Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Διατακτικό

Διάδικοι

Στην υπόθεση C‑221/06,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Verwaltungsgerichtshof (Αυστρία) με απόφαση της 27ης Απριλίου 2006, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Μαΐου 2006, στο πλαίσιο της δίκης

Stadtgemeinde Frohnleiten,

Gemeindebetriebe Frohnleiten GmbH

κατά

Bundesminister für Land- und Forstwirtschaft, Umwelt und Wasserwirtschaft,

παρισταμένης της:

Republik Österreich,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, A. Tizzano, R. Schintgen, A. Borg Barthet και M. Ilešič (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: B. Fülöp, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 29ης Μαρτίου 2007,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

– οι Stadtgemeinde Frohnleiten και Gemeindebetriebe Frohnleiten GmbH, εκπροσωπούμενες από τον G. Eisenberger, Rechtsanwalt,

– η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον E. Riedl,

– η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους W. Mölls και M. Κωνσταντινίδη,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 21ης Ιουνίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης

1. Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 10 ΕΚ, 12 ΕΚ, 23 ΕΚ, 25 ΕΚ, 49 ΕΚ και 90 ΕΚ.

2. Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Stadtgemeinde Frohnleiten (Δήμου του Frohnleiten) και της Gemeindebetriebe Frohnleiten GmbH (δημοτικής επιχείρησης του Frohnleiten), αφενός, και του Bundesminister für Land- und Forstwirtschaft, Umwelt und Wasserwirtschaft (Ομοσπονδιακού Υπουργού Γεωργίας, Δασοκομίας, Περιβάλλοντος και Υδάτινων πόρων, στο εξής: Υπουργός), αφετέρου, σχετικά με τη φορολογία της απόρριψης αποβλήτων προελεύσεως Ιταλίας στον δημοτικό χώρο απόρριψης αποβλήτων του Frohnleiten.

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική νομοθεσία

3. Σύμφωνα με το άρθρο του 1, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 259/93 του Συμβουλίου, της 1ης Φεβρουαρίου 1993, σχετικά με την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μεταφορών αποβλήτων στο εσωτερικό της Κοινότητας καθώς και κατά την είσοδο και έξοδό τους από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα (ΕΕ L 30, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2557/2001 της Επιτροπής, της 28ης Δεκεμβρίου 2001 (ΕΕ L 349, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 259/93), έχει εφαρμογή μεταξύ άλλων στις μεταφορές αποβλήτων στο εσωτερικό της Κοινότητας.

4. Τα άρθρα 3 έως 5 του κανονισμού 259/93 ορίζουν την εφαρμοστέα διαδικασία επί της μεταφοράς μεταξύ κρατών μελών αποβλήτων που προορίζονται προς διάθεση.

5. Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, «[ό]ταν ο κοινοποιών προτίθεται να μεταφέρει απόβλητα προς διάθεση από ένα κράτος μέλος σε άλλο […] διαβιβάζει κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή προορισμού».

6. Το άρθρο 4, παράγραφοι 1, 2, στοιχεία α΄ και γ΄, και το άρθρο 3, στοιχεία α΄, i, και β΄, i, του εν λόγω κανονισμού ορίζουν:

«1. Μόλις παραλάβει την κοινοποίηση, η αρμόδια αρχή προορισμού αποστέλλει […] απόδειξη παραλαβής στον κοινοποιούντα […].

2. α) Η αρμόδια αρχή προορισμού διαθέτει προθεσμία 30 ημερών από την αποστολή της απόδειξης παραλαβής για να λάβει απόφαση με την οποία επιτρέπεται, υπό όρους ή άνευ όρων, ή απορρίπτεται η μεταφορά. Μπορεί επίσης να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες.

Η αρμόδια αρχή δίνει την έγκρισή της μόνον εφόσον δεν υπάρχουν αντιρρήσεις εκ μέρους της […]

[…]

[…]

γ) οι αντιρρήσεις και οι όροι που αναφέρονται στα στοιχεία α΄ […] πρέπει να βασίζονται στην παράγραφο 3.

[…]

3. α) i) Προκειμένου να τεθούν σε εφαρμογή οι αρχές της εγγύτητας, της προτεραιότητας αξιοποίησης και της αυτάρκειας σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο, σύμφωνα με την οδηγία 75/442/ΕΟΚ, τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν μέτρα, σύμφωνα με τη Συνθήκη, για τη γενική ή μερική απαγόρευση των μεταφορών αποβλήτων ή να προβάλουν συστηματικά αντιρρήσεις για τις εν λόγω μεταφορές. Τα μέτρα αυτά κοινοποιούνται αμέσως στην Επιτροπή που ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη.

[…]

β) Οι αρμόδιες αρχές αποστολής και προορισμού, λαμβάνοντας υπόψη τις γεωγραφικές συνθήκες ή την ανάγκη ειδικευμένων εγκαταστάσεων για ορισμένα είδη αποβλήτων, δύνανται να προβάλουν αιτιολογημένες αντιρρήσεις για τη σχεδιαζόμενη μεταφορά αν δεν είναι σύμφωνη με την οδηγία 75/442/ΕΟΚ, και ιδίως με τα άρθρα 5 και 7:

i) προκειμένου να εφαρμόσουν την αρχή της αυτάρκειας σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο».

Η εθνική νομοθεσία

7. Σύμφωνα με το άρθρο του 1, ο νόμος περί αποκατάστασης των μολυσμένων χώρων (Altlastensanierungsgesetz), της 7ης Ιουνίου 1989 (BGBl., 299/1989, στο εξής: ALSAG), έχει ως αντικείμενο τη χρηματοδότηση των ενεργειών για να καταστούν ασφαλείς και να εξυγιανθούν οι μολυσμένοι χώροι.

8. Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφοι 1, 2, 3, 11, 13 και 14, του ALSAG:

«(1) Μολυσμένοι τόποι είναι υφιστάμενοι χώροι απόθεσης αποβλήτων και εγκαταλειμμένοι χώροι καθώς και μολυσμένα από αυτά εδάφη και υπόγεια ύδατα που ενέχουν –σύμφωνα με τα αποτελέσματα εκτίμησης επικινδυνότητας– σημαντικούς κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον. Οι μολύνσεις που προέρχονται από εκπομπές στην ατμόσφαιρα δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου.

(2) Ως υφιστάμενοι χώροι απόθεσης αποβλήτων νοούνται χώροι στους οποίους εναποθέτονταν απόβλητα μετά ή άνευ αδείας.

(3) Ως εγκαταλειμμένοι βιομηχανικοί χώροι νοούνται τόποι εγκαταστάσεων, όπου γινόταν επεξεργασία επικίνδυνων για το περιβάλλον ουσιών.

[…]

(11) Ως “τόποι πιθανώς μολυσμένοι” νοούνται περιοχές που μπορούν να προσδιοριστούν από υφιστάμενους χώρους απόθεσης αποβλήτων και από εγκαταλειμμένους βιομηχανικούς χώρους οι οποίοι ενδέχεται, λόγω της φύσεως ή της προγενέστερης χρήσεώς τους, να παρουσιάζουν σοβαρούς κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία ή για το περιβάλλον.

(13) Ως “ενέργεια για να καταστούν ασφαλείς” νοείται η πρόληψη των κινδύνων για το περιβάλλον, ιδίως των πιθανών απορρίψεων τοξικών ουσιών που προέρχονται από μολυσμένους τόπους, οι οποίες είναι επικίνδυνες για την υγεία και το περιβάλλον.

(14) Ως “αποκατάσταση” νοείται η εξουδετέρωση της αιτίας του κινδύνου ή η εξουδετέρωση της μόλυνσης του περιβάλλοντος.

[…]».

9. Το άρθρο 3 του ALSAG θεσπίζει φόρο αποκαλούμενο «Altlastenbeitrag» (τέλος μολυσμένων χώρων). Οι παράγραφοι 1, σημεία 1 και 2, και 2, σημείο 1, του άρθρου αυτού ορίζουν:

«(1) Στον Altlastenbeitrag υπόκεινται:

1. η μακροπρόθεσμη απόθεση αποβλήτων συμπεριλαμβανομένης της ενσωματώσεως των αποβλήτων στη δομή της χωματερής, ακόμη και αν εξυπηρετεί τεχνικούς στόχους κατασκευής χωματερής ή άλλους στόχους·

2. η πλήρωση ή η εξομάλυνση εδαφών με απόβλητα συμπεριλαμβανομένης της ενσωματώσεώς τους σε γεωλογικές δομές, πλην της πληρώσεως ή εξομαλύνσεως που επιτελεί συγκεκριμένη κατασκευαστική λειτουργία για υπέρτερο κατασκευαστικό έργο (για παράδειγμα, αναχώματα και καταστρώματα οδών, σιδηροδρομικές γραμμές και θεμέλια, επιχωματώσεις εκσκαφών ή τάφρους αποστράγγισης·

[…]

(2) Από το τέλος απαλλάσσονται:

1. η απόθεση, αποθήκευση ή μεταφορά αποβλήτων που αποδεδειγμένα παρήχθησαν από τις ενέργειες για να καταστούν ασφαλείς ή να αποκατασταθούν

α) τόποι πιθανώς μολυσμένοι που έχουν καταχωριστεί στο μητρώο πιθανώς μολυσμένων τόπων ή

β) μολυσμένοι τόποι απόρριψης αποβλήτων που έχουν καταχωριστεί στον άτλαντα μολυσμένων τόπων».

10. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του ALSAG, στο τέλος για τους μολυσμένους τόπους υπόκεινται μεταξύ άλλων «[ο] εκμεταλλευόμενος χωματερή ή χώρο αποθέσεως αποβλήτων».

11. Το άρθρο 5 του ALSAG ορίζει ως «βάση υπολογισμού» του Altlastenbeitrag «τη μάζα των αποβλήτων που αντιστοιχεί στο καθαρό βάρος τους και ως καθαρό βάρος νοείται το βάρος των αποβλήτων μαζί με τη συσκευασία τους».

12. Το ύψος του Altlastenbeitrag, σε ευρώ «ανά αποτιθέμενο τόνο», ορίζεται στο άρθρο 6 του ALSAG. Στο άρθρο αυτό παρατίθεται ένας πίνακας υπολογισμού του τέλους σε συνάρτηση με το είδος των αποβλήτων, την ημερομηνία αποθέσεως και τον εξοπλισμό της χωματερής.

13. Σύμφωνα με το άρθρο 11 του ALSAG, τα φορολογικά έσοδα που προέρχονται από τον Altlastenbeitrag χρησιμοποιούνται για την απογραφή και την εξυγίανση των μολυσμένων χώρων.

14. Το μητρώο πιθανώς μολυσμένων τόπων και ο άτλας μολυσμένων τόπων του άρθρου 3, παράγραφος 2, σημείο 1, του ALSAG ρυθμίζονται με το άρθρο 13 του νόμου αυτού. Η διάταξη αυτή προβλέπει:

«(1) Ο Landeshauptmann οφείλει να γνωστοποιεί στον Ομοσπονδιακό Υπουργό Περιβάλλοντος, Νέας Γενιάς και Οικογένειας τους πιθανώς μολυσμένους τόπους. Ο Ομοσπονδιακός Υπουργός Περιβάλλοντος, Νέας Γενιάς και Οικογένειας οφείλει, για την απογραφή των μολυσμένων τόπων, να συντονίζει σε ομοσπονδιακό επίπεδο την απογραφή, εκτίμηση και αξιολόγηση των πιθανώς μολυσμένων τόπων, σε συνεργασία με τον Ομοσπονδιακό Υπουργό Οικονομίας και τον Ομοσπονδιακό Υπουργό Γεωργίας και Δασοκομίας, και να προκαλεί τη διενέργεια συμπληρωματικών ερευνών από τον Landeshauptmann, στο μέτρο που αυτές είναι απαραίτητες για την απογραφή, εκτίμηση και αξιολόγηση των πιθανώς μολυσμένων τόπων καθώς και για την κατάταξή τους κατά προτεραιότητα, λαμβανομένων υπόψη των διαθέσιμων μέσων (άρθρο 12, παράγραφος 2). Τα προκύπτοντα από την απογραφή στοιχεία και πληροφορίες διαβιβάζονται στην Umweltbundesamt [Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Περιβάλλοντος], αξιολογούνται από αυτήν και καταχωρίζονται σε μητρώο πιθανώς μολυσμένων τόπων (άρθρο 11, παράγραφο ς 2, σημείο 2).

(2) Ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Νέας Γενιάς και Οικογένειας οφείλει, για την απογραφή των μολυσμένων τόπων, να συντονίζει όλα τα μέτρα για την εκτίμηση της ενδεχόμενης επικινδυνότητας των πιθανώς μολυσμένων τόπων που έχουν απογραφεί. Οι πιθανώς μολυσμένοι τόποι για τους οποίους διαπιστώνεται, βάσει της εκτίμησης επικινδυνότητας, ότι πρέπει να καταστούν ασφαλείς ή να εξυγιανθούν καταχωρίζονται, ως μολυσμένοι τόποι, σε έναν άτλαντα μολυσμένων τόπων (άρθρο 11, παράγραφος 2, σημείο 2), τον οποίο τηρεί η Umweltbundesamt […]».

15. Κατά το Verwaltungsgerichtshof, στο μητρώο πιθανώς μολυσμένων τόπων και στον άτλαντα μολυσμένων τόπων μπορούν κανονικά να καταχωριστούν μόνο χώροι που βρίσκονται στην Αυστρία, διότι τα μητρώα αυτά χρησιμεύουν για την απογραφή των μολυσμένων τόπων που βρίσκονται στην Αυστρία προκειμένου να προετοιμαστούν για να καταστούν ασφαλείς και να εξυγιανθούν. Ως εκ τούτου, μπορεί να γίνει λόγος για απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής του ALSAG, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, σημείο 1, του Altlastensanierungsgesetz, μόνο στην περίπτωση αποβλήτων που προέρχονται από τις ενέργειες για να καταστεί ασφαλής ή για να αποκατασταθεί πιθανώς μολυσμένος τόπος ή μολυσμένος τόπος που βρίσκεται στην Αυστρία.

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

16. Η Gemeindebetriebe Frohnleiten GmbH, της οποίας μοναδικός μέτοχος είναι η Stadtgemeinde Frohnleiten, εκμεταλλεύεται τον δημοτικό χώρο απόρριψης Frohnleiten.

17. Από το τέταρτο τρίμηνο του 2001 μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2002, αποτέθηκαν στη χωματερή αυτή πολλοί τόνοι υπολειμμάτων υλικών διάλυσης προερχόμενων από την Ιταλία. Η μεταφορά τους στην Αυστρία επιτράπηκε από τις αυστριακές αρχές, σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 5 του κανονισμού 259/93.

18. Τα απόβλητα αυτά προέρχονταν από έκταση ευρισκόμενη στον Δήμο του Rovigo (Ιταλία), η αποκατάσταση της οποίας είχε κριθεί αναγκαία στο πλαίσιο του ιταλικού προγράμματος αποκατάστασης μολυσμένων τόπων που προβλέπει το άρθρο 22 του νομοθετικού διατάγματος 22, της 5ης Φεβρουαρίου 1997 (συμπλήρωμα στο τεύχος GURI αριθ. 38, της 15ης Φεβρουαρίου 1997), και η απόφαση του Ιταλού Υπουργού Περιβάλλοντος, της 16ης Μαΐου 1989 (GURI αριθ. 121, της 26ης Μαΐου 1989, σ. 12).

19. Θεωρώντας ότι τα απόβλητα αυτά έπρεπε να τύχουν της απαλλαγής του άρθρου 3, παράγραφος 2, σημείο 1, του ALSAG, ως προερχόμενα από μολυσμένο τόπο, οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης υπέβαλαν αίτηση στην Bezirkshauptmannschaft Graz-Umgebung (διοικητική αρχή της περιφέρειας Graz, στο εξής: BH) για να διαπιστωθεί η απαλλαγή αυτή.

20. Με απόφαση της 11ης Μαΐου 2004, η BH έκρινε ότι τα εν λόγω απόβλητα απαλλάσσονται από το τέλος μολυσμένων χώρων βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, σημείο 1, του ALSAG. Οι αυστριακές ομοσπονδιακές αρχές άσκησαν έφεση και ο Landeshauptmann von Steiermark (πρωθυπουργός του ομόσπονδου κράτους της Στυρίας, στο εξής: LH) επικύρωσε την απόφαση αυτή με απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2004. Τόσο η BH όσο και ο LH έκριναν ότι κάθε διάκριση μεταξύ αποβλήτων που προέρχονται από νόμιμα μέτρα για να αποκατασταθούν ή να καταστούν ασφαλείς μολυσμένοι τόποι είτε προέρχονται από την Αυστρία είτε από άλλο κράτος μέλος θα συνιστούσε παράβαση του άρθρου 90 ΕΚ.

21. Με απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2005, ο Υπουργός ακύρωσε την απόφαση του LH και έκρινε ότι τα εν λόγω απόβλητα υπόκεινται στο τέλος Altlastenbeitrag, διότι δεν προέρχονται από τόπο καταχωρισμένο στο μητρώο των πιθανώς μολυσμένων τόπων ή στον άτλαντα μολυσμένων τόπων. Ο Υπουργός θεώρησε ότι το τέλος Altlastenbeitrag δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 90 ΕΚ, διότι δεν είναι φόρος επί των αποβλήτων, αλλά φόρος συνδεόμενος με ορισμένη δραστηριότητα. Συγκεκριμένα, δεν επιβαρύνει προϊόντα που μπορούν να διατεθούν στο εμπόριο, των οποίων θα αύξανε το κόστος και θα καθιστούσε έτσι δυσχερέστερη την πώλησή τους στην Αυστρία, αλλά αποτελεί φορολογική επιβάρυνση κάθε μέτρου που θέτει οριστικό τέλος στον κύκλο ζωής των εν λόγω προϊόντων.

22. Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης άσκησαν προσφυγή κατά της αποφάσεως του Υπουργού ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof. Υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το τέλος Altlastenbeitrag εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 90 ΕΚ και ότι η διάταξη αυτή παραβιάζεται αν το τέλος αυτό υπολογίζεται διαφορετικά, αναλόγως του αν επιβάλλεται επί εισαγομένων προϊόντων ή επί ομοειδών εθνικών προϊόντων, δεδομένου ότι η διαφορά αυτή είχε ως συνέπεια την αύξηση του κόστους των εισαγομένων προϊόντων.

23. Το Verwaltungsgerichtshof διαπιστώνει ότι ο ALSAG επιδιώκει στόχους προστασίας του περιβάλλοντος, δηλαδή να αποκαταστήσει και να καταστήσει ασφαλείς μολυσμένους τόπους. Αναγκαία προϋπόθεση για την πραγματοποίηση των στόχων αυτών είναι ο προσδιορισμός των μολυσμένων τόπων μέσω επιτόπιων ερευνών. Επομένως, μόνον όσοι τόποι βρίσκονται στην Αυστρία μπορούν να καταχωριστούν ως μολυσμένοι τόποι υπό την έννοια του ALSAG. Κατά το Verwaltungsgerichtshof, δεν μπορεί να συναχθεί υποχρέωση των αυστριακών αρχών να καταργήσουν ευνοϊκή ρύθμιση υπέρ της αποθέσεως αποβλήτων που προέρχονται από τους τόπους αυτούς. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου δεν προκύπτει ότι η απαλλαγή του άρθρου 3, παράγραφος 2, σημείο l, του ALSAG αντιβαίνει στην κοινοτική νομοθεσία.

24. Κρίνοντας ωστόσο ότι η ερμηνεία αυτή είναι αμφισβητούμενη, το Verwaltungsgerichtshof αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντίκειται στα άρθρα 10 ΕΚ, 12 ΕΚ, 23 ΕΚ, 25 ΕΚ, 49 ΕΚ ή 90 ΕΚ εθνική φορολογική διάταξη η οποία υποβάλλει σε τέλος (“Altlastenbeitrag”) την απόθεση αποβλήτων σε χωματερή, προβλέπει όμως απαλλαγή από το τέλος αυτό για την απόθεση αποβλήτων τα οποία προέρχονται αποδεδειγμένα από τις ενέργειες για να αποκατασταθούν και να καταστούν ασφαλείς μολυσμένοι τόποι, εφόσον οι τόποι αυτοί (μολυσμένοι ή πιθανώς μολυσμένοι) έχουν καταχωριστεί στα προβλεπόμενα στον νόμο μητρώα των αρχών (μητρώο πιθανώς μολυσμένων τόπων ή άτλας μολυσμένων τόπων), όταν στα μητρώα αυτά μπορούν να καταχωριστούν μόνο τόποι που βρίσκονται στην ημεδαπή, με αποτέλεσμα και η απαλλαγή από το τέλος να είναι δυνατή μόνο για την απόθεση αποβλήτων προερχομένων από πιθανώς μολυσμένους ή μολυσμένους τόπους που βρίσκονται στην ημεδαπή;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

Τα άρθρα 23 ΕΚ, 25 ΕΚ και 90 ΕΚ

25. Με το πρώτο σκέλος του ερωτήματός του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν εθνικός φόρος όπως ο Altlastenbeitrag συνιστά επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εισαγωγικό δασμό υπό την έννοια των άρθρων 23 ΕΚ και 25 ΕΚ ή εσωτερικό φόρο που εισάγει διακρίσεις και αντιβαίνει, επομένως, στο άρθρο 90 ΕΚ.

26. Εισαγωγικά, υπενθυμίζεται ότι οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ περί επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος και οι διατάξεις περί ενεχόντων διακρίσεις εσωτερικών φόρων δεν μπορούν να εφαρμοστούν σωρευτικά, οπότε το ίδιο μέτρο δεν μπορεί, στο σύστημα της Συνθήκης, να ανήκει ταυτοχρόνως και στις δύο αυτές κατηγορίες (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 1997, C‑90/94, Haahr Petroleum, Συλλογή 1997, σ. I‑4085, σκέψη 19· της 29ης Απριλίου 2004, C‑387/01, Weigel, Συλλογή 2004, σ. I‑4981, σκέψη 63, και της 15ης Ιουνίου 2006, C‑393/04 και C‑41/05, Air Liquide Industries Belgium, Συλλογή 2006, σ. I‑5293, σκέψη 50).

27. Όσον αφορά τα άρθρα 23 ΕΚ και 25 ΕΚ, κατά πάγια νομολογία, κάθε χρηματική επιβάρυνση, έστω και ελάχιστη, η οποία επιβάλλεται μονομερώς, ανεξαρτήτως της ονομασίας της και της τεχνικής της, και που πλήττει τα εγχώρια ή αλλοδαπά προϊόντα επειδή αυτά διέρχονται τα σύνορα, όταν δεν είναι δασμός στην κυριολεξία, συνιστά επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος υπό την έννοια των άρθρων 23 ΕΚ και 25 ΕΚ, (βλ., ιδίως, αποφάσεις Haahr Petroleum, προπαρατεθείσα, σκέψη 20· της 2ας Απριλίου 1998, C‑213/96, Outokumpu, Συλλογή 1998, σ. I‑1777, σκέψη 20· Weigel, προπαρατεθείσα, σκέψη 64, καθώς και Air Liquide Industries Belgium, προπαρατεθείσα, σκέψη 51).

28. Λαμβανομένου υπόψη του ορισμού αυτού και προκειμένου περί των χαρακτηριστικών του Altlastenbeitrag, διαπιστώνεται ότι κατ’ αρχήν υπόκειται στον φόρο αυτό κάθε μακροπρόθεσμη απόθεση αποβλήτων, είτε προέρχονται από την Αυστρία είτε από άλλο κράτος μέλος. Επιβάρυνση όπως ο Altlastenbeitrag δεν επιβάλλεται επομένως λόγω της διελεύσεως των συνόρων του κράτους μέλους που τον θέσπισε.

29. Συνεπώς, το συμβατό της επιβαρύνσεως αυτής με το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να εκτιμηθεί βάσει ενός των άρθρων 23 ΕΚ και 25 ΕΚ.

30. Στο σύστημα της Συνθήκης, το άρθρο 90 ΕΚ συμπληρώνει τις διατάξεις περί καταργήσεως των τελωνειακών δασμών και των επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος. Η διάταξη αυτή σκοπό έχει να εξασφαλίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών υπό φυσιολογικές συνθήκες ανταγωνισμού με την κατάργηση κάθε μορφής προστασίας δυναμένης να απορρεύσει από την επιβολή εσωτερικών φόρων που δημιουργούν διακρίσεις εις βάρος των προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Air Liquide Industries Belgium, προπαρατεθείσα, σκέψη 55, και της 18ης Ιανουαρίου 2007, Brzeziński, C‑313/05, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 27).

31. Κατά πάγια νομολογία, στο άρθρο 90 ΕΚ εμπίπτουν οι χρηματικές επιβαρύνσεις που απορρέουν από ένα γενικό σύστημα εσωτερικών φόρων στο οποίο υπόκεινται συστηματικά, βάσει των ιδίων αντικειμενικών κριτηρίων, κατηγορίες προϊόντων ανεξαρτήτως της προελεύσεως ή του προορισμού τους (βλ. απόφαση Air Liquide Industries Belgium, προπαρατεθείσα, σκέψη 56 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32. Πρέπει να εξακριβωθεί, πρώτον, αν μια επιβάρυνση όπως ο Altlastenbeitrag αποτελεί εσωτερικό φόρο υπό την έννοια του άρθρου 90 ΕΚ.

33. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι ο επιβάρυνση αυτή, που έχει προδήλως εισπρακτικό χαρακτήρα, πλήττει κάθε μακροπρόθεσμη απόθεση αποβλήτων σε χωματερή, είτε προέρχονται από την Αυστρία είτε από άλλο κράτος μέλος.

34. Η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ωστόσο ότι ο Altlastenbeitrag δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 90 ΕΚ, διότι δεν αποτελεί επιβάρυνση πλήττουσα προϊόντα υπό την έννοια της διατάξεως αυτής. Συγκεκριμένα, εφόσον τα απόβλητα που αποτίθενται σε χωματερές δεν έχουν χρηματική αξία, ο Altlastenbeitrag δεν επιβαρύνει προϊόντα που διατίθενται στο εμπόριο, των οποίων θα αύξανε το κόστος και θα καθιστούσε έτσι δυσχερέστερη την πώλησή τους στην ημεδαπή.

35. Κατά την Αυστριακή Κυβέρνηση, ο Altlastenbeitrag επιβάλλεται στις υπηρεσίες που παρέχει ο εκμεταλλευόμενος μια χωματερή και είναι ανάλογος με το είδος των παροχών αυτών. Υπογραμμίζει ιδιαιτέρως ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6 του ALSAG, η δασμολογική επιβάρυνση δεν καθορίζεται από το είδος των αποβλήτων που αποτίθενται, αλλά από το είδος των εγκαταστάσεων διαθέσεως των αποβλήτων και από τον τρόπο διαχειρίσεως των εγκαταστάσεων αυτών.

36. Δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Αυστριακής Κυβερνήσεως ότι τα προς διάθεση απόβλητα δεν εμπίπτουν στα «προϊόντα», υπό την έννοια του άρθρου 90 ΕΚ, ως μη έχοντα εμπορική αξία.

37. Συγκεκριμένα, αφενός, με την απόφαση της 9ης Ιουλίου 1992, C‑2/90, Επιτροπή κατά Βελγίου, επονομαζόμενη «Déchets wallons» (Συλλογή 1992, σ. I‑4431, σκέψη 28), το Δικαστήριο έκρινε ότι τα απόβλητα, ανακυκλώσιμα ή μη, πρέπει να θεωρούνται ως προϊόντα, η μεταφορά των οποίων, σύμφωνα προς το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 28 ΕΚ), δεν πρέπει καταρχήν να εμποδίζεται.

38. Αφετέρου, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, με τις σκέψεις 25 και 26 της ίδιας αποφάσεως, ότι τα προς διάθεση απόβλητα, μολονότι δεν έχουν καμία εμπορική αξία, μπορούν ωστόσο να αποτελέσουν αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών σχετικών με τη διάθεση ή την απόρριψή τους. Εσωτερική επιβάρυνση πλήττουσα τα απόβλητα αυτά μπορεί να δυσχεράνει ή να καταστήσει επαχθέστερες τις εν λόγω εμπορικές συναλλαγές για τον επιζητούντα τη διάθεσή τους και, επομένως, ενδέχεται να συνιστά συγκεκαλυμμένο περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εν λόγω αποβλήτων, την αποτροπή του οποίου έχει ακριβώς ως στόχο το άρθρο 90 ΕΚ σε περιπτώσεις διακριτικής μεταχείρισης εισαγόμενων αποβλήτων.

39. Το επιχείρημα της Αυστριακής Κυβερνήσεως ότι επιβάρυνση όπως ο Altlastenbeitrag δεν πλήττει προϊόντα αλλά μια παροχή υπηρεσιών πρέπει επίσης να απορριφθεί.

40. Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 90 ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί διασταλτικώς ώστε να περιλάβει όλες τις φορολογικές μεθόδους που θα μπορούσαν να θίξουν, είτε άμεσα είτε έμμεσα, την ίση μεταχείριση εγχωρίων και εισαγομένων προϊόντων. Συνεπώς, η απαγόρευση που προβλέπει το άρθρο αυτό έχει εφαρμογή επί όλων των περιπτώσεων που φορολογική επιβάρυνση μπορεί να αποθαρρύνει την εισαγωγή προϊόντων προερχόμενων από άλλα κράτη μέλη προς όφελος της εθνικής παραγωγής (αποφάσεις της 16ης Φεβρουαρίου 1977, 20/76, Schöttle & Söhne, Συλλογή, τόμος 1977, σ. 77, σκέψη 13· της 3ης Μαρτίου 1988, 252/86, Bergandi, Συλλογή 1988, σ. 1343, σκέψη 25 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 7ης Δεκεμβρίου 1995, C‑45/94, Ayuntamiento de Ceuta, Συλλογή 1995, σ. I‑4385, σκέψη 29).

41. Με τις αποφάσεις Bergandi, προπαρατεθείσα, και της 15ης Μαρτίου 1989, Lambert κ.λπ., 317/86, 48/87, 49/87, 285/87, 363/87 έως 367/87, 65/88 και 78/88 έως 80/88 (Συλλογή 1989, σ. 787), το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΟΚ (το οποίο κατέστη άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΚ και, στη συνέχεια, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 90 ΕΚ) εφαρμόζεται στην περίπτωση εσωτερικών φόρων που πλήττουν τη χρήση εισαγόμενων προϊόντων όταν αυτά προορίζονται, κυρίως, για τέτοια χρήση και εισάγονται για τον σκοπό αυτό.

42. Επιβάλλεται, πάντως, η διαπίστωση ότι επιβάρυνση όπως ο Altlastenbeitrag, γενεσιουργός αιτία της οποίας είναι η μακροπρόθεσμη απόθεση αποβλήτων που προορίζονται προς διάθεση σε χώρο απόρριψης, επιβάλλεται στη μόνη εμπορική συναλλαγή, εκτός από τις σχετικές με τη διάθεσή τους, της οποίας μπορούν ακόμη να αποτελέσουν αντικείμενο τα απόβλητα αυτά, και ότι τα προερχόμενα από άλλα κράτη μέλη απόβλητα που υπόκεινται στην επ ιβάρυνση αυτή εισάγονται στο κράτος μέλος φορολογήσεως μόνον ενόψει της συναλλαγής αυτής.

43. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Schöttle & Söhne (σκέψεις 12 έως 15) και Haahr Petroleum (σκέψεις 38 και 40), επιβάρυνση που δεν επιβάλλεται επί αυτών καθαυτά των προϊόντων, αλλά επί ορισμένης δραστηριότητας μιας επιχειρήσεως σε σχέση με προϊόντα και υπολογίζεται αναλόγως, ιδίως, του βάρους των εν λόγω εμπορευμάτων, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 90 ΕΚ και, καθόσον μετακυλίεται αμέσως στο κόστος των εθνικών και των εισαγόμενων προϊόντων, πρέπει να εφαρμόζεται κατά τρόπο μη εισάγοντα δυσμενή διάκριση για τα εισαγόμενα προϊόντα.

44. Η νομολογία αυτή διαμορφώθηκε στο πλαίσιο της κυκλοφορίας εμπορευμάτων που είχαν εμπορική αξία και μπορούσαν να διατεθούν προς πώληση στο κράτος μέλος εισαγωγής, για τα οποία η μετακύλιση στο κόστος αποτελούσε το πρόσφορο κριτήριο για να εκτιμηθούν οι ενδεχόμενοι περιορισμοί στην ελευθερία της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

45. Αντιθέτως, όπως υπενθυμίστηκε με τη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως, στο μέτρο που οι μόνες εμπορικές συναλλαγές των οποίων μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο τα απόβλητα που προορίζονται προς διάθεση είναι οι σχετικές με τη διάθεση ή την απόρριψή τους σε χωματερή, το πρόσφορο κριτήριο για να εκτιμηθούν οι ενδεχόμενοι περιορισμοί στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων αυτών είναι η μετακύλιση της επιβαρύνσεως στην τιμή που καταβάλλουν οι επιχειρηματίες για την απόρριψη των αποβλήτων.

46. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, πρώτον, η διαχείριση μιας χωματερής αποτελεί, προφανώς, δραστηριότητα σχετική με τα απόβλητα που αποτίθενται σ’ αυτήν, δεύτερον, αν ο υπολογισμός του Altlastenbeitrag γίνεται ανάλογα με το είδος του εξοπλισμού της χωματερής και το είδος της διαχειρίσεώς της, από τα άρθρα 5 και 6 του ALSAG προκύπτει ότι το ύψος της επιβαρύνσεως αυτής είναι επίσης ανάλογο του βάρους και του είδους των αποτιθέμενων αποβλήτων και, τέλος, αν η εν λόγω επιβάρυνση καταβάλλεται από τον εκμεταλλευόμενο τη χωματερή, τότε αυτός έχει τη δυνατότητα να την μετακυλίσει στο κόστος της παροχής την οποία χρεώνει σε αυτόν που αποθέτει τα απόβλητα.

47. Συνεπώς, επιβάρυνση όπως ο Altlastenbeitrag συνιστά εσωτερική φορολογία που πλήττει εμμέσως τα απόβλητα που απορρίπτονται στη χωματερή, υπό την έννοια του άρθρου 90 ΕΚ.

48. Πρέπει να εξακριβωθεί, δεύτερον, αν εσωτερική φορολογία όπως ο Altlastenbeitrag ενέχει διάκριση που αντίκειται στο άρθρο 90 ΕΚ.

49. Κατά πάγια νομολογία, παράβαση του άρθρου 90, πρώτο εδάφιο, ΕΚ υφίσταται όταν ο φόρος που πλήττει το εισαγόμενο προϊόν και εκείνος που πλήττει το ομοειδές εγχώριο προϊόν υπολογίζονται κατά διαφορετικό τρόπο και σύμφωνα με διαφορετικές μεθόδους, με αποτέλεσμα, έστω και μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις, τη μεγαλύτερη φορολόγηση του εισαγομένου προϊόντος (αποφάσεις της 26ης Ιουνίου 1991, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, C‑152/89, Συλλογή 1991, σ. I‑3141, σκέψη 20· Weigel, προπαρατεθείσα, σκέψη 67, και Brzeziński, προπαρατεθείσα, σκέψη 29).

50. Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ένα σύστημα φορολογίας δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 90 ΕΚ παρά μόνον αν είναι διαρρυθμισμένο κατά τρόπο που να αποκλείει σε κάθε περίπτωση τη βαρύτερη φορολογία των εισαγομένων προϊόντων σε σχέση με τα ομοειδή εγχώρια και, επομένως, σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται αποτελέσματα εισάγοντα δυσμενή διάκριση (αποφάσεις Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, προπαρατεθείσα, σκέψεις 21 έως 25· Haahr Petroleum, προπαρατεθείσα, σκέψη 34· της 23ης Οκτωβρίου 1997, C‑375/95, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 1997, σ. I‑5981, σκέψη 29· της 17ης Ιουνίου 1998, C‑68/96, Grundig Italiana, Συλλογή 1998, σ. I‑3775, σκέψη 12, και Brzeziński, προπαρατεθείσα, σκέψη 40).

51. Προκειμένου να κριθεί αν ένα φορολογικό σύστημα συνεπάγεται ή όχι δυσμενείς διακρίσεις, πρέπει να ληφθούν υπόψη όχι μόνον οι φορολογικοί συντελεστές, αλλά και η βάση επιβολής και οι λεπτομέρειες εισπράξεως των διαφόρων φόρων (βλ. αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 1980, 55/79, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 249, σκέψη 8 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία· της 12ης Μαΐου 1992, C‑327/90, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 1992, σ. I‑3033, σκέψη 11, και Grundig Italiana, προπαρατεθείσα, σκέψη 13).

52. Εθνική διάταξη, όπως το άρθρο 3, παράγραφος 2, σημείο 1, του ALSAG, που περιορίζει το όφελος της απαλλαγής από εσωτερική φορολογία σε ορισμένα μόνον εθνικά προϊόντα, εξαιρώντας τα εισαγόμενα προϊόντα, ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα, σε κάποιες περιπτώσεις, τη μεγαλύτερη φορολόγηση του εισαγομένου προϊόντος. Μια τέτοια διάταξη αντιβαίνει επομένως, κατ’ αρχήν, στην απαγόρευση των διακρίσεων του άρθρου 90 ΕΚ (βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 1998, C‑212/96, Chevassus-Marche, Συλλογή 1998, σ. I‑743, σκέψη 26).

53. H Αυστριακή Κυβέρνηση προβάλλει ωστόσο ότι το άρθρο 90 ΕΚ δεν απαγορεύει την εν λόγω επιβάρυνση, διότι η αυστριακή ρύθμιση ουδόλως συνεπάγεται διαφορετική μεταχείριση μεταξύ παρόμοιων καταστάσεων. Στόχος του Altlastenbeitrag είναι η χρηματοδότηση για να καταστούν ασφαλείς και να εξυγιανθούν οι μολυσμένοι τόποι. Η απαλλαγή από την επιβάρυνση αυτή που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 2, σημείο l, του ALSAG επιδιώκει τον ίδιο σκοπό. Ο στόχος αυτός προϋποθέτει τον προσδιορισμό των μολυσμένων τόπων μέσω επιτόπιων ερευνών οι οποίες μπορούν να διεξαχθούν μόνο στην Αυστρία. Υφίσταται επομένως μία αντικειμενική διαφορά μεταξύ των αυστριακών τόπων, που είναι οι μόνοι που μπορούν να προσδιοριστούν, και των τόπων που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη.

54. Υφίσταται επίσης αντικειμενική διαφορά ανάλογα με το αν η εξυγίανση ενός τόπου και η διάθεση των αποβλήτων γίνονται εντός του ίδιου κράτους μέλους ή σε δύο διαφορετικά κράτη μέλη, γεγονός που αποκλείει οποιαδήποτε άνιση μεταχείριση δημιουργούσα διάκριση. Ένα κράτος μέλος δεν υποχρεούται να εξομοιώνει γεγονότα που αφορούν την επικράτεια άλλου κράτους μέλους με παρόμοια γεγονότα που αφορούν τη δική του επικράτεια, υπό την επιφύλαξη ότι δεν δημιουργούνται διακρίσεις λόγω της ιθαγένειας των επιχειρηματιών. Εν προκειμένω, η απαλλαγή του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο l, του ALSAG εφαρμόζεται βάσει ενός κριτηρίου, την εφαρμογή της εξυγίανσης ενός μολυσμένου τόπου στην Αυστρία, το οποίο είναι αντικειμενικό και δεν δημιουργεί διακρίσεις. Η απαλλαγή αυτή δεν αντιβαίνει επομένως στο άρθρο 90 ΕΚ, διότι δεν υφίσταται καμία διάκριση σχετική με προϊόντα που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη.

55. Οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να απορριφθούν.

56. Κατ’ αρχάς, μολονότι αποτελεί πάγια νομολογία ότι το κοινοτικό δίκαιο, στο σημερινό στάδιο της εξελίξεώς του, δεν περιορίζει την ελευθερία κάθε κράτους μέλους να δημιουργήσει ένα σύστημα διαφοροποιημένης φορολογίας για ορισμένα προϊόντα, ακόμη και ομοειδή υπό την έννοια του άρθρου 90, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, ωστόσο, τέτοιες διαφοροποιήσεις είναι συμβατές με το κοινοτικό δίκαιο μόνον αν έχουν σκοπούς που και αυτοί είναι συμβατοί με τις επιταγές της Συνθήκης και του παραγώγου δικαίου και αν ο τρόπος εφαρμογής τους είναι τέτοιος ώστε να αποφεύγεται κάθε μορφή άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως εις βάρος των εισαγωγών με προέλευση άλλα κράτη μέλη ή κάθε μορφή προστασίας μιας ανταγωνίστριας εγχώριας παραγωγής (απόφαση Outokumpu, προπαρατεθείσα, σκέψη 30, και της 5ης Οκτωβρίου 2006, C‑290/05 και C‑333/05, Nádasdi και Németh, Συλλογή 2006, σ. I‑10115, σκέψη 51).

57. Πάντως, όπως υπογραμμίσθηκε με τη σκέψη 52 της παρούσας αποφάσεως, εθνική διάταξη, όπως το άρθρο 3, παράγραφος 2, σημείο 1, του ALSAG, ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα, σε ορισμένες περιπτώσεις, τη μεγαλύτερη φορολόγηση του εισαγομένου προϊόντος. Επίσης, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο στόχος της εξυγίανσης των εθνικών τόπων που έχουν μολυνθεί από απόβλητα συνάδει με τις επιταγές της Συνθήκης και του παραγώγου δικαίου, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να είναι συμβατή με το άρθρο 90 ΕΚ.

58. Στη συνέχεια, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Αυστριακή Κυβέρνηση αμφισβητεί με τα επιχειρήματά της ότι τα απόβλητα που εισάγονται από άλλα κράτη μέλη και τα απόβλητα που παράγονται στην Αυστρία είναι ομοειδή, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει και πάλι να απορριφθούν.

59. Αφενός, πέραν της γεωγραφικής τους προελεύσεως, τα απόβλητα που προορίζονται προς απόρριψη μέσω της μακροπρόθεσμης απόθεσής τους σε χωματερή είναι προφανώς ομοειδή προϊόντα. Πρέπει, ιδιαιτέρως, να υπογραμμιστεί ότι η απαλλαγή από την επιβάρυνση του άρθρου 3, παράγραφος 2, σημείο 1, του ALSAG ουδόλως διακρίνει μεταξύ επικινδυνότητας ή άλλων χαρακτηριστικών των προς απόθεση αποβλήτων.

60. Αφετέρου, πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση στο ερώτημα αν η διαφορετική προέλευση των εθνικών και των εισαγόμενων από άλλα κράτη μέλη αποβλήτων αρκεί για να αποκλειστεί το ότι αποτελούν ομοειδή προϊόντα υπό την έννοια του άρθρου 90, πρώτο εδάφιο, ΕΚ.

61. Βεβαίως, με τις σκέψεις 34 και 35 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Déchets wallons, το Δικαστήριο διαπίστωσε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των αποβλήτων, που συνίσταται στο γεγονός ότι, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αποφυγής βλαβών σε βάρος του περιβάλλοντος, με ενέργειες επιδιώκουσες κατά προτεραιότητα την αντιμετώπιση του σχετικού προβλήματος στη βάση του, η οποία αντιστοιχεί στις αρχές της αυτάρκειας και της γειτνιάσεως, τα απόβλητα πρέπει να απορρίπτονται σε τόπο όσο το δυνατό πλησιέστερο προς τον τόπο της παραγωγής τους, ώστε να περιορίζεται κατά το δυνατό η μεταφορά τους. Το Δικαστήριο κατέληξε, με τη σκέψη 36 της ίδιας αποφάσεως, ότι, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών μεταξύ των παραγομένων σε κάθε τόπο αποβλήτων και της σχέσεως που έχουν προς τον τόπο παραγωγής τους, εθνική ρύθμιση που μεταχειρίζεται διαφορετικά τα παραγόμενα επί εθνικού εδάφους απόβλητα από τα απόβλητα που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη δεν εισάγει διακρίσεις.

62. Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή αφορά αποκλειστικά τα μη επικίνδυνα απόβλητα που δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 84/631/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 6ης Δεκεμβρίου 1984, για την επιτήρηση και τον έλεγχο εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας των διασυνοριακών μεταφορών επικίνδυνων αποβλήτων (ΕΕ L 326, σ. 31).

63. Κατόπιν της προπαρατεθείσας αποφάσεως Déchets wallons, ο κοινοτικός νομοθέτης εξέδωσε τον κανονισμό 259/93, ο οποίος κατάργησε και αντικατέστησε την οδηγία 84/631, επεκτείνοντας το εφαρμοστέο καθεστώς στο σύνολο των αποβλήτων, επικίνδυνων και μη, εκτός από ορισμένα ιδιαίτερα είδη αποβλήτων που απαριθμούνται περιοριστικά στο άρθρο 1 του κανονισμού αυτού.

64. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι προϋποθέσεις και οι διαδικασίες που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό 259/93 για τις μεταφορές αποβλήτων μεταξύ κρατών μελών αποσκοπούν στην εξασφάλιση της προστασίας του περιβάλλοντος, λαμβανομένων υπόψη ορισμένων στόχων που ανάγονται στην πολιτική περιβάλλοντος, όπως είναι οι αρχές της εγγύτητας, της προτεραιότητας της αξιοποιήσεως και της αυτάρκειας σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο (αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 1994, C-187/93, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. Ι-2857, σκέψεις 22 και 23, και της 13ης Δεκεμβρίου 2001, C‑324/99, DaimlerChrysler, Συλλογή 2001, σ. I‑9897, σκέψη 41).

65. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι ο κανονισμός 259/93 ρυθμίζει κατά τρόπο εναρμονισμένο σε κοινοτικό επίπεδο το ζήτημα της μεταφοράς αποβλήτων, ώστε να εξασφαλίζεται η προστασία του περιβάλλοντος (προπαρατεθείσα απόφαση DaimlerChrysler, σκέψη 42).

66. Το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού προβλέπει μεταξύ άλλων, στα στοιχεία α΄, i, και β΄, i, ότι οι αρχές του κράτους μέλους προορισμού μπορούν να λαμβάνουν μέτρα για τη γενική ή μερική απαγόρευση των μεταφορών αποβλήτων ή να προβάλουν συστηματικά αντιρρήσεις για τις εν λόγω μεταφορές και να προβάλλουν αιτιολογημένες αντιρρήσεις για τις σχεδιαζόμενες μεταφορές, προκειμένου να εφαρμόζονται οι αρχές της εγγύτητας, της προτεραιότητας αξιοποίησης και της αυτάρκειας σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο.

67. Κατά συνέπεια, εφόσον ένα κράτος μέλος δεν έχει λάβει μέτρα για τη γενική ή μερική απαγόρευση ή την προβολή συστηματικά αντιρρήσεων, όπως αυτά που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, i, του κανονισμού 259/93, και δεν προέβαλε αιτιολογημένες αντιρρήσεις κατά συγκεκριμένης μεταφοράς αποβλήτων, όπως προβλέπει το στοιχείο β΄, i, της ίδιας παραγράφου, δεν μπορεί να επιβάλει απαγορεύσεις ή περιορισμούς της ελεύθερης κυκλοφορίας εντός της επικράτειάς του των μεταφερόμενων αποβλήτων βάσει των αρχών της εγγύτητας και της αυτάρκειας σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο (βλ. συναφώς, ως προς την οδηγία 84/631, προπαρατεθείσα απόφαση Déchets wallons, σκέψεις 20 και 21).

68. Τούτο συμβαίνει όταν, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι αρχές ενός κράτους μέλους επιτρέπουν, σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 5 του κανονισμού 259/93, τη μεταφορά από το έδαφός τους αποβλήτων προερχόμενων από άλλο κράτος μέλος.

69. Εξάλλου, οι σκέψεις 34 έως 36 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Déchets wallons δεν αφορούσαν την εξέταση ενός φορολογικού μέτρου υπό το πρίσμα του άρθρου 95 της Συνθήκης ΕΟΚ, αλλά εντάσσονταν σε μια συλλογιστική σχετική με τη δυνατότητα δικαιολογήσεως ενός εθνικού μέτρου που συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των αποβλήτων υπό την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ (το οποίο κατέστη άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΚ και, στη συνέχεια, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 28 ΕΚ) για λόγους επιτακτικής ανάγκης προστασίας του περιβάλλοντος (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Déchets wallons, σκέψεις 29 έως 34).

70. Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό που προβάλλει η Αυστριακή Κυβέρνηση ότι είναι πρακτικώς αδύνατο να προσδιορίσει μολυσμένους ή πιθανώς μολυσμένους τόπους στο έδαφος άλλων κρατών μελών, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να υπογραμμίσει ότι δυσχέρειες πρακτικής φύσεως δεν μπορούν να δικαιολογούν τη θέσπιση εσωτερικών επιβαρύνσεων που εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις έναντι προϊόντων προερχομένων από άλλα κράτη μέλη (προπαρατεθείσες αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 1997, Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 47, και Outokumpu, σκέψη 38).

71. Μολονότι αληθεύει ότι μπορεί να είναι εξαιρετικά δυσχερές για τις αυστριακές αρχές να βεβαιωθούν ότι οι τόποι που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέ λη, απ’ όπου προέρχονται τα εισαγόμενα στην Αυστρία απόβλητα, ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις που προβλέπει η επίμαχη στην κύρια δίκη αυστριακή νομοθεσία ώστε να μπορούν να χαρακτηριστούν ως μολυσμένοι ή πιθανώς μολυσμένοι τόποι, πρέπει να τονιστεί ότι η εν λόγω νομοθεσία δεν προβλέπει ούτε καν τη δυνατότητα, για τον εισαγωγέα, να προσκομίσει αποδείξεις ώστε να τύχει της απαλλαγής που ισχύει για τα απόβλητα που προέρχονται από μολυσμένους ή πιθανώς μολυσμένους τόπους της Αυστρίας (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Outokumpu, σκέψη 39).

72. Επιπλέον, ακόμα και αν το άρθρο 95 ΕΚ δεν υποχρεώνει, καταρχήν, τα κράτη μέλη να καταργήσουν τις αντικειμενικά δικαιολογημένες διαφορές τις οποίες επιβάλλει η εσωτερική νομοθεσία μεταξύ των εθνικών φόρων που πλήττουν τα εγχώρια προϊόντα, τούτο δεν ισχύει όταν η κατάργηση αυτή είναι ο μόνος τρόπος για την αποφυγή άμεσων ή έμμεσων διακρίσεων σε βάρος των εισαγόμενων προϊόντων (αποφάσεις της 8ης Ιανουαρίου 1980, 21/79, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 1, σκέψη 16, και Outokumpu, προπαρατεθείσα, σκέψη 40).

73. Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 90, πρώτο εδάφιο, ΕΚ απαγορεύει εθνική φορολογική διάταξη, όπως το άρθρο 3, παράγραφος 2, σημείο 1, του ALSAG, η οποία απαλλάσσει από την επιβάρυνση που πλήττει τη μακροπρόθεσμη απόθεση αποβλήτων σε εθνικές χωματερές τις αποθέσεις αποβλήτων που προέρχονται από τις ενέργειες για να αποκατασταθούν και να καταστούν ασφαλείς μολυσμένοι ή πιθανώς μολυσμένοι τόποι που βρίσκονται μόνο στην ημεδαπή, αλλά εξαιρεί από την απαλλαγή τις αποθέσεις αποβλήτων που προέρχονται από τις ενέργειες για να αποκατασταθούν και να καταστούν ασφαλείς τόποι που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη.

Ως προς την ερμηνεία των άρθρων 10 ΕΚ, 12 ΕΚ και 49 ΕΚ

74. Κατόπιν της απαντήσεως του Δικαστηρίου στο πρώτο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος, παρέλκει η ερμηνεία των άρθρων 10 ΕΚ, 12 ΕΚ και 49 ΕΚ.

Επί των δικαστικών εξόδων

75. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Διατακτικό

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 90, πρώτο εδάφιο, ΕΚ απαγορεύει εθνική φορολογική διάταξη, όπως το άρθρο 3, παράγραφος 2, σημείο 1, του νόμου περί αποκατάστασης των μολυσμένων χώρων απόρριψης αποβλήτων (Altlastensanierungsgesetz), της 7ης Ιουνίου 1989, η οποία απαλλάσσει από την επιβάρυνση που πλήττει τη μακροπρόθεσμη απόθεση αποβλήτων σε εθνικές χωματερές τις αποθέσεις αποβλήτων που προέρχονται από τις ενέργειες για να αποκατασταθούν και να καταστούν ασφαλείς μολυσμένοι ή πιθανώς μολυσμένοι τόποι που βρίσκονται μόνο στην ημεδαπή, αλλά εξαιρεί από την απαλλαγή τις αποθέσεις αποβλήτων που προέρχονται από τις ενέργειες για να αποκατασταθούν και να καταστούν ασφαλείς τόποι που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη.