ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 1ης Απριλίου 2008 ( *1 )

«Σύστημα ασφαλίσεως περιθάλψεως το οποίο θεσπίσθηκε από μια ομόσπονδη οντότητα κράτους μέλους — Αποκλεισμός των προσώπων τα οποία κατοικούν σε τμήμα της εθνικής επικράτειας διαφορετικό από αυτό που υπάγεται στην αρμοδιότητα της εν λόγω ομόσπονδης οντότητας — Άρθρα 18 ΕΚ, 39 ΕΚ και 43 ΕΚ — Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71»

Στην υπόθεση C-212/06,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, την οποία υπέβαλε το Cour d’arbitrage, νυν Cour constitutionnelle (Βέλγιο) με απόφαση της 19ης Απριλίου 2006, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Μαΐου 2006, στο πλαίσιο της δίκης

Gouvernement de la Communauté française,

Gouvernement wallon

κατά

Gouvernement flamand,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans, A. Rosas, K. Lenaerts, A. Tizzano (εισηγητή), Γ. Αρέστη, προέδρους τμήματος, A. Borg Barthet, M. Ilešič, J. Malenovský και J. Klučka, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: M.-A. Gaudissart, προϊστάμενος διοικητικής μονάδας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Μαρτίου 2007,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Κυβέρνηση της Γαλλικής Κοινότητας, εκπροσωπούμενη από τους J. Sambon και P. Reyniers, δικηγόρους,

η Κυβέρνηση της Βαλλονίας, εκπροσωπούμενη από τους M. Uyttendaele, J.-M. Bricmont και J. Sautois, δικηγόρους,

η Φλαμανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους B. Staelens και H. Gilliams, advocaten,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την H. G. Sevenster και τον P. van Ginneken,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους V. Kreuschitz και J.-P. Keppenne,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Ιουνίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 18 ΕΚ, 39 ΕΚ και 43 ΕΚ, καθώς και του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1), όπως ο τελευταίος τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 307/1999 του Συμβουλίου, της 8ης Φεβρουαρίου 1999 (ΕΕ L 38, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1408/71).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ ορισμένων ομόσπονδων οντοτήτων του Βασιλείου του Βελγίου. Στη διαφορά αυτή αντίδικοι είναι, αφενός, η Κυβέρνηση της Γαλλικής Κοινότητας και η Κυβέρνηση της Βαλλονίας και, αφετέρου, η Φλαμανδική Κυβέρνηση, αντικείμενο δε της διαφοράς είναι οι προϋποθέσεις υπαγωγής στο σύστημα ασφαλίσεως περιθάλψεως που θέσπισε η Φλαμανδική Κοινότητα υπέρ των προσώπων τα οποία έχουν περιορισμένη αυτονομία λόγω σοβαρής και παρατεταμένης αναπηρίας.

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική νομοθεσία

3

Το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, αυτού, το οποίο έχει ως εξής:

«Ο παρών κανονισμός ισχύει για μισθωτούς ή μη μισθωτούς και για σπουδαστές, που υπάγονται ή υπήχθησαν στη νομοθεσία ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη και είναι υπήκοοι ενός από τα κράτη μέλη ή απάτριδες ή πρόσφυγες που κατοικούν στο έδαφος ενός κράτους μέλους, καθώς και για τα μέλη της οικογένειάς τους και για τους επιζώντες τους.»

4

Το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού ορίζεται στο άρθρο 4 αυτού ως εξής:

«1.   Ο παρών κανονισμός ισχύει για όλες τις νομοθεσίες που αφορούν τους ακόλουθους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως:

α)

παροχές ασθενείας και μητρότητος·

[…]

2.   Ο παρών κανονισμός ισχύει για τα γενικά και ειδικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, με ή χωρίς συνεισφορά, καθώς και για συστήματα σχετικά με τις υποχρεώσεις του εργοδότου ή του πλοιοκτήτου εν σχέσει προς τις παροχές που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

[…]

2β.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στις διατάξεις της νομοθεσίας κράτους μέλους σχετικά με τις ειδικές παροχές χωρίς συνεισφορά, που αναφέρονται στο τμήμα III του παραρτήματος II, των οποίων η εφαρμογή περιορίζεται σε ένα μέρος του εδάφους του.

[…]»

5

Το άρθρο 3 του κανονισμού 1408/71, που τιτλοφορείται «Ισότης μεταχειρίσεως», ορίζει:

«1.   Τα πρόσωπα που κατοικούν στο έδαφος ενός από τα κράτη μέλη και για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού, υπόκεινται στις υποχρεώσεις και απολαύουν των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του, υπό την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού.»

6

Τέλος, το άρθρο 13 του εν λόγω κανονισμού προσδιορίζει την εφαρμοστέα επί των διακινουμένων εργαζομένων νομοθεσία στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως. Η διάταξη αυτή έχει ως εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 14γ και 14στ, τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών κανονισμός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνου κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.

2.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 14 έως 17:

α)

το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή αν η επιχείρηση ή ο εργοδότης που το απασχολεί έχει την έδρα της ή την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους·

β)

το πρόσωπο που ασκεί μη μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους·

[…]»

Η εθνική νομοθεσία

7

Με το διάταγμα του Φλαμανδικού Κοινοβουλίου περί οργανώσεως της ασφαλίσεως περιθάλψεως (Decreet houdende de organisatie van de zorgverzekering), της 30ής Μαρτίου 1999 (Moniteur belge της 28ης Μαΐου 1999, σ. 19149, στο εξής: διάταγμα της 30ής Μαρτίου 1999), η Φλαμανδική Κοινότητα θέσπισε ένα σύστημα ασφαλίσεως περιθάλψεως προς βελτίωση της καταστάσεως της υγείας και των συνθηκών διαβίωσης των προσώπων τα οποία έχουν περιορισμένη αυτονομία λόγω σοβαρής και παρατεταμένης αναπηρίας. Το σύστημα αυτό γεννά, υπό ορισμένες προϋποθέσεις και μέχρι ενός ανωτάτου ποσού, δικαίωμα αναλήψεως, από ένα ταμείο ασφαλίσεως, ορισμένων δαπανών που προκαλούνται λόγω της καταστάσεως της υγείας των μη αυτοεξυπηρετουμένων ατόμων, όπως είναι οι δαπάνες για την παροχή κατ’ οίκον βοηθείας ή για την αγορά εξοπλισμού και προϊόντων αναγκαίων στον ασφαλισμένο.

8

Το διάταγμα της 30ής Μαρτίου 1999 τροποποιήθηκε επανειλημμένως, ιδίως προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι αντιρρήσεις που διατύπωσε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και οι οποίες έδωσαν λαβή για την κίνηση, το 2002, διαδικασίας λόγω παραβάσεως κράτους μέλους. Η Επιτροπή έθετε, κατ’ ουσίαν, υπό αμφισβήτηση τη συμβατότητα της προϋποθέσεως κατοικίας στην ολλανδόφωνη περιφέρεια ή στη δίγλωσση μητροπολιτική περιφέρεια των Βρυξελλών προς τον κανονισμό 1408/71, από την οποία εξαρτώνταν, σύμφωνα με την αρχική διατύπωση του εν λόγω διατάγματος, η υπαγωγή στο ως άνω σύστημα ασφαλίσεως περιθάλψεως και η χορήγηση των παροχών που αυτό προέβλεπε.

9

Κατά συνέπεια, το κριτήριο της κατοικίας σε συγκεκριμένη περιφέρεια προσαρμόσθηκε με το διάταγμα του Φλαμανδικού Κοινοβουλίου που τροποποίησε το διάταγμα της 30ής Μαρτίου 1999 περί οργανώσεως της ασφαλίσεως περιθάλψεως (Decreet van de Vlaamse Gemeenschap houdende wijziging van het decreet van 30 maart 1999 houdende de organisatie van de zorgverzekering), της 30ής Απριλίου 2004 (Moniteur Belge της 9ης Ιουνίου 2004, σ. 43593, στο εξής: διάταγμα της 30ής Απριλίου 2004). Με το διάταγμα αυτό, το οποίο έχει αναδρομική ισχύ από 1ης Οκτωβρίου 2001, επεκτάθηκε κυρίως το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του συστήματος ασφαλίσεως περιθάλψεως και στα πρόσωπα τα οποία εργάζονται στη γεωγραφική περιοχή των εν λόγω περιφερειών και κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, πλην του Βασιλείου του Βελγίου. Το ως άνω διάταγμα απέκλεισε, επίσης, από το εν λόγω πεδίο εφαρμογής τα πρόσωπα που κατοικούν στις περιφέρειες αυτές, αλλά υπάγονται στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως άλλου κράτους μέλους. Κατόπιν της θεσπίσεως των τροποποιήσεων αυτών, η Επιτροπή αποφάσισε, στις 4 Απριλίου 2006, να θέσει στο αρχείο τη λόγω παραβάσεως κράτους μέλους επίμαχη διαδικασία.

10

Το άρθρο 4 του διατάγματος της 30ής Μαρτίου 1999, όπως τροποποιήθηκε με το διάταγμα της 30ής Απριλίου 2004, ορίζει ως εξής τις κατηγορίες των προσώπων που υπάγονται σε υποχρεωτική ή προαιρετική ασφάλιση στο σύστημα ασφαλίσεως περιθάλψεως:

«§1.   Κάθε πρόσωπο το οποίο έχει την κατοικία του στην ολλανδόφωνη περιφέρεια ασφαλίζεται υποχρεωτικώς σε ταμείο ασφαλίσεως περιθάλψεως αναγνωρισμένο από το παρόν διάταγμα.

[…]

§2.   Κάθε πρόσωπο το οποίο έχει την κατοικία του στη δίγλωσση μητροπολιτική περιφέρεια των Βρυξελλών ασφαλίζεται προαιρετικώς σε ταμείο ασφαλίσεως περιθάλψεως αναγνωρισμένο από το παρόν διάταγμα.

§ 2α.   Δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος διατάγματος τα αναφερόμενα στις παραγράφους 1 και 2 πρόσωπα τα οποία υπάγονται ως άμεσα ασφαλισμένοι στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ή άλλου κράτους το οποίο είναι συμβαλλόμενο μέρος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου βάσει των κανόνων υπαγωγής που προβλέπει ο κανονισμός […] 1408/71.

§ 2β.   Κάθε πρόσωπο το οποίο δεν κατοικεί στο Βέλγιο και υπάγεται ως άμεσα ασφαλισμένος λόγω της απασχολήσεώς του στην ολλανδόφωνη περιφέρεια στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του Βελγίου βάσει των κανόνων υπαγωγής που προβλέπει ο κανονισμός […] 1408/71 ασφαλίζεται υποχρεωτικώς σε ταμείο ασφαλίσεως περιθάλψεως αναγνωρισμένο από το παρόν διάταγμα. Οι διατάξεις του παρόντος διατάγματος οι οποίες αφορούν τα πρόσωπα της παραγράφου 1 εφαρμόζονται αναλογικώς.

Κάθε πρόσωπο το οποίο δεν κατοικεί στο Βέλγιο και υπάγεται ως άμεσα ασφαλισμένος λόγω της απασχολήσεώς του στη δίγλωσση μητροπολιτική περιφέρεια των Βρυξελλών στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του Βελγίου βάσει των κανόνων υπαγωγής που προβλέπει ο κανονισμός […] 1408/71 ασφαλίζεται προαιρετικώς σε ταμείο ασφαλίσεως περιθάλψεως αναγνωρισμένο από το παρόν διάταγμα. Οι διατάξεις του παρόντος διατάγματος οι οποίες αφορούν τα πρόσωπα της παραγράφου 2 εφαρμόζονται αναλογικώς.»

11

Το άρθρο 5 του διατάγματος της 30ής Μαρτίου 1999, όπως τροποποιήθηκε για τελευταία φορά με το διάταγμα του Φλαμανδικού Κοινοβουλίου σχετικά με την τροποποίηση του διατάγματος της 30ής Μαρτίου 1999 περί οργανώσεως της ασφαλίσεως περιθάλψεως (Decreet van de Vlaamse Gemeenschap houdende wijziging van het decreet van 30 maart 1999 houdende de organisatie van de zorgverzekering), της25ης Νοεμβρίου 2005 (Moniteur belge της 12ης Ιανουαρίου 2006, σ. 2153), το οποίο έχει, επίσης, αναδρομική ισχύ από 1ης Οκτωβρίου 2001, καθορίζει τις προϋποθέσεις αναλήψεως των δαπανών από το σύστημα ασφαλίσεως περιθάλψεως ως ακολούθως:

«Ο χρήστης πρέπει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις για να μπορεί να απαιτήσει την εκ μέρους του ταμείου ασφαλίσεως περιθάλψεως ανάληψη των δαπανών για την παροχή μη ιατρικής βοήθειας και μη ιατρικών υπηρεσιών:

[…]

3

κατά το χρονικό σημείο της αναλήψεως των δαπανών, οφείλει να έχει τη νόμιμη κατοικία του σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ή σε κράτος το οποίο είναι συμβαλλόμενο μέρος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου∙

[…]

5

επί πέντε τουλάχιστον έτη πριν από την αίτηση αναλήψεως των δαπανών, πρέπει να κατοικεί αδιαλείπτως είτε στην ολλανδόφωνη περιφέρεια είτε στη δίγλωσση μητροπολιτική περιφέρεια των Βρυξελλών είτε, ως πρόσωπο που καλύπτεται από ένα σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ή σε κράτος το οποίο είναι συμβαλλόμενο μέρος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου∙

[…]»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12

Η υπό κρίση υπόθεση ανεφύη από την τρίτη προσφυγή περί ακυρώσεως του διατάγματος της 30ής Μαρτίου 1999, την οποία άσκησαν οι προσφεύγουσες στην κύρια δίκη κυβερνήσεις, λαμβανομένου υπόψη ότι οι δύο πρώτες προσφυγές απορρίφθηκαν, αντιστοίχως, εν μέρει και εν όλω από το Cour d’arbitrage. Στο πλαίσιο των προγενεστέρων αυτών υποθέσεων, το Cour d’arbitrage διευκρίνισε ιδίως, με την απόφασή του 33/2001, της 13ης Μαρτίου 2001, ότι το θεσπισθέν με το εν λόγω διάταγμα σύστημα ασφαλίσεως περιθάλψεως υπαγόταν στον τομέα της «βοήθειας προς τα πρόσωπα», ο οποίος εμπίπτει στις αρμοδιότητες των αυτόνομων οργανισμών αυτοδιοικήσεως, δυνάμει του άρθρου 128, παράγραφος 1, του βελγικού Συντάγματος, και, κατά συνέπεια, η θέσπιση του εν λόγω συστήματος ασφαλίσεως περιθάλψεως δεν σφετερίσθηκε τις αποκλειστικές αρμοδιότητες του ομοσπονδιακού κράτους στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως.

13

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά, ακριβέστερα, το άρθρο 4 του διατάγματος της 30ής Μαρτίου 1999, όπως τροποποιήθηκε με το διάταγμα της 30ής Απριλίου 2004 (στο εξής: τροποποιημένο διάταγμα της 30ής Μαρτίου 1999). Με τις προσφυγές που άσκησαν στις 10 Δεκεμβρίου 2004 ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, οι προσφεύγουσες κυβερνήσεις επικαλέσθηκαν, μεταξύ άλλων, παράβαση του κανονισμού 1408/71 και διαφόρων διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ, υποστηρίζοντας ότι ο αποκλεισμός από το εν λόγω σύστημα των προσώπων τα οποία, καίτοι εργάζονται στην ολλανδόφωνη περιφέρεια ή στη δίγλωσση μητροπολιτική περιφέρεια των Βρυξελλών, κατοικούν εντός της εθνικής επικράτειας, αλλά εκτός της γεωγραφικής περιοχής, συνιστά περιοριστικό μέτρο το οποίο εμποδίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων.

14

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Cour d’arbitrage αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Εμπίπτει ένα σύστημα ασφαλίσεως περιθάλψεως το οποίο:

α)

θεσπίζεται από αυτόνομο οργανισμό αυτοδιοικήσεως ομοσπονδιακού κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

β)

είναι εφαρμοστέο στα πρόσωπα τα οποία κατοικούν στο τμήμα του ομοσπονδιακού κράτους για το οποίο είναι αρμόδιος ο εν λόγω αυτόνομος οργανισμός αυτοδιοικήσεως,

γ)

γεννά δικαίωμα καλύψεως από το σύστημα αυτό των δαπανών για παροχές μη ιατρικής βοήθειας και υπηρεσιών στις οποίες υποβάλλονται οι ασφαλισμένοι στο εν λόγω σύστημα οι οποίοι πάσχουν από παρατεταμένη και σοβαρή περιορισμένη αυτονομία, υπό μορφή εφάπαξ συμμετοχής στο σχετικό κόστος και

δ)

χρηματοδοτείται, αφενός, από τις ετήσιες εισφορές των ασφαλισμένων και, αφετέρου, από κονδύλιο που βαρύνει τον προϋπολογισμό δαπανών του αντίστοιχου αυτόνομου οργανισμού αυτοδιοικήσεως,

στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού […] 1408/71 […], σύμφωνα με το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει να ερμηνευθεί ο προαναφερθείς κανονισμός, και ιδίως τα άρθρα 2, 3 και 13 και, στο μέτρο που τυγχάνουν εφαρμογής, τα άρθρα 18, 19, 20, 25 και 28, υπό την έννοια ότι οι διατάξεις του απαγορεύουν τη θέσπιση από αυτόνομο οργανισμό αυτοδιοικήσεως ομοσπονδιακού κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας διατάξεων οι οποίες, στο πλαίσιο της ασκήσεως των αρμοδιοτήτων του εν λόγω οργανισμού, περιορίζουν την υπαγωγή στην ασφάλιση και το ευεργέτημα ενός συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού στα πρόσωπα τα οποία κατοικούν στη γεωγραφική περιοχή αρμοδιότητας του εν λόγω αυτόνομου οργανισμού αυτοδιοικήσεως και, όσον αφορά τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, στα πρόσωπα τα οποία απασχολούνται στην εν λόγω γεωγραφική περιοχή και κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, εξαιρουμένων των προσώπων, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, τα οποία κατοικούν σε τμήμα του ομοσπονδιακού κράτους το οποίο υπάγεται στην αρμοδιότητα άλλου αυτόνομου οργανισμού αυτοδιοικήσεως;

3)

Πρέπει τα άρθρα 18, 39 και 43 της Συνθήκης ΕΚ να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν τη θέσπιση από αυτόνομο οργανισμό αυτοδιοικήσεως ομοσπονδιακού κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας διατάξεων οι οποίες, στο πλαίσιο της ασκήσεως των αρμοδιοτήτων του εν λόγω οργανισμού, περιορίζουν την υπαγωγή στην ασφάλιση και το ευεργέτημα ενός συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως κατά την έννοια του προαναφερθέντος κανονισμού στα πρόσωπα τα οποία κατοικούν στη γεωγραφική περιοχή αρμοδιότητας του εν λόγω αυτόνομου οργανισμού αυτοδιοικήσεως και, όσον αφορά τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, στα πρόσωπα τα οποία απασχολούνται στην εν λόγω γεωγραφική περιοχή και κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, εξαιρουμένων των προσώπων, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, τα οποία κατοικούν σε τμήμα του ομοσπονδιακού κράτους το οποίο υπάγεται στην αρμοδιότητα άλλου αυτόνομου οργανισμού αυτοδιοικήσεως;

4)

Πρέπει τα άρθρα 18, 39 και 43 της Συνθήκης ΕΚ να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν τον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής ενός τέτοιου συστήματος στα πρόσωπα τα οποία έχουν την κατοικία τους εντός της γεωγραφικής περιοχής των ομόσπονδων οντοτήτων ομοσπονδιακού κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στις οποίες ισχύει το εν λόγω σύστημα;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

15

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν παροχές χορηγούμενες βάσει ενός συστήματος όπως αυτό της ασφαλίσεως περιθάλψεως το οποίο θεσπίσθηκε με το διάταγμα της 30ής Μαρτίου 1999 εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71.

16

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ως άνω ερώτημα, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η διάκριση μεταξύ των παροχών που αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 και αυτών που εμπίπτουν στο πεδίο αυτό έγκειται κατ’ ουσίαν στα συστατικά κάθε παροχής στοιχεία, ιδίως στον σκοπό και στις προϋποθέσεις χορηγήσεώς της, και όχι στο εάν μια παροχή χαρακτηρίζεται ή όχι από την εθνική νομοθεσία ως παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 1985, 249/83, Hoeckx, Συλλογή 1985, σ. 973, σκέψη 11, της 10ης Μαρτίου 1993, C-111/91, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, Συλλογή 1993, σ. I-817, σκέψη 28, και της 18ης Ιανουαρίου 2007, C-332/05, Celozzi, Συλλογή 2007, σ I-563, σκέψη 16).

17

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι μια παροχή μπορεί να θεωρηθεί παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως, πρώτον, εφόσον χορηγείται στους δικαιούχους σε νομοθετικώς προβλεπόμενες περιπτώσεις, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε κατά περίπτωση εκτιμήσεως συναρτώμενης με προσωπικές ανάγκες, και, δεύτερον, εφόσον η παροχή αυτή έχει σχέση με κάποιον από τους ρητώς απαριθμουμένους στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 κινδύνους (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσες αποφάσεις Hoeckx, σκέψεις 12 έως 14, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, σκέψη 29, και Celozzi, σκέψη 17).

18

Στην υπόθεση της κύριας δίκης, όπως προκύπτει από το σύνολο των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν αμφισβητείται ότι ένα σύστημα όπως αυτό της ασφαλίσεως περιθάλψεως το οποίο θεσπίσθηκε με το διάταγμα της 30ής Μαρτίου 1999 πληροί τις ως άνω προϋποθέσεις.

19

Συγκεκριμένα, αφενός, από τις διατάξεις του εν λόγω διατάγματος προκύπτει ότι ένα τέτοιο σύστημα γεννά δικαίωμα, αντικειμενικώς και βάσει καταστάσεως προσδιοριζομένης νομοθετικώς, αναλήψεως από ένα ταμείο ασφαλίσεως περιθάλψεως των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε για παροχές μη ιατρικής βοήθειας και μη ιατρικών υπηρεσιών κάθε πρόσωπο το οποίο έχει περιορισμένη αυτονομία λόγω σοβαρής και παρατεταμένης αναπηρίας.

20

Αφετέρου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι παροχές που αποσκοπούν στη βελτίωση της καταστάσεως της υγείας και της ζωής των μη αυτοεξυπηρετουμένων ατόμων, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης παροχές, έχουν κατ’ ουσίαν ως αντικείμενο τη συμπλήρωση των παροχών ασφαλίσεως ασθενείας και πρέπει, ως εκ τούτου, να θεωρούνται ως «παροχές ασθενείας» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1408/71 (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 1998, C-160/96, Molenaar, Συλλογή 1998, σ. I-843, σκέψεις 22 έως 24, της 8ης Μαρτίου 2001, C-215/99, Jauch, Συλλογή 2001, σ. I-1901, σκέψη 28, και της 21ης Φεβρουαρίου 2006, C-286/03, Hosse, Συλλογή 2006, σ. I-1771, σκέψη 38).

21

Εξάλλου, όπως επισημαίνει η Κυβέρνηση της Βαλλονίας, η ασφάλιση περιθάλψεως δεν μπορεί να αποκλεισθεί από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2β, αυτού, που αφορά ορισμένα είδη παροχών μη βασιζομένων στην καταβολή εισφορών εφόσον οι εν λόγω παροχές διέπονται από διατάξεις του εθνικού δικαίου που τυγχάνουν εφαρμογής σε τμήμα μόνον του εδάφους κράτους μέλους.

22

Συγκεκριμένα, σε αντίθεση προς τα όσα επιτάσσει η προβλεπόμενη στο εν λόγω άρθρο 4, παράγραφος 2β, παρέκκλιση, το επίμαχο στην κύρια δίκη σύστημα ασφαλίσεως περιθάλψεως βασίζεται στην καταβολή εισφορών, εφόσον χρηματοδοτείται, τουλάχιστον εν μέρει, από εισφορές τις οποίες καταβάλλουν οι ασφαλισμένοι και δεν μνημονεύεται στο τμήμα III του παραρτήματος II του κανονισμού 1408/71.

23

Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι παροχές χορηγούμενες βάσει συστήματος όπως αυτό της ασφαλίσεως περιθάλψεως το οποίο θεσπίσθηκε με το τροποποιημένο διάταγμα της 30ής Μαρτίου 1999 εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71.

Επί του δευτέρου και του τρίτου ερωτήματος

24

Με τα δύο αυτά ερωτήματα, που πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν τα άρθρα 18 ΕΚ, 39 ΕΚ και 43 ΕΚ ή ο κανονισμός 1408/71 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν ρύθμιση μιας ομόσπονδης οντότητας κράτους μέλους περιορίζουσα, αφενός, την υπαγωγή σε σύστημα όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη σύστημα ασφαλίσεως περιθάλψεως και, αφετέρου, το ευεργέτημα των προβλεπομένων από το σύστημα αυτό παροχών στα πρόσωπα τα οποία κατοικούν στη γεωγραφική περιοχή που υπάγεται στην αρμοδιότητα της εν λόγω ομόσπονδης οντότητας, καθώς και στα πρόσωπα τα οποία ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα στην εν λόγω γεωγραφική περιοχή και κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, κατά τρόπον ώστε να αποκλείονται από την ως άνω ρύθμιση τα πρόσωπα τα οποία κατέχουν, επίσης, θέση εργασίας εντός της γεωγραφικής περιοχής της εν λόγω ομόσπονδης οντότητας, αλλά κατοικούν στη γεωγραφική περιοχή άλλης ομόσπονδης οντότητας του ιδίου κράτους.

Επί του παραδεκτού

25

Η Φλαμανδική Κυβέρνηση ισχυρίζεται, κυρίως, ότι τα ως άνω ερωτήματα δεν είναι ούτε λυσιτελή ούτε αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, οπότε θα πρέπει να κηρυχθούν απαράδεκτα.

26

Συγκεκριμένα, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, οι προσφεύγουσες κυβερνήσεις αντιτάχθηκαν στη θέσπιση του εν λόγω συστήματος ασφαλίσεως περιθάλψεως θέτοντας υπό αμφισβήτηση την αρμοδιότητα της Φλαμανδικής Κοινότητας στον οικείο τομέα, ενώ η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου την οποία προκρίνουν οι προσφεύγουσες κυβερνήσεις στο πλαίσιο του δευτέρου και του τρίτου ερωτήματος καταλήγει στο αντίστροφο αποτέλεσμα, ήτοι στην επέκταση των επίμαχων παροχών της ασφαλίσεως περιθάλψεως και στα πρόσωπα τα οποία κατοικούν στη γαλλόφωνη περιφέρεια.

27

Επιπλέον, κατά τη Φλαμανδική Κυβέρνηση, το Cour d’arbitrage απάντησε στα ως άνω ερωτήματα με την απόφαση περί παραπομπής θεωρώντας ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη σύστημα ασφαλίσεως περιθάλψεως δεν θίγει τις αποκλειστικές αρμοδιότητες της ομοσπονδιακής αρχής στον τομέα της οικονομικής ενώσεως εντός του Βελγίου, λαμβανομένων υπόψη του περιορισμένου ποσού και των περιορισμένων αποτελεσμάτων των επίμαχων παροχών. Πάντως, για τους ίδιους λόγους, το εν λόγω σύστημα δεν θα μπορούσε να περιορίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων κατά την έννοια της Συνθήκης.

28

Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 234 ΕΚ, στα εθνικά δικαστήρια και μόνο, στην κρίση των οποίων υποβάλλεται η διαφορά και τα οποία φέρουν την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί, εναπόκειται να εκτιμούν, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής τους αποφάσεως όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλουν στο Δικαστήριο. Επομένως, όταν τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να εκδώσει απόφαση (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2001, C-379/98, PreussenElektra, Συλλογή 2001, σ. I-2099, σκέψη 38, της 22ας Μαΐου 2003, C-18/01, Korhonen κ.λπ., Συλλογή 2003, σ. I-5321, σκέψη 19, καθώς και της 19ης Απριλίου 2007, C-295/05, Asemfo, Συλλογή 2007, σ. I-2999, σκέψη 30).

29

Κατά συνέπεια, το τεκμήριο λυσιτέλειας των προδικαστικών ερωτημάτων που υποβάλλουν τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορεί να τίθεται εκποδών παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν δηλαδή είναι πρόδηλο ότι η ερμηνεία των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου που ζητείται με τα ερωτήματα αυτά δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman, Συλλογή 1995, σ. I-4921, σκέψη 61, και της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, C-355/97, Beck και Bergdorf, Συλλογή 1999, σ. I-4977, σκέψη 22).

30

Ωστόσο, τούτο δεν ισχύει στην υπόθεση της κύριας δίκης. Συγκεκριμένα, αρκεί η διαπίστωση ότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει σαφώς ότι η απάντηση στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα που υπέβαλε το Cour d’arbitrage είναι χρήσιμη στο εθνικό αυτό δικαστήριο προκειμένου να αποφανθεί αν η προϋπόθεση κατοικίας σε συγκεκριμένη περιφέρεια, από την οποία εξαρτάται η λήψη του ευεργετήματος της υπαγωγής στο σύστημα ασφαλίσεως περιθάλψεως, παραβαίνει, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες κυβερνήσεις στο πλαίσιο των προσφυγών της κύριας δίκης, ορισμένες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου περί ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων.

31

Επομένως, το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να κηρυχθούν παραδεκτά.

Επί της ουσίας

32

Πρέπει να επισημανθεί εκ προοιμίου ότι η Φλαμανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τα εν λόγω ερωτήματα αφορούν μόνο μια αμιγώς εσωτερική κατάσταση που ουδαμώς συνδέεται με το κοινοτικό δίκαιο, ήτοι την κατάσταση που προκύπτει από τη μη εφαρμογή του τροποποιημένου διατάγματος της 30ής Μαρτίου 1999 επί προσώπων τα οποία, ταυτοχρόνως, κατοικούν στο Βέλγιο και ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα εντός του ιδίου κράτους μέλους.

33

Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, οι κανόνες της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και οι εκδοθείσες προς εκτέλεση των ως άνω κανόνων πράξεις δεν εφαρμόζονται επί δραστηριοτήτων οι οποίες δεν έχουν κανένα στοιχείο συνδέσεως με οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες στο κοινοτικό δίκαιο καταστάσεις και των οποίων όλα τα ασκούντα επιρροή στοιχεία περιορίζονται στο εσωτερικό ενός και μόνον κράτους μέλους (βλ., μεταξύ άλλων, όσον αφορά, αντιστοίχως, την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, αποφάσεις της 8ης Δεκεμβρίου 1987, 20/87, Gauchard, Συλλογή 1987, σ. 4879, σκέψεις 12 και 13, καθώς και της 26ης Ιανουαρίου 1999, C-18/95, Terhoeve, Συλλογή 1999, σ. I-345, σκέψη 26 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τις διατάξεις του κανονισμού 1408/71 (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 22ας Σεπτεμβρίου 1992, C-153/91, Petit, Συλλογή 1992, σ. I-4973, σκέψη 10, και της 11ης Οκτωβρίου 2001, C-95/99 έως C-98/99 και C-180/99, Khalil κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. Ι -7413, σκέψη 70).

34

Αντιθέτως, όπως έχει επίσης κρίνει το Δικαστήριο, κάθε κοινοτικός υπήκοος, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας του και της ιθαγενείας του, ο οποίος έκανε χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και ο οποίος άσκησε επαγγελματική δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των προαναφερθεισών διατάξεων (βλ. επ’ αυτού, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 23ης Φεβρουαρίου 1994, C-419/92, Scholz, Συλλογή 1994, σ. I-505, σκέψη 9· Terhoeve, προπαρατεθείσα, σκέψη 27, καθώς και της 18ης Ιουλίου 2007, C-212/05, Hartmann, Συλλογή 2007, σ. Ι-6303, σκέψη 17).

35

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο αφορούν το σύνολο των προσώπων, ανεξαρτήτως του αν τα πρόσωπα αυτά έκαναν χρήση μιας από τις θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνει η Συνθήκη, τα οποία ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα στην ολλανδόφωνη περιφέρεια ή στη δίγλωσση μητροπολιτική περιφέρεια των Βρυξελλών, πλην όμως τα οποία, λόγω του ότι κατοικούν σε τμήμα της εθνικής επικράτειας το οποίο ευρίσκεται εκτός των δύο αυτών περιφερειών, δεν δικαιούνται να υπαχθούν στο επίμαχο στην κύρια δίκη σύστημα ασφαλίσεως περιθάλψεως.

36

Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι αναγκαίο να γίνει διάκριση, υπό το πρίσμα των αρχών που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 32 και 33 της παρούσας αποφάσεως, μεταξύ καταστάσεων δύο ειδών.

37

Αφενός, η εφαρμογή της επίμαχης στην κύρια δίκη ρυθμίσεως συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, τον αποκλεισμό από το σύστημα ασφαλίσεως περιθάλψεως των Βέλγων υπηκόων οι οποίοι ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα εντός της γεωγραφικής περιοχής της ολλανδόφωνης περιφέρειας ή της δίγλωσσης μητροπολιτικής περιφέρειας των Βρυξελλών, αλλά κατοικούν στη γαλλόφωνη ή τη γερμανόφωνη περιφέρεια και ουδέποτε έκαναν χρήση της ελευθερίας κυκλοφορίας, την οποία διαθέτουν, στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

38

Πάντως, διαπιστώνεται ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής σε τέτοιες αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις.

39

Στο ως άνω συμπέρασμα δεν είναι δυνατό να αντιταχθεί, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Κυβέρνηση της Γαλλικής Κοινότητας, η αρχή της ιθαγενείας της Ενώσεως του άρθρου 17 ΕΚ, στην οποία συμπεριλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, κατά το άρθρο 18 ΕΚ, το δικαίωμα κάθε πολίτη της Ενώσεως να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επανειλημμένως ότι η ιθαγένεια της Ενώσεως δεν σκοπεί στην επέκταση του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης επί εσωτερικών καταστάσεων που δεν έχουν κανένα σύνδεσμο με το κοινοτικό δίκαιο (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 1997, C-64/96 και C-65/96, Uecker και Jacquet, Συλλογή 1997, σ. I-3171, σκέψη 23, της 2ας Οκτωβρίου 2003, C-148/02, Garcia Avello, Συλλογή 2003, σ. I-11613, σκέψη 26, και της 12ης Ιουλίου 2005, C-403/03, Schempp, Συλλογή 2005, σ. I-6421, σκέψη 20).

40

Ωστόσο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η ερμηνεία διατάξεων του κοινοτικού δικαίου θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι χρήσιμη στο εθνικό δικαστήριο, επίσης υπό το πρίσμα καταστάσεων οι οποίες χαρακτηρίζονται ως αμιγώς εσωτερικές, και ιδίως στην περίπτωση που το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους θα επέβαλλε να αναγνωρισθούν σε κάθε ημεδαπό τα ίδια δικαιώματα με εκείνα τα οποία υπήκοος άλλου κράτους μέλους ευρισκόμενος σε συγκρίσιμη, κατά το εν λόγω δικαστήριο, κατάσταση αρύεται από το κοινοτικό δίκαιο (βλ., επ’ αυτού, διάταξη της 17ης Φεβρουαρίου 2005, C-250/03, Mauri, Συλλογή 2005, σ. I-1267, σκέψη 21, και απόφαση της 30ής Μαρτίου 2006, C-451/03, Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti, Συλλογή 2006, σ. I-2941, σκέψη 29).

41

Αφετέρου, η επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία μπορεί, επίσης, να αποκλείσει από το σύστημα ασφαλίσεως περιθάλψεως μισθωτούς ή μη μισθωτούς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, ήτοι τόσο υπηκόους άλλων κρατών μελών, πλην του Βασιλείου του Βελγίου, οι οποίοι ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα εντός της ολλανδόφωνης περιφέρειας ή εντός της δίγλωσσης μητροπολιτικής περιφέρειας των Βρυξελλών, αλλά κατοικούν σε άλλο τμήμα της εθνικής επικράτειας, όσο και Βέλγους υπηκόους οι οποίοι ευρίσκονται στην ίδια κατάσταση και έκαναν χρήση του δικαιώματός τους της ελεύθερης κυκλοφορίας.

42

Επομένως, όσον αφορά τη δεύτερη αυτή κατηγορία εργαζομένων, πρέπει να εξετασθεί αν οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου των οποίων την ερμηνεία ζητεί το αιτούν δικαστήριο απαγορεύουν ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη κατά το μέτρο που η εν λόγω ρύθμιση εφαρμόζεται επί υπηκόων άλλων κρατών μελών, πλην του Βασιλείου του Βελγίου, ή επί Βέλγων υπηκόων που έκαναν χρήση του δικαιώματός τους της ελεύθερης κυκλοφορίας στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

43

Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι, μολονότι τα κράτη μέλη διατηρούν την αρμοδιότητα οργανώσεως των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, οφείλουν εντούτοις να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρώντας την κοινοτική νομοθεσία και, ιδίως, τις διατάξεις της Συνθήκης περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και περί του δικαιώματος εγκαταστάσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Terhoeve, προπαρατεθείσα, σκέψεις 34 και 35, καθώς και απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2000, C-135/99, Elsen, Συλλογή 2000, σ. I-10409, σκέψη 33).

44

Από πάγια νομολογία προκύπτει, επίσης, ότι όλες οι σχετικές με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων διατάξεις της Συνθήκης επιδιώκουν να διευκολύνουν, όσον αφορά τους κοινοτικούς υπηκόους, την άσκηση των πάσης φύσεως επαγγελματικών δραστηριοτήτων στο έδαφος της Κοινότητας και απαγορεύουν τη λήψη μέτρων που θα μπορούσαν να θέσουν σε δυσμενή μοίρα αυτούς τους υπηκόους, όταν οι υπήκοοι αυτοί επιδιώκουν να ασκήσουν οικονομική δραστηριότητα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους (αποφάσεις της 7ης Ιουλίου 1988, 154/87 και 155/87, Wolf κ.λπ., Συλλογή 1988, σ. 3897, σκέψη 13· Terhoeve, προπαρατεθείσα, σκέψη 37, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, C-318/05, Επιτροπή κατά Γερμανίας, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 114). Στο πλαίσιο αυτό, οι υπήκοοι των κρατών μελών έχουν, ιδίως, το δικαίωμα, το οποίο αρύονται απευθείας από τη Συνθήκη, να εγκαταλείπουν τη χώρα καταγωγής τους και να μεταβαίνουν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους προκειμένου να διαμείνουν σ’ αυτό και να ασκήσουν εκεί οικονομική δραστηριότητα (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσες αποφάσεις Bosman, σκέψη 95, και Terhoeve, σκέψη 38).

45

Κατά συνέπεια, τα άρθρα 39 ΕΚ και 43 ΕΚ απαγορεύουν κάθε εθνικό μέτρο το οποίο, ακόμη και αν εφαρμόζεται χωρίς διακρίσεις λόγω ιθαγενείας, δύναται να θίξει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση, από τους κοινοτικούς υπηκόους, των θεμελιωδών ελευθεριών που κατοχυρώνει η Συνθήκη (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 31ης Μαρτίου 1993, C-19/92, Kraus, Συλλογή 1993, σ. I-1663, σκέψη 32, της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, C-285/01, Burbaud, Συλλογή 2003, σ. I­8219, σκέψη 95, και της 5ης Οκτωβρίου 2004, C-442/02, CaixaBank France, Συλλογή 2004, σ. I-8961, σκέψη 11).

46

Υπό το πρίσμα των ως άνω αρχών, έχουν χαρακτηρισθεί ως εμπόδια, μεταξύ άλλων, μέτρα τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα το να απολέσουν οι εργαζόμενοι, λόγω της ασκήσεως του δικαιώματός τους της ελεύθερης κυκλοφορίας, πλεονεκτήματα στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως που τους διασφαλίζει η νομοθεσία κράτους μέλους (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 9ης Δεκεμβρίου 1993, C-45/92 και C-46/92, Lepore και Scamuffa, Συλλογή 1993, σ. I-6497, σκέψη 21, της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-165/91, van Munster, Συλλογή 1994, σ. I-4661, σκέψη 27, καθώς και Hosse, προπαρατεθείσα, σκέψη 24).

47

Πάντως, μια ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη δύναται να παραγάγει τέτοια περιοριστικά αποτελέσματα, κατά το μέτρο που εξαρτά την υπαγωγή στο σύστημα ασφαλίσεως περιθάλψεως από την προϋπόθεση να κατοικεί ο ενδιαφερόμενος είτε εντός ενός περιορισμένου τμήματος της εθνικής επικράτειας, ήτοι στην ολλανδόφωνη περιφέρεια και στη δίγλωσση μητροπολιτική περιφέρεια των Βρυξελλών, είτε εντός άλλου κράτους μέλους.

48

Συγκεκριμένα, διακινούμενοι εργαζόμενοι, οι οποίοι ασκούν ή προτίθενται να ασκήσουν δραστηριότητα μισθωτού ή μη μισθωτού σε μια από τις δύο αυτές περιφέρειες, θα μπορούσαν να αποθαρρυνθούν, αφενός, να κάνουν χρήση της ελευθερίας κυκλοφορίας που διαθέτουν και, αφετέρου, να εγκαταλείψουν το κράτος μέλος καταγωγής τους προκειμένου να διαμείνουν στο Βέλγιο, λόγω του ότι η εγκατάστασή τους σε ορισμένα τμήματα της βελγικής επικράτειας θα είχε ως συνέπεια να απολέσουν τη δυνατότητα λήψεως παροχών τις οποίες, άλλως, θα μπορούσαν να αξιώσουν. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι οι ενδιαφερόμενοι μισθωτοί ή μη μισθωτοί ευρίσκονται σε μια κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας υφίστανται είτε απώλεια του ευεργετήματος της ασφαλίσεως περιθάλψεως είτε περιορισμό της δυνατότητας επιλογής του τόπου μεταφοράς της κατοικίας τους είναι, τουλάχιστον, ικανό να εμποδίσει την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμουν τα άρθρα 39 ΕΚ και 43 ΕΚ.

49

Συναφώς, έχει ελάχιστη σημασία, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει κατ’ ουσίαν η Φλαμανδική Κυβέρνηση, το ότι η επίμαχη διαφοροποίηση στηρίζεται αποκλειστικώς στον τόπο κατοικίας εντός της εθνικής επικράτειας και όχι σε οποιαδήποτε προϋπόθεση σχετική με την ιθαγένεια, οπότε θίγει καθ’ όμοιο τρόπο το σύνολο των μισθωτών ή μη μισθωτών που κατοικούν στο Βέλγιο.

50

Συγκεκριμένα, για να μπορεί ένα μέτρο να χαρακτηρισθεί ως μέτρο που περιορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία, δεν χρειάζεται το μέτρο αυτό να στηρίζεται στην ιθαγένεια των ενδιαφερομένων ούτε καν να έχει ως αποτέλεσμα το να ευνοεί το σύνολο των ημεδαπών εργαζομένων ή να περιάγει σε δυσμενή θέση αποκλειστικά και μόνο τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών χωρίς να θίγει τους ημεδαπούς εργαζομένους (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 6ης Ιουνίου 2000, C-281/98, Angonese, Συλλογή 2000, σ. I-4139, σκέψη 41, και της 16ης Ιανουαρίου 2003, C-388/01, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2003, σ. I-721, σκέψη 14). Αρκεί, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του επίμαχου στην κύρια δίκη συστήματος ασφαλίσεως περιθάλψεως, το εισάγον ευμενή μεταχείριση μέτρο να ευνοεί ορισμένες κατηγορίες προσώπων που ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα στο εν λόγω κράτος μέλος (βλ., κατ’ αναλογία, στον τομέα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 1991, C-353/89, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 1991, σ. I-4069, σκέψη 25, και της 13ης Δεκεμβρίου 2007, C-250/06, United Pan-Europe Communications Belgium κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I-11135, σκέψη 37).

51

Επιπλέον, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 64 έως 67 των προτάσεών της, τα περιοριστικά αποτελέσματα που επέφερε η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση δεν μπορούν να θεωρηθούν υπερβολικά αβέβαια ή έμμεσα ώστε η εν λόγω ρύθμιση να μην είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι συνιστά εμπόδιο αντίθετο προς τα άρθρα 39 ΕΚ και 43 ΕΚ. Ειδικότερα, αντιθέτως προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2000, C-190/98, Graf (Συλλογή 2000, σ. I-493), την οποία επικαλέσθηκε η Φλαμανδική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η δυνατότητα λήψεως των επίμαχων παροχών ασφαλίσεως περιθάλψεως δεν εξαρτάται από ένα μελλοντικό και υποθετικής φύσεως περιστατικό για τον ενδιαφερόμενο μισθωτό ή μη μισθωτό, αλλά από ένα γεγονός που συνδέεται, εξ ορισμού, με την άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας, ήτοι από την επιλογή του τόπου μεταφοράς της κατοικίας του ενδιαφερομένου.

52

Ομοίως, όσον αφορά την επιχειρηματολογία της Φλαμανδικής Κυβερνήσεως ότι η εν λόγω ρύθμιση θα μπορούσε να έχει, εν πάση περιπτώσει, απλώς και μόνον περιθωριακή επίπτωση επί της ελεύθερης κυκλοφορίας, λαμβανομένου υπόψη του περιορισμένου ύψους του ποσού των επίμαχων παροχών και του περιορισμένου αριθμού των ενδιαφερομένων, αρκεί να επισημανθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα άρθρα της Συνθήκης σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων συνιστούν θεμελιώδεις διατάξεις της Κοινότητας και ότι κάθε εμπόδιο στην ελευθερία αυτή, έστω και επουσιώδες, απαγορεύεται (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 1989, C-49/89, Corsica Ferries France, Συλλογή 1989, σ. 4441, σκέψη 8, και της 15ης Φεβρουαρίου 2000, C-169/98, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2000, σ. I-1049, σκέψη 46).

53

Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι δυνατό να αποκλεισθεί, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των φαινομένων όπως η γήρανση του πληθυσμού, το ότι η προοπτική της δυνατότητας λήψεως παροχών περιθάλψεως προς μη αυτοεξυπηρετούμενα άτομα, όπως είναι οι προσφερόμενες από το επίμαχο στην κύρια δίκη σύστημα ασφαλίσεως περιθάλψεως παροχές, συνεκτιμάται από τους ενδιαφερομένους κατά την άσκηση του δικαιώματός τους της ελεύθερης κυκλοφορίας.

54

Συνεπώς, εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη συνεπάγεται τη δημιουργία εμποδίου στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και στην ελευθερία εγκαταστάσεως, το οποίο απαγορεύεται, κατ’ αρχήν, από τα άρθρα 39 ΕΚ και 43 ΕΚ.

55

Κατά πάγια νομολογία, εθνικά μέτρα ικανά να θίξουν ή να καταστήσουν λιγότερο ελκυστική την άσκηση των διασφαλιζομένων από τη Συνθήκη θεμελιωδών ελευθεριών είναι, παρ’ όλ’ αυτά, δυνατό να επιτρέπονται υπό τον όρο ότι με αυτά επιδιώκεται σκοπός γενικού συμφέροντος, ότι είναι κατάλληλα για τη διασφάλιση της υλοποίησης του σκοπού αυτού και ότι δεν υπερβαίνουν τα όρια του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 11ης Μαρτίου 2004, C-9/02, de Lasteyrie du Saillant, Συλλογή 2004, σ. I-2409, σκέψη 49, και της 18ης Ιανουαρίου 2007, C-104/106, Επιτροπή κατά Σουηδίας, Συλλογή 2007, σ. I-671, σκέψη 25).

56

Ωστόσο, ούτε η δικογραφία που διαβίβασε το αιτούν δικαστήριο στο Δικαστήριο ούτε οι παρατηρήσεις της Φλαμανδικής Κυβερνήσεως περιέχουν στοιχεία ικανά να δικαιολογήσουν την εφαρμογή, επί των προσώπων τα οποία ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα εντός της ολλανδόφωνης περιφέρειας ή εντός της δίγλωσσης μητροπολιτικής περιφέρειας των Βρυξελλών, της προϋποθέσεως να κατοικούν τα πρόσωπα αυτά είτε σε μια από τις δύο αυτές περιφέρειες είτε σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να τύχουν του ευεργετήματος της υπαγωγής στο επίμαχο στην κύρια δίκη σύστημα ασφαλίσεως περιθάλψεως.

57

Συναφώς, η Φλαμανδική Κυβέρνηση αναφέρεται αποκλειστικώς στις σύμφυτες με την κατανομή των εξουσιών στο πλαίσιο της βελγικής ομοσπονδιακής δομής απαιτήσεις και, ειδικότερα, στο γεγονός ότι η Φλαμανδική Κοινότητα δεν μπορούσε να ασκήσει καμία αρμοδιότητα στον τομέα της ασφαλίσεως περιθάλψεως έναντι προσώπων τα οποία κατοικούν εντός της γεωγραφικής περιοχής άλλων γλωσσικών κοινοτήτων του Βασιλείου του Βελγίου.

58

Πάντως, η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Συγκεκριμένα, όπως επισήμαναν, αφενός, η γενική εισαγγελέας στα σημεία 101 έως 103 των προτάσεών της και, αφετέρου, η Επιτροπή, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μια αρχή κράτους μέλους δεν μπορεί να επικαλείται διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής έννομης τάξεως του εν λόγω κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένων αυτών που απορρέουν από τη συνταγματική του οργάνωση, για να δικαιολογήσει τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 10ης Ιουνίου 2004, C-87/02, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2004, σ. I-5975, σκέψη 38, και της 26ης Οκτωβρίου 2006, C-102/06, Επιτροπή κατά Αυστρίας, σκέψη 9).

59

Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι τα άρθρα 39 ΕΚ και 43 ΕΚ απαγορεύουν τη θέσπιση προϋποθέσεως κατοικίας σε συγκεκριμένη περιφέρεια όπως η προβλεπόμενη από το τροποποιημένο διάταγμα της 30ής Μαρτίου 1999 προϋπόθεση. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι αναγκαίο να διερωτηθεί το Δικαστήριο σχετικά με τυχόν παράβαση του κανονισμού 1408/71, και ιδίως του άρθρου 3, παράγραφος 1, αυτού (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Terhoeve, προπαρατεθείσα, σκέψη 41) ούτε συντρέχει λόγος να αποφανθεί το Δικαστήριο επί της υπάρξεως περιορισμού δυναμένου να απαγορευθεί από το άρθρο 18 ΕΚ, του οποίου ειδική έκφραση αποτελούν τα άρθρα 39 ΕΚ και 43 ΕΚ όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και την ελευθερία εγκαταστάσεως.

60

Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 39 ΕΚ και 43 ΕΚ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν ρύθμιση μιας ομόσπονδης οντότητας κράτους μέλους, όπως αυτή που διέπει την ασφάλιση περιθάλψεως την οποία θέσπισε η Φλαμανδική Κοινότητα με το τροποποιημένο διάταγμα της 30ής Μαρτίου 1999, ρύθμιση η οποία περιορίζει την υπαγωγή σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως και το ευεργέτημα των προβλεπομένων από το σύστημα αυτό παροχών στα πρόσωπα τα οποία είτε κατοικούν στη γεωγραφική περιοχή που υπάγεται στην αρμοδιότητα της εν λόγω ομόσπονδης οντότητας είτε ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα στην ίδια γεωγραφική περιοχή ενώ κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, κατά το μέτρο που ένας τέτοιος περιορισμός θίγει υπηκόους άλλων κρατών μελών ή ημεδαπούς που έκαναν χρήση του δικαιώματός τους της ελεύθερης κυκλοφορίας στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Επί του τετάρτου ερωτήματος

61

Το τέταρτο ερώτημα αφορά τις συνέπειες που θα απέρρεαν από την εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου διαπίστωση της ασυμβατότητας της επίμαχης στην κύρια δίκη ρυθμίσεως προς το κοινοτικό δίκαιο, πράγμα το οποίο θα είχε ως αποτέλεσμα, κατά το εν λόγω δικαστήριο, την επάνοδο στο σύστημα που ίσχυε πριν από την έκδοση του διατάγματος της 30ής Απριλίου 2004. Ακριβέστερα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν τα άρθρα 18 ΕΚ, 39 ΕΚ και 43 ΕΚ απαγορεύουν ένα σύστημα το οποίο περιορίζει τη λήψη του ευεργετήματος της ασφαλίσεως περιθάλψεως αποκλειστικά και μόνο στα πρόσωπα τα οποία κατοικούν στην ολλανδόφωνη περιφέρεια και στη δίγλωσση μητροπολιτική περιφέρεια των Βρυξελλών.

62

Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι τα όσα αναπτύχθηκαν στις σκέψεις 47 έως 59 της παρούσας αποφάσεως προς απάντηση στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα ισχύουν, κατά μείζονα λόγο, για μια ρύθμιση που επάγεται πρόσθετο περιορισμό σε σχέση με το εφαρμοστέο κατόπιν της εκδόσεως του διατάγματος της 30ής Απριλίου 2004 σύστημα, δεδομένου ότι η εν λόγω ρύθμιση απέκλειε από το πεδίο εφαρμογής της το σύνολο των προσώπων που ασκούσαν επαγγελματική δραστηριότητα εντός της ολλανδόφωνης περιφέρειας ή εντός της δίγλωσσης μητροπολιτικής περιφέρειας των Βρυξελλών, αλλά είχαν την κατοικία τους εκτός των δύο αυτών περιφερειών, συμπεριλαμβανομένων, ως εκ τούτου, των προσώπων που κατοικούσαν σε άλλο κράτος μέλος.

63

Επομένως, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 39 ΕΚ και 43 ΕΚ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν ρύθμιση μιας ομόσπονδης οντότητας κράτους μέλους περιορίζουσα την υπαγωγή σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως και το ευεργέτημα των προβλεπομένων από το σύστημα αυτό παροχών αποκλειστικά και μόνο στα πρόσωπα τα οποία κατοικούν στη γεωγραφική περιοχή της εν λόγω ομόσπονδης οντότητας, κατά το μέτρο που ένας τέτοιος περιορισμός θίγει υπηκόους άλλων κρατών μελών που ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα στη γεωγραφική περιοχή της εν λόγω ομόσπονδης οντότητας ή ημεδαπούς που έκαναν χρήση του δικαιώματός τους της ελεύθερης κυκλοφορίας στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Επί των δικαστικών εξόδων

64

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

 

1)

Παροχές χορηγούμενες βάσει συστήματος όπως αυτό της ασφαλίσεως περιθάλψεως το οποίο θεσπίσθηκε με το διάταγμα του Φλαμανδικού Κοινοβουλίου περί οργανώσεως της ασφαλίσεως περιθάλψεως (Decreet houdende de organisatie van de zorgverzekering), της 30ής Μαρτίου 1999, όπως τροποποιήθηκε με το διάταγμα του Φλαμανδικού Κοινοβουλίου σχετικά με την τροποποίηση του διατάγματος της 30ής Μαρτίου 1999 περί οργανώσεως της ασφαλίσεως περιθάλψεως (Decreet van de Vlaamse Gemeenschap houdende wijziging van het decreet van 30 maart 1999 houdende de organisatie van de zorgverzekering), της 30ής Απριλίου 2004, εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996, όπως ο τελευταίος τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 307/1999 του Συμβουλίου, της 8ης Φεβρουαρίου 1999.

 

2)

Τα άρθρα 39 ΕΚ και 43 ΕΚ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν ρύθμιση μιας ομόσπονδης οντότητας κράτους μέλους, όπως αυτή που διέπει την ασφάλιση περιθάλψεως την οποία θέσπισε η Φλαμανδική Κοινότητα με το εν λόγω διάταγμα της 30ής Μαρτίου 1999, όπως τροποποιήθηκε με το διάταγμα του Φλαμανδικού Κοινοβουλίου της 30ής Απριλίου 2004, ρύθμιση η οποία περιορίζει την υπαγωγή σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως και το ευεργέτημα των προβλεπομένων από το σύστημα αυτό παροχών στα πρόσωπα τα οποία είτε κατοικούν στη γεωγραφική περιοχή που υπάγεται στην αρμοδιότητα της εν λόγω ομόσπονδης οντότητας είτε ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα στην ίδια γεωγραφική περιοχή ενώ κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, κατά το μέτρο που ένας τέτοιος περιορισμός θίγει υπηκόους άλλων κρατών μελών ή ημεδαπούς που έκαναν χρήση του δικαιώματός τους της ελεύθερης κυκλοφορίας στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

 

3)

Τα άρθρα 39 ΕΚ και 43 ΕΚ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν ρύθμιση μιας ομόσπονδης οντότητας κράτους μέλους περιορίζουσα την υπαγωγή σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως και το ευεργέτημα των προβλεπομένων από το σύστημα αυτό παροχών αποκλειστικά και μόνο στα πρόσωπα τα οποία κατοικούν στη γεωγραφική περιοχή της εν λόγω ομόσπονδης οντότητας, κατά το μέτρο που ένας τέτοιος περιορισμός θίγει υπηκόους άλλων κρατών μελών που ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα στη γεωγραφική περιοχή της εν λόγω ομόσπονδης οντότητας ή ημεδαπούς που έκαναν χρήση του δικαιώματός τους της ελεύθερης κυκλοφορίας στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.