ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 13ης Δεκεμβρίου 2007

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις F-51/05 και F-18/06

Tineke Duyster

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Γλώσσες – Παραδεκτό – Βλαπτική απόφαση – Δεν υφίσταται – Γονική άδεια – Αίτημα περί αναβολής της ημερομηνίας ενάρξεως της γονικής αδείας – Επιρροή αδείας ασθενείας»

Αντικείμενο: Προσφυγές-αγωγές ασκηθείσες δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με τις οποίες η T. Duyster ζητεί κυρίως: στην υπόθεση F‑51/05, πρώτον, την ακύρωση τριών αποφάσεων της Επιτροπής, ήτοι της αποφάσεως της 22ας Οκτωβρίου 2004, με την οποία της χορηγήθηκε γονική άδεια από 1ης Νοεμβρίου 2004 έως και 30 Απριλίου 2005, της αποφάσεως της 30ής Νοεμβρίου 2004, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της περί αναβολής/ανακλήσεως της γονικής αδείας, και το εκκαθαριστικό σημείωμα αποδοχών της του Νοεμβρίου 2004· δεύτερον, τη διαπίστωση ότι η γονική άδεια για τον γιο της μπορεί ακόμη να ζητηθεί· τρίτον, την καταβολή διαφόρων ποσών υπό τη μορφή αποζημιώσεως, μεταξύ άλλων προς αποκατάσταση της ζημίας που προκύπτει από την αβεβαιότητα στην οποία βρέθηκε σχετικά με την υπαλληλική της κατάσταση και της ηθικής βλάβης που προκύπτει από την αβεβαιότητα αυτή· στην υπόθεση F‑18/06, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 17ης Νοεμβρίου 2005, περί καθορισμού της 8ης Νοεμβρίου 2004 ως ημερομηνίας ενάρξεως της γονικής της αδείας, αφετέρου, την καταβολή αποζημιώσεως, προς αποκατάσταση ιδίως της υλικής ζημίας και της ηθικής βλάβης που προκλήθηκαν από την εν λόγω απόφαση.

Απόφαση: Οι προσφυγές-αγωγές απορρίπτονται. Η Επιτροπή φέρει, πλέον των δικών της εξόδων, το ένα τρίτο των εξόδων της προσφεύγουσας-ενάγουσας. Η προσφεύγουσα-ενάγουσα φέρει τα δύο τρίτα των δικαστικών της εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Καθήκον αρωγής το οποίο υπέχει η διοίκηση

(Άρθρο 21, εδ. 3, ΕΚ)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Έννοια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις κατά των οποίων μπορεί να ασκηθεί προσφυγή – Αιτιολογία αποφάσεως – Αποκλείεται

(Άρθρο 230 ΕΚ)

4.      Διαδικασία – ΄Ενσταση εκκρεμοδικίας

5.      Υπάλληλοι – Άδειες – Γονική άδεια – Απόσυρση αιτήσεως – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 42α)

6.      Υπάλληλοι – Άδειες – Γονική άδεια – Διακοπή – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 42α)

1.      Εναπόκειται στα θεσμικά όργανα, δυνάμει του καθήκοντος αρωγής το οποίο υπέχουν, να απευθύνουν σε υπάλληλο ατομική απόφαση γραμμένη σε γλώσσα την οποία αυτός γνωρίζει εις βάθος, δεδομένου ότι η διοίκηση έχει την υποχρέωση να εξασφαλίζει ότι οι υπάλληλοι μπορούν πράγματι και εύκολα να λάβουν γνώση των διοικητικών πράξεων που τους αφορούν ατομικώς.

Ωστόσο, δεν μπορεί να συναχθεί από το άρθρο 21, τρίτο εδάφιο, ΕΚ ότι κάθε απόφαση που απευθύνεται από κοινοτικό όργανο σε υπάλληλό του πρέπει να έχει συναχθεί στη μητρική γλώσσα του υπαλλήλου αυτού. Συγκεκριμένα, οι αναφορές που κάνει η Συνθήκη στη χρήση των γλωσσών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν την εκδήλωση κάποιας γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου που διασφαλίζει σε κάθε πολίτη το δικαίωμα να απαιτεί οτιδήποτε μπορεί να επηρεάσει τα συμφέροντά του να έχει συνταχθεί στη γλώσσα του υπό οποιαδήποτε περίσταση.

(βλ. σκέψεις 56 έως 58)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 9 Σεπτεμβρίου 2003, C‑361/01 P, Kik κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2003, σ. I‑8283, σκέψη 82

ΠΕΚ: 23 Μαρτίου 2000, T‑197/98, Rudolph κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑55 και II‑241, σκέψη 46

2.      Μόνον οι πράξεις που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα που ενδέχεται να θίξουν, ευθέως και ατομικώς, τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων μεταβάλλοντας σημαντικά την έννομη κατάστασή τους μπορούν να θεωρηθούν βλαπτικές για αυτούς.

Ωστόσο, ορισμένες πράξεις, έστω και αν δεν θίγουν τα υλικά συμφέροντα ή την ιεραρχική θέση του υπαλλήλου, μπορούν να θεωρηθούν, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως του οικείου καθήκοντος και των περιστάσεων, βλαπτικές πράξεις, αν θίγουν τα ηθικά συμφέροντα ή τις μελλοντικές προοπτικές του ενδιαφερομένου. Το ουσιώδες στοιχείο μιας βλαπτικής πράξης είναι το ότι η πράξη επηρεάζει τα συμφέροντα ενός ατόμου, ήτοι το ότι ενδέχεται να βλάψει τα συμφέροντα του ατόμου αυτού, ιδίως σε σχέση με αίτημα το οποίο το εν λόγω άτομο έχει υποβάλει. Η προσφυγή πρέπει να μπορεί, διά του αποτελέσματός της, να προσπορίσει όφελος στον διάδικο που την άσκησε.

(βλ. σκέψεις 78 έως 80)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 27 Ιουνίου 1973, 35/72, Kley κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1973, σ. 593, σκέψεις 4 και 5· 29 Οκτωβρίου 1981, 125/80, Arning κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2539, σκέψη 17· 3 Δεκεμβρίου 1992, C‑32/92 P, Moat κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I‑6379, σκέψη 9· 10 Ιανουαρίου 2006, C‑373/04 P, Επιτροπή κατά Alvarez Moreno, Συλλογή 2006, σ. I‑1, σκέψη 42

3.      Οι εκτιμήσεις που διατυπώνονται στις αιτιολογικές σκέψεις μιας αποφάσεως δεν μπορούν να αποτελέσουν, αυτές καθαυτές, αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως και δεν μπορούν να υπαχθούν στον έλεγχο νομιμότητας που ασκεί ο κοινοτικός δικαστής παρά μόνον καθόσον, ως αιτιολογικές σκέψεις μιας βλαπτικής αποφάσεως, συνιστούν το αναγκαίο έρεισμα για το διατακτικό της, ή, τουλάχιστον, καθόσον οι αιτιολογίες αυτές μπορούν να μεταβάλουν την ουσία όσων έγιναν δεκτά με το διατακτικό της επίμαχης πράξεως.

(βλ. σκέψη 84)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 30 Απριλίου 2007, T‑387/04, EnBW Energie Baden-Württemberg κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑1195, σκέψη 127 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

4.      Προσφυγή ασκηθείσα μεταγενεστέρως μιας άλλης, η οποία αφορά τους αυτούς διαδίκους, έχει το ίδιο αντικείμενο και στηρίζεται στους ίδιους λόγους, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

(βλ. σκέψεις 94 και 102)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 19 Σεπτεμβρίου 1985, 172/83 και 226/83, Hoogovens Groep κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 2831, σκέψη 9· 22 Σεπτεμβρίου 1988, 358/85 και 51/86, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 4821, σκέψη 12

ΠΕΚ: 14 Ιουνίου 2007, T‑68/07, Landtag Schleswig-Holstein κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 16

5.      Αίτηση περί χορηγήσεως γονικής αδείας μπορεί να ανακληθεί μονομερώς από τον υπάλληλο, αλλά μόνον εντός εύλογης προθεσμίας, εν πάση δε περιπτώσει όχι μετά την ημερομηνία κατά την οποία κοινοποιήθηκε η απόφαση επί της αιτήσεως αυτής ή, το πολύ, μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία ο οικείος υπάλληλος έλαβε γνώση της αποφάσεως αυτής.

(βλ. σκέψη 139)

6.      Το άρθρο 2, παράγραφος 4, των γενικών εκτελεστικών διατάξεων του άρθρου 42α του ΚΥΚ που θέσπισε η Επιτροπή, κατά το οποίο η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, να ακυρώσει την απόφαση με την οποία χορηγήθηκε γονική άδεια, έχει την έννοια ότι επιτρέπει επίσης προσωρινή διακοπή της γονικής αδείας.

Από τη διευκρίνιση ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή «μπορεί», δυνάμει του εν λόγω άρθρου, να ακυρώσει την άδεια, και δεν είναι συνεπώς υποχρεωμένη να δέχεται κάθε αίτημα περί ακυρώσεως ή διακοπής, προκύπτει ότι κάθε απόφαση που λαμβάνεται υπό την έννοια αυτή από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή πρέπει να στηρίζεται σε θεμιτούς λόγους, τους οποίου προέβαλε ο υπάλληλος, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της γονικής αδείας, και να προκύπτει από τη στάθμιση των συμφερόντων του εν λόγω υπαλλήλου και του θεσμικού οργάνου.

Το περιθώριο εκτιμήσεως το οποίο διαθέτει η διοίκηση είναι ωστόσο περιορισμένο όταν ο ενδιαφερόμενος που έχει λάβει γονική άδεια αποδεικνύει, με την αίτησή του περί διακοπής της αδείας, ότι λόγω μεταγενέστερων της χορηγήσεως της εν λόγω αδείας γεγονότων βρίσκεται αναμφισβήτητα σε αδυναμία να ασχοληθεί με το τέκνο του υπό τις αρχικώς προβλεφθείσες προϋποθέσεις. Τούτο μπορεί συνεπώς να ισχύει ειδικότερα όταν ο υπάλληλος έχει προσβληθεί από ασθένεια της οποίας η σοβαρότητα ή τα χαρακτηριστικά τον περιάγουν σε μια τέτοια κατάσταση αδυναμίας.

(βλ. σκέψεις 163, 167, 169 και 170)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 20 Σεπτεμβρίου 2007, C‑116/06, Kiiski, Συλλογή 2007, σ. Ι-7643, σκέψη 38