62000J0020

Απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 2003. - Booker Aquacultur Ltd (C-20/00) και Hydro Seafood GSP Ltd (C-64/00) κατά The Scottish Ministers. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Court of Session (Scotland) - Ηνωμένο Βασίλειο. - Οδηγία 93/53/ΕΟό - Θανάτωση και καταστροφή αποθεμάτων ψαριών προσβεβλημένων από ιογενή αιμορραγική σηψαιμία (VHS) και λοιμώδη αναιμία των σολομών (ISA) - Αποζημίωση - Υποχρεώσεις του κράτους μέλους - Προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως του δικαιώματος της ιδιοκτησίας - όύρος της οδηγίας 93/53/ΕΟό - Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-20/00 και C-64/00.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-07411


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


Κοινοτικό δίκαιο - Αρχές - Θεμελιώδη δικαιώματα - Δικαίωμα της ιδιοκτησίας - Περιορισμοί - Επιτρέπονται - Προϋποθέσεις - Στοιχειώδη μέτρα για την καταπολέμηση ορισμένων νόσων των ψαριών - Οδηγία 93/53 - Αποζημίωση των θιγομένων ιδιοκτητών - Δεν υφίσταται - Συμφωνία προς το δικαίωμα της ιδιοκτησίας - Πταίσμα του ιδιοκτήτη των ψαριών - Δεν ασκεί επιρροή

(Οδηγίες του Συμβουλίου 91/67, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 93/54, παράρτημα Α, και 93/53)

Περίληψη


$$Τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία προστατεύει το Δικαστήριο, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δεν αποτελούν απόλυτες αξίες, αλλά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε συνάρτηση με τη λειτουργία τους στην κοινωνία. Κατά συνέπεια, επιτρέπεται να επιβάλλονται περιορισμοί στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών, ιδίως στο πλαίσιο μιας κοινής οργανώσεως αγοράς, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω περιορισμοί ανταποκρίνονται πράγματι σε επιδιωκόμενους από την Κοινότητα σκοπούς εξυπηρετούντες το κοινό συμφέρον και δεν συνιστούν, ενόψει του επιδιωκομένου σκοπού, υπέρμετρη και απαράδεκτη επέμβαση που θίγει την ίδια την ουσία των εν λόγω δικαιωμάτων.

Η οδηγία 93/53, σχετικά με τη θέσπιση στοιχειωδών κοινοτικών μέτρων για την καταπολέμηση ορισμένων νόσων των ψαριών, αποσκοπεί στο να συμβάλει στην ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ζώων καθώς και προϊόντων υδατοκαλλιέργειας και να αποτελέσει μέρος ενός συστήματος με σκοπό τη θέσπιση στοιχειωδών κοινοτικών μέτρων για την καταπολέμηση ορισμένων νόσων των ψαριών. Επομένως, τα μέτρα που επιβάλλει η οδηγία αυτή αντιστοιχούν σε σκοπούς γενικού συμφέροντος τους οποίους επιδιώκει η Κοινότητα.

Λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου σκοπού, τα στοιχειώδη μέτρα σχετικά με την άμεση καταστροφή και θανάτωση των ζώων που επιβάλλει η οδηγία 93/53 με σκοπό την καταπολέμηση των ασθενειών του καταλόγου Ι του παραρτήματος Α της οδηγίας 91/67, σχετικά με τους όρους υγειονομικού ελέγχου που διέπουν τη διάθεση στην αγορά ζώων και προϊόντων υδατοκαλλιέργειας, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 93/54, χωρίς αποζημίωση των θιγομένων ιδιοκτητών, δεν συνιστούν υπέρμετρη και απαράδεκτη παρέμβαση θίγουσα την ίδια την ουσία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας.

Καταρχάς, τα μέτρα που επιβάλλει η οδηγία 93/53 έχουν επείγοντα χαρακτήρα και αποσκοπούν στην εξασφάλιση της αναλήψεως αποτελεσματικής δράσεως αμέσως μόλις επιβεβαιωθεί η ύπαρξη της ασθενείας, καθώς και στην εξάλειψη κάθε κινδύνου μεταδόσεως ή επιβιώσεως του νοσογόνου παράγοντα.

Στη συνέχεια, αποτέλεσμα των μέτρων αυτών δεν είναι η στέρηση των ιδιοκτητών των εκμεταλλεύσεων από τη χρήση της ιδιοκτησίας τους, αλλά η εξασφάλιση της συνεχίσεως της ασκήσεως της δραστηριότητάς τους. Πράγματι, η άμεση καταστροφή και θανάτωση όλων των ψαριών παρέχει τη δυνατότητα στους ως άνω ιδιοκτήτες να μεταφέρουν το συντομότερο δυνατό καινούργια ψάρια στις θιγόμενες ιχθυοκαλλιέργειες. Επομένως, τα ως άνω μέτρα καθιστούν δυνατή την επανάληψη της μεταφοράς και της ελεύθερης διαθέσεως στην αγορά εντός της Κοινότητας ζωντανών ψαριών των ειδών που είναι ευαίσθητα στις ασθένειες των καταλόγων Ι και ΙΙ του παραρτήματος Α της οδηγίας 91/67, έτσι ώστε όλοι οι ενδιαφερόμενοι, περιλαμβανομένων των ιδιοκτητών των εκμεταλλεύσεων, να μπορούν να επωφεληθούν από τις συνέπειες των ενεργειών αυτών.

Τέλος, οι ιδιοκτήτες εκμεταλλεύσεων υδατοκαλλιέργειας ασκούν δραστηριότητα που περιλαμβάνει ορισμένους εμπορικούς κινδύνους. Ως επιχειρηματίες στον τομέα της ιχθυοκαλλιέργειας μπορούν να θεωρούν ως ενδεχόμενη την εμφάνιση, σε οποιαδήποτε στιγμή, κάποιας ασθένειας των ψαριών και την πρόκληση ζημίας σε βάρος τους. Ο κίνδυνος αυτός είναι εγγενής στη δραστηριότητα της ιχθυοκαλλιέργειας και της εμπορίας ζωντανών ζώων και αποτελεί τη συνέπεια ενός φυσικού συμβάντος, όσον αφορά τόσο τις ασθένειες του καταλόγου Ι όσο και εκείνες του καταλόγου ΙΙ του παραρτήματος Α της οδηγίας 91/67.

Όσον αφορά την έκταση της ενδεχόμενης ζημίας, τα ψάρια που παρουσιάζουν κλινικά συμπτώματα της ασθενείας δεν έχουν καμία αξία λόγω της καταστάσεώς τους αυτής. Όσον αφορά τα ψάρια που έχουν το κατάλληλο για εμπορία μέγεθος και τα οποία θα μπορούσαν να διατεθούν στο εμπόριο ή να μεταποιηθούν με σκοπό την ανθρώπινη κατανάλωση, δεδομένου ότι, τη στιγμή της θανατώσεώς τους, δεν παρουσιάζουν κανένα κλινικό σύμπτωμα της ασθένειας, η ενδεχόμενη ζημία σε βάρος των ιχθυοκαλλιεργητών λόγω της άμεσης θανατώσεως των εν λόγω ψαριών απορρέει από το γεγονός ότι δεν μπόρεσαν να επιλέξουν την ευνοϊκότερη στιγμή για τη διάθεσή τους στο εμπόριο. Εξάλλου, λόγω του κινδύνου να παρουσιάσουν τα ψάρια αυτά στο μέλλον κλινικά συμπτώματα κάποιας ασθενείας, είναι αδύνατος ο προσδιορισμός κάποιου άλλου ευνοϊκότερου χρόνου για τη διάθεσή του στο εμπόριο. Τέλος, όσον αφορά όλες τις άλλες κατηγορίες ψαριών, δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί αν έχουν κάποια αξία, λόγω του κινδύνου να παρουσιάσουν στο μέλλον κλινικά συμπτώματα της ασθενείας.

Ασφαλώς, ο κοινοτικός νομοθέτης μπορεί να κρίνει, στο πλαίσιο της ευρείας διακριτικής ευχερείας που διαθέτει στον τομέα της γεωργικής πολιτικής, ότι ενδείκνυται η μερική ή πλήρης αποζημίωση των ιδιοκτητών των εκμεταλλεύσεων, τα ζώα των οποίων καταστρέφονται και θανατώνονται. Εντούτοις, από τη διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη στο κοινοτικό δίκαιο μιας γενικής αρχής η οποία επιβάλλει τη χορήγηση αποζημιώσεως σε όλες τις περιπτώσεις.

Ενόψει των ίδιων σκέψεων, τα μέτρα άμεσης καταστροφής και θανατώσεως ψαριών τα οποία λαμβάνει κράτος μέλος για την καταπολέμηση των ασθενειών των καταλόγων Ι και ΙΙ του εν λόγω παραρτήματος στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 93/53, τα οποία είναι ταυτόσημα ή ανάλογα, αντιστοίχως, προς τα στοιχειώδη μέτρα που επιβάλλει η Κοινότητα για τις ασθένειες του καταλόγου Ι και τα οποία δεν προβλέπουν τη χορήγηση αποζημιώσεως, δεν είναι ασυμβίβαστα προς το θεμελιώδες δικαίωμα της ιδιοκτησίας.

Το αν η εμφάνιση εστίας της ασθενείας οφείλεται ή όχι σε πταίσμα του ιδιοκτήτη των ψαριών δεν επηρεάζει τη συμφωνία προς το θεμελιώδες δικαίωμα της ιδιοκτησίας των ως άνω εθνικών μέτρων.

( βλ. σκέψεις 68, 78-83, 84-86, 93, 95, διατακτ. 1-3 )

Διάδικοι


Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-20/00 και C-64/00,

που έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις του Court of Session (Scotland) (Ηνωμένο Βασίλειο) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με τις οποίες ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Booker Aquaculture Ltd, ενεργούσας υπό την ονομασία «Marine Harvest McConnell» (C-20/00),

Hydro Seafood GSP Ltd (C-64/00)

και

The Scottish Ministers,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των αρχών του κοινοτικού δικαίου που διέπουν την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, καθώς και ως προς το κύρος της οδηγίας 93/53/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1993, σχετικά με τη θέσπιση στοιχειωδών κοινοτικών μέτρων για την καταπολέμηση ορισμένων νόσων των ψαριών (ΕΕ L 175, σ. 23),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodríguez Iglesias, Πρόεδρο, J.-P. Puissochet, R. Schintgen και C. W. A. Timmermans, προέδρους τμήματος, C. Gulmann, D. A. O. Edward, A. La Pergola, F. Macken (εισηγήτρια), N. Colneric, S. von Bahr και J. N. Cunha Rodrigues, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

γραμματέας: H. A. Rühl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η Booker Aquaculture Ltd, εκπροσωπούμενη από τους P. S. Hodge, QC, και J. Mure, advocate, ενεργούντες κατ' εντολή του δικηγορικού γραφείου Steedman Ramage, solicitors,

- η Hydro Seafood GSP Ltd, εκπροσωπούμενη από τους A. O'Neill, QC, και E. Creally, advocate, ενεργούντες κατ' εντολή του δικηγορικού γραφείου McClure Naismith, solicitors,

- οι Scottish Ministers, εκπροσωπούμενοι από τη R. Magrill και τον Lord Advocate C. Boyd, QC, επικουρούμενους από τον N. Paines, QC, καθώς και από την L. Dunlop, advocate,

- η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την R. Magrill, επικουρούμενη από τον N. Paines, QC,

- η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις C. Vasak και K. Rispal-Bellanger,

- η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον U. Leanza, επικουρούμενο από την F. Quadri, avvocato dello Stato,

- η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Μ. A. Fierstra,

- η Νορβηγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Μ. Djupesland,

- το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενο από τον J. Carbery,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους G. Berscheid και K. Fitch,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Booker Aquaculture Ltd, εκπροσωπουμένης από τους P. S. Hodge και J. Mure, της Hydro Seafood GSP Ltd, εκπροσωπουμένης από τους A. O'Neill και E. Creally, των Scottish Ministers, εκπροσωπουμένων από τον N. Paines και την L. Dunlop, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπουμένης από την G. Amodeo, επικουρούμενη από τον N. Paines, της Ιταλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από την F. Quadri, του Συμβουλίου, εκπροσωπουμένου από τον J. Carbery, και της Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τον K. Fitch, κατά τη συνεδρίαση της 15ης Μα_ου 2001,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διατάξεις της 11ης Ιανουαρίου 2000 (C-20/00) και της 18ης Φεβρουαρίου 2000 (C-64/00), που περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 24 Ιανουαρίου και στις 28 Φεβρουαρίου 2000, αντίστοιχα, το Court of Session (Scotland) υπέβαλε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 234 ΕΚ, ορισμένα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία αρχών του κοινοτικού δικαίου σχετικά με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, καθώς και ως προς το κύρος της οδηγίας 93/53/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1993, σχετικά με τη θέσπιση στοιχειωδών κοινοτικών μέτρων για την καταπολέμηση ορισμένων νόσων των ψαριών (ΕΕ L 175, σ. 23).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο δύο διαφορών μεταξύ των εταιριών Booker Αquaculture Ltd (στο εξής: Booker) και Hydro Seafood GSP Ltd (στο εξής: Hydro Seafood), αφενός, και των Scottish Ministers, αφετέρου.

3 Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 10ης Μα_ου 2000 αποφασίστηκε η ένωση των υποθέσεων C-20/00 και C-64/00 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική νομοθεσία

Η οδηγία 91/67/ΕΟΚ

4 Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας 91/67/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 1991, σχετικά με τους όρους υγειονομικού ελέγχου που διέπουν τη διάθεση στην αγορά ζώων και προϊόντων υδατοκαλλιέργειας (ΕΕ L 46, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 93/54/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1993 (ΕΕ L 175, σ. 34), ορίζει τα ακόλουθα:

«1. Η διάθεση στην αγορά ζώων υδατοκαλλιέργειας υπόκειται στις ακόλουθες γενικές απαιτήσεις:

α) δεν πρέπει να παρουσιάζουν κανένα κλινικό σύμπτωμα ασθενείας την ημέρα της φόρτωσης·

β) δεν πρέπει να προορίζονται για καταστροφή ή για θανάτωση στα πλαίσια σχεδίου εξαλείψεως μιας ασθενείας που αναφέρεται στο παράρτημα Α·

γ) δεν πρέπει να προέρχονται από εκμετάλλευση που αποτελεί αντικείμενο απαγόρευσης για λόγους υγειονομικού ελέγχου και δεν πρέπει να έχουν έρθει σε επαφή με ζώα τέτοιων εκμεταλλεύσεων, και ιδίως εκμεταλλεύσεων στις οποίες εφαρμόζονται μέτρα ελέγχου στο πλαίσιο της οδηγίας 93/53/ΕΟΚ [...]

[...]

3. Για να διατίθενται στην αγορά, τα προϊόντα υδατοκαλλιέργειας που προορίζονται για κατανάλωση πρέπει να προέρχονται από ζώα που ανταποκρίνονται στην απαίτηση της παραγράφου 1, στοιχείο α_.»

5 Το άρθρο 2, σημεία 1 έως 3, της οδηγίας 91/67, όπως τροποποιήθηκε, ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

1) Ζώα υδατοκαλλιέργειας: τα προερχόμενα από εκμετάλλευση ζωντανά ψάρια, [...] συμπεριλαμβανομένων και αυτών που είναι αγρίας προελεύσεως και προορίζονται για εκμετάλλευση.

2) Προϊόντα υδατοκαλλιέργειας: τα προερχόμενα από ζώα υδατοκαλλιέργειας προϊόντα, τα οποία προορίζονται είτε για την εκτροφή, όπως τα αυγά και οι γαμέτες, είτε για την ανθρώπινη κατανάλωση.

3) Ψάρια [...]: όλα τα ψάρια [...] οποιοδήποτε και αν είναι το στάδιο αναπτύξεώς τους.»

6 Το παράρτημα Α της οδηγίας 91/67, όπως τροποποιήθηκε, με τίτλο «Κατάλογος ασθενειών/παθογόνων παραγόντων των ψαριών, μαλακίων και μαλακοστράκων», απαριθμεί ορισμένες ασθένειες στη στήλη 1, σημειώνοντας στη στήλη 2 τα ευαίσθητα στις ασθένειες αυτές είδη. Ο κατάλογος Ι του εν λόγω παραρτήματος περιλαμβάνει στη στήλη 1 μία μόνον ασθένεια, τη λοιμώδη αναιμία των σολομών (στο εξής: ISA), σημειώνοντας στη στήλη 2 τον σολομό του Ατλαντικού ως ευαίσθητο στην ασθένεια αυτή είδος. Η ιογενής αιμορραγική σηψαιμία (στο εξής: VHS) είναι μία από τις ασθένειες που απαριθμούνται στη στήλη 1 του καταλόγου ΙΙ του ως άνω παραρτήματος, ενώ το καλκάνι περιλαμβάνεται στη στήλη 2 του ίδιου καταλόγου μεταξύ των ευαίσθητων στην ασθένεια αυτή ειδών.

7 Η διάκριση μεταξύ των καταλόγων Ι και ΙΙ του παραρτήματος αυτού και η διαφορετική μεταχείριση των αναγραφομένων ασθενειών δικαιολογούνται από το γεγονός ότι οι περιλαμβανόμενες στον κατάλογο Ι ασθένειες (στο εξής: ασθένειες του καταλόγου Ι) ήταν εξωτικές έναντι της Κοινότητας, ενώ οι περιλαμβανόμενες στον κατάλογο ΙΙ ασθένειες (στο εξής: ασθένειες του καταλόγου ΙΙ) ήταν ήδη ενδημικές σε ορισμένα τμήματα του εδάφους της Κοινότητας.

8 Το άρθρο 5 της οδηγίας 91/67, όπως τροποποιήθηκε, προσδιορίζει την ακολουθητέα διαδικασία προκειμένου για την υπαγωγή στο καθεστώς της εγκεκριμένης ζώνης μιας περιοχής της Κοινότητας στην οποία δεν υφίστανται κρούσματα μιας ή περισσοτέρων ασθενειών του καταλόγου ΙΙ (στο εξής: εγκεκριμένη ζώνη). Το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής προβλέπει παρόμοια διαδικασία για τις εκμεταλλεύσεις που ευρίσκονται σε μη εγκεκριμένες ζώνες (στο εξής: εγκεκριμένες εκμεταλλεύσεις).

9 Τα κριτήρια που ισχύουν για την έγκριση ζώνης προσδιορίζονται στο παράρτημα Β της οδηγίας 91/67, όπως τροποποιήθηκε. Το παράρτημα Γ της οδηγίας αυτής περιλαμβάνει παρόμοιες διατάξεις για την έγκριση εκμεταλλεύσεων.

10 Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/67, όπως τροποποιήθηκε, έχει ως εξής:

«Η διάθεση στην αγορά ζωντανών ψαριών που ανήκουν στα ευαίσθητα είδη του παραρτήματος Α, στήλη 2, κατάλογος ΙΙ, των αυγών ή των γαμετών τους, υπόκειται στις ακόλουθες συμπληρωματικές εγγυήσεις:

α) εάν πρόκειται να εισέλθουν σε εγκεκριμένη ζώνη, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 11, να συνοδεύονται από έγγραφο μεταφοράς σύμφωνο προς το υπόδειγμα που προβλέπεται στο παράρτημα Ε, κεφάλαιο 1 ή 2, το οποίο πιστοποιεί ότι προέρχονται από εγκεκριμένη ζώνη ή από εγκεκριμένη εκμετάλλευση. [...]

β) εάν πρόκειται να εισέλθουν σε εκμετάλλευση η οποία, αν και ευρίσκεται σε μη εγκεκριμένη ζώνη, πληροί τους όρους του παραρτήματος Γ, τίτλος Ι, πρέπει, δυνάμει του άρθρου 11, να συνοδεύονται από έγγραφο μεταφοράς σύμφωνο προς το υπόδειγμα που προβλέπεται στο παράρτημα Ε, κεφάλαιο 1 ή 2, το οποίο πιστοποιεί ότι προέρχονται από εγκεκριμένη ζώνη ή από εκμετάλλευση που έχει το ίδιο υγειονομικό καθεστώς με την εκμετάλλευση προορισμού, αντιστοίχως.»

11 Κατά το άρθρο 9, σημείο 1, της οδηγίας 91/67, όπως τροποποιήθηκε:

«Η διάθεση στην αγορά για την ανθρώπινη κατανάλωση ζώων ή προϊόντων υδατοκαλλιέργειας καταγωγής μη εγκεκριμένης ζώνης εντός εγκεκριμένης ζώνης υπόκειται στις ακόλουθες απαιτήσεις:

1) Τα ψάρια που είναι ευαίσθητα στις ασθένειες του παραρτήματος Α, στήλη 1, κατάλογος ΙΙ, πρέπει να θανατώνονται και να εκσπλαχνίζονται πριν από την αποστολή τους. Ωστόσο, αναμένοντας τα αποτελέσματα της επανεξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 28, η υποχρέωση αφαίρεσης των σπλάχνων δεν απαιτείται εάν τα ψάρια προέρχονται από εγκεκριμένη εκμετάλλευση μη εγκεκριμένης ζώνης. Είναι δυνατόν να θεσπίζονται παρεκκλίσεις από την αρχή αυτή με τη διαδικασία του άρθρου 26. Αναμένοντας την απόφαση αυτή, εφαρμόζονται οι εθνικές ρυθμίσεις στα πλαίσια τήρησης των γενικών διατάξεων της Συνθήκης.»

12 Έτσι, από τις διατάξεις της οδηγίας 91/67, όπως τροποποιήθηκε, προκύπτει η απαίτηση ότι τα ψάρια πρέπει να προέρχονται από εγκεκριμένη ζώνη ή από εγκεκριμένη εκμετάλλευση για να μπορούν να διατίθενται ζωντανά στην αγορά ισχύει όσον αφορά τα είδη που είναι ευαίσθητα στις ασθένειες του καταλόγου ΙΙ, περιλαμβανομένης της VHS, όχι όμως όσον αφορά τις ασθένειες του καταλόγου Ι, δηλαδή την ISA. Τα ευαίσθητα στις ασθένειες του καταλόγου ΙΙ είδη που δεν προέρχονται από εγκεκριμένη ζώνη ή εγκεκριμένη εκμετάλλευση δεν μπορούν να γίνονται δεκτά σε εγκεκριμένη ζώνη παρά μόνον αν θανατώνονται και εκσπλαχνίζονται πριν από την αποστολή τους.

Η απόφαση 92/538/ΕΟΚ

13 Για τις ζώνες της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας δόθηκε σχετική έγκριση όσον αφορά τη λοιμώδη αιματοποιητική νέκρωση και τη VHS με την απόφαση 92/538/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 9ης Νοεμβρίου 1992 (ΕΕ L 347, σ. 67).

Η οδηγία 93/53

14 Η οδηγία 93/53 έχει εφαρμογή όσον αφορά τις ασθένειες των καταλόγων Ι και ΙΙ. Στη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της η οδηγία αυτή αναφέρει τα ακόλουθα:

«[...] οι διατάξεις της απόφασης 90/424/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, σχετικά με ορισμένες δαπάνες του κτηνιατρικού τομέα [...], και ιδίως το άρθρο 5, εφαρμόζονται κατά την εμφάνιση μιας από τις ασθένειες που αναφέρονται στο παράρτημα Α της οδηγίας 91/67/ΕΟΚ».

15 Το άρθρο 3 της οδηγίας 93/53 επιβάλλει σε όλα τα κράτη μέλη να καταγράφεται σε σχετικά μητρώα κάθε εκμετάλλευση στην οποία εκτρέφονται ή διατηρούνται ψάρια ευαίσθητα στις νόσους των καταλόγων Ι ή ΙΙ. Κατά το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη αυτά μεριμνούν ώστε να προβλέπεται υποχρεωτική σχετική κοινοποίηση σε περίπτωση υπονοιών περί εμφανίσεως κρουσμάτων μιας τέτοιας νόσου.

16 Το άρθρο 5 της ως άνω οδηγίας αφορά την κατάσταση στην οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι ψάρια έχουν προσβληθεί από νόσο του καταλόγου Ι. Στην περίπτωση αυτή προβλέπει τη λήψη διαφόρων μέτρων, μεταξύ των οποίων και η επίσημη καταγραφή όλων των ειδών και κατηγοριών ψαριών, ο ορισμός ως απαγορευμένης ζώνης της περιοχής της πληγείσας εκμεταλλεύσεως, η καταστροφή των νεκρών ψαριών ή των παραπροϊόντων τους υπό την επίβλεψη μιας επίσημης υπηρεσίας, η χρησιμοποίηση κατάλληλων μέσων απολυμάνσεως στην είσοδο και την έξοδο από την εκμετάλλευση, καθώς και επιζωοτιολογική έρευνα.

17 Το άρθρο 6 της οδηγίας 93/53 ορίζει τα εξής:

«Μόλις επιβεβαιωθεί επισήμως η εμφάνιση νόσου του καταλόγου Ι, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, επιπλέον των μέτρων που απαριθμούνται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, η επίσημη υπηρεσία να διατάσσει την εφαρμογή των ακόλουθων:

α) σε προσβλημένη εκμετάλλευση:

- αποσύρονται αμέσως όλα τα ζώα,

- σε περίπτωση χερσαίων ιχθυοτροφικών εκμεταλλεύσεων, αποστραγγίζονται όλα τα υδροστάσια προκειμένου να καθαρισθούν και απολυμανθούν,

- όλα τα αυγά και γαμέτες, τα νεκρά ψάρια και τα νεκρά ψάρια που εμφανίζουν κλινικά συμπτώματα της νόσου θεωρούνται ως υλικό υψηλού κίνδυνου και πρέπει να καταστρέφονται, υπό τον έλεγχο της επίσημης υπηρεσίας, σύμφωνα με την οδηγία 90/667/ΕΟΚ [...],

- όλα τα ζώντα ψάρια, είτε θανατώνονται και καταστρέφονται υπό τον έλεγχο της επίσημης υπηρεσίας, σύμφωνα με την οδηγία 90/667/ΕΟΚ, είτε, αν πρόκειται για ψάρια με εμπορεύσιμο μέγεθος και χωρίς κανένα κλινικό σύμπτωμα νόσου, θανατώνονται υπό τον έλεγχο της επίσημης υπηρεσίας προκειμένου να διατεθούν στο εμπόριο ή να μεταποιηθούν για την ανθρώπινη διατροφή.

Στην [τελευταία] αυτή περίπτωση, η επίσημη υπηρεσία μεριμνά ώστε τα ψάρια να θανατώνονται και να εκσπλαχνίζονται αμέσως, υπό συνθήκες που εμποδίζουν τη μετάδοση παθογόνων παραγόντων, τα απορρίμματα και τα παραπροϊόντα να θεωρούνται ως υλικά υψηλού κινδύνου και να υποβάλλονται σε επεξεργασία για την καταστροφή των παθογόνων παραγόντων σύμφωνα με την οδηγία 90/667/ΕΟΚ και τα λύματα να υποβάλλονται σε επεξεργασία που αδρανοποιεί τους τυχόν εμπεριεχομένους παθογόνους παράγοντες,

- μετά την απομάκρυνση των ψαριών, αυγών και γαμετών, τα υδροστάσια, ο εξοπλισμός και κάθε ουσία που έχει ενδεχομένως μολυνθεί καθαρίζονται και απολυμαίνονται το ταχύτερο σύμφωνα με τις οδηγίες της επίσημης υπηρεσίας ώστε να εξουδετερωθεί κάθε κίνδυνος μετάδοσης ή επιβίωσης του νοσογόνου παράγοντα. Οι μέθοδοι καθαρισμού και απολύμανσης μιας προσβεβλημένης εκμετάλλευσης καθορίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 19,

- όλες οι δυνάμενες να μεταδώσουν την νόσο ουσίες, όπως ορίζονται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ_, καταστρέφονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία η οποία καταστρέφει οιονδήποτε ενυπάρχοντα παθογόνο παράγοντα,

- πραγματοποιείται επιζωοτιολογική έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, τηρουμένου του άρθρου 8, παράγραφος 4. Η έρευνα περιλαμβάνει δειγματοληψία για εργαστηριακή εξέταση·

β) όλες οι εκμεταλλεύσεις που βρίσκονται στην ίδια λεκάνη απορροής ή παράκτια ζώνη με την προσβεβλημένη εκμετάλλευση υποβάλλονται σε υγειονομικές επιθεωρήσεις. Αν το αποτέλεσμα των επιθεωρήσεων αυτών είναι θετικό, εφαρμόζονται τα μέτρα που προβλέπονται στο στοιχείο α_ της παρούσας παραγράφου·

γ) η επίσημη υπηρεσία επιτρέπει την επανασύσταση του ιχθυοπληθυσμού της εκμετάλλευσης εφόσον το αποτέλεσμα της επιθεώρησης των εργασιών καθαρισμού και απολύμανσης αποβεί ικανοποιητικό και αφού παρέλθει επαρκές, κατά την κρίση της, χρονικό διάστημα για την πλήρη εξάλειψη του παθογόνου παράγοντα και οποιασδήποτε άλλης πιθανής εστίας μολύνσεως στην προσβεβλημένη λεκάνη απορροής·

δ) εάν, προς εφαρμογή των μέτρων που περιγράφονται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχεία α_, β_, γ_ και δ_, απαιτείται συνεργασία των επίσημων υπηρεσιών και άλλων κράτων μελών, οι επίσημες υπηρεσίες των ενδιαφερόμενων κρατών μελών συνεργάζονται για την εφαρμογή των μέτρων του παρόντος άρθρου.

Εάν συντρέχει λόγος, θεσπίζονται τα ενδεδειγμένα συμπληρωματικά μέτρα με τη διαδικασία του άρθρου 19.»

18 Το άρθρο 9 της οδηγίας 93/53 προβλέπει τα εξής:

«1. Σε περίπτωση υποψίας ή/και επιβεβαιωμένης παρουσίας μιας νόσου του καταλόγου ΙΙ σε εγκεκριμένη ζώνη ή σε εγκεκριμένη εκμετάλλευση που βρίσκεται σε μη εγκεκριμένη ζώνη, διενεργείται επιζωοτιολογική έρευνα σύμφωνα με το άρθρο 8. Τα κράτη μέλη που επιθυμούν αποκατάσταση του χαρακτηρισμού τους όπως ορίζεται στην οδηγία 91/67/ΕΟΚ πρέπει να ανταποκρίνονται στις διατάξεις των παραρτημάτων Β και Γ της εν λόγω οδηγίας.

2. Εάν η επιζωοτιολογική έρευνα αποκαλύψει ότι η ασθένεια μπορεί να έχει εισαχθεί από εγκεκριμένη ζώνη ή άλλη εγκεκριμένη εκμετάλλευση ή ότι μπορεί να έχει μεταδοθεί σε άλλη εγκεκριμένη εκμετάλλευση λόγω μετακίνησης ψαριών, αυγών ή γαμετών, οχημάτων, προσώπων ή άλλως, οι εν λόγω ζώνες ή εκμεταλλεύσεις θεωρούνται ύποπτες και εφαρμόζονται σ' αυτές τα κατάλληλα μέτρα.

3. Ωστόσο, η επίσημη υπηρεσία μπορεί να επιτρέπει την πάχυνση των προς θανάτωση ψαριών μέχρις ότου αποκτήσουν το κατάλληλο για εμπορία μέγεθος.»

19 Οι διατάξεις του παραρτήματος Β της οδηγίας 91/67, όπως τροποποιήθηκε, περί των οποίων γίνεται μνεία στο άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/53, προβλέπουν ότι η επανέγκριση της ζώνης μπορεί να γίνει, μεταξύ άλλων, αφού θανατωθούν όλα τα ψάρια των μολυσμένων εκμεταλλεύσεων και καταστραφούν τα προσβεβλημένα ή μολυσμένα ψάρια.

20 Κατά το άρθρο 17 της οδηγίας 93/53:

«Οι προϋποθέσεις οικονομικής συμμετοχής της Κοινότητας στις ενέργειες που συνδέονται με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας καθορίζονται στην απόφαση 90/424/ΕΟΚ.»

21 Το άρθρο 20, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας έχει ως εξής:

«Ωστόσο, από την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορούν τηρώντας τους γενικούς κανόνες της Συνθήκης, να διατηρούν ή να εφαρμόζουν, στην επικράτειά τους, διατάξεις αυστηρότερες από αυτές της παρούσας οδηγίας και ενημερώνουν την Επιτροπή για κάθε σχετικό μέτρο.»

Η απόφαση 90/424/ΕΟΚ

22 Η απόφαση 90/424/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, σχετικά με ορισμένες δαπάνες στον κτηνιατρικό τομέα (ΕΕ L 224, σ. 19), ορίζει, μεταξύ άλλων, τις λεπτομέρειες της χρηματοδοτικής συμμετοχής της Κοινότητας, αφενός, σχετικά με επείγουσες παρεμβάσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση εμφανίσεως των ασθενειών που απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, και, αφετέρου, σχετικά με τα προγράμματα εξαλείψεως και επιτηρήσεως των ασθενειών που απαριθμεί ο κατάλογος που συνάπτεται ως παράρτημα στην απόφαση αυτή. Προβλέπει για καθεμία από αυτές τις δύο περιπτώσεις χρηματοδοτική συνδρομή της Κοινότητας στα εθνικά προγράμματα αποζημιώσεως των εκτροφέων.

23 Ο κατάλογος των ασθενειών που απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 90/424 δεν περιλαμβάνει καμία ασθένεια ψαριών. Σύμφωνα όμως με όσα ρητώς προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 2, της αποφάσεως αυτής, μπορεί να συμπληρώνεται ώστε να περιληφθούν και μεταδοτικά νοσήματα των ψαριών.

24 Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως 90/424, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορεί να λάβει χρηματοδοτική συμμετοχή της Κοινότητας για τις επείγουσες παρεμβάσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση εμφανίσεως ασθενειών κατά την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού μόνον υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα που λαμβάνει αμέσως περιλαμβάνουν τουλάχιστον, μεταξύ άλλων, και άμεση και προσήκουσα αποζημίωση των εκτροφέων.

25 Η μόνη ασθένεια των ψαριών την οποία μνημονεύει ο κατάλογος του παραρτήματος της αποφάσεως 90/424 είναι η λοιμώδης αιμοποιητική νέκρωση, που προστέθηκε στον κατάλογο αυτό με την απόφαση 94/370/ΕΚ του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1994 (ΕΕ L 168, σ. 31).

Η εθνική νομοθεσία

26 Η οδηγία 91/67 μεταφέρθηκε στην έννομη τάξη του Ηνωμένου Βασιλείου με τους Fish Health Regulations 1992 (Statutory Instrument 1992, αριθ. 3300).

27 Η οδηγία 93/53 μεταφέρθηκε στην έννομη τάξη του κράτους αυτού με νομοθετικές πράξεις με τον τίτλο «Diseases of Fish (Control) Regulations 1994» (Statutory Instrument 1994, αριθ. 1447). Μεταξύ αυτών οι Regulations (κανόνες) αριθ. 4 και 5 προβλέπουν τη λήψη ενός ελάχιστου ορίου κοινοτικών μέτρων για την καταπολέμηση των ασθενειών του καταλόγου Ι. Αναθέτουν στον αρμόδιο υπουργό την έκδοση των αποφάσεων που επιβάλλουν την εφαρμογή των μέτρων που επιτάσσει η οδηγία 93/53.

28 Κατά τη θέσπιση των Diseases of Fish (Control) Regulations 1994 δεν είχε παρατηρηθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο κανένα κλινικό ή άλλο σύμπτωμα των ασθενειών του καταλόγου ΙΙ, οπότε το κράτος αυτό εθεωρείτο ως εγκεκριμένη ζώνη. Το εν λόγω κράτος μέλος αποφάσισε ότι για κάθε εμφάνιση κάποιας από τις ασθένειες αυτές έπρεπε να λαμβάνονται μέτρα ανάλογα προς εκείνα τα οποία επιβάλλει η Κοινότητα για τις ασθένειες του καταλόγου Ι.

29 Ο κανόνας αριθ. 7 των Diseases of Fish (Control) Regulations 1994 αναθέτει στον αρμόδιο υπουργό την έκδοση των αποφάσεων που επιβάλλουν την εφαρμογή των ίδιων μέτρων έναντι των ασθενειών του καταλόγου ΙΙ με εκείνα που προορίζονται για την καταπολέμηση των ασθενειών του καταλόγου Ι. Έτσι, τα μέτρα που οφείλει να λάβει ο υπουργός με σχετική απόφαση σε περίπτωση επιβεβαιωμένης επιδημίας VHS σε εγκεκριμένη ζώνη περιλαμβάνουν:

«iii) την καταστροφή αυγών και γαμετών των νεκρών ψαριών και των ψαριών που παρουσιάζουν κλινικά συμπτώματα της ασθενείας, υπό την επίβλεψη του υπουργού και σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 90/667/ΕΟΚ·

iv) aa) τη θανάτωση και καταστροφή όλων των ζωντανών ψαριών υπό την επίβλεψη του υπουργού και σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 90/667/ΕΟΚ ή

bb) τη θανάτωση, υπό την επίβλεψη του υπουργού, όλων των ζωντανών ψαριών προκειμένου να διατεθούν στο εμπόριο ή να μεταποιηθούν για ανθρώπινη διατροφή, υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για ψάρια με εμπορεύσιμο μέγεθος και χωρίς κανένα κλινικό σύμπτωμα νόσου».

Τα πραγματικά περιστατικά των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

Στην υπόθεση C-20/00

30 Η McConnell Salmon Ltd (στο εξής: MSL) είναι μια εταιρία την οποία διαδέχθηκε η Booker το 1995 και το 1996. Η MSL μίσθωσε ένα εκτροφείο ψαριών του είδους καλκάνι στη νήσο Gigha (Ηνωμένο Βασίλειο) το 1993. Παράλληλα, αγόρασε μία ποσότητα ψαριών του είδους καλκάνι ηλικιακών κλάσεων 1991 και 1993. Στη συνέχεια, εισήγαγε στο ιχθυοτροφείο νέα ποσότητα ψαριών του είδους αυτού, ηλικιακής κλάσεως 1994. Η εκμετάλλευση ευρισκόταν την περίοδο εκείνη εντός εγκεκριμένης ζώνης υπό την έννοια της οδηγίας 91/67, όπως τροποποιήθηκε.

31 Τον Αύγουστο του 1994 διαπιστώθηκε η ύπαρξη εστίας της VHS στην ως άνω εκμετάλλευση· τον Σεπτέμβριο του 1994 ο Secretary of State for Scotland κοινοποίησε στην MSL απόφαση (στο εξής: απόφαση του 1994) εκδοθείσα δυνάμει του κανόνα αριθ. 7 των Diseases of Fish (Control) Regulations 1994.

32 Κατά το άρθρο 4 της αποφάσεως του 1994:

«Με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 κατωτέρω, [η εκμετάλλευση] υποχρεούται να θανατώσει και να καταστρέψει όλα τα ψάρια σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 90/667/ΕΟΚ του Συμβουλίου, φροντίζοντας για τη διάθεση των νεκρών ψαριών και κάθε άλλου αποβλήτου που προέρχεται από τα ψάρια αυτά με τρόπο και σε τόπο που θα έχει προηγουμένως εγκρίνει ο Secretary of State.»

33 Το άρθρο 5 της ιδίας αποφάσεως προβλέπει τα ακόλουθα:

«Όλα τα ψάρια τα οποία την ημερομηνία εκδόσεως της παρούσας Αποφάσεως έχουν το μέγεθος που απαιτείται προκειμένου να διατεθούν στο εμπόριο μπορούν να προωθηθούν προς πώληση ή να υποστούν επεξεργασία με σκοπό την κατανάλωσή τους εφόσον:

α) κατά την άποψη του επιθεωρητή δεν παρουσιάζουν κλινικά συμπτώματα ασθένειας·

β) τους έχουν αφαιρεθεί προηγουμένως τα εντόσθια·

γ) η εξαγωγή τους από τις δεξαμενές, η αφαίρεση των εντοσθίων και η επεξεργασία τους για την προώθησή τους στην αγορά ή για την ανθρώπινη κατανάλωση πραγματοποιούνται σύμφωνα με κάθε προβλεπόμενο στον οικείο τομέα κανόνα·

[...]».

34 Τα ψάρια των ηλικιακών κλάσεων 1993 και 1994 δεν είχαν ακόμη αποκτήσει το μέγεθος που απαιτείται προκειμένου να διατεθούν στο εμπόριο κατά την κοινοποίηση της αποφάσεως του 1994, οπότε θανατώθηκαν και καταστράφηκαν σύμφωνα με το άρθρο 4 της αποφάσεως αυτής. Τα ψάρια της ηλικιακής κλάσεως 1991, που είχαν τότε αποκτήσει το απαραίτητο μέγεθος, θανατώθηκαν προκειμένου να διατεθούν στο εμπόριο ή να μεταποιηθούν για ανθρώπινη διατροφή, σύμφωνα με το άρθρο 5 της ίδιας αποφάσεως.

35 Η απόφαση 92/538 τροποποιήθηκε λόγω της ως άνω εστίας της VHS με την απόφαση 94/817/ΕΚ της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 1994 (ΕΕ L 337, σ. 88), προς επαναπροσδιορισμό των εγκεκριμένων ζωνών όσον αφορά τη VHS, περιλαμβάνοντας πλέον «το έδαφος της Μεγάλης Βρετανίας εκτός από το έδαφος της νήσου Gigha».

36 Η MSL ζήτησε από τον Secretary of State αποζημίωση για τις ζημίες που προέβαλε ότι υπέστη εξαιτίας της θανατώσεως και καταστροφής των ψαριών ηλικιακών κλάσεων 1993 και 1994, καθώς και από τη θανάτωση και την πρώιμη και υποχρεωτική διάθεση στο εμπόριο ψαριών ηλικιακής κλάσεως 1991. Τον Μάιο του 1996 ο Secretary of State πληροφόρησε την ενάγουσα της κύριας δίκης ότι θεωρούσε ότι η εν λόγω εταιρία δεν εδικαιούτο να αποζημιωθεί και ότι, επιπλέον, δεν θα ήταν σωστό να λάβει χαριστική αποζημίωση («ex gratia»), με την αιτιολογία ότι πάγια πολιτική της κυβερνήσεως ήταν να μη χορηγείται αποζημίωση στους αποδέκτες των μέτρων που λαμβάνονται στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως των ασθενειών των ψαριών.

37 Η Booker άσκησε προσφυγή-αγωγή κατά του Secretary of State ζητώντας τον δικαστικό έλεγχο του κανόνα αριθ. 7 των Diseases of Fish (Control) Regulations 1994 και της αποφάσεως με την οποία ο Secretary of State αρνήθηκε να χορηγήσει αποζημίωση τον Μάιο του 1996. Πρωτοδίκως, ο αρμόδιος δικαστής Lord Ordinary του Court of Session (Scotland) (Ηνωμένο Βασίλειο) έκρινε ότι ο Secretary of State ενήργησε παρανόμως παραλείποντας να προβλέψει τη χορήγηση αποζημιώσεως, διά της νομοθετικής ή της διοικητικής οδού, κατά την έκδοση αποφάσεων περί θανατώσεως ψαριών κατ' εφαρμογήν του ως άνω κανόνα.

38 Ο Secretary of State άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής. Οι Scottish Ministers, που υποκατέστησαν σύμφωνα με τον νόμο τον Secretary of State, έλαβαν την ίδια θέση με αυτόν όσον αφορά το αίτημα αποζημιώσεως και συνέχισαν τη δίκη επί της εφέσεως.

39 Θεωρώντας ότι η λύση της διαφοράς της κύριας δίκης εξαρτάται από ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Court of Session (Scotland) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Όταν κάποιο κράτος μέλος λαμβάνει εθνικό μέτρο του οποίου η εφαρμογή συνεπάγεται καταστροφή και θανάτωση ψαριών στο πλαίσιο εκπληρώσεως υποχρεώσεως που υπέχει από την οδηγία 93/53/ΕΟΚ σχετικά με τη λήψη μέτρων λόγω εκδηλώσεως ασθένειας περιλαμβανομένης στον κατάλογο ΙΙ σε μια εγκεκριμένη εκμετάλλευση ή σε μια εγκεκριμένη ζώνη, έχουν την έννοια οι σχετικές με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων αρχές του κοινοτικού δικαίου και, ειδικότερα, του δικαιώματος της ιδιοκτησίας ότι υποχρεώνουν το κράτος μέλος αυτό να λάβει μέτρα προς αποζημίωση

α) του κυρίου των καταστραφέντων ψαριών και

β) του κυρίου των ψαριών που απαιτείται να θανατωθούν αμέσως, πράγμα το οποίο επιβάλλει σ' αυτόν την άμεση διάθεσή τους στην αγορά;

2) Αν επιβάλλεται στο κράτος μέλος η λήψη τέτοιων μέτρων, ποια είναι τα ερμηνευτικά κριτήρια που πρέπει να εφαρμόσει ένα εθνικό δικαστήριο για να καθορίσει αν τα λαμβανόμενα μέτρα συμβιβάζονται προς τα θεμελιώδη δικαιώματα, ιδίως το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, την προστασία του οποίου εγγυάται το Δικαστήριο και το οποίο απορρέει ειδικότερα από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών;

3) Ειδικότερα, επιβάλλουν τα κριτήρια αυτά διαφοροποίηση των μέτρων που λαμβάνονται σε περίπτωση που η εκδήλωση της ασθένειας οφείλεται σε πταίσμα του κυρίου των ψαριών από τα λαμβανόμενα σε περίπτωση που δεν υφίσταται τέτοιο πταίσμα;»

Στην υπόθεση C-64/00

40 Η Hydro Seafood δραστηριοποιείται στην εκτροφή σολομών σε διάφορες εκμεταλλεύσεις στη δυτική Σκωτία. Το 1998 οι εκμεταλλεύσεις αυτές προσβλήθηκαν από την ασθένεια ISA. Σε εκτέλεση του κανόνα αριθ. 5 των Diseases of Fish (Control) Regulations 1994, ο Secreatary of State κοινοποίησε στην Hydro Seafood μεταξύ Μα_ου και Ιουλίου 1998 διάφορες αποφάσεις (στο εξής: αποφάσεις του 1998) διατάσσουσες την καταστροφή των αποθεμάτων ψαριών της επιχειρήσεως τα οποία δεν είχαν ακόμη αποκτήσει το κατάλληλο για εμπορία μέγεθος και τη διάθεση στο εμπόριο των αποθεμάτων ψαριών που είχαν το μέγεθος αυτό.

41 Η Hydro Seafood συμμορφώθηκε προς τις αποφάσεις του 1998. Ισχυρίστηκε ωστόσο ότι, επιπλέον της ζημίας που προέκυψε απευθείας από την καταστροφή και την πρόωρη διάθεση στο εμπόριο των ψαριών της, επιβαρύνθηκε με σημαντικές δαπάνες λόγω των αυστηρών μέτρων που της επιβλήθηκαν με τις ως άνω αποφάσεις. Η Hydro Seafood ζήτησε τότε από τον Secretary of State αποζημίωση για ζημίες εκτιμώμενες σε 14 εκατομμύρια λίρες στερλίνες (GBP). Ο τελευταίος αρνήθηκε να δεχθεί το αίτημα και να καταβάλει οποιαδήποτε αποζημίωση.

42 Τον Μάρτιο του 1999 η Hydro Seafood άσκησε προσφυγή ζητώντας δικαστικό έλεγχο της ως άνω αποφάσεως περί απορρίψεως του αιτήματος αποζημιώσεως. Οι Scottish Ministers, που υποκαταστάθηκαν στη θέση του Secretary of State, υιοθέτησαν την ίδια άποψη με τον τελευταίο.

43 Θεωρώντας ότι στη διαφορά της κύριας δίκης ανακύπτουν ερωτήματα ανάλογα αλλά όχι ταυτόσημα προς εκείνα που είχαν υποβληθεί στο Δικαστήριο στην υπόθεση C-20/00, το Court of Session (Scotland) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Όταν κάποιο κράτος μέλος λαμβάνει εθνικό μέτρο του οποίου η εφαρμογή συνεπάγεται καταστροφή και θανάτωση ψαριών, στο πλαίσιο εκπληρώσεως υποχρεώσεως που υπέχει από την οδηγία 93/53/ΕΟΚ σχετικά με τη λήψη μέτρων λόγω εκδηλώσεως ασθένειας περιλαμβανομένης στον κατάλογο Ι σε μια εγκεκριμένη εκμετάλλευση ή σε μια εγκεκριμένη ζώνη, έχουν την έννοια οι σχετικές με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων αρχές του κοινοτικού δικαίου και, ειδικότερα, του δικαιώματος της ιδιοκτησίας ότι υποχρεώνουν αυτό το κράτος μέλος να λάβει μέτρα προς αποζημίωση

α) του κυρίου των καταστραφέντων ψαριών και

β) του κυρίου των ψαριών που απαιτείται να θανατωθούν αμέσως, πράγμα το οποίο επιβάλλει σ' αυτόν την άμεση διάθεσή τους στην αγορά;

2) Αν επιβάλλεται στο κράτος μέλος η λήψη τέτοιων μέτρων, ποια είναι τα ερμηνευτικά κριτήρια που πρέπει να εφαρμόσει ένα εθνικό δικαστήριο για να καθορίσει αν τα λαμβανόμενα μέτρα συμβιβάζονται προς τα θεμελιώδη δικαιώματα, ιδίως το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, την προστασία του οποίου εγγυάται το Δικαστήριο και το οποίο απορρέει ειδικότερα από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών;

3) Ειδικότερα, επιβάλλουν τα κριτήρια αυτά διαφοροποίηση των μέτρων που λαμβάνονται σε περίπτωση που η εκδήλωση της ασθένειας οφείλεται σε πταίσμα του κυρίου των ψαριών από τα λαμβανόμενα σε περίπτωση που δεν υφίσταται τέτοιο πταίσμα;

4) Είναι η οδηγία 93/53/ΕΟΚ ανίσχυρη ως προσβάλλουσα το θεμελιώδες δικαίωμα της ιδιοκτησίας καθόσον δεν προβλέπει την καταβολή αποζημιώσεως α) στον κύριο των καταστραφέντων ψαριών και β) στον κύριο των ψαριών που απαιτείται να θανατωθούν αμέσως, πράγμα που τον αναγκάζει να τα πωλήσει αμέσως, στην περίπτωση που επιβεβαιώνεται η εκδήλωση της ασθένειας ISA;»

Επί του πρώτου και του δευτέρου ερωτήματος στις υποθέσεις C-20/00 και C-64/00, καθώς και επί του τετάρτου ερωτήματος στην υπόθεση C-64/00

44 Πρέπει να σημειωθεί εκ προοιμίου ότι η οδηγία 93/53 προβλέπει ότι, όσον αφορά τις εκμεταλλεύσεις που προσβάλλονται από ορισμένες ασθένειες, τα κράτη μέλη φροντίζουν, μεταξύ άλλων, για τη λήψη των ακόλουθων μέτρων:

- όσον αφορά τις ασθένειες του καταλόγου Ι, αφενός, όλα τα ψάρια που εμφανίζουν κλινικά συμπτώματα της νόσου θεωρούνται ως υλικό υψηλού κίνδυνου και καταστρέφονται, υπό τον έλεγχο της επίσημης υπηρεσίας, αφετέρου, όλα τα ζωντανά ψάρια είτε θανατώνονται και καταστρέφονται υπό τον έλεγχο της επίσημης υπηρεσίας, είτε, αν πρόκειται για ψάρια με εμπορεύσιμο μέγεθος και χωρίς κανένα κλινικό σύμπτωμα νόσου, θανατώνονται υπό τον έλεγχο της επίσημης υπηρεσίας προκειμένου να διατεθούν στο εμπόριο ή να μεταποιηθούν για ανθρώπινη διατροφή (άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, της οδηγίας 93/53)·

- όσον αφορά τις ασθένειες του καταλόγου ΙΙ, η επανέγκριση μιας ζώνης που προβλέπεται από την οδηγία 91/67, όπως τροποποιήθηκε, εξαρτάται από τις προϋποθέσεις του παραρτήματος Β της τελευταίας αυτής οδηγίας, ιδίως από τη θανάτωση όλων των ψαριών των προσβεβλημένων εκμεταλλεύσεων και τη διάθεση των προσβληθέντων ή μολυσμένων ψαριών. Ωστόσο, η επίσημη υπηρεσία μπορεί να επιτρέψει την πάχυνση των προς θανάτωση ψαριών μέχρις ότου αποκτήσουν το κατάλληλο για εμπορία μέγεθος (άρθρο 9 της οδηγίας 93/53).

45 Στο πλαίσιο αυτό, με τα δύο πρώτα ερωτήματα που υποβάλλονται σε καθεμία από τις υποθέσεις C-20/00 και C-64/00, καθώς και με το τέταρτο ερώτημα που υποβάλλεται στην υπόθεση C-64/00, ερωτάται, αφενός, αν η οδηγία 93/53 είναι ανίσχυρη, καθόσον επιβάλλει ένα ελάχιστο όριο μέτρων προς καταπολέμηση των ασθενειών του καταλόγου Ι, λόγω προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος της ιδιοκτησίας, και, αφετέρου, αν τα μέτρα που λαμβάνει κράτος μέλος κατά των ασθενειών των καταλόγων Ι και ΙΙ στο πλαίσιο εφαρμογής της οδηγίας αυτής είναι ασυμβίβαστα προς το εν λόγω δικαίωμα σε περίπτωση που ούτε η οδηγία αυτή ούτε τα λαμβανόμενα προς εφαρμογήν της μέτρα προβλέπουν τη χορήγηση αποζημιώσεως στους θιγόμενους ιδιοκτήτες.

Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

46 Όλοι οι ενδιαφερόμενοι που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο σημειώνουν ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου. Εκθέτουν επίσης ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην κοινοτική έννομη τάξη δεσμεύουν επίσης τα κράτη μέλη όταν αυτά θέτουν σε εφαρμογή κοινοτικές ρυθμίσεις και ότι στα ως άνω δικαιώματα περιλαμβάνεται το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, το οποίο αναγνωρίζεται επίσης από το άρθρο 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου υπ' αριθ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ).

47 Οι Booker και Hydro Seafood υποστηρίζουν ότι οι αρχές του κοινοτικού δικαίου σχετικά με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδιαίτερα το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι επιβάλλουν αποζημίωση των ενδιαφερομένων σε περίπτωση καταστροφής ή θανατώσεως και καταστροφής των ψαριών τους υπό συνθήκες όπως αυτές των υποθέσεων των κύριων δικών. Συναφώς, επικαλούνται ιδίως τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ, αποφάσεις Sporrong και Lönnroth κατά Σουηδίας της 23ης Σεπτεμβρίου 1982, σειρά Α αριθ. 52· James κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 21ης Φεβρουαρίου 1986, σειρά Α αριθ. 98, και Pressos Compania Naviera SA κ.λπ. κατά Βελγίου της 20ής Νοεμβρίου 1995, σειρά Α αριθ. 332).

48 Κατά τις ενάγουσες των κύριων δικών, η πρόβλεψη και το ύψος μιας τέτοιας αποζημιώσεως αποτελούν σημαντικά στοιχεία της ισορροπίας μεταξύ του γενικού συμφέροντος και των ατομικών δικαιωμάτων, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η προστασία που παρέχει το άρθρο 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου υπ' αριθ. 1 της ΕΣΔΑ κατά της απαλλοτριώσεως και της στερήσεως της χρήσεως αγαθών δεν είναι καθαρά υποθετική ή εντελώς αναποτελεσματική.

49 Οι ενάγουσες εταιρίες εκθέτουν ότι δεν ισχυρίζονται ότι οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν, στο πλαίσιο των υποθέσεων των κύριων δικών, στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας τους δεν ανταποκρίνονται σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η Κοινότητα στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως της αγοράς στον τομέα της υδατοκαλλιέργειας. Εντούτοις, ελλείψει οποιασδήποτε αποζημιώσεως, τα μέτρα που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο συνιστούν δυσανάλογα βαριά και απαράδεκτη παρέμβαση θίγουσα την ίδια την ουσία του δικαιώματος αυτού.

50 Η Booker και η Hydro Seafood διατείνονται επίσης ότι συνιστά προσβολή της αρχής της αναλογικότητας η μη πρόβλεψη αποζημιώσεως υπέρ των προσώπων που θίγονται λόγω μέτρων εσωτερικού δικαίου λαμβανομένων κατ' εφαρμογή οδηγίας, καθόσον με τον τρόπο αυτό προσβάλλεται ένα θεμελιώδες δικαίωμα όπως είναι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας.

51 Η Hydro Seafood υποστηρίζει ακόμη ότι δεν υφίσταται καμία εξαιρετική περίσταση ικανή να δικαιολογήσει την απόλυτη άρνηση των αρχών να την αποζημιώσουν για όσα υπέστη εξαιτίας των επίμαχων μέτρων στην κύρια δίκη.

52 Οι Scottish Ministers, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Γαλλική, η Ιταλική, η Ολλανδική και η Νορβηγική Κυβέρνηση, καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστηρίζουν, αντιθέτως, αφενός, ότι το Δικαστήριο ουδέποτε έκρινε ότι οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου επιβάλλουν την καταβολή αποζημιώσεως σε περιστάσεις όπως αυτές των κύριων δικών και, αφετέρου, ότι η μη καταβολή αποζημιώσεως είναι σύμφωνη προς τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

53 Οι Scottish Ministers, η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή θεωρούν, επιπλέον, ότι οι ζημίες που υπέστησαν οι ενάγουσες των κύριων δικών απορρέουν όχι τόσο από την επιβληθείσα καταστροφή και θανάτωση των ψαριών όσο από την εμφάνιση ασθενειών κατά των οποίων η Κοινότητα μπορεί νομίμως να λαμβάνει μέτρα.

54 Κατά τη Γαλλική, την Ιταλική, την Ολλανδική και τη Νορβηγική Κυβέρνηση, καθώς και κατά το Συμβούλιο και την Επιτροπή, όταν η καταστροφή και θανάτωση των ψαριών δικαιολογούνται από σκοπό γενικού συμφέροντος της Κοινότητας και τα μέτρα αυτά δεν είναι δυσανάλογα βαριά σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε να πλήττουν την ίδια την ουσία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, δεν πρέπει να συνοδεύονται οπωσδήποτε από σχετική αποζημίωση.

55 Όσον αφορά το κύρος της οδηγίας 93/53, η Hydro Seafood υποστηρίζει ότι, ναι μεν η πράξη αυτή δεν προβλέπει ρητά πρόγραμμα αποζημιώσεως υπέρ των ιχθυοτροφικών εκμεταλλεύσεων που θίγονται από τα μέτρα που επιβάλλει, πλην όμως η σχετική υποχρέωση συνάγεται εμμέσως. Αν υποτεθεί ότι τα κράτη μέλη δεν είχαν την εξουσία ή την υποχρέωση να προβλέψουν σύστημα αποζημιώσεως υπέρ των ως άνω εκμεταλλεύσεων, οι σχετικές διατάξεις της οδηγίας αυτής θα πρέπει να θεωρηθούν παράνομες.

56 Κατά την Ιταλική και την Ολλανδική Κυβέρνηση, καθώς και κατά το Συμβούλιο και την Επιτροπή, το γεγονός ότι η οδηγία 93/53 δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη προβλέπουσα αποζημίωση των ιχθυοτροφικών εκμεταλλεύσεων δεν σημαίνει ότι θίγει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και ότι στερείται νομιμότητας.

57 Η Ολλανδική Κυβέρνηση εκθέτει επίσης ότι, εφόσον δεν υφίστανται κοινοτικές διατάξεις που να ρυθμίζουν τη σχετική περίπτωση, το ζήτημα επί της αρχής και επί της μορφής μιας τέτοιας αποζημιώσεως εμπίπτει στην αρμοδιότητα κάθε κράτους μέλους.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

58 Με την οδηγία 93/53 ο κοινοτικός νομοθέτης καθόρισε τα υγειονομικού και προληπτικού χαρακτήρα μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν τα κράτη μέλη για την πρόληψη και την εξάλειψη ορισμένων ασθενειών των ψαριών στο έδαφός τους.

59 Επιβάλλεται εξαρχής η διαπίστωση ότι δικαίωμα αποζημιώσεως υπέρ των κυρίων των εκμεταλλεύσεων των οποίων τα ψάρια καταστράφηκαν ή θανατώθηκαν εξαιτίας της εφαρμογής των ως άνω μέτρων δεν προκύπτει ούτε από την οικονομία ούτε από το γράμμα της οδηγίας 93/53.

60 Ασφαλώς, το άρθρο 17 της οδηγίας 93/53 προβλέπει ότι οι προϋποθέσεις οικονομικής συμμετοχής της Κοινότητας στις ενέργειες που συνδέονται με την εφαρμογή της οδηγίας αυτής καθορίζονται με την απόφαση 90/424. Η τελευταία αυτή πράξη προβλέπει οικονομική ενίσχυση εκ μέρους της Κοινότητας υπέρ των κρατών μελών τα οποία, ιδίως, προέβησαν σε δαπάνες προς αποζημίωση των ιδιοκτητών για τη θανάτωση ή καταστροφή των ζώων τους με σκοπό την καταπολέμηση ορισμένων ασθενειών, είτε στο πλαίσιο επειγουσών παρεμβάσεων είτε στο πλαίσιο προγραμμάτων για την εκρίζωση και επιτήρηση των ζωικών ασθενειών.

61 Εντούτοις, ο κατάλογος που περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 90/424, ο οποίος απαριθμεί τις ασθένειες που αφορούν τα επείγοντα μέτρα, δεν περιλαμβάνει καμία ασθένεια ψαριών.

62 Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως 90/424, είναι δυνατή η χρηματοδοτική συμμετοχή της Κοινότητας υπέρ κράτους μέλους στις επείγουσες παρεμβάσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση εμφανίσεως ασθενειών της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού μόνον υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα που λαμβάνει αμέσως το κράτος αυτό περιλαμβάνουν τουλάχιστον, μεταξύ άλλων, την άμεση και προσήκουσα αποζημίωση των εκτροφέων. Επομένως, χρηματοδοτική συμμετοχή της Κοινότητας χορηγείται μόνον σε κράτος μέλος το οποίο αποφασίζει να καταβάλει τέτοια αποζημίωση και πληροί τους ως άνω όρους.

63 Όσον αφορά τη χρηματοδοτική κάλυψη εκ μέρους της Κοινότητας την οποία προβλέπει το άρθρο 24 της αποφάσεως 90/424 για την εκρίζωση και την παρακολούθηση ασθενειών, αυτή μπορεί να αφορά μόνον τις ασθένειες εκείνες που απαριθμούνται στον κατάλογο του παραρτήματος της εν λόγω αποφάσεως. Η μόνη ασθένεια ψαριών που περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυτό είναι, από της ενάρξεως της ισχύος της αποφάσεως 94/370, η λοιμώδης αιμοποιητική νέκρωση.

64 Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν η οδηγία 93/53 είναι σύμφωνη προς το θεμελιώδες δικαίωμα της ιδιοκτησίας ελλείψει προβλέψεως αποζημιώσεως των θιγομένων ιδιοκτητών.

65 Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, την τήρηση των οποίων εξασφαλίζει το Δικαστήριο, και ότι, προς τούτο, το Δικαστήριο καθοδηγείται από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, καθώς και από τις ενδείξεις που του παρέχουν οι διεθνείς συμβάσεις που αφορούν την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, στην κατάρτιση των οποίων συνεργάστηκαν τα κράτη μέλη ή στις οποίες αυτά έχουν προσχωρήσει (βλ. επ' αυτού την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1979, 44/79, Hauer, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 749, σκέψη 15). Εν προκειμένω, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση έχει ιδιαίτερη σημασία (βλ., ιδίως, τις αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2001, C-274/99 P, Connolly κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. Ι-1611, σκέψη 37, και της 22ας Οκτωβρίου 2002, C-94/00, Roquette Frères, C-94/00, Συλλογή 2002, σ. Ι-9011, σκέψη 25).

66 Οι αρχές που συνάγονται από τη νομολογία αυτή αναδιατυπώθηκαν στο προοίμιο της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξεως και, στη συνέχεια, στο άρθρο ΣΤ, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή _Ενωση (απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman, Συλλογή 1995, σ. Ι-4921, σκέψη 79). Έκτοτε, οι αρχές αυτές περιλαμβάνονται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, ΕΕ, κατά το οποίο «η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών [...] και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου».

67 Μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία προστατεύει κατά τα ανωτέρω το Δικαστήριο περιλαμβάνεται το δικαίωμα της ιδιοκτησίας (προαναφερθείσα απόφαση Hauer, σκέψη 17).

68 Εντούτοις, τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν αποτελούν απόλυτες αξίες, αλλά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε συνάρτηση με τη λειτουργία τους στην κοινωνία. Κατά συνέπεια, επιτρέπεται να επιβάλλονται περιορισμοί στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών, ιδίως στο πλαίσιο μιας κοινής οργανώσεως αγοράς, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω περιορισμοί ανταποκρίνονται πράγματι σε επιδιωκόμενους από την Κοινότητα σκοπούς εξυπηρετούντες το κοινό συμφέρον και δεν συνιστούν, ενόψει του επιδιωκομένου σκοπού, υπέρμετρη και απαράδεκτη επέμβαση που θίγει την ίδια την ουσία των εν λόγω δικαιωμάτων (βλ. τις αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 1989, 5/88, Wachauf, Συλλογή 1989, σ. 2609, σκέψη 18· της 10ης Ιανουαρίου 1992, C-177/90, Kühn, Συλλογή 1992, σ. Ι-35, σκέψη 16, και της 15ης Απριλίου 1997, C-22/94, Irish Farmers Association κ.λπ., Συλλογή 1997, σ. Ι-1809, σκέψη 27).

69 Η συμφωνία του επίμαχου συστήματος στις υποθέσεις των κύριων δικών προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος της ιδιοκτησίας πρέπει να εκτιμηθεί ενόψει των ως άνω κριτηρίων.

70 Πρώτον, πρέπει να προσδιορισθούν οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει η οδηγία 93/53 και, δεύτερον, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών αυτών, να εκτιμηθεί αν τα προβλεπόμενα από την εν λόγω οδηγία μέτρα καταστροφής και θανατώσεως των ψαριών συνιστούν υπέρμετρη και απαράδεκτη παρέμβαση θίγουσα την ίδια την ουσία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, ελλείψει αποζημιώσεως των θιγομένων ιδιοκτητών.

71 Οι διατάξεις της οδηγίας 93/53 πρέπει να εκτιμηθούν σε συσχετισμό με την κοινή οργάνωση αγοράς των ζώων και προϊόντων υδατοκαλλιέργειας, που συνδέεται στενά με τη διαρθρωτική πολιτική της Κοινότητας στον ως άνω τομέα. Ορισμένοι από τους σκοπούς που επιδιώκονται στο πλαίσιο αυτό απορρέουν από την οδηγία 91/67, όπως τροποποιήθηκε.

72 Από το σύνολο της τροποποιημένης οδηγίας 91/67 προκύπτει ότι η πολιτική που ακολουθεί η Κοινότητα αποσκοπεί στο να συμβάλει στην ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ζώων και προϊόντων υδατοκαλλιέργειας, αποφεύγοντας παράλληλα την εξάπλωση μεταδοτικών ασθενειών των ψαριών.

73 Επομένως, η οδηγία αυτή επιδιώκει, στο πλαίσιο των γενικών κατευθυντηρίων γραμμών που θέτει το άρθρο 39 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 33 ΕΚ), ένα διττό σκοπό, ο οποίος είναι, αφενός, η μέσω της ολοκληρώσεως της εσωτερικής αγοράς εξασφάλιση της ορθολογικής αναπτύξεως του τομέα της υδατοκαλλιέργειας και η αύξηση της παραγωγικότητάς του και, αφετέρου, ο καθορισμός σε κοινοτικό επίπεδο των κανόνων υγειονομικού ελέγχου που διέπουν τον τομέα αυτό.

74 Προς επίτευξη του διττού αυτού σκοπού η οδηγία 91/67, όπως τροποποιήθηκε, τάσσει κάποιες γενικές απαιτήσεις σχετικά με τη διάθεση στην αγορά ζώων και προϊόντων υδατοκαλλιέργειας, περιλαμβανομένων των ειδών που είναι ευαίσθητα στις ασθένειες των καταλόγων Ι και ΙΙ. Η οδηγία προβλέπει μια σειρά κανόνων που εφαρμόζονται τόσο στο στάδιο της εγκρίσεως των ζωνών και των εκμεταλλεύσεων που θεωρούνται πλήρως ή μερικώς απαλλαγμένες από τις ασθένειες του καταλόγου ΙΙ, περιλαμβανομένης της VHS, όσο και στη διάθεση στην αγορά ζώων και προϊόντων υδατοκαλλιέργειας.

75 Όσον αφορά τις ασθένειες του καταλόγου ΙΙ, πρέπει να σημειωθούν ειδικότερα τα άρθρα 5 έως 7 και 9, καθώς και το παράρτημα Α της οδηγίας 91/67, όπως τροποποιήθηκε. Δεδομένου ότι η από κτηνιατρικής απόψεως κατάσταση των ζώων υδατοκαλλιέργειας δεν είναι ομοιογενής στο έδαφος της Κοινότητας, οι ως άνω διατάξεις προσδιορίζουν και διέπουν τις εγκεκριμένες ζώνες και εκμεταλλεύσεις σε ιδιαίτερη υγειονομική κατάσταση, με σκοπό τη διευκόλυνση της διαθέσεως στην αγορά ψαριών προερχομένων από τις ως άνω ζώνες και εκμεταλλεύσεις.

76 Ειδικότερα, το άρθρο 7 της τροποποιημένης οδηγίας 91/67 προβλέπει ότι τα ευαίσθητα στις ασθένειες του καταλόγου ΙΙ ψάρια μπορούν ελεύθερα να μεταφέρονται ζωντανά και να διατίθενται έτσι στην αγορά εντός της Κοινότητας, εφόσον προέρχονται από εγκεκριμένη ζώνη ή από εγκεκριμένη εκμετάλλευση. Για να καταστεί δυνατή η εν λόγω διάθεση στην αγορά, η οδηγία προσδιορίζει τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία που έχουν εφαρμογή για την έγκριση ζώνης ή εκμεταλλεύσεως, καθώς και για τη διατήρηση, την αναστολή, την εκ νέου χορήγηση και την ανάκληση της σχετικής εγκρίσεως.

77 Η οδηγία 93/53 εκδόθηκε ακριβώς στο πλαίσιο αυτό. Από το προοίμιο της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι αυτή έχει με τον τρόπο αυτό διττή λειτουργία. Αφενός, πρέπει να καθιστά δυνατή τη λήψη μέτρων καταπολεμήσεως αμέσως μόλις υπάρξουν υπόνοιες εμφανίσεως μιας νόσου των καταλόγων Ι και ΙΙ σε κάποια εκμετάλλευση, ώστε να μπορεί να αναληφθεί άμεση και αποτελεσματική δράση μόλις επιβεβαιωθεί η ύπαρξή της. Αφετέρου, δεδομένου ότι η εστία μιας νόσου μπορεί να εξαπλωθεί ταχέως και να λάβει διαστάσεις επιζωοτίας, προκαλώντας το θάνατο πολλών ψαριών και διαταραχές κλίμακας ικανής να επιφέρει σοβαρή μείωση της αποδοτικότητας στον τομέα της υδατοκαλλιέργειας, η ως άνω οδηγία αποσκοπεί στην πρόληψη της εξαπλώσεως της νόσου, ιδίως με λεπτομερή έλεγχο της διακινήσεως των ψαριών και των προϊόντων που ενδέχεται να μεταδώσουν τη μόλυνση.

78 Επομένως, η οδηγία 93/53 αποσκοπεί στο να συμβάλει στην ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ζώων, καθώς και προϊόντων υδατοκαλλιέργειας, και να αποτελέσει μέρος ενός συστήματος με σκοπό τη θέσπιση στοιχειωδών κοινοτικών μέτρων για την καταπολέμηση ορισμένων νόσων των ψαριών. Επομένως, τα μέτρα που επιβάλλει η οδηγία αυτή αντιστοιχούν πράγματι σε σκοπούς γενικού συμφέροντος τους οποίους επιδιώκει η Κοινότητα.

79 Όσον αφορά το αν οι περιορισμοί του δικαιώματος της ιδιοκτησίας που απορρέουν από τα μέτρα αυτά αποτελούν υπέρμετρη και απαράδεκτη παρέμβαση θίγουσα την ίδια την ουσία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, ενόψει του επιδιωκόμενου σκοπού και της ελλείψεως σχετικής αποζημιώσεως, πρέπει να σημειωθεί, καταρχάς, ότι τα μέτρα αυτά έχουν επείγοντα χαρακτήρα και αποσκοπούν στην εξασφάλιση της αναλήψεως αποτελεσματικής δράσεως αμέσως μόλις επιβεβαιωθεί η ύπαρξη της ασθενείας, καθώς και στην εξάλειψη κάθε κινδύνου μεταδόσεως ή επιβιώσεως του νοσογόνου παράγοντα.

80 Στη συνέχεια, αποτέλεσμα των μέτρων αυτών δεν είναι η στέρηση των ιδιοκτητών των εκμεταλλεύσεων υδατοκαλλιέργειας από τη χρήση της ιδιοκτησίας τους, αλλά η εξασφάλιση της συνεχίσεως της ασκήσεως της δραστηριότητάς τους.

81 Πράγματι, η άμεση καταστροφή και θανάτωση όλων των ψαριών παρέχει τη δυνατότητα στους ως άνω ιδιοκτήτες να μεταφέρουν το συντομότερο δυνατό καινούργια ψάρια στις θιγόμενες ιχθυοκαλλιέργειες.

82 Επομένως, τα ως άνω μέτρα καθιστούν δυνατή την επανάληψη της μεταφοράς και της ελεύθερης διαθέσεως στην αγορά εντός της Κοινότητας ζωντανών ψαριών των ειδών που είναι ευαίσθητα στις ασθένειες των καταλόγων Ι και ΙΙ, έτσι ώστε όλοι οι ενδιαφερόμενοι, περιλαμβανομένων των ιδιοκτητών των εκμεταλλεύσεων υδατοκαλλιέργειας, να μπορούν να επωφεληθούν από τις συνέπειες των μέτρων αυτών.

83 Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως η ίδια η Booker αναγνώρισε, η δραστηριότητα την οποία ασκεί ως ιδιοκτήτρια εκμεταλλεύσεως υδατοκαλλιέργειας περιλαμβάνει ορισμένους εμπορικούς κινδύνους. Όπως ορθά υποστήριξαν οι Scottish Ministers, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Ολλανδική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή, οι ενάγουσες των κύριων δικών, ως επιχειρήσεις ιχθυοκαλλιέργειας, μπορούσαν να θεωρούν ως ενδεχόμενη την εμφάνιση, σε οποιαδήποτε στιγμή, κάποιας ασθένειας των ψαριών και την πρόκληση ζημίας σε βάρος τους. Ο κίνδυνος αυτός είναι εγγενής στη δραστηριότητα της ιχθυοκαλλιέργειας και της εμπορίας ζωντανών ζώων και αποτελεί τη συνέπεια ενός φυσικού συμβάντος, όσον αφορά τόσο τις ασθένειες του καταλόγου Ι όσο και εκείνες του καταλόγου ΙΙ.

84 Σχετικά με την έκταση της ενδεχόμενης ζημίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα ψάρια που παρουσιάζουν κλινικά συμπτώματα της ασθενείας δεν έχουν καμία αξία λόγω της καταστάσεώς τους αυτής. Όσον αφορά τα ψάρια που έχουν το κατάλληλο για εμπορία μέγεθος και τα οποία θα μπορούσαν να διατεθούν στο εμπόριο ή να μεταποιηθούν με σκοπό την ανθρώπινη κατανάλωση, δεδομένου ότι, τη στιγμή της θανατώσεώς τους, δεν παρουσίαζαν κανένα κλινικό σύμπτωμα της ασθένειας, η ενδεχόμενη ζημία σε βάρος των ιχθυοκαλλιεργητών λόγω της άμεσης θανατώσεως των εν λόγω ψαριών απορρέει από το γεγονός ότι δεν μπόρεσαν να επιλέξουν την ευνοϊκότερη στιγμή για τη διάθεσή τους στο εμπόριο. Κατά τα λοιπά, πρέπει να σημειωθεί ότι, λόγω του κινδύνου να παρουσιάσουν τα ψάρια αυτά στο μέλλον τέτοια κλινικά συμπτώματα, είναι αδύνατος ο προσδιορισμός κάποιου άλλου ευνοϊκότερου χρόνου για τη διάθεσή τους στο εμπόριο. Όσον αφορά όλες τις άλλες κατηγορίες ψαριών, δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί αν έχουν κάποια εμπορική αξία, λόγω του κινδύνου να παρουσιάσουν στο μέλλον κλινικά συμπτώματα της ασθενείας.

85 Ασφαλώς, ο κοινοτικός νομοθέτης μπορεί να κρίνει, στο πλαίσιο της ευρείας διακριτικής ευχερείας που διαθέτει στον τομέα της γεωργικής πολιτικής (βλ. την απόφαση της 6ης Απριλίου 1995, C-315/93, Flip και Verdegem, Συλλογή 1995, σ. Ι-913, σκέψη 26) ότι ενδείκνυται η μερική ή πλήρης αποζημίωση των ιδιοκτητών των εκμεταλλεύσεων, τα ζώα των οποίων καταστρέφονται και θανατώνονται. Εντούτοις, από τη διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη στο κοινοτικό δίκαιο μιας γενικής αρχής η οποία επιβάλλει τη χορήγηση αποζημιώσεως σε όλες τις περιπτώσεις.

86 Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι τα στοιχειώδη μέτρα σχετικά με την άμεση καταστροφή και θανάτωση των ζώων που επιβάλλει η οδηγία 93/53 με σκοπό την καταπολέμηση των ασθενειών του καταλόγου Ι, χωρίς αποζημίωση των θιγομένων ιδιοκτητών, δεν συνιστούν υπέρμετρη και απαράδεκτη παρέμβαση θίγουσα την ίδια την ουσία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας.

87 Επομένως, στο τέταρτο ερώτημα που υποβάλλεται στην υπόθεση C-64/00 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι από την εξέτασή του δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να επηρεάσουν το κύρος της οδηγίας 93/53, καθόσον η οδηγία αυτή επιβάλλει στοιχειώδη μέτρα καταπολεμήσεως των ασθενειών του καταλόγου Ι χωρίς να προβλέπει τη χορήγηση αποζημιώσεως υπέρ των ιδιοκτητών που θίγονται από τα εν λόγω μέτρα.

88 Όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 93/53 εκ μέρους των κρατών μελών, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά πάγια νομολογία (βλ., ιδίως, την προαναφερθείσα απόφαση Wachauf, σκέψη 19, και την απόφαση της 24ης Μαρτίου 1994, C-2/92, Bostock, Συλλογή 1994, σ. Ι-955, σκέψη 16), οι επιταγές που απορρέουν από την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην κοινοτική έννομη τάξη δεσμεύουν επίσης τα κράτη μέλη όταν εφαρμόζουν κοινοτικές ρυθμίσεις, οπότε τα κράτη αυτά οφείλουν, στο μέτρο του δυνατού, να εφαρμόζουν τις εν λόγω ρυθμίσεις κατά τρόπο που να μην αντιβαίνει προς τις προαναφερθείσες επιταγές.

89 Το Ηνωμένο Βασίλειο έλαβε τα προβλεπόμενα από την οδηγία 93/53 στοιχειώδη μέτρα καταπολεμήσεως των ασθενειών του καταλόγου Ι. Δεν έκανε χρήση της δυνατότητας την οποία παρέχει στα κράτη μέλη το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής να επιτρέψει την πάχυνση των ψαριών που έχουν προσβληθεί από ασθένεια του καταλόγου ΙΙ μέχρις ότου αποκτήσουν κατάλληλο για εμπορία μέγεθος, αλλά επέβαλε έναντι των ασθενειών του καταλόγου ΙΙ μέτρα ανάλογα προς εκείνα τα οποία προβλέπει η οδηγία αυτή κατά των ασθενειών του καταλόγου Ι.

90 Σε περιπτώσεις όπως αυτές των υποθέσεων των κύριων δικών, η εκ μέρους κράτους μέλους εφαρμογή, αφενός, υποχρεωτικών μέτρων καταπολεμήσεως των ασθενειών του καταλόγου Ι ταυτόσημων προς τα στοιχειώδη μέτρα τα οποία επιβάλλει η Κοινότητα για τις εν λόγω ασθένειες και η μη πρόβλεψη αποζημιώσεως δεν συνιστούν, ενόψει των σκέψεων 79 έως 85 της παρούσας αποφάσεως, υπέρμετρη και απαράδεκτη παρέμβαση θίγουσα την ίδια την ουσία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας.

91 Αφετέρου, η καταστροφή και η άμεση θανάτωση ψαριών τα οποία βρίσκονται σε εκμετάλλευση που έχει προσβληθεί από μια από τις ασθένειες του καταλόγου ΙΙ καθιστούν δυνατή την εκ νέου χορήγηση εγκρίσεως το συντομότερο δυνατό εντός κράτους μέλους όσον αφορά ζώνη που περιλαμβάνεται στο τμήμα του κοινοτικού εδάφους στο οποίο δεν παρατηρήθηκαν κρούσματα της ως άνω ασθενείας. Με την ως άνω εκ νέου χορήγηση μπορεί να πραγματοποιηθεί το συντομότερο η διάθεση στην αγορά εντός της Κοινότητας ζωντανών ψαριών των ειδών που είναι ευαίσθητα στις εν λόγω ασθένειες και να απαγορευθεί, εντός εγκεκριμένης ζώνης, η διάθεση στην αγορά των εν λόγω ζωντανών ψαριών που δεν προέρχονται από εγκεκριμένη ζώνη ή εγκεκριμένη εκμετάλλευση.

92 Με βάση τις ίδιες παρατηρήσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 79 έως 85 και 91 της παρούσας αποφάσεως, σε περιπτώσεις όπως αυτές των υποθέσεων των κύριων δικών, η εκ μέρους κράτους μέλους εφαρμογή μέτρων καταπολεμήσεως των ασθενειών του καταλόγου ΙΙ αναλόγων προς τα στοιχειώδη μέτρα τα οποία επιβάλλει η Κοινότητα για τις ασθένειες του καταλόγου Ι και η μη πρόβλεψη αποζημιώσεως ανταποκρίνεται πράγματι προς σκοπούς γενικού συμφέροντος τους οποίους επιδιώκει η Κοινότητα και δεν συνιστά υπέρμετρη και απαράδεκτη παρέμβαση θίγουσα την ίδια την ουσία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας.

93 Επομένως, στα δύο πρώτα ερωτήματα που υποβάλλονται στις υποθέσεις C-20/00 και C-64/00 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα μέτρα άμεσης καταστροφής και θανατώσεως ψαριών τα οποία λαμβάνει κράτος μέλος για την καταπολέμηση των ασθενειών των καταλόγων Ι και ΙΙ στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 93/53, τα οποία είναι ταυτόσημα και ανάλογα, αντιστοίχως, προς τα στοιχειώδη μέτρα που επιβάλλει η Κοινότητα για τις ασθένειες του καταλόγου Ι και τα οποία δεν προβλέπουν τη χορήγηση αποζημιώσεως δεν είναι ασυμβίβαστα προς το θεμελιώδες δικαίωμα της ιδιοκτησίας σε περιστάσεις όπως αυτές των υποθέσεων των κύριων δικών.

Επί του τρίτου ερωτήματος στις υποθέσεις C-20/00 και C-64/00

94 Με το τρίτο ερώτημα που υποβάλει το αιτούν δικαστήριο στις υποθέσεις C-20/00 και C-64/00 ερωτά αν η εκτίμηση της συμφωνίας προς το θεμελιώδες δικαίωμα της ιδιοκτησίας των μέτρων τα οποία λαμβάνει ένα κράτος μέλος για την καταπολέμηση των ασθενειών των καταλόγων Ι και ΙΙ, στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 93/53, μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το αν η εκδήλωση της ασθένειας οφείλεται ή όχι σε πταίσμα του κυρίου των ψαριών.

95 Ενόψει των απαντήσεων που δόθηκαν στο πρώτο και το δεύτερο ερώτημα στις υποθέσεις C-20/00 και C-64/00, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το αν η εμφάνιση εστίας της ασθενείας οφείλεται ή όχι σε πταίσμα του ιδιοκτήτη των ψαριών δεν επηρεάζει τη συμφωνία προς το θεμελιώδες δικαίωμα της ιδιοκτησίας των μέτρων που επιβάλλει κράτος μέλος για την καταπολέμηση των ασθενειών των καταλόγων Ι και ΙΙ στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 93/53 σε περιστάσεις όπως αυτές των υποθέσεων των κύριων δικών.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

96 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Γαλλική, η Ιταλική, η Ολλανδική και η Νορβηγική Κυβέρνηση, καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διατάξεις της 11ης Ιανουαρίου και της 18ης Φεβρουαρίου 2000 το Court of Session (Scotland), αποφαίνεται:

1) Από την εξέταση του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C-64/00 δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να επηρεάσουν το κύρος της οδηγίας 93/53/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1993, σχετικά με τη θέσπιση στοιχειωδών κοινοτικών μέτρων για την καταπολέμηση ορισμένων νόσων των ψαριών, καθόσον η οδηγία αυτή επιβάλλει στοιχειώδη μέτρα καταπολεμήσεως των ασθενειών του καταλόγου Ι του παραρτήματος Α της οδηγίας 91/67/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 1991, σχετικά με τους όρους υγειονομικού ελέγχου που διέπουν τη διάθεση στην αγορά ζώων και προϊόντων υδατοκαλλιέργειας, χωρίς να προβλέπει τη χορήγηση αποζημιώσεως υπέρ των ιδιοκτητών που θίγονται από τα εν λόγω μέτρα.

2) Τα μέτρα άμεσης καταστροφής και θανατώσεως ψαριών τα οποία λαμβάνει κράτος μέλος για την καταπολέμηση των ασθενειών των καταλόγων Ι και ΙΙ του εν λόγω παραρτήματος στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 93/53, τα οποία είναι ταυτόσημα και ανάλογα, αντιστοίχως, προς τα στοιχειώδη μέτρα που επιβάλλει η Κοινότητα για τις ασθένειες του καταλόγου Ι και τα οποία δεν προβλέπουν τη χορήγηση αποζημιώσεως, δεν είναι ασυμβίβαστα προς το θεμελιώδες δικαίωμα της ιδιοκτησίας σε περιστάσεις όπως αυτές των υποθέσεων των κύριων δικών.

3) Το αν η εμφάνιση εστίας της ασθενείας οφείλεται ή όχι σε πταίσμα του ιδιοκτήτη των ψαριών δεν επηρεάζει τη συμφωνία προς το θεμελιώδες δικαίωμα της ιδιοκτησίας των μέτρων που επιβάλλει κράτος μέλος για την καταπολέμηση των ασθενειών των καταλόγων Ι και ΙΙ του εν λόγω παραρτήματος στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 93/53 σε περιστάσεις όπως αυτές των υποθέσεων των κύριων δικών.