Υπόθεση C-138/02

Brian Francis Collins

κατά

Secretary of State for Work and Pensions

(αίτηση του Social Security Commissioner για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 39 ΕΚ) – Έννοια του “εργαζομένου” – Επίδομα κοινωνικής ασφαλίσεως που καταβάλλεται στους αιτούντες εργασία – Προϋπόθεση διαμονής – Ιθαγένεια της Ευρωπαϊκής Ενώσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Εργαζόμενος – Έννοια – Υπήκοος κράτους μέλους που αναζητεί μισθωτή εργασία στο έδαφος άλλου κράτους μέλους στο οποίο είχε εργαστεί επί 17 έτη στο παρελθόν – Δεν εμπίπτει στην έννοια του εργαζομένου κατά την έννοια του τίτλου ΙΙ του πρώτου τμήματος του κανονισμού 1612/68

(Κανονισμός 1612/68 του Συμβουλίου)

2.        Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Δικαίωμα εισόδου και διαμονής των υπηκόων κρατών μελών – Υπήκοος κράτους μέλους που αναζητεί μισθωτή εργασία στο έδαφος άλλου κράτους μέλους στο οποίο είχε εργαστεί επί 17 έτη στο παρελθόν – Δικαίωμα διαμονής στηριζόμενο αποκλειστικά στην οδηγία 68/360 – Αποκλείεται

(Οδηγία 68/360 του Συμβουλίου, άρθρα 4 και 8)

3.        Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Εργαζόμενος –  Ίση μεταχείριση – Ευρωπαϊκή ιθαγένεια – Επίδομα ευρέσεως εργασίας – Προϋπόθεση κατοικίας – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 6, 8 και 48 § 2 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 12 ΕΚ, 17 ΕΚ και 39 § 2 ΕΚ)

1.        Ο υπήκοος κράτους μέλους που εισέρχεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, στο οποίο είχε εργαστεί στο παρελθόν για δεκαεπτά έτη, με σκοπό να αναζητήσει μισθωτή εργασία και ο οποίος ζητεί να του καταβληθεί επίδομα ευρέσεως εργασίας δεν είναι εργαζόμενος υπό την έννοια του τίτλου ΙΙ του πρώτου τμήματος του κανονισμού 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2434/92.

         Συγκεκριμένα, σ’ αυτόν τον τίτλο του κανονισμού 1612/68, ο όρος «εργαζόμενος» αφορά αποκλειστικά τα πρόσωπα που έχουν ήδη εισέλθει στην αγορά εργασίας και μπορούν, ως εκ τούτου, να διεκδικήσουν, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, τα ίδια κοινωνικά και φορολογικά πλεονεκτήματα με τους ημεδαπούς εργαζομένους.

         Εφόσον όμως δεν υπήρχε επαρκώς στενός σύνδεσμος με την αγορά εργασίας στο κράτος μέλος υποδοχής, η κατάσταση του προσώπου αυτού πρέπει να συγκριθεί με αυτή του υπηκόου κράτους μέλους που αναζητεί για πρώτη φορά εργασία στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, χωρίς να έχει ακόμη δημιουργήσει σχέση εργασίας σ’ αυτό, και απολαύει της ίσης μεταχειρίσεως μόνον ως προς την πρόσβαση στην αγορά εργασίας.

         Όσον αφορά την εθνική κανονιστική ρύθμιση που εξαρτά τη χορήγηση τέτοιου επιδόματος από την ιδιότητα του εργαζομένου κατά την έννοια του κανονισμού 1612/68, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώνει αν ο όρος «εργαζόμενος» πρέπει να νοείται υπό την έννοια του εν λόγω τίτλου ΙΙ.

(βλ. σκέψεις 29-33, διατακτ. 1)

2.        Ο υπήκοος κράτους μέλους που εισέρχεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, στο οποίο είχε εργαστεί στο παρελθόν για δεκαεπτά έτη, με σκοπό να αναζητήσει μισθωτή εργασία δεν αντλεί δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής αποκλειστικά και μόνον από την οδηγία 68/360, περί καταργήσεως των περιορισμών στη διακίνηση και στη διαμονή των εργαζομένων των κρατών μελών και των οικογενειών τους στο εσωτερικό της Κοινότητας.

         Συγκεκριμένα, το αναφερόμενο στα άρθρα 4 και 8 της οδηγίας 68/360 δικαίωμα διαμονής σε ένα κράτος μέλος αναγνωρίζεται αποκλειστικά στους υπηκόους κράτους μέλους που εργάζονταν ήδη στο πρώτο κράτος μέλος, ενώ αποκλείονται οι αιτούντες εργασία, οι οποίοι μπορούν να επικαλεστούν μόνον τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας που αφορούν τη μετακίνησή τους στο εσωτερικό της Κοινότητας.

(βλ. σκέψεις 43-44, διατακτ. 2)

3.        Το δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως που προβλέπει το άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 39, παράγραφος 2, ΕΚ), σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 και 8 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 12 ΕΚ και 17 ΕΚ), δεν απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση που επιβάλλει, για τη χορήγηση επιδόματος ευρέσεως εργασίας, ορισμένη προϋπόθεση διαμονής, εφόσον η ρύθμιση αυτή στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία, ανεξάρτητα της ιθαγένειας των ενδιαφερομένων και ανάλογα προς τον σκοπό που επιδιώκει θεμιτώς το εθνικό δίκαιο.

(βλ. σκέψη 73, διατακτ. 3)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ολομέλεια)

της 23ης Μαρτίου 2004 (*)

«Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 39 ΕΚ) – Έννοια του “εργαζομένου” – Επίδομα κοινωνικής ασφαλίσεως που καταβάλλεται στους αιτούντες εργασία – Προϋπόθεση διαμονής – Ιθαγένεια της Ευρωπαϊκής Ενώσεως»

Στην υπόθεση C-138/02,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Social Security Commissioner (Ηνωμένο Βασίλειο) προς το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Brian Francis Collins

και

Secretary of State for Work and Pensions,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2434/92 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1992 (ΕΕ L 245, σ. 1), και της οδηγίας 68/360/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί καταργήσεως των περιορισμών στη διακίνηση και στη διαμονή των εργαζομένων των κρατών μελών και των οικογενειών τους στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 43),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ολομέλεια),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans, C. Gulmann, J. N. Cunha Rodrigues (εισηγητή) και A. Rosas, προέδρους τμήματος, A. La Pergola, J.-P. Puissochet και R. Schintgen, N. Colneric και S. von Bahr, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

–        ο B. F. Collins, εκπροσωπούμενος από τον R. Drabble, QC, εντολοδόχο του P. Eden, solicitor,

–        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον J. E. Collins, επικουρούμενο από την E. Sharpston, QC,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον W.-D. Plessing,

–        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την N. Yerrell και τον D. Martin,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του B. F. Collins, εκπροσωπουμένου από τον R. Drabble, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπουμένης από την R. Caudwell, επικουρούμενη από την E. Sharpston, και της Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από την N. Yerrell και τον D. Martin, κατά τη συνεδρίαση της 17ης Ιουνίου 2003,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Ιουλίου 2003,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με διάταξη της 28ης Μαρτίου 2002, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Απριλίου 2002, ο Social Security Commissioner υπέβαλε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2434/92 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1992 (ΕΕ L 245, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1612/68), και της οδηγίας 68/360/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί καταργήσεως των περιορισμών στη διακίνηση και στη διαμονή των εργαζομένων των κρατών μελών και των οικογενειών τους στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 43).

2        Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του B. F. Collins και του Secretary of State for Work and Pensions που αφορούσε την άρνηση του τελευταίου να χορηγήσει στον B. F. Collins το επίδομα ευρέσεως εργασίας που προβλέπει η νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

3        Το άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 12, πρώτο εδάφιο, ΕΚ) έχει ως εξής:

«Εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας Συνθήκης και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών της, απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας.»

4        Το άρθρο 8 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 17 ΕΚ) προβλέπει τα εξής:

«1.      Θεσπίζεται ιθαγένεια της Ένωσης.

Πολίτης της Ένωσης είναι κάθε πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα ενός κράτους μέλους.

2.      Οι πολίτες της Ένωσης έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από την παρούσα Συνθήκη.»

5        Το άρθρο 8 Α, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 18, παράγραφος 1, ΕΚ) προβλέπει ότι κάθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, υπό την επιφύλαξη των περιορισμών και με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην εν λόγω Συνθήκη και στις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή της.

6        Κατά το άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 39, παράγραφος 2, ΕΚ), η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας.

7        Κατά το άρθρο 48, παράγραφος 3, της Συνθήκης, η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, «με την επιφύλαξη των περιορισμών που δικαιολογούνται για λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφάλειας και δημοσίας υγείας, περιλαμβάνει το δικαίωμά τους:

α)      να αποδέχονται κάθε πραγματική προσφορά εργασίας·

β)      να μετακινούνται ελεύθερα για τον σκοπό αυτό εντός της επικράτειας των κρατών μελών·

[...]».

8        Το άρθρο 2 του κανονισμού 1612/68 προβλέπει τα εξής:

«Κάθε υπήκοος κράτους μέλους και κάθε εργοδότης που ασκεί δραστηριότητα στην επικράτεια κράτους μέλους δύνανται ν’ ανταλλάσσουν μεταξύ τους αιτήσεις ζητήσεως και προσφοράς εργασίας, να συνάπτουν συμβάσεις εργασίας και να τις εκτελούν, συμφώνως προς τις ισχύουσες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, χωρίς να δύναται να προκύψει εξ αυτού διάκριση.»

9        Κατά το άρθρο 5 του κανονισμού 1612/68, «ο υπήκοος κράτους μέλους, που αναζητεί απασχόληση στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, λαμβάνει την ίδια βοήθεια με εκείνη που παρέχουν τα γραφεία απασχολήσεως εργατικού δυναμικού του κράτους αυτού στους δικούς τους υπηκόους κατά την αναζήτηση απασχολήσεως».

10      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους απολαύει, στο έδαφος των άλλων κρατών μελών, των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.

11      Το άρθρο 1 της οδηγίας 68/360 έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη καταργούν, υπό τους όρους που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, τους περιορισμούς στη διακίνηση και διαμονή των υπηκόων των εν λόγω κρατών και των μελών της οικογενείας τους επί των οποίων εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1612/68.»

12      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 68/360 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν το δικαίωμα διαμονής στην επικράτειά τους στα αναφερόμενα στο άρθρο 1 της ως άνω οδηγίας πρόσωπα τα οποία είναι σε θέση να προσκομίσουν τα έγγραφα που απαριθμούνται στην παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου 4.

13      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτη περίπτωση, της ίδιας οδηγίας, τα έγγραφα αυτά είναι, για τον εργαζόμενο:

«α)      το έγγραφο με το οποίο εισήλθε στην επικράτειά τους·

β)      δήλωση προσλήψεως του εργοδότη ή πιστοποιητικό εργασίας».

14      Σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 68/360, τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν το δικαίωμα διαμονής στην επικράτειά τους, χωρίς να έχουν εκδώσει άδεια διαμονής, στους εργαζομένους που ασκούν μισθωτή δραστηριότητα, εφόσον η διάρκειά της δεν προβλέπεται να είναι ανώτερη των τριών μηνών, στους μετακινούμενους από και προς άλλα κράτη εργαζομένους και στους εποχιακά εργαζομένους.

 Η εθνική κανονιστική ρύθμιση

15      Το επίδομα ευρέσεως εργασίας είναι μια παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως προβλεπόμενη από τον Jobseekers Act 1995 (νόμο του 1995 για τους αιτούντες εργασία, στο εξής: νόμος του 1995), του οποίου το άρθρο 1, παράγραφος 2, σημείο i, θέτει ως προϋπόθεση την παρουσία του αιτούντος στη Μεγάλη Βρετανία.

16      Η κανονιστική ρύθμιση που θεσπίστηκε κατ’ εφαρμογήν του νόμου του 1995, ήτοι του Jobseeker’s Allowance Regulations 1996 (κανονιστικής ρυθμίσεως του 1996 περί του επιδόματος ευρέσεως εργασίας, στο εξής: κανονιστική ρύθμιση του 1996), διευκρινίζει τις προϋποθέσεις χορηγήσεως του επιδόματος ευρέσεως εργασίας και τα ποσά που μπορούν να ζητήσουν οι διάφορες κατηγορίες αιτούντων. Όσον αφορά την κατηγορία των «αλλοδαπών» που δεν έχουν οικογενειακά βάρη, το παράρτημα 5, παράγραφος 14, στοιχείο a, του νόμου του 1996 δεν προβλέπει τη χορήγηση επιδόματος.

17      Κατά το άρθρο 85, παράγραφος 4, του νόμου του 1996, η έννοια «αλλοδαπός» ορίζεται ως εξής:

«[...] ο αιτών εργασία που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, στις Αγγλονορμανδικές Νήσους ή στη Νήσο του Μαν, αλλά, για τον σκοπό αυτό, κανένας από τους αιτούντες εργασία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως μη έχων τη συνήθη διαμονή του στο Ηνωμένο Βασίλειο, εφόσον είναι:

a)      εργαζόμενος υπό την έννοια του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου ή του κανονισμού (ΕΟΚ) 1251/70 του Συμβουλίου ή πρόσωπο που έχει δικαίωμα να διαμένει στο Ηνωμένο Βασίλειο σύμφωνα με την οδηγία 68/360/ΕΟΚ του Συμβουλίου ή την οδηγία 73/148/ΕΟΚ του Συμβουλίου·

[...]».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

18      Ο B. F. Collins γεννήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες και έχει διπλή ιθαγένεια, αμερικανική και ιρλανδική. Στο πλαίσιο των πανεπιστημιακών του σπουδών διέμεινε για ένα εξάμηνο στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1978. Κατά τη διάρκεια των ετών 1980 και 1981, επέστρεψε και διέμεινε για έξι περίπου μήνες στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου εργάστηκε με μειωμένο ωράριο και περιστασιακά σε ποτοπωλεία και στον τομέα των πωλήσεων. Επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1981. Στη συνέχεια εργάστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Αφρική.

19      Ο B. F. Collins μετέβη εκ νέου στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 31 Μαΐου 1998, προκειμένου να εργαστεί στον τομέα των κοινωνικών υπηρεσιών. Στις 8 Ιουνίου 1998 υπέβαλε αίτηση για τη χορήγηση επιδόματος ευρέσεως εργασίας, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση του Adjudication Officer της 1ης Ιουλίου 1998, για τον λόγο ότι ο ενδιαφερόμενος δεν είχε τη συνήθη διαμονή του στο εν λόγω κράτος μέλος. Ο B. F. Collins προσέφυγε ενώπιον του Social Security Appeal Tribunal (Ηνωμένο Βασίλειο) που επιβεβαίωσε την απορριπτική απόφαση, υποστηρίζοντας ότι ο ενδιαφερόμενος δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως έχων τη συνήθη διαμονή του στο Ηνωμένο Βασίλειο, για τον λόγο ότι, αφενός, η διαμονή του δεν είχε μεγάλη διάρκεια και, αφετέρου, δεν ήταν εργαζόμενος υπό την έννοια του κανονισμού 1612/68 ούτε είχε δικαίωμα να διαμένει στο εν λόγω κράτος δυνάμει της οδηγίας 68/360.

20      Κατόπιν τούτων, ο B. F. Collins προσέφυγε ενώπιον του Social Security Commissioner που αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Είναι εργαζόμενος ένα άτομο που βρίσκεται στην κατάσταση του εφεσείοντος στην παρούσα υπόθεση υπό την έννοια του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968;

2)      Αν η απάντηση στο [πρώτο] ερώτημα είναι αρνητική, έχει ένα άτομο που βρίσκεται στην κατάσταση του εφεσείοντος στην παρούσα υπόθεση δικαίωμα να διαμένει στο Ηνωμένο Βασίλειο δυνάμει της οδηγίας 68/360/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968;

3)      Αν οι απαντήσεις στα [δύο πρώτα] ερωτήματα είναι αρνητικές, επιτάσσει κάποια διάταξη ή αρχή του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου την καταβολή παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως, οι όροι χορηγήσεως της οποίας είναι όμοιοι με τους προβλεπόμενους για τη χορήγηση του επιδόματος ευρέσεως εργασίας με βάση το εισόδημα του ενδιαφερομένου, σε άτομο που βρίσκεται στην κατάσταση του εφεσείοντος στην παρούσα υπόθεση;»

 Επί του πρώτου ερωτήματος

 Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

21      Ο B. F. Collins υποστηρίζει ότι, στην παρούσα κατάσταση εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, η κατάστασή του στο Ηνωμένο Βασίλειο ως ατόμου που αναζητεί πραγματικά εργασία τού παρέχει την ιδιότητα του «εργαζομένου» όσον αφορά την εφαρμογή του κανονισμού 1612/68 και, λόγω αυτής, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού. Πράγματι, με τη σκέψη 32 της αποφάσεως της 12ης Μαΐου 1998, C‑85/96, Martínez Sala (Συλλογή 1998, σ. Ι-2691), το Δικαστήριο διακήρυξε ευθαρσώς τον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο οι αιτούντες εργασία πρέπει να θεωρούνται εργαζόμενοι κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού, εφόσον το εθνικό δικαστήριο είναι πεπεισμένο ότι ο ενδιαφερόμενος αναζήτησε πράγματι και εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος εργασία.

22      Αντιθέτως, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Γερμανική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων φρονούν ότι το πρόσωπο το οποίο βρίσκεται στην κατάσταση του B. F. Collins δεν είναι εργαζόμενος ως προς την εφαρμογή του κανονισμού 1612/68.

23      Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι ο B. F. Collins δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι «πρώην» διακινούμενος εργαζόμενος που επιθυμεί απλώς να λάβει παροχή δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, καθότι η εργασία που πραγματοποίησε κατά τη διάρκεια των ετών 1980 και 1981 ουδεμία σχέση έχει με το είδος της εργασίας που, όπως υποστηρίζει, αναζητούσε το 1998.

24      Με την απόφαση της 18ης Ιουνίου 1987, 316/85, Lebon (Συλλογή 1987, σ. 2811), το Δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι η ίση μεταχείριση ως προς τα κοινωνικά και φορολογικά πλεονεκτήματα που θεσπίζει το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 ισχύει μόνον υπέρ των εργαζομένων και, αφετέρου, ότι οι διακινούμενοι προς αναζήτηση εργασίας απολαύουν της ίσης μεταχειρίσεως μόνον όσον αφορά την πρόσβαση στην εργασία, σύμφωνα με το άρθρο 48 της Συνθήκης και τα άρθρα 2 και 5 του ως άνω κανονισμού.

25      Η Γερμανική Κυβέρνηση υπενθυμίζει τις ειδικές περιστάσεις της υποθέσεως που οδήγησε στην έκδοση της προπαρατεθείσας αποφάσεως Martínez Sala, χαρακτηριστικό της οποίας ήταν οι ιδιαίτερα στενές και διαρκείς σχέσεις μεταξύ της προσφεύγουσας και του κράτους μέλους υποδοχής, ενώ, στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν υπήρχε προφανώς κανένας δεσμός μεταξύ της προηγούμενης εργασίας του B. F. Collins και της εργασίας που αναζητούσε.

 Απάντηση του Δικαστηρίου

26      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η βάσει του άρθρου 48 της Συνθήκης και του κανονισμού 1612/68 έννοια του «εργαζομένου» έχει κοινοτικό περιεχόμενο και δεν πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Ως «εργαζόμενος» πρέπει να θεωρείται οποιοδήποτε πρόσωπο ασκεί πραγματικές και γνήσιες δραστηριότητες, αποκλειομένων των δραστηριοτήτων που είναι τόσο περιορισμένες, ώστε να είναι καθαρά περιθωριακές και παρακολουθηματικού χαρακτήρα. Κατά τη νομολογία αυτή, το χαρακτηριστικό της σχέσεως εργασίας είναι το γεγονός ότι ένα πρόσωπο παρέχει, κατά τη διάρκεια ορισμένου χρόνου, προς έτερο και υπό τη διεύθυνση αυτού του τελευταίου, υπηρεσίες έναντι των οποίων λαμβάνει αμοιβή (βλ., ιδίως, τις αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 1986, 66/85, Lawrie-Blum, Συλλογή 1986, σ. 2121, σκέψεις 16 και 17, Martínez Sala, προπαρατεθείσα, σκέψη 32, και της 8ης Ιουνίου 1999, C‑337/97, Meeusen, Συλλογή 1999, σ. Ι‑3289, σκέψη 13).

27      Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι ορισμένα δικαιώματα που συνδέονται με την ιδιότητα του εργαζομένου διασφαλίζονται υπέρ των διακινουμένων εργαζομένων ακόμα και αν αυτοί δεν τελούν πλέον σε σχέση εργασίας (αποφάσεις της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑35/97, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1998, σ. I-5325, σκέψη 41, και της 6ης Νοεμβρίου 2003, C‑413/01, Ninni-Orasche, Συλλογή 2003, σ. Ι-13187, σκέψη 34).

28      Όπως προκύπτει από τη δικογραφία που διαβίβασε το αιτούν δικαστήριο στο Δικαστήριο, ο B. F. Collins, κατά την εξάμηνη διαμονή του στο εν λόγω κράτος μέλος τα έτη 1980 και 1981, εργάστηκε περιστασιακά στο Ηνωμένο Βασίλειο σε ποτοπωλεία και στον τομέα των πωλήσεων. Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αυτές οι επαγγελματικές δραστηριότητες πληρούν τις προϋποθέσεις που υπενθυμίστηκαν στη σκέψη 26 της παρούσας αποφάσεως, οπότε, κατά την εν λόγω διαμονή, ο εφεσείων της κύριας δίκης είχε την ιδιότητα του εργαζομένου, κανένας σύνδεσμος δεν μπορεί να θεμελιωθεί μεταξύ των δραστηριοτήτων αυτών και της αναζητήσεως άλλης εργασίας δεκαεπτά και πλέον έτη μετά το τέλος των εν λόγω δραστηριοτήτων.

29      Επομένως, εφόσον δεν υπήρχε επαρκώς στενός σύνδεσμος με την αγορά εργασίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, η κατάσταση του B. F. Collins το 1998 πρέπει να συγκριθεί με αυτή του υπηκόου κράτους μέλους που αναζητεί για πρώτη φορά εργασία στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

30      Συναφώς πρέπει να υπομνησθεί ότι η νομολογία του Δικαστηρίου διακρίνει τους υπηκόους κρατών μελών που δεν έχουν ακόμη δημιουργήσει σχέση εργασίας στο κράτος μέλος υποδοχής όπου αναζητούν εργασία από εκείνους που εργάζονται ήδη σ’ αυτό ή που είχαν μεν εργαστεί σ’ αυτό αλλά δεν τελούν πλέον σε σχέση εργασίας, εντούτοις θεωρούνται ως εργαζόμενοι (βλ. απόφαση της 21ης Ιουνίου 1988, 39/86, Lair, Συλλογή 1988, σ. 3161, σκέψεις 32 και 33).

31      Συγκεκριμένα, ενώ οι υπήκοοι των κρατών μελών που μετακινούνται προς εύρεση εργασίας απολαύουν της ίσης μεταχειρίσεως μόνον ως προς την πρόσβαση στην αγορά εργασίας, αυτοί που είχαν πρόσβαση στην αγορά εργασίας μπορούν να διεκδικήσουν, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, τα ίδια κοινωνικά και φορολογικά πλεονεκτήματα με τους ημεδαπούς εργαζομένους (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Lebon, σκέψη 26, και απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 1996, C‑278/94, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1996, σ. Ι‑4307, σκέψεις 39 και 40).

32      Συνεπώς, η έννοια «εργαζόμενος» δεν χρησιμοποιείται ομοιόμορφα στον κανονισμό 1612/68. Ενώ στον τίτλο ΙΙ του πρώτου τμήματος του εν λόγω κανονισμού, ο όρος αυτός αφορά αποκλειστικά τα πρόσωπα που έχουν εισέλθει στην αγορά εργασίας, σε άλλα σημεία του ίδιου κανονισμού η έννοια «εργαζόμενος» πρέπει να ερμηνεύεται ευρύτερα.

33      Υπό τις συνθήκες αυτές, στο πρώτο ερώτημα επιβάλλεται η απάντηση ότι ένα πρόσωπο που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με τον εφεσείοντα της κύριας δίκης δεν είναι εργαζόμενος υπό την έννοια του τίτλου ΙΙ του πρώτου τμήματος του κανονισμού 1612/68. Εντούτοις, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώνει αν ο όρος «εργαζόμενος», όπως χρησιμοποιείται στην εν λόγω κανονιστική ρύθμιση, πρέπει να έχει αυτή την έννοια.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

 Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

34      Ο B. F. Collins θεωρεί ότι η οδηγία 68/360 αναγνωρίζει δικαίωμα διαμονής διαρκείας τριών μηνών στα πρόσωπα που αναζητούν εργασία.

35      Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Γερμανική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή φρονούν ότι ο B. F. Collins, επικαλούμενος ευθέως το άρθρο 48 της Συνθήκης και όχι τις διατάξεις της οδηγίας 68/360 που τυγχάνουν εφαρμογής αποκλειστικά για τα πρόσωπα που έχουν βρει εργασία, είχε το δικαίωμα να μεταβεί στο Ηνωμένο Βασίλειο προκειμένου να αναζητήσει εκεί εργασία και να διαμείνει σ’ αυτό, με την ιδιότητα του αιτούντος εργασία, για εύλογο χρονικό διάστημα.

 Απάντηση του Δικαστηρίου

36      Εκ προοιμίου πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, το άρθρο 48 της Συνθήκης παρέχει στους υπηκόους των κρατών μελών δικαίωμα διαμονής στο έδαφος άλλων κρατών μελών με σκοπό να εργαστούν ή να αναζητήσουν εκεί απασχόληση ως μισθωτοί (απόφαση της 26ης Μαΐου 1993, C‑171/91, Τσιώτρας, Συλλογή 1993, σ. Ι‑2925, σκέψη 8).

37      Το δικαίωμα διαμονής που οι αιτούντες εργασία αντλούν από το άρθρο 48 της Συνθήκης μπορεί να περιοριστεί χρονικά. Εφόσον δεν υπάρχει κοινοτική διάταξη τάσσουσα προθεσμία για τη διαμονή των αναζητούντων εργασία σε κράτος μέλος κοινοτικών υπηκόων, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν εύλογη προθεσμία για τον σκοπό αυτό. Πάντως, αν μετά την παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας ο ενδιαφερόμενος αποδεικνύει ότι εξακολουθεί να αναζητεί εργασία και ότι έχει όντως πιθανότητες να προσληφθεί, δεν μπορεί να εξαναγκασθεί να εγκαταλείψει το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής (βλ. αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 1991, C‑292/89, Antonissen, Συλλογή 1991, σ. Ι‑745, σκέψη 21, και της 20ής Φεβρουαρίου 1997, C‑334/95, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1997, σ. Ι‑1035, σκέψη 17).

38      Η οδηγία 68/360 αποβλέπει στην κατάργηση, εντός της Κοινότητας, των περιορισμών στη διακίνηση και στη διαμονή των υπηκόων των κρατών μελών και των μελών των οικογενειών τους επί των οποίων εφαρμόζεται ο κανονισμός 1612/68.

39      Όσον αφορά τους περιορισμούς στη διακίνηση, το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 68/360 επιβάλλει, αφενός, στα κράτη μέλη την υποχρέωση να αναγνωρίζουν στους κοινοτικούς υπηκόους που έχουν την πρόθεση να μεταβούν σε άλλο κράτος μέλος για να αναζητήσουν εργασία το δικαίωμα να εγκαταλείπουν την επικράτεια του κράτους τους. Αφετέρου, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στα πρόσωπα αυτά την είσοδο στην επικράτειά τους με απλή επίδειξη δελτίου ταυτότητος ή διαβατηρίου εν ισχύι.

40      Επιπλέον, δεδομένου ότι το δικαίωμα διαμονής είναι δικαίωμα άμεσα αντλούμενο από τη Συνθήκη (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 1991, C‑363/89, Roux, Συλλογή 1991, σ. I‑273, σκέψη 9), η χορήγηση άδειας διαμονής σε υπήκοο κράτους μέλους, όπως προβλέπει η οδηγία 68/360, δεν πρέπει να θεωρείται ως συστατική πράξη δικαιώματος αλλά ως πράξη που αποσκοπεί στην εκ μέρους κράτους μέλους διαπίστωση της ατομικής καταστάσεως υπηκόου άλλου κράτους μέλους σε σχέση με τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2002, C‑459/99, MRAX, Συλλογή 2002, σ. I‑6591, σκέψη 74).

41      Κατά το άρθρο 4 της οδηγίας 68/360, τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν το δικαίωμα διαμονής στην επικράτειά τους μόνο στους εργαζομένους που είναι σε θέση να προσκομίσουν, εκτός από το έγγραφο με το οποίο εισήλθαν στην επικράτειά τους, δήλωση προσλήψεως του εργοδότη ή πιστοποιητικό εργασίας.

42      Το άρθρο 8 της ίδιας οδηγίας απαριθμεί περιοριστικά τις καταστάσεις στις οποίες μπορεί να αναγνωριστεί δικαίωμα διαμονής σε ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων, στους οποίους δεν έχει χορηγηθεί άδεια διαμονής.

43      Συνεπώς, το αναφερόμενο στα άρθρα 4 και 8 της οδηγίας 68/360 δικαίωμα διαμονής σε ένα κράτος μέλος αναγνωρίζεται αποκλειστικά στους υπηκόους κράτους μέλους που εργάζονταν ήδη στο πρώτο κράτος μέλος. Οι αιτούντες εργασία αποκλείονται. Δεν μπορούν να επικαλεστούν παρά τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας που αφορούν τη μετακίνησή τους στο εσωτερικό της Κοινότητας.

44      Επομένως, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το πρόσωπο που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με τον εφεσείοντα της κύριας δίκης δεν αντλεί δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο αποκλειστικά και μόνον από την οδηγία 68/360.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

 Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

45      Κατά τον B. F. Collins, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι είναι υπήκοος άλλου κράτους μέλους ο οποίος διέμενε κανονικά στο Ηνωμένο Βασίλειο και ότι το επίδομα ευρέσεως εργασίας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης. Κατά συνέπεια, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C-184/99, Grzelczyk (Συλλογή 2001, σ. Ι-6193), η παροχή σε υπήκοο κράτους μέλους πλην του κράτους υποδοχής πλεονεκτήματος που δεν στηρίζεται σε εισφορές αλλά στο εισόδημα δεν μπορεί να εξαρτάται από την πλήρωση προϋποθέσεως που δεν ισχύει για τους πολίτες του κράτους μέλους υποδοχής. O B. F. Collins δέχεται ότι το κριτήριο της συνήθους διαμονής επιβάλλεται επίσης στους υπηκόους του Ηνωμένου Βασιλείου. Πάντως, έχει αποδειχθεί ότι μια διάταξη του εθνικού δικαίου πρέπει να θεωρείται ως εισάγουσα διακρίσεις κατά την έννοια του κοινοτικού δικαίου αν, στην ουσία, οι υπήκοοι του οικείου κράτους μέλους πληρούν ευχερέστερα τις προϋποθέσεις που αυτή θέτει.

46      Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει καμία διάταξη ή αρχή του κοινοτικού δικαίου επιβάλλουσα την πληρωμή παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως, όπως είναι το επίδομα ευρέσεως εργασίας, σε πρόσωπο που βρίσκεται στην κατάσταση του B. F. Collins.

47      Όσον αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη έμμεσης διακρίσεως, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου θεωρεί ότι υπάρχουν συναφώς αντικειμενικοί λόγοι προκειμένου να μη χορηγείται επίδομα ευρέσεως εργασίας στηριζόμενο στο εισόδημα σε πρόσωπο που βρίσκεται στην κατάσταση του B. F. Collins. Σε αντίθεση προς την κατάσταση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002, C‑224/98, D’Hoop (Συλλογή 2002, σ. I‑6191), τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για τη χορήγηση του εν λόγω επιδόματος δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Αποτελούν μέθοδο σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας και, κατ’ επέκταση, πρόσφορη για να εξασφαλίζει την ύπαρξη αληθινού δεσμού μεταξύ του αιτούντος και της γεωγραφικής αγοράς εργασίας. Επομένως, αν δεν εφαρμόζονταν τέτοιου είδους κριτήρια, πρόσωπα που δεν έχουν κανένα δεσμό ή που διατηρούν ασθενή μόνο σχέση με την αγορά εργασίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του B. F. Collins, θα είχαν τη δυνατότητα να ζητήσουν τη χορήγηση του εν λόγω επιδόματος.

48      Κατά την Επιτροπή, δεν αμφισβητείται, αφενός, ότι ο B. F. Collins πράγματι αναζήτησε εργασία στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά τους δύο μήνες μετά την άφιξή του εκεί και, αφετέρου, ότι διέμενε νομίμως στην επικράτεια αυτή ως αιτών εργασία. Ως πολίτης της Ενώσεως ο οποίος διαμένει νομίμως στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι μπορούσε να απολαύει της προστασίας που προσφέρει το άρθρο 6 της Συνθήκης έναντι κάθε δυσμενούς διακρίσεως λόγω ιθαγενείας σε όλες τις καταστάσεις που εμπίπτουν στο ratione materiae πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Αυτό συμβαίνει ακριβώς στην περίπτωση του επιδόματος ευρέσεως εργασίας το οποίο πρέπει να θεωρηθεί ως κοινωνικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68.

49      Επιπλέον, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το δικαίωμα διαμονής σε άλλο κράτος μέλος με σκοπό την αναζήτηση εργασίας μπορεί σαφώς να περιορίζεται στο εύλογο χρονικό διάστημα και, κατά συνέπεια, το δικαίωμα του B. F. Collins να επικαλείται τα άρθρα 6 και 8 της Συνθήκης για να ζητήσει τη χορήγηση του εν λόγω επιδόματος, όπως και οι υπήκοοι του Ηνωμένου Βασιλείου, αναγνωρίζεται επίσης μόνον κατά το χρονικό διάστημα αυτής της νόμιμης διαμονής.

50      Εντούτοις, η Επιτροπή θεωρεί ότι η προϋπόθεση της συνήθους διαμονής μπορεί να συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση στον βαθμό που η προϋπόθεση αυτή πληρούται ευχερέστερα από τους υπηκόους του κράτους μέλους υποδοχής παρά από τους υπηκόους άλλων κρατών μελών. Η προϋπόθεση αυτή δικαιολογείται μεν βάσει αντικειμενικών λόγων, στο μέτρο που αποβλέπει πράγματι στο να αποφεύγεται ο «κοινωνικός τουρισμός» και, επομένως, να προλαμβάνονται ενδεχόμενες καταχρήσεις εκ μέρους εκείνων οι οποίοι δεν αναζητούν πραγματικά εργασία, η Επιτροπή όμως παρατηρεί ότι, όσον αφορά τον B. F. Collins, δεν αμφισβητείται ότι η εκ μέρους του αναζήτηση εργασίας είναι γνήσια. Συγκεκριμένα, δεν έπαυσε να εργάζεται αφότου βρήκε εργασία, λίγο μετά την άφιξή του στο Ηνωμένο Βασίλειο.

 Απάντηση του Δικαστηρίου

51      Με το τρίτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν υπάρχει διάταξη ή αρχή του κοινοτικού δικαίου βάσει της οποίας ένας υπήκοος κράτους μέλους που αναζητεί πράγματι εργασία σε άλλο κράτος μέλος μπορεί να διεκδικήσει επίδομα ευρέσεως εργασίας όπως το προβλεπόμενο με τον νόμο του 1995.

52      Εκ προοιμίου, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί το ερώτημα αν ένα πρόσωπο όπως ο εφεσείων της κύριας δίκης εμπίπτει στο ratione personae πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, τους μη μισθωτούς και τα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1408/71), επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως προκύπτει από τη διάταξη περί παραπομπής, ότι ο ενδιαφερόμενος ουδέποτε διέμεινε σε άλλο κράτος μέλος προτού αναζητήσει εργασία στο Ηνωμένο Βασίλειο, οπότε ο κανόνας του άρθρου 10α του κανονισμού 1408/71, σχετικά με τον συνολικό υπολογισμό των περιόδων απασχόλησης, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπόθεση της κύριας δίκης.

53      Σύμφωνα με την κανονιστική ρύθμιση του 1996, οι υπήκοοι άλλων κρατών μελών που αναζητούν εργασία, στο μέτρο που δεν είναι εργαζόμενοι υπό την έννοια του κανονισμού 1612/68 ή δεν αντλούν δικαίωμα διαμονής από την οδηγία 68/360, δεν μπορούν να διεκδικήσουν τη χορήγηση του επιδόματος αυτού παρά μόνον εφόσον έχουν τη συνήθη διαμονή τους στο Ηνωμένο Βασίλειο.

54      Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση που εξαρτά τη χορήγηση του επιδόματος ευρέσεως εργασίας από προϋπόθεση διαμονής.

55      Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Συνθήκης, εντός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης και υπό την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών της, απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας. Δεδομένου ότι το άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης αποτελεί ειδική διάταξη πρέπει να προηγηθεί η εξέτασή της κανονιστικής ρυθμίσεως του 1996 ως προς το άρθρο αυτό.

56      Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι μεταξύ των δικαιωμάτων που το άρθρο 48 αναγνωρίζει στους υπηκόους των κρατών μελών περιλαμβάνεται και το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας στην επικράτεια άλλων κρατών μελών και της διαμονής σ’ αυτά προς αναζήτηση εργασίας (προπαρατεθείσα απόφαση Antonissen, σκέψη 13).

57      Ως εκ τούτου, οι υπήκοοι κράτους μέλους που αναζητούν εργασία σε άλλο κράτος μέλος εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 48 της Συνθήκης και, κατ’ επέκταση, απολαύουν του δικαιώματος της ίσης μεταχειρίσεως που προβλέπει η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου.

58      Όσον αφορά το ζήτημα αν το δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως του οποίου απολαύουν οι υπήκοοι κράτους μέλους που αναζητούν εργασία σε άλλο κράτος μέλος περιλαμβάνει και παροχές οικονομικής φύσεως όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι υπήκοοι κρατών μελών που μετακινούνται προς αναζήτηση εργασίας απολαύουν της ίσης μεταχειρίσεως μόνον όσον αφορά την πρόσβαση στην εργασία, σύμφωνα με το άρθρο 48 της Συνθήκης και τα άρθρα 2 και 5 του κανονισμού 1612/68, αλλά όχι όσον αφορά τα κοινωνικά και φορολογικά πλεονεκτήματα υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού (προπαρατεθείσες αποφάσεις Lebon, σκέψη 26, και της 12ης Σεπτεμβρίου 1996, Επιτροπή κατά Βελγίου, σκέψεις 39 και 40).

59      Το άρθρο 2 του κανονισμού 1612/68 αφορά τις ανταλλαγές αιτήσεων και προσφορών εργασίας καθώς και τη σύναψη και εκτέλεση συμβάσεων εργασίας, ενώ το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού αφορά την ενίσχυση που παρέχουν τα γραφεία απασχολήσεως εργατικού δυναμικού.

60      Ασφαλώς, τα άρθρα αυτά δεν κάνουν ρητή μνεία στις παροχές οικονομικής φύσεως. Εντούτοις, προκειμένου να καθοριστεί το περιεχόμενο του δικαιώματος ίσης μεταχειρίσεως για τα πρόσωπα που αναζητούν εργασία, επιβάλλεται η ερμηνεία της εν λόγω αρχής βάσει των λοιπών διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, ιδίως του άρθρου 6 της Συνθήκης.

61      Συγκεκριμένα, όπως επανειλημμένα επισήμανε το Δικαστήριο, οι πολίτες της Ενώσεως που διαμένουν νομίμως στη επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να επικαλούνται το άρθρο 6 της Συνθήκης σε όλες τις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ratione materiae πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Η ιδιότητα του πολίτη της Ενώσεως τείνει να αποτελέσει το βασικό καθεστώς των υπηκόων των κρατών μελών η οποία εξασφαλίζει στους ευρισκόμενους σε όμοια κατάσταση τη δυνατότητα να απολαύουν της ίδιας νομικής μεταχειρίσεως, ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς τους και υπό την επιφύλαξη των ρητώς προβλεπομένων επ’ αυτού εξαιρέσεων (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Grzelczyk, σκέψεις 31 και 32, καθώς και απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑148/02, Garcia Avello, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 22 και 23).

62      Πρέπει να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο έκρινε, όσον αφορά φοιτητή, πολίτη της Ενώσεως, ότι το δικαίωμα σε κοινωνικές παροχές που χορηγούνται από σύστημα μη στηριζόμενο σε εισφορές, όπως είναι το βελγικό κατώτατο όριο διαβιώσεως («minimex»), εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας και ότι, κατ’ επέκταση, τα άρθρα 6 και 8 της Συνθήκης απαγορεύουν να εξαρτάται η δυνατότητα χορηγήσεως της παροχής αυτής από προϋποθέσεις που ενδέχεται να αποτελούν διάκριση λόγω ιθαγένειας (προπαρατεθείσα απόφαση Grzelczyk, σκέψη 46).

63      Λαμβανομένων υπόψη της καθιερώσεως της ιθαγένειας της Ενώσεως και της νομολογιακής ερμηνείας του δικαιώματος περί ίσης μεταχειρίσεως του οποίου απολαύουν οι πολίτες της Ενώσεως, δεν είναι πλέον δυνατό να αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης, που αποτελεί έκφραση της θεμελιώδους αρχής της ίσης μεταχειρίσεως την οποία καθιερώνει το άρθρο 6 της Συνθήκης, παροχή οικονομικής φύσεως που προορίζεται να διευκολύνει την πρόσβαση στην εργασία εντός της αγοράς εργασίας κράτους μέλους.

64      Η ερμηνεία του περιεχομένου της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά την πρόσβαση στην εργασία πρέπει να αντανακλά την ως άνω εξέλιξη σε σχέση με την ερμηνεία που προκρίθηκε στις προπαρατεθείσες αποφάσεις Lebon και της 12ης Σεπτεμβρίου 1996, Επιτροπή κατά Βελγίου.

65      Η κανονιστική ρύθμιση του 1996 εισάγει διάκριση ανάλογα με το αν πρόκειται για πρόσωπο που έχει τη συνήθη διαμονή του στο Ηνωμένο Βασίλειο. Δεδομένου ότι η προϋπόθεση αυτή μπορεί ευχερέστερα να πληρούται από τους ημεδαπούς, η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση θέτει σε δυσμενέστερη θέση τους πολίτες κρατών μελών που άσκησαν το δικαίωμά τους να μετακινούνται προς αναζήτηση εργασίας στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 23ης Μαΐου 1996, C‑237/94, O’Flynn, Συλλογή 1996, σ. I‑2617, σκέψη 18, και της 16ης Ιανουαρίου 2003, C‑388/01, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2003, σ. I‑721, σκέψεις 13 και 14).

66      Η εν λόγω προϋπόθεση κατοικίας θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνον αν στηριζόταν σε αντικειμενικά στοιχεία, ανεξάρτητα της ιθαγένειας των ενδιαφερομένων και ανάλογα με σκοπό που επιδιώκεται θεμιτώς από το εθνικό δίκαιο (απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1998, C‑274/96, Bickel και Franz, Συλλογή 1998, σ. I‑7637, σκέψη 27).

67      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι είναι θεμιτό να επιθυμεί ο εθνικός νομοθέτης να βεβαιωθεί για την ύπαρξη αληθούς σχέσεως μεταξύ του αιτούντος επιδόματα που έχουν χαρακτήρα κοινωνικού πλεονεκτήματος, υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, και της οικείας γεωγραφικής αγοράς εργασίας (βλ., στο πλαίσιο της χορηγήσεως επιδομάτων αναμονής στους νέους που αναζητούν εργασία για πρώτη φορά, προπαρατεθείσα απόφαση D’Hoop, σκέψη 38).

68      Πρέπει να σημειωθεί ότι το επίδομα ευρέσεως εργασίας που καθιερώνει ο νόμος του 1995 αποτελεί παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως για τη χορήγηση της οποίας πρέπει, μεταξύ άλλων, καθότι αυτή αντικατέστησε το επίδομα ανεργίας και το επίδομα χαμηλού εισοδήματος, το πρόσωπο που ζητεί το επίδομα να είναι διαθέσιμο προς εργασία, να αναζητεί ενεργώς εργασία και να μη διαθέτει εισοδήματα ανώτερα από το προβλεπόμενο ποσό ούτε κεφάλαιο ανώτερο από συγκεκριμένο ποσό.

69      Μπορεί να θεωρηθεί θεμιτό ένα κράτος μέλος να μη χορηγεί τέτοιο επίδομα παρά μόνον εφόσον έχει αποδειχθεί ότι υφίσταται αληθής σχέση μεταξύ του αιτούντος την εργασία και της αγοράς εργασίας του εν λόγω κράτους.

70      Η ύπαρξη ενός τέτοιου δεσμού μπορεί να εξακριβωθεί, μεταξύ άλλων, αν διαπιστωθεί ότι το εν λόγω πρόσωπο αναζήτησε ενεργώς και πράγματι εργασία στο οικείο κράτος μέλος για εύλογο χρονικό διάστημα.

71      Ως εκ τούτου, το Ηνωμένο Βασίλειο ευλόγως απαιτεί την ύπαρξη δεσμού μεταξύ των αιτούντων τα εν λόγω επιδόματα και της αγοράς εργασίας.

72      Εντούτοις, ναι μεν η προϋπόθεση διαμονής είναι κατ’ αρχήν ικανή να επιβεβαιώσει την ύπαρξη τέτοιου δεσμού, για την τήρηση όμως της αρχής της αναλογικότητας η προϋπόθεση αυτή δεν πρέπει να υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του οικείου σκοπού μέτρο. Ειδικότερα, οι εθνικές αρχές πρέπει να την εφαρμόζουν βάσει σαφών και εκ των προτέρων γνωστών κριτηρίων και πρέπει να προβλέπεται η δυνατότητα παροχής ένδικης προστασίας. Εν πάση περιπτώσει, εάν για την πλήρωση της εν λόγω προϋποθέσεως απαιτείται περίοδος διαμονής, η περίοδος αυτή δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερη από αυτή που είναι αναγκαία προκειμένου οι εθνικές αρχές να εξακριβώσουν ότι ο ενδιαφερόμενος αναζητεί πράγματι απασχόληση στην αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής.

73      Επομένως, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως που προβλέπει το άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης, σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 και 8 της Συνθήκης, δεν απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση που επιβάλλει, για τη χορήγηση επιδόματος ευρέσεως εργασίας, ορισμένη προϋπόθεση διαμονής, εφόσον η ρύθμιση αυτή στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία, ανεξάρτητα της ιθαγένειας των ενδιαφερομένων και ανάλογα προς τον σκοπό που επιδιώκει θεμιτώς το εθνικό δίκαιο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

74      Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Γερμανική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ολομέλεια),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 28ης Μαρτίου 2002 ο Social Security Commissioner, αποφαίνεται:

1)      Το πρόσωπο που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με τον εφεσείοντα της κύριας δίκης δεν είναι εργαζόμενος υπό την έννοια του τίτλου ΙΙ του πρώτου τμήματος του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2434/92 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1992. Εντούτοις, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώνει αν ο όρος «εργαζόμενος», όπως χρησιμοποιείται στην εν λόγω κανονιστική ρύθμιση, πρέπει να έχει αυτή την έννοια.

2)      Το πρόσωπο που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με τον εφεσείοντα της κύριας δίκης δεν αντλεί δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο αποκλειστικά και μόνο από την οδηγία 68/360/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί καταργήσεως των περιορισμών στη διακίνηση και στη διαμονή των εργαζομένων των κρατών μελών και των οικογενειών τους στο εσωτερικό της Κοινότητας.

3)      Το δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως που προβλέπει το άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 39 ΕΚ), σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 και 8 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 12 ΕΚ και 17 ΕΚ), δεν απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση που επιβάλλει, για τη χορήγηση επιδόματος ευρέσεως εργασίας, ορισμένη προϋπόθεση διαμονής, εφόσον η ρύθμιση αυτή στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία, ανεξάρτητα της ιθαγένειας των ενδιαφερομένων και ανάλογα προς τον σκοπό που επιδιώκει θεμιτώς το εθνικό δίκαιο.

Σκουρής

Jann

Timmermans

Gulmann

Cunha Rodrigues

Rosas

La Pergola

Puissochet

Schintgen

Colneric

 

      von Bahr

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 23 Μαρτίου 2004.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

R. Grass

 

      Β. Σκουρής


* Γλώσσα διαδικασίας:  η αγγλική.