις της 15ης Μαΐου 1986, 222/84, Johnston (Συλλογή 1986, σ. 1651, σκέψεις 18 και 19)· της 25ης Ιουλίου 2002, C-50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2002, σ. I-6677, σκέψη 39), και της 13ης Μαρτίου 2007, C-432/05, Unibet (Συλλογή 2007, σ. I-2271, σκέψη 37). Όσον αφορά το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ως θεμελιώδες δικαίωμα, βλ. άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, υπογραφείσα στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, καθώς και το άρθρο 47, παράγραφος 1, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ο οποίος προκηρύχθηκε στη Νίκαια στις 7 Δεκεμβρίου 2000 (ΕΕ C 364, σ. 1).

( 42 ) Απόφαση Van Uden (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 21, σκέψη 24).

( 43 ) Βλ., όσον αφορά τους περιορισμούς των θεμελιωδών ελευθεριών, αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 1991, C-288/89, Collectieve Antennevoorziening Gouda (Συλλογή 1991, σ. I-4007, σκέψη 10)· της 28ης Απριλίου 1998, C-158/96, Kohll (Συλλογή 1998, σ. I-1931, σκέψη 41), και της 17ης Μαρτίου 2005, C-109/04, Kranemann (Συλλογή 2005, σ. I-2421, σκέψη 34).

( 44 ) Βλ. αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 1978, 23/78, Meeth (Συλλογή τόμος 1978, σ. 637, σκέψη 5), και της 9ης Νοεμβρίου 2000, C-387/98, Coreck (Συλλογή 2000, σ. I-9337, σκέψη 14).

( 45 ) Βλ. σημείο 53 ανωτέρω.