ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JEAN MISCHO

της 26ης Ιουνίου 2003 (1)

Υπόθεση C-496/01

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Γαλλικής Δημοκρατίας

«Παράβαση κράτους μέλους – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Δικαίωμα εγκαταστάσεως – Καθεστώς των εργαστηρίων αναλύσεων κλινικής βιολογίας – Προϋποθέσεις χορηγήσεως διοικητικών αδειών λειτουργίας – Έδρα εργασιών στο γαλλικό έδαφος»






1.        Στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή επιζητεί να αναγνωρισθεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, καθόσον επιβάλλει στα εργαστήρια αναλύσεων κλινικής βιολογίας που είναι εγκατεστημένα σε άλλα κράτη μέλη τον όρο να έχουν την έδρα εργασιών τους στο γαλλικό έδαφος, προκειμένου να λάβουν την αναγκαία άδεια λειτουργίας, και καθόσον αποκλείει οποιαδήποτε επιστροφή των εξόδων αναλύσεων κλινικής βιολογίας που πραγματοποιούνται από εργαστήριο αναλύσεων κλινικής βιολογίας εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος.

I –    Η γαλλική νομοθεσία

 Α –       Η γαλλική ρύθμιση για τη δημόσια υγεία

2.        Το άρθρο L.6211-1 του κώδικα δημοσίας υγείας ορίζει ότι οι αναλύσεις κλινικής βιολογίας είναι οι βιολογικές εξετάσεις που συμβάλλουν στη διάγνωση, τη θεραπεία ή την πρόληψη ασθενειών του ανθρώπου ή που εντοπίζουν οποιαδήποτε άλλη μεταβολή της φυσιολογικής καταστάσεως. Τα εργαστήρια μπορούν να ασκούν τις δραστηριότητές τους μόνον υπό την ευθύνη των διευθυντών τους ή των αναπληρωτών διευθυντών τους.

3.        Δυνάμει του άρθρου L.6221-1, οι διευθυντές εργαστηρίων και οι αναπληρωτές τους πρέπει να είναι κάτοχοι ενός από τα κρατικά διπλώματα ιατρού, φαρμακοποιού ή κτηνιάτρου, να είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο του επαγγελματικού συλλόγου στον οποίον υπάγονται και να έχουν υποστεί ειδική εκπαίδευση. Η ειδική αυτή εκπαίδευση μπορεί να αποδεικνύεται με πιστοποιητικά ειδικών σπουδών, με πιστοποιητικά απαλλαγής, με ισότιμα διπλώματα ή με διπλώματα εξειδικευμένων σπουδών στην ιατρική βιολογία. Μπορεί επίσης να επιτρέπεται σε αλλοδαπούς η άσκηση των καθηκόντων διευθυντή κατόπιν ειδικής διαδικασίας προβλεπόμενης στα άρθρα L.4221-1 και L.4221-2 του κώδικα δημοσίας υγείας.

4.        Κατά το άρθρο L.6122-1 του κώδικα δημοσίας υγείας,

«Κανένα εργαστήριο ιατρικής βιολογίας δεν μπορεί να λειτουργεί χωρίς διοικητική άδεια.

Με επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου L.622-1 περί βαρέος εξοπλισμού, η άδεια αυτή παρέχεται, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που τάσσονται με τις διατάξεις του παρόντος βιβλίου και του διατάγματος που προβλέπεται στο άρθρο L.6211-9, το οποίο καθορίζει τον αριθμό και τα προσόντα του τεχνικού προσωπικού καθώς και τους κανόνες που έχουν εφαρμογή στην εγκατάσταση και στον εξοπλισμό των εργαστηρίων.

Αυτό το διάταγμα μπορεί να τάσσει ιδιαίτερες προϋποθέσεις που έχουν εφαρμογή στα εργαστήρια των οποίων η δραστηριότητα περιορίζεται σε ορισμένες πράξεις που καθορίζονται από αυτό. Η άδεια που χορηγείται σ’ αυτά τα εργαστήρια περιέχει μνεία του εν λόγω περιορισμού.

[…]

Η άδεια ανακαλείται, όταν παύουν να πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται με νόμο ή κανονιστικές πράξεις.»

5.        Η διαδικασία χορηγήσεως της εν λόγω άδειας καθορίζεται στα άρθρα 15 έως 17 του διατάγματος 76-1004 της 4ης Νοεμβρίου 1976 (2), περί των προϋποθέσεων αδείας των εργαστηρίων αναλύσεων κλινικής βιολογίας.

6.        Το άρθρο 15 του εν λόγω διατάγματος ορίζει τα εξής:

«Η αίτηση άδειας που προβλέπεται στο άρθρο L.757 (L.6211-2) του κώδικα δημοσίας υγείας υποβάλλεται, με συστημένη επιστολή και αποδεικτικό παραλαβή, στον νομάρχη του διοικητικού διαμερίσματος στο οποίο πρόκειται λειτουργήσει το εργαστήριο.

Η αίτηση διευκρινίζει τους όρους εργασιών, εκθέτει τη σημασία της προβλεπόμενης δραστηριότητας για το πρώτο έτος και συνοδεύεται από τα δικαιολογητικά, ειδικότερα δε:

την περιγραφή και το σχέδιο των εγκαταστάσεων,

τον πλήρη κατάλογο του υλικού,

τον κατάλογο των διευθυντών, αναπληρωτών διευθυντών και τεχνικών, καθώς και των τίτλων και διπλωμάτων τους,

το εταιρικό καταστατικό, αν αυτό είναι σκόπιμο.

Όταν το πρόσωπο που εκμεταλλεύεται το εργαστήριο δεν είναι κύριος του υλικού ή των εγκαταστάσεων, εκθέτει υπό ποια ιδιότητα κάνει χρήση τους […].»

7.        Εφόσον πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις, η άδεια λειτουργίας χορηγείται αυτοδικαίως στον αιτούντα. Επί πλέον, προβλέπεται επί τόπου έρευνα από γιατρό ή φαρμακοποιό επιθεωρητή δημοσίας υγείας.

8.        Το άρθρο 24 του διατάγματος 76-1004 καθορίζει τις προϋποθέσεις και διαδικασίες για την ανάκληση ή την αναστολή της άδειας από τον νομάρχη.

9.        Η γαλλική ρύθμιση προβλέπει συγκεκριμένους κανόνες όσον αφορά την πραγματοποίηση ορισμένων αναλύσεων, όπως είναι η ανίχνευση των αντισωμάτων έναντι του ιού ΗΙV και οι αιματολογικές αναλύσεις σχετικά με το ανοσοποιητικό σύστημα.

10.      Επί πλέον, η λειτουργία των εργαστηρίων πρέπει να είναι σύμφωνη προς τους κανόνες που ορίζονται στον Guide de bonne exécution des analyses [οδηγό καλής εκτελέσεως των αναλύσεων] (στο εξής GBEA). Ο οδηγός αυτός αποτελεί παράρτημα του διατάγματος, της 26ης Νοεμβρίου 1999, για την καλή εκτέλεση των αναλύσεων κλινικής βιολογίας(3).

11.      Ο GBEA αποτελεί ένα σύνολο τεχνικών κανόνων που ορίζουν τη βιολογική πράξη σε όλα της τα στάδια, δηλαδή από τη λήψη του δείγματος έως την έκθεση εγκύρων αποτελεσμάτων.

12.      Ο GBEA έχει κανονιστικό χαρακτήρα και συνεπώς είναι υποχρεωτικός για τα εργαστήρια. Επομένως, έχει εφαρμογή στους βιολόγους. Ως εκ τούτου, η μη τήρησή των διατάξεων του μπορεί να επιφέρει την ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

13.      Η γαλλική ρύθμιση επιβάλλει επίσης ορισμένες δεσμεύσεις κατά τη σύνταξη της εκθέσεως των αποτελεσμάτων. Για ορισμένο αριθμό αναλύσεων, η έκθεση αυτή πρέπει να περιέχει ερμηνεία των αποτελεσμάτων εκ μέρους του βιολόγου, προκειμένου να διευκολύνεται ο παραγγέλλων την ανάλυση γιατρός στη διάγνωσή του.

14.      Η τήρηση της γαλλικής ρυθμίσεως που αφορά την έναρξη εργασιών και τη λειτουργία αυτών των εργαστηρίων αποτελεί το αντικείμενο ελέγχων από τη διοίκηση προκειμένου να διασφαλίζεται η προστασία της δημόσιας υγείας. Υπάρχουν δύο ειδών έλεγχοι: οι επιθεωρήσεις και οι ποιοτικοί έλεγχοι των αναλύσεων.

15.      Οι επιθεωρήσεις διενεργούνται από τους γιατρούς και τους φαρμακοποιούς επιθεωρητές δημοσίας υγείας και από τη γενική επιθεώρηση των κοινωνικών υποθέσεων (άρθρο L.6213-1 του κώδικα δημοσίας υγείας).

16.      Ο βασικός σκοπός αυτών των επιθεωρήσεων είναι να εξακριβώνεται η τήρηση των όρων λειτουργίας των εργαστηρίων που αφορούν: τις εγκαταστάσεις, το υλικό, τον αριθμό των διευθυντών και των αναπληρωτών διευθυντών, τα προσόντα και τον αριθμό των τεχνικών, την οργάνωση του εργαστηρίου, την εκτέλεση των αναλύσεων και την εξασφάλιση της ποιότητας καθώς και, γενικώς, την τήρηση του συνόλου των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, ειδικότερα δε του GBEA .

17.      Επί πλέον, σκοπός των επιθεωρήσεων αυτών είναι να εξασφαλίζεται ότι έχουν ληφθεί διορθωτικά μέτρα, όταν τα αποτελέσματα του ποιοτικού ελέγχου ενός εργαστηρίου δημιουργούν συνεχείς ή σημαντικές ανωμαλίες ως προς τη δυνατότητα χρησιμοποιήσεώς τους από τους γιατρούς. Το άρθρο 9 του προπαρατεθέντος διατάγματος 94-1049, της 2ας Δεκεμβρίου 1994, περί του ελέγχου ποιότητας των αναλύσεων κλινικής βιολογίας (4), διευκρινίζει συναφώς τα εξής:

«Όταν τα αποτελέσματα του ποιοτικού ελέγχου ενός εργαστηρίου παρουσιάζουν συνεχείς ή σημαντικές ανωμαλίες ως προς τη δυνατότητα χρησιμοποιήσεώς τους από τους γιατρούς, η περίπτωση αυτών των εργαστηρίων παραπέμπεται ανωνύμως στην επιτροπή ποιοτικού ελέγχου, η οποία αποφαίνεται ως προς το αν οι ανωμαλίες αυτές είναι σοβαρές. Αν αυτές χαρακτηρισθούν σοβαρές, ο γενικός διευθυντής της Υπηρεσίας Φαρμάκων επισημαίνει υποχρεωτικώς την περίπτωση του εργαστηρίου αυτού στον Υπουργό Υγείας, στον οποίο ανακοινώνει τα αποτελέσματα προκειμένου να διενεργηθεί έλεγχος κατά το άρθρο L.761-13 του κώδικα δημοσίας υγείας, με τον οποίο θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να ελεγχθούν τα μέτρα που έλαβε το εργαστήριο για τη βελτίωση της ποιότητας των αναλύσεων.»

18.      Ως προς τους ποιοτικούς ελέγχους των αναλύσεων, το άρθρο L.6213-3 του κώδικα δημοσίας υγείας προβλέπει ότι αυτοί εκτελούνται, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που καθορίζονται με διάταγμα, από τη γαλλική υπηρεσία υγειονομικής ασφάλειας των προϊόντων για την υγεία.

19.      Αυτοί οι ποιοτικοί έλεγχοι έχουν ως σκοπό την εξασφάλιση της ποιότητας των αποτελεσμάτων των αναλύσεων που διενεργεί κάθε εργαστήριο. Επιδιώκουν, αφενός, να εξασφαλίσουν την αξιοπιστία και την τελειοποίηση των αναλύσεων κλινικής βιολογίας και, αφετέρου, να παράσχουν σε κάθε εργαστήριο τη δυνατότητα να ελέγχει την αξιοπιστία των μεθόδων του και την καλή του λειτουργία.

 Β –       Η εθνική ρύθμιση που αφορά την κοινωνική ασφάλιση

20.      Οι όροι αμοιβής για τις δραστηριότητες των εργαστηρίων διέπονται από την εθνική ρύθμιση που αφορά την κοινωνική ασφάλιση.

21.      Το άρθρο L.162-13 του κώδικα δημοσίας υγείας ορίζει τα εξής:

«Όσον αφορά τις εργαστηριακές αναλύσεις και εξετάσεις, ο ασφαλισμένος έχει την ελεύθερη επιλογή μεταξύ των εγκεκριμένων εργαστηρίων, για κάθε κατηγορία αναλύσεων, όποια και αν είναι η ιδιότητα αυτού που εκμεταλλεύεται το εργαστήριο. Οι προϋποθέσεις εγκρίσεως καθορίζονται με διυπουργική απόφαση.»

22.      Το συνολικό ποσό των εξόδων εργαστηριακών αναλύσεων και εξετάσεων που καλύπτεται από τα συστήματα ασφαλίσεως ασθενείας καθώς και η συμμετοχή του ασφαλισμένου καθορίζονται, δυνάμει του άρθρου L.162-14 του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως, με εθνική σύμβαση μεταξύ του εθνικού ταμείου ασφαλίσεως ασθενείας των μισθωτών εργαζομένων και τουλάχιστον ενός άλλου εθνικού ταμείου ασφαλίσεως ασθενείας, αφενός, και, αφετέρου, των αναγνωρισμένων ως των πλέον αντιπροσωπευτικών επί εθνικού επιπέδου συνδικαλιστικών ενώσεων διευθυντών εργαστηρίων.

23.      Δυνάμει του άρθρου 2 της εθνικής συμβάσεως της 26ης Ιουλίου 1994, τα ταμεία ασφαλίσεως ασθενείας δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από την αρχή της ελεύθερης επιλογής του εργαστηρίου, όπως ορίζεται στο άρθρο L.162-13 του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως. Επιτρέπεται μόνο να αρνηθούν να επιβαρυνθούν με τις πρόσθετες δαπάνες που προκύπτουν από το γεγονός ότι ο ασφαλισμένος επέλεξε εργαστήριο που δεν βρίσκεται στην οικιστική περιοχή του τόπου κατοικίας του ή, αν δεν υπάρχει στον τόπο αυτό εργαστήριο, στην πλησιέστερη οικιστική περιοχή.

24.      Πλην ρητής γνωστοποιήσεως εκ μέρους του διευθυντή ενός εργαστηρίου, ότι δεν προτίθεται να υπαχθεί στο καθεστώς της ισχύουσας συμβάσεως, τα γαλλικά εργαστήρια που πληρούν τις προϋποθέσεις της ρυθμίσεως περί δημοσίας υγείας λογίζονται υπαγόμενα στη σύμβαση και το κόστος των αναλύσεων που πραγματοποιούνται σ’ αυτά καλύπτεται με βάση το τιμολόγιο που καθορίζεται στη σύμβαση και την εισφορά που προβλέπεται στην ονοματολογία των πράξεων κλινικής βιολογίας.

25.      Πάντως, το άρθρο L.332-2 του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως απαγορεύει τις παροχές ασφαλίσεως ασθενείας και μητρότητας, όταν οι φροντίδες παρέχονται εκτός Γαλλίας στους ασφαλισμένους και τους έλκοντες δικαιώματα από αυτούς.

26.      Το άρθρο R.332-2 του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως προβλέπει παρεκκλίσεις από αυτή την αρχή. Δεν προβλέπει τη δυνατότητα συμβάσεως μεταξύ των ταμείων υγείας και των αλλοδαπών εργαστηρίων. Όσον αφορά την παροχή ιατρικών υπηρεσιών στο εξωτερικό, το άρθρο R.332-2, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κώδικα ορίζει τα εξής:

«[…] τα ταμεία ασφαλίσεως ασθενείας μπορούν, κατ’ εξαίρεση και κατόπιν θετικής γνώμης του ελεγκτή ιατρού, να προβαίνουν στην κατ’ αποκοπήν επιστροφή των εξόδων για φροντίδες που παρέχονται εκτός Γαλλίας σε ασφαλισμένο στην κοινωνική ασφάλιση ή σε έλκοντα από αυτόν δικαιώματα ασφαλισμένου στην κοινωνική ασφάλιση, όταν αυτός αποδεικνύει ότι δεν ήταν δυνατόν να του παρασχεθούν στο γαλλικό έδαφος οι κατάλληλες για την κατάσταση της υγείας του φροντίδες.»

II – To κοινοτικό δίκαιο

27.      Το άρθρο 43 ΕΚ ορίζει τα εξής:

«Στο πλαίσιο των κατωτέρω διατάξεων, οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους απαγορεύονται. Η απαγόρευση αυτή εκτείνεται επίσης στους περιορισμούς για την ίδρυση πρακτορείων, υποκαταστημάτων ή θυγατρικών εταιρειών από τους υπηκόους ενός κράτους μέλους που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους.

Η ελευθερία εγκαταστάσεως περιλαμβάνει την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων, καθώς και τη σύσταση και τη διαχείριση επιχειρήσεων, και ιδίως εταιρειών κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 2, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη νομοθεσία της χώρας εγκαταστάσεως για τους δικούς της υπηκόους, με την επιφύλαξη των διατάξεων του κεφαλαίου της παρούσας Συνθήκης που αναφέρονται στην κυκλοφορία κεφαλαίων.»

28.      Το άρθρο 46 ΕΚ ορίζει τα εξής:

«1. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου και τα μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει αυτών δεν εμποδίζουν τη δυνατότητα εφαρμογής των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που προβλέπουν ειδικό καθεστώς για τους αλλοδαπούς υπηκόους και δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας.

2. Το Συμβούλιο αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 251, εκδίδει οδηγίες για το συντονισμό των ανωτέρω διατάξεων.»

29.      Το άρθρο 47 ΕΚ ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«[…]

3. Ως προς τα ιατρικά, παραϊατρικά και φαρμακευτικά επαγγέλματα, η προοδευτική άρση των περιορισμών προϋποθέτει το συντονισμό των όρων ασκήσεώς τους στα διάφορα κράτη μέλη.»

30.      Το τρίτο εδάφιο του άρθρου 50 ΕΚ έχει την ακόλουθη διατύπωση:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του κεφαλαίου που αφορά το δικαίωμα εγκαταστάσεως, εκείνος που παρέχει υπηρεσία δύναται για την εκτέλεση αυτής να ασκήσει προσωρινά τη δραστηριότητά του στο κράτος όπου παρέχεται η υπηρεσία με τους ίδιους όρους που το κράτος αυτό επιβάλλει στους δικούς του υπηκόους.»

III – Η διαδικασία

31.      Κατόπιν καταγγελίας ενός γερμανικού εργαστηρίου για την οικεία γαλλική ρύθμιση, οι υπηρεσίες της Επιτροπής ζήτησαν πληροφορίες από τις γαλλικές αρχές με έγγραφο της 18ης Μαρτίου 1999. Οι εν λόγω αρχές απάντησαν με έγγραφο της 21ης Σεπτεμβρίου 1999.

32.      Με έγγραφο οχλήσεως της 1ης Φεβρουαρίου 2000, η Επιτροπή επισήμανε στη Γαλλική Κυβέρνηση ότι ορισμένες διατάξεις της γαλλικής ρυθμίσεως περί εργαστηρίων αναλύσεων κλινικής βιολογίας έθεταν, κατ’ αυτήν, προβλήματα συμβατότητας με το δικαίωμα εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών που προβλέπονται στα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ.

33.      Δεδομένου ότι οι γαλλικές αρχές δεν απάντησαν σ’ αυτό το έγγραφο, η Επιτροπή απηύθυνε στη Γαλλική Δημοκρατία αιτιολογημένη γνώμη στις 24 Ιανουαρίου 2001.

34.      Οι γαλλικές αρχές απάντησαν στην αιτιολογημένη γνώμη με έγγραφο της 6ης Ιουνίου 2001, με το οποίο αντέκρουσαν τις αιτιάσεις της Επιτροπής.

35.      Θεωρώντας ότι η απάντηση αυτή δεν ήταν ικανοποιητική, η Επιτροπή, με δικόγραφο της 17ης Δεκεμβρίου 2001, άσκησε κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας προσφυγή λόγω παραβάσεως κράτους μέλους βάσει του άρθρου 226 ΕΚ.

36.      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

α)      να αναγνωρίσει ότι η Γαλλική Δημοκρατία,

–        επιβάλλοντας στα εγκατεστημένα εντός άλλων κρατών μελών εργαστήρια αναλύσεων κλινικής βιολογίας τον όρο να έχουν την έδρα εργασιών τους στο γαλλικό έδαφος προκειμένου να λάβουν την αναγκαία άδεια λειτουργίας

–        αποκλείοντας οποιαδήποτε επιστροφή εξόδων για αναλύσεις κλινικής βιολογίας που πραγματοποιούνται από εγκατεστημένο εντός άλλου κράτους μέλους εργαστήριο αναλύσεων κλινικής βιολογίας,

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ,

β)      να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

37.      Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

IV – Ως προς την πρώτη αιτίαση, που αφορά τον όρο υπάρξεως έδρας εργασιών στο γαλλικό έδαφος

38.      Εφόσον η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Γαλλική Δημοκρατία παραβαίνει τόσο το άρθρο 43 ΕΚ (ελευθερία εγκαταστάσεως) όσο και το άρθρο 49 ΕΚ (ελεύθερη παροχή υπηρεσιών), εξετάζω κατ’ αρχάς το πρόβλημα υπό το πρίσμα του άρθρου 43 ΕΚ.

 Α –       Ως προς την παραβίαση της αρχής της ελευθερίας εγκαταστάσεως

39.      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Γαλλική Δημοκρατία στερεί ένα εργαστήριο που έχει την έδρα εργασιών του εντός άλλου κράτους μέλους της δυνατότητας δημιουργίας δευτερεύουσας εγκαταστάσεως στη Γαλλία σύμφωνα με το άρθρο 43, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ.

40.      Έχω κάποια δυσκολία να αντιληφθώ αυτό που θέλει να πει η Επιτροπή με αυτόν τον ισχυρισμό. Η Επιτροπή δεν φαίνεται να υποστηρίζει και, εν πάση περιπτώσει, δεν αποδεικνύει ότι η γαλλική νομοθεσία απαγορεύει σε αλλοδαπό εργαστήριο να εγκαταστήσει στη Γαλλία υποκατάστημα ή θυγατρική εταιρία, όπου θα προέβαινε στο σύνολο των πράξεων που παραδοσιακά διενεργούνται από εργαστήρια αναλύσεων.

41.      Δεν αποδεικνύει ούτε ότι η νομοθεσία αυτή επιτάσσει σε εργαστήριο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος να μεταφέρει το σύνολο των δραστηριοτήτων του στη Γαλλία, ώστε η εγκατάσταση που βρίσκεται στη Γαλλία να μην είναι πλέον δευτερεύουσα έδρα, αλλά να καθίσταται η μόνη έδρα εργασιών της εν λόγω εταιρίας.

42.      Υποθέτω, επομένως, ότι η Επιτροπή αναφέρεται μάλλον στην υποθετική περίπτωση κατά την οποία ένα αλλοδαπό εργαστήριο αναλύσεων κατέχει ή μισθώνει στο γαλλικό έδαφος ένα χώρο στον οποίο πραγματοποιείται αιμοληψία και το αίμα αποστέλλεται στη συνέχεια, για ανάλυση, σε άλλο κράτος μέλος.

43.      Η υποθετική αυτή περίπτωση μπορεί να εξεταστεί από δύο διαφορετικές απόψεις.

44.      Πρώτον, θα μπορούσε να γίνει δεκτό, θεωρητικά, ότι η δραστηριότητα που συνίσταται αποκλειστικά στην αιμοληψία αποτελεί καθεαυτή οικονομική δραστηριότητα. Αυτό, όμως, θα συνεπήγετο ότι η «έδρα εργασιών» του εν λόγω «εργαστηρίου αιμοληψίας» βρίσκεται, εξ ορισμού, στη Γαλλία, οπότε η ανωτέρω αιτίαση θα καθίστατο αλυσιτελής.

45.      Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αν η αιμοληψία δεν συνιστά καθεαυτή πλήρη δραστηριότητα, τότε η εν λόγω πράξη αποτελεί ένα στάδιο της ευρύτερης δραστηριότητας, την οποία συνιστά η ανάλυση του αίματος.

46.      Είναι προφανές ότι συμβαίνει το δεύτερο. Όμως, εφόσον το κύριο μέρος αυτής της δραστηριότητας διενεργείται στην αλλοδαπή, προς το συμφέρον ενός ασθενούς που κατοικεί στη Γαλλία, συνάγεται κατ’ ανάγκην ότι υφίσταται διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών. Με άλλα λόγια, η πραγματοποιούμενη στη Γαλλία αιμοληψία και η διενεργούμενη σε γειτονική χώρα ανάλυση αυτού του αίματος αποτελούν μέρος μιας και της αυτής παροχής υπηρεσιών.

47.      Επομένως, το εργαστήριο που επιδίδεται αποκλειστικά στην αιμοληψία δεν συνιστά δευτερεύουσα εγκατάσταση (5) του εργαστηρίου αναλύσεως, αλλά υποδομή προς διευκόλυνσή του στην παροχή των υπηρεσιών του, η οποία το φέρνει κοντά στους χρήστες αυτών των υπηρεσιών.

48.      Το Δικαστήριο, πράγματι, με την απόφαση Gebhard (6), δέχτηκε ότι «ο προσωρινός χαρακτήρας της παροχής [υπηρεσιών] δεν αποκλείει τη δυνατότητα του παρέχοντος τις υπηρεσίες, κατά την έννοια της Συνθήκης, να διαθέτει στο κράτος μέλος υποδοχής ορισμένη υποδομή (συμπεριλαμβανομένης πλήρους εγκαταστάσεως γραφείου), στο μέτρο που η υποδομή αυτή είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση της εν λόγω παροχής».

49.      Επομένως, θεωρώ ότι ο γαλλικός όρος για την ύπαρξη έδρας εργασιών στη Γαλλία δεν έχει ως αποτέλεσμα να αποκλείεται ένας ολόκληρος οικονομικός τομέας από την εφαρμογή της αρχής της ελευθερίας εγκαταστάσεως (άρθρο 43 ΕΚ), όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, αλλά ο όρος αυτός πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (άρθρα 49 ΕΚ και 50 ΕΚ).

 Β –       Ως προς την παραβίαση της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

1.      Επιχειρηματολογία ενώπιον του Δικαστηρίου

50.      Η Επιτροπή προσάπτει στη Γαλλική Δημοκρατία ότι στερεί ένα εργαστήριο που έχει την έδρα εργασιών του εντός άλλου κράτους μέλους της δυνατότητας να ανταποκρίνεται, με βάση την έδρα εργασιών του στο εξωτερικό, στη ζήτηση Γάλλων ασφαλισμένων.

51.      Χωρίς να αμφισβητεί τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν σύστημα παροχής αδείας για τις δραστηριότητες των εργαστηρίων, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα εν λόγω συστήματα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις προδιαγραφές που πληροί και τις εγγυήσεις που παρέχει ήδη το κράτος μέλος εγκαταστάσεως. Άλλως, η κατάσταση θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας.

52.      Η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν υπάρχει δικαιολογία για τον όρο κατά τον οποίο η έδρα εργασιών πρέπει να είναι στη Γαλλία. Στον βαθμό που υφίσταται διάκριση, το άρθρο 46, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 55 ΕΚ, ως προς την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, δεν επιτρέπει να αποκλείεται ένας ολόκληρος τομέας, όπως ο εν προκειμένω, από την εφαρμογή των αρχών του δικαιώματος εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (7). Αν έπρεπε να θεωρηθεί ότι υφίστανται εν προκειμένω περιορισμοί που δεν συνιστούν διάκριση, θα έπρεπε, κατά την Επιτροπή, να απορριφθούν όλοι οι δικαιολογητικοί λόγοι που επικαλούνται οι γαλλικές αρχές.

53.      Ως προς την ποιότητα των ιατρικών υπηρεσιών, η Επιτροπή τονίζει, αφενός, ότι η ποιότητα των ιατρικών υπηρεσιών εξασφαλίζεται δυνάμει αρκετών οδηγιών εναρμονίσεως και αναγνωρίσεως που αφορούν τους γιατρούς, τους φαρμακοποιούς και τους κτηνιάτρους και, αφετέρου, ότι οι προϋποθέσεις προσβάσεως σε επάγγελμα και ασκήσεώς του σε σχέση με ειδικά προσόντα μπορούν να εξαρτώνται ευθέως από την εφαρμογή των άρθρων 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, καθώς και των γενικών συστημάτων επαγγελματικής αναγνωρίσεως των διπλωμάτων. Οι διάφορες οδηγίες που αφορούν την «αμοιβαία αναγνώριση» καθιστούν πιο εύκολη τη διενέργεια ενός μέρους των ελέγχων, πράγμα που αποδεικνύει ότι η ανάγκη ελέγχων δεν συνιστά επαρκή αιτία για να δικαιολογείται ο όρος που αφορά τον τόπο της έδρας εργασιών.

54.      Ως προς τους ελέγχους, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι ο όρος περί μόνιμης εγκαταστάσεως μπορεί να δικαιολογείται μόνον όλως εξαιρετικώς, αν οι αρχές αποδεικνύουν ότι διαφορετικά η αποστολή τους ελέγχου δεν θα μπορούσε να εκτελεσθεί. Αυτό δεν συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση. Ο όρος του τόπου της έδρας εργασιών στο γαλλικό έδαφος δεν θα ήταν απαραίτητος, αν το οικείο αλλοδαπό εργαστήριο μπορούσε να λάβει τη διοικητική άδεια λειτουργίας υπό την προϋπόθεση ότι συναινεί να πραγματοποιούνται στους χώρους του όλοι οι έλεγχοι που είναι αναγκαίοι για την εκπλήρωση της αποστολής των γαλλικών αρχών. Οι σκοποί του ελέγχου θα μπορούσαν να επιτυγχάνονται με κατάλληλα μέτρα οργανώσεως, περιλαμβανομένης μιας χρονικώς περιορισμένης άδειας.

55.      Επί πλέον, προκειμένου οι πραγματοποιούμενες εκτός Γαλλίας αναλύσεις να μπορούν να αξιολογούνται βάσει των γαλλικών προτύπων, τα εγκατεστημένα εντός άλλου κράτους μέλους εργαστήρια θα μπορούσαν να συνομολογούν εκουσίως ότι υιοθετούν τα γαλλικά πρότυπα κατά το χρονικό σημείο της αιτήσεως χορηγήσεως άδειας.

56.      Η Επιτροπή διευκρινίζει λεπτομερώς ότι οι διατάξεις της οδηγίας 98/79/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 1998, για τα ιατροτεχνολογικά βοηθήματα που χρησιμοποιούνται στη διάγνωση in vitro (8), προσφέρουν ένα χρήσιμο στοιχείο εκτιμήσεως και μπορούν να χρησιμοποιούνται ως σημείο αναφοράς για μέτρα που βρίσκονται σε αναλογία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

57.      Η Επιτροπή προσάπτει στη Γαλλική Δημοκρατία ότι δεν διευκρίνισε αν και γιατί το δικό της σύστημα εξασφαλίζει υψηλότερο επίπεδο ποιοτικού ελέγχου και γιατί δεν είναι δυνατοί οι έλεγχοι στα τυφλά επί δειγμάτων προερχομένων από εργαστήρια εγκατεστημένα σε άλλα κράτη μέλη.

58.      Η Επιτροπή διευκρινίζει και αιτιολογεί το ότι η αποτελεσματικότητα των κυρώσεων σε βάρος των εργαστηρίων και η διατήρηση της ικανότητας περιθάλψεως μπορούν επίσης να εξασφαλίζονται με μέτρα λιγότερο επαχθή από τον όρο υπάρξεως έδρας εργασιών στο γαλλικό έδαφος. Σημειώνει, σε σχέση με τη διατήρηση της ικανότητας περιθάλψεως στο εθνικό έδαφος, ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν προσκόμισε την απόδειξη, σύμφωνα με την απόφαση Kohll (9), ότι δεν θα ήταν άλλως δυνατό να διασφαλισθεί ισόρροπη και προσιτή σε όλους παροχή ιατρικής υπηρεσίας.

59.      Η Γαλλική Δημοκρατία ομολογεί ότι ο όρος της έδρας εργασιών στο γαλλικό έδαφος μπορεί να χαρακτηρισθεί ως εμπόδιο, το οποίο όμως δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος, ήτοι τον σκοπό της προστασίας της δημόσιας υγείας, και είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

60.      Η Γαλλική Δημοκρατία σημειώνει την ανυπαρξία κανόνων εναρμονίσεως ως προς τη λειτουργία των εργαστηρίων αναλύσεων κλινικής βιολογίας. Επομένως, εναπόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίζουν πόσο υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων σκοπεύουν να διασφαλίσουν.

61.      Η Γαλλική Δημοκρατία προβάλλει ότι οι οδηγίες για την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων γιατρών, φαρμακοποιών και κτηνιάτρων αφορούν μία μόνον πτυχή των κανόνων που επιβάλλονται στα εργαστήρια αναλύσεων κλινικής βιολογίας στη Γαλλία.

62.      Η Γαλλική Δημοκρατία παρατηρεί ότι δεν μπορεί να κρίνει τα επίπεδα ελέγχου στα άλλα κράτη μέλη. Η Επιτροπή πρέπει να αποδείξει ότι τα ποιοτικά κριτήρια και οι μέθοδοι ελέγχου ισοδυναμούν προς τα κριτήρια και τους ελέγχους που ισχύουν στη Γαλλία. Προβάλλει επίσης ότι δεν είναι δυνατόν να συγκριθεί το σύστημα των ιατρικών μέσων διαγνώσεως in vitro, όπως ορίζεται με την οδηγία 98/79, με την κατάσταση των εργαστηρίων αναλύσεων κλινικής βιολογίας.

63.      Ως προς την τήρηση της αναλογικότητας, η Γαλλική Δημοκρατία αναγνωρίζει ότι η ρύθμισή της εμποδίζει όλες τις παροχές υπηρεσιών εργαστηρίων άλλου κράτους μέλους. Πάντως, προβάλλει ότι, σύμφωνα με τις αποφάσεις της 4ης Δεκεμβρίου 1986 (10) και της 9ης Μαρτίου 2000 (11), πληρούνται οι προϋποθέσεις του όρου της μόνιμης εγκαταστάσεως στο γαλλικό έδαφος. Η Επιτροπή δεν κατέδειξε πώς το ελεγκτικό έργο των γαλλικών αρχών θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί κατά τρόπο πλέον σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας σ’ αυτόν τον τομέα δραστηριοτήτων, ελλείψει κοινοτικής εναρμονίσεως ή διμερών συμφωνιών. Δεν είναι δυνατή η πραγματοποίηση ελέγχων από τους επιθεωρητές της στα αλλοδαπά εργαστήρια. Τα άλλα κράτη μέλη δεν μπορούν να πραγματοποιούν αυτούς τους ελέγχους υποκαθιστώντας τις γαλλικές αρχές, οι δε γαλλικές αρχές δεν μπορούν να αναγνωρίζουν εκ των προτέρων ως ισοδύναμους τους ελέγχους που πραγματοποιούνται εντός άλλων κρατών μελών.

64.      Η Γαλλική Δημοκρατία περιγράφει λεπτομερώς την έκταση και τις μεθόδους των ελέγχων που πραγματοποιούνται από τις αρχές της και παρατηρεί ότι οι έλεγχοι αυτοί συνδέονται αυστηρά με τις αφορώσες την άσκηση των δραστηριοτήτων υποχρεώσεις που επιβάλλει η γαλλική ρύθμιση προς προστασία της δημόσιας υγείας. Για ορισμένες αναλύσεις επιβάλλονται ειδικές μέθοδοι και ερμηνεία των αποτελεσμάτων. Αν πραγματοποιούνταν αναλύσεις σε άλλο κράτος μέλος, θα υφίστατο αυξημένος κίνδυνος εσφαλμένης ερμηνείας των αποτελεσμάτων, πράγμα που θα συνεπαγόταν αληθινό κίνδυνο για την υγεία των ασθενών.

2.      Εκτίμηση

65.      Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η επίδικη διάταξη εμποδίζει κάθε αλλοδαπό εργαστήριο αναλύσεων να παρέχει τις υπηρεσίες του εντός της Γαλλίας, πράγμα, εξάλλου, που δεν αμφισβητεί η Γαλλική Κυβέρνηση.

66.      Δεν αμφισβητείται επίσης ότι δεν έχει εκδοθεί καμία οδηγία από τα όργανα της Κοινότητας για τον συντονισμό των προϋποθέσεων εγκαταστάσεως και λειτουργίας των εργαστηρίων κλινικής βιολογίας.

67.      Από το άρθρο 47, παράγραφος 3, ΕΚ, όμως, προκύπτει ότι «[ω]ς προς τα ιατρικά, παραϊατρικά και φαρμακευτικά επαγγέλματα, η προοδευτική άρση των περιορισμών προϋποθέτει το συντονισμό των όρων ασκήσεώς τους στα διάφορα κράτη μέλη.»

68.      Δυνάμει του άρθρου 55 ΕΚ, η διάταξη αυτή έχει επίσης εφαρμογή σε θέματα παροχής υπηρεσιών.

69.      Κατ’ εμέ, τα εργαστήρια αναλύσεων κλινικής βιολογίας εμπίπτουν στον τομέα των παραϊατρικών επαγγελμάτων.

70.      Στις προτάσεις μου της 13ης Δεκεμβρίου 2001, επί της υποθέσεως Gräbner (12), υποστήριξα ότι οι ανωτέρω τομείς υπόκεινται επίσης σε έναν όρο που δεν προβλέπεται για κανένα άλλο πεδίο επαγγελματικής δραστηριότητας. Για τους άλλους τομείς, η απαγόρευση των περιορισμών στην ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών εντός της Κοινότητας, που ορίζεται στο άρθρο 49 ΕΚ, πρέπει να θεωρείται ως «μία επακριβώς καθορισμένη υποχρέωση επιτεύξεως ορισμένου αποτελέσματος, η εκπλήρωση της οποίας θα πρέπει να διευκολυνθεί και όχι να εξαρτηθεί από την εφαρμογή ενός προγράμματος προοδευτικών μέτρων . Κατά συνέπεια, οι επιταγές τού άρθρου 59 τής Συνθήκης [νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 49 ΕΚ] κατέστησαν αμέσως και άνευ αιρέσεων εφαρμοστέες κατά την λήξη της […] [μεταβατικής] περιόδου» (13).

71.      Το Δικαστήριο, εντούτοις, στην απόφαση Gräbner, ουδόλως πρόσεξε αυτό το επιχείρημα.

72.      Πράγματι, το Δικαστήριο έκρινε ότι(14) «επιβάλλεται να τονιστεί, συναφώς, εκ προοιμίου, ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, ελλείψει εναρμονίσεως μιας επαγγελματικής δραστηριότητας, τα κράτη μέλη διατηρούν κατ’ αρχήν την αρμοδιότητα να ορίζουν την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας, πλην όμως πρέπει να ασκούν τις αρμοδιότητές τους στον τομέα αυτό διασφαλίζοντας τις θεμελιώδεις ελευθερίες τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2000, C-58/98, Corsten, Συλλογή 2000, σ. Ι-7919, σκέψη 31, και της 1ης Φεβρουαρίου 2001, C-108/96, Mac Quen κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. Ι-837, σκέψη 24)». Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι, «επομένως, επιβάλλεται, προς απάντηση στο πρώτο ερώτημα, να καθοριστεί, πρώτον, αν σε μία περίπτωση όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, η άσκηση της δραστηριότητας του Heilpraktiker, υπό την έννοια της γερμανικής νομοθεσίας, ρυθμίζεται από μέτρο εναρμονίσεως που έχει εκδοθεί σε κοινοτικό επίπεδο και, στην αντίθετη περίπτωση, αν η επιφύλαξη εκ μέρους κράτους μέλους της ασκήσεως μιας τέτοιας δραστηριότητας στους διπλωματούχους ιατρούς αντίκειται στα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης, που είναι κρίσιμα εν προκειμένω » (15).

73.      Από τη συλλογιστική αυτή απορρέει ότι, κατά την ερμηνεία του Δικαστηρίου, ακόμη και στον ιατρικό, τον παραϊατρικό και τον κτηνιατρικό τομέα, οι οδηγίες σκοπούν αποκλειστικώς στη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών. Επομένως, άπαξ έχει παρέλθει η μεταβατική περίοδος, η ελεύθερη κυκλοφορία των γιατρών αποτελεί τον κανόνα, ακόμη και χωρίς την έκδοση των σχετικών οδηγιών. Δεν νομίζω ότι αυτή ήταν η αντίληψη των συντακτών της Συνθήκης, αλλά δεν θα επιμείνω ως προς αυτό το σημείο.

74.      Επομένως, θα λάβω ως βάση της αναλύσεώς μου την πάγια νομολογία που έχει διαμορφώσει το Δικαστήριο σε σχέση με όλους τους τομείς δραστηριοτήτων και την οποία εφάρμοσε επίσης στον παραϊατρικό τομέα με τις αποφάσεις του Mac Quen κ.λπ. (16) και Gräbner (17).

75.      Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι πρέπει να θεωρείται ως εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών κάθε μέτρο που απαγορεύει, παρακωλύει ή καθιστά λιγότερο ελκυστική την άσκηση της ελευθερίας αυτής.

76.      Τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να δικαιολογηθούν παρά μόνον αν πληρούν τέσσερις προϋποθέσεις: να εφαρμόζονται κατά τρόπο μη συνεπαγόμενο διακρίσεις, να ανταποκρίνονται σε επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, να είναι ικανά να εγγυηθούν την υλοποίηση του σκοπού που επιδιώκουν και να μη βαίνουν πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού (18).

77.      Δεν αμφισβητείται ότι μια νομοθεσία που συνεπάγεται ότι άδεια λειτουργίας ενός εργαστηρίου αναλύσεων μπορεί να χορηγείται μόνο σε εργαστήρια με έδρα εργασιών στη Γαλλία συνιστά περιορισμό στην άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί αν μια τέτοια νομοθεσία μπορεί να δικαιολογείται έναντι των τεσσάρων προϋποθέσεων που συνάγονται από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

78.      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι η επίμαχη διάταξη δεν περιέχει καμία αναφορά στην εθνικότητα των εταιριών ή την ιθαγένεια των προσώπων που επιθυμούν να προβαίνουν σε παροχές υπηρεσιών εντός της Γαλλίας, δεν αμφισβητείται, εντούτοις, ότι τα εργαστήρια που είναι εγκατεστημένα σε άλλο κράτος μέλος εμποδίζονται, απ’ αυτό το γεγονός και μόνο, να παρέχουν υπηρεσίες εντός της Γαλλίας. Επομένως, πρέπει κατ’ ανάγκη να θεωρηθεί ότι πρόκειται για έμμεση δυσμενή διάκριση.

79.      Πρέπει ως εκ τούτου να συναχθεί ότι, εφόσον δεν πληρούται η πρώτη από τις τέσσερις προϋποθέσεις που συνάγονται από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο επίμαχος περιορισμός είναι κατ’ ανάγκην ασυμβίβαστος προς το κοινοτικό δίκαιο;

80.      Αυτό δεν συμβαίνει. Πράγματι, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η προστασία της δημόσιας υγείας περιλαμβάνεται μεταξύ των λόγων που μπορούν, βάσει του άρθρου 46, παράγραφος 1, ΕΚ, να δικαιολογήσουν περιορισμούς που απορρέουν από ειδικό καθεστώς για τους αλλοδαπούς υπηκόους. Η προστασία της δημόσιας υγείας μπορεί, συνεπώς, κατ’ αρχήν, να δικαιολογήσει και μέτρα τα οποία συνιστούν έμμεση δυσμενή διάκριση ή εφαρμόζονται αδιακρίτως (19). Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου έχουν εφαρμογή στην παροχή υπηρεσιών δυνάμει του άρθρου 55 ΕΚ.

81.      Βεβαίως, η απόφαση του κράτους μέλους ότι μόνο τα εργαστήρια που έχουν έδρα εργασιών στη Γαλλία θα μπορούν να πραγματοποιούν αναλύσεις κλινικής βιολογίας, όσον αφορά τα πρόσωπα που κατοικούν σ’ αυτή τη χώρα, μπορεί να θεωρηθεί μέσο κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού της προστασίας της δημόσιας υγείας. Πράγματι, αποτελεί εγγύηση όχι μόνο για τα προσόντα των διευθυντών και του προσωπικού αυτών των εργαστηρίων, αλλά και για τον έλεγχο, μέσω περιοδικών επιθεωρήσεων, της διεξαγωγής των αναλύσεων σύμφωνα πάντοτε με τους κανόνες που έχει θεσπίσει το οικείο κράτος μέλος.

82.      Πάντως, απομένει να εξετασθεί κατά πόσον το επίμαχο μέτρο υπερβαίνει αυτό που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

83.      Συναφώς, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το γεγονός ότι άλλα κράτη μέλη επιβάλλουν ενδεχομένως κανόνες λιγότερο αυστηρούς από εκείνους που ισχύουν εντός της Γαλλίας δεν σημαίνει, αυτό καθεαυτό, ότι οι τελευταίοι αυτοί κανόνες είναι δυσανάλογοι και, επομένως, ασύμβατοι προς το κοινοτικό δίκαιο (20).

84.      Πράγματι, το γεγονός και μόνον ότι ένα κράτος μέλος επέλεξε ένα σύστημα προστασίας διαφορετικό από εκείνο που υιοθέτησε άλλο κράτος μέλος δεν μπορεί να έχει επίπτωση στην εκτίμηση της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας των διατάξεων που έχουν θεσπιστεί στον τομέα αυτόν (21).

85.      Η Επιτροπή, παρόλο που αναγνωρίζει το δικαίωμα των κρατών μελών να προβλέπουν σύστημα παροχής αδείας για τις δραστηριότητες των εργαστηρίων, θεωρεί εντούτοις ότι ο όρος περί υπάρξεως έδρας εργασιών στο γαλλικό έδαφος δεν είναι απαραίτητος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

86.      Η Γαλλική Κυβέρνηση, εξάλλου, προβάλλει ότι το Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί ότι τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν υποχρέωση εγκαταστάσεως, εφόσον οι αρχές του δεν μπορούν να εκτελούν αποτελεσματικώς το ελεγκτικό τους έργο, αν η επιχείρηση δεν διαθέτει, εντός του εν λόγω κράτους μέλους, μόνιμη εγκατάσταση. Συναφώς, αναφέρεται πρωτίστως στην απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας (22), που αφορά τον τομέα των ασφαλίσεων.

87.      Εντούτοις, από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι η άποψη του Δικαστηρίου δεν ήταν τόσο απόλυτη όσο υποστηρίζει η καθής.

88.      Το Δικαστήριο, πράγματι, έκρινε ότι, «αν η υποχρέωση λήψεως άδειας συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η υποχρέωση μόνιμης εγκατάστασης αποτελεί, στην πραγματικότητα, αυτή καθαυτή, άρνηση αυτής της ελευθερίας. Η υποχρέωση αυτή έχει ως συνέπεια να αφαιρεί κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα από το άρθρο 59 της Συνθήκης, το οποίο αποσκοπεί ακριβώς στην κατάργηση των περιορισμών της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εκ μέρους προσώπων που δεν είναι εγκατεστημένα στο κράτος όπου πρέπει να παρασχεθεί ή υπηρεσία […]. Για να γίνει αποδεκτή μια τέτοια υποχρέωση, πρέπει να αποδεικνύεται ότι αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου» (σκέψη 52).

89.      Στη συνέχεια, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές να αποδείξουν «ότι, ακόμη και στο πλαίσιο ενός συστήματος λήψεως άδειας, οι αρχές αυτές δεν θα μπορούσαν να επιτελέσουν αποτελεσματικά την αποστολή τους, αν η επιχείρηση δεν διαθέτει στο εν λόγω κράτος μέλος μόνιμη εγκατάσταση με όλα τα αναγκαία έγγραφα» (σκέψη 54, στο τέλος). Εντούτοις, εκτίμησε ότι δεν είχε προσκομιστεί η απόδειξη αυτή όσον αφορά τους ισολογισμούς, τους λογαριασμούς και τα εμπορικά έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων των όρων ασφαλίσεως και των προγραμμάτων δραστηριοτήτων. Αντίγραφα αυτών των εγγράφων μπορούσαν, πράγματι, να αποσταλούν από το κράτος εγκαταστάσεως, δεόντως επικυρωμένα από τις αρχές αυτού του κράτους μέλους. Τα Δικαστήριο κατέληξε ότι, «στο πλαίσιο ενός συστήματος λήψεως άδειας, είναι δυνατό μια επιχείρηση να υποβληθεί σε τέτοιες προϋποθέσεις ελέγχου με την πράξη χορηγήσεως άδειας της διοικητικής αρχής και να διασφαλιστεί η τήρηση του εν λόγω ελέγχου με την ανάκληση της πράξεως αυτής, ανάλογα με την περίπτωση» (σκέψη 55).

90.      Η Γαλλική Κυβέρνηση, προς στήριξη της απόψεώς της, επικαλείται επίσης την απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου (23). Δεν βλέπω, εντούτοις, υπό ποία έννοια η απόφαση αυτή ενισχύει την άποψή της, εφόσον το Δικαστήριο έκρινε με την απόφαση αυτή ότι το Βασίλειο του Βελγίου, επιβάλλοντας στις επιχειρήσεις φυλάξεως και στις επιχειρήσεις ασφαλείας την υποχρέωση να έχουν έδρα εργασιών στο Βέλγιο, παρέβη τις υποχρεώσεις του, ειδικότερα δε αυτές που υπέχει από το άρθρο 59 της Συνθήκης.

91.      Μετά από αυτή την παρατήρηση, θα επιθυμούσα να έλθω και πάλι στην απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, που εκδόθηκε στον τομέα των ασφαλίσεων και για την οποία έγινε λόγος αμέσως ανωτέρω, διότι περιέχει άλλα διδάγματα που μπορούν κατ’ αναλογία να είναι χρήσιμα για την παρούσα υπόθεση.

92.      Όπως επισήμανα ήδη, η Επιτροπή δέχεται ότι η Γαλλική Δημοκρατία μπορεί επίσης να εφαρμόζει το σύστημά της παροχής αδείας για τα αλλοδαπά εργαστήρια αναλύσεων και συμφωνώ απολύτως μαζί της ως προς αυτό.

93.      Στην προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας επρόκειτο επίσης για ένα σύστημα αυτού του είδους, που αποκαλούνταν «λήψη άδειας από τις διοικητικές αρχές », τα εκτιθέμενα δε συναφώς από το Δικαστήριο έχουν σημασία εν προκειμένω.

94.      Το Δικαστήριο, κατ’ αρχάς, έκρινε ότι «δεν μπορεί να απορριφθεί το επιχείρημα της Γερμανικής Κυβέρνησης σύμφωνα με το οποίο μόνο η υποχρέωση λήψεως άδειας από τις διοικητικές αρχές μπορεί να εξασφαλίσει αποτελεσματικό έλεγχο ο οποίος […] δικαιολογείται από λόγους προστασίας των καταναλωτών, τόσο ως συμβαλλομένων σε συμβάσεις ασφαλίσεως όσο και ως ασφαλισμένων. Δεδομένου ότι ένα σύστημα, όπως το προτεινόμενο με το σχέδιο δεύτερης οδηγίας, το οποίο αναθέτει τη διαχείριση του συστήματος λήψεως άδειας στο κράτος μέλος εγκαταστάσεως σε στενή συνεργασία με το κράτος όπου παρέχονται οι ασφαλιστικές υπηρεσίες, μπορεί να θεσπιστεί μόνο δια της νομοθετικής οδού, πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, στο κράτος όπου παρέχονται οι ασφαλιστικές υπηρεσίες εναπόκειται να χορηγεί ή να ανακαλεί τη σχετική άδεια» (σκέψη 46).

95.      Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι, «εντούτοις, επιβάλλεται να τονιστεί ότι η άδεια πρέπει να χορηγείται κατόπιν αιτήσεως κάθε επιχειρήσεως που είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος και συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τη νομοθεσία του κράτους στο οποίο πρόκειται να παρασχεθούν οι ασφαλιστικές υπηρεσίες, ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν είναι δυνατό να αποσκοπούν στο ίδιο αποτέλεσμα με αυτό στο οποίο στοχεύουν οι αντίστοιχες νομικές προϋποθέσεις που έχουν ήδη πληρωθεί στο κράτος εγκαταστάσεως και ότι η ελεγκτική αρχή του κράτους όπου παρέχονται οι ασφαλιστικές υπηρεσίες πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους ελέγχους και τις επαληθεύσεις που έχουν ήδη γίνει στο κράτος μέλος εγκαταστάσεως» (σκέψη 47).

96.      Εφόσον ένα σύστημα λήψεως άδειας από τις διοικητικές αρχές δικαιολογείται στον τομέα των ασφαλίσεων, δικαιολογείται κατά μείζονα λόγο όσον αφορά τα εργαστήρια αναλύσεων, των οποίων η ενδεχομένως κακή λειτουργία θα μπορούσε να συνεπάγεται αρνητικές συνέπειες για την υγεία των οικείων προσώπων. Πλην όμως, ένα τέτοιο σύστημα επίσης πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις που υπενθυμίσθηκαν ανωτέρω.

97.      Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να δεχτεί την πρώτη αιτίαση της Επιτροπής και να κρίνει ότι τα άρθρα 49 ΕΚ και 50 ΕΚ δεν επιτρέπουν οι παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται από εργαστήρια ιατρικών αναλύσεων που είναι εγκατεστημένα σε άλλα κράτη μέλη να εξαρτώνται από την ύπαρξη έδρας εργασιών στην χώρα υποδοχής, η παροχή όμως τέτοιων υπηρεσιών μπορεί, παρά ταύτα, να υπόκειται σε ένα σύστημα αδείας.

98.      Αυτό, επομένως, σημαίνει ότι τα εργαστήρια που βρίσκονται στα άλλα κράτη μέλη δεν μπορούν να διεκδικούν το δικαίωμα να ασκούν τις δραστηριότητές τους για πρόσωπα που κατοικούν στη Γαλλία βάσει απλώς και μόνον του γεγονότος ότι πληρούν τους όρους που ισχύουν στη χώρα εγκαταστάσεώς τους.

99.      Οι γαλλικές αρχές, εξάλλου, οφείλουν να επαληθεύουν αν τα συμφέροντα, στην προστασία των οποίων αποσκοπεί το γαλλικό σύστημα παροχής αδείας, διαφυλάσσονται ήδη από τους κανόνες στους οποίους ο παρέχων υπηρεσίες υπόκειται ήδη εντός του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος (24). Εναπόκειται στο εργαστήριο που επιθυμεί να λάβει την άδεια να παράσχει όλα τα ουσιώδη προς τούτο αποδεικτικά στοιχεία.

100. Εντούτοις, όσον αφορά τους επιτόπιους ελέγχους, δεν συμμερίζομαι την αισιοδοξία της Επιτροπής, η οποία θεωρεί ότι θα αρκούσε τα ίδια τα αλλοδαπά εργαστήρια να δηλώνουν ότι συναινούν σε ελέγχους που διενεργούνται από Γάλλους επιθεωρητές προκειμένου τέτοιοι έλεγχοι να καθίστανται δυνατοί. Πράγματι, αμφιβάλλω αν οι κυβερνήσεις των χωρών εγκαταστάσεως θα αποδέχονται τέτοιες επεμβάσεις στο έδαφός τους και αμφιβάλλω μάλιστα αν οι γάλλοι επιθεωρητές θα ήταν πρόθυμοι να πραγματοποιούν τέτοιες «αυτοψίες».

101. Επί πλέον, δεν νομίζω ότι είναι δυνατό να επιβληθεί στη Γαλλική Κυβέρνηση η υποχρέωση να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τα γειτονικά κράτη προκειμένου να επιτρέπονται αυτοί οι έλεγχοι ή να διενεργούνται, σύμφωνα με τα γαλλικά κριτήρια, από τις αρμόδιες τοπικές αρχές.

102. Πράγματι, εναπόκειτο στην Επιτροπή να προτείνει οδηγία εναρμονίσεως που θα καθιστούσε δυνατή, μεταξύ άλλων, την εδραίωση της αρχής του ελέγχου μόνον από τις αρχές της χώρας της κύριας εγκαταστάσεως («home control»), όπως έχει γίνει στον τομέα των ασφαλίσεων και στον τραπεζικό τομέα. Θα ήταν άδικο να επιβληθεί στα κράτη μέλη η υποχρέωση να διεξαγάγουν διαπραγματεύσεις με τους γείτονές τους και να δημιουργήσουν μια σειρά διμερών συστημάτων αναγνωρίσεως για τον λόγο απλώς και μόνο ότι, 45 έτη μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης ΕΟΚ, δεν έχει εκδοθεί καμία οδηγία εναρμονίσεως.

103. Η λύση στο πρόβλημα αυτό των ελέγχων νομίζω ότι θα πρέπει να συνίσταται στο να αποδεικνύουν τα αλλοδαπά εργαστήρια, κατά τρόπο ώστε να ικανοποιούνται οι γαλλικές αρχές, ότι οι έλεγχοι στους οποίους υπόκεινται δεν είναι λιγότερο αυστηροί από τους ισχύοντες στη Γαλλία.

104. Εναπόκειται επίσης σ’ αυτά τα εργαστήρια να φροντίζουν ώστε οι εκθέσεις αναλύσεων που συντάσσουν να είναι κατανοητές από τους Γάλλους γιατρούς. Αυτό ισχύει ιδίως για την ερμηνεία των αποτελεσμάτων από τον βιολόγο, η οποία απαιτείται, σε ορισμένες περιπτώσεις, από τη γαλλική ρύθμιση προκειμένου να διευκολυνθεί ο παραγγέλλων την ανάλυση γιατρός στη διάγνωσή του.

105. Βάσει των σκέψεων που ανέπτυξα προηγουμένως καταλήγω, όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, ότι η Γαλλική Δημοκρατία, επιβάλλοντας στα εργαστήρια αναλύσεων κλινικής βιολογίας που είναι εγκατεστημένα σε άλλα κράτη μέλη τον όρο να έχουν την έδρα εργασιών τους στο γαλλικό έδαφος προκειμένου να γίνονται δεκτά στο γαλλικό σύστημα παροχής αδείας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 49 ΕΚ και 50 ΕΚ.

V –    Ως προς τη δεύτερη αιτίαση, που αφορά την άρνηση επιστροφής των εξόδων των αναλύσεων κλινικής ιατρικής που πραγματοποιούνται εντός άλλου κράτους μέλους

 Α –       Επιχειρηματολογία ενώπιον του Δικαστηρίου

106. Η Επιτροπή προσάπτει στη Γαλλική Δημοκρατία ότι αποκλείει εν τοις πράγμασι την επιστροφή των εξόδων των ιατρικών αναλύσεων που πραγματοποιούνται σε εργαστήριο εγκατεστημένο εντός άλλου κράτους μέλους. Ο αποκλεισμός αυτός προκύπτει εμμέσως από το άρθρο R. 332-2 του κώδικα κοινωνικών ασφαλίσεων, διότι δεν υφίστανται αναλύσεις που τα γαλλικά εργαστήρια δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν. Κατά την Επιτροπή, αυτό συνιστά εμπόδιο και δυσμενή διάκριση.

107. Η Επιτροπή αποκρούει την επιχειρηματολογία της Γαλλικής Δημοκρατίας ότι οι κανόνες κοινωνικής ασφαλίσεως δεν επιφέρουν περιοριστικά αποτελέσματα που θίγουν το δικαίωμα εγκαταστάσεως ή την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, διότι η λήψη της άδειας αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση προκειμένου οι διευθυντές εργαστηρίων να μπορούν να είναι συμβεβλημένοι, πλην όμως ένα εργαστήριο που έχει λάβει άδεια λειτουργίας δεν συνάπτει κατ’ ανάγκη σύμβαση με την κοινωνική ασφάλιση. Η Επιτροπή θεωρεί ότι το αλλοδαπό εργαστήριο που επιθυμεί να παρέχει υπηρεσίες εντός της Γαλλίας δεν μπορεί κατ’ ουσία να το πράξει παρά μόνον τηρώντας την εθνική σύμβαση της 26ης Ιουλίου 1994.

108. Βάσει της σκέψεως 41 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Kohll, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο κίνδυνος σοβαρού πλήγματος στη χρηματοοικονομική ισορροπία του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως είναι η μόνη αιτία που δικαιολογεί περιορισμούς των αρχών της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών και ότι, παρά ταύτα, δεν αποδείχθηκε ότι η επιστροφή των εξόδων αναλύσεων κλινικής βιολογίας που πραγματοποιούνται σε άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με το τιμολόγιο της γαλλικής κοινωνικής ασφαλίσεως, έχει σημαντική επίπτωση στη χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή υπενθυμίζει, μεταξύ άλλων, ότι τα ταμεία ασφαλίσεως ασθενείας είναι εξουσιοδοτημένα να αρνούνται να επιβαρύνονται με τις πρόσθετες δαπάνες που απορρέουν από την επιλογή άλλου εργαστηρίου από αυτά της οικιστικής περιοχής όπου κατοικεί ο ασφαλισμένος. Αν υιοθετούνταν η αρχή αυτή και σε σχέση με τα εργαστήρια που είναι εγκατεστημένα στην αλλοδαπή, το μέτρο αυτό, κατά την Επιτροπή, θα ήταν εν πάση περιπτώσει λιγότερο περιοριστικό από την υφιστάμενη ρύθμιση.

109. Η Γαλλική Δημοκρατία αντιτείνει κατ’ ουσίαν ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφαση Kohll στηρίζεται στο γεγονός ότι οι προϋποθέσεις προσβάσεως στο επάγγελμα και ασκήσεώς του από τους γιατρούς και του οδοντογιατρούς αποτελούν το αντικείμενο πολλών οδηγιών συντονισμού και εναρμονίσεως. Θεωρεί ότι η ανυπαρξία εναρμονίσεως όσον αφορά τα εργαστήρια αναλύσεων κλινικής βιολογίας αποτελεί την καθοριστική διαφορά σε σχέση με την απόφαση Kohll.

110. H Επιτροπή απαντά ότι, αν η έλλειψη εναρμονίσεως μπορούσε να δικαιολογήσει ένα σύστημα παροχής αδείας για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, ο αποκλεισμός οποιασδήποτε δυνατότητας χορηγήσεως αυτής της άδειας, όσον αφορά τις αναλύσεις των εργαστηρίων, βάσει του κριτηρίου της εγκαταστάσεώς τους εκτός του γαλλικού εδάφους, θα αποδεικνυόταν αντίθετος προς την αρχή της αναλογικότητας, διότι υπερβαίνει τη μέριμνα που ανάγεται στην προστασία της δημόσιας υγείας.

111. Η Γαλλική Δημοκρατία, εκτιμώντας ότι η Επιτροπή, με την επιχειρηματολογία αυτή, δεν απορρίπτει πλήρως το σύστημα που εφαρμόζεται με τη γαλλική ρύθμιση, ζητεί, επικουρικώς, από το Δικαστήριο να καθορίσει τα κριτήρια που καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό των περιπτώσεων επιστροφής εξόδων χωρίς προηγούμενη άδεια ορισμένων αναλύσεων εργαστηρίου. Συναφώς, θα μπορούσε να θεωρηθεί δυνατή μια διάκριση μεταξύ των «αυτοματοποιημένων» αναλύσεων, δηλαδή, αφενός, των αναλύσεων που πραγματοποιούνται τυποποιημένα με συσκευές και για τις οποίες δεν υπάρχουν ειδικές γαλλικές προδιαγραφές και, αφετέρου, των πλέον τεχνικής φύσεως αναλύσεων, στις οποίες υπεισέρχεται μια ιδιαίτερη τεχνογνωσία. Η Γαλλική Κυβέρνηση προτείνει την επιστροφή των εξόδων των «αυτοματοποιημένων» αναλύσεων βάσει του κατά τη σύμβαση γαλλικού τιμολογίου. Ως προς τις τεχνικότερης φύσεως αναλύσεις, η επιστροφή των εξόδων τους θα πρέπει πάντοτε να εξαρτάται από την τήρηση των γαλλικών ποιοτικών προδιαγραφών.

 Β –       Εκτίμηση

112.          Η τελευταία αυτή πρόταση δείχνει ότι το ζήτημα των αυστηρότερων γαλλικών προδιαγραφών δεν έχει τη σημασία που του προσδόθηκε με τις πρώτες παρατηρήσεις της Γαλλικής Κυβερνήσεως.

113. Η πρόταση αυτή δείχνει επίσης ότι το σύστημα των συμβεβλημένων εργαστηρίων δεν δημιουργεί πράγματι πρόβλημα. Ακόμη και τα γαλλικά εργαστήρια δεν είναι όλα ρητώς συμβεβλημένα. Η Επιτροπή επισήμανε πράγματι, χωρίς να αντικρουστεί, ότι, πλην ρητής γνωστοποιήσεως εκ μέρους του διευθυντή ενός εργαστηρίου ότι δεν προτίθεται να υπαχθεί στη ρύθμιση της συμβάσεως, τα γαλλικά εργαστήρια που πληρούν τις γαλλικές προϋποθέσεις της ρυθμίσεως που αφορά τη δημόσια υγεία λογίζονται συμβεβλημένα και τα έξοδα των αναλύσεων που πραγματοποιούνται σ’ αυτά καλύπτονται βάσει του τιμολογίου που καθορίζεται με τη σύμβαση. Επομένως, αρκεί τα ταμεία υγείας να αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο τα τιμολόγια που προέρχονται από τα αλλοδαπά εργαστήρια Βεβαίως, δικαιούνται να αρνηθούν τις πρόσθετες επιβαρύνσεις που απορρέουν από την επιλογή άλλου εργαστηρίου από αυτά της οικιστικής περιοχής όπου κατοικεί ο ασφαλισμένος.

114. Ως προς την εκτίμηση της δεύτερης αιτιάσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι η μη επιστροφή, εκ μέρους των γαλλικών ταμείων υγείας, των εξόδων βάσει τιμολογίων προερχομένων από εργαστήριο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος συνιστά περιορισμό που μπορεί να δικαιολογείται μόνον αν πληρούνται οι τέσσερις προϋποθέσεις που παρατέθηκαν ανωτέρω.

115. Συναφώς, ισχύει η ίδια συλλογιστική με αυτή που εφαρμόστηκε στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως που διατύπωσε η Επιτροπή. Από τη συλλογιστική αυτή έπεται ότι ο περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον στον βαθμό που το οικείο εργαστήριο δεν έχει λάβει την άδεια υπέρ της οποίας τάχθηκα στο πλαίσιο της εξετάσεώς μου αυτής της αιτιάσεως.

116. Εφόσον, επί του παρόντος, μια τέτοια άδεια δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να παρασχεθεί, πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της προσφυγής της Επιτροπής.

117. Θα ήθελα να προσθέτω ότι την ημέρα κατά την οποία θα αρχίσουν να έχουν πρόσβαση στο γαλλικό σύστημα χορηγήσεως αδειών τα εγκατεστημένα εντός άλλων κρατών μελών εργαστήρια θα είναι αδύνατο να δημιουργηθεί κίνδυνος σοβαρού πλήγματος στη χρηματοοικονομική ισορροπία του γαλλικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως. Πράγματι, τα έξοδα των υπηρεσιών που παρέχουν αυτά τα εργαστήρια θα επιστρέφονται μόνον εντός των ορίων που προβλέπονται από την προαναφερθείσα σύμβαση.

118. Εξάλλου, ούτε η αιτιολογία που αντλείται από την αύξηση του αριθμού των αναλύσεων είναι πειστική, δοθέντος ότι οι συνταγές για τις αναλύσεις προέρχονται από Γάλλους γιατρούς που οπωσδήποτε οφείλουν να ζητούν την πραγματοποίηση μόνον των απολύτως αναγκαίων αναλύσεων.

119. Το συμπέρασμα επομένως, όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, είναι ότι η Γαλλική Δημοκρατία, αποκλείοντας οποιαδήποτε επιστροφή εξόδων για αναλύσεις κλινικής βιολογίας που πραγματοποιούνται από εργαστήριο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 49 ΕΚ και 50 ΕΚ.

VI – Πρόταση

120. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο

1)      να αναγνωρίσει ότι η Γαλλική Δημοκρατία,

–      επιβάλλοντας στα εργαστήρια αναλύσεων κλινικής βιολογίας που είναι εγκατεστημένα σε άλλα κράτη μέλη τον όρο να έχουν την έδρα εργασιών τους στο γαλλικό έδαφος, προκειμένου να έχουν πρόσβαση στο γαλλικό σύστημα παροχής αδείας, και

–      αποκλείοντας οποιαδήποτε επιστροφή εξόδων για τις αναλύσεις κλινικής βιολογίας που πραγματοποιούνται από εργαστήριο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος,

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 49 ΕΚ και 50 ΕΚ,

2)      να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – JORF της 6ης Νοεμβρίου 1976, σ. 6449.


3 – JORF της 11ης Δεκεμβρίου1999, σ. 18441.


4 – JORF της 8ης Δεκεμβρίου 1994, σ. 17382.


5 – Σε αντίθεση προς την περίπτωση δεύτερου γραφείου ενός δικηγόρου: απόφαση της 12ης Ιουλίου 1984, 107/83, Klopp (Συλλογή 1984, σ. 2971).


6 – Απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1995, C-55/94 (Συλλογή 1995, σ. Ι-4165, σκέψη 27), η υπογράμμιση δική μου.


7 – Απόφαση της 28ης Απριλίου 1998, C-158/96, Kohll (Συλλογή 1998, σ. Ι-1931).


8 – ΕΕ L 331, σ. 1.


9 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 51.


10 – Απόφαση 205/84, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1986, σ. 3755, σκέψη 52).


11 – Απόφαση C-355/98, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 2000, σ. Ι-1221, σκέψη 27).


12 – Απόφαση της 12ης Ιουλίου 2002, C-294/00 (Συλλογή 2002, σ. Ι-6515, σκέψεις 29 και 30).


13 – Απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1981, 279/80, Webb (Συλλογή 1981, σ. 3305, σκέψη 13).


14 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12, σκέψη 26.


15 – Ibidem, σκέψη 27.


16 – Προπαρατεθείσα απόφαση .


17 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12.


18 – Βλ. τις αποφάσεις Gräbner,προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12, σκέψη 39, Gebhard, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 3, της 4ης Ιουλίου 2000, C-424/97, Haim (Συλλογή 2000, σ. Ι-5123, σκέψη 57), και Mac Quen κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 26.


19 – Βλ., παραδείγματος χάριν, τη σκέψη 28 της προπαρατεθείσας απόφασεως Mac Quen κ.λπ.


20 – Βλ. τις αποφάσεις Gräbner, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12, σκέψη 46, της 12ης Δεκεμβρίου 1996, C-3/95, Reisebüro Broede (Συλλογή 1996, σ. Ι-6511, σκέψη 42), Mac Quen κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 33, και της 19ης Φεβρουαρίου 2002, C-309/99, Wouters κ.λπ. (Συλλογή 2002, σ. Ι-1577, σκέψη 108).


21 – Αποφάσεις Gräbner,προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12, σκέψη 47, Mac Quen κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 34, και της 21ης Οκτωβρίου 1999, C-67/98, Zenatti, (Συλλογή 1999, σ. Ι-7289, σκέψη 34).


22 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 55.


23 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 11.


24 – Βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 1999, C-369/96 και C-376/96, Arblade κ.λπ. (Συλλογή 1999, σ. Ι-8453, σκέψη 34, καθώς και τις αποφάσεις που παρατίθενται σ’ αυτή).