ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
PHILIPPE LÉGER
της 9ης Σεπτεμβρίου 2003 (1)



Υπόθεση C-116/02



Erich Gasser GmbH
κατά
MISAT Srl


[αίτηση του Oberlandesgericht Innsbruck (Αυστρία)για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

Σύμβαση των Βρυξελλών – Άρθρο 21 – Εκκρεμοδικία – Αγωγές που έχουν το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία – Άρθρο 17 – Σύμβαση περί διεθνούς δικαιοδοσίας – Υποχρέωση του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, του καθορισθέντος βάσει συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας, να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του – Δεν υφίσταται υποχρέωση – Προϋποθέσεις – Υπερβολικά μεγάλη διάρκεια των δικών ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου – Κριτήριο μη λαμβανόμενο υπόψη






1. Στην παρούσα υπόθεση τίθεται ζήτημα ερμηνείας του άρθρου 21 της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις  (2) . Το άρθρο αυτό, το οποίο ρυθμίζει την εκκρεμοδικία, προβλέπει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία δικαστήρια δύο διαφορετικών κρατών μελών έχουν επιληφθεί ταυτοσήμων αγωγών, το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο οφείλει να αναστείλει τη διαδικασία και να διαβιβάσει τη δικογραφία στο πρώτο επιληφθέν δικαστήριο, μόλις αυτό διαπιστώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του.

2. Στην παρούσα υπόθεση, το Oberlandesgericht Innsbruck (Αυστρία) ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί για πρώτη φορά επί του ζητήματος αν δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο οφείλει να εφαρμόσει τις διατάξεις του άρθρου 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο αυτό έχει αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία για την επίλυση της διαφοράς δυνάμει συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας. Ζητείται, επίσης, να διευκρινιστεί αν το δικαστήριο αυτό μπορεί να παρεκκλίνει από τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου, στην περίπτωση κατά την οποία η διάρκεια των δικών ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου είναι, κατά κανόνα, υπερβολικά μεγάλη.

Ι ─
Το νομικό πλαίσιο

3. Κατά το προοίμιο της Συμβάσεως των Βρυξελλών σκοπός της είναι η διευκόλυνση της αμοιβαίας αναγνωρίσεως και της εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 293 ΕΚ, καθώς και η ενίσχυση εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας της έννομης προστασίας των εγκατεστημένων σ' αυτήν προσώπων. Κατά το προοίμιο της Συμβάσεως, απαιτείται, προς τούτο, να καθοριστεί η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων των συμβαλλομένων κρατών εντός της διεθνούς τάξεως.

4. Οι σχετικές διατάξεις αφορούν, αφενός, τη διεθνή δικαιοδοσία και, αφετέρου, την αναγνώριση εντός συμβαλλομένου κράτους των εκδιδομένων από τα δικαστήρια άλλου συμβαλλομένου κράτους αποφάσεων.

5. Οι σχετικές με τη διεθνή δικαιοδοσία διατάξεις περιλαμβάνονται στον τίτλο ΙΙ της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

6. Το άρθρο 2 της Συμβάσεως θέτει τον γενικό κανόνα κατά τον οποίο αρμόδια είναι τα δικαστήρια του κράτους κατοικίας του εναγομένου. Τα άρθρα 5 και 6 παρέχουν στον ενάγοντα τη δυνατότητα διαφόρων επιλογών, προβλέποντας ορισμένες ειδικές περιπτώσεις. Ειδικότερα, το άρθρο 5 ορίζει ότι, στον τομέα των συμβάσεων, ο εναγόμενος μπορεί να εναχθεί ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή που αποτελεί τη βάση της αγωγής.

7. Η Σύμβαση των Βρυξελλών προβλέπει, επίσης, στα τμήματα 3 και 4 του τίτλου ΙΙ, επιτακτικούς κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας σε υποθέσεις ασφαλίσεων και συμβάσεων καταναλωτών.

8. Εξάλλου, στο άρθρο 16 προβλέπει κανόνες περί αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας. Ειδικότερα, στο άρθρο αυτό ορίζεται ότι έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία, σε υποθέσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων, τα δικαστήρια του συμβαλλομένου κράτους της τοποθεσίας του ακινήτου.

9. Τα άρθρα 17 και 18 ρυθμίζουν τις περιπτώσεις παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας. Το άρθρο 17 αφορά τις συμφωνίες περί διεθνούς δικαιοδοσίας. Προβλέπει τα ακόλουθα: Αν τα μέρη, από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια συμβαλλόμενου κράτους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία. Μια τέτοια συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να καταρτίζεται:

α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση·

β) είτε υπό τύπο ανταποκρινόμενο στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις·

γ) είτε, στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σ' αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις, του είδους για το οποίο πρόκειται, στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα. [...]Οι συμφωνίες διεθνούς δικαιοδοσίας [...] δεν παράγουν αποτελέσματα αν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις [στον τομέα των ασφαλιστικών συμβάσεων και των συμβάσεων που συνάπτουν οι καταναλωτές] ή αν τα δικαστήρια, τη διεθνή δικαιοδοσία των οποίων αποκλείουν, έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 16.[...]

10. Το άρθρο 18 ορίζει ότι:Πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις της παρούσας συμβάσεως, το δικαστήριο συμβαλλόμενου κράτους ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας, ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 16.

11. Σκοπός της Συμβάσεως των Βρυξελλών είναι, επίσης, η αποτροπή του ενδεχομένου εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων. Προς τούτο, το άρθρο 21 προβλέπει τα ακόλουθα: Αν έχουν ασκηθεί αγωγές με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία μεταξύ των ίδιων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων συμβαλλόμενων κρατών, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί, αναστέλλει αυτεπάγγελτα τη διαδικασία του μέχρι να διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.Όταν διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, κάθε άλλο επιληφθέν δικαστήριο οφείλει να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του υπέρ αυτού του δικαστηρίου.

12. Οι διατάξεις περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως περιλαμβάνονται στον τίτλο ΙΙΙ της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Το άρθρο 27 ορίζει ότι: Απόφαση δεν αναγνωρίζεται:[...]

3) αν η απόφαση είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ιδίων διαδίκων στο κράτος αναγνωρίσεως [...]

.

13. Κατά το άρθρο 28, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως, απόφαση δεν αναγνωρίζεται, επίσης, αν έχουν παραβιασθεί οι διατάξεις των τμημάτων [...] [περί ασφαλιστικών συμβάσεων και συμβάσεων που συνάπτουν οι καταναλωτές, καθώς και οι αναφερόμενες στο άρθρο 16 διατάξεις] [...].

ΙΙ ─
Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία

14. Η εταιρία Erich Gasser GmbH  (3) εδρεύει στο Dornbirn (Αυστρία). Επί σειρά ετών πωλούσε παιδικά ενδύματα στην εταιρία MISAT Srl  (4) , εδρεύουσα στη Ρώμη (Ιταλία). Στις αρχές του έτους 2000, διεκόπησαν οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο διαδίκων.

15. Στις 14 Απριλίου 2000, η MISAT ζήτησε από το Tribunale civile e penale di Roma (Ιταλία) να αναγνωρίσει ότι η σύμβαση που τη συνέδεε με την Gasser λύθηκε αυτοδικαίως, Επικουρικώς, ζήτησε να αναγνωριστεί ότι η σύμβαση αυτή λύθηκε λόγω διαφωνίας, ότι δεν συντρέχει περίπτωση μη εκτελέσεως εκ μέρους της MISAT των συμβατικών της υποχρεώσεων, ότι η Gasser επέδειξε αθέμιτη συμπεριφορά και ότι οφείλει αυτή να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστη η MISAT και να της αποδώσει ορισμένα έξοδα.

16. Στις 4 Δεκεμβρίου 2000, η Gasser άσκησε αγωγή κατά της MISAT ενώπιον του Landesgericht Feldkirch (Αυστρία), ζητώντας την πληρωμή μη εξοφληθέντων τιμολογίων. Προς θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας του εν λόγω δικαστηρίου, η Gasser επικαλέστηκε το γεγονός ότι το δικαστήριο αυτό είναι το δικαστήριο του τόπου εκτελέσεως της συμβάσεως. Η Gasser υποστήριξε, επίσης, ότι το δικαστήριο αυτό έχει διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας. Προς στήριξη αυτού του ισχυρισμού της επικαλέστηκε το γεγονός ότι σε όλα τα αποστελλόμενα προς τη MISAT τιμολόγια αναφέρεται ότι, σε περίπτωση διαφοράς, διεθνή δικαιοδοσία έχει το δικαστήριο στα όρια της κατά τόπον αρμοδιότητας του οποίου περιλαμβάνεται το Dornbirn, καθώς και το γεγονός ότι η MISAT αποδέχθηκε τα τιμολόγια αυτά χωρίς να τα αμφισβητήσει. Κατά την Gasser, από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι, κατά τις συνήθειες και την ισχύουσα στο μεταξύ Αυστρίας και Ιταλίας εμπόριο πρακτική, οι διάδικοι είχαν συνάψει σύμβαση περί διεθνούς δικαιοδοσίας, κατά την έννοια του άρθρου 17 της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

17. Η MISAT προέβαλε έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του αυστριακού δικαστηρίου. Υποστήριξε ότι διεθνή δικαιοδοσία έχει το δικαστήριο του τόπου εγκαταστάσεως του εναγομένου, σύμφωνα με τον γενικό κανόνα του άρθρου 2 της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Αμφισβήτησε την ύπαρξη συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας και επισήμανε ότι άσκησε προγενεστέρως αγωγή ενώπιον του Tribunale civile e penale di Roma, στηριζόμενη στην ίδια εμπορική σχέση.

18. Το Landesgericht Feldkirch αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, μέχρι να διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του πρώτου επιληφθέντος Tribunale civile e penale di Roma. Επιβεβαίωσε τη δική του διεθνή δικαιοδοσία, ως δικαστήριο του τόπου εκτελέσεως της συμβάσεως, αλλά δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος της υπάρξεως συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας.

19. Η Gasser άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Oberlandesgericht Innsbruck, ζητώντας να αναγνωριστεί η διεθνής δικαιοδοσία του Landesgericht Feldkirch και να μην ανασταλεί η διαδικασία.

20. Το Oberlandesgericht Innsbruck επισήμανε, κατ' αρχάς, ότι οι ασκηθείσες, με τους ίδιους διαδίκους, αγωγές ενώπιον του Landesgericht Feldkirch και του Tribunale civile e penale di Roma, πρέπει να θεωρηθούν ως έχουσες την ίδια αιτία και το ίδιο αντικείμενο, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, ώστε πράγματι να υφίσταται εκκρεμοδικία.

21. Στη συνέχεια, επισήμανε ότι το Landesgericht Feldkirch, καίτοι διαπίστωσε ότι τα αποστελλόμενα από την Gasser στη MISAT τιμολόγια το όριζαν ως το έχον διεθνή δικαιοδοσία δικαστήριο, δεν αποφάνθηκε επί των λοιπών στοιχείων που προέβαλε η Gasser επιχειρούσα να αποδείξει την ύπαρξη συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας.

22. Επί του ζητήματος αυτού, το Oberlandesgericht Innsbruck υπενθύμισε ότι, κατά το άρθρο 17, πρώτο εδάφιο, στοιχεία α΄, β΄ και γ΄, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, σύμβαση περί διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να συνάπτεται είτε γραπτώς είτε προφορικώς με γραπτή επιβεβαίωση είτε υπό τύπο ανταποκρινόμενο στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις είτε, στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σε αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις του είδους για το οποίο πρόκειται στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα. Έκρινε ότι οι δύο πρώτες προϋποθέσεις ως προς τον τύπο μιας συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας δεν πληρούνται. Επισήμανε, πάντως, ότι παραμένει το ζήτημα αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 17, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ΄. Υπενθύμισε ότι το Δικαστήριο, στην απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1997, C-106/95, MSG  (5) , έκρινε ότι τεκμαίρεται η σύναψη συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας σε περίπτωση επανειλημμένης και αδιαμαρτύρητης εξοφλήσεως τιμολογίων τα οποία περιέχουν έντυπη μνεία περί δωσιδικίας, αν μια τέτοια συμπεριφορά ανταποκρίνεται σε συνήθεια διέπουσα τον τομέα του διεθνούς εμπορίου στον οποίο ασκούν δραστηριότητα οι εν λόγω συμβαλλόμενοι και αν οι συμβαλλόμενοι αυτοί γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν τη συνήθεια αυτή.

23. Υπογράμμισε ότι, σε περίπτωση επιβεβαιώσεως της υπάρξεως μιας τέτοιας συμβάσεως, το Landesgericht Feldkirch είναι το μόνο που έχει διεθνή δικαιοδοσία επί της διαφοράς, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 17 της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Συνεπώς, το ζήτημα που ανακύπτει είναι αν το δικαστήριο αυτό έχει τη δυνατότητα να εξετάσει τη διεθνή δικαιοδοσία του Tribunale civile e penale di Roma.

24. Τέλος, το Oberlandesgericht Innsbruck αναφέρθηκε στον ισχυρισμό της Gasser ότι η υπερβολική διάρκεια των δικών στις λατινικές χώρες θίγει τα δικαιώματά της.

ΙΙΙ ─ Τα προδικαστικά ερωτήματα

25. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, το Oberlandesgericht Innsbruck αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:

1) Έχει τη δυνατότητα το δικαστήριο το οποίο υποβάλλει στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ερωτήματα προς έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, να υποβάλει τα ερωτήματα αυτά βάσει (μη ανασκευασθέντος) ισχυρισμού ενός των διαδίκων, ασχέτως από το αν ο ισχυρισμός αυτός αμφισβητήθηκε ή δεν αμφισβητήθηκε (ουσιαστικώς), ή μήπως οφείλει προηγουμένως να προβεί σε διευκρίνιση των ερωτημάτων με βάση τα πραγματικά περιστατικά, μέσω διεξαγωγής σχετικών αποδείξεων (και σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, σε ποια έκταση οφείλει να το πράξει);

2) Οφείλει το δικαστήριο, εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί, κατά την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, της Συμβάσεως για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, να εξετάσει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο στην περίπτωση κατά την οποία το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο βάσει συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας συναφθείσας δυνάμει του άρθρου 17 της Συμβάσεως, ή μήπως το βάσει της συμβάσεως αυτής αρμόδιο δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο οφείλει να ενεργήσει σύμφωνα με το άρθρο 21 της Συμβάσεως παρά την ύπαρξη συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας;

3) Μπορεί το γεγονός ότι σε ένα συμβαλλόμενο κράτος οι δίκες (κατά το πλείστον ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς των διαδίκων) έχουν απαράδεκτα μεγάλη διάρκεια, ώστε να προκύπτουν σημαντικά μειονεκτήματα για έναν εκ των διαδίκων, να έχει ως αποτέλεσμα ότι το δικαστήριο, εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί, κατά την έννοια του άρθρου 21, δεν υποχρεούται να ενεργήσει σύμφωνα με τη διάταξη αυτή;

4) Δικαιολογούν οι προβλεπόμενες από τον ιταλικό νόμο αριθ. 89 της 24ης Μαρτίου 2001 έννομες συνέπειες την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία προκύπτει για έναν εκ των διαδίκων, λόγω της πιθανής υπερβολικής διάρκειας της δίκης ενώπιον του ιταλικού δικαστηρίου, κίνδυνος δυσμενών συνεπειών και επομένως δεν πρέπει, κατά την έννοια του τρίτου ερωτήματος, να ακολουθηθεί η διαδικασία του άρθρου 21;

5) Υπό ποιες προϋποθέσεις το δικαστήριο, εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί, μπορεί ενδεχομένως να μην προβεί σε εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 21 της Συμβάσεως;

6) Ποια διαδικασία οφείλει να ακολουθήσει το δικαστήριο αν, υπό τις προϋποθέσις του τρίτου ερωτήματος, δεν είναι υποχρεωμένο να προβεί σε εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 21 της Συμβάσεως; Στην περίπτωση κατά την οποία, εν πάση περιπτώσει, πρέπει να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 21 της Συμβάσεως, ακόμη και υπό τις προϋποθέσεις που εκτίθενται στο τρίτο ερώτημα, παρέλκει απάντηση στο τέταρτο, στο πέμπτο και στο έκτο ερώτημα.

IV ─
Ανάλυση

Α ─
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

26. Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν εθνικό δικαστήριο μπορεί να υποβάλει ερώτημα περί της εννοίας της Συμβάσεως των Βρυξελλών βασιζόμενο επί ισχυρισμών διαδίκου το βάσιμο των οποίων δεν έχει ελέγξει το εθνικό δικαστήριο. Το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται, ειδικότερα, στο γεγονός ότι το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στηρίζεται στην προϋπόθεση ότι το δικαστήριο εντός της κατά τόπον αρμοδιότητας του οποίου βρίσκεται το Dornbirn έχει διεθνή δικαιοδοσία για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, δυνάμει συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας, κατά την έννοια του άρθρου 17 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, χωρίς όμως η ύπαρξη μιας τέτοιας συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας να έχει επιβεβαιωθεί από το δικαστήριο της ουσίας.

27. Κατά τη γνώμη μου, η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα συνάγεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου τη σχετική με το παραδεκτό προδικαστικών ερωτημάτων που υποβάλλονται βάσει τόσο του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971, περί της ερμηνείας από το Δικαστήριο  (6)  της Συμβάσεως των Βρυξελλών, όσο και του άρθρου 234 ΕΚ.

28. Το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 προβλέπει ότι, στην περίπτωση που τίθεται θέμα ερμηνείας της Συμβάσεως στο πλαίσιο εκκρεμούσας υποθέσεως, το επιληφθέν δικαστήριο μπορεί ή δύναται να ζητήσει από το Δικαστήριο να αποφανθεί σχετικά, αν κρίνει ότι απόφαση για το θέμα είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του αποφάσεως. Το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου εξυπηρετεί, κατά συνέπεια, την ίδια σκοπιμότητα με το άρθρο 234 ΕΚ. Σε αμφότερες τις υποθέσεις, σκοπός της προδικαστικής παραπομπής είναι να παρασχεθεί στο Δικαστήριο η δυνατότητα παροχής στο εθνικό δικαστήριο της ερμηνείας που είναι αναγκαία σ' αυτό προκειμένου να εκδώσει απόφαση εφαρμόζουσα τη διάταξη της οποίας ζητήθηκε η ερμηνεία  (7) . Ευλόγως, εκ των διατάξεων αυτών, το Δικαστήριο συνήγαγε το συμπέρασμα ότι η νομολογία του η σχετική με την αρμοδιότητά του στον τομέα των στηριζομένων στο άρθρο 234 ΕΚ προδικαστικών ερωτημάτων εφαρμόζεται κατ' αναλογία επί των αιτήσεων ερμηνείας της Συμβάσεως των Βρυξελλών  (8) .

29. Κατά πάγια νομολογία, η προβλεπόμενη στο άρθρο 234 ΕΚ διαδικασία συνιστά μέσο συνεργασίας του Δικαστηρίου με τα εθνικά δικαστήρια. Στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα ερωτήματα που τίθενται αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ' αρχήν, να απαντήσει  (9) .

30. Απ' αυτήν την, κατ' αρχήν, αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίοιυ, το Δικαστήριο παγίως συνήγαγε ότι εναπόκειται ακριβώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει άμεση γνώση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως και των επιχειρημάτων των διαδίκων, να κρίνει, με βάση την οικονομία της διαδικασίας και τη χρησιμότητα γι' αυτήν, σε ποιο στάδιο της διαδικασίας απαιτείται η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο  (10) .

31. Εντούτοις, οι εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνει το εθνικό δικαστήριο στο πλάισιο αυτής της αρμοδιότητας υπόκεινται στον έλεγχο του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο έχει κρίνει, σχετικώς, ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις, πρέπει να ερευνά τις συνθήκες υπό τις οποίες του έχουν υποβληθεί τα ερωτήματα από το εθνικό δικαστήριο, προκειμένου να εξετάσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το εθνικό δικαστήριο υπέβαλε τα ερωτήματά του, ώστε να μπορέσει, στη συνέχεια, να ελέγξει τη δική του αρμοδιότητα  (11) . Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι το πνεύμα συνεργασίας που πρέπει να πρυτανεύει στη λειτουργία υποβολής προδικαστικού ερωτήματος υπαγορεύει ότι το εθνικό δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη την αποστολή που έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο, η οποία συνίσταται στο να συμβάλλει στην απονομή της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών και όχι να διατυπώνει συμβουλευτικές γνώμες επί ερωτημάτων γενικών ή υποθετικών  (12) .

32. Το Δικαστήριο διευκρίνισε, σχετικώς, ότι, για να προβεί σε ερμηνεία χρήσιμη για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, πρέπει, το εθνικό δικαστήριο να καθορίσει το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η ερμηνεία που ζητεί. Από αυτής της απόψεως, έκρινε ότι θα ήταν χρήσιμο, αναλόγως των περιστάσεων και χωρίς να θίγεται η αρχή της αποκλειστικής αρμοδιότητας του αιτούντος δικαστηρίου να αποφασίσει σε ποιο στάδιο της διαδικασίας θα υποβληθεί το προδικαστικό ερώτημα, να έχουν αποδειχθεί τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και να έχουν επιλυθεί τα προβλήματα που είναι καθαρώς εθνικού δικαίου, ώστε να παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα να γνωρίζει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που μπορεί να είναι σημαντικά για την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που του ζητείται  (13) . Επιπροσθέτως, απαιτείται το εθνικό δικαστήριο να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους κρίνει αναγκαία απάντηση στα ερωτήματα αυτά  (14) .

33. Το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να κρίνει αν οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις συνέτρεχαν και να εξετάσει την αρμοδιότητά του, στο πλαίσιο προδικαστικού ερωτήματος στηριζόμενου σε προϋπόθεση από την ακρίβεια της οποίας εξαρτάται η εφαρμογή για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης της διατάξεως της οποίας ζητείται ερμηνεία.

6

34. Ειδικότερα, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1993, C-127/92, Enderby  (15) , το Court of Appeal (England & Wales) ζήτησε από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν η αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων για την ίδια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας, η οποία απορρέει από το άρθρο 141 ΕΚ, υποχρέωνε εργοδότη να δικαιολογήσει αντικειμενικώς διαφορά αμοιβής μεταξύ ενός ειδικού ορθοφωνίας και ενός προϊσταμένου φαρμακοποιού. Το Court of Appeal στηρίχθηκε στην προϋπόθεση ότι οι δύο αυτές διαφορετικές εργασίες ήταν ίσης αξίας.

35. Στις παρατηρήσεις που κατέθεσε στο Δικαστήριο, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι το Δικαστήριο δεν μπορούσε να αποφανθεί επί του υποβληθέντος ερωτήματος χωρίς προηγουμένως να καθορίσει αν οι δύο αυτές εργασίες είναι ισοδύναμες. Δεδομένου ότι, κατά τη γνώμη της, δεν υπήρχε ισοδυναμία, δεν συνέτρεχε παράβαση του άρθρου 141 ΕΚ.

36. Το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα αυτό. Υπογράμμισε ότι το Court of Appeal, όπως προβλέπει η βρετανική νομοθεσία και κατόπιν συναινέσεως των διαδίκων, αποφάσισε να εξετάσει το ζήτημα κατά πόσο δικαιολογείται αντικειμενικά η διαφορά αμοιβών πριν από το ζήτημα αν οι θέσεις εργασίας για τις οποίες επρόκειτο είναι ισοδύναμες, ζήτημα το οποίο απαιτούσε περισσότερο περίπλοκες έρευνες. Γι' αυτόν τον λόγο τα προδικαστικά ερωτήματα υποβλήθηκαν υπό την προϋπόθεση ότι αυτές οι θέσεις εργασίας είναι ίσης αξίας  (16) . Υπογράμμισε επίσης ότι, εφόσον το Δικαστήριο επιληφθεί αιτήσεως προς ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου η οποία προφανώς δεν είναι άσχετη προς την πραγματικότητα ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, οφείλει να αποφανθεί επ' αυτής χωρίς το ίδιο να θέτει ζήτημα ισχύος της προϋποθέσεως, που εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να επαληθεύσει, στη συνέχεια, αν αυτό απαιτείται  (17) .

37. Το Δικαστήριο διατύπωσε την ίδια άποψη στην προαναφερθείσα απόφαση JämO, σε πλαίσιο ομοειδές  (18) . Υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο που έχει άμεση γνώση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως και των επιχειρημάτων των διαδίκων και το οποίο θα αναλάβει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να κρίνει σε ποιο στάδιο της διαδικασίας υπάρχει ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως και να εκτιμήσει τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο  (19) , Στην υπόθεση αυτή είχε, επίσης, υποστηριχθεί ότι ο καθορισμός της αξίας της εργασίας απαιτούσε περίπλοκη και δαπανηρή έρευνα  (20) .

38. Όπως και η Επιτροπή, θεωρώ ότι η νομολογία αυτή μπορεί αναλογικώς να εφαρμοστεί επί της παρούσας υποθέσεως. Πράγματι, αφενός, καίτοι είναι δυσάρεστο ότι το αιτούν δικαστήριο δεν παρέσχε λεπτομερείς εξηγήσεις επί του ζητήματος αυτού, συμμερίζομαι την άποψη της Επιτροπής ότι το ζήτημα της υπάρξεως διεθνούς εμπορικής πρακτικής στον συγκεκριμένο εμπορικό κλάδο, την οποία γνωρίζουν καλώς και προς την οποία συνήθως συμμορφώνονται οι συμβαλλόμενοι σε τέτοιου είδους συμβάσεις, απαιτεί ασφαλώς μακροχρόνιες και δαπανηρές έρευνες.

39. Εξάλλου, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει σαφώς ότι, αναλόγως της απαντήσεως του Δικαστηρίου στο ζήτημα αν το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο μπορεί να παρεκκλίνει από τις διατάξεις του άρθρου 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών όταν έχει διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας, η επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης από το Oberlandesgericht Innsbruck θα είναι εντελώς διαφορετική. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει την ύπαρξη μιας τέτοιας συμβάσεως. Αν αποδειχθεί η ύπαρξή της, το αυστριακό δικαστήριο θα έχει αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία για την επίλυση της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς. Αντιθέτως, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, η ύπαρξη συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας δεν θα έχει πλέον καμία σημασία και θα πρέπει να εφαρμοστούν οι διατάξεις του άρθρου 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

40. Τέλος, το αιτούν δικαστήριο εξήγησε το γιατί, ενόψει της προαναφερθείσας αποφάσεως MSG, η εκ μέρους της MISAT αποδοχή των τιμολογίων που περιείχαν ρήτρα αποδίδουσα διεθνή δικαιοδοσία στο δικαστήριο εντός της εδαφικής αρμοδιότητας του οποίου βρίσκεται το Dornbirn για την επίλυση τυχόν διαφοράς μεταξύ των συμβαλλομένων πρέπει να θεωρηθεί ως ένα πρώτο στοιχείο από το οποίο μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας, κατά την έννοια του άρθρου 17, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ΄, της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Οι λοιπές απαιτούμενες κατά τη διάταξη αυτή προϋποθέσεις, ότι δηλαδή πρέπει να πρόκειται για καθιερωμένη πρακτική του διεθνούς εμπορίου στον συγκεκριμένο κλάδο, την οποία γνωρίζουν ή όφειλαν να γνωρίζουν οι συμβαλλόμενοι, δεν αποτελούν αντικείμενο συγκεκριμένης και αιτιολογημένης αμφισβητήσεως εκ μέρους της MISAT. Συνεπώς, δεν συντρέχει κανένα στοιχείο από το οποίο να είναι δυνατόν να συναχθεί ότι είναι προδήλως εσφαλμένη η προϋπόθεση της υπάρξεως συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας.

41. Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, με το οποίο ζητείται να διευκρινιστεί αν η ύπαρξη συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας επιτρέπει παρέκκλιση από το άρθρο 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, είναι κατά συνέπεια, κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Συνεπώς, κατά την άποψή μου, η εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου υποβολή ερωτήματος ως προς τις συνέπειες μιας συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας, πριν από την εξέταση του ζητήματος αν πράγματι υφίσταται μια τέτοια σύμβαση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παραβίαση εκ μέρους αυτού του δικαστηρίου της υποχρεώσεως συνεργασίας επί της οποίας στηρίζεται ο μηχανισμός της προδικαστικής παραπομπής.

42. Ενόψει των ανωτέρω, προτείνω στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα να δοθεί η απάντηση ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να αποφασίσει αν θα υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα στηριζόμενο επί των ισχυρισμών ενός διαδίκου ή αν απαιτείται να εξετάσει, προηγουμένως, την ακρίβεια αυτού του ισχυρισμού. Εναπόκειται, πάντως, στο εθνικό δικαστήριο να παράσχει στο Δικαστήριο τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που θα του επιτρέψουν να δώσει απάντηση χρήσιμη για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, καθώς επίσης και να προσδιορίσει τους λόγους για τους οποίους κρίνει ότι απαιτείται απάντηση στα ερωτήματα αυτά.

Β ─
Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

43. Με το ερώτημά του αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, ουσιαστικώς, αν το άρθρο 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών έχει την έννοια ότι το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο, το οποίο έχει αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας, έχει τη δυνατότητα, κατά παρέκκλιση από τη διάταξη του εν λόγω άρθρου, να αποφανθεί επί της διαφοράς, χωρίς να αναμένει από το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, δηλαδή, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 17 της Συμβάσεως των Βρυξελλών συνιστά παρέκκλιση από το άρθρο 21 της ιδίας Συμβάσεως.

44. Ως γνωστόν, σκοπός του άρθρου 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών είναι, προς διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης εντός της Κοινότητας, η αποτροπή του ενδεχομένου παραλλήλων διαδικασιών ενώπιον των δικαστηρίων διαφόρων συμβαλλομένων κρατών και η αποφυγή του ενδεχομένου εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων. Ειδικότερα, σκοπός της διατάξεως αυτής είναι να αποκλειστεί, κατά το μέτρο του δυνατού, εξ αρχής, κατάσταση όπως αυτή που περιγράφεται στο άρθρο 27, σημείο 3, της Συμβάσεως, δηλαδή η μη αναγνώριση αποφάσεως ως ασυμβίβαστης με απόφαση η οποία έχει εκδοθεί μεταξύ των ιδίων διαδίκων στο κράτος εκτελέσεως  (21) .

45. Προς επίτευξη αυτών των σκοπών, το άρθρο 21 προβλέπει ένα απλό σύστημα βάσει του οποίου καθορίζεται από την αρχή της δίκης ποιο από τα επιληφθέντα δικαστήρια έχει τελικώς διεθνή δικαιοδοσία για την επίλυση της διαφοράς. Το σύστημα αυτό στηρίζεται στη χρονολογική σειρά κατά την οποία επελήφθησαν της διαφοράς τα δικαστήρια. Προβλέπει ότι το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο υποχρεούται να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο αποφανθεί επί της διεθνούς δικαιοδοσίας του. Αυτή ακριβώς η συνέπεια της αναστολής της διαδικασίας ενώπιον του δευτέρου επιληφθέντος δικαστηρίου, η οποία απορρέει από το άρθρο 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, αποτελεί το επίκεντρο της παρούσας προδικαστικής διαδικασίας.

46. Επιχειρούσα να αποφύγει την εφαρμογή αυτού του άρθρου, η Gasser, με τις παρατηρήσεις της επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, καλεί το Δικαστήριο να αναθεωρήσει τη νομολογία του, η αρχή της οποίας ανάγεται στην απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 1987, 144/86, Gubisch Maschinenfabrick  (22) , κατά την οποία αγωγή διώκουσα την ακύρωση ή τη λύση συμβάσεως έχει διπλή ταυτότητα αιτίας και αντικειμένου με αγωγή διώκουσα την εκτέλεση αυτής της συμβάσεως  (23) . Ενόψει αυτής της νομολογίας το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι η ασκηθείσα ενώπιον του Landesgericht Feldkirch αγωγή είχε διπλή ταυτότητα αιτίας και αντικειμένου με αγωγή ασκηθείσα προηγουμένως ενώπιον του Tribunale civile e penale di Roma.

47. Κατά την άποψή μου, η παρούσα υπόθεση δεν δικαιολογεί μια εκ μέρους του Δικαστηρίου αναθεώρηση της διασταλτικής αυτής ερμηνείας των εννοιών της αιτίας και του αντικειμένου της διαφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Πράγματι, αφενός, καίτοι, κατά κανόνα αμφισβητήθηκε από την επιστήμη, η ερμηνεία αυτή σιωπηρώς επιβεβαιώθηκε στην προαναφερθείσα απόφαση Overseas Union Insurance κ.λπ.  (24) . Εξάλλου, ρητώς διατηρήθηκε στην απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 1994, C-406/92, Tatry  (25) , στην οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι αγωγή με την οποία ζητείται να διαπιστωθεί ότι ο εναγόμενος ευθύνεται για προκληθείσα ζημία και να υποχρεωθεί σε αποζημίωση έχει την ίδια αιτία και το ίδιο αντικείμενο με προγενέστερη αγωγή του εν λόγω εναγομένου με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί ότι δεν είναι υπεύθυνος αυτής της ζημίας  (26) . Πλέον προσφάτως η ερμηνεία αυτή επανελήφθη στην προαναφερθείσα απόφαση Gantner Electronic  (27) .

48. Εξάλλου, από τη νομολογία μπορεί να συναχθεί και μια άλλη λύση του προβλήματος που έθεσε η Gasser. Πράγματι, στην προαναφερθείσα απόφαση Overseas Union Insurance κ.λπ., το Δικαστήριο έκρινε ότι είναι δυνατή παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, στην περίπτωση κατά την οποία το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο έχει αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία για την επίλυση της διαφοράς. Κατά την άποψή μου, η νομολογία αυτή μπορεί να περιλάβει και τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο έχει αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει ρήτρας περί διεθνούς δικαιοδοσίας.

49. Αξίζει να υπομνηστεί το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφση Overseas Union Insurance κ.λπ. Το ζήτημα που είχε τεθεί υπό την κρίση του Δικαστηρίου ήταν το ακόλουθο. Το 1980, η New Hampshire Insurance Company  (28) , καταχωρισμένη στην Αγγλία ως overseas company, συνήψε σύμβαση αντασφαλίσεως με τρεις επίσης καταχωρισμένες στην Αγγλία εταιρίες, κίνδυνο τον οποίο κάλυπτε υπέρ της γαλλικής εταιρίας Nouvelles Galeries. Τον Ιούλιο του 1986, οι τρεις αντασφαλίστριες εταιρίες έπαυσαν να καταβάλλουν τις οφειλόμενες αποζημιώσεις. Με αγωγές που άσκησε το 1987 και τον Φεβρουαρίου του 1988 η New Hampshire ζήτησε από το tribunal de commerce de Paris να υποχρεώσει τις τρεις αυτές εταιρίες να εκπληρώσουν τις απορρέουσες από τη σύμβαση υποχρεώσεις τους. Στις 6 Απριλίου 1988, οι τρεις αντασφαλίστριες άσκησαν αγωγή κατά της New Hampshire ενώπιον του Commercial Court της Queen's Bench Division με αίτημα να αναγνωριστεί ότι δεν είχαν την υποχρέωση εκτελέσεως των υποχρεώσεων που προέκυπταν από τις συμβάσεις αντασφαλίσεως. Το δικαστήριο αυτό αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 21, δεύτερο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, μέχρι να αποφανθεί το γαλλικό δικαστήριο επί της διεθνούς δικαιοδοσίας του ως προς τις εκκρεμούσες ενώπιόν του διαφορές.

50. Μετά από έφεση που άσκησαν οι τρεις αντασφαλίστριες εταιρίες κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Court of Appeal, το εν λόγω δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο να διευκρινίσει, μεταξύ άλλων, αν το άρθρο 21 έχει την έννοια ότι το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να αναστείλει τη διαδικασία, σε περίπτωση που κρίνει ότι δεν στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας, ή αν η διάταξη αυτή του επιτρέπει ή το υποχρεώνει, και κατά πόσον, να εξετάσει τη διεθνή δικαιοδοσία του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου  (29) .

51. Το Δικαστήριο απάντησε ότι, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως κατά την οποία το δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο διαθέτει αποκλειστική δικαιοδοσία προβλεπόμενη από τη Σύμβαση και ιδίως από το άρθρο της 16, το άρθρο 21 της Συμβάσεως έχει την έννοια ότι, όταν αμφισβητείται η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο, το δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο έχει μόνον τη δυνατότητα να αναστείλει τη διαδικασία, στην περίπτωση που δεν διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, χωρίς να μπορεί να εξετάσει το ίδιο τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο  (30) .

52. Από την απάντηση του Δικαστηρίου συνάγεται ότι το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο, το οποίο έχει αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία για την επίλυση της διαφοράς, ιδίως δυνάμει του άρθρου 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, δεν υποχρεούται να αναστείλει τη διαδικασία μέχρι το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του. Επομένως, το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο μπορεί να συνεχίσει την επί της ουσίας εξέταση της διαφοράς και να αποφανθεί επ' αυτής.

53. Στην παρούσα υπόθεση, η ανωτέρω απόφαση αποτελεί αντικείμενο διαφορετικής ερμηνείας εκ μέρους των συμμετεχόντων στη διαδικασία, επικεντρούμενη στο ζήτημα αν το άρθρο 17 μπορεί να αποτελέσει, όπως το άρθρο 16, παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Η Επιτροπή, η Ιταλική Κυβέρνηση και η MISAT υποστηρίζουν ότι η παρέκκλιση που δέχθηκε το Δικαστήριο στην ανωτέρω απόφαση δεν εφαρμόζεται ως προς το άρθρο 17 της εν λόγω Συμβάσεως.

54. Κατά την Επιτροπή, στην περίπτωση του άρθρου 16 η παρέκκλιση αυτή δικαιολογείται από τις διατάξεις του άρθρου 28, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, κατά τις οποίες αποφάσεις εκδοθείσες από δικαστήριο κατά παράβαση του άρθρου 16 δεν μπορούν να αναγνωριστούν σε κανένα άλλο συμβαλλόμενο κράτος. Θα ήταν επομένως άτοπο να υποχρεωθεί το δικαστήριο που έχει αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία, δυνάμει του άρθρου 16, να αναστείλει τη διαδικασία, διότι η απόφαση που θα εκδοθεί από το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο, το οποίο προϋποτίθεται ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας, δεν θα μπορούσε να αναπτύξει τις συνέπειές της παρά μόνον εντός του κράτους στο οποίο εκδόθηκε. Όμως, το άρθρο 28, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση κατά την οποία το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας, κατά την έννοια του άρθρου 17.

55. Κατά την Επιτροπή, εφόσον δεν μπορεί να αποκλεισθεί εντελώς το ενδεχόμενο το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο να καταλήξει σε διαφορετική εκτίμηση από το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο ως προς την ύπαρξη συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας, δεν αποκλείεται, αν το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο δεν αναστείλει τη διαδικασία, η έκδοση αντιφατικών επί της ουσίας αποφάσεων. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι διάδικοι θα περιέρχονταν στην κατάσταση που προβλέπει το άρθρο 27, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, κατά το οποίο οι εκδοθείσες σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος αποφάσεις δεν αναγνωρίζονται αν είναι ασυμβίβαστες με απόφαση εκδοθείσα μεταξύ των ιδίων διαδίκων στο κράτος αναγνωρίσεως, κατάσταση που αποσκοπεί, ακριβώς, να αποτρέψει το άρθρο 21.

56. Η Επιτροπή υπογραμμίζει, επίσης, ότι η κατά το άρθρο 17 διεθνής δικαιοδοσία έχει περιορισμένες συνέπειες σε σχέση με την απορρέουσα από το άρθρο 16, καθόσον οι διάδικοι δεν έχουν τη δυνατότητα μη εφαρμογής αυτού του άρθρου, ενώ, αντιθέτως, τους είναι, ανά πάσα στιγμή, δυνατό να καταργήσουν τη σύμβαση περί διεθνούς δικαιοδοσίας ή να παραιτηθούν από την εφαρμογή της. Πράγματι, κατά το άρθρο 18 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, αν ο εναγόμενος παραστεί ενώπιον του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, χωρίς να εγείρει ζήτημα ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του λόγω υπάρξεως συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας, το δικαστήριο αυτό μπορεί να εκδικάσει την υπόθεση.

57. Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή. Ακολουθώντας την άποψη της Gasser και του Ηνωμένου Βασιλείου, θεωρώ ότι το άρθρο 17 της Συμβάσεως των Βρυξελλών μπορεί να αποτελέσει παρέκκλιση από το άρθρο 21 της εν λόγω Συμβάσεως. Το συμπέρασμά μου αυτό το στηρίζω στις ακόλουθες σκέψεις. Πρώτον, τα δικαστήρια τα οριζόμενα δυνάμει συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας σύμφωνης προς το άρθρο 17 απολαύουν διεθνούς δικαιοδοσίας η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ως αποκλειστική. Δεύτερον, η άποψη κατά την οποία το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο υποχρεούται να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του άρθρου 21, έστω και αν έχει αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας, μπορεί να περιορίσει την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 17 και την ασφάλεια δικαίου που απορρέει εκ της διατάξεως αυτής. Τρίτον, μπορεί να περιοριστεί σημαντικά ο κίνδυνος εκδόσεως ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων.

58. Πρώτον, επιβάλλεται η εκ προοιμίου υπόμνηση ότι στην προαναφερθείσα απόφαση Overseas Union Insurance κ.λπ., το Δικαστήριο προέβλεψε παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο διαθέτει αποκλειστική δικαιοδοσία προβλεπόμενη από τη Σύμβαση και ιδίως από το άρθρο 16 αυτής. Η διατύπωση αυτής της παρεκκλίσεως δικαιολογεί, κατά την άποψή μου, δύο παρατηρήσεις. Η πρώτη είναι ότι με τη χρήση του επιρρήματος ιδίως, το Δικαστήριο επιθυμούσε να υπογραμμίσει ότι η παρέκκλιση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις αποκλειστικής δικαιοδοσίας που προβλέπει το άρθρο 16. Η δεύτερη είναι ότι το Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε, όπως θα μπορούσε να το πράξει, μόνο στις περιπτώσεις αποκλειστικής δικαιοδοσίας που καλύπτει το άρθρο 28, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, δηλαδή στη διεθνή δικαιοδοσία σε υποθέσεις ασφαλίσεων και σε συμβάσεις καταναλωτών ή ακόμα στην κατά το άρθρο 16 αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία. Συνεπώς, από κανένα σημείο της προαναφερθείσας αποφάσεως Overseas Union Insurance κ.λπ. δεν μπορεί να συναχθεί ότι η περίπτωση της κατά το άρθρο 17 διεθνούς δικαιοδοσίας αποκλείεται από την παρέκκλιση εκ των διατάξεων του άρθρου 21 που έχει δεχθεί το Δικαστήριο με την ανωτέρω απόφασή του.

59. Επιπροσθέτως, επιβάλεται να τονιστεί ότι το Δικαστήριο, εφόσον δεν είχε ερωτηθεί επί του ζητήματος αυτού, δεν διευκρίνισε τους λόγους που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν αυτή την παρέκκλιση. Κατά την άποψή μου, η παρέκκλιση αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί για τους ακόλουθους λόγους. Εφόσον το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο δεν μπορεί να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, δεν απαιτείται, σε μια τέτοια περίπτωση, να υποχρεωθεί το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο να αναστείλει τη διαδικασία. Δηλαδή, στην περίπτωση κατά την οποία το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο έχει αποκλειστική δικαιοδοσία, δεν υφίσταται περίπτωση εκκρεμοδικίας, καθόσον η εκκρεμοδικία προϋποθέτει ότι και τα δύο δικαστήρια που επιλαμβάνονται της αυτής διαφοράς έχουν, αμφότερα, δικαιοδοσία να επιληφθούν  (31) .

60. Ο δικαιολογητικός αυτός λόγος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στην περίπτωση του άρθρου 17 της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Πράγματι, όπως προκύπτει από το γράμμα του, το ή τα δικαστήρια, τα ορισθέντα από τους διαδίκους κατά τη διάταξη αυτή, έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία. Ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 18 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το άρθρο 17 σημαίνει ότι, όταν δύο συμβαλλόμενοι συνδέονται με σύμβαση περί διεθνούς δικαιοδοσίας σύμφωνη προς τις διατάξεις του, οποιοδήποτε άλλο δικαστήριο στο οποίο προσφεύγει ένας των συμβαλλομένων στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας, εκτός αν υπάρξει συναίνεση του εναγομένου. Συνεπώς, σε περίπτωση, όπως προφανώς η παρούσα, που ο εναγόμενος αμφισβητεί τη διεθνή δικαιοδοσία του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου στο οποίο προσέφυγε ο αντίδικός του κατά παράβαση συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας, το δικαστήριο αυτό οφείλει, ενόψει της υπάρξεως αυτής της ρήτρας, να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του. Κατά την έκθεση Schlosser  (32) , το δικαστήριο αυτό οφείλει, μάλιστα, να προβεί στη διαπίστωση αυτή αυτοδικαίως στην περίπτωση που δεν παραστεί ο εναγόμενος  (33) .

61. Σε μια τέτοια περίπτωση, η διεθνής δικαιοδοσία του οριζομένου με σχετική σύμβαση μεταξύ των διαδίκων δικαστηρίου αποκλείει πράγματι τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων που ορίζονται με τη Σύμβαση των Βρυξελλών, δυνάμει του γενικού κανόνα του άρθρου 2, καθώς και δυνάμει των κανόνων περί ειδικής διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπουν τα άρθρα 5 και 6  (34) . Συνεπώς, από αυτής της απόψεως, οι συνέπειες του άρθρου 17 προσομοιάζουν προς αυτές του άρθρου 16. Επομένως, μπορεί να είναι το ίδιο περιττό να επιβληθεί στο δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο η υποχρέωση αναστολής της διαδικασίας όταν η διεθνής δικαιοδοσία του απορρέει από το άρθρο 17, όπως και όταν απορρέει από το άρθρο 16.

62. Δεύτερον, μια τέτοια υποχρέωση θα μπορούσε να περιορίσει την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 17 και την εξ αυτού απορρέουσα ασφάλεια δικαίου.

63. Προκειμένου να εξεταστεί ποια είναι η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 17 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, επιβάλλεται να τονιστεί ότι σκοπός του άρθρου αυτού είναι να προβλέψει λόγο εκουσίας παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας. Συνεπώς, ο λόγος που επιτρέπει παρέκκλιση από τους κανόνες γενικής και ειδικής διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπει η Σύμβαση των Βρυξελλών στα άρθρα 2, 5 και 6 είναι η σύμπτωση της βουλήσεως των διαδίκων. Συνεπώς, η προϋπόθεση συναινέσεώς τους για την κατά παρέκκλιση απόδοση διεθνούς δικαιοδοσίας αποτελεί, κατά το πνεύμα αυτού του άρθρου, απαράβατο όρο. Προς τούτο, στις αποφάσεις που εξέδωσε στις 14 Δεκεμβρίου 1976, 24/76, Estasis Salotti  (35) και 25/76, Segoura  (36) , το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 17 της Συμβάσεως των Βρυξελλών επιβάλλει στο επιληφθέν δικαστήριο την υποχρέωση να εξετάσει αν η ρήτρα που προβλέπει τη διεθνή δικαιοδοσία του αποτέλεσε πράγματι αντικείμενο συναινέσεως των διαδίκων  (37) .

64. Η συναίνεση αυτή των διαδίκων αποτελεί, επίσης, το θεμέλιο των συμβάσεων περί διεθνούς δικαιοδοσίας που συνάπτονται κατά τις επικρατούσες στο διεθνές εμπόριο συνήθειες. Ως γνωστόν, η αναφορά αυτή στις κρατούσες στο διεθνές εμπόριο συνήθειες προστέθηκε με τη Σύμβαση Προσχωρήσεως του 1978, προκειμένου να καταστούν ελαστικότερες οι τυπικές προϋποθέσεις που αρχικώς προέβλεπε η Σύμβαση των Βρυξελλών, δηλαδή ο τύπος της γραπτής συμβάσεως ή της προφορικής συμβάσεως με γραπτή επιβεβαίωση  (38) . Πάντως, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, καίτοι οι προϋποθέσεις κατέστησαν ελαστικότερες, η ύπαρξη συναινέσεως εξακολουθεί να αποτελεί έναν από τους σκοπούς του άρθρου 17. Η απαίτηση αυτή περί του υποστατού της συναινέσεως δικαιολογείται για λόγους προστασίας του ασθενέστερου συμβαλλομένου, ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο ρήτρες περί διεθνούς δικαιοδοσίας περιλαμβανόμενες σε κείμενο συμβάσεως που συντάσσει ένας των συμβαλλομένων να μην γίνουν αντιληπτές από τον έτερο  (39) . Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι τεκμαίρεται υπάρχουσα η συναίνεση των συμβαλλομένων για τη ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας όταν η συμπεριφορά τους αντιστοιχεί στις συνήθειες που διέπουν τον τομέα διεθνούς εμπορίου στον οποίο δραστηριοποιούνται και τις οποίες γνωρίζουν ή τεκμαίρεται ότι γνωρίζουν  (40) .

65. Κατά συνέπεια, το άρθρο 17 καθιερώνει την αυτονομία της βουλήσεως των συμβαλλομένων, παρέχοντας αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία στα δικαστήρια που αυτοί ορίζουν, κατά παρέκκλιση από τους περί διεθνούς δικαιοδοσίας κανόνες της Συμβάσεως των Βρυξελλών, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του τέταρτου εδαφίου αυτού του άρθρου. Όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο, σκοπός του άρθρου 17 είναι να καθορίσει, κατά τρόπο σαφή και ακριβή, ένα δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους που να είναι αποκλειστικώς αρμόδιο σύμφωνα με τη σύμπτωση βουλήσεως των μερών, εκφραζόμενη σύμφωνα με τις οριζόμενες στη διάταξη αυτή αυστηρές τυπικές προϋποθέσεις  (41) . Διά του τρόπου αυτού, το άρθρο 17 επιδιώκει την ασφάλεια δικαίου, παρέχοντας στους διαδίκους τη δυνατότητα να καθορίζουν ποιο δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία.

66. Κατ' αυτόν τον τρόπο, το άρθρο 17 εντάσσεται απολύτως στο πλέγμα των σκοπών που επιδιώκει η Σύμβαση των Βρυξελλών. Πράγματι, σύμφωνα με πάγια νομολογία, σκοπός της Συμβάσεως είναι η ενοποίηση των κανόνων περί διεθνούς δικαιοδοσίας των συμβαλλομένων κρατών και η αποφυγή, στο μέτρο του δυνατού, της αύξησης των αρμοδίων ─για την ίδια έννομη σχέση─ δικαστηρίων και η ενίσχυση της έννομης προστασίας των εγκατεστημένων στην Κοινότητα προσώπων, παρέχοντας τη δυνατότητα, αφενός, στον ενάγοντα να εντοπίζει ευκόλως το δικαστήριο στο οποίο μπορεί να προσφύγει και, αφετέρου, στον εναγόμενο να προβλέπει λογικώς το δικαστήριο ενώπιον του οποίου μπορεί να εναχθεί  (42) .

67. Αν, όμως, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το έχον αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία δικαστήριο υποχρεωθεί να αναστείλει τη διαδικασία μέχρι το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, θα εξασθενούσε σοβαρά η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 17 και, κατά προέκταση, η επιδιωκόμενη με τη διάταξη αυτή ασφάλεια δικαίου. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, ο διάδικος ο οποίος, κατά παράβαση των υποχρεώσεών του εκ της συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας, ασκεί πρώτος αγωγή ενώπιον δικαστηρίου που γνωρίζει ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας, θα μπορούσε καταχρηστικώς να καθυστερήσει την επίλυση της επί της ουσίας διαφοράς, ως προς την οποία γνωρίζει ότι θα είναι δυσμενής για αυτόν. Κατ' αυτόν τον τρόπο, ο διάδικος ο οποίος παραβιάζει τις υποχρεώσεις του προσφεύγοντας σε δικαστήριο διαφορετικό από εκείνο που ορίζει η σύμβαση περί διεθνούς δικαιοδοσίας θα μπορούσε να αποκομίσει όφελος από την παραβίαση των υποχρεώσεών του.

68. Μια τέτοια συνέπεια θα ήταν απαράδεκτη από απόψεως αρχών και θα μπορούσε να ενθαρρύνει την επίδειξη αναβλητικής συμπεριφοράς. Διάδικος που επιθυμεί να καθυστερήσει την επί της ουσίας επίλυση της διαφοράς, θα μπορούσε να αναλάβει την πρωτοβουλία και να ασκήσει αυτός αγωγή ενώπιον μη έχοντος διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίου, η ενώπιον του οποίου παράσταση δυσχεραίνει τον αντίδικο, με σκοπό να παραλύσει οποιαδήποτε αγωγή πηγάζει επί της ιδίας αυτής συμβάσεως μέχρι το επιληφθέν δικαστήριο να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του. Συμφωνώ επί του σημείου αυτού με την άποψη της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, κατά την οποία ο κίνδυνος αυτός πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά μείζονα λόγο επειδή οι έννομες τάξεις των συμβαλλομένων κρατών προβλέπουν, κατά κανόνα, τη δυνατότητα ασκήσεως αγωγής περί διαπιστώσεως της ελλείψεως οποιασδήποτε υποχρεώσεως.

69. Αντιθέτως προς την άποψη της Επιτροπής, φρονώ ότι το πρόβλημα αυτό δεν οφείλεται μόνο στην εσωτερική οργάνωση των δικαστηρίων των διαφόρων κρατών μελών και στην ταχύτητα με την οποία τα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται κατά παράβαση συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας είναι σε θέση να εκδώσουν απόφαση ως προς τη διεθνή δικαιοδοσία τους. Πράγματι, ασχέτως της ταχύτητας εκδόσεως μιας τέτοιας αποφάσεως, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι ο ενάγων έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα παροχής ενδίκου προστασίας της εσωτερικής νομοθεσίας προκειμένου να καθυστερήσει τη στιγμή που η απόφαση περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του εν λόγω δικαστηρίου θα προσλάβει αμετάκλητο χαρακτήρα. Συνεπώς, φρονώ ότι το πρόβλημα ανακύπτει, κυρίως, από την ερμηνεία της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

70. Προς τούτο, προτείνω στο Δικαστήριο να επιλέξει τη λύση που διασφαλίζει την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 17 και τη δι' αυτού επιδιωκόμενη ασφάλεια δικαίου. Εξάλλου, θεωρώ ότι μια τέτοια λύση εντάσσεται στη νομολογία περί ερμηνείας αυτού του άρθρου, κατά την οποία η ερμηνεία αυτή πρέπει να κατατείνει στον σεβασμό της βουλήσεως των συμβαλλομένων. Ειδικότερα, στην απόφαση της 24ης Ιουνίου 1981, 150/80, Elefanten Schuh  (43) , το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η νομοθεσία ενός συμβαλλομένου κράτους δεν δύναται να κλονίσει το κύρος μιας συμφωνίας περί παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας για τον λόγο και μόνον ότι η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε δεν είναι εκείνη που επιτάσσει η εν λόγω νομοθεσία. Πλέον προσφάτως, στην προαναφερθείσα απόφαση Benincasa, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους το οριζόμενο βάσει συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας εγκύρως συναφθείσας ενόψει του άρθρου 17 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, έχει, επίσης, αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία όταν σκοπός της αγωγής είναι η διαπίστωση της ακυρότητας της συμβάσεως που περιέχει τη ρήτρα περί διεθνούς δικαιοδοσίας. Κατά το Δικαστήριο, η επιδιωκόμενη με τη διάταξη αυτή ασφάλεια δικαίου θα μπορούσε εύκολα να θιγεί, αν αναγνωριζόταν σε συμβαλλόμενο μέρος η δυνατότητα να καταστήσει ανενεργό τον κανόνα αυτό της συμβάσεως, απλώς και μόνο με τον ισχυρισμό της ακυρότητας του συνόλου της συμβάσεως για λόγους που αντλούνται από το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο  (44) .

71. Εξάλλου, η ερμηνεία αυτή έχει το πλεονέκτημα ότι λαμβάνει υπόψη τις απαιτήσεις του διεθνούς εμπορίου. Συμμερίζομαι την άποψη της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου ότι η ομαλή εξέλιξη των διεθνών εμπορικών σχέσεων προϋποθέτει το να μπορούν οι επιχειρήσεις να εμπιστεύονται τις συμβάσεις που έχουν συνάψει. Η απαίτηση αυτή περιλαμβάνει και τις συμβάσεις με τις οποίες οι συμβαλλόμενοι καθορίζουν τα δικαστήρια που θα έχουν διεθνή δικαιοδοσία να τάμουν τις διαφορές που ανακύπτουν στο πλαίσιο της εκτελέσεως των αμοιβαίων υποχρεώσεών τους. Τέλος, δεν αμφισβητείται ότι τυχόν καθυστερήσεις στην επίλυση τέτοιου είδους διαφορών μπορεί να προκαλέσουν σημαντικές ζημίες στους επιχειρηματίες, ιδίως όταν η διαφορά έχει ως αντικείμενο την εξόφληση τιμολογίων μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Από αυτής της απόψεως, επίσης, η λύση που προτείνω συνάδει με τις προθέσεις των συντακτών της Συμβάσεως των Βρυξελλών, οι οποίοι ακριβώς για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις του διεθνούς εμπορίου, κατέστησαν, με τη μεταρρύθμιση του 1978, περισσότερο ελαστικούς τους σχετικούς με τον τύπο κανόνες του άρθρου 17, προσθέτοντας στους δύο αρχικώς προβλεπόμενους κανόνες τις συνήθειες του διεθνούς εμπορίου  (45) . Αποδεχόμενο τη δυνατότητα του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, στην περίπτωση που αυτό έχει αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει σχετικής συμβάσεως, να συνεχίσει την εκδίκαση της διαφοράς επί της ουσίας, χωρίς να αναμένει να διαπιστώσει το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, το Δικαστήριο θα διευκολύνει ασφαλώς την εφαρμογή ρητρών διεθνούς δικαιοδοσίας περιλαμβανομένων σε συμβάσεις ή σε έγγραφα εκδιδόμενα στο πλαίσιο των συμβατικών σχέσεων, όπως τα τιμολόγια.

72. Τρίτον, φρονώ ότι μπορεί σοβαρώς να περιοριστεί ο κίνδυνος εκδόσεως ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων.

73. Προς αποτροπή αυτού του κινδύνου, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου προτείνει στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο, η διεθνής δικαιοδοσίας του οποίου αμφισβητείται δυνάμει ρήτρας περί διεθνούς δικαιοδοσίας, οφείλει να αναστείλει τη διαδικασία μέχρι το οριζόμενο με τη ρήτρα αυτή δικαστήριο, το οποίο επελήφθη δεύτερο, να διαπιστώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του.

74. Δεν συμφωνώ με μια τέτοια λύση. Φρονώ ότι θα μπορούσε αυτή να ευνοήσει την ίδια αναβλητική συμπεριφορά που προσπαθούμε να αποτρέψουμε. Πράγματι, θα παρείχε τη δυνατότητα σε ένα αδίστακτο διάδικο να αμφισβητήσει τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου έχει εναχθεί βάσει των άρθρων 2, 5 ή 6 Συμβάσεως των Βρυξελλών, επικαλούμενος ψευδώς την ύπαρξη συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας και να ασκήσει αγωγή ενώπιον του προβαλλομένου ως οριζομένου με σύμβαση περί διεθνούς δικαιοδοσίας δικαστηρίου, προκειμένου να καθυστερήσει, με την αναβλητική συμπεριφορά του, την επίλυση της διαφοράς, μέχρι το δικαστήριο αυτό να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του.

75. Πράγματι, ο κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών μεταξύ τους αποφάσεων και, κατά συνέπεια, οι εξ αυτού του λόγου δυσχέρειες αναγνωρίσεως και εκτελέσεως, συνδέονται αναπόσπαστα με οποιαδήποτε παρέκκλιση από το άρθρο 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Ο κίνδυνος αυτός υφίσταται, επίσης, στην περίπτωση του άρθρου 16. Ειδικότερα, αφενός, το ζήτημα αν η διαφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου μπορεί, επίσης, να αποτελέσει αντικείμενο αντιφατικών εκτιμήσεων των δύο επιληφθέντων δικαστηρίων  (46) . Αφετέρου, αν το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο διαπιστώσει την ύπαρξη διεθνούς δικαιοδοσίας του και εκδώσει επί της ουσίας απόφαση ασυμβίβαστη με εκείνη του δεύτερου επιληφθέντος δικαστηρίου, το οποίο έχει αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 16, η απόφαση αυτή δεν θα μπορέσει να τύχει αναγνωρίσεως εντός του συμβαλλομένου κράτους του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, τούτο δε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 27, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

76. Συνεπώς, το γεγονός ότι η διαπίστωση υπάρξεως συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας, ιδίως συναφθείσας κατά τους τύπους που προβλέπει το άρθρο 17, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ΄, μπορεί, ενίοτε, να απαιτήσει τη διεξαγωγή περίπλοκης έρευνας δεν νομίζω ότι μπορεί να δικαιολογήσει, κατά τρόπο γενικό, τον αποκλεισμό του άρθρου 17 από την παρέκκλιση που έχει δεχθεί το Δικαστήριο για το άρθρο 21. Το ίδιο ισχύει, κατά τη γνώμη μου, αναφορικά με το γεγονός ότι το άρθρο 28 της Συμβάσεως των Βρυξελλών δεν καλύπτει το άρθρο 17, με αποτέλεσμα η αναγνώριση και η εκτέλεση σε άλλα συμβαλλόμενα κράτη της εκδοθείσας από το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο αποφάσεως, το οποίο έχει αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει αυτού του άρθρου, θα μπορούσε να καταστεί δυσχερής με την έκδοση αντιφατικής αποφάσεως του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, στην περίπτωση που αυτή εκδοθεί προγενεστέρως.

77. Εκείνο που έχει, κατά την άποψή μου, σημασία είναι να περιοριστεί σοβαρώς ο κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών μεταξύ τους αποφάσεων. Πιστεύω ότι είναι απολύτως δυνατός ο περιορισμός ενός τέτοιου κινδύνου, εφόσον, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα επιληφθέντα δικαστήρια οφείλουν να εκτιμήσουν το κύρος μιας συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας σύμφωνα με τις ίδιες αρχές και τους αυτούς όρους και με την προϋπόθεση ότι το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο δεν θα αποστεί από τις διατάξεις του άρθρου 21 παρά μόνον αφού εξετάσει με ιδιαίτερα αυστηρό τρόπο την αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία του.

78. Ως προς το πρώτο ζήτημα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η έννοια της συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να θεωρηθεί ως αυτοτελής έννοια  (47) . Συνεπώς, οι προϋποθέσεις κύρους, από πλευράς τύπου και ουσίας, που πρέπει να πληρούν οι συμβάσεις περί διεθνούς δικαιοδοσίας, πρέπει να εκτιμώνται αποκλειστικώς βάσει των απαιτήσεων του άρθρου 17. Ο κανόνας αυτός έχει ρητώς διατυπωθεί όσον αφορά την εκτίμηση του κύρους από τυπικής απόψεως  (48) . Όσον αφορά τους κανόνες περί της ουσίας, η σχετική απαίτηση προκύπτει από τις αποφάσεις στις οποίες το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η έννοια της συμβάσεως απαιτεί τη δήλωση της πραγματικής συναινέσεως των συμβαλλομένων  (49) . Επιβεβαιώθηκε δε, κατά την άποψή μου, με την προαναφερθείσα απόφαση Benincasa, στην οποία το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι μια ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας, η οποία εξυπηρετεί δικονομικούς σκοπούς, διέπεται από τις διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών, οι οποίες σκοπούν στη δημιουργία ενιαίων κανόνων δικαστικής διεθνούς δικαιοδοσίας  (50) .

79. Η νομολογία αυτή επεκτάθηκε και στις συνήθειες του διεθνούς εμπορίου. Πράγματι, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι συνήθειες αυτές στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 17 δεν επιτρέπεται να παραμεριστούν με διατάξεις εθνικής νομοθεσίας οι οποίες θα επέβαλλαν την τήρηση συμπληρωματικών προϋποθέσεων ως προς τον τύπο, πέραν εκείνων που γίνονται δεκτές στον αντίστοιχο κλάδο του διεθνούς εμπορίου  (51) . Ομοίως, όπως υπογραμμίζει το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο έχει επίσης προσδιορίσει τα αντικειμενικά εκείνα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνει υπόψη του το εθνικό δικαστήριο προκειμένου να εξετάσει την ύπαρξη μιας συνήθειας στον κλάδο του διεθνούς εμπορίου στον οποίο δραστηριοποιούνται οι συμβαλλόμενοι, καθώς και την πραγματική ή τεκμαιρώμενη γνώση των συνηθειών αυτών από τους συμβαλλόμενους  (52) .

80. Συνεπώς, ο κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων ως προς το κύρος συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας θα περιοριστεί έτι περαιτέρω αν το Δικαστήριο διευκρινίσει τις προϋποθέσεις που θέτει σχετικώς το άρθρο 17 της Συμβάσεως των Βρυξελλών  (53) .

81. Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, φρονώ ότι το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο δεν πρέπει να έχει τη δυνατότητα να παρεκκλίνει από τις διατάξεις του άρθρου 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών παρά μόνον αφού εξετάσει, με ιδιαίτερη αυστηρότητα, αν πράγματι διαθέτει αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει σχετικής συμβάσεως. Συνεπώς, θα πρέπει να ελέγξει το κατά πόσον η συγκεκριμένη σύμβαση περί διεθνούς δικαιοδοσίας ανταποκρίνεται στις επιταγές του άρθρου 17. Πέραν των όρων που προεκτέθηκαν, πρέπει να εξετάσει αν πράγματι η σύμβαση αυτή αφορά διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, κατά το άρθρο 17, πρώτο εδάφιο, και ότι δεν παρεκκλίνει από τους κανόνες περί αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 16 και από τις διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών περί ασφαλίσεων και συμβάσεων καταναλωτών. Τέλος, το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο πρέπει να εξετάσει αν η σύμβαση περί διεθνούς δικαιοδοσίας καλύπτει πράγματι τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί. Αν έχει αμφιβολίες ως προς το κύρος της συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας ή ως προς το πεδίο εφαρμογής της, το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο οφείλει να αναστείλει τη διαδικασία, όπως προβλέπει το άρθρο 21.

82. Η λύση αυτή, κατά την οποία το άρθρο 17 της Συμβάσεως των Βρυξελλών μπορεί να αποτελέσει παρέκκλιση από το άρθρο 21 μόνον όταν δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς τη διεθνή δικαιοδοσία του δεύτερου επιληφθέντος δικαστηρίου έχει το πλεονέκτημα ότι λαμβάνει υπόψη τις απαιτήσεις του διεθνούς εμπορίου και ότι θέτει τους επιχειρηματίες ενώπιον των ευθυνών τους καθόσον τους παροτρύνει να συνάπτουν συμβάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας οι οποίες να μην αφήνουν αμφιβολίες ως προς το κύρος τους και το πεδίο εφαρμογής τους. Η λύση αυτή θα μπορούσε να παρακινήσει τους εκπροσώπους των επιχειρηματιών να διαπραγματεύονται όρους παρομοίων συμβάσεων που να είναι σαφείς και να χρησιμοποιούνται ευρέως στον οικείο κλάδο δραστηριότητας.

83. Ενόψει των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα την απάντηση ότι το άρθρο 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών έχει την έννοια ότι το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο, το οποίο έχει αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει σχετικής συμβάσεως, μπορεί, κατά παρέκκλιση από το εν λόγω άρθρο, να αποφανθεί επί της διαφοράς χωρίς να αναμένει την εκ μέρους του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου διαπίστωση της ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του, όταν δεν υφίσταται κανένα περιθώριο αμφιβολίας ως προς τη διεθνή δικαιοδοσία του δεύτερου επιληφθέντος δικαστηρίου.

Γ ─
Επί του τρίτου και του τέταρτου έως έκτου προδικαστικών ερωτημάτων

84. Με το τρίτο προδικαστικό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, ουσιαστικώς, αν το άρθρο 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών έχει την έννοια ότι δικαιολογείται παρέκκλιση από τις διατάξεις του στην περίπτωση κατά την οποία, κατά κανόνα, η διάρκεια των δικών ενώπιον των δικαστηρίων του συμβαλλομένου κράτους του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου είναι υπερβολικά μεγάλη.

85. Το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι υπέβαλε το ερώτημα αυτό λόγω των επιχειρημάτων που προέβαλε η Gasser, κατά τα οποία, στις λατινικές χώρες, όπως η Ιταλία, η Ελλάδα και η Γαλλία, η μέση διάρκεια των δικών είναι υπερβολικά μεγάλη, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (στο εξής: ΕΣΔΑ).

86. Η Επιτροπή διατυπώνει αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος και, κατά συνέπεια, των επομένων ερωτημάτων, που είναι συναφή προς αυτό, επειδή το αιτούν δικαστήριο δεν προσκόμισε συγκεκριμένα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι το Tribunale civile e penale di Roma παρέβη, εν προκειμένω, τις διατάξεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.

87. Δεν συμφωνώ προς την άποψη αυτή. Φρονώ ότι με το ερώτημα αυτό το αιτούν δικαστήριο δεν αναφέρεται στην αγωγή που άσκησε η MISAT ενώπιον του Tribunale civile e penale di Roma. Το ερώτημα αυτό σαφώς αφορά το αν, λόγω της υπερβολικά μεγάλης μέσης διάρκειας των δικών ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο μπορεί να παρεκκλίνει από τις διατάξεις του άρθρου 21. Συνεπώς, για να μπορέσει το Δικαστήριο να δώσει χρήσιμη απάντηση στο ερώτημα αυτό, το οποίο αφορά διάταξη της Συμβάσεως των Βρυξελλών και είναι κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, δεν ήταν απαραίτητο το αιτούν δικαστήριο να παράσχει στοιχεία σχετικά με την εξέλιξη της διαδικασίας ενώπιον του Tribunale civile e penale di Roma.

88. Αντιθέτως, συμφωνώ με την Επιτροπή ως προς την απάντηση που πρέπει να δοθεί επί της ουσίας αυτού του ερωτήματος. Πράγματι, δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθεί σοβαρά το ενδεχόμενο μη εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών με το αιτιολογικό ότι το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο ανήκει σε κράτος στο οποίο η διάρκεια των δικών είναι υπερβολικά μεγάλη. Θα ήταν σαν να γινόταν δεκτό ότι οι κανόνες περί εκκρεμοδικίας δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο ανήκει σε ορισμένα κράτη μέλη.

89. Μια τέτοια ερμηνεία θα ήταν προφανώς αντίθετη προς την οικονομία και τα ερείσματα της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Πράγματι, η Σύμβαση αυτή δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη δυνάμει της οποίας οι κανόνες της και, ειδικότερα, οι κανόνες του άρθρου 21 παύουν να εφαρμόζονται λόγω της διάρκειας των δικών ενώπιον των δικαστηρίων συμβαλλομένου κράτους. Εξάλλου, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι έρεισμα της Συμβάσεως των Βρυξελλών αποτελεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη των συμβαλλομένων κρατών στα νομικά τους συστήματα και στα δικαστήριά τους  (54) . Επ' αυτού του ερείσματος της εμπιστοσύνης η Σύμβαση των Βρυξελλών οικοδομεί ένα δεσμευτικό σύστημα διεθνούς δικαιοδοσίας που οφείλουν να τηρούν όλα τα δικαστήρια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της. Η εμπιστοσύνη αυτή, εξάλλου, επιτρέπει στα συμβαλλόμενα κράτη να παραιτούνται από τους εσωτερικούς τους κανόνες περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών αποφάσεων, εφαρμόζοντας έναν απλουστευμένο μηχανισμό αναγνωρίσεως και εκτελέσεως. Συνιστά, επομένως, το έρεισμα επί του οποίου στηρίζεται η ασφάλεια δικαίου που σκοπεί να διασφαλίσει η Σύμβαση, διά της παροχής στους διαδίκους της δυνατότητας να προβλέπουν με βεβαιότητα το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία.

90. Ενόψει των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ότι το άρθρο 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπεται παρέκκλιση από τις διατάξεις του στην περίπτωση κατά την οποία η διάρκεια των δικών ενώπιον των δικαστηρίων του συμβαλλομένου κράτους του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου είναι, κατά κανόνα, υπερβολικά μεγάλη.

91. Ενόψει αυτής της απαντήσεως, παρέλκει απάντηση στο τέταρτο έως έκτο ερώτημα. Πράγματι, τα ερωτήματα αυτά στηρίζονται στην προϋπόθεση καταφατικής απαντήσεως στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα. Ειδικότερα, με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν ο ιταλικός νόμος 89, της 24ης Μαρτίου 2001, περί αποζημιώσεως λόγω καταχρηστικώς μεγάλης διάρκειας της δίκης, δικαιολογεί, παρά ταύτα, εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Με το πέμπτο και έκτο ερώτημα, όπως τα αντιλαμβάνομαι, ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα, υπό ποιες προϋποθέσεις και κατά ποιο τρόπο το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο μπορεί να παρεκκλίνει από τις διατάξεις αυτού του άρθρου.

V ─ Πρόταση

92. Ενόψει των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στα ερωτήματα του Oberlandesgericht Innsbruck τις ακόλουθες απαντήσεις:

1) Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να αποφασίσει αν θα υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα στηριζόμενο επί των ισχυρισμών ενός διαδίκου ή αν απαιτείται να εξετάσει, προηγουμένως, την ακρίβεια αυτού του ισχυρισμού. Εναπόκειται, πάντως, στο εθνικό δικαστήριο να παράσχει στο Δικαστήριο τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που θα του επιτρέψουν να δώσει απάντηση χρήσιμη για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, καθώς επίσης και να προσδιορίσει τους λόγους για τους οποίους κρίνει ότι απαιτείται απάντηση στα ερωτήματα αυτά.

2) Το άρθρο 21 της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών) έχει την έννοια ότι το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο, το οποίο έχει αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει σχετικής συμβάσεως, μπορεί, κατά παρέκκλιση από το εν λόγω άρθρο, να αποφανθεί επί της διαφοράς χωρίς να αναμένει την εκ μέρους του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου διαπίστωση της ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του, όταν δεν υφίσταται κανένα περιθώριο αμφιβολίας ως προς τη διεθνή δικαιοδοσία του δεύτερου επιληφθέντος δικαστηρίου.

3) Το άρθρο 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπεται παρέκκλιση από τις διατάξεις του στην περίπτωση κατά την οποία η διάρκεια των δικών ενώπιον των δικαστηρίων του συμβαλλομένου κράτους του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου είναι, κατά κανόνα, υπερβολικά μεγάλη.


1
Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2
(ΕΕ 1982, L 388, σ. 7). Σύμβαση τροποποιηθείσα με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (ΕΕ 1982, L 388, σ. 24), με τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΕΕ 1982, L 388, σ. 1), με τη Σύμβαση της 26ης Μαΐου 1989 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας (ΕΕ 1989, L 285, σ. 1) και με τη Σύμβαση της 29ης Νοεμβρίου 1996 για την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας (ΕΕ 1997, C 15, σ. 1, στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών).


3
Στο εξής: Gasser.


4
Στο εξής: MISAT.


5
Συλλογή 1997, σ. Ι-911.


6
ΕΕ 1998, C 27, σ. 1, όπως τροποποιήθηκε με τις συμβάσεις προσχωρήσεως.


7
Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro στην υπόθεση Kleinwort Benson (απόφαση της 28ης Μαρτίου 1995, C-346/93, Συλλογή 1995, σ. Ι-615, σκέψη 17).


8
Βλ. αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 1997, C-220/95, Van den Boogaard (Συλλογή 1997, σ. Ι-1147, σκέψη 16)· της 20ής Μαρτίου 1997, C-295/95, Farrell (Συλλογή 1997, σ. Ι-1683, σκέψη 11)· της 16ης Μαρτίου 1999, C-159/97, Castelletti (Συλλογή 1999, σ. Ι-1597, σκέψη 14), και της 8ης Μαΐου 2003, C-111/01, Gatner Electronic (που δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 38).


9
Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 29ης Νοεμβρίου 1978, 83/78, Pigs Marketing Board (Συλλογή τόμος 1978, σ. 739, σκέψη 25)· της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman (Συλλογή 1995, σ. I-4921, σκέψη 59), και της 22ας Μαΐου 2003, C-18/01, Korhonen κ.λπ. (που δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 19). Βλ., επίσης, όσον αφορά τη Σύμβαση των Βρυξελλών, την προαναφερθείσα απόφαση Castelleti (σκέψη 14).


10
Βλ. αποφάσεις της 10ης Μαρτίου 1981, 36/80 και 71/80, Irish Creamery Milk Suppliers Association κ.λπ. (Συλλογή 1981, σ. 735, σκέψη 7)· της 10ης Ιουλίου 1984, 72/83, Campus Oil (Συλλογή 1984, σ. 2727, σκέψη 10)· της 11ης Ιουνίου 1987, 14/86, Pretore di Salò (Συλλογή 1987, σ. 2545, σκέψη 11)· της 19ης Νοεμβρίου 1998, C-66/96, Høj Pedersen κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. I-7327, σκέψη 46), και της 30ής Μαρτίου 2000, C-236/98, JämO (Συλλογή 2000, σ. I-2189, σκέψη 32).


11
Βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις Bosman (σκέψη 59) και Gantner Electronic (σκέψη 35).


12
Βλ. αποφάσεις της 11ης Μαρτίου 1980, 104/79, Foglia (Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 403, σκέψη 11)· της 16ης Δεκεμβρίου 1981, 244/80, Foglia (Συλλογή 1981, σ. 3045, σκέψη 18)· της 3ης Φεβρουαρίου 1983, 149/82, Robards (Συλλογή 1983, σ. 171, σκέψη 19)· της 16ης Ιουλίου 1992, C-83/91, Meilicke (Συλλογή 1992, σ. Ι-4871, σκέψη 25), και της 10ης Δεκεμβρίου 2002, C-153/00, der Weduwe (Συλλογή 2002, σ. Ι-11319, σκέψεις 32 και 33).


13
Βλ. αποφάσεις Irish Creamery Milk Suppliers Association κ.λπ., προαναφερθείσα (σκέψη 6)· της 16ης Ιουλίου 1992, C-343/90, Lourenço Dias (Συλλογή 1992, σ. I-4673, σκέψη 19)· καθώς και τις προαναφερθείσες αποφάσεις Meilicke (σκέψη 26)· Høj Pedersen κ.λπ. (σκέψη 45), και JämO, (σκέψη 31). Βάσει μιας πάγιας πλέον νομολογίας η ανάγκη να δοθεί ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που να είναι χρήσιμη για το εθνικό δικαστήριο απαιτεί όπως το εθνικό δικαστήριο καθορίζει το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται τα ερωτήματα που υποβάλλει ή, τουλάχιστον, εξηγεί τις πραγματικές περιστάσεις επί των οποίων στηρίζονται τα ερωτήματα αυτά. Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 26ης Ιανουαρίου 1993, C-320/90 έως C-322/90, Telemarsicabruzzo κ.λπ. (Συλλογή 1993, σ. Ι-393, σκέψη 6), και της 21ης Σεπτεμβρίου 2000, C-109/99, ABBOI (Συλλογή 2000, σ. I-7247, σκέψη 42).


14
Βλ. αποφάσεις της 12ης Ιουνίου 1986, 98/85, 162/85 και 258/85, Bertini κ.λπ. (Συλλογή 1986, σ. 1885, σκέψη 6), και Lourenço Dias, προαναφερθείσα (σκέψη 19).


15
Συλογή 1993, σ. Ι-5535.


16
Προαναφερθείσα απόφαση Enderby (σκέψη 11).


17
Όπ.π. (σκέψη 12).


18
Στην υπόθεση αυτή, το Arbetsdomstolen υπέβαλε στο Δικαστήριο σειρά προδικαστικών ερωτημάτων με τα οποία ζητούσε να διευκρινιστεί αν εργοδότης είχε καταβάλει σε μαίες αμοιβές μικρότερες από εκείνες ενός τεχνικού κλινικής, χωρίς να έχει αποφανθεί επί του ζητήματος του ισοδύναμου χαρακτήρα της εργασίας των δύο αυτών κατηγοριών εργαζομένων.


19
Σκέψη 32.


20
Σκέψη 29.


21
Βλ. απόφαση της 27ης Ιουνίου 1991, C-351/89, Overseas Union Insurance κ.λπ. (Συλλογή 1991, σ. Ι-3317, σκέψη 16).


22
Συλλογή 1987, σ. 4861.


23
Σκέψεις 15 έως 17. Επρόκειτο, αφενός, για αγωγή με αίτημα να κριθεί ως άνευ αποτελέσματος και, επικουρικώς, να ακυρωθεί σύμβαση περί πωλήσεως μηχανήματος, και, αφετέρου, για αγωγή διώκουσα την καταβολή του τιμήματος για το μηχάνημα αυτό.


24
Σκέψη 16.


25
Συλλογή 1994, σ. I-5439.


26
Σκέψη 45.


27
Σκέψη 25.


28
Στο εξής: New Hampshire.


29
Για την πληρέστερη κατανόηση του υποβληθέντος ερωτήματος επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι το άρθρο 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, όπως είχε εφαρμογή επί της υποθέσεως εκείνης, όριζε τα ακόλουθα: Αν έχουν ασκηθεί αγωγές με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία μεταξύ των ίδιων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων συμβαλλόμενων κρατών, κάθε δικαστήριο, εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί, οφείλει, ακόμα και αυτεπάγγελτα, να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του υπέρ του πρώτου. Το δικαστήριο που οφείλει να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία αν η διεθνής δικαιοδοσία του άλλου δικαστηρίου αμφισβητείται. Η νέα διατύπωση του άρθρου 21, κατά την οποία, σε περίπτωση εκκρεμοδικίας, το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο αναστέλλει τη διαδικασία του μέχρι να διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, ουδόλως μεταβάλλει τις συνέπειες που απορρέουν από την απόφαση Overseas Union Insurance κ.λπ., προαναφερθείσα, για την απάντηση που πρέπει να δοθεί στην παρούσα υπόθεση. Η νέα αυτή διατύπωση, η οποία απορρέει από τη σύμβαση προσχωρήσεως του 1989, δεν μεταβάλλει την έννοια και το περιεχόμενο του εν λόγω άρθρου, αλλά αποσκοπεί να διασφαλίσει ότι το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο δεν θα κρίνει ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας πριν βεβαιωθεί ότι το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο έχει πράγματι διεθνή δικαιοδοσία για την επίλυση της διαφοράς, προκειμένου να αποφευχθούν αρνητικές συγκρούσεις αρμοδιότητας.


30
Σκέψη 26.


31
Βλ., σχετικώς, Gaudemet─Tallon, H., Compétence et exécution des jugements en Europe , L.G.D.J., τρίτη έκδοση 2002, σημεία 323 και 324.


32
Έκθεση Schlosser επί της συμβάσεως για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας στη σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθώς και στο πρωτόκολλο για την ερμηνεία της συμβάσεως από το Δικαστήριο (JO 1979, C 59, σ. 71).


33
Σημείο 22.


34
Βλ, υπ' αυτήν την έννοια, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1978, 23/78, Meeth (Συλλογή τόμος 1978, σ. 637, σκέψη 5).


35
Συλλογή τόμος 1876, σ. 653.


36
Συλλογή τόμος 1976, σ. 669.


37
Στις σκέψεις 7 και 6, αντιστοίχως.


38
Βλ., ως υπόμνηση των διαδοχικών τροποποιήσεων του άρθρου 17 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, από της αρχικής διατυπώσεώς του το 1968 μέχρι την προκύπτουσα από τη σύμβαση του San Sebastián, της 26ης Μαΐου 1989, διατύπωση, στις προτάσεις μου επί της προαναφερθείσας υποθέσεως Castelleti (σημεία 5 έως 7).


39
Βλ. προαναφερθείσες αποάσεις MSG (σκέψη 17) και Castelletti (σκέψη 19).


40
Βλ. προαναφερθείσα απόφαση Castelletti (σκέψη 21).


41
Βλ. απόφαση της 3ης Ιουλίου 1997, C-269/95, Benincasa (Συλλογή 1997, σ. Ι-3767, σκέψη 29).


42
Βλ. αποφάσεις της 4ης Μαρτίου 1982, 38/81, Effer (Συλλογή 1982, σ. 825, σκέψη 6)· της 13ης Ιουλίου 1993, C-125/92, Mulox IBC (Συλλογή 1993, σ. Ι-4075, σκέψη 11) και Benincasa, προαναφερθείσα (σκέψη 26).


43
Συλλογή 1981, σ. 1671.


44
Σκέψη 29. Βλ., επίσης, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2000, C-387/98, Coreck (Συλλογή 2000, σ. Ι-9337, σκέψη 14).


45
Βλ. προαναφερθείσα έκθεση Schlosser (σημείο 179).


46
Π.χ., το ζήτημα αν υφίσταται ή όχι σύμβαση μισθώσεως, η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 16, σημείο 1.


47
 Βλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 1992, C-214/89, Powell Duffryn (Συλλογή 1992, σ. Ι-1745, σκέψη 14).


48
Βλ. προαναφερθείσα απόφαη Elefanten Schuh (σκέψεις 25 και 26).


49
Βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις Estasis Salotti και Segouras.


50
Σκέψη 25.


51
Βλ., μεταξύ άλλων, προαναφερθείσες αποφάσεις MSG (σκέψη 23) και Castelletti (σκέψεις 33 έως 39).


52
Βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις MSG και Castelletti.


53
Μέχρι σήμερα, η ερμηνεία του άρθρου αυτού έχει αποτελέσει αντικείμενο δεκαπέντε περίπου προδικαστικών διαδικασιών.


54
Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Darmon στην υπόθεση Sontag (απόφαση της 21ης Απριλίου 1993, C-172/91, Συλλογή 1993, σ. Ι-1963, σκέψη 71).