Υπόθεση C-11/05

Friesland Coberco Dairy Foods BV

κατά

Inspecteur van de Belastingdienst/Douane Noord/kantoor Groningen

(αίτηση του Gerechtshof te Amsterdam

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Κοινοτικός τελωνειακός κώδικας — Καθεστώς μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο — Απόρριψη από τις εθνικές τελωνειακές αρχές αιτήσεως χορηγήσεως αδείας μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο — Δεσμευτικός χαρακτήρας των συμπερασμάτων της επιτροπής του τελωνειακού κώδικα — Δεν υφίσταται — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται επί του κύρους των εν λόγω συμπερασμάτων στο πλαίσιο του άρθρου 234 ΕΚ — Δεν υφίσταται — Ερμηνεία του άρθρου 133, στοιχείο ε΄, του τελωνειακού κώδικα — Ερμηνεία των άρθρων 502, παράγραφος 3, και 504, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 — Σφαιρική εκτίμηση όλων των περιστάσεων της αιτήσεως χορηγήσεως αδείας»

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro της 2ας Φεβρουαρίου 2006 

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 11ης Μαΐου 2006 

Περίληψη της αποφάσεως

1.     Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων — Εμπορία με τρίτες χώρες — Καθεστώς μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο

(Κανονισμός 2913/92 του Συμβουλίου, άρθρο 133, στοιχείο ε΄)

2.     Προδικαστικά ερωτήματα — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου — Πράξεις των οργάνων

(Άρθρο 234 ΕΚ· κανονισμός 2913/92 του Συμβουλίου, άρθρο 133, στοιχείο ε΄)

3.     Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων — Εμπορία με τρίτες χώρες — Καθεστώς μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο

(Κανονισμός 2913/92 του Συμβουλίου, άρθρο 133, στοιχείο ε΄)

4.     Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων — Εμπορία με τρίτες χώρες — Καθεστώς μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο

(Κανονισμός 2913/92 του Συμβουλίου, άρθρο 133, στοιχείο ε΄· κανονισμός 2454/93 της Επιτροπής, άρθρο 502 § 3)

1.     Τα συμπεράσματα της επιτροπής του τελωνειακού κώδικα, στο πλαίσιο αιτήσεως χορηγήσεως αδείας μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 133, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 2913/92, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 2700/2000, δεν είναι δεσμευτικά για τις εθνικές τελωνειακές αρχές οι οποίες αποφαίνονται επί μιας τέτοιας αιτήσεως.

(βλ. σκέψη 33, διατακτ. 4)

2.     Τα συμπεράσματα της επιτροπής του τελωνειακού κώδικα, στο πλαίσιο αιτήσεως χορηγήσεως αδείας μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 133, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 2913/92, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 2700/2000, δεν μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο εξετάσεως κύρους στο πλαίσιο του άρθρου 234 ΕΚ.

(βλ. σκέψη 41, διατακτ. 3)

3.     Το άρθρο 133, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 2913/92, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 2700/2000, που προβλέπει τις οικονομικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να χορηγηθεί άδεια μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο, αναφέρεται στα ουσιώδη συμφέροντα των κοινοτικών παραγωγών παρομοίων προϊόντων. Συναφώς, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως μιας αιτήσεως χορηγήσεως αδείας μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο, κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω διατάξεως, πρέπει να ληφθεί υπόψη όχι μόνο η αγορά των τελικών προϊόντων αλλά και η οικονομική κατάσταση της αγοράς των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή των εν λόγω προϊόντων.

(βλ. σκέψεις 47, 52, διατακτ. 1)

4.     Στα κριτήρια που πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί «η δημιουργία ή η διατήρηση δραστηριότητας μεταποίησης», κατά την έννοια του άρθρου 133, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 2913/92, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 2700/2000, και του άρθρου 502, παράγραφος 3, του κανονισμού 2454/93, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού 2913/92, ναι μεν πρέπει να συμπεριληφθεί και το κριτήριο σχετικά με τη δημιουργία, λόγω των σχεδιαζομένων μεταποιητικών δραστηριοτήτων, ενός ελαχίστου αριθμού θέσεων εργασίας, πλην όμως τα σχετικά κριτήρια δεν περιορίζονται μόνο σ’ αυτό. Πράγματι, τα εν λόγω κριτήρια εξαρτώνται από τη φύση της οικείας μεταποιητικής δραστηριότητας, οι δε εθνικές τελωνειακές αρχές, στις οποίες έχει ανατεθεί βάσει αυτών των δύο διατάξεων η εξέταση των οικονομικών όρων, πρέπει να εκτιμήσουν συνολικώς όλα τα ασκούντα επιρροή στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των εχόντων σχέση με τον αριθμό των δημιουργουμένων θέσεων εργασίας, την αξία της πραγματοποιουμένης επενδύσεως ή το διηνεκές της σχεδιαζομένης δραστηριότητας.

(βλ. σκέψη 59, διατακτ. 2)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 11ης Μαΐου 2006 (*)

«Κοινοτικός τελωνειακός κώδικας – Καθεστώς μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο – Απόρριψη από τις εθνικές τελωνειακές αρχές αιτήσεως χορηγήσεως αδείας μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο – Δεσμευτικός χαρακτήρας των συμπερασμάτων της επιτροπής του τελωνειακού κώδικα – Δεν υφίσταται – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται επί του κύρους των εν λόγω συμπερασμάτων στο πλαίσιο του άρθρου 234 ΕΚ – Δεν υφίσταται – Ερμηνεία του άρθρου 133, στοιχείο ε΄, του τελωνειακού κώδικα – Ερμηνεία των άρθρων 502, παράγραφος 3, και 504, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 – Σφαιρική εκτίμηση όλων των περιστάσεων της αιτήσεως χορηγήσεως αδείας»

Στην υπόθεση C-11/05,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Gerechtshof te Amsterdam (Κάτω Χώρες), με απόφαση της 28ης Δεκεμβρίου 2004, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Ιανουαρίου 2005, στο πλαίσιο της δίκης

Friesland Coberco Dairy Foods BV, δρώσα υπό την επωνυμία Friesland Supply Point Ede

κατά

Inspecteur van de Belastingdienst/Douane Noord/kantoor Groningen,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Rosas (πρόεδρο τμήματος), J. Malenovský, J.‑P. Puissochet, U. Lõhmus και A. Ó Caoimh (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Poiares Maduro

γραμματέας: M. Ferreira, κυρία υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2005,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

–       η Friesland Coberco Dairy Foods BV, εκπροσωπούμενη από τους J. G. Olijve και J. P. Scholten, adviseurs,

–       η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενη από τους H. G. Sevenster και M. de Grave,

–       η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους Ι. Χαλκιά και Σ. Παπαϊωάννου,

–       η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. M. Braguglia, επικουρούμενο από τον G. Albenzio, avvocato dello Stato,

–       η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την J. Hottiaux, επικουρούμενη από τον Y. van Gerven, avocat,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Φεβρουαρίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως έχει ως αντικείμενο την ερμηνεία του άρθρου 133, στοιχείο ε΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 302, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2700/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2000 (ΕΕ L 311, σ. 17, στο εξής: τελωνειακός κώδικας), καθώς και των άρθρων 502, παράγραφος 3, και 504, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού 2913/92 (ΕΕ L 253, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 993/2001 της Επιτροπής, της 4ης Μαΐου 2001 (ΕΕ L 141, σ. 1, στο εξής: εκτελεστικός κανονισμός).

2       Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της ολλανδικής εταιρίας Friesland Coberco Dairy Foods BV (στο εξής: Coberco Dairy Foods) και του Inspecteur van de Belastingdienst/Douane Noord/Kantoor Groningen (επιθεωρητή της Φορολογικής υπηρεσίας/Τελωνείο Βορρά/Γραφείο Groningen, στο εξής: inspecteur), σχετικά με αίτηση χορηγήσεως αδείας μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο (στο εξής: αίτηση).

 Το νομικό πλαίσιο

 Ο τελωνειακός κώδικας

3       Με τον τελωνειακό κώδικα θεσπίζονται ορισμένα οικονομικού χαρακτήρα τελωνειακά καθεστώτα, μεταξύ των οποίων, με τα άρθρα του 130 έως 136, και αυτό της «μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο».

4       Το άρθρο 130 του τελωνειακού κώδικα έχει ως εξής:

«Το καθεστώς της μεταποίησης υπό τελωνειακό έλεγχο επιτρέπει την επεξεργασία, στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, μη κοινοτικών εμπορευμάτων, προκειμένου να υποβληθούν αυτά σε εργασίες που μεταβάλλουν το είδος ή την κατάστασή του, χωρίς να υπόκεινται στους εισαγωγικούς δασμούς ή σε μέτρα εμπορικής πολιτικής, και τη θέση των προϊόντων που προκύπτουν από τις εν λόγω εργασίες σε ελεύθερη κυκλοφορία αφού καταβληθούν οι αναλογούντες εισαγωγικοί δασμοί. Τα προϊόντα αυτά ονομάζονται μεταποιημένα προϊόντα.»

5       Σύμφωνα με το άρθρο 132 του εν λόγω κώδικα:

«Η άδεια μεταποίησης υπό τελωνειακό έλεγχο χορηγείται μετά από αίτηση του προσώπου που πραγματοποιεί ή για λογαριασμό του οποίου πραγματοποιείται η μεταποίηση.»

6       Το άρθρο 133 του τελωνειακού κώδικα προβλέπει:

«Η άδεια χορηγείται μόνο:

[…]

ε)      στην περίπτωση που πληρούνται οι αναγκαίοι όροι ώστε το καθεστώς αυτό να μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία ή τη διατήρηση δραστηριότητας μεταποίησης εμπορευμάτων στην Κοινότητα, χωρίς να θίγονται τα ουσιώδη συμφέροντα των κοινοτικών παραγωγών παρόμοιων εμπορευμάτων (οικονομικοί όροι). Οι περιπτώσεις κατά τις οποίες θεωρείται ότι πληρούνται οι οικονομικοί όροι μπορούν να καθορίζονται με τη διαδικασία της επιτροπής.»

7       Σύμφωνα με τα άρθρα 247 έως 249 του τελωνειακού κώδικα, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επικουρείται από την επιτροπή τελωνειακού κώδικα (στο εξής: επιτροπή), υπό τις καθοριζόμενες στα εν λόγω άρθρα προϋποθέσεις.

8       Όσον αφορά την εν λόγω επιτροπή, το άρθρο 248 του εν λόγω κώδικα ορίζει:

«Η επιτροπή μπορεί να εξετάσει κάθε ζήτημα σχετικό με την τελωνειακή νομοθεσία που της υποβάλλει ο πρόεδρός της, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε κατόπιν αιτήσεως αντιπροσώπου κράτους μέλους.»

 Ο κανονισμός εφαρμογής

9       Το άρθρο 496 του κανονισμού εφαρμογής προσδιορίζει την «άδεια» ως απόφαση των τελωνειακών αρχών να εγκρίνουν την υπαγωγή στο καθεστώς.

10     Το άρθρο 502 του κανονισμού αυτού ορίζει:

«1.      Με εξαίρεση τις περιπτώσεις κατά τις οποίες θεωρείται ότι δεν πληρούνται οι οικονομικοί όροι σύμφωνα με τα κεφάλαια 3, 4 ή 6, η άδεια μπορεί να χορηγείται χωρίς εξέταση των οικονομικών όρων από τις τελωνειακές αρχές.

2.      Για το καθεστώς τελειοποίησης προς επανεξαγωγή (κεφάλαιο 3), η εξέταση αποδεικνύει την έλλειψη οικονομικής βιωσιμότητας της χρήσης κοινοτικών πόρων, λαμβανομένων υπόψη κυρίως των ακολούθων κριτηρίων, τα οποία αναλύονται λεπτομερώς στο μέρος Β του παραρτήματος 70:

α)      έλλειψη εμπορευμάτων παραγόμενων στην Κοινότητα με την ίδια ποιότητα και τεχνικά χαρακτηριστικά με τα εμπορεύματα που πρόκειται να εισαχθούν για τις επιδιωκόμενες εργασίες μεταποίησης·

β)      διαφορά τιμών μεταξύ των εμπορευμάτων που παράγονται στην Κοινότητα και εκείνων που πρόκειται να εισαχθούν·

γ)      συμβατικές υποχρεώσεις.

3.      Για το καθεστώς τελειοποίησης υπό τελωνειακό έλεγχο (κεφάλαιο 4), η εξέταση αποδεικνύει αν η χρήση μη κοινοτικών πόρων παρέχει τη δυνατότητα δημιουργίας ή διατήρησης μεταποιητικής δραστηριότητας στην Κοινότητα.

[…]»

11     Σύμφωνα με το άρθρο 503 του εν λόγω κανονισμού:

«Εξέταση των οικονομικών όρων με τη συμμετοχή της Επιτροπής μπορεί να πραγματοποιηθεί:

α)      εάν οι ενδιαφερόμενες τελωνειακές αρχές επιθυμούν τη διενέργεια διαβουλεύσεων πριν ή μετά την έκδοση άδειας·

β)      εάν άλλη τελωνειακή διοίκηση διατυπώνει αντιρρήσεις όσον αφορά εκδοθείσα άδεια·

γ)      με πρωτοβουλία της Επιτροπής.»

12     Το άρθρο 504 του κανονισμού εφαρμογής ορίζει:

«1.      Όταν αρχίζει διαδικασία εξέτασης σύμφωνα με το άρθρο 503, η υπόθεση διαβιβάζεται στην Επιτροπή. Ο φάκελος περιλαμβάνει τα αποτελέσματα της ήδη διενεργηθείσας εξέτασης.

2. Η Επιτροπή αποστέλλει απόδειξη παραλαβής ή ενημερώνει τις ενδιαφερόμενες τελωνειακές αρχές, όταν ενεργεί με δική της πρωτοβουλία. Προσδιορίζει, σε συνεννόηση με αυτές, κατά πόσον όντως απαιτείται εξέταση των οικονομικών όρων στο πλαίσιο της επιτροπής.

3. Εάν η υπόθεση παραπεμφθεί στην επιτροπή, οι τελωνειακές αρχές ενημερώνουν τον αιτούντα ή τον δικαιούχο σχετικά με την έναρξη αυτής της διαδικασίας και για την αναστολή των προθεσμιών που θεσπίζει το άρθρο 506, σε περίπτωση που δεν έχει ολοκληρωθεί η διεκπεραίωση της αίτησης.

4. Τα συμπεράσματα της επιτροπής λαμβάνονται υπόψη από τις ενδιαφερόμενες τελωνειακές αρχές και από κάθε άλλη τελωνειακή αρχή που χειρίζεται παρόμοιες άδειες ή αιτήσεις αδειών.

[…]»

13     Όσον αφορά το καθεστώς μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο, το άρθρο 551, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής προβλέπει:

«Το καθεστώς μεταποίησης υπό τελωνειακό έλεγχο εφαρμόζεται για τα εμπορεύματα από τη μεταποίηση των οποίων προκύπτουν προϊόντα, τα οποία υπόκεινται σε ποσό εισαγωγικών δασμών χαμηλότερο από αυτό που ισχύει για τα εμπορεύματα εισαγωγής.»

14     Σύμφωνα με το άρθρο 552 του εν λόγω κανονισμού:

«1.      Όσον αφορά τα είδη εμπορευμάτων και τις εργασίες που αναφέρονται στο παράρτημα 76, μέρος A, θεωρείται ότι πληρούνται οι οικονομικοί όροι.

Για άλλα είδη εμπορευμάτων και εργασιών πραγματοποιείται εξέταση των οικονομικών όρων.

2.      Όσον αφορά τα είδη εμπορευμάτων και τις εργασίες που αναφέρονται στο παράρτημα 76, μέρος B, και δεν καλύπτονται από το μέρος A, πραγματοποιείται εξέταση των οικονομικών όρων στο πλαίσιο της επιτροπής. Εφαρμόζεται το άρθρο 504 παράγραφοι 3 και 4.»

15     Το παράρτημα 76, μέρος B, του κανονισμού εφαρμογής μνημονεύει όλα τα υποκείμενα σε μέτρα γεωργικής πολιτικής εμπορεύματα.

 Ο κανονισμός (ΕΚ) 1260/2001

16     Για την επίτευξη των στόχων της κοινής γεωργικής πολιτικής και, ιδίως, για τη διασφάλιση στους παραγωγούς τεύτλων και ζαχαροκάλαμου της Κοινότητας της διατήρησης των εγγυήσεων που ήσαν αναγκαίες για την απασχόληση και το επίπεδο ζωής τους, με τον κανονισμός (ΕΚ) 1260/2001 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 2001, για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ L 178, σ. ), θεσπίστηκαν μέτρα κατάλληλα για τη σταθεροποίηση της αγοράς ζάχαρης.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17     Η Coberco Dairy Foods παρασκευάζει ποτά με βάση χυμούς φρούτων όπου χρησιμοποιούνται ως πρώτες ύλες συμπυκνωμένοι χυμοί φρούτων, ζάχαρη, αρωματικές ουσίες, μεταλλικά νερά και βιταμίνες που αγοράζονται από εταιρίες από τις οποίες ορισμένες είναι εγκατεστημένες σε κράτη μέλη και άλλες σε τρίτα κράτη. Η παρασκευή συνίσταται κυρίως στην ανάμειξη φρουτοχυμών με νερό και ζάχαρη, στην παστερίωση του προϊόντος και, στη συνέχεια, στη συσκευασία αυτού.

18     Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 132 του τελωνειακού κώδικα, η εν λόγω εταιρία υπέβαλε, στις 23 Ιουλίου 2002, στις ολλανδικές τελωνειακές αρχές αίτηση χορηγήσεως αδείας μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο σχετικά με τρία προϊόντα: χυμό μήλων με προσθήκη ζάχαρης, χυμό πορτοκαλιών με προσθήκη ζάχαρης και λευκής ζάχαρης, εκτός ζάχαρης από ζαχαροκάλαμο. Στην εν λόγω αίτηση είχε δηλωθεί, ως οικονομικοί όροι, ότι η προσφυγή σε υλικά προελεύσεως τρίτων χωρών θα καθιστούσε δυνατή τη συνέχιση των μεταποιητικών δραστηριοτήτων εντός της Κοινότητας.

19     Δεδομένου ότι τα εμπορεύματα και η σχεδιαζόμενη μεταποίηση περιλαμβάνονται στο παράρτημα 76, μέρος B, του κανονισμού εφαρμογής, ο φάκελος υποβλήθηκε στην επιτροπή προκειμένου αυτή να εξετάσει εάν πληρούνταν οι οικονομικοί όροι.

20     Στις 22 Αυγούστου 2003, η Επιτροπή κατέθεσε στην επιτροπή έγγραφο εργασίας από το οποίο προέκυπτε ότι η Coberco Dairy Foods είχε υποβάλει την αίτησή της χορηγήσεως αδείας λόγω του σοβαρού ανταγωνισμού εκ μέρους των παραγωγών από την κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Η εν λόγω εταιρία σχεδίαζε αρχική επένδυση ύψους περίπου 750 000 ευρώ για την κατασκευή εγκαταστάσεως μεταποιήσεως που θα συντελούσε στη δημιουργία περίπου δύο θέσεων εργασίας. Χωρίς την εφαρμογή του καθεστώτος της μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο, η Coberco Dairy Foods θα είχε αποφασίσει, προφανώς, να μεταποιεί τα προϊόντα της μάλλον στην κεντρική ή ανατολική Ευρώπη παρά στις Κάτω Χώρες.

21     Η επιτροπή εξέτασε το έγγραφο αυτό κατά τη συνεδρίασή της της 18ης Σεπτεμβρίου 2003. Από το πρακτικό της συνεδριάσεως αυτής εμφαίνεται ότι ο εκπρόσωπος της Γενικής Διευθύνσεως Γεωργίας της Επιτροπής είχε ενημερώσει την επιτροπή, αφενός, σχετικά με τη συρρίκνωση των εγγυήσεων διαθέσεως στο εμπόριο ζάχαρης προκειμένου να τηρηθούν οι διεθνείς δεσμεύσεις της Κοινότητας και, αφετέρου, σχετικά με το γεγονός ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί ζάχαρης βρίσκονταν «υπό πίεση» και ότι οι «απαλλαγμένες δασμών» εισαγωγές, στο πλαίσιο του καθεστώτος μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο, θα ενέτειναν την πίεση αυτή. Όπως ήταν επόμενο, η εν λόγω γενική διεύθυνση δεν στήριξε την αίτηση. Ως εκ τούτου, η επιτροπή αποφάσισε ότι οι οικονομικοί όροι δεν πληρούνταν εν προκειμένω.

22     Με την απόφασή τους της 27ης Οκτωβρίου 2003, οι ολλανδικές τελωνειακές αρχές, στηριζόμενες σ’ αυτά τα συμπεράσματα της επιτροπής, απέρριψαν την αίτηση της Coberco Dairy Foods. Η υποβληθείσα διοικητική ένστασή της απορρίφθηκε από τον inspecteur στις 2 Απριλίου 2004.

23     Κατόπιν αυτού, η Coberco Dairy Foods άσκησε, στις 10 Μαΐου 2004, προσφυγή ενώπιον του Gerechtshof te Amsterdam.

24     Υπ’ αυτές ακριβώς τις περιστάσεις, το Gerechtshof te Amsterdam αποφάσισε, με διάταξη της 28ης Δεκεμβρίου 2004, την αναστολή της ενώπιόν του διαδικασίας και την υποβολή στο Δικαστήριο των ακολούθων προδικαστικών ερωτημάτων:

«1)      Πώς πρέπει να ερμηνευθεί η φράση “χωρίς να θίγονται τα ουσιώδη συμφέροντα των κοινοτικών παραγωγών παρόμοιων εμπορευμάτων” του άρθρου 133, στοιχείο ε΄, του [τελωνειακού κώδικα]; Μήπως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αγορά του τελικού προϊόντος ή πρέπει επίσης να εξετάζεται στο πλαίσιο μιας μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο η οικονομική κατάσταση των πρώτων υλών;

2)      Πρέπει, προκειμένου να εκτιμηθεί η έκφραση “δυνατότητα δημιουργίας ή διατηρήσεως μεταποιητικής δραστηριότητας” που προβλέπεται στο άρθρο 502, παράγραφος 3 [του εκτελεστικού κανονισμού του τελωνειακού κώδικα], να ληφθούν υπόψη ορισμένος αριθμός θέσεων εργασίας που θα δημιουργηθούν, τουλάχιστον, από τις σχεδιαζόμενες δραστηριότητες; Ποια άλλα κριτήρια πρέπει να εφαρμοστούν για την ερμηνεία του προπαρατεθέντος χωρίου του κανονισμού;

3)      Υπό το φως των απαντήσεων που θα δοθούν στο πρώτο και δεύτερο ερώτημα, μπορεί το Δικαστήριο να εξετάσει, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, το κύρος των συμπερασμάτων της επιτροπής;

4)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, είναι τα σχετικά εν προκειμένω συμπεράσματα έγκυρα, τόσο όσον αφορά την αιτιολογία τους όσο και τα προβαλλόμενα οικονομικά επιχειρήματα;

5)      Σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεν δικαιούται να εκτιμήσει το κύρος των συμπερασμάτων, ποια ερμηνεία πρέπει να δοθεί στην πρόταση “τα συμπεράσματα της επιτροπής λαμβάνονται υπόψη (από τις τελωνειακές αρχές)” του άρθρου 504, παράγραφος 4, του [εκτελεστικού κανονισμού του τελωνειακού κώδικα] εάν οι τελωνειακές αρχές σε πρώτο στάδιο της διαδικασίας και/ή το εθνικό δικαστήριο, κατόπιν σχετικής προσφυγής, εκτιμήσουν ότι τα συμπεράσματα της επιτροπής δεν μπορούν να στηρίξουν απορριπτική απόφαση αιτήσεως χορηγήσεως αδείας στο πλαίσιο του καθεστώτος μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο;»

 Επί του πέμπτου ερωτήματος

25     Με το πέμπτο ερώτημα, που πρέπει να εξεταστεί πρώτα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται σχετικά με την ερμηνεία της φράσεως «τα συμπεράσματα της επιτροπής λαμβάνονται υπόψη από τις ενδιαφερόμενες τελωνειακές αρχές», του άρθρου 504, παράγραφος 4, του κανονισμού εφαρμογής. Το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, εάν αυτή η διάταξη συνεπάγεται ότι τα συμπεράσματα της επιτροπής είναι δεσμευτικά για τις εθνικές τελωνειακές αρχές όταν αυτές αποφαίνονται επί αιτήσεως χορηγήσεως αδείας μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο.

26     Πρέπει, πρώτον, να σημειωθεί ότι από το γράμμα του άρθρου 504, παράγραφος 4, του κανονισμού εφαρμογής δεν προκύπτει ότι τα συμπεράσματα της Επιτροπής είναι δεσμευτικά για τις εθνικές τελωνειακές αρχές. Σύμφωνα με τη διατύπωση της διατάξεως αυτής, τα συμπεράσματα της επιτροπής πρέπει να λαμβάνονται υπόψη αποκλειστικώς από τις οικείες τελωνειακές αρχές στις οποίες έχει υποβληθεί η αίτηση καθώς και από κάθε άλλη τελωνειακή αρχή που χειρίζεται παρόμοιες άδειες ή αιτήσεις για άδειες.

27     Η διάταξη αυτή ουδόλως επιβάλλει στις εθνικές τελωνειακές αρχές να ακολουθούν αυτομάτως τα συμπεράσματα της επιτροπής. Οι εν λόγω αρχές μπορούν να μην ακολουθούν τα συμπεράσματα της τελευταίας, υπό την προϋπόθεση ότι αιτιολογούν τις σχετικές αποφάσεις τους.

28     Αυτή η εκτίμηση της νομικής φύσεως των συμπερασμάτων της επιτροπής και της εκτάσεως της υποχρεώσεως που υπέχουν οι τελωνειακές αρχές κατά τη λήψη υπόψη αυτών των συμπερασμάτων επιρρωννύεται από το επιδιωκόμενο με τη σύσταση της επιτροπής στόχο. Όπως προκύπτει από την έβδομη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κώδικα, η σύσταση αυτής της επιτροπής σκοπεί απλώς στη διασφάλιση στενής και αποτελεσματικής συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών και Επιτροπής στον διεπόμενο από τον τελωνειακό κώδικα τομέα. Όσον αφορά τις αιτήσεις μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο, αυτή η συνεργασία δύναται και, ενίοτε, πρέπει να συγκεκριμενοποιείται με την εξέταση των οικονομικών όρων που προβλέπονται στα άρθρα 133, στοιχείο ε΄, του τελωνειακού κώδικα και 502 του κανονισμού εφαρμογής και με τη διαβούλευση με την επιτροπή πριν οι οικείες τελωνειακές αρχές χορηγήσουν άδεια ή ύστερα από τη χορήγηση της αδείας αυτής.

29     Μολονότι τα συμπεράσματα της επιτροπής σκοπούν στην ενημέρωση των τελωνειακών αρχών αναφορικά με τους σχετικούς οικονομικούς όρους, όπως προβλέπουν ο τελωνειακός κώδικας και ο κανονισμός εφαρμογής, ουδόλως προκύπτει, ούτε από το κείμενο του κανονισμού εφαρμογής, ιδίως από το άρθρο 504, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού, ούτε από τον ρόλο της επιτροπής, ούτε άλλωστε από τον στόχο που επιδιώκεται με τη διαβούλευση με αυτήν, ότι οι οικείες τελωνειακές αρχές δεσμεύονται, παρ’ όλ’ αυτά, από τα συμπεράσματα της επιτροπής.

30     Εξάλλου, τόσο το άρθρο 133, στοιχείο ε΄, του τελωνειακού κώδικα, που προβλέπει ότι οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι οικονομικοί όροι θεωρούνται ως πληρωθέντες μπορούν να καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία της επιτροπής, όσο και το άρθρο 249 του ίδιου κώδικα, το οποίο ορίζει ότι η επιτροπή μπορεί να εξετάζει κάθε ζήτημα σχετικό με την τελωνειακή νομοθεσία, επιβεβαιώνουν ότι ο ρόλος της επιτροπής συνίσταται, γενικώς, στο να διευκολύνεται η λήψη αποφάσεων από τις αρμόδιες εθνικές αρχές και όχι στο να επιβάλλονται σ’ αυτές δεσμεύσεις.

31     Αυτή η ερμηνεία του άρθρου 504, παράγραφος 4, του κανονισμού εφαρμογής, κατά την οποία τα συμπεράσματα της επιτροπής στερούνται δεσμευτικότητας, δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι, υπό ορισμένες περιστάσεις, ιδίως όταν, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρόκειται για εμπορεύματα υποκείμενα σε μέτρα γεωργικής πολιτικής, η διαβούλευση με την επιτροπή είναι υποχρεωτική δυνάμει του άρθρου 552, παράγραφος 2, του κανονισμού εφαρμογής. Επομένως, έστω και σε τέτοιες περιπτώσεις, οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν μόνο να λαμβάνουν αποκλειστικώς υπόψη τα συμπεράσματα της εν λόγω επιτροπής χωρίς να δεσμεύονται από αυτά. Πράγματι, η υποχρέωση διαβουλεύσεως με την επιτροπή δεν μπορεί να εξομοιωθεί προς υποχρέωση υιοθετήσεως των συμπερασμάτων αυτής.

32     Όσον αφορά την πρακτική που ακολουθούν ορισμένα κράτη, ιδίως το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, κατά την οποία οι οικείες τελωνειακές αρχές ακολουθούν αυτομάτως τα συμπεράσματα της επιτροπής όταν αυτά είναι αρνητικά, πρέπει να σημειωθεί ότι, δυνάμει των ασκουσών επιρροή διατάξεων του τελωνειακού κώδικα και του κανονισμού εφαρμογής, οι εν λόγω αρχές είναι, παρ’ όλ’ αυτά, ελεύθερες να υιοθετήσουν θέση διαφορετική από αυτήν της επιτροπής, αφού προβούν στη δική τους εκτίμηση των περιστάσεων και αιτιολογήσουν αρκούντως τη σχετική απόφασή τους.

33     Υπό τις συνθήκες αυτές, στο πέμπτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα συμπεράσματα της επιτροπής δεν είναι δεσμευτικά για τις εθνικές τελωνειακές αρχές οι οποίες αποφαίνονται επί αιτήσεως χορηγήσεως αδείας μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο.

 Επί του τρίτου και τετάρτου ερωτήματος

34     Με το τρίτο του ερώτημα, που πρέπει στη συνέχεια να εξεταστεί, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να μάθε αν τα συμπεράσματα στα οποία η επιτροπή καταλήγει δυνάμει του άρθρου 133, στοιχείο ε΄, του τελωνειακού κώδικα μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο εξετάσεως κύρους στο πλαίσιο του άρθρου 234 ΕΚ. Στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο θα έκρινε ότι είναι αρμόδιο να προβεί σε μια τέτοια εξέταση, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, με το τέταρτο ερώτημά του, σχετικά με το κύρος των συμπερασμάτων της εν λόγω επιτροπής στην υπόθεση της κύριας δίκης, τόσον όσον αφορά την αιτιολογία τους όσον και όσον αφορά τα προβαλλόμενα με αυτά οικονομικά επιχειρήματα.

35     Το άρθρο 234 ΕΚ ορίζει ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, μέσω προδικαστικών αποφάσεων, επί της ερμηνείας της Συνθήκης ΕΚ και επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των οργάνων της Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

36     Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, αυτή η διάταξη παρέχει στο Δικαστήριο την αρμοδιότητα να αποφαίνεται, μέσω προδικαστικών αποφάσεων, επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των οργάνων της Κοινότητας χωρίς καμία εξαίρεση (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1989, C-322/88, Grimaldi, Συλλογή 1989, σ. 4407, σκέψη 8).

37     Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι δεν αμφισβητείται πλέον ότι τα συμπεράσματα της επιτροπής δεν μπορούν να καταλογίζονται στην Επιτροπή. Εφόσον η Επιτροπή και τα κράτη μέλη δύνανται, και ενίοτε οφείλουν, να διαβουλεύονται με την επιτροπή στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήσεων χορηγήσεως αδείας μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο, τα συμπεράσματα της εν λόγω επιτροπής δεν μπορούν να θεωρηθούν ως πράξεις των οργάνων κατά την έννοια της νομολογίας αυτής. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει και από τον επιδιωκόμενο με τη σύσταση της επιτροπής στόχο που έγκειται απλώς στη διασφάλιση στενής και αποτελεσματικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής στον διεπόμενο από τον τελωνειακό κώδικα τομέα.

38     Όσο για τη νομική φύση των συμπερασμάτων της επιτροπής, πρέπει, πρώτον, να υπομνηστεί, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 26 έως 33 της παρούσας αποφάσεως, ότι αυτά δεν είναι δεσμευτικά για τις εθνικές τελωνειακές αρχές οι οποίες αποφαίνονται επί αιτήσεως χορηγήσεως αδείας μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο.

39     Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με άλλους τύπους γνωμοδοτήσεων, ομοίας φύσεως, όπως, ιδίως, οι γνωμοδοτήσεις της επιτροπής ονοματολογίας του κοινού δασμολογίου που έχει θεσπιστεί με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 97/69 του Συμβουλίου, της 16ης Ιανουαρίου 1969, περί της λήψεως μέτρων για την ομοιόμορφη εφαρμογή της ονοματολογίας του Κοινού Δασμολογίου (ΕΕ ειδ. έκδ., 02/001, σ. 32). Όσον αφορά τα συμπεράσματα της επιτροπής, πρέπει να σημειωθεί ότι, μολονότι αποτελούν σημαντικά μέσα για τη διασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής του τελωνειακού κώδικα από τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών και δύνανται, ως τέτοιου είδους, να θεωρηθούν ως έγκυρα για την ερμηνεία του εν λόγω κώδικα μέσα, νομικώς δεν είναι αυτά δεσμευτικά (βλ., κατά την έννοια αυτή, τις αποφάσεις της 15ης Φεβρουαρίου 1977, 69/76 και 70/76, Dittmeyer, Συλλογή τόμος 1977, σ. 75, σκέψη 4· της 11ης Ιουλίου 1980, 798/79, Chem-Tec, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 9, σκέψεις 11 και 12, καθώς και της 16ης Ιουνίου 1994, C-35/93, Develop Dr. Eisbein, Συλλογή 1994, σ. I-2655, σκέψη 21).

40     Δεδομένου ότι η επιτροπή έχει συσταθεί για τη διασφάλιση στενής και αποτελεσματικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής στον διεπόμενο από τον τελωνειακό κώδικα τομέα, οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών υποχρεούνται μόνο να λαμβάνουν υπόψη τα συμπεράσματά της χωρίς να δεσμεύονται από αυτά κατά τη λήψη της τελικής αποφάσεως. Αυτή ακριβώς η τελευταία απόφαση πρέπει, ενδεχομένως, να αποτελεί αντικείμενο δικαστικού ελέγχου από τα εθνικά δικαστήρια.

41     Κατά συνέπεια, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα συμπεράσματα στα οποία η επιτροπή καταλήγει κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 133, στοιχείο ε΄, του τελωνειακού κώδικα δεν μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο εξετάσεως κύρους στο πλαίσιο του άρθρου 234 ΕΚ.

42     Κατόπιν της απαντήσεως που δόθηκε στο τρίτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο τέταρτο ερώτημα.

 Επί του πρώτου ερωτήματος

43     Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται σχετικά με την ερμηνεία της φράσεως «χωρίς να θίγονται τα ουσιώδη συμφέροντα των κοινοτικών παραγωγών παρόμοιων εμπορευμάτων» του άρθρου 133, στοιχείο ε΄, του τελωνειακού κώδικα. Κατ’ ουσίαν, το εν λόγω δικαστήριο ζητεί να μάθει αν, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αιτήσεως χορηγήσεως αδείας μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως αυτής, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον η αγορά των τελικών προϊόντων αλλά και η οικονομική κατάσταση της αγοράς των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή των εν λόγω προϊόντων.

44     Η Coberco Dairy Foods εκτιμά ότι η έκφραση «ουσιώδη συμφέροντα των κοινοτικών παραγωγών παρόμοιων εμπορευμάτων», σύμφωνα με το νόημα του άρθρου 133, στοιχείο ε΄, του τελωνειακού κώδικα, πρέπει να ερμηνευθεί ως εμπεριέχουσα μόνον εκτίμηση των συμφερόντων των κοινοτικών παραγωγών μεταποιημένων προϊόντων, δηλαδή τελικών προϊόντων.

45     Η Ελληνική και η Ολλανδική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή φρονούν ότι, ενόψει του γράμματος, του πλαισίου και των στόχων του άρθρου 133, στοιχείο ε΄, του τελωνειακού κώδικα, η εξέταση των οικονομικών όρων συνεπάγεται τη λήψη υπόψη τόσο των συμφερόντων των παραγωγών μεταποιημένων προϊόντων όσο και αυτών των παραγωγών εμπορευμάτων παρουσιαζόντων ομοιότητα με αυτά που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία μεταποιήσεως.

46     Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει, πρώτον, ότι η εξέταση των οικονομικών όρων πρέπει να αφορά τις πρώτες ύλες, διότι, αφενός, αυτές ακριβώς είναι που εμπίπτουν στο καθεστώς της μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο και, αφετέρου, αυτά είναι ακριβώς τα προϊόντα για τα οποία έχουν προβλεφθεί τα μέτρα προστασίας αυτού του ευνοϊκού καθεστώτος. Δεύτερον και για τον ίδιο σκοπό, αυτή η εξέταση πρέπει να γίνεται λαμβανομένης υπόψη της κοινοτικής αγοράς. Τρίτον, η κατ’ αυτόν τον τρόπο λαμβανόμενη απόφαση πρέπει να εφαρμόζεται ομοιοτρόπως σε όλα τα κράτη μέλη.

47     Πρέπει να σημειωθεί ότι το γράμμα του άρθρου 133, στοιχείο ε΄, του τελωνειακού κώδικα, που αναφέρεται στα ουσιώδη συμφέροντα των κοινοτικών παραγωγών παρομοίων προϊόντων χωρίς να διευκρινίζει εάν πρόκειται για τους παραγωγούς τελικών προϊόντων ή εάν συμπεριλαμβάνει και τους παραγωγούς πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή των εν λόγω προϊόντων, δεν παρέχει σαφή απάντηση στο τεθέν ερώτημα, οπότε πρέπει να ληφθεί υπόψη το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή, δηλαδή το οικονομικό τελωνειακό καθεστώς στο οποίο αυτή εφαρμόζεται καθώς και οι επιδιωκόμενοι από το καθεστώς αυτό στόχοι.

48     Δυνάμει του άρθρου 130 του τελωνειακού κώδικα, το καθεστώς της μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο επιτρέπει την επεξεργασία στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας μη κοινοτικών εμπορευμάτων προκειμένου αυτά να υποβάλλονται σε εργασίες που μεταβάλλουν το είδος ή την κατάστασή τους και χωρίς να υπόκεινται στους εισαγωγικούς δασμούς ή στα μέτρα εμπορικής πολιτικής, καθώς και τη θέση των προϊόντων σε ελεύθερη κυκλοφορία, που προκύπτουν από τις εν λόγω εργασίες αφού καταβληθούν οι αναλογούντες εισαγωγικοί δασμοί. Αυτό το καθεστώς εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 551, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής, στα εμπορεύματα των οποίων η μεταποίηση έχει ως αποτέλεσμα να προκύπτουν προϊόντα υποκείμενα σε εισαγωγικό δασμό χαμηλότερο αυτού που ισχύει για τα εμπορεύματα εισαγωγής.

49     Το καθεστώς μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο προβλέφθηκε προκειμένου να αποφεύγονται οι αρνητικές συνέπειες, όσον αφορά τις μεταποιητικές δραστηριότητες εντός της Κοινότητας, μιας αυτόματης εφαρμογής του κοινοτικού δασμολογίου. Ωστόσο, το εν λόγω καθεστώς, παρέχοντας πλεονέκτημα στους κοινοτικούς μεταποιητές, δεδομένου ότι αυτοί δεν υποχρεούνται, στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος, να καταβάλλουν δασμούς επί των εισαγομένων από τρίτες χώρες εμπορευμάτων, είναι δυνατόν, παρ’ όλ’ αυτά, να θίγει τα ουσιώδη συμφέροντα τυχόν κοινοτικών παραγωγών των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία μεταποιήσεως.

50     Ενόψει αυτής της πιθανής συγκρούσεως συμφερόντων, είναι σαφές ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 133, στοιχείο ε΄, του τελωνειακού κώδικα εξέταση των οικονομικών όρων σκοπεί στο να λαμβάνονται υπόψη αυτά τα διαφορετικά συμφέροντα, συγκεκριμένα αυτά των μεταποιητών πρώτων υλών καθώς και αυτά των κοινοτικών παραγωγών παρομοίων προϊόντων. Στόχος της διατάξεως αυτής είναι, όπως διατείνεται η Επιτροπή, η εκτίμηση των πλεονεκτημάτων μιας αδείας μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο όσον αφορά τις μεταποιητικές δραστηριότητες από πλευράς των πιθανών συνεπειών της χορηγήσεως μιας τέτοιας αδείας στην κατάσταση των κοινοτικών παραγωγών εμπορευμάτων παρουσιαζόντων ομοιότητα με αυτά που αποτελούν το αντικείμενο της μεταποιήσεως.

51     Εξάλλου, αυτή η ερμηνεία του επιδιωκόμενου με το άρθρο 133, στοιχείο ε΄, του τελωνειακού κώδικα στόχου, κατά την οποία πρέπει να προστατεύονται τα συμφέροντα του συνόλου των κοινοτικών παραγωγών, δηλαδή τόσο αυτά των παραγωγών τελικών προϊόντων όσο και αυτά των παραγωγών πρώτων υλών χρησιμοποιουμένων για την παρασκευή των εν λόγω προϊόντων, αποτελεί τη μόνη κατά την οποία είναι δυνατό να λαμβάνονται υπόψη οι επιταγές κοινοτικών κοινών πολιτικών, συμπεριλαμβανομένων αυτών της κοινής γεωργικής πολιτικής, όπως επιβάλλεται από την τρίτη και τέταρτη αιτιολογική σκέψη του τελωνειακού κώδικα.

52     Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί απάντηση ότι, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως μια αιτήσεως χορηγήσεως αδείας μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 133, στοιχείο ε΄, του τελωνειακού κώδικα, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον η αγορά των τελικών προϊόντων, αλλά και η οικονομική κατάσταση της αγοράς των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή των εν λόγω προϊόντων.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

53     Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να μάθει ποια είναι τα κριτήρια που πρέπει να εφαρμοστούν για την ερμηνεία της εκφράσεως «δημιουργία ή διατήρηση μεταποιητικής δραστηριότητας» του άρθρου 502, παράγραφος 3, του κανονισμού εφαρμογής και αν, ιδίως, πρέπει να ληφθεί υπόψη η δημιουργία, λόγω των σχεδιαζομένων δραστηριοτήτων μεταποιήσεως, ενός ελαχίστου αριθμού θέσεων εργασίας.

54     Σύμφωνα με την Coberco Dairy Foods, δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη δεν προβλέπει κανένα όριο ως προς τον αριθμό θέσεων εργασίας που πρέπει να διατηρηθούν ή να δημιουργηθούν, αυτός ο αριθμός θέσεων εργασίας δεν αποτελεί, όπως είναι επόμενο, κατάλληλο κριτήριο.

55     Πριν από τη χορήγηση αδείας μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο, οι εθνικές τελωνειακές αρχές υποχρεούνται, δυνάμει, ιδίως, των άρθρων 133, στοιχείο ε΄, του τελωνειακού κώδικα και 502, παράγραφος 3, του κανονισμού εφαρμογής, να εξετάσουν εάν συντρέχουν ορισμένοι οικονομικοί όροι, ιδίως όταν πρόκειται για υποκείμενα σε μέτρα γεωργικής πολιτικής εμπορεύματα, όπως η ζάχαρη.

56     Δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 133, στοιχείο ε΄, του τελωνειακού κώδικα, αυτή η εξέταση πρέπει να καθιστά δυνατό να ελεγχθεί εάν η άδεια μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο μπορεί να συντελέσει στη δημιουργία ή τη διατήρηση μεταποιητικής δραστηριότητας όσον αφορά εμπορεύματα εντός της Κοινότητας χωρίς να θίγονται τα ουσιώδη συμφέροντα των κοινοτικών παραγωγών παρόμοιων εμπορευμάτων. Η προϋπόθεση κατά την οποία η εν λόγω άδεια πρέπει να μπορεί να ευνοήσει τη δημιουργία ή τη διατήρηση μεταποιητικής δραστηριότητας εντός της Κοινότητας επαναλαμβάνεται και στο άρθρο 502, παράγραφος 3, του κανονισμού εφαρμογής.

57     Μολονότι αυτές οι διατάξεις της εφαρμοζόμενης στο καθεστώς της μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο κοινοτικής νομοθεσίας δεν διευκρινίζουν τα διάφορα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση των οικονομικών όρων που αυτές προβλέπουν, επιβάλλεται να υπομνηστούν οι επιδιωκόμενοι από το εν λόγω καθεστώς στόχοι, όπως αυτοί εκτίθενται στις σκέψεις 50 έως 52 της παρούσας αποφάσεως, καθώς και το γεγονός ότι η εξέταση των εν λόγω όρων σκοπεί στο να λαμβάνονται υπόψη τα διαφορετικά συμφέροντα των μεταποιητών πρώτων υλών και αυτά των κοινοτικών παραγωγών παρόμοιων εμπορευμάτων, ενώ ταυτόχρονα θα τηρούνται οι επιταγές των κοινοτικών κοινών πολιτικών.

58     Ενόψει αυτών των θεωρήσεων, πρέπει, όπως ακριβώς φρονούν η Ολλανδική και η Ελληνική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή, να επισημανθεί ότι οι μνημονευόμενοι από αυτές τις διατάξεις οικονομικοί όροι πρέπει να εκτιμώνται βάσει ενός συνόλου στοιχείων, όπως η αξία της πραγματοποιουμένης επενδύσεως, το διηνεκές της δραστηριότητας καθώς και η βιωσιμότητά της, ο διαρκής χαρακτήρας των δημιουργουμένων θέσεων εργασίας καθώς και κάθε άλλο κατάλληλο στοιχείο σχετικό με τη δημιουργία ή τη διατήρηση μεταποιητικής δραστηριότητας. Μολονότι η δημιουργία, λόγω των σχεδιαζομένων μεταποιητικών δραστηριοτήτων, ενός ελαχίστου αριθμού θέσεων εργασίας αποτελεί ένα ασκούν επιρροή στοιχείο στο πλαίσιο της εξετάσεως των οικονομικών όρων που απαιτείται από τον τελωνειακό κώδικα και τον κανονισμό εφαρμογής του, αυτό δεν αποτελεί, κατ’ ανάγκη, το μοναδικό στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Πράγματι, τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εν λόγω εξέταση εξαρτώνται από τη φύση της οικείας μεταποιητικής δραστηριότητας, ενώ κάθε εξέταση των οικονομικών όρων πρέπει να γίνεται ενόψει των συγκεκριμένων κάθε φορά περιστάσεων.

59     Κατά συνέπεια, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι στα κριτήρια που πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί «η δημιουργία ή η διατήρηση δραστηριότητας μεταποίησης», κατά την έννοια 133, στοιχείο ε΄, του τελωνειακού κώδικα και του άρθρου 502, παράγραφος 3, του κανονισμού εφαρμογής, ναι μεν πρέπει να συμπεριληφθεί και το κριτήριο σχετικά με τη δημιουργία, λόγω των σχεδιαζομένων μεταποιητικών δραστηριοτήτων, ενός ελαχίστου αριθμού θέσεων εργασίας, πλην όμως τα σχετικά κριτήρια δεν περιορίζονται μόνο σ’ αυτό. Πράγματι, τα εν λόγω κριτήρια εξαρτώνται από τη φύση της οικείας μεταποιητικής δραστηριότητας, οι δε εθνικές τελωνειακές αρχές, στις οποίες έχει ανατεθεί βάσει αυτών των δύο διατάξεων η εξέταση των οικονομικών όρων, πρέπει να εκτιμούν συνολικώς όλα τα ασκούντα επιρροή στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των εχόντων σχέση με τον αριθμό των δημιουργουμένων θέσεων εργασίας, την αξία της πραγματοποιουμένης επενδύσεως ή το διηνεκές της σχεδιαζομένης δραστηριότητας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

60     Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν προκειμένου να υποβάλουν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο λοιποί πλην των εν λόγω διαδίκων δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως μια αιτήσεως χορηγήσεως αδείας μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 133, στοιχείο ε΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 1992 περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2700/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2000, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η αγορά των τελικών προϊόντων αλλά και η οικονομική κατάσταση της αγοράς των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή των εν λόγω προϊόντων.

2)      Στα κριτήρια που πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί «η δημιουργία ή η διατήρηση δραστηριότητας μεταποίησης» κατά την έννοια 133, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 2913/92, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 2700/2000, και του άρθρου 502, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού 2913/92, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 993/2001 της Επιτροπής, της 4ης Μαΐου 2001, ναι μεν πρέπει να συμπεριληφθεί και το κριτήριο σχετικά με τη δημιουργία, λόγω των σχεδιαζομένων μεταποιητικών δραστηριοτήτων, ενός ελαχίστου αριθμού θέσεων εργασίας, πλην όμως τα σχετικά κριτήρια δεν περιορίζονται μόνο σ’ αυτό. Πράγματι, τα εν λόγω κριτήρια εξαρτώνται από τη φύση της οικείας μεταποιητικής δραστηριότητας, οι δε εθνικές τελωνειακές αρχές, στις οποίες έχει ανατεθεί βάσει αυτών των δύο διατάξεων η εξέταση των οικονομικών όρων, πρέπει να εκτιμούν συνολικώς όλα τα ασκούντα επιρροή στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των εχόντων σχέση με τον αριθμό των δημιουργουμένων θέσεων εργασίας, την αξία της πραγματοποιουμένης επενδύσεως ή το διηνεκές της σχεδιαζομένης δραστηριότητας.

3)      Τα συμπεράσματα στα οποία η επιτροπή του τελωνειακού κώδικα καταλήγει κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 133, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 2913/92, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 2700/2000, δεν μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο εξετάσεως κύρους στο πλαίσιο του άρθρου 234 ΕΚ.

4)      Τα συμπεράσματα της επιτροπής του τελωνειακού κώδικα δεν είναι δεσμευτικά για τις εθνικές τελωνειακές αρχές οι οποίες αποφαίνονται επί αιτήσεως χορηγήσεως αδείας μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.