Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Προδικαστικά ερωτήματα — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου — Όρια

(Άρθρο 234 ΕΚ)

2. Προδικαστικά ερωτήματα — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου — Όρια

(Άρθρο 234 ΕΚ)

3. Ευρωπαϊκή Ένωση — Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις — Πρωτόκολλο που ενσωματώνει το κεκτημένο του Σένγκεν — Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν — Αρχή ne bis in idem

(Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν, άρθρο 54)

4. Ευρωπαϊκή Ένωση — Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις — Πρωτόκολλο που ενσωματώνει το κεκτημένο του Σένγκεν — Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν — Αρχή ne bis in idem

(Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν, άρθρο 54)

Περίληψη

1. Στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων την οποία προβλέπει το άρθρο 234 ΕΚ, μόνο στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο εκδικάζει τη διαφορά και πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της εκδοθησομένης δικαστικής αποφάσεως, απόκειται να εκτιμήσει, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτέρων περιστάσεων της υποθέσεως, τόσο την ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως για να μπορέσει να εκδώσει την απόφασή του όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, όταν τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να αποφανθεί.

Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να δώσει απάντηση σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητηθείσα ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου δεν έχει καμία σχέση με πραγματική διαφορά ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικό ή, ακόμα, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα αναγκαία πραγματικά και νομικά στοιχεία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν.

(βλ. σκέψεις 33-34)

2. Το Δικαστήριο ναι μεν δεν είναι αρμόδιο, κατά το άρθρο 234 ΕΚ, να εφαρμόζει τους κοινοτικούς κανόνες επί συγκεκριμένης διαφοράς και, επομένως, να προβαίνει σε νομικό χαρακτηρισμό διατάξεως εθνικού δικαίου έναντι των κανόνων αυτών, μπορεί όμως, στο πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας που καθιερώνει το εν λόγω άρθρο και βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, να παρέχει στο εθνικό δικαστήριο τα στοιχεία ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου που θα του ήσαν χρήσιμα κατά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων της εν λόγω διατάξεως.

(βλ. σκέψη 37)

3. Το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν έχει την έννοια ότι το κατάλληλο κριτήριο για την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου είναι το κριτήριο της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών με την έννοια ενός συνόλου περιστατικών που συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού τους ή του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος.

Όσον αφορά τα σχετικά με ναρκωτικές ουσίες εγκλήματα, αφενός, δεν απαιτείται να είναι η ίδια η οικεία ποσότητα ναρκωτικών στα δύο συμβαλλόμενα κράτη ή να ταυτίζονται τα άτομα που φέρεται ότι τέλεσαν τις οικείες πράξεις στα δύο αυτά κράτη. Επομένως, δεν αποκλείεται μια κατάσταση στην οποία δεν υφίσταται μια τέτοια ταυτότητα να αποτελεί ένα σύνολο πραγματικών περιστατικών τα οποία, από την ίδια τη φύση τους, συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Αφετέρου, οι αξιόποινες πράξεις που συνίστανται στην εξαγωγή και στην εισαγωγή των ίδιων ναρκωτικών και διώκονται σε διάφορα συμβαλλόμενα στη σύμβαση αυτή κράτη πρέπει να θεωρούνται καταρχήν ως «ίδια πραγματικά περιστατικά» υπό την έννοια του άρθρου 54, ενώ η οριστική αξιολόγηση του ζητήματος αυτού απόκειται στις αρμόδιες εθνικές αρχές.

(βλ. σκέψεις 48-51, 53, διατακτ. 1)

4. Η αρχή ne bis in idem, την οποία καθιερώνει το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν (ΣΕΣΣ) και η οποία έχει ως σκοπό να αποφεύγεται το ενδεχόμενο να διώκεται ένα άτομο που κάνει χρήση του δικαιώματός του για ελεύθερη κυκλοφορία για τα ίδια περιστατικά στο έδαφος περισσότερων του ενός συμβαλλομένων κρατών, έχει εφαρμογή σε απόφαση των δικαστικών αρχών ενός συμβαλλομένου κράτους με την οποία ένας κατηγορούμενος απαλλάσσεται αμετακλήτως λόγω ανεπαρκών αποδείξεων.

Πράγματι, η κύρια πρόταση που περιλαμβάνεται στη μοναδική φράση η οποία αποτελεί το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ δεν κάνει καμία μνεία σχετικά με το περιεχόμενο της αποφάσεως που κατέστη αμετάκλητη. Μόνον η δευτερεύουσα πρόταση του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ αφορά την περίπτωση καταδίκης, ορίζοντας ότι, τότε, η απαγόρευση ποινικής διώξεως εξαρτάται από μια ειδική προϋπόθεση. Αν ο γενικός κανόνας που περιλαμβάνεται στην κύρια πρόταση εφαρμοζόταν μόνο στις καταδικαστικές αποφάσεις, θα ήταν περιττό να προβλεφθεί ότι ο ειδικός κανόνας έχει εφαρμογή σε περίπτωση καταδίκης.

Επιπλέον, η μη εφαρμογή του ως άνω άρθρου 54 σε αμετάκλητη απαλλακτική απόφαση λόγω ανεπαρκών αποδείξεων θα είχε ως αποτέλεσμα τη διακύβευση της ασκήσεως του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας.

Τέλος, η κίνηση ποινικής διαδικασίας εντός άλλου συμβαλλομένου κράτους για τα ίδια περιστατικά, σε περίπτωση αμετάκλητης απαλλακτικής αποφάσεως λόγω ανεπαρκών αποδείξεων, θα οδηγούσε σε διακύβευση των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Πράγματι, ο κατηγορούμενος θα διέτρεχε τον κίνδυνο νέα διώξεως εντός άλλου συμβαλλομένου κράτους ενώ τα ίδια περιστατικά θα έχουν κριθεί αμετακλήτως.

(βλ. σκέψεις 56-59, 61, διατακτ. 2)