61999J0328

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 8ης Μαΐου 2003. - Ιταλική Δημοκρατία και SIM 2 Multimedia SpA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Προσφυγή ακυρώσεως - Απόφαση 2000/536/ΕΚ - Κρατική ενίσχυση υπέρ της Seleco SpA. - Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-328/99 και C-399/00.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-04035


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη - Έννοια - Ενισχύσεις προερχόμενες από κρατικούς πόρους - Ενισχύσεις χορηγηθείσες από εταιρία ιδιωτικού δικαίου ανήκουσα κατ' ουσίαν σε οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως - Πόροι της επιχειρήσεως υποκείμενοι μονίμως στον έλεγχο του Δημοσίου - Περιλαμβάνεται

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

2. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη - Έννοια - Χρηματοδοτικές συνδρομές χορηγηθείσες από κράτος μέλος σε δημόσια ιδιωτική επιχείρηση - Εκτίμηση σύμφωνα με το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή - Λαμβάνεται υπόψη το υφιστάμενο κατά τη χορήγηση της συνδρομής πλαίσιο

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

3. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη - Έννοια - Εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή - Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής - Δικαστικός έλεγχος - Όρια

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

4. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη - Αναζήτηση παράνομης ενισχύσεως - Υποχρέωση απορρέουσα από τον παράνομο χαρακτήρα - Αντικείμενο - Αποκατάσταση της προγενεστέρας καταστάσεως

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ)

5. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη - Αναζήτηση παράνομης ενισχύσεως - Τρόπος αναζητήσεως - Συμπεριφορά ιδιώτη πιστωτή - Υποχρέωση προσφυγής σε όλα τα διαθέσιμα ένδικα μέσα συμπεριλαμβανομένης της θέσεως υπό εκκαθάριση του δικαιούχου

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ)

6. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη - Αναζήτηση παράνομης ενισχύσεως - Προσδιορισμός του οφειλέτη σε περίπτωση μεταβιβάσεως στοιχείων ενεργητικού σε θυγατρική - Κριτήριο της «οικονομικής συνέχειας» της επιχειρήσεως

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ)

Περίληψη


1. Οι οικονομικοί πόροι μιας εταιρίας ιδιωτικού δικαίου, η οποία ανήκε κατ' ουσίαν σε οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως και η οποία ενεργεί υπό το έλεγχο του τελευταίου, πρέπει να θεωρηθούν ως κρατικοί πόροι κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, εφόσον βρίσκονται διαρκώς υπό τον δημόσιο έλεγχο και, επομένως, στη διάθεση των αρμοδίων δημοσίων αρχών.

( βλ. σκέψη 33 )

2. Η έννοια της κρατικής ενισχύσεως, σύμφωνα με το νόημα του άρθρου 87 ΕΚ, καλύπτει όχι μόνο ενισχύσεις, δάνεια ή συμμετοχές στο κεφάλαιο επιχειρήσεων, αλλά και παρεμβάσεις οι οποίες, υπό διάφορες μορφές, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που πλήττουν κανονικώς τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, ως εκ τούτου, χωρίς να είναι ενισχύσεις υπό την στενή έννοια του όρου είναι της ιδίας φύσεως και έχουν όμοια αποτελέσματα.

Ωστόσο, από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων προκύπτει ότι τα κεφάλαια που τίθενται από το κράτος αμέσως ή εμμέσως στη διάθεση μιας επιχειρήσεως, υπό συνθήκες οι οποίες αντιστοιχούν στους συνήθεις όρους της αγοράς δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως κρατικές ενισχύσεις.

Έτσι, προκειμένου να εξακριβωθεί αν η παρέμβαση της δημόσιας αρχής στο κεφάλαιο μιας επιχειρήσεως, υπό οποιαδήποτε μορφή, μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση, πρέπει να εκτιμηθεί το ζήτημα εάν, υπό παρόμοιες περιστάσεις, ένας ιδιώτης επενδυτής οικονομικής ισχύος ανάλογης προς αυτήν των οργανισμών του δημόσιου τομέα θα μπορούσε να λάβει την απόφαση να προβεί σε εισφορές κεφαλαίων του ιδίου ύψους, ενόψει, μεταξύ άλλων, των διαθεσίμων στοιχείων και των προβλεπτέων εξελίξεων κατά την ημερομηνία των εν λόγω εισφορών.

( βλ. σκέψεις 35-38 )

3. Δεδομένου ότι ο δικαστικός έλεγχος μιας πράξεως, πράγμα που συνεπάγεται περίπλοκη οικονομική εκτίμηση με την οποία η Επιτροπή εφαρμόζει το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή προκειμένου να διαπιστώσει αν η παρέμβαση δημόσιας αρχής στο κεφάλαιο μιας επιχειρήσεως αποτελεί κρατική ενίσχυση, πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας και αιτιολογίας, της ουσιαστικής ακρίβειας των περιστατικών που λαβμάνονται υπόψη για να γίνει με αμφισβητούμενη επιλογή, ανυπαρξία προδήλου πλάνης κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή την ανυπαρξία καταχρήσεως εξουσίας.

( βλ. σκέψη 39 )

4. Η κατάργηση μιας παρανόμου ενισχύσεως μέσω αναζητήσεως είναι η λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα της.

( βλ. σκέψεις 53, 66 )

5. Για την ορθή εκτέλεση μιας αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία επιτάσσεται η ανάκτηση ασυμβάτων με την Κοινή Αγορά κρατικών ενισχύσεων, το κράτος μέλος οφείλει να υιοθετήσει την συμπεριφορά ιδιώτη πιστωτή. Οφείλει να αναζητήσει αμελητί την ενίσχυση προσφεύγοντας σε κάθε διαθέσιμο εκ του νόμου μέσου, συμπεριλαμβανομένης της κατάσχεσης των περιουσιακών στοιχείων του δικαιούχου και, στην ανάγκη, της εκκαθάρισης αυτού.

( βλ. σκέψεις 68-69 )

6. Η δυνατότητα που έχει μια αντιμετωπίζουσα οικονομικές δυσχέρειες επιχείρηση να λάβει μέτρα εξυγιάνσεως δεν μπορεί να αποκλειστεί a priori για λόγους αναγομένους στην αναζήτηση των ασυμβάτων με την κοινή αγορά κρατικών ενισχύσεων.

Όμως, εάν επιτρεπόταν, άνευ ετέρου, σε μια αντιμετωπίζουσα δυσχέρειες επιχείρηση που έχει φθάσει σε τέτοιο σημείο ώστε να επίκειται η κήρυξή της σε πτώχευση να δημιουργήσει, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επίσημης έρευνας σχετικά με ενισχύσεις που την αφορούν ατομικώς, θυγατρική στην οποία να μεταβιβάσει, στη συνέχεια, πριν από την περάτωση της διαδικασίας έρευνας, τα πλέον αποδοτικά στοιχεία εκμεταλλεύσεως, θα κατέληγε στο να γίνει δεκτή η δυνατότητα όσον αφορά κάθε επιχείρηση να αφαιρεί αυτά τα στοιχεία ενεργητικού της περιουσίας της μητρικής επιχειρήσεως κατά την αναζήτηση των ενισχύσεων, πράγμα που θα ενείχε τον κίνδυνο να καταστεί αναποτελεσματική η είσπραξη, εν όλω ή εν μέρει, της ενισχύσεως.

Για να μην καταστεί ατελέσφορη η απόφαση και να αποφευχθεί η συνέχιση της στρέβλωσης της αγοράς, η Επιτροπή μπορεί να υποχρεωθεί να απαιτήσει να μη σταματήσει η αναζήτηση στην αρχική εταιρία αλλά να επεκταθεί στην επιχείρηση που συνεχίζει ενδεχομένως τη δραστηριότητα χρησιμοποιώντας μέσα παραγωγής που της έχουν μεταβιβασθεί, όταν ορισμένα στοιχεία της μεταβίβασης οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υφίσταται οικονομική συνέχεια μεταξύ των δύο οντοτήτων.

( βλ. σκέψεις 76-78 )

Διάδικοι


Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-328/99 και C-399/00,

Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον U. Leanza, επικουρούμενο από τον O. Fiumara, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα στην υπόθεση C-328/99,

και

SIM 2 Multimedia SpA, με έδρα το Pordenone (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τον A. Vianello, avvocato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα στην υπόθεση C-399/00,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον G. Rozet, επικουρούμενο από τους A. Abate και E. Cappelli, avvocati, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

που έχουν ως αντικείμενο, όσον αφορά την υπόθεση C-328/99, την ακύρωση της αποφάσεως 2000/536/ΕΚ της Επιτροπής, της 2ας Ιουνίου 1999, σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Ιταλία υπέρ της Seleco SpA (ΕΕ 2000, L 227, σ. 24), και, όσον αφορά την υπόθεση C-399/00, την ακύρωση του άρθρου 2, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως, στο μέτρο που επιβάλλει στην Ιταλική Δημοκρατία να λάβει τα μέτρα που είναι αναγκαία για να αναζητήσει από τη Seleco Multimedia Srl την ενίσχυση που είχε χορηγηθεί στη Seleco SpA όσον αφορά το μέρος των ενισχύσεων που δεν θα μπορεί ενδεχομένως να αναζητήσει από την τελευταία,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Schintgen, πρόεδρο του δευτέρου τμήματος, προεδρεύοντα του έκτου τμήματος, C. Gulmann (εισηγητή), Β. Σκουρή, F. Macken και J. N. Cunha Rodrigues, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 30ής Μα_ου 2001, κατά τη διάρκεια της οποίας η Ιταλική Δημοκρατία εκπροσωπήθηκε από τον O. Fiumara, η SIM 2 Multimedia SpA από τον A. Vianello και τον T. Ballarino, avvocato, και η Επιτροπή από τους G. Rozet και V. Di Bucci, επικουρουμένους από τον δικηγόρο A. Abate,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2001,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Σεπτεμβρίου 1999 και το οποίο πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως C-328/99, η Ιταλική Δημοκρατία άσκησε, δυνάμει του άρθρου 230, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί:

- κυρίως, την ακύρωση της αποφάσεως 2000/536/ΕΚ της Επιτροπής, της 2ας Ιουνίου 1999, σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Ιταλία υπέρ της Seleco SpA (ΕΕ 2000, L 227, σ. 24, στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση), και

- επικουρικώς, την ακύρωση της αποφάσεως αυτής, αφενός, στο μέτρο που επιβάλλει στην Ιταλική Δημοκρατία να λάβει τα μέτρα που είναι αναγκαία για να αναζητήσει από τη Seleco SpA (στο εξής: Seleco) τη μη συμβατή με τις ισχύουσες διατάξεις ενίσχυση που χορηγήθηκε από την Ristruttarazione Elettronica SpA (στο εξής: REL) το 1996 και, αφετέρου, στο μέτρο που επιβάλλει στην Ιταλική Δημοκρατία να λάβει τα μέτρα που είναι αναγκαία για να αναζητήσει από τη Seleco Multimedia Srl (στο εξής: Multimedia) και από οποιασδήποτε άλλη επιχείρηση στην οποία έχουν μεταβιβαστεί στοιχεία ενεργητικού των μη συμβατών με τις ισχύουσες διατάξεις ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στη Seleco, όσον αφορά το μέρος των ενισχύσεων που δεν μπορεί ενδεχομένως να αναζητήσει από την τελευταία.

2 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 6 Σεπτεμβρίου 1999 και το οποίο πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως Τ-195/99, η SIM 2 Multimedia SpA (στο εξής: SIM Multimedia), που έχει διαδεχθεί τη Multimedia, άσκησε προσφυγή ζητώντας την ακύρωση του άρθρου 2, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που επιβάλλει στην Ιταλική Δημοκρατία να λάβει τα μέτρα που είναι αναγκαία για να αναζητήσει από τη Multimedia τις μη συμβατές με τις κείμενες διατάξεις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στη Seleco, όσον αφορά το μέρος που δεν θα μπορούσε να αναζητηθεί από την τελευταία.

3 Σύμφωνα με τα άρθρα 47, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, και 80 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το Πρωτοδικείο, με διάταξη της 16ης Οκτωβρίου 2000, απεκδύθη της αρμοδιότητάς του όσον αφορά την υπόθεση Τ-195/99, προκειμένου να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του αιτήματος ακυρώσεως. Η υπόθεση αυτή πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 31 Οκτωβρίου 2000 με τον αριθμό C-399/00.

4 Δεδομένης της συνάφειας μεταξύ των δύο υποθέσεων, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε, με διάταξη της 5ης Φεβρουαρίου 2001, σύμφωνα με το άρθρο 43 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, τη συνεκδίκαση των δύο υποθέσεων, προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

Νομικό πλαίσιο

5 Σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, «ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν η παρούσα Συνθήκη ορίζει άλλως».

6 Το άρθρο 88, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΕΚ ορίζει:

«Αν η Επιτροπή διαπιστώσει, αφού τάξει προηγουμένως στους ενδιαφερομένους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ότι ενίσχυση που χορηγείται από ένα κράτος ή με κρατικούς πόρους δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατά το άρθρο 87, ή ότι η ενίσχυση αυτή εφαρμόζεται καταχρηστικώς, αποφασίζει ότι το εν λόγω κράτος οφείλει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει εντός προθεσμίας που η ίδια καθορίζει.»

7 Σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, «[η] Επιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως περί των σχεδίων που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν τις ενισχύσεις, ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Αν κρίνει ότι σχέδιο ενισχύσεως δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, κατά το άρθρο 87, κινεί αμελλητί τη διαδικασία που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν δύναται να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα πριν η Επιτροπή καταλήξει σε τελική απόφαση».

Ιστορικό της διαφοράς

Τα ενδιαφερόμενα μέρη

8 Η Seleco ασκούσε δραστηριότητες στην αγορά ηλεκτρονικών ειδών ευρείας καταναλώσεως και, ειδικότερα, στους τομείς των εγχρώμων τηλεοράσεων, των αποκωδικοποιητών κρυπτογραφημένων προγραμμάτων, των μηχανημάτων προβολής εικόνων βίντεο και των μόνιτορ.

9 Η Multimedia συνεστήθη το 1995. Τον Μάρτιο του 1996 η Seleco συγκέντρωσε εντός της Multimedia τις πλέον αποδοτικές δραστηριότητες (μηχανήματα προβολής εικόνων βίντεο και μόνιτορ) εισφέροντας κεφάλαιο 29 δισεκατομμυρίων ιταλικών λιρών (ITL) και καθιστάμενη ο μοναδικός ιδιοκτήτης. Τον Ιούλιο του 1996 η Multimedia μετετράπη σε ανώνυμη εταιρία. Τον Ιούλιο του 1996 η Seleco πώλησε το 33,33 % των μετοχών της Multimedia στην Italtel και το 33,33 % στη Friulia SpA (στο εξής: Friulia). Η τιμή πωλήσεως ανήλθε, όσον αφορά καθένα από τα δύο πακέτα μετοχών, στα 10 δισεκατομμύρια ITL. Οι εναπομείνασες μετοχές μεταβιβάστηκαν σε μια εταιρία-προπέτασμα, ανήκουσα στη Seleco, και, στη συνέχεια, επωλήθησαν σε ιδιωτική εταιρία κατά τη διάρκεια δημοσίου δικαστικού πλειστηριασμού διενεργηθέντος στις 20 Δεκεμβρίου 1997, στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως της Seleco.

Αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως

10 Στα τέλη του 1993, το κεφάλαιο της Seleco ανήκε στις SOpA (στο εξής: SO, Friulia και REL σε ποσοστά, αντιστοίχως, 37 %, 3,7 % και 59,3 %. Η SOείναι ιδιωτική εταιρία. Η Friulia είναι μια εταιρία χαρτοφυλακίου ελεγχόμενη εξ ολοκλήρου από την Περιφέρεια της Friuli-Venezia Giulia, με έργο την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως της Περιφέρειας. Η REL είναι εταιρία που συστάθηκε το 1982, ελέγχεται από το ιταλικό Υπουργείο Βιομηχανίας, Εμπορίου και Βιοτεχνίας και έχει ως αντικείμενο την αναδιοργάνωση του τομέα ηλεκτρονικών ευρείας καταναλώσεως μέσω της δημιουργίας εταιριών, της αποκτήσεως μεριδίων συμμετοχής και της χορηγήσεως πιστώσεων σε επιχειρήσεις στις οποίες κατείχε μερίδια συμμετοχής.

11 Κατά την ίδια περίοδο, οι ζημίες της Seleco κατέστησαν τόσο σημαντικές ώστε η μόνη επιλογή των μετόχων ήταν να προβούν, σύμφωνα με την ιταλική νομοθεσία, είτε στην εκκαθάριση της εταιρίας είτε στην αύξηση του κεφαλαίου της. Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι μέτοχοι προτίμησαν, σε μια πρώτη φάση, την εκκαθάριση (απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της 1ης Φεβρουαρίου 1994), αλλά στη συνέχεια, κατόπιν παρεμβάσεως των ιταλικών αρχών, λόγω της κοινωνικής αναταραχής που θα προκαλούσε η απόφαση περί εκκαθαρίσεως, συμφώνησαν τελικώς να προβούν στην αύξηση του κεφαλαίου της.

12 Βάσει της συμφωνίας εκείνης, η REL επρόκειτο να καλύψει το σύνολο των ζημιών που υπερέβαιναν το εταιρικό κεφάλαιο, συμπεριλαμβανομένου του μέρους που θα έπρεπε να καλυφθεί από τους άλλους μετόχους, ενώ οι τελευταίοι όφειλαν να αποκαταστήσουν το κεφάλαιο της Seleco. Η επιτευχθείσα μεταξύ της REL και των λοιπών μετόχων συμφωνία συγκεκριμενοποιήθηκε, πριν ανακοινωθεί στη Seleco, με οδηγία του ιταλικού Υπουργικού Συμβουλίου. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η REL παραιτήθηκε μερικώς των απαιτήσεών της έναντι της Seleco (16,8 δισεκατομμύρια ITL επί συνόλου 82 δισεκατομμυρίων), η Friulia προέβη σε εισφορά 13 δισεκατομμυρίων ITL (εισφορά 7 εκατομμυρίων κεφαλαίου και μετατροπή δανείου 6 δισεκατομμυρίων ITL, που είχε προηγουμένως δοθεί στη Seleco, σε μετοχές της εταιρίας αυτής), η SOπροέβη σε εισφορά 19 δισεκατομμυρίων ITL, ενώ ένας όμιλος τραπεζών εισέφερε 10,5 δισεκατομμύρια ITL.

13 Ύστερα από τη λήψη αυτών των μέτρων, το νέο κεφάλαιο ήταν κατανεμημένο ως εξής: η SO42,65 %, η Friulia 28,89 %, ο όμιλος τραπεζών 23,33 % και οι μισθωτοί της Seleco 5,13 %.

14 Το 1994 και το 1995, η Seleco εμφάνισε και πάλι σοβαρές ζημίες, με αποτέλεσμα, για μια ακόμη φορά, κατά τα τέλη του 1995, να υποχρεωθεί να επιλέξει μεταξύ εκκαθαρίσεως ή αυξήσεως του κεφαλαίου. Για μια ακόμη φορά αποφασίστηκε να γίνει αύξηση κεφαλαίου. Ειδικότερα, ένας νέος μέτοχος, η ιδιωτική εταιρία SOREC, εισέφερε 28,8 δισεκατομμύρια ITL. Τον Φεβρουάριο του 1996 το κεφάλαιο της Seleco ήταν διαρθρωμένο ως εξής: η SOREC 87,91 %, η SO5,22 %, η Friulia 3,49 %, ο όμιλος τραπεζών 2,82 % και οι μισθωτοί 0,56 %. Τον Απρίλιο του 1996 η Friulia χορήγησε στη Seleco μετατρέψιμο δάνειο 12 δισεκατομμυρίων ITL με την εγγύηση τεσσάρων βιομηχανικών σημάτων της Seleco. Τον Ιούνιο του ιδίου έτους, η REL μεταβίβασε στη Seleco το υπόλοιπο της απαιτήσεώς της των 65,2 δισεκατομμυρίων έναντι ποσού ύψους 20 δισεκατομμυρίων ITL.

15 Επειδή οι παρεμβάσεις αυτές δεν ήσαν αρκετές για να καταστεί δυνατή, από νομική άποψη, η συνέχιση των δραστηριοτήτων της Seleco, κατέστησαν αναγκαίες και άλλες παρεμβάσεις. Έτσι, η Seleco εξέδωσε ένα ομολογιακό δάνειο, το οποίο καλύφθηκε από όμιλο τραπεζών, και πώλησε τα δύο τρίτα των μετοχών που κατείχε στη Multimedia, όπως αναφέρεται στη σκέψη 9 της παρούσας αποφάσεως.

16 Στις 17 Απριλίου 1997 η Seleco κηρύχθηκε σε πτώχευση. Ο σύνδικος της πτωχεύσεως άσκησε αγωγή περί ανακλήσεως της εξαγοράς, για ποσό 20 δισεκατομμυρίων ITL, του υπολοίπου του χρέους των 65,2 δισεκατομμυρίων ITL που οφειλόταν από τη Seleco στη REL. Το επιληφθέν της υποθέσεως ιταλικό δικαστήριο κατήργησε τον προνομιακό χαρακτήρα του χρέους της Seleco προς τη Friulia. Η τελευταία έλαβε 1 δισεκατομμύριο ITL ως αποζημίωση για την απώλεια του ενεχύρου επί των τεσσάρων βιομηχανικών σημάτων της Seleco που της είχαν δοθεί ως ασφάλεια.

Η προσβαλλομένη απόφαση

17 Όταν πληροφορήθηκε ότι η ενίσχυση προς τη Seleco, που της είχε κοινοποιηθεί από την αυτόνομη Περιφέρεια της Friuli-Venezia Giulia είχε ήδη αρχίσει να καταβάλλεται και ότι η REL είχε παραιτηθεί μερικώς των απαιτήσεών της έναντι της Seleco κατόπιν συμφωνίας συναφθείσας το 1994 σκοπούσας στην κάλυψη των ζημιών του οικονομικού έτους 1993, η Επιτροπή αποφάσισε, στις 27 Σεπτεμβρίου 1994, να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ). Επειδή στη συνέχεια πληροφορήθηκε από τον Τύπο ότι είχαν γίνει και άλλες κρατικές παρεμβάσεις υπέρ της Seleco, η Επιτροπή επεξέτεινε, με απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 1998, την εν λόγω διαδικασία και επ' αυτών των λοιπών μέτρων.

18 Η διαδικασία αυτή περατώθηκε με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, της οποίας το διατακτικό έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Οι ακόλουθες κρατικές ενισχύσεις που έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλία υπέρ της Seleco Spa δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά:

α) η μερική παραίτηση, εκ μέρους της Ristrutturazione Elettronica Spa, από απαιτήσεις 16,8 δισ. ITL επί συνολικών απαιτήσεων ύψους 82 δισ. ITL το 1994·

β) η εξαγορά, εκ μέρους της Seleco Spa, των υπολειπόμενων απαιτήσεων της Ristrutturazione Elettronica Spa ύψους 65,2 δισ. ITL έναντι καταβολής τιμήματος 20 δισ. ITL το 1996·

γ) η μετατροπή σε μετοχικό κεφάλαιο, εκ μέρους της Friulia Spa, δανείου ύψους 6 δισ. ITL που χορήγησε η εν λόγω εταιρεία το 1992·

δ) η εισφορά νέου κεφαλαίου ύψους 7 δισ. ITL από τη Friulia Spa το 1994·

ε) η χορήγηση το 1996, εκ μέρους της Friulia Spa, μετατρέψιμου δανείου ύψους 12 δισ. ITL με επιτόκιο 7 % επί ενεχύρω τεσσάρων βιομηχανικών σημάτων της Seleco SpA.

Άρθρο 2

1. Η Ιταλία λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την [αναζήτηση] των αναφερομένων στο άρθρο 1 ενισχύσεων, οι οποίες χορηγήθηκαν ήδη παράνομα στους αποδέκτες, από τη Seleco Spa και, δευτερευόντως, για το μέρος των ενισχύσεων που δεν θα καταστεί δυνατό ενδεχομένως να αναζητηθεί από τη Seleco Spa, από την εταιρεία Seleco Multimedia srl και από κάθε άλλη επιχείρηση υπέρ της οποίας πραγματοποιήθηκαν μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων κατά τρόπον ώστε να καταστεί ατελέσφορη η παρούσα απόφαση.

2. Η αναζήτηση πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας. Επί των αναζητουμένων ποσών οφείλονται τόκοι από τον χρόνο κατά τον οποίο τέθηκαν στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι την πραγματική τους [επιστροφή]. Οι τόκοι αυτοί υπολογίζονται με βάση το επιτόκιο αναφοράς που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ισοδύναμου επιχορήγησης στο πλαίσιο των περιφερειακών ενισχύσεων κατά τον χρόνο χορήγησης των ενισχύσεων.

Άρθρο 3

Η Ιταλία ενημερώνει την Επιτροπή εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, για τα μέτρα που έλαβε για την εφαρμογή της.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ιταλική Δημοκρατία.»

19 Υπ' αυτές ακριβώς τις περιστάσεις, η Ιταλική Δημοκρατία και η SIM Multimedia άσκησαν τις υπό κρίση προσφυγές κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Επί της ουσίας

20 Με την ασκηθείσα από την Ιταλική Κυβέρνηση προσφυγή αμφισβητούνται ο χαρακτηρισμός ως κρατικών ενισχύσεων των πράξεων της REL και της Friulia, η υποχρέωση αναζητήσεως από τη Seleco της ενισχύσεως που η REL φέρεται ότι της χορήγησε το 1996 καθώς και η υποχρέωση αναζητήσεως των εν λόγω «κρατικών ενισχύσεων» από τη Multimedia. Μόνον το τελευταίο αυτό ζήτημα αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής της SIM Multimedia.

Επί του χαρακτηρισμού των πράξεων της REL και της Friulia ως κρατικών ενισχύσεων

Επιχειρήματα των διαδίκων

21 Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, μολονότι οι δύο αυξήσεις κεφαλαίου της Seleco, το 1994 και το 1996, συνεπάγονταν βεβαίως κάποιο περιθώριο κινδύνου, είχαν, παρ' όλ' αυτά, a priori, εύλογες προοπτικές επιτυχίας. Συναφώς, η Ιταλική Κυβέρνηση υπενθυμίζει ότι το 1994 οι κρατικές παρεμβάσεις ήσαν της τάξεως των 30 δισεκατομμυρίων ITL, ενώ οι ιδιωτικές παρεμβάσεις ανήλθαν σε 32 περίπου δισεκατομμύρια ITL. Το 1996 οι παρεμβάσεις της Friulia ανήλθαν σε 12 δισεκατομμύρια ITL και αυτές της REL σε 45 δισεκατομμύρια ITL, ενώ οι ιδιώτες εισέφεραν 40,8 δισεκατομμύρια ITL. Αυτή η σημαντική παρέμβαση ιδιωτών επενδυτών αποδεικνύει, αυτή καθεαυτή, ότι οι δύο αυξήσεις κεφαλαίου, που αποσκοπούσαν στην ανάκαμψη των δραστηριοτήτων της Seleco, θεωρούνταν ως λογικές για έναν ιδιώτη επενδυτή ενεργούντα υπό τις κανονικές συνθήκες της οικονομίας της αγοράς.

22 Η Ιταλική Κυβέρνηση απορρίπτει το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο οι ιδιώτες επενδυτές παρασύρθηκαν από τις δημόσιες αρχές να εισφέρουν κεφάλαια στη Seleco. Στην πραγματικότητα, οι δημόσιοι φορείς είναι αυτοί που αποφάσισαν να παρέμβουν απλώς και μόνο στο μέτρο που και ιδιώτες θα ήσαν διατεθειμένοι να πράξουν κάτι τέτοιο.

23 Σχετικά με τη διενεργηθείσα από τη REL το 1994 πράξη, η Ιταλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η απαίτηση των 82 δισεκατομμυρίων ITL δεν συνοδευόταν από καμία ασφάλεια και ότι, σε περίπτωση εκκαθαρίσεως της Seleco, η REL δεν θα μπορούσε, πρακτικώς, σε καμία περίπτωση να εισπράξει το σχετικό ποσό, έστω και μερικώς. Υπό τις συνθήκες αυτές, η REL προτίμησε να παραιτηθεί του ενός πέμπτου της απαιτήσεώς της, υπό τον όρον ότι άλλοι επενδυτές θα κάλυπταν το σύνολο της αυξήσεως του κεφαλαίου. Ενεργώντας έτσι, η REL θα μπορούσε να αποσυρθεί από το κεφάλαιο της Seleco, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει έναντι της Επιτροπής να μεταβιβάσει σε ιδιώτες μετόχους τα μερίδια που κατείχε στις επιχειρήσεις του τομέα. Εξάλλου, η REL είχε τη βάσιμη ελπίδα να ανακτήσει τα εναπομένοντα τέσσερα πέμπτα της απαιτήσεώς της. Ομοίως, μεταβιβάζοντας το 1996 το υπόλοιπο της απαιτήσεώς της των 65,2 δισεκατομμυρίων ITL, για ποσό 20 δισεκατομμυρίων ITL, η REL ενήργησε με βάση το ίδιο σκεπτικό.

24 Όσον αφορά τη Friulia, η Ιταλική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι, μολονότι η Περιφέρεια Friuli-Venezia Giulia διέθετε την πλειοψηφία των μετοχών της εταιρίας, οι ιδιώτες εταίροι είχαν ευρείες εξουσίες λήψεως αποφάσεων και αποδεσμεύσεως από υποχρεώσεις. Με δικά της ακριβώς κεφάλαια παρενέβη η Friulia το 1994 και το 1996. Κατά συνέπεια, οι παρεμβάσεις της εταιρίας αυτής δεν είναι δημοσίου χαρακτήρα.

25 Εν πάση περιπτώσει, κατόπιν των ζημιών που υπέστη η Seleco κατά το οικονομικό έτος 1993 και δεδομένου ότι είχε διαπιστωθεί ότι, σε περίπτωση εκκαθαρίσεως, η Friulia δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί παρά μόνον όσον αφορά, το πολύ, το 50 % της απαιτήσεώς της των 6 δισεκατομμυρίων ITL, η εν λόγω εταιρία έκρινε το 1994 σκόπιμο να μετατρέψει την απαίτηση αυτή σε μετοχές και να εισφέρει νέα κεφάλαια ύψους 7 δισεκατομμυρίων ITL, όπως έπρατταν παραλλήλως ορισμένοι ιδιώτες, καθώς και δημόσιες και ιδιωτικές τράπεζες.

26 Καθόσον αφορά την εκ μέρους της Friulia χορήγηση, το 1996, μετατρέψιμου δανείου 12 δισεκατομμυρίων ITL, προς 7 %, υπό την ασφάλεια ενεχύρου τεσσάρων σημάτων της Seleco, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι επρόκειτο για συναλλαγή σύμφωνη προς την οικονομία της αγοράς. Πράγματι, αφενός, η αξία των σημάτων ήταν προδήλως σημαντική και, αφετέρου, ισόποσο ομολογιακό δάνειο είχε ήδη χορηγηθεί, με χαμηλότερο επιτόκιο και χωρίς άλλη ασφάλεια ή αντιπαροχή, από όμιλο ιδιωτικών και δημοσίων τραπεζών χωρίς η Επιτροπή να έχει εν προκειμένω προβάλει αντιρρήσεις. Το γεγονός ότι, κατά την εκκαθάριση της Seleco, τα σήματα αυτά μεταβιβάστηκαν έναντι ποσού 1 μόνον δισεκατομμυρίου ITL οφειλόταν στη σημαντική μείωση της αξίας τους, ύστερα από την πτώχευση. Τέλος, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η ιταλική νομοθεσία δεν προβλέπει, κατά την εκκαθάριση πτωχεύσασας επιχειρήσεως, ότι οι σχετικές με ομολογιακό δάνειο απαιτήσεις ικανοποιούνται προνομιακώς έναντι των λοιπών εγχειρόγραφων απαιτήσεων.

27 Αναφερόμενη στην ανακοίνωσή της 94/C 368/05, με τίτλο «Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων», που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 23ης Δεκεμβρίου 1994 (ΕΕ C 368, σ. 12), η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι τα ληφθέντα υπέρ της Seleco μέτρα δεν αντιστοιχούσαν στη λογική του μέσου ιδιώτη επενδυτή. Κατ' αυτήν, τα μέτρα αυτά είχαν ως μόνο στόχο την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη καθυστέρηση της εξαφανίσεως της Seleco και την αποφυγή των κοινωνικού χαρακτήρα συνεπειών που θα προέκυπταν από ένα πρόγραμμα απολύσεων.

28 Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει, κατ' ουσίαν, ότι η κακή οικονομική κατάσταση της Seleco ήδη προϋπήρχε και ότι δεν υφίστατο κανένα αξιόπιστο σχέδιο αναδιαρθρώσεως. Εξάλλου, από το 1992 ο ευρωπαϊκός τομέας ηλεκτρονικών καταναλωτικών αγαθών υπέφερε από κρίση υπερπαραγωγής, συνοδευόμενη από αύξηση του κόστους, πτώση των τιμών, ένταση του ανταγωνισμού και αισθητή μείωση του απασχολουμένου εργατικού δυναμικού. Επειδή η πτώση των τιμών ήταν ταχύτερη στην Ιταλία απ' ό,τι στα λοιπά κράτη μέλη, οι ανταγωνιστές της Seleco αποφάσισαν να αυξήσουν τα έξοδα διαφημίσεως και τις επενδύσεις τους στην έρευνα και στην ανάπτυξη.

29 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η απόφαση να μη γίνει εκκαθάριση της Seleco, που ελήφθη το 1994, και η παρέμβαση επενδυτών του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα στην αύξηση του κεφαλαίου της υπαγορεύθηκαν, στην πραγματικότητα, από τις ιταλικές αρχές. Οι πράξεις αυτές δεν αντιστοιχούν σ' αυτές που θα γίνονταν από έναν ιδιώτη επενδυτή που θα δρούσε σύμφωνα με τις συνήθεις αρχές της αγοράς. Το γεγονός ότι οι ιδιώτες επενδυτές συμμετέσχον στις δύο αυξήσεις κεφαλαίου δεν αποκλείει αυτομάτως τον χαρακτήρα ως κρατικών ενισχύσεων των ταυτόχρονων παρεμβάσεων των δημοσίων αρχών. Οι τελευταίες δεν πρέπει να παρασύρονται σε παράλογες επενδύσεις, έστω και αν οι κακώς πληροφορημένοι ιδιώτες επενδυτές αναλάμβαναν τέτοιο κίνδυνο.

30 Σύμφωνα με την Επιτροπή, η Friulia, της οποίας το 87 % του εταιρικού κεφαλαίου ανήκει στην Περιφέρεια Friuli-Venezia Giulia, είναι υπό τον έλεγχο της περιφέρειας αυτής. Κατά συνέπεια, οι εισφορές της κεφαλαίων υπήρξαν το αποτέλεσμα καταλογιστέας στο κράτος μέλος συμπεριφοράς.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

31 Πρέπει κατ' αρχάς να εξεταστεί το ζήτημα εάν οι πράξεις της Friulia που μνημονεύονται στο άρθρο 1, στοιχεία γ_, δ_ και ε_, της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως έχουν υπομνηστεί ιδίως στη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως, μπορούν να θεωρηθούν ως πραγματοποιηθείσες μέσω κρατικών πόρων, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

32 Συναφώς, έχει σημασία να υπογραμμισθεί ότι η Ιταλική Κυβέρνηση, μολονότι υποστηρίζει ότι οι ιδιώτες εταίροι της Friulia διαθέτουν εν προκειμένω ευρείες εξουσίες λήψεως αποφάσεων και αποδεσμεύσεως, δεν αμφισβητεί τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η εν λόγω εταιρία βρίσκεται υπό τον έλεγχο της Περιφέρειας Friuli-Venezia Giulia.

33 Πάντως, οι οικονομικοί πόροι μιας εταιρίας ιδιωτικού δικαίου, όπως η Friulia, της οποίας το 87 % ανήκει σε οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως, όπως η Περιφέρεια της Friuli-Venezia Giulia, και η οποία ενεργεί υπό τον έλεγχο της εν λόγω περιφέρειας, πρέπει να θεωρηθούν ως κρατικοί πόροι, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (βλ., υπό την έννοια αυτή, τις αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 1984, 323/82, Intermills κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 3809, σκέψη 32, και της 2ας Φεβρουαρίου 1988, 67/85, 68/85 και 70/85, Van der Kooy κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 219, σκέψεις 36 και 38). Το γεγονός ότι η Friulia παρενέβη με δικά της κεφάλαια ουδεμία ασκεί εν προκειμένω επιρροή. Πράγματι, για να χαρακτηριστούν τα κεφάλαια αυτά ως κρατικοί πόροι, αρκεί, όπως προκύπτει εν προκειμένω, να βρίσκονται διαρκώς υπό δημόσιο έλεγχο και, επομένως, στη διάθεση των αρμοδίων δημοσίων αρχών (βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση της 16ης Μα_ου 2002, C-482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. Ι-4397, σκέψη 37).

34 Εξ αυτού έπεται ότι η Επιτροπή ορθώς έκρινε, με την προσβαλλομένη απόφαση, ότι οι πράξεις της Friulia έγιναν μέσω κρατικών πόρων, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

35 Περαιτέρω, πρέπει να υπομνηστεί ότι σκοπός του άρθρου 87 ΕΚ είναι η αποτροπή του ενδεχομένου να επηρεάζεται το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο από παρεχόμενα από τις δημόσιες αρχές πλεονεκτήματα, τα οποία, υπό διάφορες μορφές, νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή κλάδων παραγωγής. Κατά συνέπεια, η έννοια της ενισχύσεως καλύπτει όχι μόνον θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις, τα δάνεια ή η απόκτηση μεριδίων συμμετοχής στο κεφάλαιο επιχειρήσεων, αλλά και παρεμβάσεις οι οποίες, υπό διάφορες μορφές, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, ως εκ τούτου, χωρίς να αποτελούν επιδοτήσεις υπό στενή έννοια, είναι της ίδιας φύσεως και έχουν ίδια αποτελέσματα (βλ., υπό την έννοια αυτή, τις αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 1986, 234/84, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 2263, σκέψη 13, και της 11ης Ιουλίου 1996, C-39/94, SFEI κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. Ι-3547, σκέψη 58).

36 Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η παρέμβαση των δημόσιων αρχών στο κεφάλαιο μιας επιχειρήσεως, υπό οποιαδήποτε μορφή, δεν συνιστά κρατική ενίσχυση παρά μόνον εφόσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες από το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ προϋποθέσεις (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 1990, C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, γνωστή ως «απόφαση Tubemeuse», Συλλογή 1990, σ. Ι-959, σκέψη 25· της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, C-278/92 έως C-280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. Ι-4103, σκέψη 20, και Γαλλία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 68).

37 Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων προκύπτει ότι τα κεφάλαια που τίθενται από το κράτος, αμέσως ή εμμέσως, στη διάθεση μιας επιχειρήσεως, υπό συνθήκες οι οποίες αντιστοιχούν στους συνήθεις όρους της αγοράς, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως κρατικές ενισχύσεις (απόφαση της 21ης Μαρτίου 1991, C-303/88, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. Ι-1433, σκέψη 20).

38 Συνεπώς, κατά πάγια επίσης νομολογία, πρέπει να εξακριβωθεί αν, υπό παρόμοιες περιστάσεις, ένας ιδιώτης επενδυτής οικονομικής ισχύος ανάλογης προς αυτήν των οργανισμών του δημόσιου τομέα θα μπορούσε να λάβει την απόφαση να προβεί σε εισφορές κεφαλαίων του ίδιου ύψους (αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 1991, C-261/89, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. Ι-4437, σκέψη 8· προπαρατεθείσα απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 21, και απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, C-42/93, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. Ι-4175, σκέψη 13), αν ληφθούν κυρίως υπόψη τα διαθέσιμα κατά τον χρόνο των εισφορών στοιχεία και οι τότε προβλέψεις για τις εξελίξεις (βλ. την προπαρατεθείσα απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 70).

39 Δεδομένου ότι πρόκειται για περίπλοκη οικονομική εκτίμηση, ο δικαστικός έλεγχος μιας πράξεως της Επιτροπής, ο οποίος συνεπάγεται τέτοια εκτίμηση, πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο του αν τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας και αιτιολογήσεως, αν τα πραγματικά περιστατικά που ελήφθησαν υπόψη για την αμφισβητουμένη επιλογή ήσαν ακριβή και αν υφίσταται πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή κατάχρηση εξουσίας (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 1996, C-56/93, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-723, σκέψη 11).

40 Επομένως, πρέπει να εκτιμηθεί, εν προκειμένω, εάν υπό παρόμοιες περιστάσεις, ένας ιδιώτης επενδυτής οικονομικής ισχύος ανάλογης προς αυτήν της REL ή της Friulia θα αποφάσιζε να προβεί σε εισφορές κεφαλαίων του ίδιου ύψους, ενόψει, ιδίως, των διαθεσίμων στοιχείων και των προβλέψιμων εξελίξεων κατά την ημερομηνία των εν λόγω εισφορών.

41 Πρώτον, δεν αμφισβητείται ότι, κατά τον χρόνο της πρώτης αυξήσεως κεφαλαίου της Seleco, η οικονομική κατάσταση της εν λόγω εταιρίας ήταν κακή. Πράγματι, όπως έχει υπομνηστεί στο σημείο 62 των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Seleco, μολονότι ετύγχανε ενισχύσεων του Δημοσίου επί δέκα και πλέον έτη, δεν έπαυε να σημειώνει αρνητικά αποτελέσματα καθ' όλη τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου, με εξαίρεση ασήμαντα κέρδη κατά τα οικονομικά έτη 1991 και 1992. Ειδικότερα, το καθαρό αποτέλεσμα του οικονομικού έτους 1993 έκλεισε με ζημία 77,5 δισεκατομμυρίων ITL, τουτέστιν ποσό μιάμιση φορά μεγαλύτερο του εταιρικού κεφαλαίου της Seleco (αιτιολογικές σκέψεις 19 και 61 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επιπλέον, το αποτέλεσμα αυτό εντασσόταν σ' ένα πλαίσιο οικονομικής υφέσεως, το οποίο είχε προκαλέσει επιβράδυνση της αναπτύξεως, ένταση του ανταγωνισμού καθώς και αισθητή πτώση των τιμών στον ευρωπαϊκό τομέα των ηλεκτρονικών ειδών ευρείας καταναλώσεως, του οποίου η κάμψη είχε αρχίσει το 1992 (αιτιολογικές σκέψεις 52 και 53 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το 1993, που υπήρξε επίσης το δεύτερο έτος κάμψης για τον ιταλικό τομέα ηλεκτρονικών ειδών ευρείας καταναλώσεως, σημειώθηκε ταχύτερη πτώση των τιμών στην Ιταλία απ' ό,τι στα άλλα κράτη μέλη. Στην ιταλική αγορά, στην οποία, σύμφωνα με τις προβλέψεις, επρόκειτο να καταστούν αισθητά τα αποτελέσματα της οικονομικής υφέσεως καθ' όλη τη διάρκεια του 1994, οι ανταγωνιστές της Seleco επένδυσαν μεγαλύτερα ποσά στη διαφήμιση και στην έρευνα και ανάπτυξη, ενώ ορισμένοι από αυτούς προώθησαν στην αγορά ακόμη και νέα προϊόντα (αιτιολογικές σκέψεις 54 και 56 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

42 Δεύτερον, πρέπει να υπομνηστεί ότι το σχέδιο αναδιαρθρώσεως της Seleco για την περίοδο 1993-1996, που ήταν το δεύτερο που καταρτίστηκε από τις αρχές της δεκαετίας, προέβλεπε μια «επάνοδο στα κέρδη» ήδη από το 1995, ενώ το πρώτο σχέδιο, που κάλυπτε την περίοδο 1990-1993, προέβλεπε επάνοδο σε σημαντικά κέρδη το 1993 (αιτιολογική σκέψη 68 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Παρ' όλ' αυτά, κατόπιν αιτήματος της Friulia, το σχέδιο αναδιαρθρώσεως για την περίοδο 1993-1996 είχε εξεταστεί από την KPMG Peat Marwick Corporate Finance (στο εξής: KPMG), μια ανεξάρτητη εταιρία εμπειρογνωμόνων, η οποία είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το εν λόγω σχέδιο ήταν υπερβολικά φιλόδοξο, λόγω τόσο της καταστάσεως της Seleco όσο και των υποθέσεων επί των οποίων στηριζόταν. Ειδικότερα, η μελέτη της KPMG διασαφήνιζε ότι:

«- οι προβλέψεις σύμφωνα με τις οποίες η σημαντική συρρίκνωση του όγκου των πωλήσεων θα αντισταθμιζόταν από αύξηση των τιμών κατά 8 % από το δεύτερο ήμισυ του 1994 ήσαν αβάσιμες,

- η Seleco δεν είχε τα μέσα να προωθήσει τα προϊόντα της ως προϊόντα "τεχνολογίας και ποιότητας",

- στην υπόθεση περί αυξήσεως των τιμών δεν είχαν ληφθεί υπόψη η μεγάλη διαπραγματευτική ισχύς των πολυκαταστημάτων καθώς και η συνακόλουθη μείωση των περιθωρίων κέρδους της Seleco, που ήταν πάντοτε το αδύναμο σημείο της. Πράγματι, η θέση της Seleco στην κατηγορία των μεσαίων τιμών δεν της επέτρεψε ποτέ να ισχυροποιηθεί ούτε σε επίπεδο περιθωρίων κέρδους (υψηλές τιμές) ούτε σε επίπεδο ποσοτήτων (ανεπαρκή μερίδια της αγοράς),

- η ανάπτυξη του μόνου πράγματι αποδοτικού τομέα της Seleco (προϊόντα επαγγελματικής χρήσεως), στον οποίο προβλεπόταν αύξηση 21 % το 1995, κινδύνευε να υποστεί κάμψη λόγω της οικονομικής κρίσεως του ομίλου».

43 Τρίτον, από τα πρακτικά της γενικής συνελεύσεως της Seleco της 1ης Φεβρουαρίου 1994, αντίγραφο των οποίων είναι συνημμένο στο δικόγραφο της προσφυγής της Ιταλικής Κυβερνήσεως, προκύπτει ότι η REL, της οποίας οι εκπρόσωποι είχαν λάβει μέρος σε διάφορες συναντήσεις με εκπροσώπους του Υπουργείου Βιομηχανίας και της Προεδρίας του Συμβουλίου, δήλωσε έτοιμη, ενόψει ιδίως των σχετικών με την απασχόληση συμφερόντων, να καλύψει το ποσό των ζημιών που υπερέβαινε την καθαρή περιουσία της εταιρίας κατ' αναλογίαν του εταιρικού της μεριδίου, παραιτούμενη μερικώς των απαιτήσεων που είχε κατά τη Seleco.

44 Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, προκειμένου περί της αυξήσεως του κεφαλαίου της Seleco το 1994, ούτε η Friulia ούτε η REL ενήργησαν ως ιδιώτες επενδυτές που δρουν υπό συνήθεις συνθήκες της οικονομίας της αγοράς. Πράγματι, ένας ιδιώτης επενδυτής που δρα υπό τέτοιες συνθήκες δεν θα προέβαινε στις συμφωνηθείσες από τη Friulia ή τη REL εισφορές κεφαλαίων σε μια αντιμετωπίζουσα δυσχέρειες επιχείρηση όπως η Seleco χωρίς να έχει στη διάθεσή του ένα αξιόπιστο και ρεαλιστικό σχέδιο αναδιαρθρώσεως ή λαμβάνοντας υπόψη κοινωνικού χαρακτήρα ανησυχίες (βλ., επί του τελευταίου αυτού σημείου, την προπαρατεθείσα απόφαση της 21ης Μαρτίου 1991, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψεις 18 και 24), μη επιδιώκοντας έτσι να εξασφαλίσει μια προοπτική αποδοτικότητας των εισφορών του.

45 Κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι η REL και η Friulia δεν ήταν δυνατό να αναμένουν ότι οι εισφορές κεφαλαίων στις οποίες προέβησαν στο πλαίσιο της αυξήσεως του κεφαλαίου της Seleco το 1994 θα απέδιδαν κέρδη αποδεκτά για έναν ιδιώτη επενδυτή που δρα υπό συνήθεις συνθήκες αγοράς.

46 Κατά συνέπεια, πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι παρεμβάσεις της REL και της Friulia στο πλαίσιο της πρώτης αυξήσεως του κεφαλαίου της Seleco αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

47 Όσον αφορά τη δεύτερη αύξηση του κεφαλαίου της Seleco, έχει σημασία να σημειωθεί ότι το οικονομικό έτος 1995 έκλεισε, για τη Seleco, με ζημίες 64,2 δισεκατομμυρίων ITL, που αντιπροσώπευαν περίπου δύο φορές το ποσό του εταιρικού κεφαλαίου της, μολονότι το σχέδιο αναδιαρθρώσεως της εταιρίας αυτής αναφορικά με την περίοδο 1993-1996 υπελόγιζε σε μια «επιστροφή στα κέρδη» ήδη από το 1995.

48 Αφού το σχέδιο αναδιαρθρώσεως της Seleco αποδείχθηκε ανέφικτο και ελλείψει γνωστοποιήσεως οποιουδήποτε άλλου σχεδίου αναδιαρθρώσεως που να της επιτρέπει, ενδεχομένως, να θεωρήσει ως αποδεκτή αυτή τη δεύτερη παρέμβαση, η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι κανένας ενημερωμένος ιδιώτης επενδυτής, που θα δρούσε υπό συνήθεις συνθήκες οικονομίας της αγοράς, δεν θα είχε προβεί στις εισφορές κεφαλαίων στη Seleco στις οποίες προέβησαν η REL και η Friulia κατά την αύξηση του κεφαλαίου της εταιρίας αυτής το 1996, της οποίας η οικονομική κατάσταση εξακολουθούσε να παραμένει κακή, αν όχι κρίσιμη.

49 Κατά συνέπεια, οι παρεμβάσεις της REL και της Friulia, στο πλαίσιο της δεύτερης αυξήσεως του κεφαλαίου της Seleco, αποτελούσαν επίσης κρατικές ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

50 Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως της Ιταλικής Κυβερνήσεως.

Επί της υποχρεώσεως αναζητήσεως από τη Seleco της ενισχύσεως που η REL της χορήγησε το 1996

Επιχειρήματα των διαδίκων

51 Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, η απόφαση της Επιτροπής, στο μέτρο που επιβάλλει στις ιταλικές αρχές να αναζητήσουν την ενίσχυση που συνίστατο στην εκ μέρους της Seleco εξαγορά, το 1996, της απαιτήσεως των 65,2 δισεκατομμυρίων ITL που η REL εξακολουθούσε να έχει κατ' αυτής αντί ποσού ύψους 20 δισεκατομμυρίων ITL, δεν έχει νόημα από πλευράς της διασφαλίσεως των κοινοτικών συμφερόντων. Πράγματι, αν αυτή η πράξη εξαγοράς αποτελούσε ενίσχυση, έπρεπε να ακυρωθεί. Στην περίπτωση αυτή, η REL θα έπρεπε να επιστρέψει στην πτωχευτική περιουσία 20 δισεκατομμύρια ITL και να αναγγείλει, στη συνέχεια, στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας, την προγενέστερη εγχειρόγραφη απαίτησή της των 65,2 δισεκατομμυρίων ITL. Πάντως, ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα ήταν επωφελές μόνο για τη Seleco.

52 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, επιβάλλοντας την αναζήτηση της παρανόμως χορηγηθείσας ενισχύσεως, περιορίζεται στην εφαρμογή γενικής και δεσμευτικής αρχής που δεν μπορεί να τροποποιείται ανάλογα με τα συμφέροντα των εμπλεκομένων σε μια διαδικασία πτωχεύσεως επιχειρήσεων. Η κατάργηση μιας παρανόμως χορηγηθείσας ενισχύσεως μέσω της επιστροφής της αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα της.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

53 Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η κατάργηση μιας παράνομης ενισχύσεως διά της αναζητήσεώς της αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παρανόμου χαρακτήρα της (βλ., μεταξύ άλλων, την προπαρατεθείσα απόφαση Tubemeuse, σκέψη 66, καθώς και την απόφαση της 22ας Μαρτίου 2001, C-261/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2001, σ. Ι-2537, σκέψη 22).

54 Έτσι, στο μέτρο που η εκ μέρους της Seleco εξαγορά, το 1996, της απαιτήσεως των 65,2 δισεκατομμυρίων ITL που η REL εξακολουθούσε να έχει κατ' αυτής, αντί ποσού 20 δισεκατομμυρίων ITL, αποτελεί παράνομη κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή μπορεί να υποχρεώσει την Ιταλική Δημοκρατία να λάβει τα αναγκαία για την αναζήτησή της μέτρα (βλ., κατά την έννοια αυτή, την απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 1987, 310/85, Deufil κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 901, σκέψη 24).

55 Το γεγονός ότι η REL θα έπρεπε να επιστρέψει στην πτωχευτική περιουσία 20 δισεκατομμύρια ITL και να ζητήσει να συμπεριληφθεί η προγενέστερη εγχειρόγραφη απαίτησή της των 65,2 δισεκατομμυρίων ITL στο παθητικό της Seleco, έστω και αν υποτεθεί ότι θα συνέβαινε όντως, δεν μπορεί, εν προκειμένω, να θέσει υπό αμφισβήτηση την αρχή της αναζητήσεως της παρανόμως χορηγηθείσας ενισχύσεως.

56 Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως της Ιταλικής Κυβερνήσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί της υποχρεώσεως αναζητήσεως από τη Multimedia των κρατικών ενισχύσεων

57 Η προσβαλλομένη απόφαση, στο μέτρο που υποχρεώνει την Ιταλική Δημοκρατία να αναζητήσει, ενδεχομένως, τις επίμαχες ενισχύσεις από τη Multimedia, αποτελεί το αντικείμενο διαφόρων λόγων ακυρώσεως. Τόσο η Ιταλική Κυβέρνηση όσο και η SIM Multimedia προβάλλουν λόγο αντλούμενο από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Η SIM Multimedia προβάλλει επίσης λόγους αντλούμενους από την ανυπαρξία κρατικών ενισχύσεων υπέρ της Multimedia, από τον ανεπαρκή και αντιφατικό χαρακτήρα της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως καθώς και από τη δυσαναλογία μεταξύ της επιβολής της υποχρεώσεως αναζητήσεως από τη Multimedia και του μεγέθους του οικείου τμήματος της επιχειρήσεως.

58 Επιβάλλεται, πρώτον, να εξεταστεί ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από την ανυπαρξία ενισχύσεων υπέρ της Multimedia.

Επιχειρήματα των διαδίκων

59 Η SIM Multimedia διατείνεται ότι η Επιτροπή δεν έχει αποδείξει ότι το τμήμα της επιχειρήσεως που περιλαμβάνει τα μηχανήματα προβολής εικόνων βίντεο και τους μόνιτορ (στο εξής: τμήμα πολυμέσων), που έχει χωριστεί από τη Seleco και ενσωματωθεί στη Multimedia, έχει τύχει των μνημονευομένων στο άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως ενισχύσεων. Όσον αφορά τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από τη REL και τη Friulia στη Seleco το 1994 (βλ. άρθρο 1, στοιχεία α_, γ_ και δ_, της προσβαλλομένης αποφάσεως), η SIM Multimedia υποστηρίζει ότι από την ανάλυση των οικονομικών λογαριασμών της Seleco αναφορικά με τα οικονομικά έτη 1993, 1994 και 1995 προκύπτει ότι το τμήμα πολυμέσων δεν ωφελήθηκε απ' αυτές. Προκειμένου περί των ενισχύσεων που η Seleco έλαβε από τη REL και τη Friulia το 1996 (βλ. άρθρο 1, στοιχεία β_ και ε_, της προσβαλλομένης αποφάσεως), το τμήμα πολυμέσων δεν ωφελήθηκε ούτε απ' αυτές. Πράγματι, οι εν λόγω ενισχύσεις χορηγήθηκαν στη Seleco ύστερα από τη μεταβίβαση του τμήματος πολυμέσων στη Multimedia.

60 Η SIM Multimedia υπενθυμίζει ότι, ύστερα από τη μεταβίβαση του τμήματος πολυμέσων στη Multimedia, η Seleco, που είχε λάβει το 100 % των μετοχών της Multimedia έναντι αυτής της μεταβιβάσεως, πώλησε στη Friulia και στην Italtel τα δύο τρίτα των μετοχών αυτών σε τιμή αντίστοιχη προς την αξία αυτού του τμήματος πολυμέσων, όπως είχε εκτιμηθεί από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα. Κατά συνέπεια, έστω και αν υποτεθεί ότι το τμήμα πολυμέσων έτυχε των εν λόγω ενισχύσεων, το ποσό των ενισχύσεων αυτών είχε συμπεριληφθεί στην αξία του τμήματος αυτού, όπως είχε εκτιμηθεί από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα και, στη συνέχεια, μεταβιβαστεί στη Seleco μέσω της καταβληθείσας για τις μετοχές της Multimedia τιμής. Επομένως, η Seleco εξακολουθεί να είναι η μόνη επιχείρηση που έτυχε πραγματικά των εν λόγω ενισχύσεων. Εξ αυτού έπεται ότι η πτωχευτική περιουσία της εταιρίας αυτής ούτε μειώθηκε ούτε ζημιώθηκε.

61 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το τμήμα πολυμέσων αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της Seleco, τουλάχιστον μέχρι τις 18 Ιουλίου 1996, ημερομηνία κατά την οποία η εταιρία αυτή, της οποίας η Multimedia ήταν θυγατρική κατά 100 %, πώλησε στη Friulia και στην Italtel τα δύο τρίτα των μετοχών της Multimedia που κατείχε. Κατά συνέπεια, το τμήμα πολυμέσων οφείλει στις μνημομευόμενες στο άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως ενισχύσεις όχι μόνον την επιβίωσή του αλλά και αυτή ταύτην την ύπαρξή του. Συναφώς, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, ενόψει της σοβαροτάτης κρίσεως στην οποία βρισκόταν η Seleco από το 1993, η επιχείρηση θα είχε από μακρού καταστραφεί οικονομικώς αν δεν είχε τύχει των ενισχύσεων της REL και της Friulia. Εξάλλου, οι ενισχύσεις αυτές χορηγήθηκαν στη Seleco προκειμένου να αντισταθμιστούν συνολικά οι ζημίες εκμεταλλεύσεως, χωρίς οι δημόσιες αρχές να επιβάλουν ειδικούς όρους ως προς τον προορισμό τους. Κατ' αυτόν τον τρόπο, όλοι αδιακρίτως οι κλάδοι της Seleco ωφελήθηκαν από αυτές τις ενισχύσεις, για διαφορετικούς λόγους. Όντως, χωρίς τις εν λόγω ενισχύσεις, ο σύνδικος της πτωχεύσεως της Seleco θα είχε οπωσδήποτε αφαιρέσει χρηματικά ποσά προερχόμενα από ιδίους πόρους και προοριζόμενα για τις δραστηριότητες πολυμέσων προκειμένου να ικανοποιήσει τις κοινωνικοασφαλιστικού χαρακτήρα απαιτήσεις, που έχουν εξ ορισμού προτεραιότητα.

62 Όσον αφορά, ειδικότερα, τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στη Seleco το 1996, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι εν λόγω ενισχύσεις σαφώς ωφέλησαν το τμήμα πολυμέσων. Πράγματι, πρόκειται για ενισχύσεις διασώσεως, δηλαδή ενισχύσεις με προορισμό την αντιστάθμιση των ζημιών που είχε προηγουμένως υποστεί η Seleco, εν προκειμένω ζημιών που σημειώθηκαν κατά το οικονομικό έτος 1995, εποχή κατά την οποία η Seleco δεν είχε εισέτι μεταβιβάσει το εν λόγω τμήμα στη Multimedia και κατά την οποία η τελευταία εταιρία δεν ήταν ακόμα παρά κενό κέλυφος.

63 Η Επιτροπή ισχυρίζεται επίσης ότι το γεγονός ότι η μητρική εταιρία αποφάσισε, μεταγενέστερα, να πωλήσει σε τρίτους το σύνολο ή σημαντικό μέρος των μετοχών της θυγατρικής της ουδεμία ασκεί επιρροή όσον αφορά την υποχρέωση της θυγατρικής να επιστρέψει τις άνευ νομίμου αιτίας ληφθείσες ενισχύσεις. Όντως, μολονότι οι μεταβολές στην κυριότητα των μετοχών αλλάζουν την περιουσιακή σχέση με τη μητρική εταιρία από εσωτερική άποψη, ουδόλως μεταβάλλουν την παραγωγική ικανότητα της θυγατρικής, η οποία, καθώς οι οικονομικές δραστηριότητές της έχουν άνευ νομίμου αιτίας ωφεληθεί εκ των παρανόμων ενισχύσεων, εξακολουθεί να προκαλεί στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό.

64 Τέλος, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η τιμή μεταβιβάσεως του τμήματος πολυμέσων επηρεάστηκε από το γεγονός ότι οι ενδιαφερόμενοι, συγκεκριμένα η Friulia και η Italtel, καθώς και ο ανεξάρτητος εμπειρογνώμων, δεν αγνοούσαν βεβαίως τους κινδύνους που ήσαν συμφυείς με τη διαδικασία που κινήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης και για την οποία δημοσιεύθηκε ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 29ης Δεκεμβρίου 1994 (ΕΕ C 373, σ. 5), ιδίως τον κίνδυνο της υποχρεώσεως, εν τέλει, επιστροφής των ενισχύσεων.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

65 Επιβάλλεται εκ προοιμίου να υπομνηστεί ότι, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, η Επιτροπή, όταν διαπιστώνει ότι ορισμένες ενισχύσεις είναι ασύμβατες με την κοινή αγορά, μπορεί να υποχρεώσει το κράτος μέλος να αναζητήσει τις ενισχύσεις αυτές από τους εξ αυτών ωφεληθέντες (βλ. την απόφαση της 12ης Ιουλίου 1973, 70/72, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 609, σκέψη 20).

66 Η κατάργηση μιας παρανόμου ενισχύσεως μέσω αναζητήσεως είναι η λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα της (βλ. την προπαρατεθείσα απόφαση Tubemeuse, σκέψη 66) και αποσκοπεί στην επαναφορά της προηγουμένης καταστάσεως (απόφαση της 13ης Ιουνίου 2002, C-382/99, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. Ι-5163, σκέψη 89).

67 Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζει ότι η Ιταλική Δημοκρατία οφείλει να λάβει όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία για την επιστροφή από τη Seleco των διαπιστωθεισών από την Επιτροπή ως ασυμβάτων με το κοινοτικό δίκαιο ενισχύσεων που έχουν ήδη παρανόμως χορηγηθεί στους αποδέκτες τους, ενώ το μέρος που δεν θα μπορούσε να επιστραφεί από τη Seleco θα πρέπει να επιστραφεί από τη Multimedia ή από κάθε άλλη επιχείρηση προς όφελος της οποίας διαβιβάστηκαν στοιχεία ενεργητικού με αποτέλεσμα να καταστεί ατελέσφορη η προσβαλλόμενη απόφαση.

68 Ορθότατα λοιπόν η Επιτροπή αιτιολόγησε αυτό το μέρος του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως υπενθυμίζοντας, με την αιτιολογική σκέψη 113, ότι, για την ορθή εκτέλεση της αποφάσεως, καλείται το κράτος μέλος να υιοθετήσει τη στάση ιδιώτη πιστωτή.

69 Ορθότατα επίσης η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 113 έως 115 της αποφάσεώς της, επισημαίνει ότι:

- για την ορθή εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής, το κράτος μέλος καλείται να επιδιώξει άμεσα την [αναζήτηση] της ενίσχυσης προσφεύγοντας σε κάθε διαθέσιμο εκ του νόμου μέσο, συμπεριλαμβανομένης της κατάσχεσης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης και, εν ανάγκη, της εκκαθάρισης της τελευταίας, εάν δεν είναι σε θέση να επιστρέψει τους εν λόγω πόρους. Το προϊόν της εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων επιτρέπει την ικανοποίηση των διαφόρων πιστωτών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και το κράτος μέλος, έστω και αν δεν επαρκεί για να καλυφθεί το σύνολο των χρεών της επιχείρησης και, συνεπώς, δεν [επιστραφεί] ολοσχερώς η ενίσχυση. Η εκκαθάριση της επιχείρησης υπό τις συνθήκες αυτές εξακολουθεί να είναι σημαντική από την άποψη του ανταγωνισμού, διότι αποδεσμεύει το μερίδιο αγοράς που κατείχε η υπό εκκαθάριση επιχείρηση και το θέτει στη διάθεση των πιστωτών, παρέχοντας στους τελευταίους τη δυνατότητα να αποκτήσουν τα περιουσιακά στοιχεία και να τα αξιοποιήσουν αποτελεσματικότερα·

- ωστόσο, υπάρχουν περιστάσεις που μπορούν να εμποδίσουν τη διαδικασία αυτή, να θέσουν εν αμφιβόλω την αποτελεσματικότητα της απόφασης [αναζήτησης] και να καταστήσουν ανίσχυρους τους κανόνες σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις. Τούτο μπορεί να συμβεί όταν, κατόπιν μιας έρευνας ή μιας απόφασης της Επιτροπής, τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού της επιχείρησης μεταβιβάζονται σε άλλη εταιρεία, ελεγχόμενη από τα ίδια πρόσωπα, με όρους που δεν ανταποκρίνονται στις τιμές της αγοράς ή με αδιαφανείς διαδικασίες. Παρόμοιες πράξεις ενδέχεται να έχουν ως στόχο να τεθούν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία εκτός του πεδίου εφαρμογής της απόφασης της Επιτροπής και να συνεχιστεί στο διηνεκές η εν λόγω οικονομική δραστηριότητα·

- όπως και σε κάθε άλλη διαδικασία [αναζήτησης], το κράτος μέλος, για να ενεργήσει ως επισπεύδων πιστωτής, πρέπει να αναλώσει όλα τα διαθέσιμα από τον νόμο μέσα, όπως για παράδειγμα όσα αφορούν τις αγωγές για απάτη έναντι των πιστωτών από πράξεις της υπό εκκαθάριση επιχείρησης κατά την ύποπτη περίοδο πριν από την πτώχευση, τα οποία επιτρέπουν να κηρυχθούν άκυρες οι εν λόγω πράξεις.

70 Περαιτέρω, πρέπει να υπομνηστεί, όπως έχει επισημανθεί στην αιτιολογική σκέψη 47 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, σύμφωνα με την Ιταλική Κυβέρνηση, «η Seleco φέρεται ότι ίδρυσε τη Multimedia κατά πρώτο λόγο για να συνεργαστεί με τον μοναδικό άλλο Ιταλό παραγωγό προϊόντων του ίδιου είδους (μηχανήματα προβολής εικόνων βίντεο, μόνιτορ και αποκωδικοποιητές), την εταιρία Italtel, καθώς και για να επωφεληθεί κατ' αυτόν τον τρόπο από την κοινή εκμετάλλευση της τεχνογνωσίας και της πελατείας που είχε η Seleco στην εν λόγω αγορά» και ότι «η πώληση των μετοχών της Multimedia επέτρεπε στη Seleco να αποκτήσει την απαραίτητη ρευστότητα για την κάλυψη των ζημιών του 1995».

71 Εξάλλου, από τον φάκελο της υποθέσεως προκύπτουν τα εξής:

- σε μια πρώτη φάση, ύστερα από τη σύσταση, το 1995, της Multimedia, η Seleco μπόρεσε να συγκεντρώσει, τον Μάρτιο του 1996, ορισμένες από τις δραστηριότητες, καθιστάμενη μοναδικός κύριος·

- σε μια δεύτερη φάση, τον Ιούνιο του 1996, η Multimedia μετετράπη σε ανώνυμη εταιρία·

- σε μια τρίτη φάση, τον Ιούλιο του 1996, η Seleco πώλησε στην Italtel και στη Friulia τα δύο τρίτα των μετοχών της στη Multimedia, αντί ποσού 20 δισεκατομμυρίων ITL, ενώ η Seleco εξακολούθησε να είναι ο κύριος του ενός τρίτου·

- σε μια τέταρτη φάση, πωλήθηκε, τον Δεκέμβριο του 1997, σε μια ιδιωτική εταιρία, κατά τη διάρκεια δημόσιου δικαστικού πλειστηριασμού, στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως της Seleco, το τελευταίο τρίτο των μετοχών της Multimedia.

72 Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι η αξία του τμήματος πολυμέσων που μεταβιβάστηκε από τη Seleco στη Multimedia έναντι του συνόλου των μετοχών της τελευταίας είχε εκτιμηθεί από ορκωτό πραγματογνώμονα που είχε διοριστεί προς τούτο από εθνικό δικαστήριο. Δεν αμφισβητείται επίσης ότι η τιμή που κατέβαλαν η Friulia και η Italtel για την εξαγορά, που πραγματοποιήθηκε λίγους μήνες μετά την εν λόγω μεταβίβαση, των δύο τρίτων των μετοχών που διέθετε η Seleco στη Multimedia αντιστοιχούσε, κατ' ουσίαν, στα δύο τρίτα της αξίας του τμήματος πολυμέσων, όπως είχε εκτιμηθεί από τον προμνημονευθέντα ορκωτό πραγματογνώμονα. Πάντως, η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί ότι ο εν λόγω πραγματογνώμων εκτίμησε την αξία του τμήματος πολυμέσων που μεταβιβάστηκε από τη Seleco στη Multimedia λαμβάνοντας υπόψη τον κίνδυνο που υπήρχε να υποχρεωθεί η τελευταία εταιρία, ενδεχομένως, να επιστρέψει το σύνολο ή μέρος των χορηγηθεισών στη Seleco ενισχύσεων.

73 Ομοίως, δεν αμφισβητείται ότι ο σύνδικος πτωχεύσεως της Seleco δεν ζήτησε την ανάκληση της πράξεως μεταβιβάσεως εκ μέρους της Seleco των δύο τρίτων των μετοχών της Multimedia που διέθετε.

74 Τέλος, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, σύμφωνα με την πραγματογνωμοσύνη που διέταξε το πτωχευτικό δικαστήριο στα τέλη του 1997, η αξία της περιουσίας της Multimedia καθορίστηκε σε ποσό αισθητώς κατώτερο εκείνου στο οποίο είχε εκτιμηθεί στο πλαίσιο της προηγούμενης πραγματογνωμοσύνης.

75 Υπό τις περιστάσεις αυτές, ανακύπτει το ζήτημα εάν πρέπει και η Multimedia να θεωρηθεί ως ωφεληθείσα από την ενίσχυση.

76 Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η δυνατότητα που έχει μια αντιμετωπίζουσα οικονομικές δυσχέρειες εταιρία να λάβει μέτρα εξυγιάνσεως της επιχειρήσεως δεν μπορεί να αποκλειστεί a priori για λόγους αναγόμενους στην αναζήτηση των ασυμβάτων με την κοινή αγορά ενισχύσεων.

77 Όμως, όπως ισχυρίστηκε κατ' ουσίαν η Επιτροπή ενώπιον του Δικαστηρίου, εάν επιτρεπόταν, άνευ ετέρου, σε μια αντιμετωπίζουσα δυσχέρειες επιχείρηση, που έχει φθάσει σε τέτοιο σημείο ώστε να επίκειται η κήρυξή της σε πτώχευση, να δημιουργήσει, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επίσημης έρευνας σχετικά με ενισχύσεις που την αφορούν ατομικώς, θυγατρική στην οποία να μεταβιβάσει, στη συνέχεια, πριν από την περάτωση της διαδικασίας έρευνας, τα πλέον αποδοτικά στοιχεία του ενεργητικού της, τούτο θα σήμαινε ότι οποιαδήποτε εταιρία θα είχε τη δυνατότητα να αφαιρεί αυτά τα στοιχεία ενεργητικού της περιουσίας της μητρικής επιχειρήσεως κατά τον χρόνο της αναζητήσεως των ενισχύσεων, πράγμα που θα ενείχε τον κίνδυνο να καταστεί αναποτελεσματική η είσπραξη, εν όλω ή εν μέρει, των εν λόγω ενισχύσεων.

78 Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή εξέθεσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 116 και 117 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι:

- για να μην καταστεί ατελέσφορη η απόφαση αναζητήσεως των ενισχύσεων και για να αποφευχθεί η συνέχιση της στρέβλωσης της αγοράς, η Επιτροπή μπορεί να υποχρεωθεί να απαιτήσει να μην σταματήσει η αναζήτηση στην αρχική εταιρία, αλλά να επεκταθεί στην επιχείρηση που συνεχίζει ενδεχομένως τη δραστηριότητα της αρχικής επιχείρησης χρησιμοποιώντας μέσα παραγωγής που της έχουν μεταβιβαστεί, όταν ορισμένα στοιχεία της μεταβίβασης οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υφίσταται οικονομική συνέχεια μεταξύ των δύο επιχειρήσεων·

- μεταξύ των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή εξετάζει το αντικείμενο της μεταβίβασης (στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού, χρησιμοποίηση του ίδιου εργατικού δυναμικού, δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία), το τίμημα της μεταβίβασης, την ταυτότητα των μετόχων ή των ιδιοκτητών της αγοράστριας και της αρχικής επιχείρησης, τον χρόνο κατά τον οποίο πραγματοποιείται η μεταβίβαση (μετά την έναρξη της έρευνας, την κίνηση της διαδικασίας ή την έκδοση της οριστικής απόφασης) και τέλος την οικονομική λογική της πράξης.

79 Εν προκειμένω, είναι οπωσδήποτε σημαντικό να επισημανθεί, όπως άλλωστε πράττει και η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 118 και 119 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι:

- η Seleco συγκέντρωσε, τον Μάρτιο του 1996, τις αποδοτικότερες δραστηριότητές της στη Multimedia, εισφέροντας 29 δισεκατομμύρια ITL στο κεφάλαιο της εταιρίας αυτής·

- η πράξη αυτή, η οποία συνέβαλε διττώς στην απώλεια ουσιαστικών στοιχείων της Seleco (δραστηριότητες και κεφάλαιο), έγινε σε χρονικό σημείο κατά το οποίο η Επιτροπή είχε κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης·

- είναι λίαν πιθανό η πράξη αυτή να μην περιορίστηκε στη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και η μεταβίβαση των κυρίων δραστηριοτήτων της Seleco να συνοδεύτηκε από μεταβίβαση του αντίστοιχου προσωπικού (ή ενός μέρους αυτού) στη Multimedia και, επομένως, να έγινε μεταβίβαση τουλάχιστον, κοινωνικοασφαλιστικού χαρακτήρα οφειλών.

- μετά την εκ μέρους της Seleco πώληση των δύο τρίτων των μετοχών της στη Multimedia, η τελευταία βρέθηκε υπό τον έλεγχο της Seleco και/ή της Friulia (δεδομένου ότι η τελευταία ήταν ο τρίτος μέτοχος της Seleco και είχε χορηγήσει σ' αυτήν μετατρέψιμο δάνειο 12 δισεκατομμυρίων ITL).

80 Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με την αιτιολογία αυτή, η Επιτροπή ουδεμία έλαβε θέση σχετικά με το τίμημα της μεταβιβάσεως, μολονότι η ίδια έχει μνημονεύσει το γεγονός αυτό στην προσβαλλόμενη απόφαση ως ένα από τα στοιχεία που έπρεπε να ληφθούν υπόψη.

81 Συναφώς, στο υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται μεταξύ άλλων:

- ότι υποθέτει ότι το τίμημα της μεταβιβάσεως του τμήματος πολυμέσων επηρεάστηκε και υπαγορεύθηκε από τις περιστάσεις: με άλλα λόγια, κατά τον καθορισμό του τιμήματος της πωλήσεως και της αξίας των σχετικών στοιχείων του ενεργητικού είναι βέβαιο ότι οι συναλλασσόμενοι δεν μπορούσαν να αγνοούν ότι διέτρεχαν τον κίνδυνο να εμπλακούν στη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ και να υποχρεωθούν, εν τέλει, να επιστρέψουν τις χαρακτηρισθείσες ως παράνομες ενισχύσεις, και

- ότι, εν πάση περιπτώσει, το ύψος του τιμήματος της πωλήσεως δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή, ενόψει του ότι πρόκειται για πράξη σχετική με τις μετοχές.

82 Καθόσον αφορά τον πρώτο από τους ισχυρισμούς αυτούς, πρέπει να επισημανθεί, αφενός, ότι, όπως υπομνήστηκε στη σκέψη 72 της παρούσας αποφάσεως, η Επιτροπή δεν προσκόμισε καμία συγκεκριμένη απόδειξη από την οποία να μπορεί να συναχθεί ότι ο ορκωτός πραγματογνώμων έλαβε υπόψη τον κίνδυνο αυτό, όταν εκτίμησε την αξία του τμήματος των πολυμέσων.

83 Προκειμένου περί του δεύτερου ισχυρισμού, πρέπει να σημειωθεί ότι, μολονότι είναι ορθό ότι η πώληση μετοχών μιας έχουσας τύχει παρανόμου ενισχύσεως εταιρίας από ένα μέτοχο σε τρίτο ουδεμία ασκεί επιρροή όσον αφορά την υποχρέωση αναζητήσεως, η επίμαχη εν προκειμένω κατάσταση είναι διαφορετική από την ανωτέρω περίπτωση. Πράγματι, πρόκειται για την πώληση μετοχών Multimedia, που πραγματοποιήθηκε από τη Seleco, η οποία δημιούργησε την εταιρία αυτή και της οποίας η περιουσία αυξήθηκε κατά το ποσό της τιμής πωλήσεως των μετοχών. Κατά συνέπεια, δεν αποκλείεται να διατήρησε η Seleco το όφελος των ενισχύσεων που ελήφθησαν από την πώληση των μετοχών της στην τιμή της αγοράς (βλ., συναφώς, την απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C-390/98, Banks, Συλλογή 2001, σ. Ι-6117, σκέψεις 77 και 78).

84 Εξάλλου, έχει σημασία να υπομνηστεί ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη, στην προσβαλλομένη απόφαση, τις συνέπειες που θα είχε η εκ μέρους της Ιταλικής Δημοκρατίας αναζήτηση από τη Multimedia των παρανόμων ενισχύσεων, όσον αφορά την ιδιωτική εταιρία, η οποία, κατά τον δημόσιο δικαστικό πλειστηριασμό στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως της Seleco, αγόρασε το τελευταίο τρίτο των μετοχών Multimedia.

85 Κατόπιν των ανωτέρω, προκύπτει ότι η αιτιολογία επί της οποίας ερείδεται η προσβαλλομένη απόφαση είναι ανεπαρκής από πλευράς του άρθρου 253 ΕΚ, ιδίως όσον αφορά τον προβαλλόμενο ισχυρισμό ότι είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι οι μετοχές Multimedia αγοράστηκαν σε τιμή η οποία φαίνεται να ήταν η τιμή που ίσχυε στην αγορά, ενώ το σημείο αυτό έπρεπε επίσης να ληφθεί υπόψη εν προκειμένω.

86 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να ακυρωθεί το άρθρο 2, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που ορίζει ότι η Ιταλική Δημοκρατία λαμβάνει όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία για να αναζητήσει από τη Multimedia τις προβλεπόμενες στο άρθρο 1 ενισχύσεις, όσον αφορά το μέρος των ενισχύσεων που δεν θα μπορεί ενδεχομένως να αναζητήσει από τη Seleco.

87 Κατά τα λοιπά, η προσφυγή απορρίπτεται.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

88 Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Όσον αφορά την υπόθεση C-328/99, δεδομένου ότι εκάτερος των διαδίκων ηττήθηκε μερικώς, το Δικαστήριο αποφασίζει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

89 Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Όσον αφορά την υπόθεση C-399/00, δεδομένου ότι η SIM Multimedia έχει ζητήσει την καταδίκη της Επιτροπής και η τελευταία ηττήθηκε, πρέπει αυτή να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Ακυρώνει το άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2000/536/ΕΚ της Επιτροπής, της 2ας Ιουνίου 1999, σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Ιταλία υπέρ της Seleco SpA, στο μέτρο που ορίζει ότι η Ιταλική Δημοκρατία λαμβάνει όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία για να αναζητήσει από τη Seleco Multimedia Srl τις προβλεπόμενες στο άρθρο 1 ενισχύσεις, όσον αφορά το μέρος των ενισχύσεων που δεν θα μπορεί ενδεχομένως να αναζητήσει από τη Seleco SpA.

2) Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την προσφυγή.

3) Όσον αφορά την υπόθεση C-328/99, η Ιταλική Δημοκρατία και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.

4) Όσον αφορά την υπόθεση C-399/00, καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα.