Υπόθεση C-52/04

Personalrat der Feuerwehr Hamburg

κατά

Leiter der Feuerwehr Hamburg

(αίτηση του Bundesverwaltungsgericht για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Άρθρο 104, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας — Κοινωνική πολιτική — Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων — Οδηγίες 89/391/ΕΟΚ και 93/104/ΕΚ — Πεδίο εφαρμογής — Δυνάμεις άμεσης επεμβάσεως της πυροσβεστικής υπηρεσίας — Περιλαμβάνονται — Προϋποθέσεις»

Διάταξη του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 2005 

Περίληψη της διατάξεως

Κοινωνική πολιτική — Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων — Οδηγία 89/391 σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία — Οδηγία 93/104 σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας — Πεδίο εφαρμογής — Δυνάμεις άμεσης επεμβάσεως της πυροσβεστικής — Περιλαμβάνονται — Εφαρμογή του κανόνα περί καθορισμού της μέγιστης εβδομαδιαίας διάρκειας της εργασίας — Παρέκκλιση σε περίπτωση εξαιρετικών περιστάσεων

(Οδηγίες του Συμβουλίου 89/391, άρθρο 2, και 93/104, άρθρο 1 § 3, και 6, σημ. 2)

Τα άρθρα 2 της οδηγίας 89/391, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία, και 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/104, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, έχουν την έννοια ότι:

–       οι δραστηριότητες των δυνάμεων άμεσης επεμβάσεως μιας δημόσιας πυροσβεστικής υπηρεσίας εμπίπτουν κανονικώς στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω οδηγιών, οπότε το άρθρο 6, σημείο 2, της οδηγίας 93/104 απαγορεύει, κατ’ αρχήν, την υπέρβαση του ορίου των 48 ωρών που έχει προβλεφθεί ως μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας, περιλαμβανομένων των περιόδων εφημερίας·

–       πάντως, η υπέρβαση του εν λόγω ορίου είναι δυνατή στην περίπτωση εκτάκτων περιστάσεων τέτοιας βαρύτητας και εκτάσεως, ώστε η επιδίωξη εύρυθμης λειτουργίας των υπηρεσιών που είναι αναγκαίες για την προστασία δημοσίων συμφερόντων, όπως η δημόσια τάξη, η δημόσια υγεία και η δημόσια ασφάλεια, να υπερισχύσει προσωρινώς έναντι του σκοπού προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων που διατίθενται στις ομάδες άμεσης επεμβάσεως και παροχής βοηθείας· ωστόσο, ακόμη και εάν συντρέχουν οι έκτακτες αυτές περιστάσεις, η επίτευξη των σκοπών της οδηγίας 89/391 πρέπει να επιδιώκεται όσο αυτό είναι δυνατόν.

(βλ. σκέψεις 53, 55-57, 61 και διατακτ.)




ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 14ης Ιουλίου 2005 (*)

«Άρθρο 104, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας – Κοινωνική πολιτική – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οδηγίες 89/391/ΕΟΚ και 93/104/ΕΚ – Πεδίο εφαρμογής – Δυνάμεις άμεσης επεμβάσεως της πυροσβεστικής υπηρεσίας– Περιλαμβάνονται − Προϋποθέσεις»

Στην υπόθεση C-52/04,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht (Γερμανία), με απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2003 που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Φεβρουαρίου 2004, στο πλαίσιο της δίκης

Personalrat der Feuerwehr Hamburg

κατά

Leiter der Feuerwehr Hamburg,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, C. Gulmann, R. Schintgen (εισηγητή), J. Makarczyk και J. Klučka, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: R. Grass

αφού το αιτούν δικαστήριο ενημερώθηκε ότι το Δικαστήριο προτίθεται να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη σύμφωνα το άρθρο 104, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας,

αφού οι ενδιαφερόμενοι, οι οποίοι μνημονεύονται στο άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, εκλήθησαν να υποβάλουν τις τυχόν παρατηρήσεις τους εν προκειμένω,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1       Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία (ΕΕ L 183, σ. 1), καθώς και του άρθρου 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ L 307, σ. 18).

2       Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Personalrat der Feuerwehr Hamburg (επιτροπής προσωπικού της πυροσβεστικής υπηρεσίας του Αμβούργου, στο εξής: Personalrat) και του Leiter der Feuerwehr Hamburg (προϊσταμένου της εν λόγω υπηρεσίας, στο εξής: Leiter) με αντικείμενο τη γερμανική κανονιστική ρύθμιση η οποία προβλέπει χρόνο εργασίας άνω των 48 ωρών την εβδομάδα για τις δυνάμεις άμεσης επεμβάσεως της ως άνω υπηρεσίας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική νομοθεσία

3       Οι οδηγίες 89/391 και 93/104 εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 118 Α της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ).

4       Η οδηγία 89/391 είναι η οδηγία-πλαίσιο η οποία θεσπίζει τις γενικές αρχές στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων. Οι αρχές αυτές αναπτύχθηκαν στη συνέχεια με σειρά ειδικών οδηγιών, μεταξύ των οποίων η οδηγία 93/104.

5       Το άρθρο 2 της οδηγίας 89/391 ορίζει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής ως ακολούθως:

«1.      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλους τους δημόσιους ή ιδιωτικούς τομείς δραστηριοτήτων (βιομηχανικές, γεωργικές, εμπορικές, διοικητικές, εκπαιδευτικές, πολιτιστικές δραστηριότητες, δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών, αναψυχής κ.λπ.).

2.      Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται όταν δεν το επιτρέπουν εγγενείς ιδιαιτερότητες ορισμένων δραστηριοτήτων του δημόσιου τομέα, παραδείγματος χάριν στις ένοπλες δυνάμεις ή στην αστυνομία, ή ορισμένων συγκεκριμένων δραστηριοτήτων στις υπηρεσίας πολιτικής άμυνας.

Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να εξασφαλίζεται, όσο αυτό είναι δυνατόν, η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων, έχοντας υπόψη τους στόχους της παρούσας οδηγίας.»

6       Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 93/104, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής»:

«1.      Η παρούσα οδηγία καθορίζει τις στοιχειώδεις προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας.

2.      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται:

α)      στις ελάχιστες περιόδους ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης και ετήσιας άδειας, στο χρόνο διαλείμματος και στη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας

και

β)      σε ορισμένες πλευρές της νυκτερινής εργασίας, της κατά βάρδιας εργασίας και του ρυθμού εργασίας.

3.      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλους τους ιδιωτικούς ή δημόσιους τομείς δραστηριοτήτων, κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ, με την επιφύλαξη του άρθρου 17 της παρούσας οδηγίας, εξαιρουμένων των αεροπορικών, σιδηροδρομικών, οδικών, θαλάσσιων, ποτάμιων και λιμναίων μεταφορών, της θαλάσσιας αλιείας και λοιπών θαλασσίων δραστηριοτήτων, καθώς και των ασκούμενων ιατρών.

4.      Οι διατάξεις της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ εφαρμόζονται πλήρως στα θέματα που αναφέρει η παράγραφος 2, με την επιφύλαξη περιοριστικότερων ή/και ειδικότερων διατάξεων της παρούσας οδηγίας.»

7       Υπό τον τίτλο «Ορισμοί», το άρθρο 2 της οδηγίας 93/104 ορίζει τα ακόλουθα:

«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1)      “χρόνος εργασίας”: κάθε περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη, και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντα του, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές·

2)      “περίοδος ανάπαυσης”: κάθε περίοδος που δεν είναι χρόνος εργασίας·

[…]».

8       Το τμήμα II της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα μέτρα που τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λάβουν ώστε κάθε εργαζόμενος να τυγχάνει, μεταξύ άλλων, ελάχιστων περιόδων ημερήσιας αναπαύσεως και εβδομαδιαίας αναπαύσεως και ρυθμίζει τη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας.

9       Όσον αφορά τη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας, το άρθρο 6 της ίδιας οδηγίας ορίζει:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε, σε συνάρτηση με τις επιταγές της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων:

[…]

2)      ο χρόνος εργασίας να μην υπερβαίνει, ανά επταήμερο, τις σαράντα οκτώ ώρες κατά μέσο όρο, συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών.»

10     Το άρθρο 15 της οδηγίας 93/104 προβλέπει:

«Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν ευνοϊκότερες νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις για τη προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων ή να ευνοούν ή να επιτρέπουν την εφαρμογή ευνοϊκότερων συλλογικών συμβάσεως ή συμφωνιών μεταξύ κοινωνικών εταίρων για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων.»

11     Κατά το άρθρο 16 της εν λόγω οδηγίας:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν:

[…]

2)       για την εφαρμογή του άρθρου 6 (ανώτατη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας), περίοδο αναφοράς η οποία δεν υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες.

[…]»

12     Η ίδια οδηγία προβλέπει σειρά παρεκκλίσεων από πλείονες βασικούς κανόνες της, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων ορισμένων δραστηριοτήτων και υπό την επιφύλαξη της πληρώσεως ορισμένων προϋποθέσεων. Συναφώς, το άρθρο της 17 ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη, τηρώντας τις γενικές αρχές για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, μπορούν να παρεκκλίνουν από τα άρθρα 3, 4, 5, 6, 8 και 16 εφόσον η διάρκεια του χρόνου εργασίας, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της ασκούμενης δραστηριότητας, δεν υπολογίζεται ή/και δεν προκαθορίζεται ή μπορεί να καθορίζεται από τους ίδιους τους εργαζομένους, ιδίως δε εφόσον πρόκειται για:

α)      διευθυντικά ή άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα να λαμβάνουν αποφάσεις αυτόνομα·

β)      οικογενειακό προσωπικό

ή

γ)      εργαζομένους στον τελετουργικό τομέα των εκκλησιών και των θρησκευτικών κοινοτήτων.

2.      Επιτρέπονται επίσης παρεκκλίσεις μέσω της νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής οδού, ή με συλλογικές συμβάσεις ή με συμφωνίες μεταξύ κοινωνικών εταίρων, υπό τον όρο ότι στους οικείους εργαζομένους χορηγούνται ισοδύναμες περίοδοι αντισταθμιστικής ανάπαυσης ή ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου είναι αντικειμενικώς αδύνατη η χορήγηση ισοδύναμων περιόδων αντισταθμιστικής ανάπαυσης, παρέχεται κατάλληλη προστασία στους οικείους εργαζομένους:

2.1.      από τα άρθρα 3, 4, 5, 8 και 16:

[…]

γ)      για τις δραστηριότητες που χαρακτηρίζονται από την ανάγκη να εξασφαλιστεί η συνέχεια της υπηρεσίας ή της παραγωγής, ιδίως:

i)      για τις υπηρεσίες τις σχετικές με την υποδοχή, τη νοσηλεία ή/και την περίθαλψη που παρέχονται από νοσοκομεία ή παρόμοια ιδρύματα, από ιδρύματα διαμονής και από φυλακές·

[…]

3)      για τις υπηρεσίες τύπου, ραδιοφωνίας, τηλεόρασης, κινηματογράφου, ταχυδρομείων ή τηλεπικοινωνιών, τις υπηρεσίες ασθενοφόρων, τις πυροσβεστικές υπηρεσίες ή την πολιτική άμυνα·

[…]

3.      Παρεκκλίσεις από τα άρθρα 3, 4, 5, 8 και 16 επιτρέπονται με συλλογικές συμβάσεις ή με συμφωνίες μεταξύ κοινωνικών εταίρων σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο ή, σύμφωνα με τους κανόνες που θέτουν αυτοί, με συλλογικές συμβάσεις ή συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ τους σε κατώτερο επίπεδο.

[…]

Οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο γίνονται δεκτές μόνον εφόσον χορηγούνται στους οικείους εργαζομένους ισοδύναμες περίοδοι αντισταθμιστικής ανάπαυσης ή εφόσον, σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου είναι αντικειμενικώς αδύνατη η χορήγηση ισοδύναμων περιόδων αντισταθμιστικής ανάπαυσης, παρέχεται στους εν λόγω εργαζομένους κατάλληλη προστασία.

[…]

4.      Η ευχέρεια παρέκκλισης από το άρθρο 16, σημείο 2, που προβλέπεται στην παράγραφο 2, σημεία 2.1 και 2.2, και στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, δεν επιτρέπεται να καταλήγει σε περίοδο αναφοράς που να υπερβαίνει τους έξι μήνες.

Ωστόσο, τα κράτη μέλη δύνανται, τηρώντας πάντα τις γενικές αρχές προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, να επιτρέπουν, για αντικειμενικούς ή τεχνικούς λόγους ή για λόγους οργάνωσης της εργασίας, να καθορίζονται από τις συλλογικές συμβάσεις ή συμφωνίες μεταξύ κοινωνικών εταίρων περίοδοι αναφοράς που να μην υπερβαίνουν [σε καμία περίπτωση] τους δώδεκα μήνες.

[…]»

 Η εθνική νομοθεσία

13     Το γερμανικό εργατικό δίκαιο διακρίνει μεταξύ της επιφυλακής («Arbeitsbereitschaft»), της εφημερίας («Bereitschaftsdienst») και της συνεχούς δυνατότητας επικοινωνίας («Rufbereitschaft»).

14     Αυτές οι τρεις έννοιες δεν ορίζονται στην εν λόγω εθνική νομοθεσία, αλλά τα χαρακτηριστικά τους προκύπτουν από τη νομολογία.

15     Η επιφυλακή («Arbeitsbereitschaft») αφορά την περίπτωση όπου ο εργαζόμενος οφείλει να ευρίσκεται στη διάθεση του εργοδότη στον τόπο της εργασίας του και, επιπλέον, να παραμένει σε διαρκή επιφυλακή προκειμένου να μπορεί να επέμβει αμέσως σε περίπτωση ανάγκης.

16     Κατά την εφημερία («Bereitschaftsdienst»), ο εργαζόμενος υποχρεούται να είναι παρών σε τόπο που έχει ορίσει ο εργοδότης, εντός ή εκτός της εγκαταστάσεως του τελευταίου, καθώς επίσης να είναι έτοιμος να παράσχει τις υπηρεσίες του, εφόσον το ζητήσει ο εργοδότης του, αλλά μπορεί να αναπαύεται ή να ασχολείται κατά βούληση εφόσον δεν απαιτείται η παροχή των υπηρεσιών του.

17     Η συνεχής δυνατότητα επικοινωνίας («Rufbereitschaft») χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι ο εργαζόμενος δεν υποχρεούται να μένει εν αναμονή σε ορισμένο από τον εργοδότη τόπο, αλλά αρκεί να είναι δυνατή ανά πάσα στιγμή η επικοινωνία μαζί του, προκειμένου να είναι σε θέση να ασκήσει ταχέως τα επαγγελματικά του καθήκοντα μόλις το ζητήσει ο εργοδότης.

18     Στο γερμανικό εργατικό δίκαιο, ως είχε κατά το χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, μόνον η επιφυλακή («Arbeitsbereitschaft») εθεωρείτο ότι συνιστά, κατά γενικό κανόνα, χρόνο εργασίας στο σύνολό της. Αντιθέτως, τόσο η εφημερία («Bereitschaftsdienst») όσο και η συνεχής δυνατότητα επικοινωνίας («Rufbereitschaft») χαρακτηρίζονταν ως χρόνος αναπαύσεως, εκτός από τον χρόνο υπηρεσίας κατά τον οποίο ο εργαζόμενος όντως άσκησε τα επαγγελματικά του καθήκοντα.

19     Το άρθρο 76 του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα του ομόσπονδου κράτους (Land) του Αμβούργου (Hamburgisches Beamtengesetz), ως είχε στις 29 Νοεμβρίου 1977 και τροποποιήθηκε με το νόμο της 11ης Ιουνίου 1997 (στο εξής: «HmbBG»), ορίζει τα ακόλουθα:

«(1)      Η κανονική διάρκεια εργασίας των δημοσίων υπαλλήλων ορίζεται με κανονιστική απόφαση του “Senat” [συλλογικό όργανο που ασκεί την εκτελεστική εξουσία στο ομόσπονδο κράτος του Αμβούργου] όπως προβλέπουν η δεύτερη και η τρίτη περίοδος. Η διάρκεια αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 40 ώρες εβδομαδιαίως. Στις περιπτώσεις εφημερίας η κανονική διάρκεια εργασίας μπορεί να παρατείνεται σε συνάρτηση με τις υπηρεσιακές ανάγκες· ωστόσο, δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 50 ώρες εβδομαδιαίως κατά μέσο όρο.

[…]»

20     Δυνάμει του άρθρου 1 της κανονιστικής αποφάσεως περί της διάρκειας εργασίας των δημοσίων υπαλλήλων (Verordnung über die Arbeitszeit der Beamtinnen und Beamten), της 12ης Αυγούστου 1997 (στο εξής: «ArbzVO»):

«(1) Η κανονική διάρκεια εργασίας των δημοσίων υπαλλήλων είναι 40 ώρες εβδομαδιαίως κατά μέσο όρο. Επί ημερησίας βάσεως η κανονική ή συνήθης διάρκεια εργασίας καθορίζεται με βάση το αντίστοιχο κλάσμα της κανονικής εβδομαδιαίας διάρκειας.

(2) Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, η κανονική διάρκεια εργασίας μπορεί να παραταθεί μέχρι των 50 ωρών εβδομαδιαίως κατά μέσο όρο, σε συνάρτηση με τις υπηρεσιακές ανάγκες, εάν ο εν λόγω χρόνος εργασίας περιλαμβάνει περιόδους εφημερίας. Η κανονική εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας, περιλαμβανομένων των περιόδων εφημερίας, του προσωπικού άμεσης επεμβάσεως της πυροσβεστικής υπηρεσίας είναι 48 ώρες κατά μέσον όρο.»

21     Η ως άνω διάταξη του ArbzVO τροποποιήθηκε ως ακολούθως, με κανονιστική απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1998:

«Στο άρθρο 1, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, της κανονιστικής αποφάσεως περί της διάρκειας εργασίας των δημοσίων υπαλλήλων, της 12ης Αυγούστου 1997 […], ο αριθμός “48” αντικαθίσταται από τον αριθμό “50”.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

22     Από τη δικογραφία που τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, στις 18 Ιουλίου 1991, οι διάδικοι της κύριας δίκης συνήψαν συλλογική σύμβαση, εφαρμοστέα από την 1η Απριλίου 1990, περί της διάρκειας εργασίας των δημοσίων υπαλλήλων που διατίθενται στην υπηρεσία άμεσης επεμβάσεως και απασχολούνται «με βάρδιες» στους πυροσβεστικούς σταθμούς. Η εν λόγω συλλογική σύμβαση όρισε την κανονική διάρκεια εργασίας σε 48 ώρες εβδομαδιαίως κατά μέσο όρο, περιλαμβανομένων των περιόδων εφημερίας.

23     Στις αρχές του 1999, ο Leiter πρότεινε σχέδιο νέας συλλογικής συμβάσεως η οποία επρόκειτο να αντικαταστήσει αυτήν της 18ης Ιουλίου 1991 από την 1η Ιανουαρίου 1999 και προέβλεπε αύξηση της κανονικής εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας, περιλαμβανομένων των περιόδων εφημερίας, από 48 σε 50 ώρες.

24     Το Personalrat αρνήθηκε να συναινέσει στο σχέδιο αυτό. Δεδομένου ότι δεν επιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης, ο Leiter προσέφυγε στο όργανο συνδιαλλαγής το οποίο αποδέχθηκε, αντί του Personalrat, τη νέα συλλογική σύμβαση στις 25 Οκτωβρίου 1999 (στο εξής: επίμαχη συλλογική σύμβαση).

25     Στις 12 Δεκεμβρίου 2000, το Personalrat κατήγγειλε την ως άνω συλλογική σύμβαση από της αυτής ημερομηνίας, με την αιτιολογία ότι, κατά την άποψή του, αντιβαίνει στις διατάξεις των οδηγιών 89/391 και 93/104.

26     Ακολούθως, το Personalrat προσέφυγε στο Verwaltungsgericht Hamburg το οποίο, με διάταξή του, απέρριψε την προσφυγή.

27     Το Personalrat άσκησε, εν συνεχεία, έφεση ενώπιον του Oberverwaltungsgericht Hamburg το οποίο απέρριψε το κύριο αίτημα, να κηρυχθεί ανεφάρμοστη η επίμαχη συλλογική σύμβαση, αλλά δέχθηκε το επικουρικό αίτημα να αναγνωριστεί ο παράνομος χαρακτήρας της αποφάσεως της 25ης Οκτωβρίου 1999 του οργάνου συνδιαλλαγής.

28     Τόσο το Personalrat όσο και ο Leiter άσκησαν αναίρεση κατά της ως άνω αποφάσεως του Oberverwaltungsgericht ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht.

29     Το Bundesverwaltungsgericht κρίνει ότι η έκβαση της διαφοράς εξαρτάται από την απάντηση σε ερώτημα κοινοτικού δικαίου το οποίο δεν έχει ακόμη διευκρινιστεί με τη νομολογία του Δικαστηρίου.

30     Ειδικότερα, μολονότι η επίμαχη συλλογική σύμβαση στηρίζεται στον HmbBG και την ArbzVO, όπως τροποποιήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1998, η εν λόγω εθνική ρύθμιση, η οποία επιτρέπει εβδομαδιαία κανονική διάρκεια εργασίας μέχρι των 50 ωρών σε συνάρτηση με τις υπηρεσιακές ανάγκες, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, εάν αντιβαίνει στο άρθρο 6, σημείο 2, της οδηγίας 93/104, που ορίζει την εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας σε 48 ώρες κατ’ ανώτερο όριο. Συναφώς, ανακύπτει το ζήτημα εάν η οδηγία αυτή τυγχάνει εφαρμογής στους δημοσίους υπαλλήλους που έχουν αναλάβει καθήκοντα άμεσης επεμβάσεως στο πλαίσιο πυροσβεστικής υπηρεσίας επαγγελματικού χαρακτήρα.

31     Λαμβανομένου υπόψη ότι, αφενός, το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/104 ορίζει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής παραπέμποντας ρητώς στο άρθρο 2 της οδηγίας 89/391 και ότι, αφετέρου, δυνάμει της παραγράφου 2, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω άρθρου 2, η τελευταία αυτή οδηγία δεν εφαρμόζεται όταν δεν το επιτρέπουν εγγενείς ιδιαιτερότητες ορισμένων δραστηριοτήτων του δημόσιου τομέα, παραδείγματος χάριν στις ένοπλες δυνάμεις ή στην αστυνομία, ή ορισμένων δραστηριοτήτων στις υπηρεσίες πολιτικής άμυνας, πρέπει να διερευνηθεί μήπως οι πυροσβέστες εμπίπτουν σε μία από τις ως άνω εξαιρέσεις.

32     Ειδικότερα, οι πυροσβέστες, στο μέτρο που έχουν ως κύριο έργο την κατάσβεση των πυρκαγιών και, εξάλλου, υπέχουν από το νόμο την υποχρέωση να παρέχουν τη συνδρομή τους σε περιπτώσεις ατυχημάτων ή άλλων καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, μπορούν να θεωρηθούν είτε ως στοιχείο του συστήματος ασφαλείας που οργανώνεται από το κράτος, στο οποίο ανήκουν επίσης οι ένοπλες δυνάμεις και η αστυνομία οι οποίες μνημονεύονται ως παραδείγματα στο άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/391, είτε ως τμήμα των υπηρεσιών πολιτικής άμυνας, οπότε δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, τα ως άνω πρόσωπα δεν εμπίπτουν γενικώς στο πεδίο εφαρμογής αυτής της οδηγίας και, κατά συνέπεια, ούτε σε αυτό της οδηγίας 93/104.

33     Ωστόσο, σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/391 μπορεί επίσης να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι, τουλάχιστον, η μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 6, σημείο 2, της οδηγίας 93/104, έχει επίσης εφαρμογή στους δημοσίους υπαλλήλους της πυροσβεστικής υπηρεσίας που έχουν καθήκοντα άμεσης επεμβάσεως. Πράγματι, τόσο το γράμμα όσο και το νόημα και ο σκοπός της πρώτης από τις ως άνω διατάξεις συνηγορούν υπέρ της ερμηνείας αυτής.

34     Κρίνοντας ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, η επίλυση της διαφοράς, της οποίας έχει επιληφθεί, απαιτεί την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Bundesverwaltungsgericht αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει την έννοια το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγία 93/104 […], σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/391 […], ότι η πρώτη από τις μνημονευθείσες οδηγίες δεν έχει εφαρμογή όσον αφορά το χρόνο εργασίας των δυνάμεων άμεσης επεμβάσεως μιας κρατικής πυροσβεστικής υπηρεσίας;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

35     Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να μάθει εάν τα άρθρα 2 της οδηγίας 89/391 και 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/104 έχουν την έννοια ότι οι δραστηριότητες των δυνάμεων της άμεσης επεμβάσεως μιας δημόσιας πυροσβεστικής υπηρεσίας, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω οδηγιών, οπότε το άρθρο 6, σημείο 2, της οδηγίας 93/104 απαγορεύει υπέρβαση του ορίου των 48 ωρών που προβλέπεται ως μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας, περιλαμβανομένων των περιόδων εφημερίας.

36     Το Δικαστήριο, κρίνοντας ότι η απάντηση στο ως άνω ερώτημα δεν επιδέχεται εύλογη αμφιβολία, πληροφόρησε το αιτούν δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 104, παράγραφος 3, του κανονισμού διαδικασίας, ότι επρόκειτο να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη και κάλεσε τους ενδιαφερομένους, των οποίων ποιείται μνεία το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, να υποβάλουν τις τυχόν παρατηρήσεις τους εν προκειμένω.

37     Κατόπιν της προσκλήσεως του δικαστηρίου, το Personalrat και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επανέλαβαν την άποψη που είχαν υποστηρίξει στο πλαίσιο της έγγραφης διαδικασίας, ήτοι ότι, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της αποφάσεως της 5ης Οκτωβρίου 2004, C-397/01 έως C‑403/01, Pfeiffer κ.λπ. (μη δημοσιευθείσας ακόμη στη Συλλογή), η απάντηση στο τεθέν ερώτημα μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία του Δικαστηρίου και ότι, κατά συνέπεια, δικαιολογείται η έκδοση αιτιολογημένης διατάξεως. Αντιθέτως, ο Leiter και η Ολλανδική Κυβέρνηση εξέφρασαν την αντίθετη άποψη. Ωστόσο, τα στοιχεία, τα οποία επικαλέστηκαν οι τελευταίοι, δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα να αποστεί το Δικαστήριο από τη διαδικασία που σκόπευε να ακολουθήσει.

38     Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα, όπως αυτό αναδιατυπώθηκε με τη σκέψη 35 της παρούσας διατάξεως, επιβάλλεται κατ’ αρχάς η υπόμνηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/104 ορίζει το πεδίο εφαρμογής αυτής παραπέμποντας ρητώς στο άρθρο 2 της οδηγίας 89/391. Ως εκ τούτου, πριν κριθεί εάν δραστηριότητα, όπως αυτή των δυνάμεων άμεσης επεμβάσεως μιας δημόσιας πυροσβεστικής υπηρεσίας, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/104, επιβάλλεται να εξεταστεί, εκ προοιμίου, εάν η δραστηριότητα αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγία 89/391 (βλ. την απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2000, C-303/98, Simap, Συλλογή 2000, σ. I-7963, σκέψεις 30 και 31).

39     Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, η οδηγία 89/391 έχει εφαρμογή σε «όλους τους δημόσιους ή ιδιωτικούς τομείς δραστηριοτήτων», μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται ιδίως, συνολικώς, οι διοικητικές δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών.

40     Πάντως, όπως προκύπτει από την παράγραφο 2, πρώτο εδάφιο, του ίδιου άρθρου, η εν λόγω οδηγία δεν εφαρμόζεται όταν δεν το επιτρέπουν εγγενείς ιδιαιτερότητες ορισμένων δραστηριοτήτων του δημόσιου τομέα, παραδείγματος χάριν στις ένοπλες δυνάμεις ή στην αστυνομία, ή συγκεκριμένων δραστηριοτήτων στις υπηρεσίες πολιτικής άμυνας.

41     Συναφώς, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η δραστηριότητα των ειδικευμένων στην παροχή πρώτων βοηθειών νοσοκόμων που στελεχώνουν ένα ασθενοφόρο ή ένα όχημα επείγουσας μεταφοράς ιατρών, στο πλαίσιο υπηρεσίας παροχής πρώτων βοηθειών προς τους τραυματίες ή προς τους ασθενείς την οποία προσφέρει μία ένωση όπως ο Deutsches Rotes Kreuz (γερμανικός Ερυθρός Σταυρός), δεν είναι τέτοιας φύσεως ώστε να εμπίπτει στην εξαίρεση που εκτίθεται στην προηγούμενη σκέψη (προπαρατεθείσα απόφαση Pfeiffer κ.λπ., σκέψη 51).

42     Πράγματι, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι τόσο από το σκοπό της οδηγίας 89/391, ο οποίος έγκειται στην προαγωγή της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία, όσο και από το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 1, προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής είναι ευρύ. Επομένως, συνήγαγε ότι οι εξαιρέσεις από το εν λόγω πεδίο εφαρμογής, τις οποίες προβλέπει η παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του άρθρου αυτού, πρέπει να ερμηνεύονται στενά (βλ. την προπαρατεθείσα απόφαση Pfeiffer κ.λπ., σκέψη 52).

43     Με τη σκέψη 53 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Pfeiffer κ.λπ., το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/391 εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής όχι τις υπηρεσίες πολιτικής άμυνας καθ’ εαυτές, αλλά μόνον «ορισμένες συγκεκριμένες δραστηριότητες» στις υπηρεσίες αυτές, των οποίων οι ιδιαιτερότητες μπορεί να μην επιτρέπουν την εφαρμογή των κανόνων της εν λόγω οδηγίας.

44     Το Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού, με τη σκέψη 54 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Pfeiffer κ.λπ., ότι αυτή η εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 89/391, το οποίο είναι ευρύ, πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να την περιορίζει στο απολύτως αναγκαίο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων των οποίων την προστασία καθιστά δυνατή για τα κράτη μέλη.

45     Με τη σκέψη 55 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Pfeiffer κ.λπ., το Δικαστήριο αναγνώρισε, συναφώς, ότι η εξαίρεση του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/391 θεσπίστηκε με μοναδικό σκοπό τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των υπηρεσιών που είναι απαραίτητες για την προστασία της ασφάλειας, της υγείας και της δημόσιας τάξεως, σε περίπτωση που συντρέχουν περιστατικά εξαιρετικής σοβαρότητας και μεγέθους –επί παραδείγματι, μία καταστροφή– τα οποία χαρακτηρίζονται, μεταξύ άλλων, από το ότι μπορούν να έχουν ως συνέπεια την έκθεση των εργαζομένων σε σημαντικούς κινδύνους ως προς την ασφάλειά τους και/ή την υγεία τους και ότι δεν προσφέρονται, ως εκ της φύσεώς τους, για προγραμματισμό του χρόνου εργασίας των ομάδων επεμβάσεως και παροχής βοηθείας.

46     Ωστόσο, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η υπηρεσία πολιτικής άμυνας υπό την ως άνω καθορισθείσα στενή έννοια, την οποία αφορά η εν λόγω διάταξη, διακρίνεται σαφώς από τις δραστηριότητες παροχής πρώτων βοηθειών προς τους τραυματίες ή προς τους ασθενείς που ήταν επίμαχες στο πλαίσιο των υποθέσεων επί των εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Pfeiffer κ.λπ.. Πράγματι, μολονότι μια υπηρεσία, όπως αυτή που αποτέλεσε αντικείμενο των τελευταίων αυτών υποθέσεων, πρέπει να αντιμετωπίζει συμβάντα τα οποία, εξ ορισμού, δεν μπορούν να προβλεφθούν, οι δραστηριότητες, τις οποίες υπό κανονικές συνθήκες συνεπάγεται και ανταποκρίνονται στην αποστολή που έχει ακριβώς ανατεθεί σε μια τέτοια υπηρεσία, δεν είναι λιγότερο δυνατόν να οργανωθούν εκ των προτέρων, περιλαμβανομένης της οργανώσεως των ωραρίων εργασίας του προσωπικού ως προς την πρόληψη των κινδύνων για την ασφάλεια και/ή για την υγεία (βλ. την προπαρατεθείσα απόφαση Pfeiffer κ.λπ., σκέψη 56 και 57).

47     Συνεπώς, με τη σκέψη 58 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Pfeiffer κ.λπ., το Δικαστήριο κατέληξε ότι η υπηρεσία αυτή δεν παρουσιάζει καμία ιδιαιτερότητα αποκλείουσα την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων στον τομέα της προστασίας και της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, οπότε δεν εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/391 η οποία, αντιθέτως, έχει εφαρμογή σε μια τέτοια υπηρεσία.

48     Οι δραστηριότητες των δυνάμεων άμεσης επεμβάσεως μιας δημόσιας πυροσβεστικής υπηρεσίας, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές, όσον αφορά το πλαίσιο ασκήσεως όσο και τη φύση των δραστηριοτήτων αυτών, έναντι εκείνων που αποτέλεσαν αντικείμενο των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Pfeiffer κ.λπ., και, ως εκ τούτου, η ερμηνεία της οδηγίας 89/391, η οποία έγινε δεκτή από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της εν λόγω υποθέσεως, μπορεί να εφαρμοσθεί στην παρούσα υπόθεση.

49     Συναφώς, πρέπει πράγματι να τονισθεί ότι, λαμβανομένων υπόψη όχι μόνον του γράμματος του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/391, το οποίο αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής αυτής μόνον ορισμένες ειδικές δραστηριότητες είτε εντός του δημόσιου τομέα είτε εντός των υπηρεσιών πολιτικής άμυνας, με την αιτιολογία ότι εγγενείς ιδιαιτερότητες των ως άνω δραστηριοτήτων αποκλείουν την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας, αλλά και του λόγου υπάρξεως της εν λόγω εξαιρέσεως, όπως αυτός προκύπτει ιδίως από τις σκέψεις 55 έως 57 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Pfeiffer κ.λπ., η διάταξη αυτή δεν μπορεί να παράσχει δικαιολογητική βάση ώστε ένα κράτος μέλος να θεωρήσει ότι η εξαίρεση καταλαμβάνει όλες, γενικώς, τις δραστηριότητες που ασκούνται στο πλαίσιο των τομέων που αφορά.

50     Αντιθέτως, τόσο από το γράμμα όσο και από την οικονομία του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/391 προκύπτει ότι η εν λόγω διάταξη αφορά αποκλειστικώς συγκεκριμένες δραστηριότητες των οικείων υπηρεσιών, των οποίων η συνέχεια είναι αναγκαία για τη διαφύλαξη της ακεραιότητας των προσώπων καθώς και των αγαθών και στις οποίες, λόγω αυτής της απαιτήσεως συνεχείας, είναι όντως φύσει αδύνατον να εφαρμοστεί το σύνολο των κοινοτικών διατάξεων περί προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων.

51     Ειδικότερα, το εφαρμοζόμενο από τον κοινοτικό νομοθέτη κριτήριο οριοθετήσεως του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 89/391 βασίζεται όχι στο γεγονός ότι οι εργαζόμενοι ανήκουν στους διαφόρους τομείς δραστηριότητας του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής, θεωρουμένους γενικώς, όπως οι ένοπλες δυνάμεις, η αστυνομία και η πολιτική άμυνα, αλλά αποκλειστικώς στην ιδιαιτερότητα συγκεκριμένων δραστηριοτήτων που ασκούν οι μισθωτοί εντός των εν λόγω τομέων, δικαιολογούσα εξαίρεση από τους κανόνες της ως άνω οδηγίας λόγω της αδήριτης ανάγκης να εξασφαλιστεί αποτελεσματική προστασία του κοινωνικού συνόλου. Κατά συνέπεια, οι δραστηριότητες, οι οποίες ασκούνται υπό κανονικές συνθήκες από τις δυνάμεις ασφαλείας και παροχής πρώτων βοηθειών, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 89/391.

52     Επομένως, εν προκειμένω, η οδηγία αυτή πρέπει να τύχει εφαρμογής στις δραστηριότητες των πυροσβεστών, ακόμη και αν ασκούνται από τις δυνάμεις άμεσης επεμβάσεως και μάλιστα ανεξαρτήτως εάν αποσκοπούν στην κατάσβεση πυρκαγιάς ή στην παροχή βοηθείας με άλλο τρόπο, εφόσον διενεργούνται υπό συνήθεις συνθήκες και σύμφωνα με την αποστολή που έχει ανατεθεί στην οικεία υπηρεσία, και παρά το γεγονός ότι οι ενέργειες στο πλαίσιο ασκήσεως αυτών των δραστηριοτήτων δεν μπορούν, ως εκ της φύσεώς τους, να προβλεφθούν και ενδέχεται να έχουν ως συνέπεια την έκθεση των εργαζομένων, που τις εκτελούν, σε ορισμένους κινδύνους όσον αφορά την ασφάλεια και/ή την υγεία τους.

53     Από την ερμηνεία αυτή του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/391 χωρεί παρέκκλιση μόνο στην περίπτωση έκτακτων συμβάντων, κατόπιν των οποίων η εύρυθμη εφαρμογή μέτρων σκοπούντων στην προστασία του πληθυσμού υπό συνθήκες σοβαρού συλλογικού κινδύνου επιβάλλει στο προσωπικό, το οποίο καλείται να αντιμετωπίσει τέτοιου είδους συμβάν, να δώσει απόλυτη προτεραιότητα στον επιδιωκόμενο με αυτά τα μέτρα σκοπό, προκειμένου να καταστεί δυνατή η επίτευξή του.

54     Το ανωτέρω ισχύει σε περιπτώσεις φυσικών ή τεχνολογικών καταστροφών, επιθέσεων, σοβαρών ατυχημάτων ή άλλων τέτοιας φύσεων συμβάντων, των οποίων η βαρύτητα και η έκταση επιβάλλουν τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της ζωής, της υγείας καθώς και της ασφάλειας του κοινωνικού συνόλου, η δε ορθή εκτέλεση των μέτρων αυτών θα διακυβευόταν εάν τηρούνταν το σύνολο των κανόνων που τίθενται με τις οδηγίες 89/391 και 93/104.

55     Υπό συνθήκες που παρουσιάζουν τα ως άνω χαρακτηριστικά, η ανάγκη να μη διακυβευτούν οι απαιτήσεις διαφυλάξεως της ασφάλειας και της ακεραιότητας του κοινωνικού συνόλου πρέπει, λαμβανομένων υπόψη των εγγενών ιδιαιτεροτήτων ορισμένων ειδικών δραστηριοτήτων, να υπερισχύσει προσωρινώς έναντι του σκοπού των εν λόγω οδηγιών, ο οποίος είναι να διαφυλαχθούν η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων. Ειδικότερα, υπό τέτοιες συνθήκες, δεν μπορεί ευλόγως να επιβληθεί στους εργοδότες υποχρέωση αποτελεσματικής προλήψεως των επαγγελματικών κινδύνων καθώς και προγραμματισμού του χρόνου εργασίας του προσωπικού παροχής βοηθείας.

56     Ωστόσο, ακόμη και σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, το άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 89/391 επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές να εξασφαλίζουν «όσο αυτό είναι δυνατόν» την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων.

57     Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι δραστηριότητες άμεσης επεμβάσεως δημόσιας πυροσβεστικής υπηρεσίας δεν εμπίπτουν, κατ’ αρχήν, στην εξαίρεση του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/391, αλλά, αντιθέτως, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής εφόσον ασκούνται υπό κανονικές συνθήκες.

58     Όσον αφορά ειδικότερα την οδηγία 93/104, από το γράμμα του άρθρου της 1, παράγραφος 3, προκύπτει ότι αυτή εφαρμόζεται σε όλους τους δημόσιους ή ιδιωτικούς τομείς δραστηριοτήτων τους οποίους αφορά το άρθρο 2 της οδηγίας 89/391, εξαιρουμένων ορισμένων συγκεκριμένων δραστηριοτήτων που απαριθμούνται περιοριστικώς.

59     Ωστόσο, καμία από τις δραστηριότητες αυτές δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά υπηρεσία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, οπότε δραστηριότητα, όπως αυτή στην οποία αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο, εμπίπτει ωσαύτως στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/104.

60     Όπως ορθώς υπογράμμισε η Επιτροπή, το συμπέρασμα αυτό επιρρωννύεται περαιτέρω από το γεγονός ότι στο άρθρο 17, παράγραφος 2, σημείο 2.1, στοιχείο γ΄, iii, της οδηγίας 93/104 γίνεται ρητή μνεία, μεταξύ άλλων, των πυροσβεστικών υπηρεσιών. Πράγματι, η μνεία αυτή θα στερούνταν κάθε χρησιμότητας εάν η οικεία δραστηριότητα είχε ήδη εξαιρεθεί στο σύνολό της από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/104 δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 3, αυτής. Αντιθέτως, η εν λόγω μνεία καταδεικνύει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης καθιέρωσε την κατ’ αρχήν εφαρμογή της οδηγίας αυτής σε δραστηριότητες τέτοιας φύσεως, προβλέποντας συγχρόνως, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, δυνατότητα παρεκκλίσεως από ορισμένες συγκεκριμένες διατάξεις της εν λόγω οδηγίας (βλ., υπ’ αυτό το πνεύμα, την προπαρατεθείσα απόφαση Pfeiffer κ.λπ., σκέψη 62).

61     Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 2 της οδηγίας 89/391 και 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/104 έχουν την έννοια ότι:

–       οι δραστηριότητες των δυνάμεων άμεσης επεμβάσεως μιας δημόσιας πυροσβεστικής υπηρεσίας, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, εμπίπτουν κανονικώς στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω οδηγιών, οπότε το άρθρο 6, σημείο 2, της οδηγίας 93/104 απαγορεύει, κατ’ αρχήν, την υπέρβαση του ορίου των 48 ωρών που έχει προβλεφθεί ως μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας, περιλαμβανομένων των περιόδων εφημερίας·

–       πάντως, η υπέρβαση του εν λόγω ορίου είναι δυνατή στην περίπτωση εκτάκτων περιστάσεων τέτοιας βαρύτητας και εκτάσεως, ώστε η επιδίωξη εύρυθμης λειτουργίας των υπηρεσιών που είναι αναγκαίες για την προστασία δημοσίων συμφερόντων, όπως η δημόσια τάξη, η δημόσια υγεία και η δημόσια ασφάλεια, να υπερισχύσει προσωρινώς έναντι του σκοπού προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων που διατίθενται στις ομάδες άμεσης επεμβάσεως και παροχής βοηθείας· ωστόσο, ακόμη και εάν συντρέχουν οι έκτακτες αυτές περιστάσεις, η επίτευξη των σκοπών της οδηγίας 89/391 πρέπει να επιδιώκεται όσο αυτό είναι δυνατόν.

 Επί των δικαστικών εξόδων

62     Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν για την υποβολή παρατηρήσεων στο Δικαστήριο, πέραν των εξόδων των εν λόγω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

Τα άρθρα 2 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία, και 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, έχουν την έννοια ότι:

–       οι δραστηριότητες των δυνάμεων άμεσης επεμβάσεως μιας δημόσιας πυροσβεστικής υπηρεσίας, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, εμπίπτουν κανονικώς στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω οδηγιών, οπότε το άρθρο 6, σημείο 2, της οδηγίας 93/104 απαγορεύει, κατ’ αρχήν, την υπέρβαση του ορίου των 48 ωρών που έχει προβλεφθεί ως μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας, περιλαμβανομένων των περιόδων εφημερίας·

–       πάντως, η υπέρβαση του εν λόγω ορίου είναι δυνατή στην περίπτωση εκτάκτων περιστάσεων τέτοιας βαρύτητας και εκτάσεως, ώστε η επιδίωξη εύρυθμης λειτουργίας των υπηρεσιών που είναι αναγκαίες για την προστασία δημοσίων συμφερόντων, όπως η δημόσια τάξη, η δημόσια υγεία και η δημόσια ασφάλεια, να υπερισχύσει προσωρινώς έναντι του σκοπού προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων που διατίθενται στις ομάδες άμεσης επεμβάσεως και παροχής βοηθείας· ωστόσο, ακόμη και εάν συντρέχουν οι έκτακτες αυτές περιστάσεις, η επίτευξη των σκοπών της οδηγίας 89/391 πρέπει να επιδιώκεται όσο αυτό είναι δυνατόν.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.