Υπόθεση C-337/06

Bayerischer Rundfunk κ.λπ.

κατά

GEWA — Gesellschaft für Gebäudereinigung und Wartung mbH

(αίτηση του Oberlandesgericht Düsseldorf

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Οδηγίες 92/50/ΕΟΚ και 2004/18/ΕΚ — Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών — Δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί — Αναθέτουσες αρχές — Οργανισμοί δημοσίου δικαίου — Προϋπόθεση χρηματοδοτήσεως της δραστηριότητας του οργανισμού “κατά το μεγαλύτερο μέρος από το κράτος”»

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer της 6ης Σεπτεμβρίου 2007 

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 2007 

Περίληψη της αποφάσεως

1.     Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων — Οδηγία 92/50 — Αναθέτουσες αρχές — Οργανισμός δημοσίου δικαίου

(Οδηγία 92/50 του Συμβουλίου, άρθρο 1, στοιχείο β΄, εδ. 2, τρίτη περίπτωση)

2.     Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων — Οδηγία 92/50 — Πεδίο εφαρμογής

(Οδηγία 92/50 του Συμβουλίου, άρθρο 1, στοιχείο a΄, περίπτωση iv)

1.     Το άρθρο 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, ορίζει, με το πρώτο του εδάφιο, ότι οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου θεωρούνται «αναθέτουσες αρχές» και, με το δεύτερο εδάφιό του, ότι ως «οργανισμός δημοσίου δικαίου» νοείται κάθε οργανισμός που δημιουργείται για την ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα (πρώτη περίπτωση), έχει νομική προσωπικότητα (δεύτερη περίπτωση) και χρηματοδοτείται κατά το μεγαλύτερο μέρος από το κράτος ή από τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου, ή η διαχείρισή του υπόκειται σε έλεγχο ασκούμενο από τους οργανισμούς αυτούς, ή όταν περισσότερο από το ήμισυ των μελών του διοικητικού, του διευθυντικού ή του εποπτικού συμβουλίου του διορίζεται από το κράτος, τις περιφερειακές ή τις τοπικές αρχές ή από άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου (τρίτη περίπτωση).

Όσον αφορά την τρίτη περίπτωση, η έκφραση «χρηματοδοτείται κατά το μεγαλύτερο μέρος από το κράτος» έχει την έννοια ότι τέτοια χρηματοδότηση υπάρχει όταν οι δραστηριότητες των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, οι οποίοι διαθέτουν νομική προσωπικότητα, υπηρετούν σκοπό δημοσίου συμφέροντος, είναι ανεξάρτητοι από το κράτος, αυτοδιοικούμενοι και οργανωμένοι κατά τέτοιον τρόπον ώστε να αποκλείεται κάθε κρατική επιρροή και δεν αποτελούν μέρος της κρατικής οργανώσεως, χρηματοδοτούνται κατά το μεγαλύτερο μέρος από εισφορά που καταβάλλεται από τους κατόχους ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού δέκτη, η οποία επιβάλλεται, υπολογίζεται και εισπράττεται σύμφωνα με κανόνες κρατικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί προς τους σκοπούς αυτούς και δεν απορρέει από συναλλαγή που έχει συνομολογηθεί συμβατικώς μεταξύ των οργανισμών αυτών και των καταναλωτών.

Εξάλλου, σε περίπτωση χρηματοδοτήσεως αυτών των δραστηριοτήτων δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών κατά την ως άνω διαδικασία, για την πλήρωση της προϋποθέσεως «χρηματοδοτήσεως από το κράτος» δεν απαιτείται άμεση παρέμβαση του κράτους ή άλλων δημόσιων αρχών, όταν οι οργανισμοί αυτοί συνάπτουν συμβάσεις που δεν σχετίζονται με την εκπλήρωση από τους οργανισμούς αυτούς της ίδιας της δημόσιας αποστολής τους. Πράγματι, στον βαθμό που, δεδομένου του τρόπου χρηματοδοτήσεώς τους, η ίδια η ύπαρξη των εν λόγω δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών εξαρτάται από το κράτος, πληρούται το κριτήριο της εξαρτήσεως των οργανισμών αυτών από το κράτος, χωρίς να απαιτείται συγκεκριμένη δυνατότητα επιρροής των δημόσιων αρχών στις διάφορες αποφάσεις των οργανισμών αυτών όσον αφορά τη σύναψη των συμβάσεων.

(βλ. σκέψεις 41, 50, 54-55, 60, διατακτ. 1-2)

2.     Το άρθρο 1, στοιχείο α΄, περίπτωση iv, της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, το οποίο προβλέπει τη μη εφαρμογή της οδηγίας αυτής στις δημόσιες συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο τις υπηρεσίες που αφορούν την καθεαυτό λειτουργία των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, δηλαδή τη δημιουργία και υλοποίηση προγραμμάτων, έχει την έννοια ότι, δυνάμει της διατάξεως αυτής, από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής εξαιρούνται μόνον οι δημόσιες συμβάσεις που αφορούν τις υπηρεσίες στις οποίες αναφέρεται η διάταξη αυτή.

Δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη αποτελεί εξαίρεση από τον κύριο σκοπό των κοινοτικών κανόνων περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, δηλαδή την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών και το μεγαλύτερο δυνατό άνοιγμα στον ανταγωνισμό, πρέπει να ερμηνευθεί στενά. Ως εκ τούτου, αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/50 μόνον οι δημόσιες συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο τις υπηρεσίες του άρθρου 1, στοιχείο α΄, iv, της οδηγίας αυτής, δηλαδή οι συμβάσεις αγοράς, ανάπτυξης, παραγωγής ή συμπαραγωγής προγραμμάτων από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, καθώς και οι συμβάσεις για το χρόνο μετάδοσης εκπομπών. Αντιθέτως, υπόκεινται πλήρως στους κοινοτικούς κανόνες οι δημόσιες συμβάσεις για υπηρεσίες που δεν σχετίζονται με τις δραστηριότητες που εντάσσονται στην εκπλήρωση της υπό στενή εννοία αποστολής των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών.

(βλ. σκέψεις 62, 64, 67, διατακτ. 3)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 13ης Δεκεμβρίου 2007 (*)

«Οδηγίες 92/50/ΕΟΚ και 2004/18/ΕΚ – Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών – Δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί – Αναθέτουσες αρχές – Οργανισμοί δημοσίου δικαίου – Προϋπόθεση χρηματοδοτήσεως της δραστηριότητας του οργανισμού “κατά το μεγαλύτερο μέρος από το κράτος”»

Στην υπόθεση C‑337/06,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Oberlandesgericht Düsseldorf (Γερμανία) με απόφαση της 21ης Ιουλίου 2006, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Αυγούστου 2006, στο πλαίσιο της δίκης

Bayerischer Rundfunk,

Deutschlandradio,

Hessischer Rundfunk,

Mitteldeutscher Rundfunk,

Norddeutscher Rundfunk,

Radio Bremen,

Rundfunk Berlin-Brandenburg,

Saarländischer Rundfunk,

Südwestrundfunk,

Westdeutscher Rundfunk,

Zweites Deutsches Fernsehen

κατά

GEWA − Gesellschaft für Gebäudereinigung und Wartung mbH,

παρισταμένου του:

Heinz W. Warnecke, ενεργούντος υπό την εμπορική επωνυμία Großbauten Spezial Reinigung,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο τμήματος, Γ. Αρέστη, R. Silva de Lapuerta, E. Juhász (εισηγητή) και J. Malenovský, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: B. Fülöp, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Ιουνίου 2007,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–       οι Bayerischer Rundfunk, Deutschlandradio, Hessischer Rundfunk, Mitteldeutscher Rundfunk, Norddeutscher Rundfunk, Radio Bremen, Rundfunk Berlin-Brandenburg, Saarländischer Rundfunk, Südwestrundfunk, Westdeutscher Rundfunk, Zweites Deutsches Fernsehen, εκπροσωπούμενες από τους B. Mitrenga και K.‑P. Mailänder, Rechtsanwälte, τους C.-E. Eberle και J. Betz, Justiziare, και την N. Hütt, Referentin im Justiziariat,

–       η GEWA – Gesellschaft für Gebäudereinigung und Wartung mbH, εκπροσωπούμενη από τους C. Antweiler και K. P. Dreesen, Rechtsanwälte,

–       η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Lumma,

–       η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Fruhmann,

–       η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την E. Ośniecka-Tamecka,

–       η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους X. Lewis και B. Schima,

–       η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ, εκπροσωπούμενη από τον B. Alterskjær και την L. Young,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1, στοιχείο β΄, δεύτερο εδάφιο, τρίτη παύλα, πρώτη περίπτωση, και στοιχείο α΄, iv, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών (ΕΕ L 209, σ. 1).

2       Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς σχετικά με το ζήτημα αν οι γερμανικοί δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί (Landesrundfunkanstalten) αποτελούν αναθέτουσες αρχές για τους σκοπούς της εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική νομοθεσία

3       Σύμφωνα με το άρθρο της 7, παράγραφος 1, η οδηγία 92/50 εφαρμόζεται στις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών των οποίων το προϋπολογιζόμενο ύψος, χωρίς τον φόρο προστιθέμενης αξίας, είναι μεγαλύτερο ή ίσο των 200 000 Ecu.

4       Το άρθρο 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 92/50 ορίζει τα εξής:

«ως αναθέτουσες αρχές: θεωρούνται το κράτος, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου, οι ενώσεις που αποτελούνται από έναν ή περισσότερους από τους παραπάνω οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή δημοσίου δικαίου.

Ως οργανισμός δημοσίου δικαίου νοείται κάθε οργανισμός:

–       που δημιουργείται για την ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα

         και

–       έχει νομική προσωπικότητα

         και

–       [χρηματοδοτείται] κατά το μεγαλύτερο μέρος από το κράτος ή από τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου, ή η διαχείρισή [του] υπόκειται σε έλεγχο ασκούμενο από τους οργανισμούς αυτούς, ή όταν περισσότερο από το ήμισυ των μελών του διοικητικού, του διευθυντικού ή του εποπτικού συμβουλίου [τους] διορίζεται από το κράτος, τις περιφερειακές ή τις τοπικές αρχές ή από άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου.

Οι πίνακες των οργανισμών και κατηγοριών τέτοιων οργανισμών δημοσίου δικαίου που ανταποκρίνονται στα κριτήρια που αναφέρονται στη δεύτερη περίπτωση του παρόντος σημείου παρατίθενται στο παράρτημα I της οδηγίας 71/305/ΕΟΚ. Οι πίνακες αυτοί είναι όσο πληρέστεροι γίνεται και μπορούν να αναθεωρηθούν σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 30 β΄ της εν λόγω οδηγίας.»

5       Η διάταξη αυτή περιλήφθηκε με την ίδια σχεδόν διατύπωση στο άρθρο 1, παράγραφος 9, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ L 134, σ. 114). Σύμφωνα με την πρώτη αιτιολογική σκέψη της, η οδηγία 2004/18 αναδιατυπώνει σε ένα ενιαίο κείμενο διάφορες οδηγίες εφαρμοστέες στις διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων στους τρεις προαναφερθέντες τομείς και, σύμφωνα με το άρθρο της 80, έπρεπε να έχει μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών το αργότερο στις 31 Ιανουαρίου 2006.

6       Οι γερμανικοί δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί δεν μνημονεύονται ούτε στο παράρτημα στο οποίο αναφέρεται το ως άνω άρθρο 1, στοιχείο β΄, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 92/50, ούτε στο ανάλογου περιεχομένου παράρτημα III της οδηγίας 2004/18.

7       Σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο α΄, iv, της οδηγίας 92/50, εξαιρούνται από την εφαρμογή των διατάξεών της:

«[οι] συμβάσεις αγοράς, ανάπτυξης, παραγωγής ή συμπαραγωγής προγραμμάτων από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, καθώς και [οι] συμβάσεις για το χρόνο μετάδοσης εκπομπών.»

8       Η διάταξη αυτή επαναλήφθηκε με την ίδια διατύπωση στο άρθρο 16, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2004/18.

9       Ο λόγος ύπαρξης της διατάξεως αυτής εκτίθεται στην ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/50, η οποία αναφέρει τα εξής:

«η σύναψη συμβάσεων για ορισμένες οπτικοακουστικές υπηρεσίες στον τομέα των ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων διέπεται από παραμέτρους που καθιστούν την εφαρμογή των διαδικαστικών κανόνων της παρούσας οδηγίας μη ενδεδειγμένη.»

10     Ο λόγος αυτός διευκρινίζεται περαιτέρω στην εικοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2004/18, σύμφωνα με την οποία:

«Η σύναψη των δημόσιων συμβάσεων για ορισμένες οπτικοακουστικές υπηρεσίες στον τομέα της ραδιοφωνίας θα πρέπει να μπορεί να λαμβάνει υπόψη προβληματισμούς που έχουν πολιτιστική και κοινωνική σημασία, οι οποίοι καθιστούν απρόσφορη την εφαρμογή των κανόνων σύναψης των συμβάσεων. Για τους λόγους αυτούς, πρέπει συνεπώς, να προβλεφθεί εξαίρεση για τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών που αφορούν την αγορά, την ανάπτυξη, την παραγωγή ή τη συμπαραγωγή προγραμμάτων έτοιμων προς χρησιμοποίηση και άλλων προπαρασκευαστικών υπηρεσιών, όπως οι συμβάσεις που αφορούν σενάρια ή καλλιτεχνικές επιδόσεις αναγκαίες για την παραγωγή του προγράμματος καθώς και οι συμβάσεις που αφορούν τον χρόνο μετάδοσης εκπομπών. Ωστόσο, η εξαίρεση αυτή δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στην προμήθεια του τεχνικού υλικού που είναι αναγκαίο για την παραγωγή, τη συμπαραγωγή και την εκπομπή αυτών των προγραμμάτων […]»

 Η εθνική νομοθεσία

11     Το ως άνω άρθρο 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 92/50 μεταφέρθηκε στο γερμανικό δίκαιο με το άρθρο 98, παράγραφος 2, του νόμου περί απαγορεύσεως των περιορισμών του ανταγωνισμού (Gesetz gegen Wettbewerbsbeschränkungen). Το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής ταυτίζεται με εκείνο των κοινοτικών κανόνων, με τη μόνη διαφορά ότι, όσον αφορά τον ορισμό του «οργανισμού δημοσίου δικαίου», στην προϋπόθεση χρηματοδοτήσεως της δραστηριότητας του οργανισμού αυτού κατά το μεγαλύτερο μέρος από το κράτος προστέθηκε ότι η χρηματοδότηση αυτή μπορεί να πραγματοποιείται «διά συμμετοχής ή άλλως».

12     Το άρθρο 5, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Γερμανικού Συντάγματος έχει ως εξής:

«Διασφαλίζεται η ελευθερία του Τύπου και η ελευθερία ενημερώσεως μέσω του ραδιοφώνου, της τηλεοράσεως και του κινηματογράφου.»

13     Η διάταξη αυτή έχει παγίως ερμηνευθεί από τα ανώτατα γερμανικά δικαστήρια, μεταξύ των οποίων το Bundesverfassungsgericht και το Bundesverwaltungsgericht, ως απόλυτη απαγόρευση κάθε επεμβάσεως και παρεμβάσεως του κράτους στη διαχείριση και τη λειτουργία των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών και ως υποχρέωση αυστηρής ουδετερότητας έναντι των προγραμμάτων των οργανισμών αυτών. Η εν λόγω συνταγματική διάταξη καταλαμβάνει εξέχουσα θέση στη σημερινή γερμανική κρατική δομή και σκοπό έχει την αποτροπή της μετατροπής της ραδιοτηλεοπτικής μεταδόσεως σε πολιτικό εργαλείο. Αποτελεί συνταγματική εγγύηση του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης και της πολυφωνίας, καθώς και της ύπαρξης, της χρηματοδότησης και της ανάπτυξης των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών.

14     Οι εν λόγω οργανισμοί είναι οργανισμοί δημοσίου δικαίου που διαθέτουν νομική προσωπικότητα και υπηρετούν σκοπό δημοσίου συμφέροντος. Είναι ανεξάρτητοι από το κράτος, αυτοδιοικούμενοι και οργανωμένοι κατά τέτοιον τρόπον ώστε να αποκλείεται κάθε κρατική επιρροή. Κατά τη νομολογία των ανώτατων γερμανικών δικαστηρίων, οι οργανισμοί αυτοί δεν αποτελούν μέρος της κρατικής οργανώσεως.

15     Η χρηματοδότηση των οργανισμών αυτών διέπεται από κρατικές συμβάσεις (Staatsverträge), δηλαδή συμβάσεις που έχουν συναφθεί μεταξύ της ομοσπονδίας (Bund) και των ομόσπονδων κρατών.

16     Η κρατική σύμβαση περί ραδιοτηλεοπτικής μεταδόσεως (Rundfunkstaatsvertrag) προβλέπει στο άρθρο της 11, παράγραφος 1, τα εξής:

«Τα κονδύλια για τη λειτουργία των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών πρέπει να τους παρέχουν τη δυνατότητα να εκπληρώνουν την αποστολή που τους έχει ανατεθεί από το Σύνταγμα και τον νόμο· ειδικότερα, πρέπει να εγγυώνται την ύπαρξη και την ανάπτυξη της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής μεταδόσεως.»

17     Σύμφωνα με το άρθρο 12 της εν λόγω κρατικής συμβάσεως, οι οικονομικές ανάγκες των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών καλύπτονται κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, δηλαδή κατά ποσοστό άνω του 50 %, από εισφορές που καταβάλλουν οι πολίτες και, κατά το υπόλοιπο, από έσοδα από διαφημίσεις και άλλες πηγές. Κατά τη νομολογία του Bundesverfassungsgericht, η χρηματοδότηση βάσει εισφορών είναι προσαρμοσμένη στην αποστολή της ραδιοτηλεοπτικής μεταδόσεως ως δημόσιας υπηρεσίας, ανταποκρίνεται στη συνταγματική εγγύηση της χρηματοδοτήσεως και αποτελεί ένα λειτουργικό τρόπο χρηματοδοτήσεως που καθιστά δυνατό να διατηρείται η κατάρτιση του προγράμματος ελεύθερη από ενδεχόμενες πολιτικές παρεμβάσεις του κράτους.

18     Η διαδικασία εισπράξεως των εισφορών διέπεται από την κρατική σύμβαση περί ρυθμίσεως των ραδιοτηλεοπτικών εισφορών (Staatsvertrag über die Regelung des Rundfunkgebührenwesens), της 31ης Αυγούστου 1991, όπως τροποποιήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1996 (GVBl. NRW 1996, σ. 431, στο εξής: κρατική σύμβαση περί εισφορών). Σύμφωνα με την εν λόγω κρατική σύμβαση, η γενεσιουργός αιτία της υποχρεώσεως καταβολής της εισφοράς είναι η κατοχή ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού δέκτη. Το γεγονός ότι ο δέκτης αυτός δεν χρησιμοποιείται δεν ασκεί καμιά επιρροή στην υποχρέωση πληρωμής. Η εισφορά καταβάλλεται επισήμως στους περιφερειακούς ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς που είναι εγκατεστημένοι στα αντίστοιχα ομόσπονδα κράτη.

19     Το ύψος της εισφοράς, το οποίο υπολογίζεται βάσει του καθορισμού των οικονομικών αναγκών των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, ρυθμίζεται νομοθετικά από την κρατική σύμβαση περί χρηματοδοτήσεως της ραδιοτηλεοπτικής μεταδόσεως (Rundfunkfinanzierungsstaatsvertrag), της 26ης Νοεμβρίου 1996 (GVBl. NRW 1996, σ. 484). Το ύψος της εισφοράς εγκρίνεται επισήμως από τα κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις των ομόσπονδων κρατών.

20     Oι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί δημιούργησαν, με διοικητική συμφωνία, έναν κεντρικό φορέα εισπράξεως των εισφορών, τον Gebühreneinzugszentrale der öffentlich-rechtlichen Rundfunkanstalten (στο εξής: GEZ). Πρόκειται για μια ένωση δημοσίου δικαίου, η οποία έχει ως σκοπό την είσπραξη και τη χρέωση των εισφορών. Δεν έχει νομική προσωπικότητα ούτε ικανότητα δικαίου, αλλά ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό των διάφορων περιφερειακών ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών. Εντούτοις, για την είσπραξη των εισφορών από τους πολίτες εκδίδει πράξεις επιβολής εισφοράς, δηλαδή πράξεις δημόσιας αρχής. Επίσης, σε περίπτωση μη καταβολής της εισφοράς, η ως άνω κρατική σύμβαση περί ραδιοτηλεοπτικών εισφορών προβλέπει, με το άρθρο της 7, παράγραφος 6, ότι «[ο]ι ειδοποιήσεις υπενθυμίσεως της καταβολής της ραδιοτηλεοπτικής εισφοράς εκτελούνται σύμφωνα με τη διαδικασία διοικητικής εκτελέσεως. Ο πιστωτής περιφερειακός οργανισμός μπορεί να απευθύνει κατευθείαν αίτημα αρωγής στην αναγκαστική εκτέλεση προς το αρμόδιο δικαστήριο του τόπου κατοικίας ή συνήθους διαμονής των οφειλετών της εισφοράς […]».

21     Ο έλεγχος και ο προσδιορισμός των οικονομικών αναγκών που προϋπολογίζουν οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί ανατίθεται σε μια ανεξάρτητη επιτροπή, την Kommission zur Überprüfung und Ermittlung des Finanzbedarfs der Rundfunkanstalten (στο εξής: KEF). Η επιτροπή αυτή, η οποία αποτελείται από δεκαέξι ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, δέχεται και εξετάζει τις εκτιμήσεις των αναγκών που της κοινοποιούν οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί και τις συζητεί με τους εκπροσώπους τους. Τουλάχιστον ανά διετία, η εν λόγω επιτροπή καταρτίζει έκθεση η οποία αποτελεί τη βάση για τις επίσημες αποφάσεις των κοινοβουλίων και των κυβερνήσεων των ομόσπονδων κρατών σχετικά με το ύψος των εισφορών. Η διαδικασία αυτή, στην οποία συμμετέχει επί του παρόντος και η KEF, καθιερώθηκε μετά την από 22 Φεβρουαρίου 1994 απόφαση του Bundesverfassungsgericht, η οποία έκρινε ότι η διαδικασία, σύμφωνα με την οποία η απόφαση επί του ύψους της εισφοράς λαμβανόταν από τους πρωθυπουργούς των Länder χωρίς τη μεσολάβηση ανεξάρτητης επιτροπής, δεν διασφάλιζε την ανεξαρτησία που προβλέπει το Σύνταγμα.

22     Τα έσοδα από τις εισφορές διατίθενται, μεταξύ άλλων, στους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς και στην αρμόδια για τα μέσα ενημέρωσης αρχή του αντίστοιχου ομόσπονδου κράτους.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

23     Τον Αύγουστο του 2005, ο GEZ κάλεσε με έγγραφό του ένδεκα επιχειρήσεις καθαρισμού να υποβάλουν τις δεσμευτικές προσφορές τους για την παροχή υπηρεσιών καθαρισμού στα κτήριά του στην Κολωνία. Δεν ακολουθήθηκε καμιά διαδικασία αναθέσεως σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες. Ως διάρκεια της συμβάσεως ορίστηκε η περίοδος από 1ης Μαρτίου 2006 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2008, με την πρόβλεψη ότι, σε περίπτωση μη καταγγελίας της, η σύμβαση θα παρατεινόταν σιωπηρώς για ένα έτος κάθε φορά. Ο GEZ υπολόγισε το σύνολο των ετήσιων δαπανών σε ποσό άνω των 400 000 ευρώ.

24     Τον Νοέμβριο του 2005, ο GEZ ενημέρωσε την επιχείρηση GEWA − Gesellschaft für Gebäudereinigung und Wartung mbH, μια από τις επιχειρήσεις με τις οποίες είχε έρθει σε επαφή στο πλαίσιο της προσκλήσεως υποβολής προσφορών, ότι δεν της είχε ανατεθεί η παροχή υπηρεσιών. Εκτιμώντας ότι, ως αναθέτουσα αρχή, ο GEZ όφειλε να έχει υποβάλει τη σύμβαση καθαρισμού σε πρόσκληση υποβολής εισφορών σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες, η εν λόγω επιχείρηση άσκησε προσφυγή ενώπιον του τμήματος δημοσίων συμβάσεων του Bezirksregierung Köln. Το δικαστήριο αυτό δέχθηκε την προσφυγή, κρίνοντας ότι η επίδικη σύμβαση ήταν άσχετη προς την πραγματική ραδιοτηλεοπτική δραστηριότητα και, ως εκ τούτου, διεπόταν από το κοινοτικό δίκαιο περί δημοσίων συμβάσεων.

25     Οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί προσέφυγαν κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του τμήματος δημοσίων συμβάσεων του Oberlandesgericht Düsseldorf, ισχυριζόμενοι ότι δεν αποτελούν αναθέτουσες αρχές, καθόσον η δημόσια υπηρεσία ραδιοφωνικής και τηλεοπτικής μεταδόσεως χρηματοδοτείται κατά το μεγαλύτερο μέρος της από την εισφορά που καταβάλλουν οι τηλεθεατές και ότι δεν λαμβάνουν σχετική κρατική χρηματοδότηση ούτε υπόκεινται σε κρατικό έλεγχο.

26     Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις του άρθρου 1, στοιχείο β΄, δεύτερο εδάφιο, πρώτη και δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 92/50, καθώς και του άρθρου 1, παράγραφος 9, δεύτερο εδάφιο, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας 2004/18, σχετικά με τον ορισμό του «δημόσιου οργανισμού», στον βαθμό που οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί δημιουργήθηκαν για να ικανοποιήσουν συγκεκριμένες ανάγκες γενικού συμφέροντος μη βιομηχανικού ή εμπορικού χαρακτήρα και διαθέτουν νομική προσωπικότητα. Το ίδιο δικαστήριο επισημαίνει, εξάλλου, ότι από τις τρεις περιπτώσεις των άρθρων 1, στοιχείο β΄, δεύτερο εδάφιο, τρίτη παύλα, της οδηγίας 92/50 και 1, παράγραφος 9, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2004/18, οι δύο τελευταίες δεν πληρούνται εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι δημόσιες αρχές δεν ασκούν κανέναν έλεγχο στη διαχείριση των οργανισμών αυτών και καμιά επιρροή στην ανάδειξη των διοικητικών τους οργάνων. Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αν η δραστηριότητα των εν λόγω οργανισμών χρηματοδοτείται κατά το μεγαλύτερο μέρος από το κράτος ή από άλλες αναθέτουσες αρχές, έτσι ώστε να θεωρηθούν «οργανισμοί δημοσίου δικαίου» και, ως εκ τούτου, ως «αναθέτουσες αρχές».

27     Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει συναφώς ότι, σύμφωνα με ένα από τα σύγχρονα ρεύματα της νομολογίας και της θεωρίας στη Γερμανία, η προϋπόθεση «χρηματοδοτήσεως κατά το μεγαλύτερο μέρος από το κράτος» επιβάλλει έναν αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της χρηματοδοτήσεως και του κράτους. Η προσέγγιση αυτή αναφέρεται αποκλειστικά στην κρατική προέλευση ή τις πηγές των πόρων, δηλαδή στο αν αυτοί προέρχονται από τον κρατικό προϋπολογισμό, και δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η υποβολή των καταναλωτών στην εισφορά βασίζεται σε κανονιστικές διατάξεις ούτε το γεγονός ότι η είσπραξη της εισφοράς αυτής πραγματοποιείται διά της μεταβιβάσεως εξουσιών δημόσιας αρχής. Σύμφωνα με την πρώτη αυτή προσέγγιση, η άμεση κρατική χρηματοδότηση πρέπει να παρέχει στο κράτος ή σε άλλες δημόσιες αρχές και τη δυνατότητα να ασκούν συγκεκριμένη επιρροή στις διάφορες διαδικασίες αναθέσεως συμβάσεων του χρηματοδοτούμενου οργανισμού.

28     Σύμφωνα με άλλο ρεύμα της νομολογίας και της θεωρίας, με το οποίο συντάσσεται το αιτούν δικαστήριο, η ύπαρξη νομικής βάσεως η οποία υποχρεώνει τους ιδιώτες να καταβάλλουν την εισφορά αρκεί για να θεωρηθεί ότι πληρούται η προϋπόθεση «χρηματοδοτήσεως από το κράτος» της δραστηριότητας των επίμαχων στην κύρια δίκη ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών. Οι κοινοτικοί κανόνες σχετικά με τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων θα είχαν έτσι εφαρμογή στους οργανισμούς αυτούς, οι οποίοι χρηματοδοτούνται από την υποχρεωτική εισφορά και, επομένως, δεν υπόκεινται στους νόμους της αγοράς. Εξάλλου, σύμφωνα πάντα με το ίδιο ρεύμα, η συνταγματική υποχρέωση ουδετερότητας του κράτους ως προς τη διαχείριση και την κατάρτιση του προγράμματος των οργανισμών αυτών δεν εξαιρεί από την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων τις δημόσιες συμβάσεις των οργανισμών αυτών που δεν σχετίζονται με την βασική τους αποστολή.

29     Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το Oberlandesgericht Düsseldorf αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει η κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 9, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ προϋπόθεση της “χρηματοδοτήσεως από το κράτος” την έννοια ότι συνιστά τέτοιου είδους χρηματοδότηση η έμμεση χρηματοδότηση, ως εκ της συνταγματικής υποχρεώσεως που υπέχει το κράτος να διασφαλίζει την ανεξάρτητη χρηματοδότηση και συντήρηση οργανισμών, μέσω εισφορών που επιβάλλονται από το κράτος και καταβάλλονται από όσους έχουν ραδιοτηλεοπτικές συσκευές;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα έχει το άρθρο 1, παράγραφος 9, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 2004/18 την έννοια ότι η προϋπόθεση της “χρηματοδοτήσεως από το κράτος” απαιτεί την άσκηση απευθείας επιρροής εκ μέρους του κράτους όσον αφορά τη σύναψη συμβάσεων εκ μέρους του χρηματοδοτούμενου από κρατικούς πόρους οργανισμού;

3)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, έχει το άρθρο 1, παράγραφος 9, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2004/18, σε συνδυασμό με το άρθρο 16, στοιχείο β΄, την έννοια ότι από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας εξαιρούνται μόνον οι υπηρεσίες που μνημονεύονται στο άρθρο 16, στοιχείο β΄, και ότι άλλες υπηρεσίες οι οποίες δεν αφορούν ειδικώς τα προγράμματα αλλά έχουν επικουρικό και υποστηρικτικό χαρακτήρα, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (εξ αντιδιαστολής επιχείρημα);»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

30     Τα ερωτήματα που θέτει το αιτούν δικαστήριο αναφέρονται στις σχετικές διατάξεις της οδηγίας 2004/18. Δεδομένου, όμως, ότι στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης έχει εφαρμογή ratione temporis η οδηγία 92/50, η εξέταση των ερωτημάτων και η απάντηση του Δικαστηρίου θα αφορά τις αντίστοιχες διατάξεις της οδηγίας 92/50, υπό το πρίσμα ορισμένων διευκρινίσεων που παρέχει η οδηγία 2004/18. Σε κάθε περίπτωση, οι διατάξεις της δεύτερης αυτής οδηγίας, καθώς και οι αρχές που την υπαγόρευσαν, έχουν το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο με τις διατάξεις και τις αρχές των προηγούμενων οδηγιών και η οδηγία 2004/18 αναδιατυπώνει τις ήδη υφιστάμενες διατάξεις. Έτσι, δεν υπάρχει λόγος που να δικαιολογεί διαφορετική προσέγγιση υπό το καθεστώς της νέας αυτής οδηγίας.

31     Επιπλέον, πρέπει να προστεθεί ότι, μολονότι το γερμανικό καθεστώς χρηματοδοτήσεως των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών αποκλείει εξ ορισμού την άσκηση οποιασδήποτε πολιτικής επιρροής στους οργανισμούς αυτούς εκ μέρους των κρατικών αρχών, το γεγονός αυτό δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την εξέταση της παρούσας υποθέσεως αποκλειστικώς υπό το πρίσμα της εξ ορισμού αδυναμίας του κράτους να ασκήσει τέτοια επιρροή. Για τους σκοπούς της ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, καθώς και της υλοποιήσεως των σκοπών της Συνθήκης ΕΚ, το Δικαστήριο οφείλει, πράγματι, να λάβει υπόψη και άλλα στοιχεία, όπως η ελεύθερη κυκλοφορία και το άνοιγμα της αγοράς.

 Επί του πρώτου ερωτήματος

32     Με το ερώτημα αυτό, το Δικαστήριο καλείται να ερμηνεύσει την έννοια της «χρηματοδοτήσεως από το κράτος» ή από άλλον δημόσιο οργανισμό, η οποία απαντά στο άρθρο 1, στοιχείο β΄, δεύτερο εδάφιο, τρίτη παύλα, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 92/50, προκειμένου να δώσει απάντηση στο ερώτημα αν η προϋπόθεση αυτή πληρούται όταν οι δραστηριότητες των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, όπως οι επίμαχοι στην κύρια δίκη, χρηματοδοτούνται κατά το μεγαλύτερο μέρος από εισφορά που επιβάλλεται, υπολογίζεται και εισπράττεται σύμφωνα με κανόνες όπως αυτοί στην υπόθεση της κύριας δίκης.

33     Πρέπει, κατ’ αρχάς, να παρατηρηθεί ότι, όσον αφορά την «κατά το μεγαλύτερο μέρος» χρηματοδότηση, δεν αμφισβητείται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η προϋπόθεση αυτή πληρούται εν προκειμένω, καθόσον πάνω από τα μισά έσοδα των εν λόγω δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών προέρχονται από την επίδικη στην κύρια δίκη εισφορά (βλ., σχετικώς, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2000, C-380/98, University of Cambridge, Συλλογή 2000, σ. I-8035, σκέψη 30).

34     Στη συνέχεια, πρέπει να επισημανθεί ότι η διατύπωση του άρθρου 1, στοιχείο β΄, δεύτερο εδάφιο, τρίτη παύλα, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 92/50 δεν περιέχει καμιά διευκρίνιση όσον αφορά τη διαδικασία κατά την οποία πρέπει να πραγματοποιείται η χρηματοδότηση στην οποίαν αναφέρεται η διάταξη αυτή. Έτσι, μεταξύ άλλων, δεν απαιτείται, βάσει της εν λόγω διατάξεως, να χρηματοδοτείται άμεσα η δραστηριότητα των οργανισμών αυτών από το κράτος ή από άλλον δημόσιο οργανισμό, προκειμένου να πληρούται η σχετική προϋπόθεση. Επομένως, η εξέταση της διαδικασίας χρηματοδοτήσεως δεν πρέπει να περιορίζεται στο μέρος της εκείνο που προβάλλουν ορισμένοι από τους διαδίκους που εμπλέκονται στην υπό κρίση υπόθεση.

35     Για τους σκοπούς της ερμηνείας της έννοιας της «χρηματοδοτήσεως από το κράτος» ή από άλλους δημόσιους οργανισμούς, πρέπει να γίνει αναφορά στον σκοπό των κοινοτικών οδηγιών περί δημοσίων συμβάσεων, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

36     Κατά τη νομολογία αυτή, σκοπός των οδηγιών περί δημοσίων συμβάσεων είναι τόσο η αποσόβηση του κινδύνου να προτιμηθούν οι ημεδαποί υποβάλλοντες προσφορά ή οι υποψήφιοι κατά τη σύναψη οποιασδήποτε συμβάσεως στην οποία προβαίνουν οι αναθέτουσες αρχές όσο και ο αποκλεισμός του ενδεχομένου ένας οργανισμός ο οποίος χρηματοδοτείται ή ελέγχεται από το κράτος, από τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως ή από άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου, να καθορίζει τη στάση του με βάση εκτιμήσεις μη οικονομικής φύσεως (προπαρατεθείσα απόφαση University of Cambridge, σκέψη 17, και προπαρατεθείσα νομολογία).

37     Το Δικαστήριο έχει επαναλάβει τους σκοπούς αυτούς, προσθέτοντας ότι, υπό το πρίσμα τους, η έννοια της αναθέτουσας αρχής, συμπεριλαμβανομένης της έννοιας του οργανισμού δημοσίου δικαίου, πρέπει να ερμηνεύεται βάσει λειτουργικών κριτηρίων (απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2001, C-237/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2001, σ. I-939, σκέψεις 42 και 43, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38     Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο συντονισμός σε κοινοτικό επίπεδο των διαδικασιών συνάψεως των δημοσίων συμβάσεων αποβλέπει στην εξάλειψη των εμποδίων στην ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών και στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων και, συνεπώς, στην προστασία των συμφερόντων των εγκατεστημένων σε κράτος μέλος επιχειρηματιών οι οποίοι επιθυμούν να παραδώσουν αγαθά ή να παράσχουν υπηρεσίες στις αναθέτουσες αρχές που είναι εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος (προπαρατεθείσες αποφάσεις University of Cambridge, σκέψη 16, και Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 41).

39     Όσον αφορά ειδικότερα τις δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, το Δικαστήριο εξήρε τον ίδιο κύριο σκοπό, δηλαδή την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών και τον ελεύθερο και ανόθευτο ανταγωνισμό εντός όλων των κρατών μελών (βλ., σχετικώς, απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2005, C-26/03, Stadt Halle και RPL Lochau, Συλλογή 2005, σ. I‑1, σκέψεις 44 και 47).

40     Υπό το πρίσμα των σκοπών αυτών και σύμφωνα με αυτά τα κριτήρια πρέπει να εκτιμηθεί ένας τρόπος χρηματοδοτήσεως των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών όπως αυτός στη διαφορά της κύριας δίκης, τούτου δε συνεπάγεται ότι η έννοια της «χρηματοδοτήσεως από το κράτος» πρέπει να ερμηνευθεί επίσης κατά τρόπο λειτουργικό.

41     Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται σχετικώς η επισήμανση ότι τα έσοδα που εξασφαλίζει η κατά το μεγαλύτερο μέρος χρηματοδότηση της δραστηριότητας των εν λόγω οργανισμών από το κράτος βασίζονται στην κρατική σύμβαση περί εισφορών, δηλαδή σε πράξη του κράτους. Προβλέπεται και επιβάλλεται από τον νόμο και δεν απορρέει από συναλλαγή που έχει συνομολογηθεί συμβατικώς μεταξύ των οργανισμών αυτών και των καταναλωτών. Η υποβολή στην εισφορά αυτή οφείλεται απλώς και μόνο στο γεγονός της κατοχής ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού δέκτη και δεν αποτελεί αντάλλαγμα για την πραγματική λήψη των υπηρεσιών που παρέχουν οι εν λόγω οργανισμοί.

42     Στη συνέχεια, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ούτε ο καθορισμός του ύψους της εισφοράς αποτελεί καρπό συμβατικής σχέσεως μεταξύ των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών στη διαφορά της κύριας δίκης και των καταναλωτών. Σύμφωνα με την κρατική σύμβαση περί χρηματοδοτήσεως της ραδιοτηλεοπτικής μεταδόσεως, το ποσό αυτό καθορίζεται με απόφαση των κοινοβουλίων και των κυβερνήσεων των ομόσπονδων κρατών, η οποία λαμβάνεται βάσει εκθέσεως που καταρτίζει η KEF ανάλογα με τις οικονομικές ανάγκες που δηλώνουν οι ίδιοι οι οργανισμοί. Τα κοινοβούλια και οι κυβερνήσεις των ομόσπονδων κρατών έχουν τη δυνατότητα να μην ακολουθήσουν τις συστάσεις της KEF, σεβόμενα πάντοτε την αρχή της ελεύθερης ραδιοφωνικής και τηλεοπτικής μεταδόσεως, αλλά για περιορισμένους λόγους, δηλαδή αν το ύψος της εισφοράς αποτελεί για τους καταναλωτές δυσανάλογη οικονομική επιβάρυνση, λαμβανομένης υπόψη της γενικής οικονομικής και κοινωνικής καταστάσεως, η οποία μπορεί να τους στερήσει την πρόσβαση στην ενημέρωση (βλ. απόφαση του Bundesverfassungsgericht, της 11ης Σεπτεβρίου 2007, BvR 2270/05, BvR 809/06 και BvR 830/06).

43     Ακόμη και στην περίπτωση που τα κοινοβούλια και οι κυβερνήσεις των ομόσπονδων κρατών ακολουθούν χωρίς τροποποιήσεις τις συστάσεις της KEF, αυτός ο μηχανισμός καθορισμού του ύψους της εισφοράς δεν παύει να επιβάλλεται από το κράτος, το οποίο έχει μεταβιβάσει έτσι προνόμια μιας κρατικής εξουσίας σε μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων.

44     Όσον αφορά τον τρόπο εισπράξεως των εσόδων, από την κρατική σύμβαση περί εισφορών προκύπτει ότι η είσπραξή τους πραγματοποιείται από τον GEZ, ο οποίος εκδίδει για λογαριασμό των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών πράξεις επιβολής της εισφοράς, δηλαδή πράξεις δημόσιας αρχής. Επίσης, σε περίπτωση καθυστερήσεως της πληρωμής, οι ειδοποιήσεις υπενθυμίσεως της καταβολής εκτελούνται με τη διαδικασία της διοικητικής εκτελέσεως, ενώ ο δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός μπορεί, ως πιστωτής, να απευθύνει κατευθείαν αίτημα αρωγής στην αναγκαστική εκτέλεση προς το αρμόδιο δικαστήριο. Συνεπώς, οι εν λόγω οργανισμοί απολαύουν από αυτή την άποψη προνομίων δημόσιας αρχής.

45     Οι πόροι που εισπράττονται έτσι από τους ως άνω οργανισμούς καταβάλλονται χωρίς συγκεκριμένη αντιπαροχή, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου (βλ., σχετικώς, προπαρατεθείσα απόφαση University of Cambridge, σκέψεις 23 έως 25). Πράγματι, καμία συμβατική αντιπαροχή δεν συνδέεται με τις καταβολές αυτές, καθόσον ούτε η υποβολή στην εισφορά ούτε το ύψος της εισφοράς αυτής είναι αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών και των καταναλωτών, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να καταβάλλουν την εισφορά απλώς και μόνον διότι έχουν στην κατοχή τους ένα δέκτη, ανεξαρτήτως του αν χρησιμοποιούν την υπηρεσία που τους προσφέρουν οι οργανισμοί αυτοί. Ως εκ τούτου, οι καταναλωτές οφείλουν να καταβάλλουν την εισφορά ακόμη και αν ουδέποτε χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες των οργανισμών αυτών.

46     Πρέπει να τονιστεί ότι αλυσιτελώς προβάλλεται από τους εκκαλούντες της κύριας δίκης το επιχείρημα ότι δεν είναι καθοριστικό το γεγονός ότι η εισφορά προβλέπεται από κανονιστική πράξη και ότι, σε διαφορετική περίπτωση, οι εγκατεστημένοι στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας γιατροί, δικηγόροι κι αρχιτέκτονες θα θεωρούνταν «χρηματοδοτούμενοι από το κράτος», δεδομένου ότι το ύψος των αμοιβών τους καθορίζει το κράτος. Πράγματι, ακόμη και αν οι αμοιβές αυτές καθορίζονται από το κράτος, ο καταναλωτής συνάπτει εθελουσίως συμβατική σχέση με τους ελεύθερους επαγγελματίες και λαμβάνει όντως πάντοτε μια υπηρεσία. Επιπλέον, το κράτος δεν εξασφαλίζει ούτε εγγυάται τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων των εν λόγω ελευθέρων επαγγελματιών.

47     Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι, υπό το πρίσμα της ως άνω λειτουργικής προσεγγίσεως, όπως επισημαίνει η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, δεν μπορεί να γίνεται διαφορετική εκτίμηση αναλόγως του αν τα οικονομικά μέσα προέρχονται από τον κρατικό προϋπολογισμό, και επομένως το κράτος εισπράττει αρχικώς την εισφορά και στη συνέχεια διαθέτει τα έσοδα στους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, ή αν το κράτος παρέχει στους οργανισμούς αυτούς το δικαίωμα να εισπράττουν οι ίδιοι την εισφορά.

48     Συνάγεται, επομένως, το συμπέρασμα ότι μία χρηματοδότηση όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, η οποία στηρίζεται σε κρατική πράξη και εξασφαλίζεται με τρόπο επιβολής και εισπράξεως που εμπίπτει στα προνόμια δημόσιας αρχής, πληροί την προϋπόθεση της «χρηματοδοτήσεως από το κράτος» για τους σκοπούς της εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων.

49     Αυτός ο τρόπος έμμεσης χρηματοδοτήσεως αρκεί για την πλήρωση της προϋποθέσεως «χρηματοδοτήσεως από το κράτος» που προβλέπει η κοινοτική ρύθμιση, χωρίς να είναι αναγκαία η ίδρυση από το ίδιο το κράτος ενός δημόσιου ή ιδιωτικού οργανισμού ή η ανάθεση σε έναν τέτοιον οργανισμό της εισπράξεως της εισφοράς.

50     Επομένως, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, στοιχείο β΄, δεύτερο εδάφιο, τρίτη παύλα, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 92/50 έχει την έννοια ότι υπάρχει χρηματοδότηση κατά το μεγαλύτερο μέρος από το κράτος όταν οι δραστηριότητες των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών χρηματοδοτούνται κατά το μεγαλύτερο μέρος από εισφορά που καταβάλλεται από τους κατόχους ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού δέκτη, η οποία επιβάλλεται, υπολογίζεται και εισπράττεται σύμφωνα με κανόνες όπως αυτοί της διαφοράς της κύριας δίκης.

 Επί του δεύτερου ερωτήματος

51     Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 1, στοιχείο β΄, δεύτερο εδάφιο, τρίτη παύλα, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 92/50 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση χρηματοδοτήσεως ενός δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού κατά τον τρόπο που εκτέθηκε στο πλαίσιο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, η προϋπόθεση περί «χρηματοδοτήσεως από το κράτος» προϋποθέτει την άμεση παρέμβαση του κράτους κατά τη σύναψη από έναν τέτοιον οργανισμό συμβάσεως όπως η επίδικη στη διαφορά της κύριας δίκης.

52     Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να επισημανθεί κατ’ αρχάς ότι δεν απαιτείται, κατά τη διατύπωση της εξεταζόμενης διατάξεως, άμεση παρέμβαση του κράτους ή μιας δημόσιας αρχής σε διαδικασία συνάψεως μιας ορισμένης δημόσιας συμβάσεως για να θεωρηθεί ότι πληρούται η προϋπόθεση «χρηματοδοτήσεως από το κράτος».

53     Δεύτερον, όσον αφορά το κριτήριο της εξαρτήσεως ενός οργανισμού από τις δημόσιες αρχές, το οποίο αναπτύχθηκε από τη νομολογία του Δικαστηρίου ως προς τις τρεις περιπτώσεις του άρθρου 1, στοιχείο β΄, δεύτερο εδάφιο, τρίτη παύλα, της οδηγίας 92/50 (βλ., σχετικώς, απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1998, C‑44/96, Mannesmann Anlagenbau Austria κ.λπ., Συλλογή 1998, σ. I‑73, σκέψη 20), το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται στην προεκτεθείσα προσέγγιση ενός από τα ρεύματα της νομολογίας και της θεωρίας στη Γερμανία, σύμφωνα με το οποίο η εξάρτηση αυτή προϋποθέτει ότι οι δημόσιες αρχές μπορούν να ασκούν συγκεκριμένη επιρροή στις διάφορες διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων.

54     Κατ’ αρχάς, πρέπει να επισημανθεί σχετικώς ότι το ζήτημα της εξαρτήσεως των επίμαχων στην κύρια δίκη ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών από τις δημόσιες αρχές τίθεται μόνον ως προς τη σύναψη των δημόσιων συμβάσεων που δεν σχετίζονται με την εκπλήρωση από τους οργανισμούς αυτούς της ίδιας της αποστολής της ραδιοτηλεοπτικής μεταδόσεως ως δημόσιας υπηρεσίας, όπως κατοχυρώνεται από το Γερμανικό Σύνταγμα, δηλαδή με τη δημιουργία και την υλοποίηση του προγράμματος. Η επίδικη στην κύρια δίκη σύμβαση δεν εντάσσεται σε αυτή τη λειτουργία των εν λόγω οργανισμών.

55     Στη συνέχεια, πρέπει να επισημανθεί ότι, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις σκέψεις που εκτέθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου ερωτήματος, η ίδια η ύπαρξη των εν λόγω δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών εξαρτάται από το κράτος. Έτσι, πληρούται το κριτήριο της εξαρτήσεως των οργανισμών αυτών από το κράτος, χωρίς να απαιτείται συγκεκριμένη δυνατότητα επιρροής των δημόσιων αρχών στις διάφορες αποφάσεις των οργανισμών αυτών όσον αφορά τη σύναψη των συμβάσεων.

56     Ειδικότερα, αυτή η υπό ευρεία έννοια εξάρτηση δεν αποκλείει τον κίνδυνο, αν δεν τηρηθούν οι κοινοτικοί κανόνες περί συνάψεως συμβάσεων, οι αποφάσεις των επίμαχων στην κύρια δίκη ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών να λαμβάνονται με μη οικονομικά κριτήρια, ιδίως με κριτήρια που ευνοούν τους ημεδαπούς αναδόχους ή υποψηφίους. Οι οργανισμοί αυτοί μπορούν να επιδείξουν τέτοια συμπεριφορά χωρίς να έρχονται σε αντίθεση με τις επιταγές του γερμανικού Συντάγματος, το οποίο δεν την απαγορεύει. Όπως ορθώς επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, η υποχρέωση ουδετερότητας του κράτους έναντι της καταρτίσεως του προγράμματος των εν λόγω οργανισμών, όπως κατοχυρώνεται από το γερμανικό Σύνταγμα και ερμηνεύεται από το Bundesverfassungsgericht, δεν προϋποθέτει την ουδετερότητα των οργανισμών αυτών κατά τη σύναψη των συμβάσεων. Ένας τέτοιος κίνδυνος θα ερχόταν σε αντίθεση προς τους σκοπούς των κοινοτικών κανόνων περί συνάψεως των δημοσίων συμβάσεων, οι οποίοι μνημονεύονται στις σκέψεις 38 και 39 της παρούσας αποφάσεως.

57     Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον είναι σημαντική για την απάντηση στο δεύτερο ερώτημα η θέση που υιοθέτησε το Δικαστήριο στη σκέψη 21 της αποφάσεως University of Cambridge, σύμφωνα με την οποία, καίτοι ο τρόπος χρηματοδοτήσεως ενός συγκεκριμένου οργανισμού μπορεί να είναι ενδεικτικός της στενής σχέσεως εξαρτήσεως του οργανισμού αυτού προς μια άλλη αναθέτουσα αρχή, ωστόσο το κριτήριο αυτό δεν είναι απόλυτο. Όλες οι καταβολές στις οποίες προβαίνει μια αναθέτουσα αρχή δεν έχουν ως αποτέλεσμα να δημιουργούν ή να εντείνουν μια ειδική σχέση υποταγής ή εξαρτήσεως. Μόνον οι παροχές που χρηματοδοτούν ή υποστηρίζουν, μέσω χρηματοοικονομικής ενισχύσεως καταβαλλομένης χωρίς συγκεκριμένη αντιπαροχή, τις δραστηριότητες του οργανισμού αυτού μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «δημόσια χρηματοδότηση».

58     Επιβάλλεται σχετικώς η διαπίστωση ότι, όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των εν λόγω οργανισμών και των καταναλωτών, από τις σκέψεις 23 έως 25 της προπαρατεθείσας αποφάσεως University of Cambridge προκύπτει ότι μπορούν να χαρακτηριστούν «δημόσια χρηματοδότηση» οι δημόσιες πληρωμές που δεν συνδέονται με καμιά συμβατική αντιπαροχή. Όμως, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 45 της παρούσας αποφάσεως, τα έσοδα που εισπράττουν εν προκειμένω οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν συνδέονται με καμιά συμβατική αντικαταβολή, καθόσον ούτε η υποβολή στην εισφορά ούτε ο καθορισμός του ύψους της εισφοράς αυτής αποτελούν το αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ των οργανισμών αυτών και των καταναλωτών, οι οποίοι υποχρεούνται να καταβάλλουν την εισφορά εκ μόνου του λόγου ότι έχουν στην κατοχή τους ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό δέκτη, ακόμη και αν ουδέποτε χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες των οργανισμών αυτών.

59     Επίσης, δεν υπάρχει εν προκειμένω καμία συγκεκριμένη αντιπαροχή έναντι του κράτους, δεδομένου ότι, όπως ορθώς επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, η επίδικη στην κύρια δίκη χρηματοδότηση χρησιμοποιείται για την κάλυψη των εξόδων της αποστολής της ραδιοτηλεοπτικής μεταδόσεως ως δημόσιας υπηρεσίας, η οποία συνίσταται στη διασφάλιση αντικειμενικής και πολυφωνικής οπτικοακουστικής ενημερώσεως των πολιτών. Στον βαθμό αυτόν, οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί στην επίδικη υπόθεση δεν διαφέρουν από άλλες δημόσιες υπηρεσίες που επιχορηγούνται από το κράτος προκειμένου να εκπληρώνουν έργο δημοσίου συμφέροντος.

60     Επομένως, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, στοιχείο β΄, δεύτερο εδάφιο, τρίτη παύλα, πρώτη υπόθεση, της οδηγίας 92/50 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση χρηματοδοτήσεως των δραστηριοτήτων δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, όπως αυτοί στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά τη διαδικασία που εκτέθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, για την πλήρωση της προϋποθέσεως «χρηματοδοτήσεως από το κράτος» δεν απαιτείται άμεση παρέμβαση του κράτους ή άλλων δημόσιων αρχών, όταν οι οργανισμοί αυτοί συνάπτουν συμβάσεις όπως οι επίδικες στην υπόθεση της κύριας δίκης.

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

61     Με το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 1, στοιχείο α΄, iv, της οδηγίας 92/50 πρέπει να ερμηνευθεί, υπό το πρίσμα του άρθρου 1, στοιχείο β΄, δεύτερο εδάφιο, τρίτη παύλα, της ίδιας οδηγίας 92/50, υπό την έννοια ότι από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής αποκλείονται μόνον οι δημόσιες συμβάσεις που αφορούν τις υπηρεσίες στις οποίες αναφέρεται η πρώτη αυτή διάταξη.

62     Το άρθρο 1, στοιχείο α΄, iv, της οδηγίας 92/50 ορίζει ότι η οδηγία αυτή δεν εφαρμόζεται στις δημόσιες συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο τις υπηρεσίες που αφορούν την καθεαυτό λειτουργία των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, δηλαδή τη δημιουργία και υλοποίηση προγραμμάτων, για λόγους πολιτιστικής και κοινωνικής φύσεως που μνημονεύονται στην ενδέκατη αιτιολογική σκέψη και, εκτενέστερα, στην εικοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2004/18, οι οποίοι καθιστούν ακατάλληλη μια τέτοια εφαρμογή.

63     Η διάταξη αυτή, όπως αφήνει να εννοηθεί ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 80 των προτάσεών του, εκφράζει την ίδια μέριμνα με αυτήν του γερμανικού Συντάγματος, δηλαδή την εγγύηση της εκπληρώσεως από τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς της αποστολής της ραδιοτηλεοπτικής μεταδόσεως ως δημόσιας υπηρεσίας με κάθε ανεξαρτησία και αμεροληψία.

64     Δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη αποτελεί εξαίρεση από τον κύριο σκοπό των κοινοτικών κανόνων περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως, δηλαδή την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών και το μεγαλύτερο δυνατό άνοιγμα στον ανταγωνισμό, πρέπει να ερμηνευθεί στενά. Ως εκ τούτου, αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/50 μόνον οι δημόσιες συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο τις υπηρεσίες του άρθρου 1, στοιχείο α΄, iv, της οδηγίας αυτής. Αντιθέτως, υπόκεινται πλήρως στους κοινοτικούς κανόνες οι δημόσιες συμβάσεις για υπηρεσίες που δεν σχετίζονται με τις δραστηριότητες που εντάσσονται στην εκπλήρωση της υπό στενή εννοία αποστολής των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών.

65     Η προσέγγιση αυτή επιβεβαιώνεται από την προπαρατεθείσα εικοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2004/18, η οποία αναφέρει ενδεικτικά στο προτελευταίο της εδάφιο ότι η εξαίρεση από την εφαρμογή της οδηγίας αυτής δεν θα πρέπει να έχει εφαρμογή στην προμήθεια του τεχνικού υλικού που είναι αναγκαίο για την παραγωγή, τη συμπαραγωγή και την εκπομπή των προγραμμάτων.

66     Πρέπει, πάντως, να διευκρινιστεί ότι τα ανωτέρω ισχύουν μόνον εάν πρόκειται για συγκεκριμένη περίπτωση δημόσιας συμβάσεως που συνάπτεται με οργανισμό θεωρούμενο ως «αναθέτουσα αρχή» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 92/50.

67     Επομένως, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, στοιχείο α΄, iv, της οδηγίας 92/50 έχει την έννοια ότι, δυνάμει της διατάξεως αυτής, από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής εξαιρούνται μόνον οι δημόσιες συμβάσεις που αφορούν τις υπηρεσίες στις οποίες αναφέρεται η διάταξη αυτή.

Επί των δικαστικών εξόδων

68     Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 1, στοιχείο β΄, δεύτερο εδάφιο, τρίτη παύλα, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι υπάρχει χρηματοδότηση κατά το μεγαλύτερο μέρος από το κράτος όταν οι δραστηριότητες των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών χρηματοδοτούνται κυρίως από εισφορά που καταβάλλεται από τους κατόχους ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού δέκτη, η οποία επιβάλλεται, υπολογίζεται και εισπράττεται σύμφωνα με κανόνες όπως αυτοί της διαφοράς της κύριας δίκης.

2)      Το άρθρο 1, στοιχείο β΄, δεύτερο εδάφιο, τρίτη παύλα, πρώτη υπόθεση, της οδηγίας 92/50 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση χρηματοδοτήσεως των δραστηριοτήτων δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, όπως αυτοί στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά τη διαδικασία που εκτέθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, για την πλήρωση της προϋποθέσεως περί «χρηματοδοτήσεως από το κράτος» δεν απαιτείται η άμεση παρέμβαση του κράτους ή άλλων δημόσιων αρχών, όταν οι οργανισμοί αυτοί συνάπτουν συμβάσεις όπως οι επίδικες στην υπόθεση της κύριας δίκης.

3)      Το άρθρο 1, στοιχείο α΄, iv, της οδηγίας 92/50 έχει την έννοια ότι, δυνάμει της διατάξεως αυτής, από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής εξαιρούνται μόνον οι δημόσιες συμβάσεις που αφορούν τις υπηρεσίες στις οποίες αναφέρεται η διάταξη αυτή.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.