ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

M. POIARES MADURO

της 28ης Φεβρουαρίου 2008 ( 1 )

Υπόθεση C-499/06

Halina Nerkowska

κατά

Zakład Ubezpieczeń Społecznych Oddział w Koszalinie

«Αναπηρική σύνταξη χορηγούμενη σε αμάχους θύματα πολέμου ή καταστολής — Προϋπόθεση περί κατοικίας στο εθνικό έδαφος — Άρθρο 18, παράγραφος 1, ΕΚ»

1. 

Για πολλοστή φορά, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί της νομιμότητας της προϋπόθεσης κατοικίας επιβάλλεται στους δικαιούχους κοινωνικής παροχής προβλεπόμενης από τη νομοθεσία κράτους μέλους. Το ζήτημα ανακύπτει λόγω της ιθαγένειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού η πολιτική και κοινωνική ολοκλήρωση που προωθεί η Συνθήκη ( 2 ), μέσω της σταδιακής ανάπτυξης της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης, λαμβάνει υπόψη μόνον τα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης και τείνει να υπερβεί το εδαφικό πλαίσιο των εθνικών κοινοτήτων.

2. 

Στην υπό κρίση υπόθεση, το Sąd Okręgowy w Koszalinie IV Wydział Pracy i Ubezpieczeń Społecznych (περιφερειακό δικαστήριο του Koszalin, τέταρτο τμήμα εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών, Πολωνία) υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο σχετικά με την προσήκουσα ερμηνεία του άρθρου 18 ΕΚ που εγγυάται στους πολίτες της Ένωσης το δικαίωμα να κυκλοφορούν και να κατοικούν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών. Ο αρμόδιος δικαστής ερωτά αν η διάταξη αυτή απαγορεύει εθνική νομοθεσία που εξαρτά τη χορήγηση σύνταξης αναπηρίας λόγω ανικανότητας προς εργασία εξαιτίας παραμονής σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως από τη συνδρομή της προϋπόθεσης ότι ο δικαιούχος κατοικεί στο έδαφος της Δημοκρατίας της Πολωνίας.

I — Νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική ρύθμιση

3.

Το άρθρο 17 της Συνθήκης ΕΚ ορίζει τα εξής:

«1.   Θεσπίζεται ιθαγένεια της Ένωσης. Πολίτης της Ένωσης είναι κάθε πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα ενός κράτους μέλους. Η ιθαγένεια της Ένωσης συμπληρώνει και δεν αντικαθιστά την εθνική ιθαγένεια.

2.   Οι πολίτες της Ένωσης έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από την παρούσα Συνθήκη.»

4.

Το άρθρο 18, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ ορίζει τα εξής:

«Κάθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, υπό την επιφύλαξη των περιορισμών και με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παρούσα Συνθήκη και στις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή της.»

Η εθνική ρύθμιση

5.

Σύμφωνα με το γράμμα, στην ουσία, του πολωνικού νόμου της 29ης Μαΐου 1974 περί στρατιωτικών συντάξεων και συντάξεων αναπήρων πολέμου και μελών των οικογενειών τους, όπως έχει τροποποιηθεί από το άρθρο 12, παράγραφος 2, του νόμου της 24ης Ιανουαρίου 1991 περί των αγωνιστών και ορισμένων θυμάτων καταστολών κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά από αυτόν, δικαιούνται παροχών τα πρόσωπα που έχουν καταστεί ανάπηροι εξαιτίας παραμονής σε στρατόπεδα αιχμαλωσίας ή εγκλεισμού κατά τη διάρκεια του πολέμου ή μετά από αυτόν.

6.

Σύμφωνα με το άρθρο 5 του νόμου περί στρατιωτικών συντάξεων και συντάξεων αναπήρων πολέμου και μελών των οικογενειών τους, οι παροχές του νόμου χορηγούνται στον δικαιούχο κατά τον χρόνο της κατοικίας του στο έδαφος της Δημοκρατίας της Πολωνίας, εκτός αν ο νόμος ή μια διεθνής σύμβαση ορίζουν διαφορετικά.

II — Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

7.

Το προδικαστικό ερώτημα υποβάλλεται στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Halina Nerkowska και του οργανισμού κοινωνικής ασφάλειας, ταμείου του Koszalin.

8.

Η Η. Nerkowska γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 1946 στο έδαφος της σημερινής Λευκορωσίας. Σε ηλικία τριών ετών έχασε τους γονείς της που εξορίστηκαν στη Σιβηρία δυνάμει δικαστικής αποφάσεως. Τον Απρίλιο του 1951, η Η. Nerkowska και η οικογένειά της (αδελφός και θεία) εξορίστηκαν κι εκείνοι στην ΕΣΣΔ όπου έζησαν υπό δύσκολες συνθήκες έως τον Ιανουάριο του 1957. Μόνο μετά την πάροδο περίπου έξι ετών επιτράπηκε στην Η. Nerkowska να επιστρέψει στην Πολωνία. Αφού σπούδασε και εργάστηκε στη χώρα της, αναχώρησε το 1985 για να εγκατασταθεί στη Γερμανία.

9.

Κατόπιν αιτήσεως της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, ο οργανισμός κοινωνικής ασφάλειας, ταμείο του Koszalin, της αναγνώρισε, με απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2002, δικαίωμα αναπηρικής σύνταξης λόγω της μερικής ανικανότητάς της προς εργασία εξαιτίας της παραμονής της σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, αλλά διέκοψε την χορήγηση των εξ αυτής της αιτίας οφειλομένων παροχών, με την αιτιολογία ότι κατοικούσε στο εξωτερικό. Η διακοπή της χορήγησης της αναπηρικής σύνταξης επιβεβαιώθηκε με δικαστική απόφαση της 22ας Μαΐου 2003.

10.

Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, αντλώντας επιχείρημα από την ένταξη της Δημοκρατίας της Πολωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την επακόλουθη ενσωμάτωση του κοινοτικού δικαίου στο πολωνικό δίκαιο, κατέθεσε το Σεπτέμβριο του 2006 νέα αίτηση για τη χορήγηση των παροχών που αντιστοιχούν στο συνταξιοδοτικό της δικαίωμα. Ωστόσο, ο οργανισμός κοινωνικής ασφάλειας, ταμείο του Koszalin, ενέμεινε στην άρνησή του χορήγησης, με την αιτιολογία ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης δεν κατοικούσε στο έδαφος της Δημοκρατίας της Πολωνίας.

11.

Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης προσέφυγε στο περιφερειακό δικαστήριο του Koszalin, ζητώντας να της χορηγηθεί η αναπηρική σύνταξη, ισχυριζόμενη ότι, λαμβανομένης υπόψη της ένταξης της Πολωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο σημερινός τόπος κατοικίας της δεν μπορεί να συνιστά λόγο διακοπής της χορήγησης των παροχών που δικαιούται.

12.

Το περιφερειακό δικαστήριο του Koszalin, κρίνοντας ότι η επίλυση της διαφοράς εξαρτάται από την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, υπέβαλε στο Δικαστήριο το ερώτημα αν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και κατοικίας που συνδέεται, δυνάμει του άρθρου 18 ΕΚ, με την ιθαγένεια της Ένωσης απαγορεύει εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην προκειμένη περίπτωση, που εξαρτά τη χορήγηση οφειλόμενων λόγω αναπηρικής σύνταξης παροχών εξαιτίας ανικανότητας προς εργασία συνεπεία παραμονής σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, από την κατοικία του δικαιούχου στο εθνικό έδαφος.

III — Εκτίμηση

13.

Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι οι κοινωνικές παροχές, όπως η επίμαχη στην προκειμένη περίπτωση αναπηρική σύνταξη λόγω ανικανότητας προς εργασία εξαιτίας παραμονής σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, δεν εμπίπτουν στις κοινοτικές ρυθμίσεις σχετικά με τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης που απαγορεύουν καταρχήν την επιβολή προϋπόθεσης κατοικίας του δικαιούχου. Πράγματι, ειδικότερα ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71, που θεσπίζει την αρχή της εξαγωγιμότητας των παροχών κοινωνικής ασφάλειας, αποκλείει ρητώς από το πεδίο εφαρμογής του τα «συστήματα παροχών υπέρ θυμάτων του πολέμου ή των συνεπειών του» ( 3 ). Η επίμαχη αναπηρική σύνταξη πρέπει να θεωρηθεί ως παροχή υπέρ θυμάτων των συνεπειών του πολέμου, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της και των προϋποθέσεων χορήγησής της: η ανεξάρτητη από την ιδιότητα του εργαζομένου παροχή αυτή σκοπεί στην ικανοποίηση της βλάβης που προκλήθηκε από την εξορία· επομένως, η παροχή αυτή δεν έχει ανταποδοτικό αλλά αποζημιωτικό χαρακτήρα ( 4 ).

14.

Αφής στιγμής μία σύνταξη, όπως η επίμαχη στην προκειμένη περίπτωση, δεν συνιστά παροχή κοινωνικής ασφάλειας, στα κράτη μέλη επαφίεται να καθορίσουν το καθεστώς που τη διέπει και ειδικότερα τις προϋποθέσεις χορήγησης. Πάντως, τα κράτη μέλη οφείλουν να ασκούν την εν λόγω εθνική αρμοδιότητά τους τηρουμένων των διατάξεων της Συνθήκης, ιδίως των διατάξεων που αναγνωρίζουν το δικαίωμα των πολιτών της Ενώσεως να κυκλοφορούν και να εγκαθίστανται ελεύθερα στο εσωτερικό των κρατών μελών ( 5 ). Η εν λόγω ελεύθερη κυκλοφορία και εγκατάσταση αποτελεί θεμελιώδη ελευθερία ( 6 ) που αποτελεί τον πυρήνα της ιθαγένειας της Ένωσης.

15.

Η Η. Nerkowska, ως Πολωνή υπήκοος, έχει την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 1, ΕΚ. Μπορεί, επομένως, να επικαλείται τα απορρέοντα από την ιδιότητα αυτή δικαιώματα ακόμη και έναντι του κράτους μέλους καταγωγής της ( 7 ).

16.

Βεβαίως, η ιθαγένεια της Ένωσης, μολονότι συνιστά «θεμελιώδη ιδιότητα των υπηκόων των κρατών μελών» ( 8 ), δεν σκοπεί στην επέκταση του πεδίου ουσιαστικής εφαρμογής της Συνθήκης επί εσωτερικών καταστάσεων που δεν έχουν κανένα σύνδεσμο με το κοινοτικό δίκαιο ( 9 ). Ωστόσο, μεταξύ των καταστάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου περιλαμβάνονται εκείνες που αφορούν την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη ΕΚ, ιδίως δε εκείνες που άπτονται του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και εγκατάστασης στο έδαφος των κρατών μελών, το οποίο αναγνωρίζει το άρθρο 18 ΕΚ ( 10 ). Επιπλέον, η Η. Nerkowska, επιλέγοντας ως τόπο κατοικίας της τη Γερμανία, άσκησε το δικαίωμά της να κυκλοφορεί και να κατοικεί ελεύθερα σε έδαφος κράτους μέλους που είναι διαφορετικό από το κράτος μέλος του οποίου είναι υπήκοος και ακριβώς λόγω του τόπου κατοικίας της οι πολωνικές αρχές της αρνήθηκαν τη χορήγηση της αναπηρικής σύνταξης, της οποίας το δικαίωμα της έχει αναγνωρισθεί. Δεδομένου ότι η άσκηση ενός αναγνωρισμένου από την κοινοτική έννομη τάξη δικαιώματος επηρεάζει τη χορήγηση προβλεπόμενης από εθνική νομοθεσία παροχής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι μια τέτοια κατάσταση είναι αμιγώς εσωτερική ή ότι δεν έχει κανένα σύνδεσμο με το κοινοτικό δίκαιο ( 11 ).

17.

Δεδομένου ότι το άρθρο 18, παράγραφος 1, ΕΚ έχει εφαρμογή σε παρόμοια με την επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση, πρέπει περαιτέρω να διερευνηθεί αν απαγορεύει εθνική νομοθεσία που εξαρτά τη χορήγηση παροχής για την ικανοποίηση βλάβης εξαιτίας παραμονής σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως από την προϋπόθεση κατοικίας των θυμάτων στο εθνικό έδαφος.

18.

Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, οι διευκολύνσεις της Συνθήκης ΕΚ στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας δεν θα μπορούσαν να παραγάγουν πλήρως τα αποτελέσματά τους, αν ένας υπήκοος κράτους μέλους μπορούσε να αποτραπεί από τη χρήση τους λόγω των εμποδίων που θέτει στην εγκατάστασή του στο κράτος μέλος υποδοχής μια εθνική ρύθμιση, η οποία τον αντιμετωπίζει δυσμενώς για τον λόγο και μόνον ότι ο εν λόγω υπήκοος έκανε χρήση των διευκολύνσεων αυτών ( 12 ). Επομένως, το γεγονός ότι ένας πολίτης της Ένωσης αντιμετωπίζεται στο κράτος μέλος του οποίου είναι υπήκοος δυσμενέστερα από τον τρόπο που θα αντιμετωπιζόταν αν δεν έχει κάνει χρήση των εν λόγω διευκολύνσεων αντίκειται στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας· σε παρόμοια περίπτωση, ο πολίτης της Ένωσης δεν θα αντιμετωπιζόταν νομικά στο κράτος της καταγωγής του κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι ευρισκόμενοι στην ίδια κατάσταση υπήκοοι του κράτους αυτού, θα αντιμετωπιζόταν δυσμενέστερα για τον λόγο και μόνον ότι άσκησε το δικαίωμά του να κυκλοφορεί και να κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος ( 13 ).

19.

Μια εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, εισάγει διάκριση στη μεταχείριση μεταξύ των Πολωνών θυμάτων εξορίας που κατοικούν στην Πολωνία και των Πολωνών που, ασκώντας το δικαίωμά τους να κυκλοφορούν ελεύθερα, επέλεξαν ως τόπο κατοικίας τους άλλο κράτος μέλος. Η εν λόγω εθνική νομοθεσία, εξαρτώντας τη χορήγηση αναπηρικής σύνταξης λόγω ανικανότητας προς εργασία εξαιτίας παραμονής σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως από την προϋπόθεση κατοικίας στο εθνικό έδαφος, αντιμετωπίζει δυσμενέστερα ορισμένους υπηκόους για τον λόγο και μόνον ότι άσκησαν το δικαίωμά τους να κυκλοφορούν ελεύθερα κατοικώντας σε άλλο κράτος μέλος και ως εκ τούτου μπορεί να τους αποτρέψει να το κάνουν. Επομένως, συνιστά περιορισμό των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει το άρθρο 18, παράγραφος 1, ΕΚ στους πολίτες της Ένωσης.

20.

Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, ένας τέτοιος περιορισμός «μπορεί να δικαιολογηθεί, από την άποψη του κοινοτικού δικαίου, μόνον αν στηρίζεται σε αντικειμενικές εκτιμήσεις γενικού συμφέροντος ανεξάρτητες της ιθαγένειας των θιγομένων προσώπων, και εφόσον είναι ανάλογος προς τον σκοπό που επιδιώκει θεμιτώς το εθνικό δίκαιο», δεδομένου ότι ένα «μέτρο είναι ανάλογο όταν είναι πρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού» ( 14 ).

21.

Όσον αφορά την ύπαρξη αντικειμενικών εκτιμήσεων γενικού συμφέροντος, οι πολωνικές αρχές υποστηρίζουν καταρχάς ότι η επίμαχη εθνική νομοθεσία σκοπεί στη χορήγηση παροχών για την ικανοποίηση βλάβης που οφείλεται, εν γένει, στα γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά και, ειδικότερα ως προς την προσφεύγουσα της κύριας δίκης, στην αναγκαστική εξορία στη Σιβηρία. Με τον τρόπο αυτόν, η πολωνική κοινωνία εκφράζει την αλληλεγγύη της προς τα θύματα. Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού αυτού, είναι θεμιτό να περιοριστεί η εν λόγω υποχρέωση αλληλεγγύης μόνο στα πρόσωπα που διατηρούν επαρκή δεσμό με την πολωνική κοινωνία.

22.

Δεν αμφισβητείται ότι ο σκοπός του περιορισμού της αλληλεγγύης της κοινωνίας προς τα άτομα που παραμένουν επαρκώς συνδεδεμένα μαζί της μπορεί να αποτελεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, αντικειμενική εκτίμηση γενικού συμφέροντος ( 15 ). Στην παρούσα κατάσταση του κοινοτικού δικαίου, ένα κράτος μέλος μπορεί να εξαρτά τη χορήγηση ορισμένων κοινωνικών παροχών από την ύπαρξη δεσμού των δικαιούχων με το εν λόγω κράτος. Ωστόσο, ο δεσμός αυτός δεν μπορεί να είναι πάντα η προϋπόθεση κατοικίας. Πράγματι, το εθνικό μέτρο που λαμβάνεται προς τούτο πρέπει να είναι κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού και να μην περιορίζει την ελευθερία εγκαταστάσεως των πολιτών της Ένωσης πέρα από το προς τούτο αναγκαίο. Συναφώς, οι πολωνικές αρχές υποστηρίζουν ότι η προϋπόθεση κατοικίας καθιστά δυνατή τη διαπίστωση της βούλησης του δικαιούχου να διατηρήσει δεσμούς με την κοινωνία που του εκφράζει έτσι την αλληλεγγύη της.

23.

Η επιχειρηματολογία αυτή δεν με πείθει. Η προϋπόθεση κατοικίας, όπως προβλέπεται από την πολωνική νομοθεσία, ήτοι η προϋπόθεση να διατηρείται η κατοικία στο εθνικό έδαφος καθ’ όλη τη διάρκεια της χορήγησης της παροχής, δεν μου φαίνεται κατάλληλη να αποδείξει την ύπαρξη ενός αναγκαίου δεσμού. Ο δικαιούχος, για να αξίζει να τύχει της εθνικής ευγνωμοσύνης και αλληλεγγύης για τα δεινά που υπέστη και τα οποία μαρτυρεί η χορήγηση των παροχών, αρκεί να υπήρξε, λόγω της ιθαγένειας και/ή της κατοικίας του, θύμα της καταστολής. Η ιδιότητα του θύματος ως μέλους, λόγω της κατοικίας και/ή της ιθαγένειάς του κατά τον χρόνο των γεγονότων καταστολής, της κοινωνίας συνιστά τον δεσμό που δικαιολογεί την εκ μέρους της έκφραση αλληλεγγύης. Ουδεμία διαφορά υπάρχει, ως προς τον θεμιτό σκοπό της αλληλεγγύης, μεταξύ ενός Πολωνού υπηκόου θύματος εξορίας του σοβιετικού καθεστώτος, ο οποίος εξακολουθεί να κατοικεί στο πολωνικό έδαφος, και ενός Πολωνού υπηκόου θύματος της ίδιας εξορίας που κατοικεί πλέον σε άλλο κράτος μέλος. Η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση μπορεί να γίνει ακόμη λιγότερο δεκτή, δεδομένης της τάσης να καταστεί θεμελιώδης για τους υπηκόους των κρατών μελών η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης η οποία περιλαμβάνει το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και εγκατάστασης στο σύνολο του κοινοτικού χώρου. Επομένως, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί, καταρχήν, να εξαρτά πλέον την υποχρέωση αλληλεγγύης από ένα βαθμό ενσωμάτωσης που αποδεικνύεται μέσω της προϋπόθεσης κατοικίας σε εθνικό έδαφος. Η ιθαγένεια της Ένωσης πρέπει να ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να μην αντιλαμβάνονται τον θεμιτό βαθμό ενσωμάτωσης στο στενό πλαίσιο της εθνικής κοινότητας και μόνον αλλά και στο ευρύτερο πλαίσιο της κοινωνίας των λαών της Ένωσης ( 16 ).

24.

Οι πολωνικές αρχές, για να αμφισβητήσουν το συμπέρασμα αυτό και να δικαιολογήσουν την προϋπόθεση κατοικίας καθ’ όλη τη διάρκεια της χορήγησης της παροχής, δεν μπορούν να επικαλεστούν την απόφαση Tas-Hagen και Tas που έκρινε επίσης τη συμβατότητα προς το κοινοτικό δίκαιο της προϋπόθεσης κατοικίας που επιβαλλόταν για τη χορήγηση παροχής υπέρ των θυμάτων πολέμου ή των συνεπειών του. Βεβαίως, το Δικαστήριο, με την απόφαση αυτή, έκρινε ότι το κριτήριο της κατοικίας είναι ακατάλληλο για την επίτευξη του σκοπού του περιορισμού της υποχρέωσης αλληλεγγύης, καθό μέτρο το κριτήριο αυτό που ανατρέχει αποκλειστικώς στην ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης χορήγησης της παροχής μπορεί να οδηγήσει σε αντικρουόμενα αποτελέσματα για τα πρόσωπα που κατοικούν στο εξωτερικό και των οποίων ο βαθμός ενσωμάτωσης στην κοινωνία του κράτους μέλους που χορηγεί την εν λόγω παροχή είναι από κάθε άποψη παρόμοιος ( 17 ). Πάντως, η λύση αυτή δεν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει την επιβολή προϋπόθεσης κατοικίας, εφόσον προβλέπεται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι υπάρχει πραγματική διαφορά ως προς τον βαθμό ενσωμάτωσης που επιθυμεί το κράτος μέλος. Στο ειδικότερο πλαίσιο των παροχών υπέρ των θυμάτων πολέμου ή των συνεπειών του, η προϋπόθεση κατοικίας σε εθνικό έδαφος μπορεί να γίνει δεκτή μόνο στο μέτρο που, ανατρέχοντας στον χρόνο που συνέβησαν τα επιζήμια γεγονότα, καθιστά δυνατή την απόδειξη της ιδιότητας του θύματος προς το οποίο η εθνική κοινότητα ενδέχεται να καλείται να εκφράσει την αλληλεγγύη της.

25.

Οι πολωνικές αρχές δικαιολογούν επίσης την προϋπόθεση κατοικίας λόγω της ανάγκης ελέγχου της συνδρομής και της διατήρησης των προϋποθέσεων χορήγησης της αναπηρικής σύνταξης. Η προϋπόθεση κατοικίας καθιστά δυνατή, για τις αρμόδιες ιατρικές υπηρεσίες, τη διαπίστωση της κατάστασης της υγείας του αιτούντος, την απόδειξη του συνδέσμου μεταξύ των διαπιστούμενων βλαβών και της εξορίας, την εκτίμηση της ανικανότητας προς εργασία και, σε περίπτωση που κρινόταν ότι η ανικανότητα αυτή είναι προσωρινή, την υπαγωγή του δικαιούχου σε νέες εξετάσεις μετά τη λήξη ισχύος της εν λόγω αποφάσεως.

26.

Ωστόσο, αν και οι απαιτήσεις του ελέγχου των προϋποθέσεων χορήγησης της κοινωνικής παροχής συνιστούν αντικειμενική εκτίμηση γενικού συμφέροντος ( 18 ), η προϋπόθεση κατοικίας στο εθνικό έδαφος καθ’ όλη τη διάρκεια χορήγησης της παροχής υπερβαίνει προδήλως το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Μπορούν να προβλεφθούν διάφορα άλλα μέσα κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού αλλά λιγότερο περιοριστικά της ελεύθερης κυκλοφορίας και εγκατάστασης των πολιτών της Ένωσης. Θα αρκούσε, προφανώς, για παράδειγμα, η απαίτηση από τον αιτούντα να παρουσιαστεί για ιατρικό έλεγχο ενώπιον των αρμόδιων εθνικών υπηρεσιών κατά την εξέταση της αίτησης.

27.

Τέλος, οι πολωνικές αρχές, για να δικαιολογήσουν την επίμαχη στην κύρια δίκη προϋπόθεση κατοικίας, προβάλλουν την εξουσία τους για τον προσδιορισμό του ποσού και της φύσης των παροχών ανάλογα με τις ανάγκες των δικαιούχων όσον αφορά την υγεία και τις συνθήκες διαβίωσής τους. Πράγματι, εκτός από την αναπηρική σύνταξη της οποίας το ποσό μπορεί να κυμαίνεται προκειμένου να διασφαλίσει υπέρ του δικαιούχου ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης, η επίμαχη εθνική νομοθεσία προβλέπει και διάφορες παροχές, όπως, μεταξύ άλλων, μείωση των εξόδων μετακίνησης, επαγγελματική επιμόρφωση, ειδική ιατρική περίθαλψη, μηχανικό αναπηρικό καροτσάκι. Ως εκ τούτου, η απαίτηση προσαρμογής στην κατάσταση του δικαιούχου των παροχών που σκοπούν στην ικανοποίηση της βλάβης λόγω παραμονής σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως δεν μπορεί να λαμβάνεται ορθώς υπόψη χωρίς προϋπόθεση κατοικίας στο πολωνικό έδαφος.

28.

Η Δημοκρατία της Πολωνίας, με την επιχειρηματολογία αυτή, παραπέμπει εμμέσως στη νομολογία του Δικαστηρίου που επιτρέπει την επιβολή προϋπόθεσης κατοικίας, κατά παρέκκλιση από την αρχή της εξαγώγιμου των παροχών κοινωνικής ασφάλειας, στην περίπτωση παροχών «συνδεομένων στενά με το κοινωνικό περιβάλλον» ( 19 ). Η κεντρική ιδέα της λύσης αυτής είναι ότι, οσάκις το ύψος και η φύση της παροχής εξαρτώνται από το επίπεδο και τους όρους διαβίωσης που αποτελούν ίδιον του κράτους που τη χορηγεί, η επιβαλλόμενη για τη χορήγησή της προϋπόθεση κατοικίας είναι θεμιτή, κατάλληλη και αναγκαία ( 20 ).

29.

Πάντως, η επίμαχη στην κύρια δίκη αναπηρική σύνταξη δεν μου φαίνεται εμπίπτουσα στο είδος αυτό των συνδεομένων στενά με το κοινωνικό περιβάλλον παροχών. Οι παροχές που χαρακτηρίζονται έτσι από τη νομολογία προσδιορίζουν τις παροχές των οποίων βασικό κριτήριο χορήγησης είναι η ένδεια του ενδιαφερομένου και οι οποίες σκοπούν, ως εκ τούτου, να του εξασφαλίσουν ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης στο οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο του κράτους μέλους που χορηγεί τις εν λόγω παροχές. Ωστόσο, η αναπηρική σύνταξη της κύριας δίκης χορηγείται για αποζημίωση της βλάβης της υγείας εξαιτίας παραμονής σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση του δικαιούχου· η αναπηρική σύνταξη έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα για τα δεινά που υπέστη ο δικαιούχος. Ο καθού της κύριας δίκης επιβεβαίωσε τούτο, ισχυριζόμενος ρητώς με τις παρατηρήσεις του ότι η χορήγηση της σύνταξης που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης δεν εξαρτάται από την εκτίμηση των προσωπικών αναγκών του δικαιούχου. Επιπλέον το ύψος της εν λόγω σύνταξης μπορεί να κυμαίνεται ανάλογα με το οικονομικό επίπεδο διαβίωσης στην Πολωνία. Δεν αμφισβητείται ότι άλλες παροχές που προβλέπει η επίμαχη εθνική νομοθεσία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως στενά συνδεόμενες με το κοινωνικό περιβάλλον. Ωστόσο, δεν θα μπορούσαν, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αναλογικότητας, να δικαιολογήσουν μια γενική προϋπόθεση κατοικίας καθ’ όλη τη διάρκεια χορήγησης οποιασδήποτε παροχής. Επομένως, στον εθνικό νομοθέτη εναπόκειται να διακρίνει, εξ επόψεως κριτηρίου κατοικίας, ανάλογα με τη φύση των επίμαχων παροχών. Εν πάση περιπτώσει, αφού η επίμαχη στην κύρια δίκη αναπηρική σύνταξη δεν συνδέεται στενά με το κοινωνικό περιβάλλον, η εξάρτηση της χορήγησής της από την προϋπόθεση κατοικίας δεν μπορεί να δικαιολογηθεί.

IV — Πρόταση

30.

Υπό το φως των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα την ακόλουθη απάντηση:

«Το άρθρο 18 ΕΚ που εγγυάται στους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ελεύθερη κυκλοφορία και εγκατάσταση στο έδαφος των κρατών μελών πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνική νομοθεσία που εξαρτά τη χορήγηση αναπηρικής σύνταξης λόγω παραμονής σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως από την προϋπόθεση κατοικίας του δικαιούχου στο εθνικό έδαφος καθ’ όλη τη διάρκεια της παροχής.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Βλ. σχετικώς Azoulai, L., «Le rôle constitutionnel de la Cour de justice des Communautés européennes tel qu’il se dégage de sa jurisprudence [Ο συνταγματικός ρόλος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως διαμορφώνεται από τη νομολογία]», άρθρο υπό δημοσίευση στο Revue trimestrielle de droit européen.

( 3 ) Άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ L 28, σ. 1).

( 4 ) Για έναν όμοιο συλλογισμό που αποκλείει τον χαρακτηρισμό ως παροχών κοινωνικής ασφάλειας: των παροχών υπέρ αιχμαλώτων πολέμου, βλ. αποφάσεις της 6ης Ιουλίου 1978, 9/78, Directeur régional de la Sécurité sociale de Nancy (Συλλογή τόμος 1978, σ. 541)· της 16ης Σεπτεμβρίου 2004, C-386/02, Baldinger (Συλλογή 2004, σ. I-8411)· των στρατιωτικών συντάξεων αναπηρίας, βλ. απόφαση του Δικαστηρίου, της 31ης Μαΐου 1979, 207/78, Even και ONPTS (Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 19)· των παροχών που προβλέπονται από νομοθεσία που σκοπεί να βοηθήσει ορισμένες καταστάσεις που δημιουργήθηκαν από γεγονότα που συνδέονται με το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, βλ. αποφάσεις, της 31ης Μαρτίου 1977, 79/76, Fossi (Συλλογή τόμος 1977, σ. 189), και της 22ας Φεβρουαρίου 1979144/78, Tinelli (Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 401).

( 5 ) Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις, της 23ης Νοεμβρίου 2000, C-135/99, Elsen (Συλλογή 2000, σ. I-10409, σκέψη 33)· της 2ας Οκτωβρίου 2003, C-148/02, Garcia Avello (Συλλογή 2003, σ. I-11613, σκέψη 25)· της 15ης Μαρτίου 2005, C-209/03, Bidar (Συλλογή 2005, σ. I-2119, σκέψη 33), και της 26ης Οκτωβρίου 2006, C-192/05, Tas-Hagen και Tas (Συλλογή 2006, σ. I-10451, σκέψη 22).

( 6 ) Όπως την έχει χαρακτηρίσει ρητώς το Δικαστήριο (βλ. απόφαση, της 11ης Ιουλίου 2002, C-224/98, D’Hoop, Συλλογή 2002, σ. I-6191, σκέψη 29).

( 7 ) Βλ. σχετικώς τελευταία απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2007, C-11/06 και C-12/06, Morgan και Bucher (Συλλογή 2007, σ. I-9161, σκέψη 22).

( 8 ) Αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C-184/99, Grzelczyk (Συλλογή 2001, σ. I-6193, σκέψη 31)· της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, C-76/05, Schwarz και Gootjes-Schwarz (Συλλογή 2007, σ. I-6849, σκέψη 86).

( 9 ) Βλ. προμνησθείσες αποφάσεις Tas-Hagen και Tas (σκέψη 23) και Garcia Avello (σκέψη 26).

( 10 ) Βλ. προμνησθείσες αποφάσεις Garcia Avello (σκέψη 24) και Schwarz και Gootjes-Schwarz (σκέψη 87).

( 11 ) Για έναν παρόμοιο συλλογισμό, βλ. προμνησθείσα απόφαση Tas-Hagen και Tas (σκέψεις 24 έως 28)· απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, C-403/03, Schempp (Συλλογή 2005, σ. I-6421, σκέψεις 20 έως 25).

( 12 ) Βλ. απόφαση Schwarz και Gootjes-Schwarz, προπαρατεθείσα (σκέψη 89 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 13 ) Επομένως θα θιγόταν η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης (βλ., για παράδειγμα, προμνησθείσα απόφαση D’Hoop, σκέψεις 28 και 30).

( 14 ) Προμνησθείσα απόφαση Morgan και Bucher (σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 15 ) Βλ. απόφαση Tas-Hagen και Tas, προμνησθείσα (σκέψη 35). Βλ. επίσης, σχετικά με τις χορηγούμενες σε φοιτητές παροχές, προμνησθείσες αποφάσεις D’Hoop (σκέψη 38) και Bidar (σκέψη 57). Και, σχετικά με τις παροχές σε άτομα που αναζητούν εργασία, αποφάσεις της 23ης Μαρτίου 2004, C-138/02, Collins (Συλλογή 2004, σ. I-2703, σκέψη 67), και της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, C-258/04, Ιωαννίδης (Συλλογή 2005, σ. I-8275, σκέψη 30).

( 16 ) Βλ. σχετικώς τις προτάσεις τής γενικης εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Habelt κ.λπ. (αποφάση της 8ης Δεκεμβρίου 2007, C-396/05, C-419/05 και C-450/05, Συλλογή 2007, σ. I-11895, σημεία 82 έως 84).

( 17 ) Προμνησθείσα απόφαση (σκέψεις 37 έως 39).

( 18 ) Βλ. σχετικώς, ως προς το επίδομα ανεργίας, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2006, C-406/04, De Cuyper (Συλλογή 2006, σ. I-6947, σκέψη 41).

( 19 ) Βλ. αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, 313/86, Lenoir (Συλλογή 1988, σ. 5391, σκέψη 16)· της 4ης Νοεμβρίου 1997, C-20/96, Snares (Συλλογή 1997, σ. I-6057, σκέψη 42)· της 31ης Μαΐου 2001,C-43/99, Leclere και Deaconescu (Συλλογή 2001, σ. I-4265, σκέψη 32)· της 6ης Ιουλίου 2006, C-154/05, Kersbergen-Lap και Dams-Schipper (Συλλογή 2006, σ. I-6249, σκέψη 33)· Habelt, κ.λπ., προπαρατεθείσα (Συλλογή 2007, σ. I-11895, σκέψη 81).

( 20 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger στην προμνησθείσα υπόθεση Snares (σημεία 85 έως 88).