Υπόθεση C-36/03

Approved Prescription Services Ltd

κατά

Licensing Authority

[αίτηση του High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Administrative Court) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Φάρμακα – Άδεια κυκλοφορίας στην αγορά – Διαδικασίες σχετικές με ουσιαστικώς παρεμφερή προϊόντα»

Περίληψη της αποφάσεως

Προσέγγιση των νομοθεσιών – Φάρμακα – Άδεια κυκλοφορίας στην αγορά – Υβριδική συντομευμένη διαδικασία – Φάρμακο αναφοράς κατά την εξέταση της αιτήσεως για άδεια – Ευχέρεια της αρμόδιας αρχής να αναφερθεί στον νέο φαρμακευτικό τύπο προϊόντος που έχει εγκριθεί πριν από έξι ή δέκα χρόνια στην Κοινότητα

(Οδηγία 2001/83 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 10 § 1, στοιχ. α΄, σημ. iii)

Αίτηση αδείας κυκλοφορίας στην αγορά για προϊόν Γ μπορεί να υποβληθεί δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii), της οδηγίας 2001/83/ΕΚ, περί κοινοτικού κώδικα για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση, όταν με την αίτηση αυτή σκοπείται να καταδειχθεί ότι το προϊόν Γ είναι ουσιαστικώς παρεμφερές προς το προϊόν Β, και τούτο μολονότι το προϊόν Β αποτελεί νέα φαρμακευτική μορφή του προϊόντος Α και μολονότι το προϊόν Α, αντίθετα προς το προϊόν Β, εγκρίθηκε για να κυκλοφορήσει στην αγορά της Κοινότητας πριν από έξι ή δέκα τουλάχιστον έτη, όπως προβλέπεται από την εν λόγω διάταξη.

(βλ. σκέψη 30 και διατακτ.)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 9ης Δεκεμβρίου 2004 (*)

«Φάρμακα – Άδεια κυκλοφορίας στην αγορά – Διαδικασίες σχετικές με ουσιαστικώς παρεμφερή προϊόντα»

Στην υπόθεση C-36/03,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, την οποία υπέβαλε το High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Administrative Court) (Ηνωμένο Βασίλειο), με απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2002, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Φεβρουαρίου 2003, στο πλαίσιο της δίκης

The Queen, κατόπιν αιτήσεως της:

Approved Prescription Services Ltd,

κατά

Licensing Authority, εκπροσωπούμενης από τη Medicines and Healthcare Products Regulatory Agency,

παρισταμένης της:

Eli Lilly & Co. Ltd,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, C. Gulmann (εισηγητή), J.-P. Puissochet, N. Colneric και J. N. Cunha Rodrigues, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: Μ. Múgica Arzamendi, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 25ης Μαΐου 2004,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

–        η Approved Prescription Services Ltd, εκπροσωπούμενη από την J. Mutimear και τον T. Cook, solicitors,

–        η Eli Lilly & Co. Ltd, εκπροσωπούμενη από τους I. Dodds-Smith, solicitor, D. Anderson, QC, και την R. Hugues, solicitor,

–        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την P. Ormond και τον K. Manji, επικουρούμενους από τους P. Sales και J. Coppel, barristers,

–        η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Molde,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. de Bergues και την C. Bergeot-Nunes,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την H. G. Sevenster,

–        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους H. Støvlbæk και X. Lewis,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Ιουλίου 2004,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της οδηγίας 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικα για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (ΕΕ 2001, L 311, σ. 67).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Approved Prescription Services Ltd (στο εξής: ΑPS) και της Licensing Authority, εκπροσωπούμενης από τη Medicines and Healthcare Products Regulatory Agency (στο εξής: MHRA), σχετικά με αίτηση αδείας κυκλοφορίας στην αγορά (στο εξής: ΑΚ) ενός φαρμάκου.

 Νομικό πλαίσιο

3        Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83, κανένα φάρμακο δεν μπορεί να διατεθεί στην αγορά σε κράτος μέλος αν δεν έχει εκδοθεί ΑΚ.

4        Το άρθρο 8, παράγραφος 3, σημείο i, της οδηγίας αυτής προβλέπει:

«Στην αίτηση [για τη χορήγηση ΑΚ] επισυνάπτονται τα ακόλουθα πληροφοριακά στοιχεία και έγγραφα που παρουσιάζονται σύμφωνα με τις ενδείξεις του παραρτήματος Ι:

[…]

i)      αποτελέσματα των:

–      φυσικοχημικών, βιολογικών ή μικροβιολογικών δοκιμών,

–      τοξικολογικών και φαρμακολογικών δοκιμών,

–      κλινικών δοκιμών.»

5        Το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της εν λόγω οδηγίας, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, προέβλεπε:

«Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 8, παράγραφος 3, στοιχείο θ΄, και με την επιφύλαξη του δικαίου που διέπει την προστασία της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας:

α)      ο αιτών δεν υποχρεούται να προσκομίζει τα αποτελέσματα των τοξικολογικών και φαρμακολογικών δοκιμών ή τα αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών, εφόσον αποδεικνύει:

[…]

iii)      είτε ότι το φάρμακο είναι ουσιαστικά παρεμφερές με φάρμακο το οποίο έχει εγκριθεί, σύμφωνα με τις ισχύουσες κοινοτικές διατάξεις, από έξι τουλάχιστον χρόνια στην Κοινότητα και κυκλοφορεί στο κράτος μέλος που αφορά η αίτηση […] ένα κράτος μέλος μπορεί να επεκτείνει την περίοδο αυτή σε δέκα χρόνια με μία μόνη απόφαση που θα καλύπτει όλα τα φάρμακα που κυκλοφορούν στο έδαφός του, αν κρίνει ότι το απαιτούν οι ανάγκες της δημόσιας υγείας […].

Ωστόσο, στις περιπτώσεις που το φάρμακο προορίζεται για διαφορετική θεραπευτική χρήση, ή πρέπει να λαμβάνεται από τον ασθενή με διαφορετικό τρόπο ή με διαφορετική δοσολογία, σε σχέση με τα άλλα φάρμακα που κυκλοφορούν, πρέπει να προσκομίζονται τα αποτελέσματα των κατάλληλων τοξικολογικών, φαρμακολογικών ή/και κλινικών δοκιμών.»

6        Οι θεσπισθείσες με το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημεία i έως iii, της οδηγίας 2001/83 διαδικασίες είναι γενικώς γνωστές ως «συνοπτικές διαδικασίες». Η ειδική διαδικασία για τη χορήγηση ΑΚ που έχει θεσπιστεί με το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83 (στο εξής: επιφύλαξη), αποτελεί συνοπτική διαδικασία γνωστή ως «υβριδική».

7        Ασκώντας τη χορηγηθείσα στα κράτη μέλη με το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της οδηγίας 2001/83 ευχέρεια, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας επεξέτεινε στα δέκα έτη τη μνημονευόμενη στη διάταξη αυτή περίοδο.

 Πραγματικά περιστατικά και προδικαστικό ερώτημα

8        Αντικείμενο της υποθέσεως της κύριας δίκης είναι τρία φάρμακα που όλα περιέχουν το ενεργό συστατικό fluoxetine.

9        Τα δύο από αυτά τα φάρμακα παρασκευάζονται από την Eli Lilly & Co. Ltd (στο εξής: Eli Lilly). Το πρώτο είναι το Prozac σε κάψουλες, πρώτο φάρμακο που περιέχει τη fluoxetine ως ενεργό συστατικό για το οποίο έχει αποκτηθεί ΑΚ εντός της Κοινότητας. Η κυκλοφορία του εν λόγω φαρμάκου επιτρέπεται στο Ηνωμένο Βασίλειο από τις 25 Νοεμβρίου 1988. Το δεύτερο είναι το υγρό Prozac, η κυκλοφορία του οποίου επετράπη για πρώτη φορά στην Κοινότητα, συγκεκριμένα στη Δανία, στις 14 Οκτωβρίου 1992. Το εν λόγω φάρμακο αποτέλεσε το αντικείμενο ΑΚ στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 28 Οκτωβρίου 1992, κατόπιν αιτήσεως υποβληθείσας από την Eli Lilly δυνάμει της υβριδικής συνοπτικής διαδικασίας. Το φάρμακο αναφοράς στο οποίο παρέπεμπε η αίτηση της Eli Lilly ήταν το Prozac σε κάψουλες. Η Eli Lilly είχε τότε παραδεχθεί ότι το υγρό Prozac δεν ήταν ουσιαστικώς παρεμφερές προς το Prozac σε κάψουλες, και τούτο λόγω της διαφορετικής φαρμακευτικής μορφής του, και είχε παράσχει συμπληρωματικά στοιχεία για να καταδείξει ότι τα προϊόντα ήσαν βιοϊσοδύναμα.

10      Το τρίτο επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης φάρμακο, γνωστό ως υγρό Fluoxetine 20 mg/5 ml, παρασκευάζεται από την APS.

11      Τον Οκτώβριο του 1999, η APS υπέβαλε στη MHRA αίτηση χορήγησης ΑΚ για το φάρμακο αυτό.

12      Η APS ζήτησε να ακολουθηθεί η προβλεπόμενη από το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της οδηγίας 2001/83 συνοπτική διαδικασία επειδή το προϊόν της ήταν ουσιαστικώς παρεμφερές προς το υγρό Prozac. Εξάλλου, η εν λόγω εταιρία ανέφερε ότι η ημερομηνία της πρώτης ΑΚ για το φάρμακό της αναφοράς ήταν η 25η Νοεμβρίου 1988, δηλαδή η ημερομηνία της ΑΚ, στο Ηνωμένο Βασίλειο, για το Prozac σε κάψουλες.

13      Η MHRA θεώρησε ότι η APS δεν μπορούσε να δεχθεί το υγρό Prozac ως φάρμακο αναφοράς για την εφαρμογή του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της οδηγίας 2001/83 εφόσον, κατά το χρονικό σημείο της υποβολής της αιτήσεως για ΑΚ, δεν είχε παρέλθει ούτε δεκαετία που το εν λόγω φάρμακο είχε εγκριθεί εντός της Κοινότητας.

14      Κατά συνέπεια, ζητήθηκε από την APS να τροποποιήσει την αίτησή της, δηλώνοντας αυτή τη φορά ως φάρμακο αναφοράς το Prozac σε κάψουλες, το οποίο είχε εγκριθεί από δέκα και πλέον ετών. Δεδομένου ότι αυτό το τελευταίο δεν ήταν ουσιαστικώς παρεμφερές προς το υγρό Fluoxetine, η APS όφειλε, σύμφωνα με την MHRA, να προσφύγει στην υβριδική συνοπτική διαδικασία και να παράσχει συμπληρωματικά στοιχεία υπό τη μορφή μελέτης βιοϊσοδυναμίας συγκρίνουσας τα δύο φάρμακα.

15      Κατά της αποφάσεως αυτής η APS προσέφυγε ενώπιον του ισχυριζόμενη ότι δικαιούνταν να στηριχθεί στα γνωστοποιηθέντα όσον αφορά το υγρό Prozac στοιχεία.

16      Υπό τις περιστάσεις αυτές το High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Administrative Court), αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Μπορεί να υποβληθεί εγκύρως αίτηση άδειας κυκλοφορίας για το φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα Γ, βάσει του πρώτου εδαφίου του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της οδηγίας 2001/83, οσάκις ο αιτών ζητεί να αποδείξει ότι το προϊόν Γ είναι ουσιαστικά παρεμφερές με άλλο προϊόν, το προϊόν Β, στην περίπτωση όπου:

–      το προϊόν Β σχετίζεται με ένα αρχικό φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα Α, καθότι το ιδιοσκεύασμα Β έχει εγκριθεί ως “επέκταση φάσματος” του προϊόντος Α, αλλά έχει διαφορετική μορφή από το προϊόν Α, ή για κάποιον άλλο λόγο δεν είναι ουσιαστικώς παρεμφερές με το προϊόν Α κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii· και

–      το προϊόν Α έχει τύχει άδειας κυκλοφορίας στην Κοινότητα πριν από διάστημα άνω των έξι/δέκα ετών που προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii· και

–      το προϊόν Β έχει τύχει άδειας κυκλοφορίας πριν από διάστημα μικρότερο των έξι/δέκα ετών που προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

17      Ένα φάρμακο είναι ουσιαστικώς παρεμφερές, κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της οδηγίας 2001/83, προς αρχικό φάρμακο, εφόσον πληροί τα κριτήρια της ίδιας ποιοτικής και ποσοτικής συνθέσεως όσον αφορά τα δραστικά συστατικά, της ίδιας φαρμακευτικής μορφής και της βιοϊσοδυναμίας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν παρουσιάζει, εξεταζόμενο με γνώμονα τις επιστημονικές γνώσεις, σημαντικές διαφορές σε σχέση με το αρχικό ιδιοσκεύασμα, όσον αφορά την ασφάλεια ή την αποτελεσματικότητα [απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 1998, C-368/96, Generics (UK) κ.λπ., Συλλογή 1998, σ. Ι‑7967, σκέψη 36, σχετικά με την αντίστοιχη διάταξη της οδηγίας 65/65/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 1965, περί της προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με τα φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/001, σ. 25)].

18      Δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της οδηγίας 2001/83, εφόσον αποδεικνύεται ότι ένα φάρμακο είναι ουσιαστικώς παρεμφερές με προϊόν το οποίο έχει εγκριθεί πριν από έξι ή δέκα τουλάχιστον έτη στην Κοινότητα και κυκλοφορεί στο κράτος μέλος που αφορά η αίτηση, ο αιτών δεν υποχρεούται να προσκομίσει τα αποτελέσματα των τοξικολογικών, φαρμακολογικών και κλινικών δοκιμών. Σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της διατάξεως αυτής, «στις περιπτώσεις που το φάρμακο προορίζεται για διαφορετική θεραπευτική χρήση ή πρέπει να λαμβάνεται από τον ασθενή με διαφορετικό τρόπο ή με διαφορετική δοσολογία, σε σχέση με τα άλλα φάρμακα που κυκλοφορούν, πρέπει να προσκομίζονται τα αποτελέσματα των κατάλληλων τοξικολογικών, φαρμακολογικών ή/και κλινικών δοκιμών».

19      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η APS, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Δανική, η Γαλλική και η Ολλανδική Κυβέρνηση και η καθώς και η Επιτροπή αναφέρθηκαν στην απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C-106/01, Novartis Pharmaceuticals (Συλλογή 2004, σ. I-4403), που εκδόθηκε μεν μετά την κατάθεση των γραπτών παρατηρήσεών τους, όμως πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Οι ανωτέρω φρονούν ότι η συλλογιστική που ακολούθησε το Δικαστήριο στην απόφαση αυτή συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι η αίτηση για ΑΚ όσον αφορά το φάρμακο Γ πρέπει, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, να ικανοποιηθεί κατ’ εφαρμογήν της συνοπτικής διαδικασίας, έστω και αν για το προϊόν B δεν έχει παρέλθει δεκαετία από την έγκρισή του στην Κοινότητα και μολονότι τα προϊόντα A και B είναι ουσιαστικώς παρεμφερή κατά την έννοια της οδηγίας, δοθέντος ότι η φαρμακευτική μορφή τους είναι διαφορετική.

20      Η Eli Lilly, που υποστήριξε την αντίθετη θέση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, δεν εκπροσωπήθηκε κατά την εν λόγω επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

21      Διαπιστώνεται ότι είναι βάσιμη η θέση των διαδίκων που υπέβαλαν προφορικές παρατηρήσεις, κατά την οποία η ακολουθηθείσα από το Δικαστήριο στην προπαρατεθείσα απόφασή του Novartis Pharmaceuticals συλλογιστική μπορεί να ισχύσει και για την στα πλαίσια της κύριας δίκης διαφορά.

22      Με την απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 4, τρίτο εδάφιο, σημείο 8, στοιχείο α΄, της οδηγίας 65/65. Πάντως, το κείμενο του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2001/83 είναι κατ’ ουσίαν όμοιο προς αυτό της εν λόγω διατάξεως.

23      Η κατάσταση που υφίστατο όσον αφορά την προπαρατεθείσα απόφαση Novartis Pharmaceuticals χαρακτηριζόταν από τα ακόλουθα στοιχεία. Για τα φάρμακα A και B, παρασκευής της ίδιας επιχειρήσεως, είχε εκδοθεί ΑΚ στο Ηνωμένο Βασίλειο πριν από, αντιστοίχως, μεγαλύτερο και μικρότερο των δέκα ετών διάστημα κατά την ημερομηνία της υποβληθείσας όσον αφορά το φάρμακο Γ αίτησης. Η ΑΚ για το προϊόν Β είχε εκδοθεί σύμφωνα με την υβριδική συνοπτική διαδικασία. Τα προϊόντα Α, Β και Γ δεν ήσαν ουσιαστικώς παρεμφερή, κατά την έννοια του άρθρου 4, τρίτο εδάφιο, σημείο 8, στοιχείο α΄, της οδηγίας 65/65, δεδομένου ότι η βιοδιαθεσιμότητά τους ήταν διαφορετική.

24      Αναφερόμενο, ιδίως, στην επιφύλαξη, το Δικαστήριο δέχθηκε, στις σκέψεις 56 έως 67 της εν λόγω απόφασης, ότι ο αιτών ΑΚ για το προϊόν Γ μπορούσε να παραπέμψει στη φαρμακολογική, τοξικολογική και κλινική τεκμηρίωση σχετικά με το προϊόν Β που είχε προέλθει από την ανάπτυξη του προϊόντος αναφοράς Α, έστω και αν τα προϊόντα Α και Β δεν ήσαν ουσιαστικώς παρεμφερή λόγω της διαφορετικής βιοδιαθεσιμότητάς τους.

25      Συναφώς, το Δικαστήριο επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι, αν επιτρέπεται στον αιτούντα, δυνάμει της επιφυλάξεως, να παραπέμψει στα δεδομένα τα σχετικά με παραλλαγή Β που διαφέρει από το φάρμακο αναφοράς Α λόγω του τρόπου χορηγήσεως ή της δοσολογίας του, δεδομένου ότι οι διαφορές επί των σημείων αυτών συνεπάγονται γενικώς ότι τα προϊόντα Α και Β δεν είναι βιοϊσοδύναμα, τούτο  πρέπει, κατά μείζονα λόγο, να ισχύει και όταν αυτά τα δύο προϊόντα διαφοροποιούνται μεταξύ τους αποκλειστικώς λόγω της διαφορετικής βιοδιαθεσιμότητάς τους, μολονότι ο τρόπος χορηγήσεώς τους και η δοσολογία τους δεν μεταβάλλονται (βλ. την προπαρατεθείσα απόφαση Novartis Pharmaceuticals, σκέψη 66).

26      Πάντως, η ίδια συλλογιστική μπορεί να ακολουθηθεί και στην περίπτωση κατά την οποία το αρχικό φάρμακο και η παραλλαγή διαφοροποιούνται μόνον από το γεγονός ότι είναι διαφορετική η φαρμακευτική μορφή τους. Πράγματι, δεδομένου ότι ο νέος τρόπος χορηγήσεως συνεπάγεται γενικώς, όπως επισήμαναν όλοι οι μετασχόντες στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αλλαγή της φαρμακευτικής μορφής, η επίμαχη όσον αφορά την κύρια δίκη κατάσταση είναι ανάλογη προς αυτή βάσει της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Novartis Pharmaceuticals.

27      Κατά τα λοιπά, το συμπέρασμα αυτό επιρρωννύεται, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στις παραγράφους 14 έως 18 και 69 έως 73 των προτάσεών του, από τη γνωμοδότηση προς τους αιτούντες ΑΚ για φάρμακα προς ανθρώπινη χρήση εντός των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που δημοσιεύθηκε από την Επιτροπή το 2001.

28      Μολονότι η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου συμμερίζεται την ακολουθηθείσα στη σκέψη 26 της παρούσας αποφάσεως συλλογιστική, η εν λόγω κυβέρνηση διατείνεται, παρ’ όλ’ αυτά, ότι από την προπαρατεθείσα απόφαση Novartis Pharmaceuticals απορρέει επίσης ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, ο αιτών ΑΚ μπορεί να παραπέμψει στα σχετικά με το προϊόν Β δεδομένα μόνον υπό την προϋπόθεση ότι έχει υποβάλει την αίτησή του δυνάμει της επιφυλάξεως.

29      Συναφώς, αρκεί να σημειωθεί ότι, μολονότι η ακολουθηθείσα στην προπαρατεθείσα απόφαση Novartis Pharmaceuticals συλλογιστική αναφέρεται στη σχετική με την επιφύλαξη διάταξη, εξ αυτού ουδόλως απορρέει ότι ο αιτών ΑΚ για το φάρμακο Γ πρέπει να υποβάλει την αίτησή του παραπέμποντας στη διάταξη αυτή.

30      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο τεθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι αίτηση για ΑΚ για προϊόν Γ μπορεί να υποβληθεί, δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της οδηγίας 2001/83, όταν με την αίτηση αυτή σκοπείται να καταδειχθεί ότι το προϊόν Γ είναι ουσιαστικώς παρεμφερές προς το προϊόν B, και τούτο

–      μολονότι το προϊόν Β αποτελεί νέα φαρμακευτική μορφή του προϊόντος Α και

–      μολονότι το προϊόν Α, αντίθετα προς το προϊόν Β, εγκρίθηκε για να κυκλοφορήσει στην αγορά της Κοινότητας πριν από έξι ή δέκα τουλάχιστον έτη, όπως προβλέπεται από την εν λόγω διάταξη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

31      Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Αίτηση αδείας κυκλοφορίας στην αγορά για προϊόν Γ μπορεί να υποβληθεί δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της οδηγίας 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικα για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση, όταν με την αίτηση αυτή σκοπείται να καταδειχθεί ότι το προϊόν Γ είναι ουσιαστικώς παρεμφερές προς το προϊόν B, και τούτο

–        μολονότι το προϊόν Β αποτελεί νέα φαρμακευτική μορφή του προϊόντος Α, και

–        μολονότι το προϊόν Α, αντίθετα προς το προϊόν Β, εγκρίθηκε για να κυκλοφορήσει στην αγορά της Κοινότητας πριν από έξι ή δέκα τουλάχιστον έτη, όπως προβλέπεται από την εν λόγω διάταξη.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.