62002J0004

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 23ης Οκτωβρίου 2003. - Hilde Schönheit κατά Stadt Frankfurt am Main (C-4/02) και Silvia Becker κατά Land Hessen (C-5/02). - Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Verwaltungsgericht Frankfurt am Main - Γερμανία. - Κοινωνική πολιτική - .νδρες και γυναίκες εργαζόμενοι - Ισότητα των αμοιβών - Εφαρμογή του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ) και του άρθρου 141, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ, καθώς και της οδηγίας 86/378/ΕΟΚ, ή της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ - .ννοια της αμοιβής - Συνταξιοδοτικό σύστημα των δημοσίων υπαλλήλων - Υπολογισμός της συντάξεως λόγω γήρατος των μερικώς απασχολουμένων υπαλλήλων - .παρξη άνισης μεταχειρίσεως εν σχέσει προς τους πλήρως απασχολουμένους - .παρξη έμμεσης διακρίσεως λόγω φύλου - Προϋποθέσεις ενδεχομένης αιτιολογήσεως από αντικειμενικούς λόγους ανεξάρτητους από κάθε διάκριση λόγω φύλου - Πρωτόκολλο σχετικά με το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ (νυν πρωτόκολλο σχετικά με το άρθρο 141 ΕΚ) - Κατά χρόνο αποτελέσματα. - Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-4/02 και C-5/02.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα 00000


Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Διάδικοι


Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-4/02 και C-5/02,

που έχουν ως αντικείμενο δύο αιτήσεις του Verwaltungsgericht Frankfurt am Main (Γερμανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με τις οποίες ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Hilde Schφnheit

και

Stadt Frankfurt am Main (C-4/02),

και μεταξύ

Silvia Becker

και

Land Hessen (C-5/02),

"η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ), του πρωτοκόλλου σχετικά με το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ, το οποίο προσαρτήθηκε στη Συνθήκη ΕΚ με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϋκή Ένωση (νυν πρωτόκολλο σχετικά με το άρθρο 141 ΕΚ), του άρθρου 141, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160), και της οδηγίας 86/378/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1986, για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης (ΕΕ L 225, σ. 40), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 96/97/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1996 (EE 1997, L 46, σ. 20), καθώς και της οδηγίας 97/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με το βάρος απόδειξης σε περιπτώσεις διακριτικής μεταχείρισης λόγω φύλου (ΕΕ 1998, L 14, σ. 6),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, προεδρεύοντα του πέμπτου τμήματος, A. La Pergola (εισηγητή) και P. Jann, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed

γραμματέας: H. A. Rόhl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η H. Schφnheit, εκπροσωπούμενη από τον A. Fischer, Rechtsanwalt (C-4/02),

- η S. Becker, εκπροσωπούμενη από την A. Kδhler, Rechtsanwδltin (C-5/02),

- η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους W.-D. Plessing και M. Lumma (C-4/02 και C-5/02),

- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την N. Yerrell και τον H. Kreppel (C-4/02 και C-5/02),

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της S. Becker, εκπροσωπούμενης από τον M. Schrφder, Justiziar, και τον Α. Kδhler, και της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον F. Hoffmeister, κατά τη συνεδρίαση της 6ης Μαρτίου 2003,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 22ας Μαου 2003,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διατάξεις της 12ης Νοεμβρίου 2001, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 9 Ιανουαρίου 2002 όσον αφορά την υπόθεση C-4/02 και στις 10 Ιανουαρίου 2002 όσον αφορά την υπόθεση C-5/02, το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, ένδεκα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ), του πρωτοκόλλου σχετικά με το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ, το οποίο προσαρτήθηκε στη Συνθήκη ΕΚ με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϋκή Ένωση (νυν πρωτόκολλο σχετικά με το άρθρο 141 ΕΚ), του άρθρου 141, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160), και της οδηγίας 86/378/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1986, για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης (ΕΕ L 225, σ. 40), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 96/97/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1996 (EE 1997, L 46, σ. 20, στο εξής: οδηγία 86/378), καθώς και της οδηγίας 97/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με το βάρος απόδειξης σε περιπτώσεις διακριτικής μεταχείρισης λόγω φύλου (ΕΕ 1998, L 14, σ. 6).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ, αφενός, της H. Schφnheit και της πόλεως της Φρανκφούρτης επί του Μάιν (C-4/02) και, αφετέρου, της S. Becker και του ομοσπόνδου κράτους της Έσσης (C-5/02), σχετικά με τον καθορισμό των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των προσφευγουσών.

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

Η Συνθήκη ΕΚ

3 Το άρθρο 119, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ προβλέπει τα εξής:

«Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει κατά τη διάρκεια του πρώτου σταδίου και διατηρεί εν συνεχεία την εφαρμογή της αρχής της ισότητος των αμοιβών για όμοια εργασία μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών.

Ως αμοιβή νούνται, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, οι συνήθεις βασικοί ή ελάχιστοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας.»

4 Από 1ης Μαου 1999, ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ, το άρθρο 141 ΕΚ προβλέπει τα εξής:

«1. Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει την εφαρμογή της αρχής της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας.

2. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως "αμοιβή" νοούνται οι συνήθεις βασικοί ή κατώτατοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη, που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας.

[...]»

5 Επομένως, το άρθρο 141, παράγραφοι 1 και 2, πρώτο εδάφιο, ΕΚ είναι κατ' ουσίαν όμοιο προς το άρθρο 119, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης.

6 Το πρωτόκολλο σχετικά με το άρθρο 141 ΕΚ έχει ως εξής:

«Για την εφαρμογή του άρθρου 141, οι δυνάμει επαγγελματικού συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων παροχές δεν θεωρούνται ως αποδοχές εφόσον αντιστοιχούν σε περιόδους απασχόλησης πριν από τις 17 Μαου 1990, με εξαίρεση τους εργαζόμενους ή τους έλκοντες δικαιώματα οι οποίοι, πριν από αυτή την ημερομηνία, είχαν ασκήσει δικαστική προσφυγή ή καταθέσει αντίστοιχη ένσταση σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο.»

7 Το πρωτόκολλο σχετικά με το άρθρο 141 ΕΚ είναι, πλην της αντικαταστάσεως της αναφοράς στο άρθρο 119 της Συνθήκης με αναφορά στο άρθρο 141 ΕΚ, όμοιο με το πρωτόκολλο αριθ. 2 σχετικά με το άρθρο 119 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϋκής Κοινότητας, το οποίο είναι συνημμένο στη Συνθήκη για την Ευρωπαϋκή Ένωση της 7ης Φεβρουαρίου 1992 (στο εξής: πρωτόκολλο αριθ. 2).

Η οδηγία 79/7

8 Η οδηγία 79/7 έχει εφαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αα, αυτής, στα νομικά συστήματα που παρέχουν προστασία, μεταξύ άλλων, κατά του κινδύνου γήρατος.

9 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 προβλέπει τα εξής:

«Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση και ιδιαίτερα όσον αφορά:

- το πεδίο εφαρμογής των συστημάτων και τους όρους πρόσβασης στα συστήματα αυτά,

- την υποχρέωση καταβολής εισφορών και τον υπολογισμό των εισφορών,

- τον υπολογισμό των παροχών, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων λόγω συζύγου και προστατευομένου προσώπου και τις προϋποθέσεις διαρκείας και διατηρήσεως του δικαιώματος επί των παροχών.»

Η οδηγία 86/378

10 To άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 86/378 προβλέπει τα εξής:

«Ως επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης θεωρούνται τα συστήματα που δεν διέπονται από την οδηγία 79/7/ΕΟΚ και που έχουν ως αντικείμενο τη χορήγηση στους εργαζόμενους, μισθωτούς ή αυτοαπασχολούμενους, στα πλαίσια μιας επιχείρησης ή ομάδας επιχειρήσεων, ενός οικονομικού κλάδου ή επαγγελματικού ή διεπαγγελματικού τομέα, παροχών που προορίζονται να συμπληρώνουν ή να υποκαθιστούν τις παροχές των εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, είτε η υπαγωγή στα συστήματα αυτά είναι υποχρεωτική είτε προαιρετική.»

11 Το άρθρο 4 της οδηγίας 86/378 έχει την ακόλουθη διατύπωση:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται:

α) στα επαγγελματικά συστήματα που εξασφαλίζουν προστασία κατά των ακόλουθων κινδύνων:

[...]

- γήρας, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης πρόωρων συνταξιοδοτήσεων,

[...]».

12 Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 86/378 έχει ως εξής:

«Υπό τις συνθήκες που καθορίζονται στις ακόλουθες διατάξεις, η αρχή της ίσης μεταχείρισης συνεπάγεται την εξάλειψη κάθε διάκρισης που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με την ύπαρξη γάμου ή την εν γένει οικογενειακή κατάσταση, και ιδιαίτερα όσον αφορά:

[...]

- τον υπολογισμό των παροχών, [...]».

13 Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 86/378 προβλέπει τα εξής:

«Μεταξύ των διατάξεων που αντιβαίνουν προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης πρέπει να περιληφθούν οι διατάξεις που βασίζονται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, ιδίως σε συσχετισμό με την ύπαρξη γάμου ή την εν γένει οικογενειακή κατάσταση, προκειμένου:

[...]

η) να καθορίσουν διαφορετικά επίπεδα για τις παροχές, εκτός εάν αυτό απαιτείται αναγκαστικά προκειμένου να ληφθούν υπόψη αναλογιστικά στοιχεία υπολογισμού, τα οποία είναι διαφορετικά για τα δύο φύλα, στην περίπτωση συστημάτων με καθορισμένες εισφορές.

Στην περίπτωση συστημάτων με καθορισμένες παροχές χρηματοδούμενων με κεφαλαιοποίηση, ορισμένα στοιχεία (παραδείγματα των οποίων διαβιβάζονται συνημμένα), μπορεί να είναι άνισα, στο βαθμό που η ανισότητα των ποσών οφείλεται στις συνέπειες της χρησιμοποίησης διαφορετικών αναλογιστικών συντελεστών σύμφωνα με το φύλο κατά την εφαρμογή της χρηματοδότησης του συστήματος·

[...]».

Η οδηγία 97/80

14 Το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/80 έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της αρχής της ίσης μεταχείρισης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, έμμεση διάκριση υφίσταται όταν μια διάταξη, ένα κριτήριο, ή μια πρακτική εκ πρώτης όψεως ουδέτερη/ο θίγει ένα σημαντικά υψηλότερο ποσοστό ατόμων ενός φύλου, εκτός εάν αυτή η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική είναι κατάλληλη/ο και αναγκαία/ο και μπορεί να δικαιολογηθεί από αντικειμενικούς παράγοντες άσχετους προς το φύλο.»

15 Το άρθρο 4 της οδηγίας 97/80 έχει ως εξής:

«1. Τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τα εθνικά δικαστικά τους συστήματα, λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε, όταν ένα πρόσωπο κρίνει ότι θίγεται από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και παρουσιάζει, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διάκρισης, να επιβάλλεται στον εναγόμενο να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

2. Η παρούσα οδηγία δεν κωλύει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν αποδεκτικούς κανόνες ευνοϋκότερους για τον ενάγοντα.

3. Τα κράτη μέλη μπορούν να μην εφαρμόζουν την παράγραφο 1 σε διαδικασίες κατά τις οποίες εναπόκειται στο δικαστήριο ή σε άλλη αρμόδια αρχή να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης [εναπόκειται στο δικαστήριο ή στην αρμόδια αρχή να εξετάσει και διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης].

Η εθνική κανονιστική ρύθμιση

16 Ο fόnftes Gesetz zur Δnderung dienstrechtlicher Vorschriften (πέμπτος νόμος για την τροποποίηση των διατάξεων περί δημοσίων υπαλλήλων), της 25ης Ιουλίου 1984 (BGBl. I, σ. 998, στο εξής: τροποποιητικός νόμος του 1984), εισήγαγε στο υπό τον τίτλο «Ύψος της συντάξεως» άρθρο 14, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, δεύτερη ημιπερίοδος, του Gesetz όber die Versorgung der Beamten und Richter in Bund und Lδndern (νόμου περί συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων και των δικαστών του ομοσπονδιακού κράτους και των ομοσπόνδων κρατών), της 24ης Αυγούστου 1976 (BGBl. I, σ. 3839, στο εξής: BeamtVG), μια μείωση της συντάξεως των δημοσίων υπαλλήλων οι οποίοι έλαβαν άδεια άνευ αποδοχών ή εργάστηκαν με μειωμένο ωράριο, για λόγους οικογενειακής πολιτικής και βάσει της κανονιστικής ρυθμίσεως περί ειδικών αδειών (στο εξής: μείωση της συντάξεως).

17 Το άρθρο 14, παράγραφος 1, του BeamtVG, όπως διατυπώθηκε με τον τροποποιητικό νόμο του 1984 και ίσχυσε από 1ης Αυγούστου 1984 μέχρι 31ης Δεκεμβρίου 1991 (στο εξής: παλαιά διατύπωση του άρθρου 14 του BeamtVG), προβλέπει τα εξής:

«Τo πoσoστό της συντάξεως ανέρχεται μέχρι τη συμπλήρωση δέκα συντάξιμων ετών στo 35 % και αυξάνεται για κάθε επί πλέoν έτoς υπηρεσίας μέχρι και τo εικoστό πέμπτo έτoς υπηρεσίας κατά 2 %, στη συνέχεια δε κατά 1 % των συνταξίμων ετών, μέχρι κατ' ανώτατo όριo τo 75 % [...]· στην περίπτωση μερικής απασχoλήσεως, αδείας ή εργασίας με μειωμένo ωράριo, τo πoσoστό της συντάξεως πoυ θα πρoέκυπτε σύμφωνα με την πρώτη ημιπερίoδo, αν δεν υπήρχαν αυτές oι περίoδoι διακoπής της εργασίας, μειώνεται, πριν από την εφαρμoγή τoυ ανώτατου συντελεστή, κατ' αναλoγία της σχέσεως τoυ συντάξιμoυ χρόνoυ υπηρεσίας προς τoν χρόνo πoυ θα είχε διανυθεί ως συντάξιμoς αν δεν υπήρχαν αυτές oι περίoδoι διακoπής της εργασίας, [...] χωρίς ωστόσo να είναι κατώτερο τoυ 35 % oύτε ανώτερο τoυ 75 % [...]».

18 Η εισαχθείσα με τον τροποποιητικό νόμο του 1984 μείωση της συντάξεως, που εφαρμοζόταν στη φθίνουσα συνταξιοδοτική κλίμακα της παλαιάς διατυπώσεως του άρθρου 14 του BeamtVG, καταργήθηκε με το άρθρο 14, σημείο 16, του fόnftes Gesetz zur Δnderung besoldungsrechtlicher Vorschriften (πέμπτου τροποποιητικού νόμου των διατάξεων περί μισθών), της 28ης Μαου 1990, ο οποίος άρχισε να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 1992 (BGBl. I, σ. 967, στο εξής: τροποποιητικός νόμος περί μισθών του 1990).

19 Εκτός αυτού, η φθίνουσα συνταξιοδοτική κλίμακα της παλαιάς διατυπώσεως του άρθρου 14 του BeamtVG αντικαταστάθηκε από ένα γραμμικό σύστημα συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.

20 Συγκεκριμένα, το άρθρο 14 του BeamtVG, υπό τον τίτλο «Ύψος της συντάξεως», κατά την ισχύουσα από 1ης Ιανουαρίου 1992 διατύπωσή του (στο εξής: νέα διατύπωση του άρθρου 14 του BeamtVG), έχει ως εξής:

«Τo πoσό της συντάξεως ανέρχεται στo 1,875 % των συντάξιμων απoδoχών για κάθε συντάξιμo έτoς [...], χωρίς ωστόσo να υπερβαίνει συνoλικώς τo 75 % αυτών [...].»

21 Το άρθρο 85 του BeamtVG, υπό τον τίτλο «Ποσό της συντάξεως για τους υπαλλήλους που υπηρετούσαν στις 31 Δεκεμβρίου 1991», όπως διατυπώθηκε με τον τροποποιητικό νόμο περί μισθών του 1990, προβλέπει τα εξής:

«1) Αν η υπαλληλική σχέση [...] υφίστατo ήδη στις 31 Δεκεμβρίoυ 1991, εξακoλoυθεί να ισχύει τo πoσoστό της συντάξεως πoυ συμπληρώθηκε μέχρι τo χρoνικό αυτό σημείo. Ο υπoλoγισμός τoυ συνταξίμoυ χρόνoυ και τoυ πoσoύ της συντάξεως γίνεται κατά τη νομοθεσία πoυ ίσχυε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίoυ 1991· δεν εφαρμόζoνται συναφώς τo άρθρo 14, παράγραφoς 1, πρώτη περίοδος, δεύτερη και τρίτη ημιπερίoδoς. Τo πoσoστό της συντάξεως πoυ υπολογίζεται σύμφωνα με τα δύο πρώτα εδάφια του άρθρου αυτού αυξάνεται για κάθε συντάξιμo έτoς τo oπoίo διανύεται από 1ης Iανoυαρίoυ 1992, σύμφωνα με τη νομοθεσία πoυ ισχύει από την ημερoμηνία αυτή, κατά 1 % των συνταξίμων απoδoχών, χωρίς να υπερβαίνει το ανώτατo όριo του 75 % [...].

[...]

4) Ο υπoλoγισμός του ποσού της συντάξεως βασίζεται στo πoσoστό πoυ πρoκύπτει σύμφωνα με τις παραγράφoυς 1, 2 ή 3, εφόσoν τo εν λόγω πoσoστό είναι υψηλότερο από εκείνο το οποίο, κατά τoν παρόντα νόμo, ισχύει για τo σύνoλo των συνταξίμων ετών. Τo πoσoστό της συντάξεως πoυ υπολογίζεται κατ' εφαρμογήν της παραγράφου 1 δεν μπoρεί να υπερβαίνει τo πoσoστό πoυ θα πρoέκυπτε κατ' εφαρμoγήν των μέχρι τις 31ης Δεκεμβρίoυ 1991 ισχυουσών διατάξεων.

[...].»

22 Υπό τον τίτλο «Κανονική διάρκεια της συντάξιμης υπηρεσίας», το άρθρο 6 του BeamtVG, κατά τη διατύπωσή του η οποία δημοσιεύθηκε στις 16 Μαρτίου 1999 (BGBl I, σ. 322, 847, 2033), προβλέπει τα εξής:

«1) Συντάξιμoς είναι o χρόνoς υπηρεσίας πoυ διήνυσε o υπάλληλoς από την ημέρα τoυ πρώτoυ διoρισμoύ τoυ ως μoνίμoυ υπαλλήλoυ σε πρόσωπo δημoσίoυ δικαίoυ εντός της εθνικής επικρατείας. Δεν είναι συντάξιμoς o χρόνoς πoυ διανύθηκε κατά τη διάρκεια

[...]

5. αδείας άνευ απoδoχών [...],

[...]

Ο χρόνoς εργασίας με μειωμένo ωράριo είναι συντάξιμoς κατά τo πoσoστό πoυ αντιστoιχεί στη σχέση τoυ μειωμένoυ με τoν κανoνικό χρόνo εργασίας [...]».

Οι διαφορές στις κύριες δίκες και τα προδικαστικά ερωτήματα

Υπόθεση C-4/02

23 Η H. Schφnheit, γεννηθείσα στις 12 Ιουλίου 1939, εισήλθε στην υπηρεσία του Δήμου της Φρανκφούρτης επί του Μάιν την 1η Απριλίου 1966 ως κοινωνική λειτουργός, αρχικά ως συμβασιούχος και κατόπιν, από την 1η Ιανουαρίου 1984, ως μόνιμος υπάλληλος.

24 Μέχρι τις 30 Ιουνίου 1992, η ενδιαφερομένη εργαζόταν με πλήρες ωράριο. Από την 1η Ιουλίου 1992 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1995 εργαζόταν με ωράριο μειωμένο κατά το ήμισυ. Μετά από εξάμηνη άδεια άνευ αποδοχών, από την 1η Ιανουαρίου 1996 έως τις 30 Ιουνίου 1996, εργάστηκε εκ νέου με μειωμένο ωράριο. Στη συνέχεια, κατόπιν αιτήσεώς της, έλαβε πρόωρη σύνταξη από την 1η Αυγούστου 1999, με απόφαση του εργοδότη της 12ης Ιουλίου 1999.

25 Με απόφαση εκδοθείσα επίσης στις 12 Ιουλίου 1999, ο Δήμος της Φρανκφούρτης επί του Μάιν καθόρισε το ύψος της συντάξεως της ενδιαφερομένης στο 65,8 % των τελευταίων συντάξιμων αποδοχών της.

26 Αυτό το ύψος της συντάξεως υπολογίστηκε ως εξής.

27 Σε ένα πρώτο στάδιο, ο Δήμος της Φρανκφούρτης επί του Μάιν υπολόγισε βάσει του άρθρου 6 του BeamtVG τον κανονικό συντάξιμο χρόνο υπηρεσίας της ενδιαφερομένης (στο εξής: πραγματικός χρόνος υπηρεσίας) και πολλαπλασίασε τον χρόνο αυτό με τον συντελεστή 1,875 % που προβλέπεται στη νέα διατύπωση του άρθρου 14 του BeamtVG, καταλήγοντας σε ποσοστό συντάξεως ύψους 56,99 %.

28 Σε ένα δεύτερο στάδιο, ο εργοδότης της H. Schφnheit, σύμφωνα με το άρθρο 85, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, του BeamtVG, επειδή η ενδιαφερομένη ήταν ήδη μόνιμος υπάλληλος την 31η Δεκεμβρίου 1991, υπολόγισε το ποσοστό της συντάξεως κατά τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 85, παράγραφος 1, του BeamtVG. Αυτός ο τρόπος υπολογισμού καταλήγει σε ποσοστό συντάξεως ύψους 70,79 %.

29 Σε ένα τρίτο στάδιο, σύμφωνα με το άρθρο 85, παράγραφος 4, δεύτερη περίοδος, του BeamtVG, ο εργοδότης της H. Schφnheit υπολόγισε το ποσοστό της συντάξεως που θα χορηγείτο στην ενδιαφερομένη κατ' εφαρμογήν των ισχυουσών έως τις 31 Δεκεμβρίου 1991 διατάξεων, ήτοι κατ' εφαρμογήν της παλαιάς διατυπώσεως του άρθρου 14 του BeamtVG, συμπεριλαμβανομένης της μειώσεως της συντάξεως. Προς τούτο, υπολόγισε κατ' αρχάς το ποσοστό της συντάξεως το οποίο θα εδικαιούτο η ενδιαφερομένη αν δεν υφίσταντο οι περίοδοι εργασίας με μειωμένο ωράριο και η περίοδος αδείας άνευ αποδοχών (στο εξής: πλασματικό ποσοστό συντάξεως), ήτοι ως αν η ενδιαφερομένη να είχε εργαστεί με πλήρες ωράριο καθ' όλη την περίοδο αυτή (στο εξής: πλασματικός χρόνος υπηρεσίας). Αυτός ο πλασματικός χρόνος υπηρεσίας θα είχε παράσχει στην ενδιαφερομένη το δικαίωμα επί πλασματικού ποσοστού συντάξεως ύψους 74 %. Ο Δήμος της Φρανκφούρτης επί του Μάιν μείωσε στη συνέχεια το ποσοστό αυτό βάσει της σχέσεως του πραγματικού προς τον πλασματικό χρόνο υπηρεσίας, καταλήγοντας σε ποσοστό ύψους 65,8 %.

30 Το τελευταίο αυτό ποσοστό ελήφθη υπόψη στην απόφαση που εξέδωσε στις 12 Ιουλίου 1999 ο Δήμος της Φρανκφούρτης επί του Μάιν, σύμφωνα με το άρθρο 85, παράγραφος 4, δεύτερη περίοδος, του BeamtVG, δεδομένου ότι το ποσοστό αυτό είναι κατώτερο του ποσοστού που υπολογίζεται βάσει της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου.

31 Στις 3 Αυγούστου 1999, η H. Schφnheit υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως της 12ης Ιουλίου 1999 περί προσδιορισμού του ποσού της συντάξεώς της.

32 Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση του Δήμου της Φρανκφούρτης επί του Μάιν της 4ης Ιανουαρίου 2000.

33 Στις 7 Φεβρουαρίου 2000, η H. Schφnheit άσκησε ενώπιον του Verwaltungsgericht Frankfurt am Main προσφυγή ακυρώσεως των αποφάσεων του Δήμου της Φρανκφούρτης επί του Μάιν της 12ης Ιουλίου 1999 και της 4ης Ιανουαρίου 2000 περί καθορισμού των συνταξιοδοτικών της δικαιωμάτων. Η ενδιαφερομένη ζήτησε επίσης το ποσοστό της συντάξεως της να καθοριστεί τουλάχιστον σε ύψος 70,79 %.

34 Στη διάταξη περί παραπομπής, το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main εκτιμά ότι η μείωση της συντάξεως που προβλεπόταν στην παλαιά διατύπωση του άρθρου 14 του BeamtVG, η οποία εφαρμόστηκε κατά τον καθορισμό του ποσοστού της συντάξεως της H. Schφnheit με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, δεν είναι συμβατή με το άρθρο 141 ΕΚ διότι συνεπάγεται εις βάρος της ενδιαφερομένης έμμεση διάκριση λόγω φύλου, μη δικαιολογούμενη από αντικειμενικούς παράγοντες.

35 Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά συναφώς ότι η επίδικη μείωση της συντάξεως θίγει μόνον τους εργαζομένους με μειωμένο ωράριο, των οποίων μειώνει τη σύνταξη, επισημαίνει δε ότι το ποσοστό ανδρών εργαζομένων με μειωμένο ωράριο στις διοικήσεις του ομοσπόνδου κράτους της Έσσης είναι σημαντικά κατώτερο από το ποσοστό των γυναικών. Σύμφωνα με επίσημες πηγές σχετικά με τα πρόσωπα που απασχολούνταν άμεσα ή έμμεσα στην υπηρεσία του ομοσπόνδου κράτους της Έσσης, καθώς και των δήμων και των ενώσεων δήμων του ομοσπόνδου αυτού κράτους, κατά το 1993, το 92,05 % των εργαζομένων με μειωμένο ωράριο ήταν γυναίκες. Σύμφωνα με άλλες επίσημες πηγές, το 1996, επί συνόλου 150 007 απασχολουμένων στη διοίκηση του ομοσπόνδου κράτους της Έσσης, υπήρχαν 33 260 εργαζόμενοι με μειωμένο ωράριο, εκ των οποίων 29 236 ήταν γυναίκες (87,9 %) έναντι 4 024 ανδρών (12,1 %).

36 Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ουδείς αντικειμενικός λόγος υφίσταται που να μπορεί να δικαιολογήσει τέτοια διαφορετική μεταχείριση. Ο στόχος περιορισμού των δημοσίων δαπανών τον οποίο επικαλέστηκαν οι δημόσιες αρχές κατά την επιβολή της μειώσεως της συντάξεως δεν μπορεί, κατά την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, να δικαιολογήσει την επίμαχη διαφορετική μεταχείριση.

37 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ωστόσο ότι η νομολογία του Bundesverwaltungsgericht είναι αντίθετη προς την ανάλυση αυτή. Σύμφωνα με πολλές πρόσφατες αποφάσεις του εν λόγω δικαστηρίου, η μείωση prorata temporis της συντάξεως σε περίπτωση εργασίας με μειωμένο ωράριο ή αδείας άνευ αποδοχών δεν συνιστά μέτρο αθέμιτης έμμεσης διάκρισης εις βάρος των γυναικών. Συγκεκριμένα, κατά την άποψη του εν λόγω δικαστηρίου, τέτοια μείωση δικαιολογείται αντικειμενικά από το γεγονός ότι η σύνταξη αποτελεί στην περίπτωση αυτή το αντιστάθμισμα της μικρότερης προσφοράς εργασίας.

38 Κατά το Bundesverwaltungsgericht, η παλαιά διατύπωση του άρθρου 14, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, δεύτερη ημιπερίοδος, του BeamtVG παρείχε απλώς τη δυνατότητα διορθώσεως της σχετικά ευνοϋκότερης μεταχειρίσεως των μη εργαζομένων με πλήρες ωράριο υπαλλήλων, που στηριζόταν στη φθίνουσα συνταξιοδοτική κλίμακα η οποία προβλεπόταν στην παλαιά διατύπωση του άρθρου 14 του BeamtVG.

39 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main, εκτιμώντας ότι υφίστανται αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία των κοινοτικών διατάξεων που είναι σημαντικές για την επίλυση των διαφορών στις κύριες δίκες, αποφάσισε, με διάταξη της 12ης Νοεμβρίου 2001, να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα εννέα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Εμπίπτει η χoρήγηση συντάξεως γήρατoς κατά την έννοια του BeamtVG στην εφαρμογή των συνδυασμένων διατάξεων τoυ άρθρoυ 119 της Συνθήκης ΕΚ, το οποίο αντικαταστάθηκε από το άρθρo 141, παράγραφoι 1 και 2, ΕΚ, και της oδηγίας 86/378/ΕΟΚ ή της oδηγίας 79/7/ΕΟΚ;

2) Απoτελoύν oι χορηγούμενες κατ' εφαρμογήν του BeamtVG παρoχές σύστημα επιτρέπον να καθορίζονται, κατά την έννoια τoυ άρθρoυ 6, παράγραφoς 1, στoιχείo ηη, της oδηγίας 86/378/ΕΟΚ, διαφορετικά επίπεδα για τις παροχές, παρά τη χρηματoδότησή τους από τoν δημόσιο πρoϋπoλoγισμό, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη αναλoγιστικά στoιχεία υπoλoγισμoύ ή άλλα παρόμoια στoιχεία;

3) Οι προβλεπόμενες στο άρθρo 2, παράγραφoς 2, της oδηγίας 97/80/ΕΚ προϋποθέσεις για την αιτιολόγηση έμμεσης διακρίσεως λόγω φύλου, ενόψει της εφαρμογής των άρθρων 119 της Συνθήκης ΕΚ και 141, παράγραφoι 1 και 2, ΕΚ, σε συνδυασμό με την oδηγία 86/378/ΕΟΚ, ισχύουν ανεξαρτήτως τoυ αν κατά τη δίκη τίθεται ζήτημα μερικής απαλλαγής από τo βάρoς απoδείξεως ή αν τo ζήτημα αυτό, δεδoμένης της ισχύoυσας στη δίκη αρχής της αυτεπάγγελτης έρευνας, δεν είναι κρίσιμo;

4) Η αναγκαιότητα της χρήσεως, για τoυς κανόνες δικαίoυ, ενός εκ πρώτης όψεως oυδέτερoυ κριτηρίoυ πρέπει να σταθμίζεται με απoκλειστικό γνώμoνα τις προθέσεις του νομοθέτη και τoυς λόγoυς πoυ oδήγησαν στη θέσπιση τoυ κανόνα δικαίoυ, όπως αυτοί πρoκύπτoυν από τη νομοθετική διαδικασία, ιδίως όταν αυτές οι προθέσεις και αυτοί oι λόγoι έχoυν καταγραφεί κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες και αποδεικνύεται ότι υπήρξαν κρίσιμοι για τη θέσπιση τoυ κανόνα δικαίoυ;

5) Εφόσoν, παράλληλα προς τις ανωτέρω προθέσεις και λόγους (βλ. τέταρτο ερώτημα) ή επιπρoσθέτως, μπoρoύν να ληφθoύν υπόψη και άλλoι θεμιτoί σκoπoί τoυ νoμoθέτη για την αιτιολόγηση ενός μέτρου εισάγοντος διακρίσεις λόγω φύλου κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/80/ΕΚ ή της νoμoλoγίας τoυ Δικαστηρίoυ περί εμμέσων διακρίσεων λόγω φύλoυ, μπoρεί ένα εθνικό δικαστήριo να αναζητήσει αφεαυτού τoυς εν λόγω θεμιτoύς σκoπoύς και να συναγάγει, ενδεχομένως, ένα κριτήριο για την αιτιολόγηση διαφορετικής μεταχειρίσεως, εφαρμόζοντας μεταξύ άλλων μια συλλογιστική στηριζόμενη στην οικονομία του συστήματος; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό διαφέρει όταν τέτοια συλλογιστική δεν μπορεί να στηριχθεί σε κανέναν από τους λόγους οι οποίοι καταγράφηκαν κατά τη διαδικασία θεσπίσεως του κανόνα δικαίου;

6) Ένα μέτρο εισάγον δυσμενείς διακρίσεις έναντι των γυναικών δημοσίων υπαλλήλων που έχουν συμπληρώσει ορισμένη ηλικία και εργάζονται με μειωμένο ωράριο, το οποίο αφορά τον καθορισμό του ποσού της συντάξεώς τους βάσει του τελευταίου μισθού τους, δικαιολογείται εκ του ότι είναι αναγκαίο για την επίτευξη ενός θεμιτού σκοπού, εφόσον επιδιώκεται συγχρόνως να αντισταθμιστεί τo γεγoνός ότι για την ελάχιστη σύνταξη δεν λαμβάνεται υπόψη τo μειωμένo ωράριo εργασίας κατά τα πρώτα δέκα έτη υπηρεσίας, καίτoι oι παρoχές τoυ ταμείoυ συντάξεων δημoσίων υπαλλήλων καταβάλλoνται από κoνδύλια τoυ γενικoύ πρoϋπoλoγισμoύ, χωρίς την καταβολή εισφορών εκ μέρους των εν λόγω γυναικών δημοσίων υπαλλήλων; Μπορεί να δικαιολογηθεί η αναγκαιότητα αυτή, ενδεχoμένως συμπληρωματικώς, από τον χαρακτήρα των συνταξιoδoτικών παρoχών ως διατρoφής και από την ιδιότητά τους ως καθιερωμένης γενικής αρχής στον τομέα των δημοσίων υπαλλήλων, σύμφωνα με τo άρθρo 33, παράγραφoς 5, τoυ Grundgesetz (Γερμανικού Συντάγματος);

7) Αν γίνει δεκτή η αναγκαιότητα κατά τo έκτο ερώτημα, είναι δυνατόν να θεωρηθεί εύλoγη (ανάλoγη) η μείωση, λόγω της παλαιότερης απασχoλήσεώς τoυς με μειωμένo ωράριo, τoυ πoσoστoύ της συντάξεως των ηλικιωμένων ανδρών και γυναικών δημoσίων υπαλλήλων, oι oπoίoι δικαιoύνται παρoχών πoυ υπερβαίνoυν κατά πoλύ την ελάχιστη σύνταξη η οποία καταβάλλεται για τoυλάχιστoν δέκα συντάξιμα έτη, εφόσoν για τoν υπoλoγισμό της μειώσεως λαμβάνoνται υπόψη όχι μόνον, κατά τρόπο γενικό και γραμμικό, ο χρόνος απασχoλήσεως με μειωμένο ωράριο, αλλά επίσης, εις βάρος των ενδιαφερομένων, ο χρόνος απασχολήσεως με πλήρες ωράριo σε σχέση με τον χρόνο απασχολήσεως με μειωμένo ωράριo, καίτoι δεν αφορά πλέον του έχοντες συμπληρώσει ορισμένη ηλικία άνδρες και γυναίκες δημoσίoυς υπαλλήλoυς το πλεονέκτημα, ενδεχoμένως δυσανάλoγο, της ελάχιστης συντάξεως ανεξαρτήτως του χρόνoυ εργασίας τoυς με μειωμένο ωράριο; Μήπως θα ήταν συναφώς πλέον εύλoγo να μη μειώνεται δυσανάλογα τo πoσoστό της συντάξεως των εχόντων συμπληρώσει ορισμένη ηλικία και ορισμένη αρχαιόητητα ανδρών και γυναικών δημοσίων υπαλλήλων και να εφαρμόζεται αποκλειστικά μια αναλογική μείωση της ελάχιστης συντάξεως;

8) Η αύξηση των διοικητικών δαπανών προσωπικού που συνδέεται με την πρόσληψη επιπλέoν πρoσώπων, λόγω της αυξήσεως των θέσεων απασχολήσεως με μειωμένο ωράριο σε σύγκριση με τη μέχρι τoύδε επικρατoύσα πλήρη απασχόληση, χωρίς ωστόσο να μεταβάλλεται o αριθμός των oργανικών θέσεων, μπορεί να δικαιολογήσει την ανάγκη επιρρίψεως των προσθέτων αυτών δαπανών στους απασχολουμένους με μειωμένο ωράριο υπαλλήλους κατά τρόπον ώστε να μειώνεται δυσανάλογα τo πoσoστό της συντάξεώς τoυς, όπως πρoέβλεπε τo άρθρo 14, παράγραφoς 1, πρώτη περίοδος, δεύτερη και τρίτη ημιπερίoδoς, τoυ BeamtVG κατά την ισχύουσα έως τις 31 Δεκεμβρίoυ 1991 διατύπωσή του;

9) Είναι εύλoγoς o αναγκαίoς συνυπoλoγισμός αυτών των προσθέτων διοικητικών δαπανών (όγδο ερώτημα), όταν αυτές επιρρίπτονται αποκλειστικά στους υπαλλήλους οι οποίοι εργάστηκαν παλαιότερα με μειωμένο ωράριο, εν προκειμένω κυρίως στις γυναίκες, καίτοι η αύξηση των δυνατoτήτων απασχoλήσεως με μειωμένο ωράριο εισήχθη νομοθετικώς με κύριο στόχο την αντιμετώπιση της γενικής ανεργίας διά της μειώσεως τoυ αριθμού των υπεράριθμων υποψηφίων, ανδρών και γυναικών, για θέσεις δημoσίων υπαλλήλων;»

Υπόθεση C-5/02

40 Η S. Becker, η οποία γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου 1951, είναι από τις 23 Αυγούστου 1971 δημόσιος υπάλληλος και απασχολείται ως καθηγήτρια στην υπηρεσία του ομοσπόνδου κράτους της Έσσης. Μεταξύ 1ης Αυγούστου 1981 και 31ης Ιουλίου 1989, άσκησε τη δραστηριότητά της με μειωμένο ωράριο. Από την 1η Αυγούστου 1989 έως τις 31 Ιουλίου 1995 έλαβε άδεια άνευ αποδοχών και, μεταξύ 1ης Αυγούστου 1995 και 31ης Ιανουαρίου 2000, άσκησε και πάλι τα καθήκοντά της με μειωμένο ωράριο. Συνταξιοδοτήθηκε προώρως από το ομόσπονδο κράτος της Έσσης από 1ης Φεβρουαρίου 2000 λόγω αναπηρίας.

41 Με απόφαση της 5ης Ιανουαρίου 2000, το Regierungsprδsidium Darmstadt (Γερμανία) καθόρισε το ύψος της συντάξεως της S. Becker στο 52,18 % των τελευταίων συντάξιμων αποδοχών της.

42 Αυτό το ύψος της συντάξεως υπολογίστηκε ως εξής.

43 Σε ένα πρώτο στάδιο, το Regierungsprδsidium Darmstadt υπολόγισε κατ' εφαρμογήν του άρθρου 6 του BeamtVG τον πραγματικό χρόνο υπηρεσίας της ενδιαφερομένης και πολλαπλασίασε τον χρόνο αυτό επί τον συντελεστή 1,875 %, ο οποίος προβλέπεται στη νέα διατύπωση του άρθρου 14 του BeamtVG, καταλήγοντας σε ποσοστό συντάξεως ύψους 47,31 %.

44 Σε ένα δεύτερο στάδιο, ο εργοδότης της S. Becker, σύμφωνα με το άρθρο 85, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, του BeamtVG, δεδομένου ότι η ενδιαφερομένη ήταν ήδη δημόσιος υπάλληλος την 31η Δεκεμβρίου 1991, υπολόγισε το ποσοστό της συντάξεως που θα μπορούσε να της χορηγηθεί κατ' εφαρμογήν του τρόπου υπολογισμού που προβλέπεται στο άρθρο 85, παράγραφος 1, του BeamtVG. Αυτός ο τρόπος υπολογισμού καταλήγει σε ποσοστό συντάξεως ύψους 57,94 %.

45 Σε ένα τρίτο στάδιο, σύμφωνα προς το άρθρο 85, παράγραφος 4, δεύτερη περίοδος, του BeamtVG, ο εργοδότης της S. Becker υπολόγισε το ποσοστό της συντάξεως που θα είχε χορηγηθεί στην ενδιαφερομένη κατ' εφαρμογήν των ισχυουσών έως την 31η Δεκεμβρίου 1991 διατάξεων, ήτοι κατ' εφαρμογήν της παλαιάς διατυπώσεως του άρθρου 14 του BeamtVG, συμπεριλαμβανομένης της μειώσεως της συντάξεως. Προς τούτο, υπολόγισε κατ' αρχάς το πλασματικό ποσοστό συντάξεως της ενδιαφερομένης βάσει του πλασματικού χρόνου υπηρεσίας της. Ο χρόνος αυτός παρείχε στην ενδιαφερομένη το δικαίωμα επί πλασματικού ποσοστού συντάξεως ύψους 72 %. Το Regierungsprδsidium Darmstadt μείωσε στη συνέχεια το ποσοστό αυτό βάσει της σχέσεως του πραγματικού προς τον πλασματικό χρόνο υπηρεσίας, καταλήγοντας σε ποσοστό συντάξεως ύψους 52,18 %.

46 Το τελευταίο αυτό ποσοστό καθορίστηκε με την απόφαση την οποία εξέδωσε στις 5 Ιανουαρίου 2000 το Regierungsprδsidium Darmstadt, σύμφωνα προς το άρθρο 85, παράγραφος 4, δεύτερη περίοδος, του BeamtVG, δεδομένου ότι το ποσοστό αυτό είναι κατώτερο εκείνου που υπολογίζεται κατ' εφαρμογήν της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου.

47 Στις 8 Φεβρουαρίου 2000, η S. Becker υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως της 5ης Ιανουαρίου 2000 περί καθορισμού του ποσού της συντάξεώς της.

48 Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση του Regierungsprδsidium Darmstadt της 30ής Νοεμβρίου 2000.

49 Κατόπιν αυτού, η S. Becker άσκησε ενώπιον του Verwaltungsgericht Frankfurt am Main, στις 21 Δεκεμβρίου 2000, προσφυγή ακυρώσεως των αποφάσεων του Regierungsprδsidium Darmstadt της 5ης Ιανουαρίου 2000 και της 30ής Νοεμβρίου 2000 περί καθορισμού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων της. Η ενδιαφερομένη ζητεί επίσης να καθοριστεί το ποσοστό της συντάξεώς της τουλάχιστον σε ύψος 57,94 %.

50 Στη διάταξη περί παραπομπής, το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main εξέθεσε τους λόγους, οι οποίοι είναι πανομοιότυποι προς τους εκτεθέντες στη διάταξη περί παραπομπής η οποία εξετάζεται στο πλαίσιο της υποθέσεως C-4/02, για τους οποίους εκτιμά ότι η ερμηνεία των σχετικών κοινοτικών διατάξεων είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς στην κύρια δίκη.

51 Με διάταξη επίσης της 12ης Νοεμβρίου 2001, το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο έντεκα προδικαστικά ερωτήματα, εκ των οποίων τα εννέα πρώτα είναι όμοια προς τα υποβληθέντα στο πλαίσιο της υποθέσεως C-4/02.

52 Στη διάταξη περί παραπομπής η οποία εξετάζεται στο πλαίσιο της υποθέσεως C-5/02, το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main ανέπτυξε ειδικότερα εκτιμήσεις σχετικά με τα κατά χρόνον αποτελέσματα του πρωτοκόλλου αριθ. 2. Εκθέτει συναφώς ότι θα μπορούσε να αντίκειται προς την αρχή της καλής πίστεως η εφαρμογή του πρωτοκόλλου αυτού στην υπόθεση της κύριας δίκης ενώ, προ της 17ης Μαου 1990, οι δημοσίου δικαίου Γερμανοί εργοδότες, συμπεριλαμβανομένου του ομοσπόνδου κράτους της Έσσης, είχαν ήδη συνείδηση του ότι η διάταξη περί μειώσεως της συντάξεως μπορούσε να συνεπάγεται σημαντική και δυσανάλογη δυσμενή μεταχείριση των απασχολουμένων με μειωμένο ωράριο υπαλλήλων, λόγος για τον οποίο αυτή η μείωση της συντάξεως καταργήθηκε με τον τροποποιητικό νόμο περί μισθών του 1990, ο οποίος δημοσιεύθηκε μεν στις 28 Μαου 1990, αλλά είχε ήδη εγκριθεί από το Κοινοβούλιο στις 10 και 11 Μαου 1990.

53 Οι εκτιμήσεις αυτές οδηγούν το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main να υποβάλει στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της υποθέσεως C-5/02, τα ακόλουθα δύο πρόσθετα ερωτήματα πέραν των εννέα πρώτων ερωτημάτων που είναι όμοια προς τα υποβληθέντα στο πλαίσιο της υποθέσεως C-4/02:

«10) To πρωτόκoλλο σχετικά με τo άρθρo 119 της Συνθήκης ΕΚ, ως μέρoς της Συνθήκης για την Ευρωπαϋκή Ένωση τoυ 1992 (ΕΕ C 191, σ. 68), αποκλείει γενικώς κάθε εξέταση του τρόπου υπολογισμού των περιόδων απασχoλήσεως πριν από τις 17 Μαoυ 1990 βάσει τoυ άρθρoυ 141, παράγραφoι 1 και 2, ΕΚ (πρώην άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ); Iσχύει o απoκλεισμός αυτός ακόμη και όταν οι διατάξεις που εφαρμόζονταν στον υπολογισμό των περιόδων απασχολήσεως που είχαν συντελεστεί πριν από την ημερομηνία αναφοράς της 17ης Μαoυ 1990 τροποποιήθηκαν μετά την ημερομηνία αυτή, αλλά οι εν λόγω τρoπoπoιήσεις συνεπάγονται μερική μόνον προσαρμογή προς τις απαιτήσεις του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ ενώ, σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν προβλέπουν καμία συγκρίσιμη ευνοϋκή πρoσαρμoγή;

11) Για να καθοριστεί η επίπτωση της ημερομηνίας αναφοράς της 17ης Μαoυ 1990 επί της θεσπίσεως των νόμων, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία της δημoσιεύσεώς τους στο επίσημo μέσον δημοσιεύσεως ή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το πέρας των διαβoυλεύσεων στο πλαίσιο των νομοθετικών οργάνων, αυτό δε ακόμη και όταν απαιτείται η έγκριση της Ομoσπoνδιακής Κυβερνήσεως;»

54 Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 8ης Φεβρουαρίου 2002, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεω C-4/02 και C-5/02 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

Επί του πρώτου και του δεύτερου ερωτήματος (C-4/02 και C-5/02)

55 Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν μια σύνταξη γήρατος καταβαλλόμενη βάσει συστήματος όπως αυτό το οποίο εισάγεται με τον BeamtVG εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 141, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ, καθώς και στο πεδίο εφαρμογής των οδηγιών που αποσκοπούν στην πραγμάτωση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών, σε περίπτωση δε καταφατικής απαντήσεως, αν οι διατάξεις αυτές πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπουν, κατ' αρχήν, την εφαρμογή νομοθεσίας, όπως αυτή η οποία απορρέει από τον συνδυασμό του άρθρου 85 του BeamtVG και της παλαιάς διατυπώσεως του άρθρου 14 του BeamtVG, η οποία συνεπάγεται μείωση του ποσού της συντάξεως των δημοσίων υπαλλήλων που άσκησαν τα καθήκοντά τους με μειωμένο ωράριο κατά τη διάρκεια τουλάχιστον μέρους της σταδιοδρομίας τους.

56 Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, για να εκτιμηθεί αν μια σύνταξη γήρατος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ και, από 1ης Μαου 1999, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 141, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ, το μόνο καθοριστικό κριτήριο είναι εκείνο το οποίο αντλείται από τη διαπίστωση ότι η σύνταξη καταβάλλεται στον εργαζόμενο λόγω της σχέσεως εργασίας μεταξύ αυτού και του πρώην εργοδότη του, ήτοι το κριτήριο της θέσεως εργασίας, το οποίο αντλείται από την ίδια τη διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων (βλ., υπό την έννοια αυτή, τις αποφάσεις της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, C-7/93, Beune, Συλλογή 1994, σ. I-4471, σκέψη 43· της 17ης Απριλίου 1997, C-147/95, Eβρενόπουλος, Συλλογή 1997, σ. I-2057, σκέψη 19· της 29ης Νοεμβρίου 2001, C-366/99, Griesmar, Συλλογή 2001, σ. I-9383, σκέψη 28, και της 12ης Σεπτεμβρίου 2002, C-351/00, Niemi, Συλλογή 2002, σ. I-7007, σκέψη 45).

57 Ασφαλώς, το κριτήριο αυτό δεν μπορεί να έχει αποκλειστικό χαρακτήρα, εφόσον για τις συντάξεις που καταβάλλουν τα εκ του νόμου συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως μπορούν να λαμβάνονται υπόψη εν όλω ή εν μέρει οι αποδοχές που ελάμβανε ο εργαζόμενος όταν εργαζόταν (προμνημονευθείσες αποφάσεις Beune, σκέψη 44, Εβρενόπουλος, σκέψη 20, Griesmar, σκέψη 29, και Niemi, σκέψη 46). Τέτοιες συντάξεις όμως δεν συνιστούν αμοιβή κατά την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ ή του άρθρου 141 ΕΚ (βλ., υπό την έννοια αυτή, τις προμνημονευθείσες αποφάσεις Beune, σκέψεις 24 και 44, Griesmar, σκέψη 27, και Niemi, σκέψη 39).

58 Εντούτοις, εκτιμήσεις κοινωνικής πολιτικής, οργανώσεως του κράτους, ηθικής φύσεως, ή ακόμη σκέψεις αφορώσες τον προϋπολογισμό, που επηρέασαν ή θα μπορούσαν να έχουν επηρεάσει τον εθνικό νομοθέτη όσον αφορά τη δημιουργία ενός συνταξιοδοτικού συστήματος, δεν ασκούν επιρροή αν η σύνταξη αφορά μόνο μια ιδιαίτερη κατηγορία εργαζομένων, αν τελεί σε άμεση συνάρτηση με τον χρόνο υπηρεσίας και αν το ύψος της υπολογίζεται βάσει του τελευταίου μισθού του υπαλλήλου (προμνημονευθείσες αποφάσεις Beune, σκέψη 45, Εβρενόπουλος, σκέψη 21, Griesmar, σκέψη 30, και Niemi, σκέψη 47). Στην περίπτωση αυτή, η σύνταξη την οποία καταβάλλει ο εργοδότης του δημοσίου τομέα είναι απολύτως συγκρίσιμη προς εκείνη που καταβάλλει ο εργοδότης του ιδιωτικού τομέα στους πρώην μισθωτούς του (προμνημονευθείσες αποφάσεις Beune, σκέψη 45, Griesmar, σκέψη 30, και Niemi, σκέψη 47).

59 Επομένως, για να καθοριστεί αν μια σύνταξη γήρατος καταβαλλόμενη βάσει συστήματος όπως αυτό που καθιερώνει ο BeamtVG εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης και του άρθρου 141, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ, πρέπει να εξεταστεί αν η σύνταξη αυτή πληροί τα τρία προμνημονευθέντα κριτήρια.

60 Συναφώς, επιβάλλεται να σημειωθεί, καταρχάς, ότι το Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι που εντάσσονται σε συνταξιοδοτικό σύστημα πρέπει να θεωρούνται ως αποτελούντες μια ιδιαίτερη κατηγορία εργαζομένων. Πράγματι, οι εργαζόμενοι αυτοί διακρίνονται από μια ομάδα εργαζομένων μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου επιχειρήσεων, ενός οικονομικού ή επαγγελματικού ή διεπαγγελματικού κλάδου, μόνο λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που εμφανίζει η σχέση εργασίας τους με το κράτος, με άλλους οργανισμούς ή εργοδότες του δημοσίου τομέα (προμνημονευθείσες αποφάσεις Griesmar, σκέψη 31, και Niemi, σκέψη 48).

61 Δεύτερον, όσον αφορά το κριτήριο κατά το οποίο η σύνταξη πρέπει να αποτελεί άμεση συνάρτηση του χρόνου υπηρεσίας, διαπιστώνεται ότι από τις διατάξεις του BeamtVG προκύπτει ότι το ύψος της συντάξεως που καταβάλλεται δυνάμει του εν λόγω νόμου καθορίζεται από τη διάρκεια του χρόνου υπηρεσίας του υπαλλήλου.

62 Τρίτον, όσον αφορά το ύψος της συντάξεως, επισημαίνεται ότι αυτό υπολογίζεται, κατ' εφαρμογήν του BeamtVG, βάσει του τελευταίου συντάξιμου μισθού του υπαλλήλου.

63 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι σύνταξη γήρατος χορηγούμενη βάσει συστήματος όπως το προβλεπόμενο στον BeamtVG, η οποία πληροί τα τρία κριτήρια που χαρακτηρίζουν τη σχέση εργασίας, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης και, από 1ης Μαου 1999, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 141, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ.

64 Επομένως, τέτοια σύνταξη δεν αποτελεί σύνταξη την οποία καταβάλλει ένα εκ του νόμου σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως και, ως εκ τούτου, το προβλεπόμενο στον BeamtVG σύστημα δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7.

65 Ένα σύστημα όπως το προβλεπόμενο στον BeamtVG αποτελεί μεν επαγγελματικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως κατά την έννοια της οδηγίας 86/378, αλλά πρέπει να εξεταστούν τα αποτελέσματα της εν λόγω οδηγίας στην περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται ότι υφίσταται διάκριση λόγω φύλου όσον αφορά τις συντάξεις απευθείας με γνώμονα τα στοιχεία που συνιστούν την αμοιβή και τα κριτήρια του άρθρου 119 της Συνθήκης και του άρθρου 141, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ (βλ., υπό την έννοια αυτή, την προμνημονευθείσα απόφαση Beune, σκέψη 64). Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τις διατάξεις της οδηγίας 97/80.

66 Πρέπει να εξεταστεί αν αυτό συμβαίνει εν προκειμένω.

67 Πρέπει να υπομνηστεί συναφώς ότι το άρθρο 119 της Συνθήκης και το άρθρο 141, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ διατυπώνουν την αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων για την ίδια εργασία. Η αρχή αυτή δεν απαγορεύει μόνον την εφαρμογή διατάξεων που εισάγουν διακρίσεις οι οποίες βασίζονται άμεσα στο φύλο, αλλά και την εφαρμογή διατάξεων οι οποίες διατηρούν σε ισχύ τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων βάσει κριτηρίων που δεν βασίζονται στο φύλο, εφόσον αυτή η διαφορετική μεταχείριση δεν μπορεί να εξηγηθεί από παράγοντες αντικειμενικά δικαιολογημένους και ξένους προς κάθε διάκριση με βάση το φύλο (βλ. τις αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1994, C-399/92, C-409/92, C-425/92, C-34/93, C-50/93 και C-78/93, Helmig κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. I-5727, σκέψη 20, και της 9ης Φεβρουαρίου 1999, C-167/97, Seymour-Smith και Perez, Συλλογή 1999, σ. I-623, σκέψη 52).

68 Όσον αφορά τις επίμαχες διατάξεις του BeamtVG, δεν αμφισβητείται ότι δεν εισάγουν διακρίσεις βασιζόμενες άμεσα στο φύλο. Πρέπει κατά συνέπεια να εξεταστεί αν μπορούν να συνιστούν έμμεση δυσμενή διάκριση, αντίθετη προς το άρθρο 119 της Συνθήκης και προς το άρθρο 141, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ.

69 Για να διαπιστωθεί κατά πόσον συντρέχει τέτοια διάκριση, πρέπει να εξεταστεί αν οι επίμαχες διατάξεις παράγουν έναντι των γυναικών εργαζομένων δυσμενέστερα αποτελέσματα από εκείνα τα οποία συνεπάγονται για τους άνδρες εργαζομένους (βλ., υπό την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, την προμνημονευθείσα απόφαση Seymour-Smith και Perez, σκέψη 58).

70 Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι η εφαρμογή των διατάξεων περί μειώσεως της συντάξεως σε συνδυασμό με τη φθίνουσα συνταξιοδοτική κλίμακα μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα, για τον ίδιο αριθμό ωρών εργασίας, η εργασία με μειωμένο ωράριο να οδηγεί στη χορήγηση κατώτερης συντάξεως από τη σύνταξη η οποία απορρέει από χρόνο εργασίας με πλήρες ωράριο.

71 Πρέπει συνεπώς να καθοριστεί αν από τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία προκύπτει ότι ένα σημαντικά υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων γυναικών απ' ό,τι εργαζομένων ανδρών θίγεται από τις διατάξεις του BeamtVG οι οποίες συνεπάγονται μείωση του ποσού της συντάξεως των υπαλλήλων οι οποίοι άσκησαν τα καθήκοντά τους με μειωμένο ωράριο κατά τη διάρκεια τουλάχιστον ενός μέρους της σταδιοδρομίας τους. Από τέτοια κατάσταση θα διαφαινόταν η ύπαρξη διακρίσεως λόγω φύλου, εκτός αν οι επίμαχες διατάξεις δικαιολογούνται από παράγοντες αντικειμενικούς και ξένους προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου.

72 Εν προκειμένω, από τις διατάξεις περί παραπομπής προκύπτει ότι ένα σημαντικά υψηλότερο ποσοστό γυναικών υπαλλήλων εργάζεται με μειωμένο ωράριο και θίγεται συνεπώς από τις επίμαχες διατάξεις του BeamtVG.

73 Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται, βάσει των στοιχείων που προσκόμισε συναφώς το αιτούν δικαστήριο, ότι διατάξεις όπως οι επίμαχες στις κύριες δίκες μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα δυσμενή διάκριση εις βάρος των γυναικών εργαζομένων εν σχέσει προς τους άνδρες εργαζόμενους, αντίθετη προς την ισότητα των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία, εκτός αν οι εν λόγω διατάξεις δικαιολογούνται από παράγοντες αντικειμενικούς και ξένους προς κάθε διάκριση λόγω φύλου.

74 Βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων, στο πρώτο και το δεύτερο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι σύνταξη γήρατος η οποία καταβάλλεται δυνάμει συστήματος όπως το προβλεπόμενο στον BeamtVG εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης και του άρθρου 141, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ. Οι διατάξεις αυτές δεν επιτρέπουν την εφαρμογή νομοθεσίας, όπως αυτή που προκύπτει από τον συνδυασμό του άρθρου 85 του BeamtVG και της παλαιάς διατυπώσεως του άρθρου 14 του BeamtVG, η οποία μπορεί να συνεπάγεται μείωση του ποσού της συντάξεως των δημοσίων υπαλλήλων που άσκησαν τα καθήκοντά τους με μειωμένο ωράριο κατά τη διάρκεια τουλάχιστον μέρους της σταδιοδρομίας τους, όταν αυτή η κατηγορία υπαλλήλων περιλαμβάνει σημαντικά υψηλότερο αριθμό γυναικών παρά ανδρών, εκτός αν η νομοθεσία αυτή δικαιολογείται από παράγοντες αντικειμενικούς και ξένους προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου.

Επί του τρίτου έως και του ενάτου ερωτήματος (C-4/02 και C-5/02)

75 Με το τρίτο έως και το ένατο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο και το δεύτερο ερώτημα, υπό ποιες προϋποθέσεις μια νομοθεσία όπως αυτή η οποία απορρέει από τον συνδυασμό του άρθρου 85 του BeamtVG και της παλαιάς διατυπώσεως του άρθρου 14 του BeamtVG θα μπορούσε να θεωρηθεί ως δικαιολογούμενη από παράγοντες αντικειμενικούς και ξένους προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου.

Παρατηρήσεις υποβληθείσες στο Δικαστήριο

76 Η S. Becker υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται αντικειμενικός λόγος ικανός να δικαιολογήσει το εισάγον δυσμενείς διακρίσεις αποτέλεσμα της μειώσεως της συντάξεως, συνέπεια της οποίας είναι ένας υπάλληλος απασχοληθείς με μειωμένο ωράριο, ο οποίος παρέσχε συνολικά την ίδια ποσότητα εργασίας με υπάλληλο απασχοληθέντα με πλήρες ωράριο, ποσότητα εργασίας η οποία κατανέμεται απλώς σε μακρότερη χρονική περίοδο, να λαμβάνει εντούτοις μικρότερο ποσό συντάξεως. Είναι αληθές ότι έχει ενίοτε υποστηριχθεί ότι αυτή η άνιση μεταχείριση θα μπορούσε να δικαιολογείται από λόγους οικονομικής φύσεως και ότι η μείωση της συντάξεως έχει ως αντικείμενο, κατά την άποψη αυτή, να αντισταθμίσει την πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση η οποία απορρέει για τις δημόσιες αρχές από την εισαγωγή δυνατοτήτων απασχολήσεως με μειωμένο ωράριο. Κατά την άποψη της S. Becker, τέτοια αιτιολογία δεν μπορεί ωστόσο να γίνει δεκτή.

77 Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, και άλλοι λόγοι πέραν του περιορισμού των δημοσίων δαπανών, ο οποίος εκτίθεται στο σκεπτικό των διατάξεων περί παραπομπής, μπορούν επίσης να δικαιολογήσουν έμμεση διάκριση, το δε εθνικό δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη επίσης τους λόγους οι οποίοι απορρέουν από την οικονομία των επίμαχων διατάξεων.

78 Η Γερμανική Κυβέρνηση συνάγει το συμπέρασμα ότι, στην προκειμένη περίπτωση, το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main οφείλει να εξετάσει αν υφίστανται άλλοι λόγοι αιτιολογούντες τη μείωση της συντάξεως πέραν αυτών οι οποίοι εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις του νόμου, δυνάμενοι να προκύψουν από την αντικειμενική συνολική εξέταση της τότε ισχύουσας γερμανικής νομοθεσίας στον τομέα των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων.

79 Συναφώς, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι από την εν λόγω εθνική νομοθεσία μπορεί να συναχθεί ότι η μείωση της συντάξεως συνιστούσε διορθωτικό μηχανισμό συμφυή του συνταξιοδοτικού συστήματος, στόχος του οποίου ήταν να μην ευνοούνται οι απασχολούμενοι με μειωμένο ωράριο υπάλληλοι λόγω της εφαρμογής της παλαιάς φθίνουσας συνταξιοδοτικής κλίμακας. Λόγω της φθίνουσας κλίμακας του παλαιού συνταξιοδοτικού συστήματος, το πλεονέκτημα του οποίου ετύγχαναν οι υπάλληλοι που δεν είχαν εργαστεί καθ' όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους με πλήρες ωράριο δεν μπορούσε να αντισταθμιστεί λαμβανομένων απλώς υπόψη αναλογικώς των περιόδων απασχολήσεως με μειωμένο ωράριο. Ο φθίνων χαρακτήρας του παλαιού συνταξιοδοτικού συστήματος καθιστούσε αναγκαία την εφαρμογή άλλου μηχανισμού προσαρμογής, ήτοι της μειώσεως της συντάξεως. Το σύστημα μειώσεως της συντάξεως δεν αποτελεί συνεπώς τίποτε άλλο παρά έναν διορθωτικό μηχανισμό ώστε να επιτευχθεί η εσωτερική ισότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος των δημοσίων υπαλλήλων.

80 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ανισότητα αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών όπως αυτή η οποία προκύπτει από τις επίμαχες διατάξεις του BeamtVG και η οποία δικαιολογείται αποκλειστικά από εκτιμήσεις αναγόμενες στον προϋπολογισμό είναι αντίθετη προς το άρθρο 141 ΕΚ. Επικαλείται συναφώς την απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Φεβρουαρίου 1994, C-343/92, Roks κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. Ι-571, σκέψεις 35 έως 37).

81 Η Επιτροπή προσθέτει ότι απόκειται εν τέλει στο εθνικό δικαστήριο να καθορίσει αν και σε ποιο βαθμό μια νομοθετική διάταξη η οποία εφαρμόζεται ανεξαρτήτως του φύλου του εργαζομένου, αλλά θίγει στην πραγματικότητα ένα σημαντικά υψηλότερο ποσοστό γυναικών παρά ανδρών, δικαιολογείται από λόγους αντικειμενικούς και ξένους προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου. Κατά την άποψη της Επιτροπής, το Δικαστήριο μπορεί ωστόσο να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο στοιχεία που θα του επιτρέψουν να καθορίσει αν υφίσταται αντικειμενικό κριτήριο αιτιολογήσεως της επίμαχης εθνικής νομοθεσίας, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο της νομικής και πραγματικής καταστάσεως που εκτίθεται στη διάταξη περί παραπομπής.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

82 Πέπει κατ' αρχάς να υπομνηστεί ότι, εν τέλει, στο εθνικό δικαστήριο, που είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά και να ερμηνεύσει την εθνική νομοθεσία, απόκειται να κρίνει αν και σε ποιο βαθμό μια νομοθετική διάταξη που εφαρμόζεται ανεξαρτήτως του φύλου του εργαζομένου, πλήττει όμως στην πράξη σημαντικά υψηλότερο ποσοστό γυναικών παρά ανδρών, δικαιολογείται από λόγους αντικειμενικούς και ξένους προς οποιαδήποτε διάκριση βασιζόμενη στο φύλο (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 13ης Ιουλίου 1989, 171/88, Rinner-Kόhn, Συλλογή 1989, σ. 2743, σκέψη 15, και την προμνημονευθείσα απόφαση Seymour-Smith και Perez, σκέψη 67).

83 Πάντως, μολονότι απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει, στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής, την ύπαρξη τέτοιων αντικειμενικών παραγόντων στη συγκεκριμένη υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του, το Δικαστήριο, καλούμενο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμες απαντήσεις, είναι αρμόδιο να παράσχει, με βάση τη δικογραφία της κύριας δίκης και τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις που του υποβλήθηκαν, στοιχεία που θα επιτρέψουν στο εθνικό δικαστήριο να εκδώσει την απόφασή του (απόφαση της 7ης Μαρτίου 1996, C-278/93, Freers και Speckmann, Συλλογή 1996, σ. Ι-1165, σκέψη 24· προμνημονευθείσα απόφαση Seymour-Smith και Perez, σκέψη 68, και απόφαση της 20ής Μαρτίου 2003, C-187/00, Kutz-Bauer, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 52).

84 Συναφώς, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι ο στόχος περιορισμού των δημοσίων δαπανών τον οποίο, κατά το αιτούν δικαστήριο, επικαλέστηκαν οι δημόσιες αρχές κατά την εισαγωγή της μειώσεως της συντάξεως στην εθνική νομοθεσία δεν μπορεί να γίνει δεκτός για να δικαιολογήσει μια διαφορετική μεταχείριση βασιζόμενη στο φύλο.

85 Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ήδη ότι εκτιμήσεις αναγόμενες στον προϋπολογισμό δεν μπορούν να δικαιολογήσουν δυσμενή διάκριση εις βάρος του ενός των φύλων. Πράγματι, το να γίνει δεκτό ότι τέτοιες εκτιμήσεις μπορούν να δικαιολογήσουν διαφορά μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, η οποία, ελλείψει αυτών, θα συνιστούσε έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω φύλου, συνεπάγεται ότι η εφαρμογή και το περιεχόμενο ενός τόσο θεμελιώδους κανόνα του κοινοτικού δικαίου, όπως της ισότητας ανδρών και γυναικών, μπορούν να ποικίλλουν, από πλευράς χρόνου και τόπου, ανάλογα με την κατάσταση των δημοσίων οικονομικών των κρατών μελών (προμνημονευθείσα απόφαση Roks κ.λπ., σκέψεις 35 και 36· απόφαση της 6ης Απριλίου 2000, C-226/98, Jψrgensen, Συλλογή 2000, σ. I-2447, σκέψη 39, και προμνημονευθείσα απόφαση Kutz-Bauer, σκέψεις 59 και 60).

86 Πάντως, η διαφορετική μεταχείριση ανδρών και γυναικών μπορεί να δικαιολογείται ενδεχομένως από λόγους διαφορετικούς από εκείνους των οποίων έγινε επίκληση κατά τη θέσπιση του μέτρου με το οποίο εισήχθη αυτή η διαφορετική μεταχείριση.

87 Συγκεκριμένα, απόκειται στο κράτος μέλος από το οποίο προέρχεται τέτοιο μέτρο ή στον διάδικο της κύριας δίκης ο οποίος το επικαλείται να αποδείξουν, ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, τη συνδρομή λόγων αντικειμενικών και ξένων προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου, ικανών να δικαιολογήσουν το μέτρο αυτό (βλ., υπό την έννοια αυτή, τις προμνημονευθείσες αποφάσεις Seymour-Smith και Perez, σκέψη 69, και Kutz-Bauer, σκέψη 62), χωρίς να δεσμεύονται συναφώς από την πρόθεση η οποία είχε εκδηλωθεί κατά τη θέσπιση του μέτρου.

88 Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η εισαχθείσα στον BeamtVG μείωση της συντάξεως συνιστά διορθωτικό μηχανισμό συμφυή του συνταξιοδοτικού συστήματος, στόχος του οποίου είναι να μην ευνοούνται οι απασχολούμενοι με μειωμένο ωράριο υπάλληλοι εν σχέσει προς τους απασχολουμένους με πλήρες ωράριο υπαλλήλου συνεπεία της εφαρμογής της παλαιάς φθίνουσας συνταξιοδοτικής κλίμακας.

89 Επιπλέον, από τις διατάξεις περί παραπομπής προκύπτει ότι, κατά τη νομολογία του Bundesverwaltungsgericht, η μείωση της συντάξεως επιφέρει αναλογικό περιορισμό της συντάξεως σε περίπτωση εργασίας με μειωμένο ωράριο και αδείας άνευ αποδοχών και δεν συνιστά, κατά συνέπεια, μέτρο έμμεσης διακρίσεως αντίθετο προς την αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων, την οποία εγγυάται το κοινοτικό δίκαιο. Συγκεκριμένα, τέτοια μείωση δικαιολογείται αντικειμενικώς, κατά την άποψη της Γερμανικής Κυβερνήσεως, από το γεγονός ότι η σύνταξη ανταποκρίνεται στην περίπτωση αυτή σε χρονικώς λιγότερο εκτεταμένη παροχή εργασίας.

90 Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί κατ' αρχάς ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στην παράγραφο 102 των προτάσεών του, το κοινοτικό δίκαιο δεν αντιτίθεται στον υπολογισμό συντάξεως γήρατος βάσει του κανόνα της χρονικής αναλογίας σε περίπτωση εργασίας με μειωμένο ωράριο.

91 Συγκεκριμένα, πέραν του αριθμού των ετών υπηρεσίας ενός υπαλλήλου, η λήψη υπόψη του πραγματικού χρόνου εργασίας κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του εν λόγω υπαλλήλου, σε σύγκριση προς τον χρόνο εργασίας ενός υπαλλήλου ο οποίος απασχολήθηκε καθ' όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του με πλήρες ωράριο, αποτελεί κριτήριο αντικειμενικό και ξένο προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου, το οποίο επιτρέπει την αναλογική μείωση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του υπαλλήλου.

92 Το άρθρο 6 του BeamtVG, κατά το οποίο ο χρόνος εργασίας με μειωμένο ωράριο είναι συντάξιμος κατά το ποσοστό που αντιστοιχεί στη σχέση του μειωμένου με τον κανονικό χρόνο εργασίας, θέτει σε εφαρμογή ένα τέτοιο αντικειμενικό κριτήριο.

93 Απεναντίας, ένα μέτρο το οποίο συνεπάγεται μείωση του ποσού συντάξεως γήρατος ενός εργαζομένου σε βαθμό μεγαλύτερο από την αναλογία προς τον χρόνο απασχολήσεώς του με μειωμένο ωράριο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δικαιολογούμενο αντικειμενικώς από το γεγονός ότι η σύνταξη αντιστοιχεί στην περίπτωση αυτή σε χρονικώς λιγότερο εκτεταμένη προσφορά εργασίας.

94 Εν προκειμένω, όπως εκθέτει ο γενικός εισαγγελέας στις παραγράφους 60 έως 62 των προτάσεών του, η εφαρμογή σε υπάλληλο εργασθέντα με μειωμένο ωράριο κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του της προβλεπόμενης στην παλαιά διατύπωση του άρθρου 14 του BeamtVG μειώσεως της συντάξεως συνεπάγεται μείωση του ποσοστού της συντάξεώς του η οποία υπερβαίνει την αντιστοιχούσα κατ' αναλογία στον χρόνο εργασίας του, που θα προέκυπτε από την εφαρμογή του άρθρου 6 του BeamtVG.

95 Τέτοιο αποτέλεσμα δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με το επιχείρημα που επικαλείται η Γερμανική Κυβέρνηση, κατά το οποίο η εν λόγω μείωση της συντάξεως δικαιολογείται από τον στόχο να διασφαλιστεί η ίση μεταχείριση μεταξύ των απασχολουμένων με μειωμένο ωράριο και των απασχολουμένων με πλήρες ωράριο υπαλλήλων στα πλαίσια του συστήματος της φθίνουσας συνταξιοδοτικής κλίμακας.

96 Συγκεκριμένα, η μείωση της συντάξεως δεν διασφαλίζει την επίτευξη τέτοιου στόχου. Όπως προκύπτει από τις παραγράφους 60 έως 63 και 100 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα, στην περίπτωση κατά την οποία οι ώρες εργασίας που πραγματοποίησε στο σύνολο της σταδιοδρομίας του ένας υπάλληλος απασχοληθείς με μειωμένο ωράριο ισούνται προς τις αντίστοιχες ώρες εργασίας ενός υπαλλήλου απασχοληθέντος με πλήρες ωράριο, η εφαρμογή του συστήματος μειώσεως της συντάξεως στον πρώτο υπάλληλο μπορεί να συνεπάγεται την αναγνώριση ποσοστού συντάξεως κατώτερου από εκείνο το οποίο αναγνωρίζεται στον δεύτερο υπάλληλο κατ' εφαρμογήν της παλαιάς διατυπώσεως του άρθρου 14 του BeamtVG. Στην πραγματικότητα, η εισαγωγή της μειώσεως της συντάξεως είχε ως αποτέλεσμα να περιορίζει, για υπάλληλο απασχοληθέντα με μειωμένο ωράριο, τα προκύπτοντα από τη φθίνουσα συνταξιοδοτική κλίμακα πλεονεκτήματα, ενώ οι απασχοληθέντες με πλήρες ωράριο υπάλληλοι εξακολουθούσαν να μπορούν να τύχουν των πλεονεκτημάτων αυτών, ειδικότερα σε περίπτωση καταβολής των συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων μετά τις πρώτες περιόδους υπηρεσίας, κατά τις οποίες τα ετήσια συνταξιοδοτικά δικαιώματα ήταν ανώτερα εκείνων τα οποία αναγνωρίζονταν κατά τα επόμενα έτη.

97 Βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων, στο τρίτο έως και το ένατο ερώτημα πρέπει να δοθούν οι ακόλουθες απαντήσεις:

- στο εθνικό δικαστήριο, το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά και να ερμηνεύσει την εθνική νομοθεσία, απόκειται να κρίνει αν και σε ποιο βαθμό μια νομοθετική διάταξη που εφαρμόζεται ανεξαρτήτως του φύλου του εργαζομένου, πλήττει όμως στην πράξη σημαντικά υψηλότερο ποσοστό γυναικών παρά ανδρών, δικαιολογείται από παράγοντες αντικειμενικούς και ξένους προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου·

- ο στόχος περιορισμού των δημοσίων δαπανών δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη διαφορετική μεταχείριση λόγω φύλου·

- η διαφορετική μεταχείριση ανδρών και γυναικών μπορεί να δικαιολογείται, ενδεχομένως, από λόγους άλλους πλην των προβληθέντων κατά τη λήψη του μέτρου με το οποίο εισήχθη αυτή η διαφορετική μεταχείριση·

- εθνική νομοθεσία όπως η προκύπτουσα από τον συνδυασμό του άρθρου 85 του BeamtVG και της παλαιάς διατυπώσεως του άρθρου 14 του BeamtVG, η οποία συνεπάγεται μείωση του ποσού της συντάξεως γήρατος ενός εργαζομένου σε βαθμό μεγαλύτερο από την αναλογία προς τον χρόνο απασχολήσεώς του με μειωμένο ωράριο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντικειμενικώς δικαιολογούμενη από το γεγονός ότι η σύνταξη αντιστοιχεί στην περίπτωση αυτή σε χρονικώς λιγότερο εκτεταμένη προσφορά εργασίας ή από τον λόγο ότι έχει ως στόχο να μην τυγχάνουν πλεονεκτήματος οι απασχολούμενοι με μειωμένο ωράριο υπάλληλοι έναντι των απασχολουμένων με πλήρες ωράριο.

Επί του δεκάτου και του ενδεκάτου ερωτήματος (C-5/02)

98 Με το δέκατο και το ενδέκατο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν το πρωτόκoλλο αριθ. 2 και το πρωτόκολλο σχετικά με τo άρθρο 141 ΕΚ πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι αποκλείουν κατά τρόπο γενικό, αντιστοίχως, την εφαρμογή του άρθρου 119 της Συνθήκης και την εφαρμογή του άρθρoυ 141, παράγραφoι 1 και 2, ΕΚ, σε παροχές προβλεπόμενες σε επαγγελματικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως οι οποίες οφείλονται για περιόδους απασχολήσεως προ της 17ης Μαου 1990, ή αν πρέπει συναφώς να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι διέπουσες τις εν λόγω περιόδους απασχολήσεως εθνικές διατάξεις τροποποιήθηκαν από εθνική νομοθεσία που θεσπίστηκε μεν πριν από την ημερομηνία αυτή, αλλά δημοσιεύθηκε έπειτα, η οποία διατηρεί σε ισχύ σε ορισμένες περιπτώσεις μια άνιση μεταχείριση, αντίθετη προς τις εν λόγω διατάξεις της Συνθήκης.

99 Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί εκ προοιμίου ότι το Δικαστήριο έκρινε στις σκέψεις 44 και 45 της αποφάσεως της 17ης Μαου 1990, C-262/88, Barber (Συλλογή 1990, σ. Ι-1889), ότι επιτακτικές ανάγκες ασφαλείας του δικαίου επιβάλλουν να μην επανεξετάζονται νομικές καταστάσεις που εξάντλησαν στο παρελθόν τα αποτελέσματά τους, ενώ σε μια τέτοια περίπτωση, θα κινδύνευε να διαταραχθεί αναδρομικά η οικονομική ισορροπία πολλών συνταξιοδοτικών συστημάτων, και επομένως το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 119 της Συνθήκης δεν μπορεί να προβληθεί για να στηρίξει το αίτημα θεμελιώσεως δικαιώματος συντάξεως, αναδρομικώς, σε χρόνο προγενέστερο της εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως, εξαιρουμένων των ενδιαφερομένων οι οποίοι ανέλαβαν εγκαίρως πρωτοβουλίες για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων τους.

100 Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο με την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1993, C-109/91, Ten Oever (Συλλογή 1993, σ. Ι-4879, σκέψεις 19 και 20), σύμφωνα με την προμνημονευθείσα απόφαση Barber, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 119 της Συνθήκης προκειμένου να ζητηθεί η εφαρμογή της ίσης μεταχειρίσεως στον τομέα των επαγγελματικών συντάξεων παρά μόνον ως προς τις παροχές που οφείλονται βάσει περιόδων απασχολήσεως οι οποίες έχουν διανυθεί μετά τις 17 Μαου 1990, ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως Barber, υπό την επιφύλαξη της εξαιρέσεως που προβλέπεται υπέρ των εργαζομένων ή των ελκόντων από αυτούς δικαιώματα οι οποίοι, πριν από την ημερομηνία αυτή, άσκησαν ένδικη προσφυγή ή υπέβαλαν ισοδύναμη κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ένσταση (απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1997, C-246/96, Magorrian και Cunningham, Συλλογή 1997, σ. Ι-7153, σκέψη 25).

101 Ο περιορισμός αυτός προβλέπεται επίσης στο πρωτόκολλο αριθ. 2, το οποίο εμφανίζει σαφή σύνδεσμο με την προμνημονευθείσα απόφαση Barber, δεδομένου ότι παραπέμπει ειδικότερα στην ίδια ημερομηνία της 17ης Μαου 1990. Το πρωτόκολλο αριθ. 2 υιοθέτησε κατ' ουσίαν την ίδια ερμηνεία της προμνημονευθείσας αποφάσεως Barber με αυτή η οποία εκτέθηκε στην απόφαση Ten Oever, την επεξέτεινε δε στο σύνολο των παροχών που καταβάλλονται από ένα επαγγελματικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως και την ενσωμάτωσε στη Συνθήκη (απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, C-57/93, Vroege, Συλλογή 1994, σ. Ι-4541, σκέψη 41).

102 Ο περιορισμός αυτός επαναλαμβάνεται επίσης στο πρωτόκολλο σχετικά με το άρθρο 141 ΕΚ, η διατύπωση του οποίου είναι πανομοιότυπη προς εκείνη του πρωτοκόλλου αριθ. 2.

103 Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στην παράγραφο 110 των προτάσεών του, ούτε από την απόφαση Barber, ούτε από το πρωτόκολλο αριθ. 2, ούτε από το πρωτόκολλο σχετικά με το άρθρο 141 ΕΚ προκύπτουν λόγοι για να γίνουν δεκτές άλλες εξαιρέσεις, πλην της ρητώς προβλεπομένης στα εν λόγω κείμενα, από τον κανόνα κατά τον οποίο μπορεί να γίνει επίκληση του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 119 της Συνθήκης ή του άρθρου 141, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ για να απαιτηθεί η εφαρμογή της ίσης μεταχειρίσεως στον τομέα των επαγγελματικών συντάξεων, μόνον αναφορικά με τις παροχές οι οποίες οφείλονται βάσει περιόδων απασχολήσεως προγενεστέρων της 17ης Μαου 1990.

104 Στο δέκατο και το ενδέκατο ερώτημα προσήκει επομένως η απάντηση ότι το πρωτόκολλο αριθ. 2 και το πρωτόκολλο σχετικά με το άρθρο 141 ΕΚ ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι αποκλείουν, αντιστοίχως, την εφαρμογή του άρθρου 119 της Συνθήκης και την εφαρμογή του άρθρου 141, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ σε παροχές προβλεπόμενες σε επαγγελματικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως οι οποίες οφείλονται βάσει περιόδων απασχολήσεως προγενεστέρων της 17ης Μαου 1990, υπό την επιφύλαξη της εξαιρέσεως που προβλέπεται υπέρ των εργαζομένων ή των ελκόντων από αυτούς δικαιώματα οι οποίοι, πριν από την ημερομηνία αυτή, άσκησαν ένδικη προσφυγή ή υπέβαλαν ισοδύναμη κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ένσταση.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

105 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πέμπτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διατάξεις της 12ης Νοεμβρίου 2001 το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main, αποφαίνεται:

1) Σύνταξη γήρατος η οποία καταβάλλεται δυνάμει συστήματος όπως το προβλεπόμενο στον Gesetz όber die Versorgung der Beamten und Richter in Bund und Lδndern, της 24ης Αυγούστου 1976, όπως δημοσιεύθηκε στις 16 Μαρτίου 1999, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ) και του άρθρου 141, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ. Οι διατάξεις αυτές δεν επιτρέπουν την εφαρμογή νομοθεσίας, όπως αυτή που προκύπτει από τον συνδυασμό του άρθρου 85 και της παλαιάς διατυπώσεως του άρθρου 14 του προαναφερθέντος νόμου, η οποία μπορεί να συνεπάγεται μείωση του ποσού της συντάξεως των δημοσίων υπαλλήλων που άσκησαν τα καθήκοντά τους με μειωμένο ωράριο κατά τη διάρκεια τουλάχιστον μέρους της σταδιοδρομίας τους, όταν αυτή η κατηγορία υπαλλήλων περιλαμβάνει σημαντικά υψηλότερο αριθμό γυναικών παρά ανδρών, εκτός αν η νομοθεσία αυτή δικαιολογείται από παράγοντες αντικειμενικούς και ξένους προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου.

2) Στο εθνικό δικαστήριο, το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά και να ερμηνεύσει την εθνική νομοθεσία, απόκειται να κρίνει αν και σε ποιο βαθμό μια νομοθετική διάταξη που εφαρμόζεται ανεξαρτήτως του φύλου του εργαζομένου, πλήττει όμως στην πράξη σημαντικά υψηλότερο ποσοστό γυναικών παρά ανδρών, δικαιολογείται από παράγοντες αντικειμενικούς και ξένους προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου.

Ο στόχος περιορισμού των δημοσίων δαπανών δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη διαφορετική μεταχείριση λόγω φύλου.

Η διαφορετική μεταχείριση ανδρών και γυναικών μπορεί να δικαιολογείται, ενδεχομένως, από λόγους άλλους πλην των προβληθέντων κατά τη λήψη του μέτρου με το οποίο εισήχθη αυτή η διαφορετική μεταχείριση.

Εθνική νομοθεσία όπως η προκύπτουσα από τον συνδυασμό του άρθρου 85 του Gesetz όber die Versorgung der Beamten und Richter in Bund und Lδndern και της παλαιάς διατυπώσεως του άρθρου 14 του εν λόγω νόμου, η οποία συνεπάγεται μείωση του ποσού της συντάξεως γήρατος ενός εργαζομένου σε βαθμό μεγαλύτερο από την αναλογία προς τον χρόνο απασχολήσεώς του με μειωμένο ωράριο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντικειμενικώς δικαιολογούμενη από το γεγονός ότι η σύνταξη αντιστοιχεί στην περίπτωση αυτή σε χρονικώς λιγότερο εκτεταμένη προσφορά εργασίας ή από τον λόγο ότι έχει ως στόχο να μην τυγχάνουν πλεονεκτήματος οι απασχολούμενοι με μειωμένο ωράριο υπάλληλοι έναντι των απασχολουμένων με πλήρες ωράριο.

3) Το πρωτόκολλο αριθ. 2 σχετικά με το άρθρο 119 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϋκής Κοινότητας και το συνημμένο στη Συνθήκη ΕΚ πρωτόκολλο σχετικά με το άρθρο 141 ΕΚ ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι αποκλείουν, αντιστοίχως, την εφαρμογή του άρθρου 119 της Συνθήκης και την εφαρμογή του άρθρου 141, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ σε παροχές προβλεπόμενες σε επαγγελματικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως οι οποίες οφείλονται βάσει περιόδων απασχολήσεως προγενεστέρων της 17ης Μαου 1990, υπό την επιφύλαξη της εξαιρέσεως που προβλέπεται υπέρ των εργαζομένων ή των ελκόντων από αυτούς δικαιώματα οι οποίοι, πριν από την ημερομηνία αυτή, άσκησαν ένδικη προσφυγή ή υπέβαλαν ισοδύναμη κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ένσταση.