Υπόθεση C-25/05 P

August Storck KG

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Αίτηση αναιρέσεως — Κοινοτικό σήμα — Άρθρο 7, παράγραφοι 1, στοιχείο β΄, και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 — Απόλυτος λόγος απαραδέκτου της καταχωρίσεως — Εικονιστικό σήμα — Παράσταση συσκευασίας ζαχαρωτού χρώματος χρυσαφί — Διακριτικός χαρακτήρας»

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer της 23ης Μαρτίου 2006 

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 22ας Ιουνίου 2006 

Περίληψη της αποφάσεως

1.     Κοινοτικό σήμα — Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος — Απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου — Σήματα στερούμενα διακριτικού χαρακτήρα

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 1, στοιχείο β΄)

2.     Αναίρεση — Λόγοι — Επανάληψη απλώς και μόνον των λόγων και επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου — Μη προσδιορισμός της προβαλλόμενης πλάνης περί το δίκαιο — Απαράδεκτο — Αμφισβήτηση της εκ μέρους του Πρωτοδικείου ερμηνείας ή εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου — Παραδεκτό

(Άρθρο 225 ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 112 § 1, εδ. 1, στοιχείο γ΄)

3.     Κοινοτικό σήμα — Διαδικαστικές διατάξεις — Αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών

(Άρθρο 225 ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58· κανονισμός του Συμβουλίου 40/94, άρθρο 74)

4.     Κοινοτικό σήμα — Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος — Απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου — Σήματα στερούμενα διακριτικού χαρακτήρα

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 3)

5.     Κοινοτικό σήμα — Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος — Απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου — Σήματα στερούμενα διακριτικού χαρακτήρα

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 7 §§ 2 και 3)

1.     Tα κριτήρια βάσει των οποίων εκτιμάται ο διακριτικός χαρακτήρας, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, για το κοινοτικό σήμα, των τρισδιάστατων σημάτων που αποτελούνται από τη μορφή του ίδιου του προϊόντος δεν διαφέρουν από τα κριτήρια που ισχύουν για άλλες κατηγορίες σημάτων.

Πάντως, στο πλαίσιο της εφαρμογής των κριτηρίων αυτών, ο τρόπος με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται το σήμα δεν είναι απαραίτητα ο ίδιος στην περίπτωση ενός τρισδιάστατου σήματος, αποτελούμενου από την μορφή του ίδιου του προϊόντος, όπως στην περίπτωση ενός λεκτικού ή εικονιστικού σήματος, αποτελούμενου από σημείο άσχετο με τη μορφή των προϊόντων που προσδιορίζει. Πράγματι, ο μέσος καταναλωτής δεν έχει τη συνήθεια να αναγνωρίζει την προέλευση των προϊόντων βάσει του σχήματος του προϊόντος ή της συσκευασίας του, χωρίς να υπάρχει κάποιο εικονιστικό ή λεκτικό στοιχείο και, κατά συνέπεια, ενδέχεται να καταστεί δυσχερέστερη η απόδειξη του διακριτικού χαρακτήρα ενός τέτοιου τρισδιάστατου σήματος, σε σχέση με κάποιο λεκτικό ή εικονιστικό σήμα.

Υπό τις συνθήκες αυτές, μόνον το σήμα το οποίο αποκλίνει σημαντικά από τα γενικώς ή συνήθως ισχύοντα στον κλάδο και, λόγω αυτού του γεγονότος, μπορεί να επιτελεί τη βασική του λειτουργία προσδιορισμού της προελεύσεως δεν στερείται διακριτικού χαρακτήρα κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

Η νομολογία αυτή, αναπτυχθείσα σχετικά με τα τρισδιάστατα σήματα που αποτελούνται από την όψη του ίδιου του προϊόντος, ισχύει επίσης όταν, το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση είναι εικονιστικό σήμα αποτελούμενο από τη δισδιάστατη παράσταση του εν λόγω προϊόντος, αφού ούτε το σήμα αυτό αποτελείται από σημείο ανεξάρτητο από την όψη των προϊόντων που προσδιορίζει.

(βλ. σκέψεις 26-29)

2.     Βάσει των άρθρων 225 ΕΚ, 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό. Δεν πληροί την επιταγή αυτή η αίτηση αναιρέσεως η οποία, χωρίς να περιέχει επιχειρηματολογία αποσκοπούσα ειδικώς στον προσδιορισμό της πλάνης περί το δίκαιο την οποία ενέχει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, περιορίζεται στην επανάληψη των λόγων και των επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου.

Αντιθέτως, εφόσον ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από το Πρωτοδικείο, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατά την εξέταση αιτήσεως αναιρέσεως. Πράγματι, αν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει, κατά τον τρόπο αυτό, την αίτησή του αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη ενώπιον του Πρωτοδικείου, η διαδικασία της αναιρέσεως θα στερούνταν μέρος του νοήματός της.

(βλ. σκέψεις 47-48)

3.     Κατά το άρθρο 74, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, για το κοινοτικό σήμα, οι εξεταστές του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) και, κατόπιν προσφυγής, τα τμήματα προσφυγών του Γραφείου οφείλουν να εξετάζουν τα πραγματικά περιστατικά προκειμένου να προσδιορίσουν αν το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση εμπίπτει ή όχι σε έναν από τους λόγους απαραδέκτου της καταχωρίσεως που διαλαμβάνει το άρθρο 7 του ίδιου κανονισμού. Επομένως, τα αρμόδια όργανα του Γραφείου μπορούν να οδηγηθούν στο να στηρίξουν τις αποφάσεις τους σε πραγματικά περιστατικά που δεν επικαλέστηκε ο αιτών. Μολονότι, κατ’ αρχήν, εναπόκειται στα όργανα αυτά να αποδείξουν, με τις αποφάσεις τους, την ακρίβεια τέτοιων πραγματικών περιστατικών, τούτο δε συμβαίνει όταν επικαλούνται πασίδηλα περιστατικά. Ο αιτών στον οποίο το Γραφείο αντιτάσσει τέτοια πασίδηλα περιστατικά είναι σε θέση να αμφισβητήσει την ακρίβειά τους ενώπιον του Πρωτοδικείου. Η διαπίστωση, εκ μέρους του Πρωτοδικείου, του πασίδηλου ή όχι χαρακτήρα των περιστατικών συνιστά εκτίμηση πραγματικού χαρακτήρα η οποία, εκτός από την περίπτωση παραμορφώσεως, εκφεύγει του ελέγχου του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αναιρέσεως.

(βλ. σκέψεις 50-53)

4.     Το μερίδιο της αγοράς που κατέχει το σήμα είναι μια ένδειξη η οποία μπορεί να ασκεί επιρροή για την εκτίμηση του ζητήματος αν το σήμα αυτό απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94, για το κοινοτικό σήμα. Τούτο συμβαίνει, ειδικότερα, όταν, όπως εν προκειμένω, ένα σήμα αποτελούμενο από την εμφάνιση του προϊόντος για το οποίο ζητήθηκε η καταχώριση φαίνεται να στερείται διακριτικού χαρακτήρα για τον λόγο ότι δεν αποκλίνει σημαντικά από τα γενικώς ισχύοντα ή τις συνήθειες του τομέα. Συγκεκριμένα, είναι πιθανόν ότι, σε παρόμοια περίπτωση, ένα τέτοιο σήμα δεν μπορεί να αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα παρά μόνον αν, κατόπιν της χρήσεως που του έχει γίνει, τα προϊόντα που φέρουν το σήμα αυτό κατέχουν ένα όχι αμελητέο μερίδιο της αγοράς των οικείων προϊόντων.

Για τους ίδιους λόγους, το μερίδιο στον όγκο των διαφημίσεων για την αγορά των οικείων προϊόντων που αντιπροσωπεύουν οι αναληφθείσες διαφημιστικές επενδύσεις για την προώθηση του σήματος αποτελεί επίσης μια ένδειξη ασκούσα επιρροή στην εκτίμηση του ζητήματος αν το σήμα αυτό απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως.

Άλλωστε, το ζήτημα αν τέτοιες πληροφορίες είναι ή όχι αναγκαίες για την εκτίμηση του ζητήματος αν δεδομένο σήμα απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως εμπίπτει στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους των οργάνων του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) και, κατόπιν προσφυγής, εκ μέρους του Πρωτοδικείου.

(βλ. σκέψεις 76-78)

5.     Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, για το κοινοτικό σήμα, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, ένα σήμα δεν γίνεται δεκτό προς καταχώριση αν στερείται διακριτικού χαρακτήρα μόνο σε τμήμα της Κοινότητας.

Εξάλλου, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94, η παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ίδιου άρθρου δεν εφαρμόζεται αν το σήμα απέκτησε για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες για τις οποίες ζητείται η καταχώριση διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεως που του έχει γίνει.

Επομένως, ένα σήμα δεν μπορεί να καταχωρισθεί βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 παρά μόνον αν προσκομιστεί απόδειξη ότι απέκτησε, λόγω της χρήσεως που του έχει γίνει, διακριτικό χαρακτήρα εντός του τμήματος της Κοινότητας εντός του οποίου δεν είχε ab initio ένα τέτοιο χαρακτήρα κατά την έννοια της παραγράφου 1, στοιχείο β΄, του ίδιου άρθρου. Το τμήμα της Κοινότητας που σκοπεί η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου μπορεί να αποτελείται, ενδεχομένως, από ένα και μόνο κράτος μέλος.

(βλ. σκέψεις 81-83)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 22ας Ιουνίου 2006 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Κοινοτικό σήμα – Άρθρο 7, παράγραφοι 1, στοιχείο β΄, και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 – Απόλυτος λόγος απαραδέκτου της καταχωρίσεως – Εικονιστικό σήμα – Παράσταση συσκευασίας ζαχαρωτού χρώματος χρυσαφί – Διακριτικός χαρακτήρας»

Στην υπόθεση C-25/05 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως βάσει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, ασκηθείσα στις 24 Ιανουαρίου 2005,

August Storck KG, με έδρα το Βερολίνο (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους I. Rohr, H. Wrage-Molkenthin και T. Reher, Rechtsanwälte,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι:

το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενο από τον G. Schneider,

καθού πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, N. Colneric, J. N. Cunha Rodrigues, M. Ilešič (εισηγητή) και E. Levits, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: B. Fülöp, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Φεβρουαρίου 2006,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Μαρτίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Με την αίτησή της αναιρέσεως, η August Storck KG ζητεί να αναιρεθεί η απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τέταρτο τμήμα) της 10ης Νοεμβρίου 2004, Τ-402/02, Storck κατά ΓΕΕΑ (σχήμα ενός ζαχαρωτού) (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή της με την οποία ζητούσε την εξαφάνιση της αποφάσεως του τέταρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 14ης Οκτωβρίου 2002 (υπόθεση R 256/2001‑4) (στο εξής: επίδικη απόφαση), με την οποία απορρίφθηκε η καταχώριση ενός εικονιστικού σήματος που εμφανίζει τη συσκευασία ενός ζαχαρωτού με στριμμένα τα δύο άκρα (σχήμα σγουρόχαρτου) σε χρυσαφί χρώμα.

 Το νομικό πλαίσιο

2       Ο κανονισμός (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (EE 1994, L 11, σ. 1), ορίζει, στο άρθρο 7 αυτού, που τιτλοφορείται «Απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου»:

1.      Δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση:

[…]

β)      τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα·

[…]

2.      Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται ακόμη και αν οι λόγοι απαραδέκτου υφίστανται μόνο σε τμήμα της Κοινότητας.

3.      Η παράγραφος 1, στοιχεία β΄, γ΄ και δ΄, δεν εφαρμόζεται αν το σήμα έχει αποκτήσει για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες ζητείται η καταχώριση διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσης που του έχει γίνει.»

3       Το άρθρο 73 του κανονισμού 40/94, που τιτλοφορείται «Αιτιολόγηση των αποφάσεων», ορίζει:

«Οι αποφάσεις του Γραφείου αιτιολογούνται. Δεν μπορούν να στηρίζονται παρά μόνο στους λόγους επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να λάβουν θέση.»

4       Το άρθρο 74 του κανονισμού 40/94, που τιτλοφορείται «Αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών», διευκρινίζει, στην παράγραφο 1 αυτού:

«Κατά την ενώπιόν του διαδικασία, το Γραφείο εξετάζει τα πραγματικά περιστατικά. Εντούτοις, σε διαδικασία που αφορά τους σχετικούς λόγους απαραδέκτου της καταχώρησης, η εξέταση περιορίζεται στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι καθώς και τα υποβληθέντα από αυτούς αιτήματα.»

 Ιστορικό της διαφοράς

5       Στις 30 Μαρτίου 1998, η αναιρεσείουσα υπέβαλε στο ΓΕΕΑ, δυνάμει του κανονισμού 40/94, αίτηση καταχωρίσεως ως κοινοτικού σήματος ενός τρισδιάστατου σήματος που αντιστοιχεί στη δισδιάστατη παράσταση, σε προοπτική, ενός ζαχαρωτού συσκευασμένου σε συσκευασία με στριμμένα τα δύο άκρα (σχήμα σγουρόχαρτου) σε χρυσαφί χρώμα, που απεικονίζεται κατωτέρω:

Image not found

6       Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση είναι τα «ζαχαρωτά» και εμπίπτουν στην κλάση 30 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας σχετικά με τη διεθνή κατάταξη των προϊόντων και των υπηρεσιών για την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί.

7       Με απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2001, ο εξεταστής απέρριψε την αίτηση με το σκεπτικό ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση εστερείτο διακριτικού χαρακτήρα υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 και δεν είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεως κατά την έννοια της παραγράφου 3 του ιδίου άρθρου.

8       Με την επίδικη απόφαση, το τέταρτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ επιβεβαίωσε την απόφαση του εξεταστή. Όσον αφορά τον διακριτικό χαρακτήρα ab initio, διαπίστωσε, ειδικότερα, ότι το χρυσαφί χρώμα που εμφανιζόταν στη γραφική παράσταση του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση ήταν συνήθους και συχνής χρήσεως στο εμπόριο για τις συσκευασίες ζαχαρωτών. Έκρινε επίσης ότι τα στοιχεία που προέβαλε η αναιρεσείουσα δεν αποδείκνυαν ότι το σήμα αυτό απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα για τα ζαχαρωτά εν γένει, και ειδικότερα για τις καραμέλες, κατόπιν της χρήσεως που του είχε γίνει.

 Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

9       Η αναιρεσείουσα άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή στηριζόμενη σε δύο λόγους για την εξαφάνιση της επίδικης αποφάσεως.

10     Επί του πρώτου λόγου, που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, το Πρωτοδικείο έκρινε, με τις σκέψεις 39 έως 45 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι το τμήμα προσφυγών του Γραφείου ορθώς κατέληξε στο ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση εστερείτο διακριτικού χαρακτήρα, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για τους εξής λόγους:

«55      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα εκτιμώντας ότι “το περίγραμμα του οικείου σήματος (συσκευασία με στριμμένα άκρα, χρώμα καφέ ανοιχτό ή χρυσαφί) δεν ξεχώριζε ριζικά από τις άλλες συνήθεις παραστάσεις στο εμπόριο” (σκέψη 14 της επίδικης αποφάσεως).

56      Πράγματι, το τμήμα προσφυγών ορθώς διαπίστωσε, στη σκέψη 15 της [επίδικης] αποφάσεως, ότι το σχήμα της επίδικης συσκευασίας είναι “σύνηθες και παραδοσιακό σχήμα συσκευασίας ζαχαρωτών” και ότι απαντά “μεγάλος αριθμός ζαχαρωτών συσκευασμένων με τον τρόπο αυτό στην αγορά”. Το ίδιο ισχύει για το χρώμα της οικείας συσκευασίας, δηλαδή το ανοιχτό καφέ (καραμελί) ή, όπως προκύπτει από τη γραφική παράσταση του σήματος, του οποίου ζητείται η καταχώριση, το χρυσαφί ή η χρυσαφιά απόχρωση. Τα χρώματα αυτά δεν έχουν τίποτε το ασυνήθιστο καθεαυτά, ούτε είναι σπάνιο να χρησιμοποιούνται για τις συσκευασίες ζαχαρωτών, όπως λυσιτελώς παρατήρησε το τμήμα προσφυγών στη σκέψη 16 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε, στη σκέψη 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, εν προκειμένω, ο μέσος καταναλωτής δεν αντιλαμβάνεται το σήμα ως αποτελούν καθεαυτό ένδειξη της εμπορικής προελεύσεως του προϊόντος, αλλά ως συσκευασία ζαχαρωτού, τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο […].

57      Επομένως, τα χαρακτηριστικά του συνδυασμού σχήματος και χρώματος του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν διαφέρουν επαρκώς από αυτά των βασικών σχημάτων που συχνά χρησιμοποιούνται για τη συσκευασία ζαχαρωτών ή καραμελών και, επομένως, δεν μπορούν να απομνημονεύονται από το ενδιαφερόμενο κοινό ως ενδείξεις εμπορικής προελεύσεως. Πράγματι, η συσκευασία με τα στριμμένα άκρα (σχήμα σγουρόχαρτου), με το καφέ ανοιχτό ή χρυσαφί χρώμα της, δεν διαφέρει ουσιωδώς από τις συσκευασίες των οικείων προϊόντων (ζαχαρωτών, καραμελών), που χρησιμοποιούνται συνήθως στο εμπόριο, και, επομένως, γίνονται φυσικά αντιληπτές ως τυπικό σχήμα συσκευασίας των εν λόγω προϊόντων.

[…]

60      […] το τμήμα προσφυγών ορθώς ανέφερε, στις σκέψεις 19 και 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τον κίνδυνο μονοπωλήσεως της οικείας συσκευασίας για τα ζαχαρωτά, εφόσον με την εξέταση αυτή μόλις είχε επιβεβαιωθεί η απουσία διακριτικού χαρακτήρα της εν λόγω συσκευασίας για τα προϊόντα αυτά, σύμφωνα με το γενικό συμφέρον πάνω στο οποίο στηρίζεται ο απόλυτος λόγος απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94.

[…]

62      Από όλες τις προεκτεθείσες εκτιμήσεις προκύπτει ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν μπορεί, όπως αυτό γίνεται αντιληπτό από τον μέσο καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενήμερος, να καταστήσει δυνατό το να εξατομικεύονται τα οικεία προϊόντα και να διακρίνονται από αυτά που έχουν άλλη εμπορική προέλευση. Επομένως, στερείται διακριτικού χαρακτήρα έναντι των προϊόντων αυτών.»

11     Επί του δευτέρου λόγου, που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94, το Πρωτοδικείο έκρινε, με τις σκέψεις 82 έως 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση απέκτησε, σε ολόκληρη την Κοινότητα, διακριτικό χαρακτήρα που προέκυπτε από τη χρήση που του έχει γίνει, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ειδικότερα για τους εξής λόγους:

«82      Πρώτον, ως προς τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που στηρίζονται στους αριθμούς πωλήσεων των οικείων προϊόντων εντός της Κοινότητας για την περίοδο 1994 έως 1998, το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι, εν προκειμένω, αυτοί δεν μπορούν να αποδείξουν ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεως που του έγινε.

83      Στη σκέψη 25 της [επίδικης] αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών έκρινε ορθώς ότι οι εν λόγω αριθμοί δεν καθιστούν δυνατή την εκτίμηση του μεριδίου της οικείας αγοράς που κατέχει η προσφεύγουσα βάσει του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση. Συγκεκριμένα, παρά τις πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό μονάδων και τόνων ζαχαρωτών που πωλούνται εντός της οικείας συσκευασίας, οι οποίες απορρέουν από τα εν λόγω στοιχεία, “ρεαλιστική εκτίμηση της ισχύος [της προσφεύγουσας] στην αγορά παρέμενε αδύνατη, ελλείψει στοιχείων ως προς το συνολικό μέγεθος της αγοράς των προϊόντων που πρέπει να ληφθούν υπόψη ή εκτιμήσεων των πωλήσεων των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων, προς τις οποίες [θα μπορούσαν] να συσχετισθούν οι αριθμοί της προσφεύγουσας”. […]

84      Στη συνέχεια, το τμήμα προσφυγών επίσης έκρινε ορθώς ότι τα διαφημιστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα θέτουν τα ίδια προβλήματα με τους προπαρατεθέντες αριθμούς πωλήσεων. Έτσι, στη σκέψη 26 της [επίδικης] αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών φρόντισε να παρατηρήσει ότι τα στοιχεία που προέβαλε η προσφεύγουσα σχετικά με τα εν λόγω έξοδα δεν ήσαν καθόλου χρήσιμα, στο μέτρο που “κανένα στοιχείο δεν επέτρεπε να αποκτήσει κανείς μια ιδέα του μεγέθους των διαφημίσεων στην αγορά των οικείων προϊόντων” […] Επομένως, το διαφημιστικό αυτό υλικό δεν μπορεί να αποτελεί την απόδειξη […] ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται το εν λόγω σήμα ως δηλούν την εμπορική προέλευση των οικείων προϊόντων […].

85      Εξάλλου, όπως διαπίστωσε το τμήμα προσφυγών στην ίδια σκέψη της [επίδικης] αποφάσεως, τα εν λόγω έξοδα δεν ήταν πολύ υψηλά “σε ικανό αριθμό κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως”, προσθέτοντας “ότι τα στοιχεία αυτά έλειπαν ακόμη και εντελώς ως προς ορισμένα κράτη μέλη”. Πράγματι, για κανένα έτος της περιόδου αναφοράς (1994-1998), τα εν λόγω έξοδα δεν καλύπτουν όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

86      […] Πρέπει να θεωρηθεί ότι ο απόλυτος λόγος απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 υφίσταται, ως προς το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, σε όλη την Κοινότητα. Επομένως, σε όλη την Κοινότητα πρέπει το σήμα αυτό να έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεως, για να μπορεί να καταχωρισθεί δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 3, του ιδίου κανονισμού […].

87      Υπό τις συνθήκες αυτές, τα πιο πάνω αναφερόμενα διαφημιστικά έξοδα δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να αποτελούν την απόδειξη του ότι, σε όλη την Κοινότητα και για την περίοδο 1994-1998, το ενδιαφερόμενο κοινό, ή τουλάχιστον ένα σημαντικό μέρος αυτού, αντιλαμβανόταν το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση ως δηλούν την εμπορική προέλευση των οικείων προϊόντων.

[…]»

12     Όσον αφορά τον τρίτο λόγο, που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 74, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 40/94, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το τμήμα προσφυγών του Γραφείου δεν παρέβη τη διάταξη αυτή για τον εξής λόγο, που περιλαμβάνεται στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία παραπέμπει η σκέψη 95 της ίδιας αποφάσεως:

«Η αναφορά [στην] [επίδικη] απόφαση, στη συνήθη πρακτική στο εμπόριο των ζαχαρωτών ή των καραμελών, χωρίς να παρασχεθούν συγκεκριμένα παραδείγματα της πρακτικής αυτής, δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών ως προς την απουσία διακριτικού χαρακτήρα, ιδίου του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση. Συγκεκριμένα, εκτιμώντας ότι ο συνδυασμός σχήματος και χρώματος του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν είναι ασυνήθης στο εμπόριο, το τμήμα προσφυγών βασίστηκε για την ανάλυσή του, κατ’ ουσίαν, στα πραγματικά περιστατικά που απορρέουν από την πείρα που εν γένει αποκτάται στην πράξη από την εμπορία προϊόντων γενικής καταναλώσεως, όπως τα ζαχαρωτά ή οι καραμέλες, τα οποία περιστατικά μπορούν να γνωρίζουν οι πάντες και τα γνωρίζουν, ιδίως, οι καταναλωτές των προϊόντων αυτών […]».

13     Τέλος, επί του τέταρτου λόγου που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 73 του κανονισμού 40/94, το Πρωτοδικείο έκρινε ειδικότερα, με τις σκέψεις 103 έως 105 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν μπορούσε να προσάπτεται στο τμήμα προσφυγών του Γραφείου ότι στήριξε την απόφασή του σε λόγους επί των οποίων η αναιρεσείουσα δεν είχε τη δυνατότητα να λάβει θέση, διότι ο εξεταστής είχε ήδη κρίνει, με την απόφασή του, ότι «[ο] κύκλος εργασιών της προσφεύγουσας δεν επέτρεπε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο καταναλωτής αναγνώριζε τα ζαχαρωτά από τη συσκευασία τους και τα συνέδεε με μία μόνο επιχείρηση» και ότι, «ελλείψει συγκριτικών στοιχείων ανταγωνιστριών επιχειρήσεων ή στοιχείων στην αγορά στο σύνολό της, [ήταν] αδύνατο να εκτιμηθούν οι κύκλοι εργασιών».

 Η αίτηση αναιρέσεως

14     Με την αίτηση αναιρέσεως, προς στήριξη της οποίας προβάλλει τέσσερις λόγους, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

–       να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

–       κυρίως, να κρίνει οριστικά την υπόθεση δεχόμενο τα αιτήματα που διατυπώθηκαν πρωτοδίκως,

–       επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου,

–       να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

15     Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Επί του πρώτου λόγου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

16     Με τον πρώτο λόγο, οποίος διαιρείται σε τρία σκέλη, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94.

17     Πρώτον, με τη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο κακώς εξαρτά τη διαπίστωση του διακριτικού χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση από την προϋπόθεση ότι αυτό διακρίνεται ουσιωδώς από τις παρουσιάσεις των συσκευασιών ζαχαρωτών που χρησιμοποιούνται συνήθως στο εμπόριο και, επομένως, επιβάλλει αυστηρότερες απαιτήσεις απ’ ό,τι συνήθως απαιτείται για την αναγνώριση ενός τέτοιου χαρακτήρα.

18     Το Πρωτοδικείο κακώς επίσης απαιτεί όπως το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση διακρίνεται ουσιωδώς από παρόμοια σήματα τα οποία ενδεχομένως υπάρχουν στον τομέα των ζαχαρωτών.

19     Κατά την αναιρεσείουσα, το γεγονός ότι μπορεί να δημιουργηθεί σύγχυση με τα προϊόντα άλλης προελεύσεως δεν ασκεί επιρροή παρά μόνο στο πλαίσιο ανακοπής που στηρίζεται στον κίνδυνο συγχύσεως του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση με προγενέστερο σήμα.

20     Δεύτερον, το Πρωτοδικείο υπέπεσε επίσης σε πλάνη περί το δίκαιο στηριζόμενο, με τη σκέψη 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στον «κίνδυνο μονοπωλήσεως της οικείας συσκευασίας για τα ζαχαρωτά» για να αιτιολογήσει την έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώρηση. Κατά την αναιρεσείουσα, δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη ενδεχόμενη επιταγή διαθεσιμότητας στο πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94.

21     Τέλος, το τμήμα προσφυγών του Γραφείου και το Πρωτοδικείο παρέλειψαν να διερευνήσουν το αν το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση έχει αφ’ εαυτού, ανεξάρτητα από τις παρουσιάσεις συσκευασιών παρόμοιων ζαχαρωτών που υπάρχουν στην αγορά, έναν ελάχιστο διακριτικό χαρακτήρα. Κατά την αναιρεσείουσα, αν το Πρωτοδικείο είχε προβεί στη διερεύνηση αυτή, θα κατέληγε στο ότι το εν λόγω σήμα δεν στερείται διακριτικού χαρακτήρα.

22     Το ΓΕΕΑ αντιτάσσει, πρώτον, ότι το Πρωτοδικείο ουδόλως εξάρτησε την καταχώριση του σήματος από κριτήρια αυστηρότερα από αυτά που έχουν εφαρμογή στα λεκτικά ή εικονιστικά σήματα, αλλά εφάρμοσε την πάγια νομολογία κατά την οποία είναι αναγκαίο το σχήμα του προϊόντος του οποίου ζητείται η καταχώριση ως σήματος να διακρίνεται σημαντικά από τα γενικώς ή συνήθως ισχύοντα στον σχετικό τομέα. Η νομολογία αυτή, αναπτυχθείσα για τα τρισδιάστατα σήματα, θα πρέπει επίσης να εφαρμόζεται όταν, όπως εν προκειμένω, το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση είναι η δισδιάστατη παράσταση του τρισδιάστατου σχήματος του οικείου προϊόντος.

23     Προβάλλει, δεύτερον, ότι το Πρωτοδικείο δεν αιτιολόγησε τη διαπίστωσή του σχετικά με την έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση από την ύπαρξη κινδύνου μονοπωλήσεως.

24     Τέλος, η αιτίαση ότι το Πρωτοδικείο έπρεπε να καταλήξει στο ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση εμφανίζει διακριτικό χαρακτήρα απέβλεπε στο να θέσει υπό αμφισβήτηση την εκτίμησή του ως προς τα πραγματικά περιστατικά και, επομένως, είναι απαράδεκτη κατ’ αναίρεση.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

25     Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου, από την πάγια νομολογία προκύπτει ότι ο διακριτικός χαρακτήρας ενός σήματος, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, πρέπει να εκτιμάται σε σχέση αφενός με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες ως προς τα οποία ζητείται η καταχώριση του σήματος και αφετέρου με την αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού, το οποίο αποτελείται από τον μέσο καταναλωτή των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, C-456/01 Ρ και C-457/01 P, Henkel κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2004, σ. Ι-5089, σκέψη 35, και της 12ης Ιανουαρίου 2006, C-173/04 P, Deutsche SiSi-Werke κατά ΓΕΕΑ, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 25).

26     Κατά επίσης πάγια νομολογία, τα κριτήρια βάσει των οποίων εκτιμάται ο διακριτικός χαρακτήρας των τρισδιάστατων σημάτων που αποτελούνται από τη μορφή του ίδιου του προϊόντος δεν διαφέρουν από τα κριτήρια που ισχύουν για άλλες κατηγορίες σημάτων (αποφάσεις Henkel κατά ΓΕΕΑ, προπαρατεθείσα, σκέψη 38· της 7ης Οκτωβρίου 2004, C-136/02 P, Mag Instrument κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2004, σ. I-9165, σκέψη 30, και Deutsche SiSi-Werke κατά ΓΕΕΑ, προπαρατεθείσα, σκέψη 27).

27     Πάντως, στο πλαίσιο της εφαρμογής των κριτηρίων αυτών, ο τρόπος με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται το σήμα δεν είναι απαραίτητα ο ίδιος στην περίπτωση ενός τρισδιάστατου σήματος, αποτελούμενου από την μορφή του ίδιου του προϊόντος, όπως στην περίπτωση ενός λεκτικού ή εικονιστικού σήματος, αποτελούμενου από σημείο άσχετο με τη μορφή των προϊόντων που προσδιορίζει. Πράγματι, ο μέσος καταναλωτής δεν έχει τη συνήθεια να αναγνωρίζει την προέλευση των προϊόντων βάσει του σχήματος του προϊόντος ή της συσκευασίας του, χωρίς να υπάρχει κάποιο εικονιστικό ή λεκτικό στοιχείο και, κατά συνέπεια, ενδέχεται να καταστεί δυσχερέστερη η απόδειξη του διακριτικού χαρακτήρα ενός τέτοιου τρισδιάστατου σήματος, σε σχέση με κάποιο λεκτικό ή εικονιστικό σήμα (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσες αποφάσεις Henkel κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 38· Mag Instrument κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 30, και Deutsche SiSi-Werke κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 28).

28     Υπό τις συνθήκες αυτές, μόνον το σήμα το οποίο αποκλίνει σημαντικά από τα γενικώς ή συνήθως ισχύοντα στον κλάδο και, λόγω αυτού του γεγονότος, μπορεί να επιτελεί τη βασική του λειτουργία προσδιορισμού της προελεύσεως δεν στερείται διακριτικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσες αποφάσεις Henkel κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 39· Mag Instrument κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 31 και Deutsche SiSi-Werke κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 31).

29     Η νομολογία αυτή, αναπτυχθείσα σχετικά με τα τρισδιάστατα σήματα που αποτελούνται από την όψη του ίδιου του προϊόντος, ισχύει επίσης όταν, όπως εν προκειμένω, το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση είναι εικονιστικό σήμα αποτελούμενο από τη δισδιάστατη παράσταση του εν λόγω προϊόντος. Πράγματι, ούτε σε παρόμοια περίπτωση το σήμα αποτελείται από σημείο ανεξάρτητο από την όψη των προϊόντων που προσδιορίζει.

30     Επομένως, το Πρωτοδικείο καλώς έλαβε υπόψη τα σχήματα και τα χρώματα των συσκευασιών ζαχαρωτών που χρησιμοποιούνται συνήθως στο εμπόριο προκειμένου να εκτιμήσει το αν το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση στερείται ή όχι διακριτικού χαρακτήρα.

31     Το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «το τμήμα προσφυγών [του Γραφείου] δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα εκτιμώντας ότι “το περίγραμμα του οικείου σήματος […] δεν ξεχώριζε ριζικά από τις άλλες συνήθεις παραστάσεις στο εμπόριο” και, με τη σκέψη 57 της ίδιας αποφάσεως, ότι η εν λόγω συσκευασία “δεν διαφέρει ουσιωδώς” από τη συσκευασία ζαχαρωτών και καραμελών που χρησιμοποιούνται συνήθως στο εμπόριο». Στο μέτρο που η επιταγή της ουσιώδους διαφοράς βαίνει πέραν της απλής σημαντικής αποκλίσεως η οποία απαιτείται βάσει της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, το Πρωτοδικείο θα υπέπιπτε σε πλάνη περί το δίκαιο αν είχε εξαρτήσει την αναγνώριση του διακριτικού χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση από την τήρηση μιας τέτοιας επιταγής.

32     Ωστόσο, δεν συντρέχει μια τέτοια περίπτωση. Συγκεκριμένα, με τις σκέψεις 56 και 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο, συμμεριζόμενο ιδίως στις εκτιμήσεις των πραγματικών περιστατικών του τμήματος προσφυγών του Γραφείου, έκρινε ότι το σχήμα της επίδικης συσκευασίας είναι σύνηθες και παραδοσιακό και ότι απαντά μεγάλος αριθμός ζαχαρωτών συσκευασμένων με τον τρόπο αυτό στην αγορά, το χρυσαφί χρώμα της οικείας συσκευασίας δεν είναι καθεαυτό ασυνήθιστο ούτε σπάνιο για τις συσκευασίες ζαχαρωτών, τα χαρακτηριστικά του συνδυασμού σχήματος και χρώματος του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν διαφέρουν επαρκώς από αυτά των βασικών σχημάτων που συχνά χρησιμοποιούνται για τη συσκευασία ζαχαρωτών και ότι η εν λόγω συσκευασία γίνεται φυσικά αντιληπτή ως τυπικό σχήμα συσκευασίας των προϊόντων αυτών.

33     Με τις διαπιστώσεις αυτές, το Πρωτοδικείο κατέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν αποκλίνει σημαντικά από τα γενικώς ή συνήθως ισχύοντα στον κλάδο της ζαχαροπλαστικής. Επομένως, δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καταλήγοντας στο ότι το εν λόγω σήμα στερείται διακριτικού χαρακτήρα.

34     Ως προς την αιτίαση της αναιρεσείουσας ότι το Πρωτοδικείο απαίτησε όπως το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση διακρίνεται ουσιωδώς των παρομοίων σημάτων τα οποία ενδεχομένως υπάρχουν στον τομέα της ζαχαροπλαστικής, αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη εκτίμηση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, αφού το Πρωτοδικείο ουδόλως διερεύνησε το ζήτημα αν άλλα σήματα χρησιμοποιούμενα γι’ αυτό το είδος των προϊόντων ήσαν πανομοιότυπα ή παρόμοια με το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση.

35     Επομένως, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

36     Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου, αρκεί η διαπίστωση ότι το Πρωτοδικείο δεν στήριξε τη διαπίστωσή του στο ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση στερείται διακριτικού χαρακτήρα στην ύπαρξη κινδύνου μονοπωλήσεως της εν λόγω συσκευασίας ζαχαρωτών. Πράγματι, με τη σκέψη 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο περιορίστηκε στο να κρίνει ότι ένας τέτοιος κίνδυνος επιβεβαίωνε τη διαπίστωση, στην οποία είχε προβεί με τις σκέψεις 53 έως 57 της ίδιας αποφάσεως, ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση στερείται διακριτικού χαρακτήρα.

37     Επομένως, αυτό το σκέλος του λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

38     Όσον αφορά το τελευταίο σκέλος του πρώτου λόγου, αφενός, όπως προκύπτει από τη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως, το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο λαμβάνοντας υπόψη τα σχήματα συσκευασιών των ζαχαρωτών που συνήθως χρησιμοποιούνται στο εμπόριο προκειμένου να εκτιμήσει αν το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση στερείται ή όχι διακριτικού χαρακτήρα.

39     Αφετέρου, καθόσον προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι κατέληξε στο ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση στερείται διακριτικού χαρακτήρα, μ’ αυτό το σκέλος του πρώτου λόγου ζητείται στην πραγματικότητα από το Δικαστήριο να υποκαταστήσει το Πρωτοδικείο στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.

40     Πράγματι, οι διαπιστώσεις στις οποίες προέβη το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 56 και 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και υπομνησθείσες στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως συνιστούν εκτιμήσεις πραγματικού χαρακτήρα. Όμως, σύμφωνα με τα άρθρα 225, παράγραφος 1, ΕΚ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Το Πρωτοδικείο είναι συνεπώς το μόνο αρμόδιο να προβαίνει στη διαπίστωση και εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, καθώς και να εκτιμά τα αποδεικτικά στοιχεία. Η εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων δεν συνιστά συνεπώς, υπό την επιφύλαξη της ενδεχόμενης αλλοιώσεώς τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο, αυτό καθ’ εαυτό, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, C-104/00 P, DKV κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2002, σ. I-7561, σκέψη 22, και Deutsche Sisi-Werke κατά ΓΕΕΑ, προπαρατεθείσα, σκέψη 35).

41     Δεδομένου ότι δεν προβλήθηκε καμιά αλλοίωση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων που υποβλήθηκαν στο Πρωτοδικείο στην προκειμένη περίπτωση, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει αβάσιμο και εν μέρει απαράδεκτο και, επομένως, ο λόγος αυτός να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

42     Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι, με τις σκέψεις 55 έως 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παρέβη το άρθρο 74, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, βάσει του οποίου το ΓΕΕΑ προβαίνει στην αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών.

43     Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών του Γραφείου δεν μπορούσε να περιοριστεί στο να ανακοινώσει το αποτέλεσμα της δικής του υποκειμενικής εκτιμήσεως της καταστάσεως της αγοράς, αλλά όφειλε να προβεί στη διεξαγωγή αποδείξεων και να παρουσιάσει συγκεκριμένα παραδείγματα συσκευασιών των οποίων η όψη φέρεται ως πανομοιότυπη με το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση και του οποίου προέβαλε την ύπαρξη για να καταλήξει στον «συνήθη» χαρακτήρα του εν λόγω σήματος. Δεδομένου ότι το τμήμα προσφυγών του Γραφείου δεν ανέφερε ποιες ήσαν αυτές οι συσκευασίες, η αναιρεσείουσα στερήθηκε της δυνατότητας να αμφισβητήσει τη λυσιτέλεια των παραδειγμάτων αυτών.

44     Κρίνοντας, με τη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το τμήμα προσφυγών του Γραφείου μπορούσε να βασιστεί στα πραγματικά περιστατικά που απορρέουν από την πείρα που εν γένει αποκτάται στην πράξη και επικροτώντας τους μη θεμελιωμένους ισχυρισμούς του τμήματος αυτού, το Πρωτοδικείο παρέβη την υποχρέωση να εξετάσει τα πραγματικά περιστατικά, υποχρέωση που υπέχει το ΓΕΕΑ βάσει του άρθρου 74, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94.

45     Το ΓΕΕΑ ζητεί, κυρίως, να απορριφθεί ως απαράδεκτος ο δεύτερος λόγος στο μέτρο που η αναιρεσείουσα περιορίζεται να επαναφέρει κατά λέξη ένα λόγο τον οποίο υπέβαλε ήδη ενώπιον του Πρωτοδικείου και αυτόν τον απέρριψε, χωρίς να επικρίνει την απάντηση του Πρωτοδικείου.

46     Επικουρικώς, το ΓΕΕΑ θεωρεί ότι ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Το άρθρο 74, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 επιβάλλει αποκλειστικά στο ΓΕΕΑ να εξετάσει τα πραγματικά περιστατικά και δεν το υποχρεώνει να αποδείξει συγκεκριμένα όλες τις πραγματικές διαπιστώσεις στις οποίες προβαίνει.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

47     Βάσει των άρθρων 225 ΕΚ, 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό. Δεν πληροί την επιταγή αυτή η αίτηση αναιρέσεως η οποία, χωρίς να περιέχει επιχειρηματολογία αποσκοπούσα ειδικώς στον προσδιορισμό της πλάνης περί το δίκαιο την οποία ενέχει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, περιορίζεται στην επανάληψη των λόγων και των επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2000, C-352/98 Ρ, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. Ι-5291, σκέψεις 34 και 35, καθώς και της 7ης Ιουλίου 2005, C‑208/03 P, Le Pen κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Συλλογή 2005, σ. I‑6051, σκέψη 39).

48     Εντούτοις, εφόσον ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από το Πρωτοδικείο, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατά την εξέταση αιτήσεως αναιρέσεως. Πράγματι, αν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει, κατά τον τρόπο αυτό, την αίτησή του αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη ενώπιον του Πρωτοδικείου, η διαδικασία της αναιρέσεως θα στερούνταν μέρος του νοήματός της (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2003, C‑41/00 P, Interporc κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-2125, σκέψη 17, και Le Pen κατά Κοινοβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 40).

49     Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αποβλέπει ακριβώς στο να αμφισβητήσει την ερμηνεία του άρθρου 74, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 που δέχθηκε το Πρωτοδικείο προκειμένου να απορρίψει την αιτίαση, προβληθείσα πρωτοδίκως στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, σχετικά με την έλλειψη συγκεκριμένων παραδειγμάτων ικανών να στηρίξουν τους ισχυρισμούς του τμήματος προσφυγών του Γραφείου ως προς τον συνήθη χαρακτήρα της οικείας συσκευασίας. Ο λόγος αυτός πρέπει επομένως να κριθεί παραδεκτός.

50     Όσον αφορά το βάσιμο του λόγου αυτού, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά το άρθρο 74, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, οι εξεταστές του ΓΕΕΑ και, κατόπιν προσφυγής, τα τμήματα προσφυγών του ΓΕΕΑ οφείλουν να εξετάζουν τα πραγματικά περιστατικά προκειμένου να προσδιορίσουν αν το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση εμπίπτει ή όχι σε έναν από τους λόγους απαραδέκτου της καταχωρίσεως που διαλαμβάνει το άρθρο 7 του ίδιου κανονισμού. Επομένως, τα αρμόδια όργανα του ΓΕΕΑ μπορούν να οδηγηθούν στο να στηρίξουν τις αποφάσεις τους σε πραγματικά περιστατικά που δεν επικαλέστηκε ο αιτών.

51     Μολονότι, κατ’ αρχήν, εναπόκειται στα όργανα αυτά να αποδείξουν, με τις αποφάσεις τους, την ακρίβεια τέτοιων πραγματικών περιστατικών, τούτο δε συμβαίνει όταν επικαλούνται πασίδηλα περιστατικά.

52     Συναφώς, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ο αιτών στον οποίο το ΓΕΕΑ αντιτάσσει τέτοια πασίδηλα περιστατικά είναι σε θέση να αμφισβητήσει την ακρίβειά τους ενώπιον του Πρωτοδικείου.

53     Η διαπίστωση, εκ μέρους του Πρωτοδικείου, του πασίδηλου ή όχι χαρακτήρα των περιστατικών επί των οποίων το τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ στήριξε την απόφασή του συνιστά εκτίμηση πραγματικού χαρακτήρα η οποία, εκτός από την περίπτωση παραμορφώσεως, εκφεύγει του ελέγχου του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αναιρέσεως.

54     Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τις σκέψεις 58 και 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το τμήμα προσφυγών του Γραφείου νομίμως στήριξε τη διαπίστωσή του ότι η επίδικη συσκευασία δεν ήταν ασυνήθης στο εμπόριο σε πραγματικά περιστατικά που απορρέουν από την πείρα που εν γένει αποκτάται στην πράξη από την εμπορία ειδών ζαχαροπλαστικής και τα οποία μπορούν να γνωρίζουν οι πάντες και ιδίως οι καταναλωτές ειδών ζαχαροπλαστικής χωρίς το εν λόγω τμήμα να υποχρεούται να παράσχει συγκεκριμένα παραδείγματα.

55     Επομένως, ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου

56     Με τον τρίτο λόγο, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 73 του κανονισμού 40/94, βάσει του οποίου οι αποφάσεις του ΓΕΕΑ δεν μπορούν να στηρίζονται παρά μόνο στους λόγους επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να λάβουν θέση.

57     Δεδομένου ότι το τμήμα προσφυγών του Γραφείου παρέλειψε να παρουσιάσει συσκευασίες ζαχαρωτών που φέρονται ως πανομοιότυπες με το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, η αναιρεσείουσα δεν είχε τη δυνατότητα, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, να λάβει θέση επί του ζητήματος αυτού και στερήθηκε έτσι, ειδικότερα, της δυνατότητας να αποδείξει ότι οι συσκευασίες αυτές εμφάνιζαν στην πραγματικότητα αποφασιστικές διαφορές σε σχέση με το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση. Έτσι, προσβλήθηκε το δικαίωμά της ακροάσεως.

58     Επομένως, κρίνοντας, με τη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το τμήμα προσφυγών του Γραφείου δεν ήταν υποχρεωμένο να προσκομίσει συγκεκριμένες αποδείξεις ως προς την ύπαρξη πανομοιότυπων συσκευασιών προς το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση και στηρίζοντας την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στους ισχυρισμούς επί των οποίων η αναιρεσείουσα δεν είχε τη δυνατότητα να λάβει θέση, το Πρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 73 του κανονισμού 40/94.

59     To ΓΕΕΑ αντιτάσσει ότι ο λόγος αυτός είναι προφανώς αβάσιμος. Αφενός, το τμήμα προσφυγών του Γραφείου εξέτασε τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας ως προς το σημείο αυτό, αλλά τα απέρριψε. Αφετέρου, εφόσον αναγνωρίζει ότι εξέτασε τα συνήθη σχήματα συσκευασιών των ζαχαρωτών με την προσφυγή της ενώπιον του Πρωτοδικείου, η αναιρεσείουσα δεν μπορεί να διατείνεται ότι δεν είχε τη δυνατότητα να εκφραστεί ως προς τον τρόπο με τον οποίο το τμήμα προσφυγών του Γραφείου εκτίμησε την αγορά των εν λόγω συσκευασιών.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

60     Πρώτον, εφόσον με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως προσάπτεται στο Πρωτοδικείο ότι παρέβη το άρθρο 73 του κανονισμού 40/94 επειδή δεν ακύρωσε την επίδικη απόφαση ως στηριζόμενη σε λόγους επί των οποίων η αναιρεσείουσα δεν είχε τη δυνατότητα να λάβει θέση, ο λόγος αυτός πρέπει να κριθεί απαράδεκτος.

61     Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, αν επιτρεπόταν στον διάδικο να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμό που δεν είχε προβάλει ενώπιον του Πρωτοδικείου, τούτο θα σήμαινε ότι ο διάδικος αυτός θα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα επί των αιτήσεων αναιρέσεως είναι περιορισμένη, διαφορά με ευρύτερο περιεχόμενο από τη διαφορά που εκδίκασε το Πρωτοδικείο. Όταν έχει ασκηθεί αναίρεση, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται συνεπώς στον έλεγχο της νομικής λύσεως που δόθηκε ενόψει των ισχυρισμών που προβλήθηκαν και εξετάστηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου (βλ., ειδικότερα, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2004, C‑186/02 P και C‑188/02 P, Ramondín κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑10653, σκέψη 60).

62     Όμως, μολονότι, ενώπιον του Πρωτοδικείου, η αναιρεσείουσα προέβαλε ότι το τμήμα προσφυγών του Γραφείου δεν είχε αποδείξει την ακρίβεια των διαπιστώσεών του ως προς τον συνήθη χαρακτήρα της επίδικης συσκευασίας, προέβαλε την αιτίαση αυτή μόνο προκειμένου να αποδείξει την παράβαση του άρθρου 74, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94.

63     Δεύτερον, δεδομένου ότι με τον λόγο αυτό προσάπτεται στο Πρωτοδικείο ότι, με τους δικούς του αθεμελίωτους ισχυρισμούς, παρέβη επίσης το άρθρο 73 του κανονισμού 40/94, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος.

64     Συγκεκριμένα, η τήρηση της διατάξεως αυτής επιβάλλεται στο πλαίσιο της εξετάσεως των αιτήσεων καταχωρίσεως εκ μέρους των οργάνων του ΓΕΕΑ, όχι όμως στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου, η οποία διέπεται από τον Οργανισμό του Δικαστηρίου και τον Κανονισμό Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

65     Άλλωστε, η αναιρεσείουσα δεν ήταν σε θέση να αμφισβητήσει ενώπιον του Πρωτοδικείου τον ισχυρισμό του τμήματος προσφυγών του Γραφείου ότι η επίδικη συσκευασία δεν διακρίνεται ουσιωδώς από πολλές άλλες συσκευασίες οι οποίες συνήθως χρησιμοποιούνται στην αγορά των ειδών ζαχαροπλαστικής, οπότε τα δικαιώματα του αμυνομένου, και ειδικότερα το δικαίωμά του περί ακροάσεως, τηρήθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου αυτού.

66     Επομένως, ο τρίτος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

 Επί του τετάρτου λόγου

67     Με τον τέταρτο λόγο, ο οποίος διαιρείται σε δύο σκέλη, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 εξαρτώντας από εσφαλμένες απαιτήσεις την απόδειξη ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως.

68     Πρώτον, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τις σκέψεις 83 και 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι αριθμοί σχετικά με τις πωλήσεις προϊόντων που έφεραν το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση ή τα διαφημιστικά έξοδα που ανελήφθησαν για την προώθηση του σήματος αυτού δεν επιτρέπουν να αποδειχθεί ότι αυτό απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεως που του είχε γίνει, ελλείψει ενδείξεων, αντιστοίχως, ως προς το μερίδιο της αγοράς των ειδών ζαχαροπλαστικής και το μερίδιο στον όγκο των διαφημίσεων για την αγορά αυτή που αντιπροσωπεύουν τα αριθμητικά αυτά στοιχεία.

69     Πράγματι, κατά την αναιρεσείουσα, η γνώση ενός σήματος δεν είναι συνάρτηση της ελλείψεως άλλων περισσότερο γνωστών σημάτων, αλλά εξαρτάται αποκλειστικά από το ζήτημα αν αυτό κυκλοφορεί στην αγορά επί μακρά περίοδο και σε επαρκή όγκο, διασφαλίζοντας έτσι ότι οι καταναλωτές βρίσκονται ενώπιον του σήματος αυτού. Επομένως, το μερίδιο της αγοράς που κατείχε το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν ασκεί επιρροή προκειμένου να εκτιμηθεί αν αυτό απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως όταν αποδεικνύεται ότι είχε κυκλοφορήσει ευρέως, σε μεγάλες ποσότητες και για μακρά περίοδο. Όμως, εν προκειμένω, τα αριθμητικά στοιχεία που παρέσχε η αναιρεσείουσα αποδεικνύουν ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.

70     Δεύτερον, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τις σκέψεις 85 έως 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απόδειξη ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεως που του έχει γίνει έπρεπε να προσκομιστεί για όλα τα κράτη της Ενώσεως.

71     Κατά την αναιρεσείουσα, το να απαιτείται η απόδειξη της χρήσεως του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση για κάθε κράτος μέλος είναι αντίθετο προς τον στόχο της Ενώσεως, ο οποίος συνίσταται στην κατάργηση των εθνικών συνόρων και στη δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς. Έτσι, ένα σήμα πρέπει να καταχωρίζεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 όταν ο αιτών προσκομίσει την απόδειξη ότι αυτό απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεως που του έχει γίνει σε σημαντικό τμήμα του εδάφους της Ενώσεως, έστω και αν, σε ορισμένα κράτη μέλη, το σήμα αυτό δεν απέκτησε έναν τέτοιο χαρακτήρα ή ο αιτών δεν μπορεί να προσκομίσει την απόδειξη.

72     Προς στήριξη της αναλύσεως αυτής, η αναιρεσείουσα επικαλείται το άρθρο 142α, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, που παρενεβλήθη με την Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2003, L 236, σ. 33, στο εξής: Πράξη προσχωρήσεως), κατά το οποίο: «[Η] καταχώριση κοινοτικού σήματος για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση κατά την ημερομηνία της προσχώρησης δεν μπορεί να απορρίπτεται βάσει κανενός από τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου που απαριθμούνται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, [του κανονισμού 40/94] εάν οι λόγοι αυτοί κατέστησαν εφαρμοστέοι μόνο λόγω της προσχώρησης νέου κράτους μέλους».

73     Το ΓΕΕΑ προβάλλει ότι, καθόσον αμφισβητεί την υποχρέωση να αποδείξει ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως σε ολόκληρη την Κοινότητα, η αναιρεσείουσα παραβλέπει την οικονομία του άρθρου 7 του κανονισμού 40/94.

74     Πράγματι, από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 προκύπτει ότι η αίτηση κοινοτικού σήματος πρέπει να απορρίπτεται έστω και αν οι λόγοι απαραδέκτου υφίστανται μόνο σε τμήμα της Κοινότητας. Όταν ένας από τους λόγους απαραδέκτου που διαλαμβάνει η παράγραφος 1, στοιχεία β΄, γ΄ και δ΄, του άρθρου αυτού αφορά το σύνολο της Κοινότητας, ο διακριτικός χαρακτήρας που αποκτήθηκε διά της χρήσεως πρέπει να αποδεικνύεται σε ολόκληρη την Κοινότητα, και όχι μόνον εντός ορισμένων κρατών μελών.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

75     Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου, κατά πάγια νομολογία, για την αξιολόγηση του διακριτικού χαρακτήρα του σήματος λόγω της χρήσεως που του έχει γίνει, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, το μερίδιο της αγοράς που αναλογεί στο σήμα, η ένταση, η γεωγραφική έκταση και η διάρκεια της χρήσεως του σήματος αυτού, το μέγεθος των επενδύσεων στις οποίες έχει προβεί η επιχείρηση για την προώθησή του, το ποσοστό των ενδιαφερομένων κύκλων που αναγνωρίζει, χάρη στο σήμα, το προϊόν ως προερχόμενο από συγκεκριμένη επιχείρηση, καθώς και οι δηλώσεις εμπορικών και βιομηχανικών επιμελητηρίων ή άλλων επαγγελματικών ενώσεων [βλ., υπό το πνεύμα αυτό, σχετικά με το άρθρο 3, παράγραφος 3, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1), διάταξη η οποία είναι ταυτόσημη, κατ’ ουσίαν, με το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94, αποφάσεις της 4ης Μαΐου 1999, C‑108/97 και C‑109/97, Windsurfing Chiemsee, Συλλογή 1999, σ. I‑2779, σκέψη 51· της 18ης Ιουνίου 2002, C‑299/99, Philips, Συλλογή 2002, σ. I‑5475, σκέψη 60, και της 7ης Ιουλίου 2005, C‑353/03, Nestlé, Συλλογή 2005, σ. I‑6135, σκέψη 31].

76     Το μερίδιο της αγοράς που κατέχει το σήμα είναι επομένως μια ένδειξη η οποία μπορεί να ασκεί επιρροή για την εκτίμηση του ζητήματος αν το σήμα αυτό απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως. Τούτο συμβαίνει, ειδικότερα, όταν, όπως εν προκειμένω, ένα σήμα αποτελούμενο από την εμφάνιση του προϊόντος για το οποίο ζητήθηκε η καταχώριση φαίνεται να στερείται διακριτικού χαρακτήρα για τον λόγο ότι δεν αποκλίνει σημαντικά από τα γενικώς ισχύοντα ή τις συνήθειες του τομέα. Συγκεκριμένα, είναι πιθανόν ότι, σε παρόμοια περίπτωση, ένα τέτοιο σήμα δεν μπορεί να αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα παρά μόνον αν, κατόπιν της χρήσεως που του έχει γίνει, τα προϊόντα που φέρουν το σήμα αυτό κατέχουν ένα όχι αμελητέο μερίδιο της αγοράς των οικείων προϊόντων.

77     Για τους ίδιους λόγους, το μερίδιο στον όγκο των διαφημίσεων για την αγορά των οικείων προϊόντων που αντιπροσωπεύουν οι αναληφθείσες διαφημιστικές επενδύσεις για την προώθηση του σήματος αποτελεί επίσης μια ένδειξη ασκούσα επιρροή στην εκτίμηση του ζητήματος αν το σήμα αυτό απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως.

78     Άλλωστε, το ζήτημα αν τέτοιες πληροφορίες είναι ή όχι αναγκαίες για την εκτίμηση του ζητήματος αν δεδομένο σήμα απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 εμπίπτει στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους των οργάνων του ΓΕΕΑ και, κατόπιν προσφυγής, εκ μέρους του Πρωτοδικείου.

79     Υπό τις προϋποθέσεις αυτές το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε καμιά πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τις σκέψεις 82 έως 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι αριθμοί πωλήσεως των προϊόντων της αναιρεσείουσας ή τα εκ μέρους της αναληφθέντα διαφημιστικά έξοδα δεν αρκούν για να αποδείξουν ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα κατόπιν της χρήσεως που του έχει γίνει, ελλείψει ενδείξεως ως προς το μερίδιο που οι αριθμοί αυτοί και τα έξοδα αυτά αντιπροσωπεύουν, αντιστοίχως, στη συνολική αγορά των ειδών ζαχαροπλαστικής και του συνολικού όγκου των διαφημιστικών δαπανών για την αγορά αυτή.

80     Το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου είναι, επομένως, αβάσιμο.

81     Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, ένα σήμα δεν γίνεται δεκτό προς καταχώριση αν στερείται διακριτικού χαρακτήρα μόνο σε τμήμα της Κοινότητας.

82     Εξάλλου, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94, η παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ίδιου άρθρου δεν εφαρμόζεται αν το σήμα απέκτησε για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες για τις οποίες ζητείται η καταχώριση διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεως που του έχει γίνει.

83     Επομένως, ένα σήμα δεν μπορεί να καταχωρισθεί βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 παρά μόνον αν προσκομιστεί απόδειξη ότι απέκτησε, λόγω της χρήσεως που του έχει γίνει, διακριτικό χαρακτήρα εντός του τμήματος της Κοινότητας εντός του οποίου δεν είχε ab initio ένα τέτοιο χαρακτήρα κατά την έννοια της παραγράφου 1, στοιχείο β΄, του ίδιου άρθρου. Το τμήμα της Κοινότητας που σκοπεί η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου μπορεί να αποτελείται, ενδεχομένως, από ένα και μόνο κράτος μέλος.

84     Αντίθετα προς την ανάλυση της αναιρεσείουσας, το άρθρο 142α του κανονισμού 40/94, στην εκδοχή που προκύπτει από την Πράξη προσχωρήσεως, επιβεβαιώνει την προηγούμενη ερμηνεία.

85     Συγκεκριμένα, κρίνοντας αναγκαίο να παρεμβάλουν ρητή διάταξη, κατά την οποία η καταχώριση κοινοτικού σήματος που αποτελεί αντικείμενο αιτήσεως καταχωρίσεως κατά την ημερομηνία προσχωρήσεως δεν μπορεί να απορριφθεί για τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου που διαλαμβάνει το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 αν οι λόγοι αυτοί κατέστησαν εφαρμοστέοι μόνο λόγω της προσχωρήσεως νέου κράτους μέλους, οι συντάκτες της Πράξεως προσχωρήσεως έκριναν ότι, ελλείψει της διατάξεως αυτής, μια τέτοια αίτηση έπρεπε να είχε απορριφθεί αν το σήμα εστερείτο διακριτικού χαρακτήρα εντός ενός από τα νέα κράτη μέλη.

86     Εφόσον, με τις σκέψεις 85 έως 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατόπιν εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, αφενός, ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση εστερείτο διακριτικού χαρακτήρα ab initio στο σύνολο των κρατών μελών της Κοινότητας και, αφετέρου, η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε ότι το σήμα αυτό είχε αποτελέσει αντικείμενο διαφημιστικής εκστρατείας σε ορισμένα κράτη μέλη κατά την περίοδο αναφοράς, καλώς έκρινε ότι τα προσκομισθέντα στοιχεία σχετικά με τα αναληφθέντα από την αναιρεσείουσα διαφημιστικά έξοδα δεν επέτρεπαν να προσκομισθεί η απόδειξη ότι το σήμα αυτό απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα κατόπιν της χρήσεως που του έχει γίνει.

87     Το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου είναι επίσης αβάσιμο και, επομένως, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

88     Δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα ηττήθηκε ως προς όλους του προβληθέντες λόγους, πρέπει η αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

89     Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 118 του ιδίου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι το ΓΕΕΑ ζήτησε να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα και η τελευταία ηττήθηκε, αυτή πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει την August Storck KG στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.