62001J0171

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 8ης Μαΐου 2003. - Wählergruppe "Gemeinsam Zajedno/Birlikte Alternative und Grüne GewerkschafterInnen/UG", παρισταμένης της Bundesminister für Wirtschaft und Arbeit και λοιπών. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Verfassungsgerichtshof - Αυστρία. - Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟόΤουρκίας - Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων - Άρθρο 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως - Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων όσον αφορά τους όρους εργασίας - Άμεσο αποτέλεσμα - Περιεχόμενο - Νομοθεσία κράτους μέλους που στερεί από τους Τούρκους εργαζομένους το δικαίωμα του εκλέγεσθαι στα εργατικά επιμελητήρια. - Υπόθεση C-171/01.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-04301


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Διεθνείς συμφωνίες - Συμφωνίες της Κοινότητας - Άμεσο αποτέλεσμα - Προϋποθέσεις - Άρθρο 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 του συσταθέντος με τη Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας Συμβουλίου Συνδέσεως - Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων όσον αφορά τους όρους εργασίας

(Απόφαση 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, άρθρο 10 § 1)

2. Διεθνείς συμφωνίες - Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας - Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Εργαζόμενοι - Ίση μεταχείριση - Άσκηση συνδικαλιστικών δικαιωμάτων - Εθνική νομοθεσία αποκλείουσα τους Τούρκους εργαζομένους από το δικαίωμα του εκλέγεσθαι στο εμπορικό τους επιμελητήριο - Δεν επιτρέπεται - Εφαρμογή των αρχών που έχουν καθιερωθεί στο πλαίσιο του άρθρου 48 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 39 ΕΚ)

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 48 § 2 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 39 § 2 ΕΚ)· απόφαση 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, άρθρο 10 § 1]

Περίληψη


1. Διάταξη περιεχόμενη σε συμφωνία συναφθείσα μεταξύ της Κοινότητας και τρίτων χωρών πρέπει να θεωρείται ότι εφαρμόζεται απευθείας όταν, ενόψει του γράμματός της, του αντικειμένου και της φύσεως της συμφωνίας, συνεπάγεται σαφή και συγκεκριμένη υποχρέωση που δεν εξαρτάται, ως προς την εφαρμογή ή τα αποτελέσματά της, από τη θέσπιση οποιασδήποτε μεταγενέστερης πράξεως. Οι ίδιες προϋποθέσεις ισχύουν και όταν πρόκειται να προσδιοριστεί αν οι διατάξεις μιας αποφάσεως του Συμβουλίου Συνδέσεως που έχει συσταθεί με Συμφωνία Συνδέσεως μπορούν να έχουν άμεσο αποτέλεσμα.

Συναφώς, το άρθρο 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, την οποία εξέδωσε το Συμβούλιο Συνδέσεως που συστάθηκε με τη Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, το οποίο καθιερώνει, με όρους σαφείς, ακριβείς και ανεπιφύλακτους, την απαγόρευση προς τα κράτη μέλη να προβαίνουν σε διακρίσεις λόγω της ιθαγένειας, εις βάρος Τούρκων διακινούμενων εργαζομένων, ενταγμένων στη νόμιμη αγορά εργασίας των κρατών αυτών, όσον αφορά την αμοιβή και τους λοιπούς όρους εργασίας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η διάταξη αυτή έχει άμεσο αποτέλεσμα στα κράτη μέλη και ότι οι Τούρκοι υπήκοοι στους οποίους τυγχάνει εφαρμογής έχουν δικαίωμα να την επικαλούνται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους υποδοχής.

( βλ. σκέψεις 54-54, 57, 67 και διατακτ. )

2. Στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου και, συγκεκριμένα, του άρθρου 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 39, παράγραφος 2, ΕΚ), μια εθνική κανονιστική ρύθμιση που στερεί από τους αλλοδαπούς εργαζομένους το δικαίωμα του εκλέγειν και/ή του εκλέγεσθαι στις εκλογές οργανισμών, όπως τα επαγγελματικά επιμελητήρια, στους οποίους οι ενδιαφερόμενοι υπάγονται υποχρεωτικά και για τους οποίους υποχρεούνται να καταβάλλουν εισφορές, αποστολή δε των οποίων είναι η προάσπιση καθώς και η εκπροσώπηση των συμφερόντων των εργαζομένων, ενώ παράλληλα ασκούν συμβουλευτική αρμοδιότητα στον νομοθετικό τομέα, είναι αντίθετη προς τη θεμελιώδη αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας.

Δεδομένων των αρχών αυτών οι οποίες ισχύουν κατ' αναλογία στους Τούρκους εργαζομένους που απολαύουν των δικαιωμάτων που τους αναγνωρίζει η απόφαση 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, το άρθρο 10, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνική ρύθμιση που αποκλείει τους εργαζομένους τουρκικής ιθαγένειας που είναι ενταγμένοι στην νόμιμη αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής από τη δυνατότητα εκλογής τους στη γενική συνέλευση οργανισμού εκπροσωπήσεως και προασπίσεως των συμφερόντων των εργαζομένων.

( βλ. σκέψεις 75, 78, 94 και διατακτ. )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-171/01,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Verfassungsgerichtshof (Αυστρία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαδικασίας που κίνησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου

η Wählergruppe «Gemeinsam Zajedno/Birlikte Alternative und Grüne GewerkschafterInnen/UG»,

παρουσία των

Bundesminister für Wirtschaft und Arbeit,

Kammer für Arbeiter und Angestellte für Vorarlberg,

Wählergruppe «Vorarlberger Arbeiter- und Angestelltenbund (ÖAAB) - AK-Präsident Josef Fink»,

Wählergruppe «FSG - Walter Gelbmann - mit euch ins nächste Jahrtausend/Liste 2»,

Wählergruppe «Freiheitliche und parteifreie Arbeitnehmer Vorarlberg - FPÖ»,

Wählergruppe «Gewerkschaftlicher Linksblock»

και

Wählergruppe «NBZ - Neue Bewegung für die Zukunft»,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, σχετικά με την προώθηση της συνδέσεως, την οποία εξέδωσε το Συμβούλιο Συνδέσεως που συστάθηκε με τη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-P. Puissochet, πρόεδρο τμήματος, R. Schintgen (εισηγητή), Β. Σκουρή, F. Macken και J. N. Cunha Rodrigues, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: Μ.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η Wählergruppe «Gemeinsam Zajedno/Birlikte Alternative und Grüne GewerkschafterInnen/UG», εκπροσωπούμενη από τον W. L. Weh, Rechtsanwalt,

- το Kammer für Arbeiter und Angestellte für Vorarlberg, εκπροσωπούμενο από τον W.-G Schärf, Rechtsanwalt,

- η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον H. Dossi,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους J. Sack και H. Kreppel,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Wählergruppe «Gemeinsam Zajedno/Birlikte Alternative und Grüne GewerkschafterInnen/UG», του Kammer für Arbeiter und Angestellte für Vorarlberg (Αυστρία) και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 24ης Οκτωβρίου 2002,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 2ας Μαρτίου 2001, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Απριλίου 2001, το Verfassungsgerichtshof υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, σχετικά με την προώθηση της συνδέσεως (στο εξής: απόφαση 1/80). Το Συμβούλιο Συνδέσεως συστάθηκε με τη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, η οποία υπογράφηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 στην Άγκυρα από τη Δημοκρατία της Τουρκίας, αφενός, και από τα κράτη μέλη της ΕΟΚ και την Κοινότητα, αφετέρου, και η οποία συνήφθη, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1963 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 48, στο εξής: Συμφωνία Συνδέσεως).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαδικασίας που κίνησε ενώπιον του Verfassungsgerichtshof η εκλογική ομάδα Wählergruppe «Gemeinsam Zajedno/Birlikte Alternative und Grüne GewerkschafterInnen/UG» (στο εξής: Wählergruppe Gemeinsam), με σκοπό την ακύρωση των εκλογών για τη γενική συνέλευση του εργατικού επιμελητηρίου του ομόσπονδου κράτους Vorarlberg (Αυστρία) που διεξάχθηκαν από τις 6 έως τις 23 Απριλίου 1999.

Το νομικό πλαίσιο

Η Σύνδεση ΕΟΚ-Τουρκίας

3 Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, της Συμφωνίας Συνδέσεως, αντικείμενο της συμφωνίας είναι η προαγωγή της συνεχούς και ισορρόπου ενισχύσεως των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, περιλαμβανομένου του τομέα του εργατικού δυναμικού, με τη σταδιακή υλοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων (άρθρο 12) καθώς και με την κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως (άρθρο 13) και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (άρθρο 14), προκειμένου να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο του τουρκικού λαού και να διευκολυνθεί μεταγενέστερα η προσχώρηση της Δημοκρατίας της Τουρκίας στην Κοινότητα (τέταρτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου και άρθρο 28).

4 Προς τούτο, η Συμφωνία Συνδέσεως περιλαμβάνει ένα προπαρασκευαστικό στάδιο, που παρέχει στη Δημοκρατία της Τουρκίας τη δυνατότητα να ενισχύσει την οικονομία της με την αρωγή της Κοινότητας (άρθρο 3), ένα μεταβατικό στάδιο, κατά το οποίο διασφαλίζεται η βαθμιαία σύσταση τελωνειακής ενώσεως και η προσέγγιση των οικονομικών πολιτικών (άρθρο 4) και ένα τελικό στάδιο που βασίζεται στην τελωνειακή ένωση και συνεπάγεται την ενίσχυση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών των συμβαλλομένων μερών (άρθρο 5).

5 Το άρθρο 6 της Συμφωνίας Συνδέσεως έχει ως εξής:

«Για να εξασφαλισθεί η εφαρμογή και η βαθμιαία ανάπτυξη του καθεστώτος της συνδέσεως, τα συμβαλλόμενα μέρη συνέρχονται στο πλαίσιο του Συμβουλίου Συνδέσεως, το οποίο ενεργεί εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που του παρέχονται από τη συμφωνία».

6 Το άρθρο 8 της Συμφωνία Συνδέσεως, το οποίο εισήχθη στον τίτλο ΙΙ της συμφωνίας που επιγράφεται «Εφαρμογή της μεταβατικής φάσεως» προβλέπει τα εξής:

«Για την πραγματοποίηση των σκοπών που εκτίθενται στο άρθρο 4, το Συμβούλιο Συνδέσεως καθορίζει, πριν από την έναρξη της μεταβατικής φάσεως, και κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 1 του προσωρινού πρωτοκόλλου, τις προϋποθέσεις, τους τρόπους και τον ρυθμό εφαρμογής των διατάξεων που αφορούν θέματα περιλαμβανόμενα στη συνθήκη περί ιδρύσεως της Κοινότητας, τα οποία θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και ιδίως τα αναφερόμενα στον παρόντα τίτλο, καθώς και κάθε ρήτρα διασφαλίσεως η οποία θα καθίστατο αναγκαία.»

7 Το άρθρο 9 της Συμφωνία Συνδέσεως, το οποίο επίσης ανήκει στον τίτλο ΙΙ, έχει ως εξής:

«Τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν ότι, στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας και υπό την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων, οι οποίες θα ηδύναντο να θεσπισθούν σύμφωνα με το άρθρο 8, κάθε διάκριση που βασίζεται στην ιθαγένεια απογορεύεται, σύμφωνα με την αρχή η οποία εκτίθεται στο άρθρο 7 της συνθήκης περί ιδρύσεως της Κοινότητας.»

8 Το άρθρο 12 της Συμφωνία Συνδέσεως, το οποίο επίσης ανήκει στον τίτλο ΙΙ, κεφάλαιο 3, που επιγράφεται «Άλλες διατάξεις οικονομικού χαρακτήρα» προβλέπει τα εξής:

«Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν να εμπνέονται από τα άρθρα 48, 49, και 50 της συνθήκης περί ιδρύσεως της Κοινότητας για τη σταδιακή υλοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων μεταξύ τους.»

9 Το άρθρο 22, παράγραφος 1, της Συμφωνία Συνδέσεως έχει ως εξής:

«Για την πραγματοποίηση των στόχων οι οποίοι καθορίζονται στην συμφωνία και στις περιπτώσεις που προβλέπονται από αυτή, το Συμβούλιο Συνδέσεως έχει εξουσία να λαμβάνει αποφάσεις. Καθένα από τα συμβαλλόμενα δύο μέρη έχει την υποχρέωση να λαμβάνει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση των αποφάσεων. [...]»

10 Το πρόσθετο πρωτόκολλο που υπεγράφη στις 23 Νοεμβρίου 1970 στις Βρυξέλλες και συνήφθη, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση (ΕΟΚ) 2760/72 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/002, σ. 149, στο εξής: πρόσθετο πρωτόκολλο), θεσπίζει, με το άρθρο του 1, τους όρους, τον τρόπο και τον ρυθμό εφαρμογής της μεταβατικής φάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4 της Συμφωνίας Συνδέσεως. Σύμφωνα με το άρθρο του 62, το πρόσθετο πρωτόκολλο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της εν λόγω συμφωνίας.

11 Το πρόσθετο πρωτόκολλο περιέχει έναν τίτλο ΙΙ που επιγράφεται «Διακίνηση προσώπων και υπηρεσιών» και το κεφάλαιο Ι του οποίου αφορά τους «εργαζομένους».

12 Το άρθρο 36 του προσθέτου πρωτοκόλλου, το οποίο αποτελεί τμήμα του εν λόγω κεφαλαίου Ι, προβλέπει ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων μεταξύ των κρατών μελών της Κοινότητας και της Τουρκίας θα πραγματοποιηθεί σταδιακά, σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώνονται στο άρθρο 12 της Συμφωνίας Συνδέσεως, μεταξύ της λήξεως του δωδεκάτου και του εικοστού δευτέρου έτους μετά την έναρξη ισχύος της εν λόγω συμφωνίας και ότι το Συμβούλιο Συνδέσεως θα αποφασίσει περί των αναγκαίων για τον σκοπό αυτό διαδικασιών.

13 Το άρθρο 37 του προσθέτου πρωτοκόλλου, το οποίο επίσης ανήκει στο κεφάλαιο Ι του εν λόγω τίτλου ΙΙ, έχει ως εξής:

«Κάθε κράτος μέλος παραχωρεί στους εργαζομένους τουρκικής ιθαγένειας, που απασχολούνται στην Κοινότητα καθεστώς που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγένειας έναντι των υπηκόων των άλλων κρατών μελών της Κοινότητας, όσον αφορά τους όρους εργασίας και την αμοιβή.»

14 Στις 19 Σεπτεμβρίου 1980, το Συμβούλιο Συνδέσεως, το οποίο συστάθηκε με τη Συμφωνία Συνδέσεως και αποτελείται, αφενός, από μέλη των κυβερνήσεων των κρατών μελών, του Συμβουλίου καθώς και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και, αφετέρου, από μέλη της Τουρκικής Κυβερνήσεως εξέδωσε την απόφαση 1/80.

15 Το άρθρο 6 της αποφάσεως αυτής εντάσσεται στο τμήμα 1 του κεφαλαίου της ΙΙ, το οποίο τιτλοφορείται «Κοινωνικές διατάξεις» και αφορά τα «Ζητήματα σχετικά με την απασχόληση και την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων». Η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού έχει ως εξής:

«Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 7 περί ελεύθερης προσβάσεως των μελών της οικογενείας του στην απασχόληση, ο Τούρκος εργαζόμενος που είναι ενταγμένος στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους,

- εφόσον έχει απασχοληθεί νομίμως επί ένα έτος στο κράτος αυτό, δικαιούται ανανεώσεως της ισχύουσας αδείας εργασίας του στον ίδιο εργοδότη, αν εξακολουθεί να κατέχει θέση εργασίας·

- εφόσον έχει απασχοληθεί νομίμως επί τρία έτη, και υπό την επιφύλαξη της αποδοτέας στους εργαζομένους των κρατών μελών της Κοινότητας προτεραιότητας, δικαιούται να αποδεχθεί, κατ' επιλογή του, άλλη προσφορά εργασίας, στο ίδιο επάγγελμα, που του γίνεται υπό συνήθεις συνθήκες από άλλο εργοδότη και έχει καταγραφεί από τις υπηρεσίες απασχολήσεως του οικείου κράτους μέλους·

- εφόσον έχει απασχοληθεί νομίμως επί τέσσερα έτη, έχει ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε έμμισθη δραστηριότητα της επιλογής του εντός αυτού του κράτους μέλους.»

16 Το άρθρο 10 της αποφάσεως αυτής ανήκει στο τμήμα Ι του κεφαλαίου της ΙΙ. Η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη της Κοινότητας παρέχουν στους Τούρκους εργαζομένους που είναι ενταγμένοι στη νόμιμη αγορά εργασίας τους καθεστώς που χαρακτηρίζεται από την απουσία κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας σε σχέση με τους κοινοτικούς εργαζομένους, όσον αφορά την αμοιβή και τους λοιπούς όρους εργασίας.»

Οι λοιπές σχετικές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου

17 Το άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 12, πρώτο εδάφιο, ΕΚ) ορίζει τα εξής:

«Εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας Συνθήκης [...] απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας.»

18 Το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 39 ΕΚ) έχει ως εξής:

«1. Η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της Κοινότητας εξασφαλίζεται το αργότερο κατά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου.

2. Συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγένειας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας.

[...]

4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται προκειμένου περί απασχολήσεως στη δημόσια διοίκηση.»

19 Η πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2434/92 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1992 (ΕΕ L 245, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1612/68) έχει ως εξής:

«εκτιμώντας ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας πρέπει να εξασφαλισθεί το αργότερο κατά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου· ότι η πραγματοποίηση του στόχου αυτού συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διακρίσεως που βασίζεται στην ιθαγένεια μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας, καθώς και το δικαίωμα των εργαζομένων να διακινούνται ελεύθερα στο εσωτερικό της Κοινότητος για να ασκήσουν μισθωτή δραστηριότητα, με την επιφύλαξη των περιορισμών που δικαιολογούνται για λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας».

20 Τα άρθρα 7 και 8 του κανονισμού 1612/68 εντάσσονται στο πρώτο τμήμα του που αφορά «την απασχόληση και τις οικογένειες των εργαζομένων», υπό τον τίτλο ΙΙ που επιγράφεται «Άσκηση της απασχολήσεως και ισότης μεταχειρίσεως».

21 Το άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«1. Ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους δεν δύναται στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών να έχει, λόγω της ιθαγενείας του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχολήσεως και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος.

2. Απολαύει των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.

[...]

4. Κάθε ρήτρα συλλογικής ή ατομικής συμβάσεως ή άλλης συλλογικής ρυθμίσεως που αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας και απολύσεως είναι αυτοδικαίως άκυρη κατά το μέτρο που προβλέπει ή επιτρέπει όρους που εισάγουν διακρίσεις έναντι των εργαζομένων υπηκόων άλλων κρατών μελών.»

22 Το άρθρο 8 του κανονισμού 1612/68 έχει ως εξής:

«Ο εργαζόμενος υπήκοος κράτους μέλους που απασχολείται στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους απολαύει ίσης μεταχειρίσεως ως προς τη συμμετοχή του σε συνδικαλιστικές οργανώσεις και την άσκηση των συνδικαλιστικών του δικαιωμάτων συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος ψήφου· είναι δυνατό να αποκλεισθεί η συμμετοχή του από τη διοίκηση οργανισμών δημοσίου δικαίου και από την άσκηση λειτουργήματος δημοσίου δικαίου. Απολαύει εξάλλου του δικαιώματος του εκλέγεσθαι στα όργανα εκπροσωπήσεως των εργαζομένων στην επιχείρηση.

Οι διατάξεις αυτές δεν θίγουν νομοθεσίες ή ρυθμίσεις, οι οποίες, σε ορισμένα κράτη μέλη, παραχωρούν περισσότερο εκτενή δικαιώματα σε εργαζομένους που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη.»

Η εθνική νομοθεσία

23 Στην Αυστρία, το άρθρο 1 του Arbeiterkammergesetz (νόμου περί εργατικών επιμελητηρίων, BGBl. 1991/626, όπως δημοσιεύθηκε στο BGBl. Ι, 1998/166, στο εξής: AKG), προβλέπει ότι τα επιμελητήρια εργατών και υπαλλήλων (στο εξής: εργατικά επιμελητήρια) και το ομοσπονδιακό επιμελητήριο εργατών και υπαλλήλων (στο εξής: ομοσπονδιακό εργατικό επιμελητήριο) είναι εξουσιοδοτημένα να εκπροσωπούν και να προωθούν τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτιστικά συμφέροντα των εργαζομένων των δύο φύλων.

24 Κατά το άρθρο 3 του AKG, τα εργατικά επιμελητήρια και το ομοσπονδιακό εργατικό επιμελητήριο αποτελούν οργανισμούς δημοσίου δικαίου. Τα εργατικά επιμελητήρια συγκροτούν το ομοσπονδιακό εργατικό επιμελητήριο. Κάθε εργατικό επιμελητήριο είναι αρμόδιο για ένα ομόσπονδο κράτος, το δε ομοσπονδιακό εργατικό επιμελητήριο είναι αρμόδιο για το σύνολο του αυστριακού εδάφους.

25 Κατά τα άρθρα 4 έως 7 του AKG, τα εργατικά επιμελητήρια, εντός του ιδίου πεδίου δράσεως - οπότε δεν υπόκεινται σε υποδείξεις εκ μέρους των κρατικών οργάνων αλλά τελούν απλώς υπό την εποπτεία τους (άρθρο 91 AKG) -, έχουν ως αποστολή:

- να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την εκπροσώπηση των συμφερόντων των εργαζομένων, περιλαμβανομένων των ανέργων και των συνταξιούχων που απασχολήθηκαν προηγουμένως ως εργαζόμενοι, ιδίως δε να διορίζουν εκπροσώπους σε ορισμένα σωματεία (άρθρο 4 του AKG),

- να εποπτεύουν την τήρηση των όρων εργασίας (άρθρο 5 του AKG),

- να συνεργάζονται με τις εθελοντικές επαγγελματικές οργανώσεις που δύνανται να συνάψουν συλλογικές συμβάσεις, καθώς και με τα όργανα εκπροσωπήσεως επαγγελματικών συμφερόντων (άρθρο 6 του AKG),

- να συμβουλεύουν τους υπαγομένους στο οικείο επιμελητήριο εργαζομένους όσον αφορά ζητήματα εργασίας και εργατικού δικαίου και να τους εξασφαλίζουν έννομη προστασία, εκπροσωπώντας τους, μεταξύ άλλων, ενώπιον των δικαστηρίων στο πλαίσιο εργατικών και κοινωνικών διαφορών (άρθρο 7 του AKG).

26 Επιπλέον, τα εργατικά επιμελητήρια, ως εκ του νόμου εκπροσωπούντα τα συμφέροντα των εργαζομένων, έχουν καθήκον να επηρεάζουν τη νομοθετική ρύθμιση των εργασιακών όρων και, για τον λόγο αυτό, είναι εξουσιοδοτημένα να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις. Εντούτοις, κατά το αιτούν δικαστήριο, πρόκειται για επικουρική αρμοδιότητα η οποία στην πράξη δεν ασκείται.

27 Στον τομέα των αρμοδιοτήτων που τους έχουν ανατεθεί, τα εργατικά επιμελητήρια οφείλουν να ασκούν - ακολουθώντας τις υποδείξεις κρατικών οργάνων και δεσμευόμενα από αυτές - τα καθήκοντα που αφορούν τη δημόσια διοίκηση και που τους έχουν ανατεθεί με νόμο (άρθρο 8 του AKG). Πάντως, κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν υπάρχουν άξιες μνείας ρυθμίσεις αυτού του είδους, με εξαίρεση τις αρμοδιότητες που ανατέθηκαν στα εργατικά επιμελητήρια με το άρθρο 74, παράγραφοι 5, 6 και 12 έως 14 του Arbeitsverfassungsgesetz (BGBl. 1974/22, όπως δημοσιεύθηκε στο BGBl. Ι, 1998/69), όσον αφορά τα κεφάλαια που διαχειρίζεται το συμβούλιο των εργαζομένων.

28 Μέλη των εργατικών επιμελητηρίων είναι κατ' αρχήν όλοι οι εργαζόμενοι (άρθρο 10 του AKG).

29 Σύμφωνα με το άρθρο 17 του AKG, όλοι οι υπαγόμενοι στο επιμελητήριο εργαζομένοι υποχρεούνται στην καταβολή εισφοράς.

30 Στα όργανα ενός εργατικού επιμελητηρίου συγκαταλέγεται η γενική συνέλευση (άρθρο 46 του AKG). H γενική συνέλευση εκλέγεται - για περίοδο πέντε ετών (άρθρο 18, παράγραφος 1, του AKG) - από τους έχοντες το δικαίωμα ψήφου εργαζομένους, με ίση, άμεση και μυστική ψηφοφορία, σύμφωνα με τις αρχές του αναλογικού εκλογικού συστήματος (άρθρο 19 του AKG). Σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 1, του AKG, δικαίωμα ψήφου έχουν όλοι οι εργαζόμενοι που είναι μέλη του οικείου εργατικού επιμελητηρίου κατά την ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών.

31 Όσον αφορά τις προϋποθέσεις εκλογιμότητας, το άρθρο 21 του AKG έχει ως εξής:

«Εκλόγιμοι σε ένα εργατικό επιμελητήριο είναι όλοι οι εργαζόμενοι που είναι μέλη του επιμελητηρίου και οι οποίοι, κατά την ημέρα διεξαγωγής των εκλογών,

1. έχουν συμπληρώσει το 19ο έτος της ηλικίας τους και,

2. κατά τα πέντε τελευταία έτη, είχαν συνολικά για δύο τουλάχιστον έτη εργασιακή σχέση ή σχέση απασχολήσεως στην Αυστρία στην οποία βασίζεται η ιδιότητά τους ως μέλους του εν λόγω επιμελητηρίου και,

3. ανεξαρτήτως της απαιτουμένης ηλικίας προς άσκηση του εκλογικού δικαιώματος, δεν στερούνται του δικαιώματος του εκλέγεσθαι στο εθνικό συμβούλιο.»

32 Το άρθρο 26, παράγραφος 4, του Bundesverfassungsgesetz (ομοσπονδιακού συνταγματικού νόμου) προβλέπει τα εξής:

«Είναι εκλόγιμοι όλοι οι άνδρες και όλες οι γυναίκες που έχουν την αυστριακή ιθαγένεια κατά το κρίσιμο χρονικό σημείο και που έχουν συμπληρώσει το 19ο έτος της ηλικίας τους την 1η Ιανουαρίου του έτους των εκλογών.»

33 Κατά το άρθρο 37, παράγραφος 1, του AKG, οι προτάσεις περί των υποψηφίων (από τις κατερχόμενες στις εκλογές ομάδες) πρέπει να υποβάλλονται εγγράφως, εντός της προβλεπομένης προθεσμίας, στην κύρια εφορευτική επιτροπή. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου, αυτή πρέπει να εξετάσει τις υποβληθείσες προτάσεις υποψηφιοτήτων και να διαγράψει από τους καταλόγους των υποψηφίων αυτούς που στερούνται εκλογιμότητας.

34 Σύμφωνα με το άρθρο 42 του AKG, οποιαδήποτε κατερχόμενη στις εκλογές ομάδα μπορεί, εντός 14 ημερών από της ανακοινώσεως του εκλογικού αποτελέσματος, να προσβάλει το κύρος των εκλογών ενώπιον του ομοσπονδιακού Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, για λόγους σχετικούς με παράβαση της εκλογικής διαδικασίας. Η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή εφόσον σημειώθηκε παράβαση των κανόνων της εκλογικής διαδικασίας και τούτο μπορεί να επηρεάσει τα εκλογικά αποτέλεσματα. Αν ο αρμόδιος υπουργός δεχθεί την αίτηση, επιβάλλεται η προκήρυξη νέων εκλογών εντός των τριών μηνών που ακολουθούν.

Η υπόθεση της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

35 Από τη δικογραφία της κύριας δίκης προκύπτει ότι, για τις εκλογές στη γενική συνέλευση του εργατικού επιμελητηρίου του ομόσπονδου κράτους Vorarlberg που διεξάχθηκαν στις 19 Απριλίου 1999, είχε, μεταξύ άλλων, υποβάλει κατάλογο υποψηφίων και η εκλογική ομάδα Wählergruppe Gemeinsam.

36 Τα αποτελέσματα των εν λόγω εκλογών ήταν τα ακόλουθα:

ÖAAB: 43 εκπρόσωποι

FSG: 11 εκπρόσωποι

Freiheitliche und parteifreie Arbeitnehmer: 9 εκπρόσωποι

Wählergruppe Gemeinsam: 2 εκπρόσωποι

Gewerkschaftlicher Linksblock: 0 εκπρόσωποι

NBZ: 5 εκπρόσωποι.

37 Το υποβληθέν στις εκλογές ψηφοδέλτιο της Wählergruppe Gemeinsam περιελάμβανε αρχικώς είκοσι έξι υποψηφίους, μεταξύ αυτών και πέντε Τούρκους υπηκόους, για τους οποίους δεν αμφισβητείται ότι πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80 και ότι κατείχαν «Befreiungsschein» (πιστοποιητικό απαλλαγής βάσει του οποίου οι εθνικές διατάξεις περί απασχολήσεως των αλλοδαπών δεν τυγχάνουν εφαρμογής στους ενδιαφερομένους), σύμφωνα με το άρθρο 4c του Ausländerbeschäftigungsgesetz (νόμου περί απασχολήσεως αλλοδαπών).

38 Δεν αμφισβητείται, επίσης, ότι οι εν λόγω πέντε Τούρκοι υποψήφιοι πληρούσαν όλα τα κριτήρια εκλογιμότητας που έθετε η εθνική κανονιστική ρύθμιση, με εξαίρεση το σχετικό με την αυστριακή ιθαγένεια.

39 Στις 8 Φεβρουαρίου 1999 η κύρια εφορευτική επιτροπή αποφάσισε να διαγράψει από την πρόταση υποψηφιοτήτων της Wählergruppe Gemeinsam τους πέντε Τούρκους υπηκόους, για τον λόγο ότι δεν είχαν την αυστριακή ιθαγένεια και ότι, ως εκ τούτου, δεν ήταν εκλόγιμοι.

40 Με έγγραφο της 5ης Μα_ου 1999, η Wählergruppe Gemeinsam προσέβαλε, σύμφωνα με το άρθρο 42, παράγραφος 1, του AKG, το κύρος των οικείων εκλογών, επικαλούμενη παράβαση της εκλογικής διαδικασίας που επηρεάζει σημαντικά το εκλογικό αποτέλεσμα. Συγκεκριμένα, αποκλείοντας από το ψηφοδέλτιο τους πέντε Τούρκους υπηκόους, η κύρια εφορευτική επιτροπή προσέβαλε ένα συγκεκριμένο, άμεσα εφαρμοζόμενο στην Ευρωπαϊκή Ένωση δικαίωμα, ήτοι την απαγόρευση των διακρίσεων που προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80.

41 Με απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1999, ο αρμόδιος ομοσπονδιακός υπουργός απέρριψε την αίτηση αυτή.

42 Αναγνώρισε ασφαλώς ότι, βάσει της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων που καθιερώνει το άρθρο 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, και οι Τούρκοι εργαζόμενοι είναι εκλόγιμοι στη γενική συνέλευση εργατικού επιμελητηρίου. Λόγω της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, δεν πρέπει να εφαρμοσθεί το αντίθετο εθνικό δίκαιο. Εντούτοις, η έλλειψη νομιμότητας που απορρέει από τη διαγραφή των ονομάτων των Τούρκων υπηκόων από την πρόταση υποψηφιοτήτων της Wählergruppe Gemeinsam δεν μπορεί να επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα, διότι, στο πλαίσιο του προβλεπομένου για τις εκλογές στη γενική συνέλευση εργατικού επιμελητηρίου μη προσωποπαγούς συστήματος ψηφοφορίας βάσει ψηφοδελτίου, η προσωπικότητα του κάθε υποψηφίου δεν έχει σημασία για τον εκλογέα, ο οποίος αποφασίζει ανάλογα με τον πολιτικό προσανατολισμό του ψηφοδελτίου στο σύνολό του.

43 Κατόπιν τούτου, η Wählergruppe Gemeinsam έφερε τη διαφορά ενώπιον του Verfassungsgerichtshof. Ζητεί να κηρυχθεί παράνομη και να ακυρωθεί η απόφαση της κύριας εφορευτικής επιτροπής, της 8ης Φεβρουαρίου 1999, καθόσον οι εν λόγω πέντε Τούρκοι υποψήφιοι διαγράφηκαν από το ψηφοδέλτιο που είχε υποβάλει για τον λόγο ότι δεν ήταν εκλόγιμοι βάσει της αυστριακής νομοθεσίας· ζητεί, επίσης, να κηρυχθεί παράνομη και να ακυρωθεί η εκλογική διαδικασία στο σύνολό της, καθώς και να διεξαχθούν νέες εκλογές.

44 Προκειμένου να αποφανθεί επί των αιτημάτων αυτών, το Verfassungsgerichtshof διερωτάται αν η εφαρμοστέα αυστριακή νομοθεσία είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο.

45 Αφενός, πρέπει να καθοριστεί αν μια εθνική διάταξη όπως αυτή του άρθρου 21, παράγραφος 3, του AKG, η οποία αποκλείει, μεταξύ άλλων, τους εργαζομένους τουρκικής ιθαγένειας που είναι ενταγμένοι στην νόμιμη αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής από τη δυνατότητα εκλογής τους στη γενική συνέλευση εργατικού επιμελητηρίου, είναι αντίθετη προς το άρθρο 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, ιδίως όσον αφορά τους «λοιπούς όρους εργασίας» υπό την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως.

46 Συναφώς, από τα άρθρα 48 της Συνθήκης και 8, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1612/68, καθώς και από τις αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 1991, C-213/90, ASTI (Συλλογή 1991, σ. Ι-3507, στο εξής: απόφαση ASTI Ι), και της 18ης Μα_ου 1994, C-118/92, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (Συλλογή 1994, σ. Ι-1891, στο εξής: απόφαση ASTI ΙΙ), προκύπτει ότι οι εργαζόμενοι οι οποίοι είναι υπήκοοι άλλου κράτους μέλους είναι εκλόγιμοι κατά τις εκλογές της γενικής συνελεύσεως οργανισμού, όπως τα εργατικά επιμελητήρια στην Αυστρία.

47 Συγκεκριμένα, όλα τα κριτήρια που το Δικαστήριο έκρινε ουσιώδη όσον αφορά τα επίδικα στις υποθέσεις ASTI Ι και ASTI ΙΙ λουξεμβουργέζικα επαγγελματικά επιμελητήρια, ήτοι η εκ του νόμου σύσταση του εν λόγω οργανισμού, η υποχρεωτική υπαγωγή στο επιμελητήριο όλων των εργαζομένων του οικείου επαγγελματικού χώρου, το γενικό καθήκον του εν λόγω οργανισμού να εκπροσωπεί τα συμφέροντα των μελών του, το δικαίωμα προτάσεως και γνωμοδοτήσεως έναντι της κυβερνήσεως και του νομοθέτη, καθώς και η υποχρέωση καταβολής εισφοράς από τα μέλη του επιμελητηρίου, φαίνεται να ισχύουν και για τα αυστριακά εργατικά επιμελητήρια.

48 Για να διαπιστωθεί αν είναι δυνατή η αναλογική εφαρμογή της ερμηνείας αυτής σε Τούρκους εργαζομένους, πρέπει να καθοριστεί αν η έννοια «λοιποί όροι εργασίας» του άρθρου 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 καλύπτει το δικαίωμα συμμετοχής στις εκλογές των νομίμων οργάνων εκπροσωπήσεως των εργαζομένων.

49 Συναφώς, οι αποφάσεις της 6ης Ιουνίου 1995, C-434/93, Bozkurt (Συλλογή 1995, σ. Ι-1475), και της 13ης Ιουλίου 1996, C-116/94, Meyers, (Συλλογή 1995, σ. Ι-2131), συνηγορούν υπέρ της ευρείας ερμηνείας της εν λόγω έννοιας.

50 Ωστόσο, το αντίθετο συμπέρασμα θα μπορούσε να προκύψει από το γεγονός ότι, ενώ η έννοια «όροι εργασίας» του άρθρου 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης έχει μεταφερθεί ακριβώς, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 8 του κανονισμού 1612/68, στις σχετικές με τη Σύνδεση ΕΟΚ-Τουρκίας ρυθμίσεις δεν προβλέπεται ρητά η συγκεκριμένη μεταφορά της εν λόγω έννοιας.

51 Αφετέρου, αν θεωρηθεί ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 απαγορεύει εθνική ρύθμιση κατά την οποία δεν μπορούν να εκλεγούν στη γενική συνέλευση εργατικού επιμελητηρίου εργαζόμενοι οι οποίοι δεν έχουν την αυστριακή ιθαγένεια, έχει επιπλέον σημασία να διαπιστωθεί αν η εν λόγω διάταξη έχει διατυπωθεί άνευ επιφυλάξεων και με επαρκή ακρίβεια ώστε να μπορεί να τύχει άμεσης εφαρμογής, οπότε εμποδίζει την εφαρμογή εθνικής διατάξεως που δεν συμβιβάζεται με αυτήν.

52 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verfassungsgerichtshof, εκτιμώντας ότι η επίλυση της διαφοράς χρήζει της ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Έχει το άρθρο 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 [...] την έννοια ότι απαγορεύει κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία στερεί Τούρκους εργαζομένους από το δικαίωμα του εκλέγεσθαι στη γενική συνέλευση εργατικού επιμελητηρίου;

2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: αποτελεί το άρθρο 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 [...] άμεσα εφαρμοστέα διάταξη κοινοτικού δικαίου;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

53 Προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο ερώτημα αν μια διάταξη συμφωνίας συναφθείσας μεταξύ της Κοινότητας και τρίτης χώρας που θέτει κανόνα απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας αντίκειται στην εκ μέρους κράτους μέλους άρνηση χορηγήσεως, σε υπήκοο της οικείας τρίτης χώρας, ευεργετήματος στον τομέα εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας, για τον λόγο και μόνον ότι ο ενδιαφερόμενος έχει την ιθαγένεια της τρίτης αυτής χώρας, επιβάλλεται να εξεταστεί, πρώτον, αν η εν λόγω διάταξη μπορεί να δημιουργήσει απ' ευθείας δικαιώματα υπέρ του πολίτη τα οποία να μπορεί αυτός να επικαλεστεί ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, επιβάλλεται, δεύτερον, να προσδιοριστεί το πεδίο εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων που θέτει η εν λόγω διάταξη (βλ., υπ' αυτή την έννοια, αποφάσεις της 31ης Ιανουαρίου 1991, C-18/90, Kziber, Συλλογή 1991, σ. Ι-199, σκέψη 14, της 2ας Μαρτίου 1999, C-416/96, Eddline El-Yassini, Συλλογή 1999, σ. Ι-1209, σκέψη 24, της 4ης Μα_ου 1999, C-262/96, Sürül, Συλλογή 1999, σ. Ι-2685, σκέψη 47, και της 29ης Ιανουαρίου 2002, C-162/00, Pokrzeptowicz-Meyer, Συλλογή 2002, σ. Ι-1049, σκέψη 18).

Επί του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80

54 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, διάταξη περιεχόμενη σε συμφωνία συναφθείσα μεταξύ της Κοινότητας και τρίτων χωρών πρέπει να θεωρείται ότι εφαρμόζεται απευθείας όταν, ενόψει του γράμματός της, του αντικειμένου και της φύσεως της συμφωνίας, συνεπάγεται σαφή και συγκεκριμένη υποχρέωση που δεν εξαρτάται, ως προς την εφαρμογή ή τα αποτελέσματά της, από τη θέσπιση οποιασδήποτε μεταγενέστερης πράξεως (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 1987, 12/86, Demirel, Συλλογή 1987, σ. 3719, σκέψη 14, και προπαρατεθείσες αποφάσεις Kziber, σκέψη 15, Eddline El-Yassini, σκέψη 25, Sürül, σκέψη 60, και Pokrzeptowicz-Meyer, σκέψη 19).

55 Με την απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, C-192/89, Sevince (Συλλογή 1990, σ. Ι-3461, σκέψεις 14 και 15), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι οι ίδιες προϋποθέσεις ισχύουν και όταν πρόκειται να προσδιοριστεί αν οι διατάξεις μιας αποφάσεως του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας μπορούν να έχουν άμεσο αποτέλεσμα.

56 Προκειμένου να κριθεί αν το άρθρο 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 ανταποκρίνεται στα κριτήρια αυτά, πρέπει να εξεταστεί, κατ' αρχάς, το περιεχόμενό της.

57 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διάταξη αυτή καθιερώνει, με όρους σαφείς, ακριβείς και ανεπιφύλακτους, την απαγόρευση προς τα κράτη μέλη να προβαίνουν σε διακρίσεις λόγω της ιθαγένειας, εις βάρος Τούρκων διακινούμενων εργαζομένων, ενταγμένων στη νόμιμη αγορά εργασίας των κρατών αυτών, όσον αφορά την αμοιβή και τους λοιπούς όρους εργασίας.

58 Ο εν λόγω κανόνας της ίσης μεταχειρίσεως επιβάλλει την υποχρέωση συγκεκριμένου αποτελέσματος και, ως εκ της φύσεώς του, μπορεί ένας πολίτης να τον επικαλεστεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου ζητώντας απ' αυτό να παραμερίσει τις εισάγουσες διακρίσεις διατάξεις της κανονιστικής ρυθμίσεως κράτους μέλους το οποίο εξαρτά τη χορήγηση δικαιώματος από προϋπόθεση η οποία δεν επιβάλλεται στους ημεδαπούς, χωρίς να απαιτείται προς τούτο η θέσπιση συμπληρωματικών μέτρων εφαρμογής (βλ., κατ' αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση Sürül, σκέψη 63).

59 Η διαπίστωση αυτή επιρρωννύεται από το γεγονός ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 αποτελεί απλώς τη θέση σε εφαρμογή και την υλοποίηση, στον ειδικό τομέα της αμοιβής και των όρων εργασίας, της γενικής αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας που διαλαμβάνει το άρθρο 9 της Συμφωνίας Συνδέσεως, το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ, νυν άρθρο 6 της Συνθήκης ΕΚ (βλ., κατ' αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση Sürül, σκέψη 64).

60 Η ως άνω ερμηνεία επιβεβαιώνεται εξάλλου από τη νομολογία του Δικαστηρίου (προπαρατεθείσες αποφάσεις Eddline El-Yassini, σκέψη 27, και Pokrzeptowicz-Meyer, σκέψεις 21 και 22) περί της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τους όρους εργασίας, αρχή την οποία διαλαμβάνει το άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας Συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και του Βασιλείου του Μαρόκου, που υπεγράφη στις 27 Απριλίου 1976 στη Ραμπάτ και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Κοινότητος με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2211/78 του Συμβουλίου, της 26ης Σεπτεμβρίου 1978 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/010, σ. 3), καθώς και το άρθρο 37, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας για την εγκαθίδρυση συνδέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Δημοκρατίας της Πολωνίας, αφετέρου, συναφθείσας και εγκριθείσας, εξ ονόματος των Κοινοτήτων, με την απόφαση 93/743/Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΚ του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1993 (ΕΕ L 348, σ. 1).

61 Ακολούθως, η διαπίστωση ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που θέτει το άρθρο 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 μπορεί να διέπει άμεσα την κατάσταση των πολιτών δεν επηρεάζεται από την εξέταση του αντικειμένου και της φύσεως της αποφάσεως αυτής και της συμφωνίας συνδέσεως στην οποία εντάσσεται.

62 Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα άρθρα της 2, παράγραφος 1, και 12, η Συμφωνία Συνδέσεως έχει ως σκοπό τη σύσταση συνδέσεως που αποβλέπει να προαγάγει την ανάπτυξη των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, περιλαμβανομένου και του τομέα του εργατικού δυναμικού, με τη σταδιακή υλοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων. Ειδικότερα, το εν λόγω άρθρο 12 προβλέπει ότι «τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν να εμπνέονται από τα άρθρα 48, 49, και 50 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Κοινότητος για τη σταδιακή πραγματοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων μεταξύ τους.»

63 Το άρθρο 36 του προσθέτου πρωτοκόλλου ορίζει τις προθεσμίες της σταδιακής υλοποιήσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και προβλέπει ότι το Συμβούλιο Συνδέσεως θεσπίζει τις αναγκαίες σχετικές λεπτομερείς διατάξεις.

64 Ως προς την απόφαση 1/80, τη θέσπισε το Συμβούλιο Συνδέσεως προκειμένου να θέσει σε εφαρμογή τα άρθρα 12 της Συμφωνίας Συνδέσεως και 36 του προσθέτου πρωτοκόλλου. Σύμφωνα με την τρίτη αιτιολογική της σκέψη, αποβλέπει στη βελτίωση, στον κοινωνικό τομέα, του καθεστώτος που προβλέπεται για τους εργαζομένους και τα μέλη της οικογενείας τους σε σχέση με το καθεστώς που θεσπίστηκε με την απόφαση 2/76, την οποία έλαβε στις 20 Δεκεμβρίου 1976 το Συμβούλιο Συνδέσεως. Οι διατάξεις του κεφαλαίου ΙΙ, τμήμα 1, της αποφάσεως 1/80, στο οποίο εντάσσεται το άρθρο της 10, παράγραφος 1, αποτελούν έτσι ένα επιπλέον βήμα προς την πραγματοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων κατά το πνεύμα των άρθρων 48, 49 και 50 της Συνθήκης ΕΟΚ, τα οποία κατέστησαν, αντιστοίχως, άρθρα 48 και 49 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 39 ΕΚ και 40 ΕΚ) και 50 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 41 ΕΚ). Επομένως, ο προγραμματικός κατ' ουσίαν χαρακτήρας που είχε αναγνωρίσει το Δικαστήριο, με την προπαρατεθείσα απόφαση Demirel, στις προαναφερθείσες διατάξεις της Συμφωνίας Συνδέσεως και του προσθέτου πρωτοκόλλου δεν αποκλείει το άμεσο αποτέλεσμα των αποφάσεων του Συμβουλίου Συνδέσεως με τις οποίες υλοποιούνται, ως προς συγκεκριμένα σημεία, τα προβλεπόμενα στη Συμφωνία προγράμματα (βλ., υπ' αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Sevince, σκέψη 21, και απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1998, C-1/97, Birden, Συλλογή 1998, σ. Ι-7747, σκέψη 52, καθώς και τις εκεί παρατιθέμενες παραπομπές).

65 Τέλος, το γεγονός ότι η Συμφωνία Συνδέσεως αποσκοπεί κυρίως στην προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως της Τουρκίας και, επομένως, συνεπάγεται μια ανισορροπία στις υποχρεώσεις που ανέλαβε η Κοινότητα έναντι της τρίτης ενδιαφερόμενης χώρας δεν είναι τέτοιας φύσεως ώστε να εμποδίζει την εκ μέρους της Κοινότητας αναγνώριση αμέσου αποτελέσματος σε ορισμένες από τις διατάξεις της Συμφωνίας ούτε, κατά μείζονα λόγο, στις προοριζόμενες για την εφαρμογή της εν λόγω Συμφωνίας (βλ., υπ' αυτήν την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Sürül, σκέψη 72, και τις εκεί παρατιθέμενες παραπομπές).

66 Η διαπίστωση αυτή ισχύει, ειδικότερα, για το άρθρο 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, το οποίο, μολονότι ουδόλως έχει καθαρά προγραμματικό χαρακτήρα, θεσπίζει, στον τομέα των όρων εργασίας και της αμοιβής, μια συγκεκριμένη και ανεπιφύλακτη αρχή που είναι αρκούντως λειτουργική ώστε να εφαρμόζεται από τα εθνικά δικαστήρια και, ως εκ τούτου, να μπορεί να διέπει, κατά τρόπο άμεσο, τη νομική θέση των ιδιωτών (βλ., κατ' αναλογία, προπαρατεθείσες αποφάσεις Eddline El-Yassini, σκέψη 31, και Sürül, σκέψη 74).

67 Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να αναγνωριστεί το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 στα κράτη μέλη, πράγμα που συνεπάγεται ότι οι Τούρκοι υπήκοοι στους οποίους τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη αυτή έχουν δικαίωμα να την επικαλούνται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους υποδοχής.

Επί του περιεχομένου του άρθρου 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80

68 Εκ προοιμίου πρέπει να υπομνησθεί ότι, αναμφισβητήτως, οι πέντε Τούρκοι υπήκοοι που διαγράφηκαν από το ψηφοδέλτιο της Wählergruppe Gemeinsam στις εκλογές για τη γενική συνέλευση του εργατικού επιμελητηρίου του ομόσπονδου κράτους Vorarlberg είναι εργαζόμενοι ενταγμένοι στη νόμιμη αγορά εργασίας ενός κράτους μέλους, υπό την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, όπως προσδιορίστηκε η έννοια αυτή με τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. ως προς την έννοια της «νόμιμης αγοράς εργασίας» του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, την πρόσφατη απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2002, C-188/00, Kurz, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 37 και 39 έως 41).

69 Επομένως, οι εν λόγω Τούρκοι εργαζόμενοι εμπίπτουν στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80.

70 Δεν αμφισβητείται, επίσης, ότι οι πέντε Τούρκοι υπήκοοι τους οποίους αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης πληρούν όλες τις προϋποθέσεις εκλογιμότητας που θέτει η ισχύουσα εθνική κανονιστική ρύθμιση, με εξαίρεση τη σχετική με την αυστριακή ιθαγένεια, καθότι η υποψηφιότητά τους στις εκλογές για τη γενική συνέλευση του εργατικού επιμελητηρίου του ομόσπονδου κράτους Vorarlberg αποκλείστηκε για τον λόγο και μόνον ότι έχουν την τουρκική ιθαγένεια.

71 Πρέπει, ως εκ τούτου, να καθοριστεί αν μια τέτοια προϋπόθεση ιθαγένειας, από την οποία εξαρτάται το δικαίωμα του εκλέγεσθαι στη γενική συνέλευση εργατικού επιμελητηρίου στο κράτος μέλος υποδοχής, συνάδει προς την αρχή που καθιερώνει το άρθρο 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, ήτοι την απουσία κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγένειας όσον αφορά τους όρους εργασίας.

72 Έχει σημασία να σημειωθεί συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία κατόπιν της εκδόσεως της προπαρατεθείσας αποφάσεως Bozkurt (σκέψεις 14, 19 και 20), από το γράμμα των άρθρων 12 της Συμφωνίας Συνδέσεως και 36 του προσθέτου πρωτοκόλλου, καθώς και από τον σκοπό της αποφάσεως 1/80, η οποία αποβλέπει στη σταδιακή πραγματοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων κατά το πνεύμα των άρθρων 48, 49 και 50 της Συνθήκης, προκύπτει ότι οι αρχές που γίνονται δεκτές στο πλαίσιο των προαναφερθέντων άρθρων πρέπει να εφαρμόζονται, στο μέτρο του δυνατού, στους Τούρκους υπηκόους που απολαύουν των δικαιωμάτων τα οποία αναγνωρίζει η εν λόγω απόφαση (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2000, C-340/97, Nazli, Συλλογή 2000, σ. Ι-957, σκέψεις 50 έως 55, και τις εκεί παρατιθέμενες παραπομπές).

73 Συνεπώς, όσον αφορά τον καθορισμό του περιεχομένου της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων που θέτει το άρθρο 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 σχετικά με τους όρους εργασίας, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ερμηνεία που έχει δοθεί στην ίδια αρχή στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων που είναι υπήκοοι των κρατών μελών της Κοινότητας.

74 Η ερμηνεία αυτή δικαιολογείται, κατά μείζονα λόγο, καθότι η διατύπωση της εν λόγω διατάξεως είναι σχεδόν πανομοιότυπη με τη διατύπωση του άρθου 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης.

75 Στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου και, συγκεκριμένα, της εν λόγω διατάξεως της Συνθήκης, κατά πάγια νομολογία, μια εθνική κανονιστική ρύθμιση που στερεί από τους αλλοδαπούς εργαζομένους το δικαίωμα του εκλέγειν και/ή του εκλέγεσθαι στις εκλογές οργανισμών, όπως τα επαγγελματικά επιμελητήρια, στους οποίους οι ενδιαφερόμενοι υπάγονται υποχρεωτικά και για τους οποίους υποχρεούνται να καταβάλλουν εισφορές, αποστολή δε των οποίων είναι η προάσπιση καθώς και η εκπροσώπηση των συμφερόντων των εργαζομένων, ενώ παράλληλα ασκούν συμβουλευτική αρμοδιότητα στον νομοθετικό τομέα, είναι αντίθετη προς τη θεμελιώδη αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας (βλ. αποφάσεις ASTI Ι και ASTI ΙΙ).

76 Το Δικαστήριο συνήγαγε, με τις ίδιες αποφάσεις, ότι το κοινοτικό δίκαιο απαγορεύει την εφαρμογή εθνικής διατάξεως που στερεί από τους υπηκόους άλλων κρατών που εργάζονται στο κράτος μέλος υποδοχής το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι κατά τις εκλογές τέτοιων οργανισμών.

77 Όπως υπενθυμίστηκε με τις σκέψεις 73 και 74 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 επιβάλλει σε κάθε κράτος μέλος, όσον αφορά τους όρους εργασίας των Τούρκων εργαζομένων που είναι ενταγμένοι στη νόμιμη αγορά εργασίας του κράτους αυτού, υποχρέωσεις ανάλογες με αυτές που ισχύουν για τους υπηκόους άλλων κρατών μελών.

78 Συνεπώς, δεδομένων των καθιερωμένων αρχών όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων που είναι υπήκοοι κράτους μέλους και οι οποίες ισχύουν κατ' αναλογία στους Τούρκους εργαζομένους που απολαύουν των δικαιωμάτων που τους αναγνωρίζει η απόφαση 1/80, μια εθνική ρύθμιση που εξαρτά το δικαίωμα του εκλέγεσθαι σε οργανισμό εκπροσωπήσεως και προασπίσεως των συμφερόντων των εργαζομένων, όπως τα εργατικά επιμελητήρια στην Αυστρία, από την ιθαγένεια του κράτους μέλους υποδοχής πρέπει να θεωρείται αντίθετη προς το άρθρο 10, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως.

79 Όπως ορθώς τόνισε η Επιτροπή, η ως άνω ερμηνεία είναι, επιπλέον, η μοναδική που συνάδει προς τον σκοπό και την οικονομία της αποφάσεως 1/80, η οποία αποβλέπει στη σταδιακή υλοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και στην προώθηση της ενσωματώσεως στο κράτος μέλος υποδοχής Τούρκων υπηκόων που πληρούν τις προβλεπόμενες σε διάταξη της εν λόγω αποφάσεως προϋποθέσεις και, ως εκ τούτου, απολαύουν των δικαιωμάτων που αυτή τους αναγνωρίζει (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Kurz, σκέψεις 40 και 45). Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι παραχωρείται στους Τούρκους υπηκόους που απασχολούνται νομίμως στο έδαφος ενός κράτους μέλους το πλεονέκτημα των ίδιων όρων εργασίας με τους εργαζομένους που είναι υπήκοοι άλλων κρατών μελών συνιστά ουσιώδες στοιχείο που αποβλέπει στη δημιουργία του κατάλληλου πλαισίου για τη σταδιακή ενσωμάτωση των Τούρκων διακινούμενων εργαζομένων.

80 Το Kammer für Arbeiter und Angestellte für Vorarlberg (επιμελητήριο εργατών και υπαλλήλων του ομόσπονδου κράτους Vorarlberg, στο εξής: Kammer) καθώς και η Αυστριακή Κυβέρνηση ισχυρίζονται εντούτοις, κατ' ουσίαν, ότι η έκφραση «λοιποί όροι εργασίας», υπό την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, δεν καλύπτει το δικαίωμα των Τούρκων εργαζομένων να μετέχουν στις εκλογές των νομίμων οργάνων εκπροσωπήσεως των συμφερόντων των εργαζομένων, όπως τα εργατικά επιμελητήρια στην Αυστρία. Συγκεκριμένα, στην εν λόγω έννοια πρέπει να αναγνωριστεί λιγότερο ευρύ περιεχόμενο σε σχέση με την ίδια έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης, για τον λόγο, αφενός, ότι η τελευταία αυτή διάταξη διασαφηνίστηκε με τον κανονισμό 1612/68, το άρθρο 8, παράγραφος 1 του οποίου αφορά ρητά την άσκηση συνδικαλιστικών και παρεμφερών δικαιωμάτων, πράγμα που δεν συνέβη στο πλαίσιο της συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας και, αφετέρου, ότι η σύνδεση αυτή επιδιώκει σκοπούς λογότερο φιλόδοξους από την εν λόγω Συνθήκη. Υπό τις συνθήκες αυτές, η νομολογία ASTI Ι και ASTI ΙΙ δεν μπορεί να τύχει αναλογικής εφαρμογής όσον αφορά την εν λόγω σύνδεση.

81 Ωστόσο, η θέση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

82 Συναφώς, επιβάλλεται, κατ' αρχάς, η διαπίστωση ότι ο κανονισμός 1612/68 θεσπίστηκε βάσει του άρθρου 49 της Συνθήκης, κατά το οποίο το Συμβούλιο λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να πραγματοποιηθεί προοδευτικά η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, όπως ορίζεται στο άρθρο 48 της ίδιας Συνθήκης.

83 Επομένως, αποκλειστικός σκοπός του εν λόγω κανονισμού είναι να διασαφηνιστούν οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου 48· αντιθέτως, ως πράξη παραγώγου δικαίου, ο κανονισμός 1612/68 δεν μπορεί να θεσπίσει περαιτέρω κανόνες σε σχέση με τους κανόνες της Συνθήκης, τους οποίους καλείται να θέσει σε εφαρμογή και που χρησιμεύουν ως νομική του βάση.

84 Επιπλέον, πρέπει να θεωρηθεί ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού συνιστά απλώς ειδική έκφραση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, την οποία καθιερώνει το άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης, στον ειδικό τομέα της συμμετοχής των εργαζομένων σε συνδικαλιστικές και παρεμφερείς δραστηριότητες, στις οποίες προβαίνει κάθε οργανισμός που ασκεί καθήκοντα εκπροσωπήσεως και προασπίσεως των συμφερόντων των εργαζομένων (βλ., υπ' αυτήν την έννοια, απόφαση ASTI Ι, σκέψη 15).

85 Ακολούθως, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, δεδομένου του χαρακτήρα γενικής αρχής που πρέπει να αναγνωριστεί στο άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης, το οποίο εξάλλου αποτελεί απλώς ειδική έκφραση του θεμελιώδους κανόνα της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, που καθιερώθηκε με το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της ίδιας Συνθήκης, η έννοια «λοιποί όροι εργασίας» του εν λόγω άρθρου 48, παράγραφος 2, πρέπει να νοείται ως έχουσα ευρύ περιεχόμενο, στο μέτρο που η διάταξη αυτή προβλέπει ίση μεταχείριση για ό,τι σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με την άσκηση μισθωτής δραστηριότητας στο κράτος μέλος υποδοχής. Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 82 έως 84 της παρούσας αποφάσεως, ο ως άνω κανόνας τέθηκε στη συνέχεια σε εφαρμογή και διασαφηνίστηκε αποκλειστικά και μόνο με τις ειδικότερες διατάξεις του κανονισμού 1612/68.

86 Υπό τις συνθήκες αυτές, τα άρθρα 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης και 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1612/68 αποτελούν έκφραση της γενικής αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας που ανήκει στις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου.

87 Η διαπίστωση αυτή επιρρωννύεται με τη σκέψη 11 της αποφάσεως ASTI Ι, κατά την οποία η θεμελιώδης αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, που «διαλαμβάνεται» στο άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης, «υπενθυμίζεται» σε πολλές «μεμονωμένες» διατάξεις του κανονισμού 1612/68, ιδίως δε στα άρθρα 7 και 8 του κανονισμού αυτού. Ενισχύεται επίσης από το γεγονός ότι, με την απόφαση ASTI ΙΙ, το Δικαστήριο διαπίστωσε την παράβαση του οικείου κράτους μέλους στηριζόμενο στον συνδυασμό των δύο ως άνω διατάξεων.

88 Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι από το κείμενο αφενός του άρθρου 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, διάταξη με όμοια σχεδόν διατύπωση με αυτή του άρθρου 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης, και από τη σύγκριση αφετέρου των σκοπών καθώς και του πλαισίου της Συμφωνίας Συνδέσεως προς αυτούς της εν λόγω Συνθήκης προκύπτει ότι δεν υφίσταται κανένας λόγος να δοθεί στην προαναφερθείσα διάταξη της αποφάσεως αυτής περιεχόμενο διαφορετικό από αυτό που έδωσε το Δικαστήριο στο εν λόγω άρθρο 48, παράγραφος 2, με τις αποφάσεις ASTI Ι και ASTI ΙΙ.

89 Συγκεκριμένα, μολονότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 δεν εξαγγέλλει αρχή περί ελεύθερης κυκλοφορίας των Τούρκων εργαζομένων εντός της Κοινότητας, ενώ το άρθρο 48 της Συνθήκης καθιερώνει, υπέρ των κοινοτικών υπηκόων, την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, το εν λόγω άρθρο 10, παράγραφος 1, θεσπίζει ωστόσο, υπέρ των εργαζομένων τουρκικής ιθαγενείας που απασχολούνται νομίμως στο έδαφος κράτους μέλους, δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά την αμοιβή και τους λοιπούς όρους εργασίας, με περιεχόμενο όμοιο με εκείνο που αναγνωρίστηκε, με παρεμφερή διατύπωση, υπέρ των υπηκόων των κρατών μελών με το άρθρο 48, παράγραφος 2, της εν λόγω Συνθήκης (βλ., κατ' αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση Pokrzeptowicz-Meyer, σκέψεις 40 και 41).

90 Το Kammer υποστηρίζει, επίσης, ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το δικαίωμα του εκλέγεσθαι στη γενική συνέλευση των εργατικών επιμελητηρίων στην Αυστρία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, τα εν λόγω επιμελητήρια συνιστούν οργανισμούς δημοσίου δικαίου που μετέχουν στην άσκηση δημόσιας εξουσίας, γεγονός που δικαιολογεί τον αποκλεισμό των αλλοδαπών εργαζομένων από το δικαίωμα του εκλέγεσθαι σε τέτοιους οργανισμούς.

91 Συναφώς πρέπει, ωστόσο, εκ προοιμίου να σημειωθεί ότι, με τη διάταξη περί παραπομπής, το Verfassungsgerichtshof διαπίστωσε, αφενός, ότι όλες οι εκτιμήσεις στις οποίες στηρίχθηκαν οι αποφάσεις ASTI Ι και ASTI ΙΙ - στις οποίες περιλαμβάνεται και η εκτίμηση ότι τα επίδικα στις εν λόγω υποθέσεις λουξεμβουργέζικα επαγγελματικά επιμελητήρια δεν μετέχουν στην άσκηση δημόσιας εξουσίας - ισχύουν και για τα εργατικά επιμελητήρια στην Αυστρία και, αφετέρου, ότι τα επιμελητήρια αυτά δεν φαίνονται σε θέση να μετέχουν στην άσκηση δημόσιας εξουσίας.

92 Πρέπει να προστεθεί ότι, εν πάση περιπτώσει, κατά πάγια νομολογία, η μη εφαρμογή των κανόνων του άρθρου 48 της Συνθήκης στις δραστηριότητες που συνιστούν άσκηση δημόσιας εξουσίας αποτελεί εξαίρεση σε μια θεμελιώδη ελευθερία και πρέπει, ως εκ τούτου, να ερμηνεύεται κατά τρόπο που να περιορίζει το περιεχόμενό της σε ό,τι είναι αυστηρώς αναγκαίο για τη διασφάλιση των συμφερόντων που προασπίζουν, χάριν της εξαιρέσεως αυτής, τα κράτη μέλη. Συνεπώς, η εξαίρεση αυτή δεν μπορεί να δικαιολογήσει το ότι ένα κράτος μέλος υποβάλλει κατά κανόνα κάθε συμμετοχή σε οργανισμό δημοσίου δικαίου, όπως τα εργατικά επιμελητήρια στην Αυστρία, σε προϋπόθεση ιθαγένειας, αλλά παρέχει απλώς τη δυνατότητα να αποκλείονται οι αλλοδαποί εργαζόμενοι από ορισμένες ειδικές δραστηριότητες του εν λόγω οργανισμού που, αν ληφθούν υπόψη μεμονωμένα, προϋποθέτουν πράγματι άμεση συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση ASTI Ι, σκέψη 19).

93 Συνεπώς, όσον αφορά τους αλλοδαπούς εργαζόμενους που απολαύουν ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά την αμοιβή και τους λοιπούς όρους εργασίας, ο αποκλεισμός από το δικαίωμα του εκλέγεσθαι σε οργανισμό που εκπροσωπεί και προασπίζει τα συμφέροντα των εργαζομένων, όπως τα εργατικά επιμελητήρια στην Αυστρία, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε από τη νομική φύση του εν λόγω οργανισμού κατά το εθνικό δίκαιο ούτε από το γεγονός ότι ορισμένες λειτουργίες του οργανισμού αυτού μπορούν να περιλαμβάνουν συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας (βλ. απόφαση ASTI Ι, σκέψη 20).

94 Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι:

- η διάταξη αυτή έχει άμεσο αποτέλεσμα στα κράτη μέλη και

- απαγορεύει την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως που στερεί από τους Τούρκους εργαζομένους που είναι ενταγμένοι στη νόμιμη αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής το δικαίωμα του εκλέγεσθαι στη γενική συνέλευση οργανισμού εκπροσωπήσεως και προασπίσεως των συμφερόντων των εργαζομένων, όπως τα εργατικά επιμελητήρια στην Αυστρία.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

95 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διάταξη της 2ας Μαρτίου 2001 το Verfassungsgerichtshof, αποφαίνεται:

Το άρθρο 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, σχετικά με την προώθηση της συνδέσεως, την οποία εξέδωσε το Συμβούλιο Συνδέσεως που συστάθηκε με τη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι:

- η διάταξη αυτή έχει άμεσο αποτέλεσμα στα κράτη μέλη και

- απαγορεύει την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως που στερεί από τους Τούρκους εργαζομένους που είναι ενταγμένοι στη νόμιμη αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής το δικαίωμα του εκλέγεσθαι στη γενική συνέλευση οργανισμού εκπροσωπήσεως και προασπίσεως των συμφερόντων των εργαζομένων, όπως τα εργατικά επιμελητήρια στην Αυστρία.