62000J0041

Απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 2003. - Interporc Im- und Export GmbH κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Αίτηση αναιρέσεως - Απόφαση 94/90/ΕόΑΧ, Εό, Ευρατόμ - Πρόσβαση στα έγγραφα - Έγγραφα που κατέχει η Επιτροπή και προέρχονται από τα κράτη μέλη ή τρίτες χώρες - όανόνας του συντάκτη του εγγράφου. - Υπόθεση C-41/00 P.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-02125


Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-41/00 P,

Interporc Im- und Export GmbH, με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον G. M. Berrisch, Rechtsanwalt,

αναιρεσείουσα,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 7 Δεκεμβρίου 1999 το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων (πρώτο πενταμελές τμήμα) στην υπόθεση T-92/98, Interporc κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II-3521), και με την οποία ζητείται η μερική αναίρεση της αποφάσεως αυτής,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η

Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον U. Wφlker, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodrνguez Iglesias, Πρόεδρο, J.-P. Puissochet, R. Schintgen και C. W. A. Timmermans, προέδρους τμήματος, C. Gulmann, D. A. O. Edward, A. La Pergola (εισηγητή), P. Jann, N. Colneric, S. von Bahr και J. N. Cunha Rodrigues, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Lιger

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έκθεση τoυ εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Μαρτίου 2002,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 11 Φεβρουαρίου 2000, η Interporc Im- und Export GmbH (στο εξής: Interporc) άσκησε, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 7ης Δεκεμβρίου 1999, T-92/98, Interporc κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II-3521, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το τελευταίο απέρριψε εν μέρει την προσφυγή με την οποία ζητήθηκε η αναίρεση της από 23 Απριλίου 1998 αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία αυτή αρνήθηκε το δικαίωμα προσβάσεως σε ορισμένα έγγραφα που κατείχε αυτό το κοινοτικό όργανο (στο εξής: επίδικη απόφαση).

Το νομικό πλαίσιο

2 Όσον αφορά το νομικό πλαίσιο, το Πρωτοδικείο αναγνώρισε:

«1 Στη συνέχεια, μεταξύ άλλων, της τελικής πράξεως της Συνθήκης για την Ευρωπαϋκή Ένωση που υπογράφηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1992 στο Μάαστριχτ, η οποία περιλαμβάνει μία δήλωση (αριθ. 17) σχετικά με το δικαίωμα της προσβάσεως στην πληροφόρηση, και πολλών ευρωπαϋκών Συμβουλίων που επιβεβαίωσαν την ανάληψη υποχρεώσεως να καταστήσουν την Κοινότητα πιο ανοιχτή (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Μαρτίου 1997, Τ-105/95, WWF UK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-313, σκέψεις 1 έως 3), η Επιτροπή και το Συμβούλιο ενέκριναν, στις 6 Δεκεμβρίου 1993, έναν κώδικα συμπεριφοράς σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής και του Συμβουλίου (ΕΕ L 340, σ. 41, στο εξής: κώδικας συμπεριφοράς), με σκοπό να καθορίσουν τις αρχές που διέπουν την πρόσβαση στα έγγραφα τα οποία κατέχουν. Ο κώδικας συμπεριφοράς ορίζει:

"Η Επιτροπή και το Συμβούλιο λαμβάνουν τα μέτρα για την εφαρμογή των προαναφερομένων διατάξεων πριν από την 1η Ιανουαρίου 1994."

2 Για την υλοποίηση της δεσμεύσεως αυτής, η Επιτροπή, βάσει του άρθρου 162 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 218 ΕΚ), εξέδωσε τον κώδικα συμπεριφοράς με την απόφαση 94/90/ΕΚΑΞ, ΕΚ, Ευρατόμ, της 8ης Φεβρουαρίου 1994, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής (ΕΕ L 46, σ. 58), στην οποία το κείμενο του εν λόγω κώδικα επισυνάπτεται ως παράρτημα (στο εξής: απόφαση 94/90).

3 Ο κώδικας συμπεριφοράς [που θεσπίστηκε με την απόφαση 94/90] περιλαμβάνει την ακόλουθη γενική αρχή:

"Το κοινό θα έχει την ευρύτερη δυνατή πρόσβαση στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή της Επιτροπής και του Συμβουλίου.

Ως έγγραφο νοείται κάθε γραπτό κείμενο, ανεξάρτητα από τον χρησιμοποιούμενο υλικό φορέα, που περιέχει υφιστάμενα στοιχεία και βρίσκεται στην κατοχή της Επιτροπής ή του Συμβουλίου."

4 Ο κώδικας συμπεριφοράς απαριθμεί τις περιστάσεις που μπορεί να επικαλεστεί ένα κοινοτικό όργανο για να δικαιολογήσει την απόρριψη αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα ως εξής:

"Τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε έγγραφο του οποίου η κοινολόγηση είναι δυνατόν να αποβεί εις βάρος:

- της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος (δημόσια ασφάλεια, διεθνείς σχέσεις, νομισματική σταθερότητα, δικαστικές διαδικασίες, επιθεωρήσεις και έρευνες),

- της προστασίας του προσώπου [ατόμου] και της ιδιωτικής ζωής,

- της προστασίας του απορρήτου στον εμπορικό και βιομηχανικό τομέα,

- της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας,

- της προστασίας της εχεμύθειας που ζητά το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο παρέσχε την πληροφορία ή που απαιτείται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους το οποίο παρέσχε την πληροφορία.

Τα θεσμικά όργανα μπορούν επίσης να αρνηθούν την πρόσβαση για να εξασφαλίσουν προστασία του συμφέροντος του θεσμικού οργάνου σε συνάρτηση με το απόρρητο των διαβουλεύσεών [διασκέψεών] του."

5 Εξάλλου, ο κώδικας συμπεριφοράς περιλαμβάνει υπό τον τίτλο "Εξέταση των αρχικών αιτήσεων" τα εξής:

"Όταν το έγγραφο που βρίσκεται στην κατοχή του θεσμικού οργάνου προέρχεται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κράτος μέλος, άλλο θεσμικό όργανο ή κοινοτική υπηρεσία ή οποιοδήποτε άλλο εθνικό ή διεθνή οργανισμό, η αίτηση πρέπει να απευθύνεται απευθείας στον συντάκτη του εγγράφου (στο εξής: κανόνας του συντάκτη του εγγράφου)."

6 Στις 4 Μαρτίου 1994, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση περί της βελτιώσεως της προσβάσεως στα έγγραφα (ΕΕ C 67, σ. 5, στο εξής: ανακοίνωση του 1994), διευκρινίζοντας τα κριτήρια εφαρμογής της αποφάσεως 94/90. Από την ανακοίνωση αυτή προκύπτει ότι "κάθε πολίτης μπορεί να ζητήσει [...] την πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο της Επιτροπής που δεν έχει δημοσιευθεί, περιλαμβανομένων των προπαρασκευαστικών εγγράφων και του επεξηγηματικού υλικού". Όσον αφορά τις εξαιρέσεις που προβλέπει ο κώδικας συμπεριφοράς, η ανακοίνωση του 1994 αναφέρει ότι "η Επιτροπή μπορεί να αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφο εάν κρίνει ότι η γνωστοποίησή του μπορεί να αποβεί επιζήμια για τα δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα και για την καλή λειτουργία του οργάνου". Σχετικά με το σημείο αυτό, η ανακοίνωση του 1994 υπογραμμίζει ότι "κάθε αίτηση πρόσβασης σε έγγραφο εξετάζεται χωριστά και δεν μπορούν να ισχύσουν αυτόματα οι εξαιρέσεις". Όσον αφορά την εξέταση των επαναληπτικών αιτήσεων, η ανακοίνωση του 1994 διευκρινίζει ότι:

"Εάν στον αιτούντα δεν επιτραπεί η πρόσβαση σε έγγραφα και κρίνει ότι οι παρασχεθείσες εξηγήσεις δεν είναι ικανοποιητικές, ο αιτών μπορεί να ζητήσει από τον Γενικό Γραμματέα της Επιτροπής να εξετάσει εκ νέου το ζήτημα και να επιβεβαιώσει ή να ακυρώσει την άρνηση [...]."»

Ιστορικό της διαφοράς

3 Ως προς το ιστορικό της διαφοράς, το Πρωτοδικείο παρατήρησε:

«7 Κατ' αρχήν, οι εισαγωγές βοείου κρέατος στην Κοινότητα υπόκεινται σε δασμό και σε συμπληρωματική εισφορά. Στο πλαίσιο της Γενικής Συμφωνίας [Δασμών] και Εμπορίου (ΓΣΔΕ), η Κοινότητα ανοίγει ετησίως αυτό που έχει συμφωνηθεί να αποκαλείται ποσόστωση Hilton. Βάσει της ποσοστώσεως αυτής, ορισμένες ποσότητες βοείου κρέατος υψηλής ποιότητας (Hilton Beef) προελεύσεως Αργεντινής μπορούν να εισάγονται στην Κοινότητα άνευ επιβαρύνσεων, ενώ πρέπει να καταβάλλονται μόνον οι δασμοί του εφαρμοστέου κοινού δασμολογίου. Για τη χορήγηση της απαλλαγής αυτής είναι απαραίτητη η υποβολή πιστοποιητικού γνησιότητας, συνταχθέντος από τις αρχές της Αργεντινής.

8 Η Επιτροπή, όταν πληροφορήθηκε ότι ανακαλύφθηκαν περιπτώσεις πλαστογραφίας πιστοποιητικών γνησιότητας, προέβη σε σχετικές έρευνες στο τέλος του 1992 και στις αρχές του 1993, σε συνεργασία με τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών. Οι τελωνειακές αρχές, αφού κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τους είχαν υποβληθεί πλαστά πιστοποιητικά γνησιότητας, προέβησαν σε εκ των υστέρων είσπραξη των εισαγωγικών δασμών.

9 Μετά την ανακάλυψη των ως άνω πλαστογραφιών, οι γερμανικές αρχές ζήτησαν εκ των υστέρων από την προσφεύγουσα την καταβολή εισαγωγικών δασμών. Η προσφεύγουσα ζήτησε μείωση των δασμών αυτών, διατεινόμενη ότι είχε υποβάλει καλόπιστα τα πιστοποιητικά γνησιότητας και ότι η ευθύνη για ορισμένες ελλείψεις κατά τον έλεγχο βαρύνει τις αρμόδιες αρχές της Αργεντινής και την Επιτροπή.

10 Με απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 1996, που απηύθυνε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Επιτροπή θεώρησε ότι το αίτημα μειώσεως των εισαγωγικών δασμών που υπέβαλε η προσφεύγουσα δεν ήταν δικαιολογημένο.

11 Με έγγραφο της 23ης Φεβρουαρίου 1996, απευθυνόμενο στον Γενικό Γραμματέα της Επιτροπής (στο εξής: Γενικός Γραμματέας), καθώς και στους γενικούς διευθυντές των Γενικών Διευθύνσεων (στο εξής: ΓΔ) Ι, VI και ΞΞΙ, ο δικηγόρος της προσφεύγουσας εταιρίας ζήτησε να λάβει γνώση ορισμένων εγγράφων σχετικά με τον έλεγχο των εισαγωγών βοείου κρέατος (Hilton Beef) και με τις έρευνες που οδήγησαν στη λήψη των αποφάσεων των γερμανικών αρχών να ζητήσουν την εκ των υστέρων καταβολή εισαγωγικών δασμών. Το αίτημα αφορούσε δέκα κατηγορίες εγγράφων [...].

12 Με έγγραφο της 22ας Μαρτίου 1996, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ VI απέρριψε το αίτημα προσβάσεως, αφενός, στην αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε με τις αρχές της Αργεντινής και στα πρακτικά των συζητήσεων που προηγήθηκαν της χορηγήσεως και του ανοίγματος των ποσοστώσεων Hilton και, αφετέρου, στην αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε με τις αρχές της Αργεντινής μετά την ανακάλυψη πλαστογραφημένων πιστοποιητικών γνησιότητας. Η άρνηση αυτή βασιζόταν στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος (διεθνείς σχέσεις). Κατά τα λοιπά, ο γενικός διευθυντής αρνήθηκε επίσης την πρόσβαση στα έγγραφα που προέρχονταν από κράτη μέλη ή από τις αρχές της Αργεντινής, με την αιτιολογία ότι η προσφεύγουσα έπρεπε να απευθύνει το αίτημά της απ' ευθείας στους αντίστοιχους συντάκτες των ως άνω εγγράφων.

13 Με έγγραφο της 25ης Μαρτίου 1996, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ ΞΞΙ απέρριψε το αίτημα προσβάσεως στην έκθεση περί της εσωτερικής έρευνας σχετικά με τις πλαστογραφίες την οποία συνέταξε η Επιτροπή, επικαλούμενος την προστασία του δημοσίου συμφέροντος (δραστηριότητες επιθεωρήσεως και έρευνας) και την προστασία του ατόμου και της ιδιωτικής του ζωής. Όσον αφορά τις απόψεις που εξέφρασε η ΓΔ VI και η ΓΔ ΞΞΙ σχετικά με άλλα αιτήματα μειώσεως εισαγωγικών δασμών, καθώς και σχετικά με τα πρακτικά των συνεδριάσεων της επιτροπής εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ ΞΞΙ αρνήθηκε την πρόσβαση στα έγγραφα αυτά, επικαλούμενος την προστασία του συμφέροντος του κοινοτικού οργάνου όσον αφορά το απόρρητο των διασκέψεών του. Κατά τα λοιπά, αρνήθηκε την πρόσβαση στα έγγραφα που προέρχονταν από τα κράτη μέλη, με την αιτιολογία ότι η προσφεύγουσα έπρεπε να υποβάλει το αίτημά της απ' ευθείας στους αντίστοιχους συντάκτες των εγγράφων αυτών.

14 Με έγγραφο της 27ης Μαρτίου 1996, ο δικηγόρος της προσφεύγουσας υπέβαλε επαναληπτική αίτηση, κατά την έννοια του κώδικα συμπεριφοράς, στον Γενικό Γραμματέα [...]. Με το έγγραφο αυτό αμφισβήτησε το βάσιμο των λόγων που επικαλέστηκαν οι γενικοί διευθυντές της ΓΔ VI και της ΓΔ ΞΞΙ για να αρνηθούν την πρόσβαση στα έγγραφα.

15 Mε δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 12 Απριλίου 1996, η προσφεύγουσα, ενεργούσα από κοινού με δύο άλλες γερμανικές επιχειρήσεις, άσκησε προσφυγή ζητώντας την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 26ης Ιανουαρίου 1996 (υπόθεση Τ-50/96).

16 Ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής απέρριψε την επαναληπτική αίτηση με έγγραφο της 29ης Μαου 1996, που έχει ως εξής:

"Κατόπιν εξετάσεως του αιτήματός σας, λυπούμαι που πρέπει να σας πληροφορήσω ότι επιβεβαιώνω την απόφαση της ΓΔ VI και της ΓΔ ΞΞΙ για τους ακόλουθους λόγους.

Όλα τα ζητούμενα έγγραφα αφορούν απόφαση της Επιτροπής της 26ης Ιανουαρίου 1996 [COM C (96) 180 τελικό], η οποία στο μεταξύ αποτέλεσε το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως εκ μέρους του εκπροσώπου σας (υπόθεση Τ-50/96).

Κατά συνέπεια, και με την επιφύλαξη της προβολής άλλων ενστάσεων οι οποίες θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την άρνηση της Επιτροπής όσον αφορά την πρόσβαση στα ζητούμενα έγγραφα, έχει εφαρμογή η εξαίρεση που αφορά την προστασία του δημοσίου συμφέροντος (δικαστικές διαδικασίες). Ο κώδικας συμπεριφοράς δεν μπορεί να υποχρεώσει την Επιτροπή να διαβιβάσει στον αντίδικο τα σχετικά με τη διαφορά έγγραφα στο πλαίσιο εκκρεμούς διαδικασίας."

[...]

18 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 9 Αυγούστου 1996, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 29ης Μαου 1996, με την οποία επιβεβαίωσε την άρνησή της να επιτρέψει στην προσφεύγουσα την πρόσβαση σε ορισμένα από τα έγγραφά της. Με την απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 1998, Τ-124/96, Interporc κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-231, στο εξής: απόφαση Interporc I), το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η απόφαση της 29ης Μαου 1996 είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη και αποφάσισε την ακύρωσή της.

19 Εξάλλου, στο πλαίσιο της υποθέσεως Τ-50/96, η Επιτροπή, κατόπιν αιτήματος του Πρωτοδικείου της 15ης Δεκεμβρίου 1997, προσκόμισε ορισμένα έγγραφα που συμπίπτουν εν μέρει με τα έγγραφα που είχε ζητήσει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της διαδικασίας Interporc I. Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε ότι η επαναληπτική αίτηση κατέστη άνευ αντικειμένου όσον αφορά τα έγγραφα που η Επιτροπή προσκόμισε κατόπιν αιτήσεως του Πρωτοδικείου στο πλαίσιο της υποθέσεως Τ-50/96.

20 Σε εκτέλεση της αποφάσεως Interporc I, η Επιτροπή κοινοποίησε στον δικηγόρο της προσφεύγουσας νέα απόφαση με ημερομηνία 23 Απριλίου 1998 σχετικά με την επαναληπτική αίτηση της προσφεύγουσας της 27ης Μαρτίου 1996 που περιείχε το ίδιο συμπέρασμα με την ακυρωθείσα απόφαση της 29ης Μαου 1996, με διαφορετική όμως αιτιολογία [...]. Η [επίδικη] απόφαση έχει ως εξής:

"[...]

Όσον αφορά τα έγγραφα που προέρχονται από τα κράτη μέλη και τις αρχές της Αργεντινής, σας συμβουλεύω να ζητήσετε αμελλητί αντίγραφα από αυτά τα κράτη μέλη καθώς και από τις ενδιαφερόμενες αρχές. Μολονότι είναι αληθές ότι ο κώδικας συμπεριφοράς ορίζει ότι: `το κοινό θα έχει την ευρύτερη δυνατή πρόσβαση στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή της Επιτροπής και του Συμβουλίου', εντούτοις το πέμπτο εδάφιο προβλέπει [τον κανόνα του] `συντάκτη του εγγράφου'. Επομένως, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή κατάχρηση δικαιώματος· η Επιτροπή εφάρμοσε απλώς μια διάταξη της αποφάσεώς της της 8ης Φεβρουαρίου 1994 περί εφαρμογής του κώδικα συμπεριφοράς.

Όλα τα άλλα έγγραφα αφορούν εκκρεμή ένδικη διαδικασία (στην υπόθεση Τ-50/96) και εμπίπτουν στην εξαίρεση που αντλείται από την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, και συγκεκριμένα της ομαλής διεξαγωγής την ένδικης διαδικασίας, που προβλέπεται ρητά στον κώδικα συμπεριφοράς. Η κοινολόγησή τους βάσει των διατάξεων σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής μπορεί να θίξει τα συμφέροντα των μερών που μετέχουν στη διαδικασία αυτή, και συγκεκριμένα τα δικαιώματα άμυνας, και είναι αντίθετη προς τις ειδικές διατάξεις που διέπουν την κοινοποίηση των εγγράφων στο πλαίσιο των δικαστικών διαδικασιών."»

Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

4 Προς στήριξη της προσφυγής της με την οποία ζήτησε την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως, η νυν αναιρεσείουσα προέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου:

- όσον αφορά τα έγγραφα που προέρχονται από την Επιτροπή, τρεις λόγους αντλούμενους, αντιστοίχως, από το ότι η Επιτροπή παραβίασε τον κώδικα συμπεριφοράς που θεσπίστηκε με την απόφαση 94/90, το άρθρο 176 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 233 ΕΚ) σε συνδυασμό με την απόφαση Interporc I καθώς και το άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 253 ΕΚ), και

- όσον αφορά τα έγγραφα που προέρχονται από τα κράτη μέλη ή τις αρχές της Αργεντινής, τρεις λόγους αντλούμενους από τον μη σύννομο χαρακτήρα, αντιστοίχως, της επίδικης αποφάσεως καθόσον αυτή θεμελιώνεται στον κανόνα του συντάκτη του εγγράφου, από την παραβίαση του κώδικα συμπεριφοράς που θεσπίστηκε με την απόφαση 94/90, και από την παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης.

5 Το Πρωτοδικείο δέχθηκε τον λόγο που αντλήθηκε από την παραβίαση του κώδικα συμπεριφοράς που θεσπίστηκε με την απόφαση 94/90 επειδή η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή της εξαιρέσεως η οποία αντλείται από την προστασία του δημοσίου συμφέροντος (δικαστικές διαδικασίες) και, κατά συνέπεια, ακύρωσε την επίδικη απόφαση καθόσον με αυτή δεν επιτρέπεται στην προσφεύγουσα η πρόσβαση στα έγγραφα που έχει συντάξει η Επιτροπή.

6 Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι δεν υπήρχε λόγος να ακυρωθεί η επίδικη απόφαση καθόσον αυτή απορρίπτει, με βάση τον κανόνα του συντάκτη του εγγράφου την αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα που έχουν συνταχθεί από τα κράτη μέλη ή τις αρχές της Αργεντινής.

7 Το Πρωτοδικείο αιτιολόγησε ως εξής την απόρριψη του λόγου που αντλείται από τον παράνομο χαρακτήρα της επίδικης αποφάσεως καθόσον αυτή θεμελιώνεται στον κανόνα του συντάκτη του εγγράφου:

«55 Από την απόφαση Interporc I προκύπτει ότι, πρώτον, ο Γενικός Γραμματέας υποχρεούνταν, δυνάμει του άρθρου 176 της Συνθήκης, να λάβει νέα απόφαση σε εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως Interporc I και, δεύτερον, ότι η απόφαση της 29ης Μαου 1996 θεωρείται ως μηδέποτε υπάρξασα.

56 Επομένως, από το άρθρο 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως 94/90 και την ανακοίνωση του 1994 δεν μπορεί να συναχθεί ότι ο Γενικός Γραμματέας δεν μπορεί να επικαλεστεί άλλους λόγους πλην αυτών επί των οποίων έλαβε θέση με την αρχική του απόφαση. Επομένως, ο Γενικός Γραμματέας μπορεί να προβεί σε πλήρη επανεξέταση των αιτήσεων προσβάσεως και να στηρίξει την [επίδικη] απόφαση [όχι μόνον επί της εξαιρέσεως που αντλείται από την προστασία του δημοσίου συμφέροντος (δικαστικές διαδικασίες) αλλά και] επί του κανόνα του συντάκτη του εγγράφου.»

8 Όσον αφορά την απόρριψη του λόγου που αντλήθηκε από την παραβίαση του κώδικα συμπεριφοράς που θεσπίστηκε με την απόφαση 94/90 το Πρωτοδικείο έκρινε τα εξής:

«66 [...] διαπιστώνεται ότι, όσο δεν υφίσταται ανωτέρα αρχή δικαίου προβλέπουσα ότι η Επιτροπή δεν δικαιούται με την απόφαση 94/90 να αποκλείει του πεδίου εφαρμογής του κώδικα συμπεριφοράς τα έγγραφα των οποίων δεν είναι ο συντάκτης, ο κανόνας [του συντάκτη του εγγράφου] μπορεί να τυγχάνει εφαρμογής [...].

[...]

69 [Όσον αφορά την ερμηνεία του κανόνα αυτού,] επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό του, ο κανόνας του συνάκτη του εγγράφου εισάγει έναν περιορισμό της κατά την απόφαση 94/90 γενικής αρχής της διαφανείας. Επομένως, ο κανόνας αυτός πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται στενά, κατά τρόπον ώστε να μην αναιρεί την εφαρμογή της γενικής αρχής της διαφανείας (απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Ιουλίου 1999, Τ-188/97, Rothmans International κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-2463, σκέψεις 53 έως 55).

[...]

73 Από την εξέταση των πέντε αυτών ειδών εγγράφων προκύπτει ότι οι συντάκτες τους είναι είτε τα κράτη μέλη είτε οι αρχές της Αργεντινής.

74 Επομένως, η Επιτροπή προέβη σε ακριβή εφαρμογή του κανόνα του συντάκτη του εγγράφου θεωρώντας ότι δεν υποχρεούνταν να επιτρέψει την πρόσβαση στα έγγραφα αυτά. Συνεπώς, δεν μπορεί να έχει διαπράξει κατάχρηση εξουσίας. [...]»

9 Το Πρωτοδικείο απέρριψε επίσης τον λόγο που αντλήθηκε από την παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης για τους εξής λόγους:

«77 Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι από την αιτιολογία που απαιτείται από το άρθρο 190 της Συνθήκης πρέπει να καταφαίνεται, κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο παρερμηνεία, η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλομένη πράξη, έτσι ώστε να μπορούν, αφενός, οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν το ληφθέν μέτρο ώστε να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους και, αφετέρου, ο κοινοτικός δικαστής να ασκεί τον έλεγχο νομιμότητας [...].

78 Εν προκειμένω, η Επιτροπή, με την επίδικη απόφαση (βλ. σκέψη 20 ανωτέρω), παρέθεσε τον κανόνα του συντάκτη του εγγράφου και υπέδειξε στην προσφεύγουσα ότι σ' αυτήν εναπόκειται να ζητήσει αντίγραφο των επιδίκων εγγράφων από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη ή τις αρχές της Αργεντινής. Από την αιτιολογία αυτή προκύπτει σαφώς η συλλογιστική της Επιτροπής. Επομένως, η προσφεύγουσα μπορούσε να γνωρίσει την αιτιολογία της [επίδικης] αποφάσεως και το Πρωτοδικείο να ασκήσει τον έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως αυτής. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει βασίμως ότι ήταν αναγκαία πιο συγκεκριμένη αιτιολογία (βλ., συναφώς, προαναφερθείσα απόφαση Rothmans International κατά Επιτροπής, σκέψη 37).»

Η αίτηση αναιρέσεως

10 Με την αίτηση αναιρέσεως, η Interporc ζητεί από το Δικαστήριο:

- να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον, αφενός, απορρίπτει το αίτημα περί ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως καθόσον με αυτή προβάλλεται άρνηση προσβάσεως στα έγγραφα που προέρχονται από τα κράτη μέλη ή τις αρχές της Αργεντινής και, αφετέρου, την καταδικάζει στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων·

- να ακυρώσει πλήρως την επίδικη απόφαση·

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου.

11 Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η Interporc επικαλείται δύο λόγους. Ο πρώτος αντλείται από την πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση της αιτήσεως προσβάσεως στον φάκελο (σκέψεις 55 έως 57 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως). Ο δεύτερος λόγος αντλείται, κυρίως, από την ακυρότητα του κανόνα του συντάκτη του εγγράφου επειδή ο κανόνας αυτός παραβιάζει υπέρτερη αρχή του δικαίου και, επικουρικώς, από την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του κανόνα αυτού, καθώς και την εκ μέρους της Επιτροπής παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογίας που προβλέπει το άρθρο 190 της Συνθήκης (σκέψεις 65 έως 79 της εν λόγω αποφάσεως).

12 Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως, κυρίως, ως απαράδεκτης και, επικουρικώς, ως αβάσιμης, καθώς και την καταδίκη της αναιρεσείουσας στα δικαστικά έξοδα. Πάντως, σε περίπτωση που ο κανόνας του συντάκτη του εγγράφου κριθεί άκυρος, ζητεί τα αποτελέσματα της αποφάσεως του Δικαστηρίου να περιορίζονται στα έγγραφα τα οποία απεστάλησαν μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής.

Επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

13 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη στο σύνολό της. Πρώτον, είναι απαράδεκτη στο μέτρο που τα αιτήματα της Interporc αποβλέπουν στην ακύρωση της επίδικης αποφάσεως στο σύνολό της. Πράγματι, εφόσον αυτή ακυρώθηκε ήδη εν μέρει με απόφαση του Πρωτοδικείου που είναι εκτελεστή επί του σημείου αυτού, δεν μπορεί να ακυρωθεί εκ νέου στο σύνολό της. Δεύτερον, η αναιρεσείουσα, αντί να αναφέρει επακριβώς, προς στήριξη των δύο υποβληθέντων λόγων, τα στοιχεία της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως που επικρίνει καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που πρέπει να στηρίζουν ειδικά το αναιρετικό της αίτημα, περιορίζεται στο να επαναλαμβάνει ή να παραθέτει κατά γράμμα τους λόγους και τα επιχειρήματα τα οποία ανέπτυξε ήδη ενώπιον του Πρωτοδικείου.

14 Η Interporc αντιτάσσει ότι, αφού η παράβαση των κανόνων δικαίου εκ μέρους του Πρωτοδικείου είναι γενικά αδιάρρηκτη προς τους λόγους της προσφυγής και τις νομικές διατάξεις οι οποίες μνημονεύονται σ' αυτήν, νέα παρουσίαση των λόγων αυτών στην αίτηση αναιρέσεως είναι συχνά αναπόφευκτη. Η θέση της Επιτροπής ως προς το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως καταλήγει επομένως στο να περιορίζει δυσανάλογα τη δυνατότητα ασκήσεως αναιρέσεως. Εξάλλου, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, οι λόγοι που επικαλείται η αναιρεσείουσα έχουν αυξηθεί και επικρίνουν τη συλλογιστική του Πρωτοδικείου κατά τρόπο αρκούντως ακριβή.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

15 Εκ προοιμίου επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, από τα άρθρα 225 ΕΚ, 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, στοιχείο γγ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό (βλ., ιδίως, απόφαση της 4ης Ιουλίου 2000, C-352/98 P, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. Ι-5291, σκέψη 34, και της 8ης Ιανουαρίου 2002, C-248/99 P, Γαλλία κατά Monsanto και Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-1, σκέψη 68).

16 Έτσι, δεν πληροί τις επιταγές περί αιτιολογήσεως που απορρέουν από τις διατάξεις αυτές η αίτηση αναιρέσεως η οποία περιορίζεται στην επανάληψη ή στην κατά γράμμα παράθεση των λόγων και επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου, περιλαμβανομένων και εκείνων που στηρίζονται σε πραγματικούς ισχυρισμούς που έχουν ρητώς απορριφθεί από αυτό (βλ., μεταξύ άλλων, διάταξη της 25ης Μαρτίου 1998, C-174/97 P, FFSA κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-1303, σκέψη 24).

17 Εντούτοις, εφόσον ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από το Πρωτοδικείο, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατά την εξέταση αιτήσεως αναιρέσεως (βλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2000, C-210/98 P, Salzgitter κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. Ι-5843, σκέψη 43). Πράγματι, αν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει, κατά τον τρόπο αυτό, την αίτησή του αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη ενώπιον του Πρωτοδικείου, η διαδικασία της αναιρέσεως θα στερούνταν μέρος του νοήματός της (βλ., μεταξύ άλλων, τη διάταξη της 10ης Μαου 2001, C-345/00 P, FNAB κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I-3811, σκέψεις 30 και 31, καθώς και την απόφαση της 16ης Μαου 2002, C-321/99 P, ARAP κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-4287, σκέψη 49).

18 Εν προκειμένω, όμως, η αίτηση αναιρέσεως, εξεταζόμενη στο σύνολό της, αποβλέπει πράγματι στο να αμφισβητήσει την εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση ως προς διάφορα νομικά ζητήματα που του υποβλήθηκαν πρωτοδίκως. Αναφέρει επακριβώς τις επόψεις της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως οι οποίες αμφισβητούνται και τους λόγους και τα επιχειρήματα στα οποία αυτή θεμελιώνεται.

19 Πράγματι, από το σύνολο της αιτήσεως αναιρέσεως προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα, προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, βάλλει κατά των σκέψεων 55 έως 57 και 65 έως 79 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, που αποτελούν το αναγκαίο στήριγμα των σημείων 2 και 3 του διατακτικού αυτής. Αυτό το τμήμα της εν λόγω αποφάσεως αφορά την εξέταση της επίδικης [διοικητικής] αποφάσεως μόνο στο μέτρο που, με αυτή, η Επιτροπή αρνείται στην προσφεύγουσα το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα που έχουν συντάξει τα κράτη μέλη ή οι αρχές της Αργεντινής. Έτσι, η αναιρεσείουσα, ζητώντας από το Δικαστήριο να «ακυρώσει πλήρως» την επίδικη απόφαση, εξέφρασε σαφώς την πρόθεση να περιορίσει τα αιτήματά της στην ακύρωση μόνον του τμήματος της εν λόγω αποφάσεως που δεν ακυρώθηκε ήδη από το Πρωτοδικείο.

20 Ειδικότερα, όσον αφορά τον πρώτο λόγο, η αναιρεσείουσα παραπέμπει στις σκέψεις 55 έως 57 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προκειμένου να καταδείξει ότι το Πρωτοδικείο παρέβη το κοινοτικό δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή μπορούσε να λάβει νέα απορριπτική απόφαση με βάση τον κανόνα του συντάκτη του εγγράφου.

21 Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα παραπέμπει πρωτίστως στις σκέψεις 65 και 66 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ως προς το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού, εν συνεχεία στις σκέψεις 69 και 70 της αποφάσεως αυτής ως προς το δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου και, τέλος, στις σκέψεις 77 έως 79 της εν λόγω αποφάσεως ως προς το τρίτο σκέλος του προαναφερθέντος λόγου. Η αναιρεσείουσα φρονεί ότι το Πρωτοδικείο, αντιστοίχως, δεν έλαβε υπόψη την ύπαρξη της υπέρτερης αρχής του δικαίου περί διαφανείας και προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του κανόνα του συντάκτη του εγγράφου και σε εσφαλμένη εφαρμογή εν προκειμένω του άρθρου 190 της Συνθήκης.

22 Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η επιχειρηματολογία της Επιτροπής ως προς το απαράδεκτο της αιτήσεως αναιρέσεως στο σύνολό της επειδή με αυτή ζητείται η πλήρης ακύρωση της επίδικης διοικητικής αποφάσεως. Ομοίως, η προβληθείσα ένσταση απαραδέκτου ως προς τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο, κατά την οποία η αναιρεσείουσα απλώς επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα τα οποία προβλήθηκαν ήδη ενώπιον του Πρωτοδικείου, πρέπει να απορριφθεί.

23 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή.

Επί της ουσίας

Επί του πρώτου λόγου που αντλείται από την πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση της αιτήσεως προσβάσεως στον φάκελο

Επιχειρήματα των διαδίκων

24 Η Interporc προβάλλει ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επειδή, όσον αφορά την αιτιολογία της επίδικης διοικητικής αποφάσεως, δεν δέχθηκε ότι η Επιτροπή παρέλειψε να εκτιμήσει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που ασκούν επιρροή στην προκειμένη περίπτωση. Έτσι, το Πρωτοδικείο δεν εκτίμησε ορθά την επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας ότι η διοικητική απόφαση στηρίζεται σε ελλιπή εκτίμηση όλων των ενδεχομένων λόγων αρνήσεως. Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο κακώς στήριξε ρητά τη φερόμενη νομιμότητα της επίδικης αποφάσεως στο γεγονός ότι ο Γενικός Γραμματέας προέβη σε πλήρη εξέταση της αιτήσεως προσβάσεως στον φάκελο (βλ. σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως).

25 Συναφώς, η Interporc υπενθυμίζει ότι είχε ήδη προβάλει ενώπιον του Πρωτοδικείου ότι η αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα, και ειδικότερα η επαναληπτική αίτηση, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο πλήρους και αμερόληπτης εξετάσεως εκ μέρους της Επιτροπής, εξέταση η οποία πρέπει να λάβει υπόψη όλους τους λόγους αρνήσεως που ο θεσπισθείς με την απόφαση 94/90 κώδικας συμπεριφοράς επιτρέπει να προβλεφθούν. Μόνον η τήρηση της επιταγής αυτής καθιστά δυνατό τον πραγματικό δικαστιό έλεγχο των κοινοτικών αποφάσεων, ειδικότερα όταν αυτές εμπίπτουν στη σφαίρα της διακριτικής εξουσίας.

26 Κατά την αναιρεσείουσα, εξάλλου, η Επιτροπή δεν είχε το δικαίωμα να στηρίξει την επίδικη απόφαση σε νέο λόγο αρνήσεως που προβλέπει ο κώδικας συμπεριφοράς, όπως ο κανόνας του συντάκτη του εγγράφου, λόγο που δεν είχε επικαλεστεί με την προγενέστερη απόφαση της 29ης Μαου 1996, ακυρωθείσα με τη δικαστική απόφαση Interporc Ι. Στην αντίθετη περίπτωση, η πρακτική της Επιτροπής θα είχε ως αποτέλεσμα την παρακώλυση του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα και θα δημιουργούσε απαράδεκτο κενό στον τομέα της δικαστικής προστασίας, στον βαθμό που ο πολίτης θα ήταν υποχρεωμένος να κινήσει δικαστικές διαδικασίες έως τη στιγμή που η Επιτροπή θα εξαντλούσε όλους τους λόγους απορρίψεως που ήταν δυνατό να του αντιτάξει και δεν θα ήταν πλέον σε θέση να δικαιολογήσει νέα απορριπτική απόφαση.

27 Κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι, για διαδικαστικούς λόγους, η απόφαση της 29ης Μαου 1996 και η επίδικη απόφαση στηρίχθηκαν σε έναν και μόνο λόγο αρνήσεως, δηλαδή την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, ή σ' αυτόν τον λόγο σε συνδυασμό με τον κανόνα του συντάκτη του εγγράφου δεν καθιστά ωστόσο τέτοιες αποφάσεις ατελείς. Η διοίκηση έχει το δικαίωμα να στηρίξει μια απόφαση σε έναν και μόνον αποφασιστικό λόγο, χωρίς να χρειάζεται να λάβει υπόψη τους άλλους ενδεχόμενους λόγους αρνήσεως. Εξάλλου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή, κατόπιν της εκ μέρους του Πρωτοδικείου ακυρώσεως μιας αποφάσεως που αυτή έλαβε, στερείται πραγματικά του δικαιώματος να επικαλείται τις ουσιαστικές εξαιρέσεις, και μάλιστα υποχρεωτικές, που προβλέπει ο κώδικας συμπεριφοράς που θεσπίστηκε με την απόφαση 94/90.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

28 Εκ προοιμίου επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, όταν το Πρωτοδικείο ακυρώνει πράξη κοινοτικού οργάνου, το άρθρο 176 της Συνθήκης επιβάλλει στο όργανο αυτό να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου.

29 Συναφώς, προκειμένου να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση και να την εκτελέσει πλήρως, το ενδιαφερόμενο κοινοτικό όργανο υποχρεούται, κατά πάγια νομολογία, να σεβαστεί όχι μόνο το διατακτικό της αποφάσεως, αλλά και το σκεπτικό που οδήγησε στο διατακτικό αυτό και το οποίο αποτελεί το αναγκαίο του στήριγμα, υπό την έννοια ότι είναι απαραίτητο για να προσδιοριστεί η ακριβής έννοια αυτού που κρίθηκε με το διατακτικό. Πράγματι, με το σκεπτικό αυτό, αφενός, εντοπίζεται η ακριβής διάταξη που θεωρείται παράνομη και, αφετέρου, σ' αυτό εμφαίνονται οι ακριβείς λόγοι της παρανομίας που διαπιστώνεται με το διατακτικό και τους οποίους πρέπει να λάβει υπόψη το οικείο κοινοτικό όργανο κατά την αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξεως (βλ. αποφάσεις της 26ης Απριλίου 1988, 97/86, 99/86, 193/86 και 215/86, Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 2181, σκέψη 27, και της 3ης Οκτωβρίου 2000, C-458/98 P, Industrie des poudres sphιriques κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I-8147, σκέψη 81).

30 Ωστόσο, το άρθρο 176 της Συνθήκης, δεν υποχρεώνει το κοινοτικό όργανο που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη παρά μόνον εντός των ορίων αυτού που είναι αναγκαίο προκειμένου να διασφαλιστεί η εκτέλεση της ακυρωτικής αποφάσεως. Υπό την έννοια αυτή, η διάταξη αυτή επιβάλλει μόνο στο οικείο όργανο την υποχρέωση να φροντίσει ώστε η πράξη που θα αντικαταστήσει την ακυρωθείσα να μην εμφανίζει τις ίδιες παρατυπίες που προσδιόρισε η εν λόγω ακυρωτική απόφαση (βλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1999, C-310/97 P, Επιτροπή κατά AssiDomδn Kraft Products κ.λπ., Συλλογή 1999, σ. I-5363, σκέψεις 50 και 56).

31 Υπό τις συνθήκες αυτές, εφόσον, όπως αναγνώρισε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, τα αποτελέσματα της αποφάσεως Interporc I συνεπάγονταν ότι, αφενός, η απόφαση της 29ης Μαου 1996, αντικείμενο της προσφυγής που οδήγησε στην τελευταία αυτή απόφαση θεωρήθηκε ως μηδέποτε υπάρξασα και, αφετέρου, ο Γενικός Γραμματέας υποχρεούνταν, δυνάμει του άρθρου 176 της Συνθήκης, να λάβει νέα απόφαση, καλώς το Πρωτοδικείο έκρινε στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι ο εν λόγω Γενικός Γραμματέας μπορούσε να προβεί σε πλήρη επανεξέταση των αιτήσεων προσβάσεως [στα έγγραφα] και, κατά συνέπεια, να επικαλεστεί με την επίδικη απόφαση άλλους λόγους πλην εκείνων επί των οποίων στήριξε την απόφαση της 29ης Μαου 1996 και, ειδικότερα, τον κανόνα του συντάκτη του εγγράφου.

32 Η δυνατότητα πλήρους επανεξετάσεως στην οποία αναφέρεται το Πρωτοδικείο συνεπάγεται επίσης ότι ο Γενικός Γραμματέας δεν υποχρεούνταν να επαναλάβει, με την επίδικη απόφαση, όλους τους λόγους απορρίψεως που προβλέπει ο κώδικας συμπεριφοράς για να εκδώσει απόφαση διασφαλίζουσα την ορθή εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως Interporc Ι, αλλά όφειλε απλώς να στηριχθεί σε εκείνους τους λόγους που θεωρούσε, στο πλαίσιο της εξουσίας του εκτιμήσεως, ότι έπρεπε να εφαρμοστούν στην προκειμένη περίπτωση.

33 Επομένως, ο πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου, που αντλείται από την ακυρότητα του κανόνα του συντάκτη του εγγράφου επειδή ο κανόνας αυτός παραβιάζει υπέρτερη αρχή του δικαίου

Επιχειρήματα των διαδίκων

34 Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου, η Interporc προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο, στις σκέψεις 65 και 66 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αρνούμενο την ύπαρξη της αρχής της διαφανείας ως υπέρτερης αρχής του δικαίου. Κατά την Interporc, ο κανόνας του συντάκτη του εγγράφου είναι παράνομος στον βαθμό που παραβιάζει τις αρχές της διαφανείας και του ελέγχου της διοικητικής δραστηριότητας εκ μέρους του κοινού, που διασφαλίζονται με την ελεύθερη πρόσβαση στα έγγραφα. Ο θεμελιώδης χαρακτήρας αυτών των υπέρτερων γενικών αρχών στην κοινοτική έννομη τάξη επιβεβαιώνεται του λοιπού με το άρθρο 255 ΕΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα Α, δεύτερο εδάφιο, και ΣΤ, παράγραφος 1, της Συνθήκης για την Ευρωπαϋκή Ένωση (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 1, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και 6, παράγραφος 1, ΕΚ). Η αυστηρή τήρηση αυτών των γενικών αρχών συνιστά επομένως απαράκαμπτο στοιχείο της εγγυήσεως της δημοκρατικής δομής της Ευρωπαϋκής Ενώσεως και της νομιμότητας ασκήσεως της κοινοτικής κυριαρχίας.

35 Η Interporc προβάλλει ότι, σύμφωνα με τις εν λόγω αρχές, η Επιτροπή δεν μπορεί να απαλλαγεί της υποχρεώσεώς της να κοινοποιήσει τα έγγραφα που κατέχει, περιοριζόμενη να παραπέμψει τους αιτούντες στους συντάκτες των εν λόγω εγγράφων, στον βαθμό που οι νομικές και τεχνικές προϋποθέσεις για την πραγματική άσκηση του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα αυτά δεν μπορούν τότε να διασφαλιστούν.

36 Η Επιτροπή προβάλλει ότι, μολονότι η διαφάνεια αποτελεί πολιτική αρχή που είναι δυνατόν να απορρέει από την αρχή της δημοκρατίας, η απλή αυτή διαπίστωση δεν επιτρέπει να συναχθεί οποιαδήποτε αρχή του δικαίου.

37 Εξάλλου, έστω και αν υποτεθεί ότι υπάρχει όντως μια γενική αρχή του δικαίου σχετικά με τη διαφάνεια ή την πρόσβαση στα έγγραφα, η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε ότι η αρχή αυτή αυτομάτως παραβιάστηκε λόγω του ότι η σχετική κανονιστική ρύθμιση περιορίζει την πρόσβαση μόνο στα έγγραφα που έχει συντάξει το οικείο κοινοτικό όργανο.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

38 Εκ προοιμίου, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, στις σκέψεις 35 και 36 της αποφάσεως της 30ής Απριλίου 1996, C-58/94, Κάτω Ξώρες κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1996, σ. I-2169), το Δικαστήριο διαπίστωσε μια προοδευτική επιβεβαίωση του δικαιώματος προσβάσεως των ιδιωτών στα έγγραφα που κατέχουν οι δημόσεις αρχές, δικαίωμα του οποίου η σημασία έχει επιβεβαιωθεί κατ' επανάληψη σε κοινοτικό επίπεδο, ιδίως δε με την προσαρτημένη στην τελική πράξη της Συνθήκης για την Ευρωπαϋκή Ένωση δήλωση αριθ. 17 σχετικά με το δικαίωμα της προσβάσεως στην πληροφόρηση, η οποία συνδέει το δικαίωμα αυτό με τον δημοκρατικό χαρακτήρα των θεσμικών οργάνων.

39 Εξάλλου, η σημασία του δικαιώματος αυτού επιβεβαιώθηκε με την εξέλιξη του κοινοτικού νομικού πλαισίου μετά την έκδοση της επίδικης αποφάσεως. Έτσι, αφενός, το άρθρο 255, παράγραφος 1, ΕΚ, που παρενεβλήθη στην κοινοτική έννομη τάξη με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, ορίζει ότι «[κ]άθε πολίτης της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο κατοικεί ή έχει την καταστατική έδρα του σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα του Ευρωπαϋκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής [...]. Αφετέρου, ο κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϋκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϋκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), ο οποίος εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 255 ΕΚ, ορίζει τις αρχές και τις προϋποθέσεις ασκήσεως του δικαιώματος αυτού προκειμένου αυτό να εξασφαλίζει μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων, να εγγυάται μεγαλύτερη νομιμότητα, αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα της διοικήσεως έναντι του πολίτη σε ένα δημοκρατικό καθεστώς, καθώς και να συμβάλλει στην ενίσχυση των αρχών της δημοκρατίας και του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

40 Όσον αφορά την ισχύ του κανόνα του συντάκτη του εγγράφου, όπως προβλέπεται στον κώδικα συμπεριφοράς που θεσπίστηκε με την απόφαση 94/90 που έπρεπε να εφαρμοστεί από την Επιτροπή κατά την ημέρα λήψεως της επίδικης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο, στη σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, υπέμνησε προσηκόντως ότι, στη σκέψη 37 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Κάτω Ξώρες κατά Συμβουλίου, το Δικαστήριο έκρινε ότι, επί όσο χρόνο ο κοινοτικός νομοθέτης δεν έχει θεσπίσει γενική ρύθμιση ως προς το δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα που κατέχουν τα κοινοτικά θεσμικά όργανα, αυτά οφείλουν να θεσπίζουν τα μέτρα που έχουν ως αντικείμενο την αντιμετώπιση τέτοιων αιτήσεων δυνάμει της εξουσίας τους περί εσωτερικής οργανώσεως, η οποία τους παρέχει τη δυνατότητα να θεσπίζουν τα κατάλληλα μέτρα προς διασφάλιση της χρηστής διοικήσεως κατά την εσωτερική τους λειτουργία.

41 Ενόψει της νομολογίας αυτής, το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι, όσο δεν υφίσταται υπέρτερη αρχή δικαίου προβλέπουσα ότι η Επιτροπή δεν δικαιούται με την απόφαση 94/90 να αποκλείει του πεδίου εφαρμογής του κώδικα συμπεριφοράς τα έγγραφα των οποίων δεν είναι ο συντάκτης, ο κανόνας του συντάκτη του εγγράφου μπορεί να τυγχάνει εφαρμογής.

42 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι καλώς το Πρωτοδικείο παραπέμπει στη σκέψη 37 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Κάτω Ξώρες κατά Συμβουλίου, για να συναγάγει ότι η θέσπιση του κανόνα του συντάκτη, όπως αυτός προβλέπεται στον κώδικα συμπεριφοράς που θεσπίστηκε με την απόφαση 94/90, απορρέει από την εξουσία εσωτερικής οργανώσεως που η Επιτροπή οφείλει να ασκεί σύμφωνα με τις επιταγές της χρηστής διοικήσεως, εφόσον ο κοινοτικός νομοθέτης δεν έχει θεσπίσει γενική ρύθμιση στον τομέα αυτόν.

43 Υπό τις συνθήκες αυτές, ενόψει της προοδευτικής εξελίξεως σ' αυτό τον τομέα, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 38 και 39 της παρούσας αποφάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι, εφόσον κατά την ημέρα λήψεως της επίδικης αποφάσεως δεν υπήρχε γενική αρχή ή γενική κανονιστική ρύθμιση κοινοτικού δικαίου προβλέπουσα ρητώς ότι η Επιτροπή δεν δικαιούται να θεσπίζει, στο πλαίσιο της εξουσίας της εσωτερικής οργανώσεως, τον κανόνα του συντάκτη του εγγράφου όπως αυτός προβλέπεται με τον κώδικα συμπεριφοράς που θεσπίστηκε με την απόφαση 94/90, ο εν λόγω κανόνας μπορούσε να εφαρμοστεί στην προκειμένη περίπτωση.

44 Το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου πρέπει επομένως να απορριφθεί.

Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρυ λόγου, που αντλείται από την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του κανόνα του συντάκτη του εγγράφου

Επιχειρήματα των διαδίκων

45 Επικουρικώς, η Interporc προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του κανόνα του συντάκτη του εγγράφου, στον βαθμό που το Πρωτοδικείο, μολονότι δέχθηκε στη σκέψη 69 της εν λόγω αποφάσεως ότι επιβάλλεται να γίνει στενή ερμηνεία του κανόνα αυτού, στην προκειμένη περίπτωση δεν ενήργησε κατ' αυτόν τον τρόπο.

46 Κατά την Interporc, ενόψει της αρχής της ευρύτερης δυνατής προσβάσεως στα έγγραφα που κατέχει η Επιτροπή, η οποία διακηρύχθηκε με την απόφαση 94/90, ο κανόνας του συντάκτη του εγγράφου πρέπει να ερμηνεύεται όπως οι λοιπές εξαιρέσεις που προβλέπονται στον κώδικα συμπεριφοράς. Επομένως, η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως ανά περίπτωση όσον αφορά την προσφυγή στο καθεστώς παρεκκλίσεως, εξουσία η οποία ασκείται υπό τον έλεγχο των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων. Η Επιτροπή, επομένως, υποχρεούται στην προκειμένη περίπτωση να αναφέρει για καθένα από τα σχετικά έγγραφα τους λόγους για τους οποίους η αποκάλυψή του αντιβαίνει προς το συμφέρον που πρέπει να προστατευθεί. Αν το Πρωτοδικείο είχε την πρόθεση να ερμηνεύσει τον κανόνα του συντάκτη του εγγράφου κατά τρόπο όντως στενό, όφειλε να μεταφέρει τις αρχές αυτές στον κανόνα του συντάκτη του εγγράφου.

47 Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι ο κανόνας του συντάκτη του εγγράφου συνιστά περιορισμό της αρχής της πλέον δυνατής προσβάσεως στα έγγραφα που κατέχει η Επιτροπή και πρέπει επομένως, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνευθεί στενά. Ωστόσο, η διατύπωση του εν λόγω κανόνα δεν επιτρέπει σαφώς μια τέτοια στενή ερμηνεία παρά μόνον αν υπάρχουν αμφιβολίες ως προς τον συντάκτη των εγγράφων. Κατά την Επιτροπή, όμως, τέτοιες αμφιβολίες προφανώς δεν υπάρχουν στην προκειμένη περίπτωση.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

48 Ο σκοπός της αποφάσεως 94/90, πέραν της εξασφαλίσεως της εσωτερικής λειτουργίας της Επιτροπής προς το συμφέρον της χρηστής διοικήσεως, συνίσταται στην πρόβλεψη, υπέρ του κοινού, της μεγαλύτερης δυνατής προσβάσεως στα έγγραφα που έχει στην κατοχή της η Επιτροπή, οπότε κάθε εξαίρεση από το εν λόγω δικαίωμα πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται στενά (βλ. απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2000, C-174/98 P και C-189/98 P, Κάτω Ξώρες και Van der Wal κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-1, σκέψη 27).

49 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά τον κώδικα συμπεριφοράς που θεσπίστηκε με την απόφαση 94/90, η αυστηρή ερμηνεία και εφαρμογή του κανόνα του συντάκτη του εγγράφου συνεπάγονται ότι η Επιτροπή οφείλει να εξακριβώνει την προέλευση του εγγράφου και να διευκρινίζει στον ενδιαφερόμενο την ταυτότητα του εκδότη του προκειμένου αυτός να μπορεί να υποβάλει αίτηση προσβάσεως στον τελευταίο.

50 Όμως, από τις σκέψεις 72 και 73 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι, με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή πληροφορεί την αναιρεσείουσα ότι τα έγγραφα για τα οποία είχε υποβάλει αίτηση προσβάσεως προέρχονται είτε από τα κράτη μέλη είτε από τις αρχές της Αργεντινής και διευκρίνιζε ότι αυτή όφειλε να απευθυνθεί απ' ευθείας στους συντάκτες των εγγράφων αυτών.

51 Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή προέβη σε ορθή εφαρμογή του κανόνα του συντάκτη του εγγράφου, όπως αυτός προβλέπετα στον κώδικα συμπεριφοράς που θεσπίστηκε με την απόφαση 94/90, φρονώντας ότι αυτή δεν υποχρεούνταν να επιτρέψει την πρόσβαση στα έγγραφα των οποίων δεν ήταν ο συντάκτης.

52 Το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου πρέπει επομένως να απορριφθεί ως αβάσιμο.

Επί του τρίτου σκέλους του δευτέρου λόγου, που αντλείται από την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

53 Η Interporc προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 78 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή είχε εκπληρώσει ορθά την υποχρέωση αιτιολογίας που υπέχει βάσει του άρθρου 190 της Συνθήκης. Κατά την αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο δεν ήταν σε θέση να ελέγξει, ενόψει της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως, αν η Επιτροπή είχε επίσης ασκήσει την εξουσία της εκτιμήσεως όσον αφορά τη δυνατότητα να ασκήσει όντως το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των κρατών μελών και των αρχών της Αργεντινής.

54 Η Επιτροπή θεωρεί αντιθέτως ότι τήρησε την υποχρέωση αιτιολογίας όπως αυτή απορρέει από το άρθρο 190 της Συνθήκης. Προβάλλει ότι η βάση του τρίτου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως που αφορά την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογίας συνδέεται αδιαρρήκτως με εκείνη του δευτέρου σκέλους του ίδιου λόγου.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

55 Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 190 της Συνθήκης αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 190 της Συνθήκης πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink's France, Συλλογή 1998, σ. I-1719, σκέψη 63, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, C-113/00, Επιτροπή κατά Ισπανίας, που δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 47 και 48).

56 Όσον αφορά την αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα που εμπίπτουν στην απόφαση 94/90 και κατέχει η Επιτροπή, η τελευταία, όταν αρνείται μια τέτοια πρόσβαση, οφείλει να αποδεικνύει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, με βάση τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της, ότι τα έγγραφα για τα οποία ζητείται η πρόσβαση εμπίπτουν όντως στις παρεκκλίσεις που απαριθμούνται στην εν λόγω απόφαση (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Κάτω Ξώρες και Van der Wal κατά Επιτροπής, σκέψη 24).

57 Η Επιτροπή, με την επίδικη απόφαση, στηρίζει την απόρριψη της αιτήσεως προσβάσεως σε ορισμένα έγγραφα στην τήρηση του κανόνα του συντάκτη του εγγράφου όπως αυτός ορίζεται στον κώδικα συμπεριφοράς που θεσπίστηκε με την απόφαση 94/90. Έτσι, η Επιτροπή παραπέμπει ρητά στον εν λόγω κανόνα, παρέχει λεπτομερή κατάλογο των αιτηθέντων εγγράφων που κατέχει, των οποίων όμως δεν είναι ο συντάκτης, αναφέρει τον συντάκτη καθενός από τα έγγραφα αυτά και πληροφορεί την αναιρεσείουσα ότι αυτή οφείλει να απευθυνθεί απ' ευθείας στους συντάκτες των εγγράφων αυτών για να επιτύχει την πρόσβαση στην πληροφόρηση που περιλαμβάνεται στα έγγραφα αυτά.

58 Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως πληροί τις επιταγές του άρθρου 190 της Συνθήκης.

59 Επομένως, το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

60 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

61 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, που έχει εφαρμογή στη διαδικασία αναιρέσεως βάσει του άρθρου 118, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί η Interporc, αυτή δε ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1) Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2) Καταδικάζει την Interporc Im- und Export GmbH στα δικαστικά έξοδα.