61999J0309

Απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Φεβρουαρίου 2002. - J. C. J. Wouters, J. W. Savelbergh και Price Waterhouse Belastingadviseurs BV κατά Algemene Raad van de Nederlandse Orde van Advocaten, παρισταμένου του: Raad van de Balies van de Europese Gemeenschap. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Raad van State - Κάτω Χώρες. - Επαγγελματικός σύλλογος - Εθνικός δικηγορικός σύλλογος - Ρύθμιση της ασκήσεως επαγγέλματος από τον Σύλλογο - Απαγόρευση επαγγελματικών συνεταιρισμών μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών - Άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 81 ΕΚ) - Ένωση επιχειρήσεων - Περιορισμός του ανταγωνισμού - Δικαιολογητικοί λόγοι - Άρθρο 86 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 82 ΕΚ) - Επιχείρηση ή όμιλος επιχειρήσεων - Άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) - Δυνατότητα εφαρμογής - Περιορισμοί - Δικαιολογητικοί λόγοι. - Υπόθεση C-309/99.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-01577


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Ανταγωνισμός - Κοινοτικοί κανόνες - Επιχείρηση - Έννοια - Δικηγόροι - Εμπίπτει στην έννοια

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 85, 86 και 90 (νυν άρθρα 81 ΕΚ, 82 ΕΚ και 86 ΕΚ)]

2. Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων - Έννοια - Ρύθμιση για τον συνεταιρισμό μεταξύ δικηγόρων και άλλων ελευθερίων επαγγελμάτων, την οποία θέσπισε δικηγορικός σύλλογος κράτους μέλους - Εμπίπτει στην έννοια

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 (νυν άρθρο 81 ΕΚ)]

3. Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - ροσβολή του ανταγωνισμού - Απαγόρευση συνεταιρισμού μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών την οποία θέσπισε ο δικηγορικός συλλόγος κράτους μέλους - Εκτίμηση σε σχέση με το συνολικό πλαίσιο της απαγορεύσεως - Δικαιολογητικοί λόγοι - ροσήκουσα άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

4. Ανταγωνισμός - Δεσπόζουσα θέση - Συλλογική δεσπόζουσα θέση - Έννοια - Δικηγορικός σύλλογος κράτους μέλους - Δεν εμπίπτει στην έννοια

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 86 (νυν άρθρο 82 ΕΚ)]

5. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Ελευθερία εγκαταστάσεως - Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - Διατάξεις της Συνθήκης - εδίο εφαρμογής - Μη δημοσίας φύσεως διατάξεις ρυθμίζουσες συλλογικώς τη μη μισθωτή εργασία και την παροχή υπηρεσιών- Εμπίπτουν στην έννοια

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 52 και 59 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ)]

6. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Ελευθερία εγκαταστάσεως - Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - εριορισμοί - Απαγόρευση συνεταιρισμού μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών που θέσπισε ο δικηγορικός συλλόγος κράτους μέλους - Δικαιολογητικοί λόγοι - ροσήκουσα άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 52 και 59 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ)]

Περίληψη


1. Οι δικηγόροι ασκούν οικονομική δραστηριότητα και, επομένως, αποτελούν επιχειρήσεις κατά την έννοια των άρθρων 85, 86 και 90 της Συνθήκης (νυν άρθρων 81 ΕΚ, 82 ΕΚ και 86 ΕΚ), χωρίς ο περίπλοκος και τεχνικός χαρακτήρας των υπηρεσιών που παρέχουν και το γεγονός ότι η άσκηση του επαγγέλματός τους ρυθμίζεται να μπορούν να μεταβάλουν το συμπέρασμα αυτό. Συγκεκριμένα, οι δικηγόροι παρέχουν, έναντι αμοιβής, υπηρεσίες νομικής αρωγής συνιστάμενες στην προετοιμασία γνωμοδοτήσεων, συμβάσεων ή άλλων πράξεων, καθώς και στην εκπροσώπηση και υπεράσπιση ενώπιον των δικαστηρίων. Επιπλέον, αναλαμβάνουν τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους που σχετίζονται με την άσκηση των δραστηριοτήτων αυτών, διότι, σε περίπτωση ανισορροπίας μεταξύ εξόδων και εσόδων, ο ίδιος ο δικηγόρος καλείται να υποστεί τα διαχειριστικά ελλείμματα.

( βλ. σκέψεις 48-49 )

2. Ένας δικηγορικός σύλλογος κράτους μέλους, όταν εκδίδει μια ρύθμιση για την απαγόρευση συνεταιρισμού μεταξύ δικηγόρων και άλλων ελευθερίων επαγγελμάτων, δεν εκπληρώνει ούτε κοινωνική αποστολή στηριζόμενη στην αρχή της αλληλεγγύης, ούτε κάνει χρήση προνομίων που συνιστούν τυπικά γνωρίσματα της δημοσίας εξουσίας. Είναι όργανο επιφορτισμένο με τη ρύθμιση του επαγγέλματος, η άσκηση του οποίου συνιστά εξάλλου οικονομική δραστηριότητα.

Το γεγονός ότι, αφενός, τα διοικητικά όργανα ενός δικηγορικού συλλόγου αποτελούνται αποκλειστικά από δικηγόρους, οι οποίοι εκλέγονται μόνον από μέλη του επαγγέλματος και ότι, αφετέρου, ο δικηγορικός σύλλογος, όταν εκδίδει πράξεις όπως η εν λόγω ρύθμιση, δεν υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη κριτήρια δημοσίου συμφέροντος επιβεβαιώνει το συμπέρασμα ότι το άρθρο 85 της Συνθήκης (νυν άρθρο 81 ΕΚ) έχει εφαρμογή σε επαγγελματικό φορέα που έχει κανονιστικές εξουσίες.

Εξάλλου, η εν λόγω ρύθμιση, δεδομένης της επιρροής της στη συμπεριφορά των μελών του δικηγορικού συλλόγου στην αγορά νομικών υπηρεσιών, λόγω της απαγορεύσεως ορισμένων πολυκλαδικών επαγγελματικών συνεταιρισμών που συνεπάγεται, δεν είναι ξένη προς τη σφαίρα των οικονομικών συναλλαγών.

Τέλος, δεν έχει σημασία το γεγονός ότι ο δικηγορικός σύλλογος διέπεται από δημοσίου δικαίου ρύθμιση. Συγκεκριμένα, το άρθρο 85 της Συνθήκης, σύμφωνα με το γράμμα του, εφαρμόζεται σε συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων και σε αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων. Το νομικό πλαίσιο στο οποίο συνάπτονται οι συμφωνίες αυτές και λαμβάνονται οι αποφάσεις αυτές, καθώς και ο νομικός χαρακτηρισμός που δίνεται στο πλαίσιο αυτό από τις διάφορες εθνικές έννομες τάξεις δεν επηρεάζουν τη δυνατότητα εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού και, ιδίως, του άρθρου 85 της Συνθήκης.

Επομένως, ρύθμιση περί επαγγελματικού συνεταιρισμού μεταξύ δικηγόρων και λοιπών ελευθερίων επαγγελμάτων, την οποία θέσπισε ο δικηγορικός σύλλογος πρέπει να θεωρηθεί ως απόφαση ληφθείσα από ένωση επιχειρήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

( βλ. σκέψεις 58, 60-63, 65-66, 71, διατακτ. 1 )

3. Η απαγόρευση των επαγγελματικών συνεταιρισμών μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών, όπως είναι αυτή που προβλέπει ρύθμιση που θέσπισε ο δικηγορικός συλλόγος κράτους μέλους, μπορεί να περιορίσει την παραγωγή και την τεχνική ανάπτυξη κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της Συνθήκης (νυν άρθρου 81, παράγραφος 1, στοιχείο β_, ΕΚ).

Ωστόσο, όλες οι συμφωνίες επιχειρήσεων ή οι αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων που περιορίζουν την ελευθερία δράσεως των μερών ή ενός από τα μέρη δεν εμπίπτουν οπωσδήποτε στην απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Συγκεκριμένα, για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής σε συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει πρώτον να ληφθούν υπόψη το γενικό πλαίσιο στο οποίο ελήφθη η απόφαση περί ενώσεως των εν λόγω επιχειρήσεων ή στο οποίο αναπτύσσει τα αποτελέσματά της, και ιδίως οι στόχοι της, που συνδέονται εν προκειμένω με την αναγκαιότητα θεσπίσεως κανόνων περί οργανώσεως, προσόντων, δεοντολογίας, ελέγχου και ευθύνης, οι οποίοι παρέχουν την απαραίτητη εγγύηση ακεραιότητας και πείρας στους τελικούς αποδέκτες των νομικών υπηρεσιών και στην εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης. Επιβάλλεται στη συνέχεια να εξεταστεί αν τα εντεύθεν περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα είναι συνυφασμένα με την επιδίωξη των εν λόγω στόχων.

Συναφώς, επιβάλλεται να ληφθεί υπόψη το ισχύον στο εν λόγω κράτος μέλος νομικό πλαίσιο, αφενός, για τους δικηγόρους και τον δικηγορικό σύλλογο, που αποτελείται από το σύνολο των εγγεγραμμένων σ' αυτό το κράτος μέλος δικηγόρων, και αφετέρου, για τους ορκωτούς λογιστές, αντιστοίχως.

Έτσι, η ρύθμιση για τον συνεταιρισμό μεταξύ δικηγόρων και άλλων ελευθερίων επαγγελμάτων την οποία θέσπισε ένας φορέας όπως είναι ο δικηγορικός σύλλογος κράτους μέλους, δεν παραβιάζει το άρθρο 85, παράγραφος 1 της Συνθήκης, δεδομένου ότι ο φορέας αυτός ευλόγως θεώρησε ότι η εν λόγω ρύθμιση είναι αναγκαία για την προσήκουσα άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, όπως είναι οργανωμένο στο οικείο κράτος μέλος.

( βλ. σκέψεις 90, 97-98, 110, διατακτ. 2 )

4. Ο δικηγορικός σύλλογος κράτους μέλους, καθότι δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα, δεν είναι επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης (νυν άρθρο 82 ΕΚ). Δεν μπορεί εξάλλου να χαρακτηριστεί ως ομάδα επιχειρήσεων κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, εφόσον οι εγγεγραμμένοι στο κράτος μέλος δικηγόροι δεν συνδέονται επαρκώς μεταξύ τους ώστε να ακολουθούν ενιαία γραμμή δράσεως στην αγορά, η οποία συνεπάγεται την κατάργηση των ανταγωνιστικών μεταξύ τους σχέσεων. Το επάγγελμα του δικηγόρου χαρακτηρίζεται, πράγματι, από μικρό βαθμό συγκεντρώσεως, είναι ανομοιογενές και το χαρακτηρίζει έντονος εσωτερικός ανταγωνισμός. Ελλείψει επαρκών διαρθρωτικών δεσμών μεταξύ τους, οι δικηγόροι δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι κατέχουν συλλογική δεσπόζουσα θέση κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης.

( βλ. σκέψεις 112-114 )

5. Η τήρηση των άρθρων 52 και 59 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) επιβάλλεται και για τις μη δημοσίας φύσεως διατάξεις, με τις οποίες ρυθμίζεται συλλογικά η μη μισθωτή εργασία και η παροχή υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, η κατάργηση, μεταξύ των κρατών μελών, των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών θα μπορούσε να διακυβευθεί αν η κατάργηση των φραγμών κρατικής προελεύσεως εξουδετερωνόταν από εμπόδια προερχόμενα από την άσκηση της νομικής αυτονομίας ενώσεων ή οργανισμών μη διεπομένων από το δημόσιο δίκαιο.

( βλ. σκέψη 120 )

6. Μια εθνική ρύθμιση, όπως είναι ρύθμιση για τον συνεταιρισμό μεταξύ δικηγόρων και άλλων ελευθερίων επαγγελμάτων, την οποία θέσπισε ένας δικηγορικός σύλλογος κράτους μέλους, και η οποία απαγορεύει τον επαγγελματικό συνεταιρισμό μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών, δεν αντίκειται στα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ), δεδομένου ότι αυτός ο επαγγελματικός συνεταιρισμός θεωρήθηκε ευλόγως αναγκαίος για την προσήκουσα άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, όπως είναι οργανωμένο στο οικείο κράτος μέλος.

( βλ. σκέψη 123, διατακτ. 4 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-309/99,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Raad van State (Κάτω Χώρες) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

J. C. J. Wouters,

J. W. Savelbergh,

Price Waterhouse Belastingadviseurs BV

και

Algemene Raad van de Nederlandse Orde van Advocaten,

παρισταμένου του:

Raad van de Balies van de Europese Gemeenschap,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 3, στοιχείο ζ_, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ_, ΕΚ), 5 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 10 ΕΚ), 52 και 59 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 43 ΕΚ και 49 ΕΚ), καθώς και των άρθρων 85, 86 και 90 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρων 81 ΕΚ, 82 ΕΚ και 86 ΕΚ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodríguez Iglesias, ρόεδρο, P. Jann, F. Macken, N. Colneric και S. von Bahr, προέδρους τμήματος, C. Gulmann, D. A. O. Edward, A. La Pergola, J.-P. Puissochet, Μ. Wathelet (εισηγητή), R. Schintgen, Β. Σκουρή, και J. N. Cunha Rodrigues, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Léger

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- ο J. C. J. Wouters, εκπροσωπούμενος από τους H. Gilliams και Μ. Wladimiroff, advocaten,

- ο J. W. Savelbergh και η Price Waterhouse Belastingadviseurs BV, εκπροσωπούμενοι από τους D. van Liedekerke και G. J. Kemper, advocaten,

- ο Algemene Raad van de Nederlandse Orde van Advocaten, εκπροσωπούμενος από τους O. W. Brouwer, F. P. Louis και S. C. van Es, advocaten,

- ο Raad van de Balies van de Europese Gemeenschap, εκπροσωπούμενος από τον P. Glazener, advocaat,

- η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενη από τον Μ. A. Fierstra,

- η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Molde,

- η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους A. Dittrich και W.-D. Plessing,

- η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις K. Rispal-Bellanger και R. Loosli-Surrans και τον F. Million,

- η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Stix-Hackl,

- η ορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Fernandes,

- η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Kruse,

- η Κυβέρνηση του ριγκιπάτου του Λιχτενστάιν, εκπροσωπούμενη από τον C. Büchel,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον W. Wils και B. Mongin,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του J. C. J. Wouters, εκπροσωπούμενου από τον H. Gilliams, του J. W. Savelbergh και της Price Waterhouse Belastingadviseurs BV, εκπροσωπουμένων από τους D. van Liedekerke και G. J. Kemper, του Algemene Raad van de Nederlandse Orde van Advocaten, εκπροσωπούμενου από τους O. W. Brouwer και W. Knibbeler, advocaat, του Raad van de Balies van de Europese Gemeenschap, εκπροσωπούμενου από τον P. Glazener, της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον J. S. van den Oosterkamp, της Γερμανικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον A. Dittrich, της Γαλλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον F. Million, της Λουξεμβουργιανής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον N. Mackel, επικουρούμενο από τον J. Welter, avocat, της Σουηδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον Ι. Simfors, και της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον W. Wils, κατά τη συνεδρίαση της 12ης Δεκεμβρίου 2000,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Ιουλίου 2001,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με απόφαση της 10ης Αυγούστου 1999, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Αυγούστου 1999, το Raad van State υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, εννέα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 3, στοιχείο ζ_, της Συνθήκης ΕΚ [νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ_, ΕΚ], 5 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 10 ΕΚ), 52 και 59 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 43 ΕΚ και 49 ΕΚ), και 85, 86 και 90 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρων 81 ΕΚ, 82 ΕΚ και 86 ΕΚ).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο προσφυγών που άσκησαν, μεταξύ άλλων, δικηγόροι κατά της αρνήσεως του Αrrondissementsrechtbank te Amsterdam να ακυρώσει τις αποφάσεις του Nederlandse Οrde van Αdvocaten (ολλανδικού δικηγορικού συλλόγου), περί μη ακυρώσεως των αποφάσεων των εποπτικών συμβουλίων των δικηγορικών συλλόγων της περιφερείας του ρωτοδικείου του Άμστερνταμ και του Ρόττερνταμ, με τις οποίες τους απαγορεύθηκε να δικηγορούν στο πλαίσιο επαγγελματικού συνεταιρισμού με ορκωτούς λογιστές.

Εθνικό νομικό πλαίσιο

3 Το άρθρο 134 του Συντάγματος του Βασιλείου των Κάτω Χωρών αφορά την ίδρυση και το νομικό καθεστώς των δημοσίων οργανισμών. ροβλέπει:

«1. Δημόσιοι επαγγελματικοί φορείς ή άλλοι δημόσιοι οργανισμοί μπορούν να ιδρυθούν ή να καταργηθούν με νόμο ή δυνάμει νόμου.

2. Ο νόμος ρυθμίζει την αποστολή και την οργάνωση των δημοσίων αυτών οργανισμών, τη σύνθεσή τους και τις αρμοδιότητες των διοικητικών τους οργάνων, καθώς και τον δημόσιο χαρακτήρα των συνεδριάσεών τους. Με νόμο ή δυνάμει νόμου, μπορεί να παρασχεθεί στα διοικητικά τους όργανα κανονιστική αρμοδιότητα.

3. Ο νόμος ρυθμίζει την εποπτεία επί των διοικητικών αυτών οργάνων. Οι αποφάσεις τους μπορούν να ακυρωθούν μόνο λόγω παραβιάσεως του δικαίου ή αντιθέσεως προς το γενικό συμφέρον.»

O Advocatenwet (νόμος περί δικηγόρων)

4 Κατ' εφαρμογήν της διατάξεως αυτής, εκδόθηκε ο νόμος της 23ης Ιουνίου 1952, περί ιδρύσεως του ολλανδικού δικηγορικού συλλόγου και περί θεσπίσεως του εσωτερικού κανονισμού και των πειθαρχικών κανόνων που εφαρμόζονται στους δικηγόρους και τους εισαγγελείς (στο εξής: Advocatenwet).

5 Σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου αυτού:

«1. Το σύνολο των δικηγόρων που είναι εγγεγραμμένοι στις Κάτω Χώρες αποτελεί τον ολλανδικό δικηγορικό σύλλογο, ο οποίος είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου κατά την έννοια του άρθρου 134 του Συντάγματος, με έδρα τη Χάγη.

2. Το σύνολο των δικηγόρων που είναι εγγεγραμμένοι στο ίδιο ρωτοδικείο αποτελεί τον δικηγορικό σύλλογο της περιφερείας του οικείου ρωτοδικείου.»

6 Τα άρθρα 18, παράγραφος 1, και 22, παράγραφος 1, του Advocatenwet προβλέπουν ότι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος και οι σύλλογοι των περιφερειών των ρωτοδικείων διοικούνται, αντιστοίχως, από το Algemene Raad van de Nederlandse Orde van Advocaten (Γενικό Συμβούλιο του ολλανδικού δικηγορικού συλλόγου, στο εξής: Γενικό Συμβούλιο) και από τα raden van toezicht van de Orden in de arrondissementen (εποπτικά συμβούλια των συλλόγων των περιφερειών των ρωτοδικείων, στο εξής: εποπτικά συμβούλια).

7 Τα άρθρα 19 και 20 του Advocatenwet οργανώνουν την εκλογή των μελών του Γενικού Συμβουλίου. Τα μέλη αυτά εκλέγονται από το College van Afgevaardigden (στο εξής: το Σώμα των εκπροσώπων), τα μέλη του οποίου εκλέγονται στο πλαίσιο συνεδριάσεων των δικηγορικών συλλόγων των περιφερειών των ρωτοδικείων.

8 Σύμφωνα με το άρθρο 26 του Advocatenwet:

«Το Γενικό Συμβούλιο και τα εποπτικά συμβούλια μεριμνούν για την προσήκουσα άσκηση του επαγγέλματος και έχουν την εξουσία να λαμβάνουν κάθε πρόσφορο προς τούτο μέτρο. ροασπίζουν τα δικαιώματα και συμφέροντα των δικηγόρων αυτά καθεαυτά, επιβλέπουν την τήρηση των υποχρεώσεών τους και ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται με κανονιστικές πράξεις.»

9 Το άρθρο 28 του Advocatenwet προβλέπει:

«1. Το Σώμα των εκπροσώπων μπορεί να εκδίδει ρυθμίσεις για την προσήκουσα άσκηση του επαγγέλματος, και μεταξύ αυτών ρυθμίσεις που αφορούν την πρόνοια για δικηγόρους που, λόγω προχωρημένης ηλικίας, είναι πλήρως ή μερικώς ανίκανοι προς εργασία, καθώς και για στενούς συγγενείς αποβιωσάντων δικηγόρων. Το Σώμα εκδίδει, εξάλλου, τις αναγκαίες ρυθμίσεις που αφορούν εσωτερικά και οργανωτικά θέματα του ολλανδικού δικηγορικού συλλόγου.

2. Οι προτάσεις ρυθμίσεως υποβάλλονται στο Σώμα των εκπροσώπων από το Γενικό Συμβούλιο ή από πέντε τουλάχιστον εκπροσώπους. Το Γενικό Συμβούλιο δύναται να ζητήσει τη γνώμη των εποπτικών συμβουλίων επί σχεδίου ρυθμίσεως πριν από την υποβολή του στο Σώμα των εκπροσώπων.

3. Οι ρυθμίσεις ανακοινώνονται αμελλητί στον Υπουργό Δικαιοσύνης και δημοσιεύονται στην επίσημη εφημερίδα.»

10 Το άρθρο 29 του Advocatenwet διευκρινίζει:

«1. Οι ρυθμίσεις είναι δεσμευτικές για τα μέλη του εθνικού δικηγορικού συλλόγου και για τους επισκέπτες δικηγόρους [...].

2. Οι ρυθμίσεις δεν μπορούν να περιέχουν διατάξεις για θέματα που ρυθμίζονται με νόμο ή δυνάμει νόμου, ούτε να αφορούν θέματα τα οποία, λόγω της διαφοράς των καταστάσεων σε κάθε περιφέρεια ρωτοδικείου, δεν προσφέρονται για γενικές διατάξεις.

3. Οι διατάξεις των ρυθμίσεων που αφορούν θέμα ρυθμιζόμενο με νόμο ή δυνάμει νόμου παύουν αυτοδικαίως να παράγουν αποτελέσματα.»

11 Από τα άρθρα 16b και 16c του Advocatenwet προκύπτει ότι ως «επισκέπτες δικηγόροι» νοούνται τα πρόσωπα που δεν είναι εγγεγραμμένα ως δικηγόροι στις Κάτω Χώρες, αλλά μπορούν να ασκούν την επαγγελματική τους δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό την ιδιότητα του δικηγόρου ή υπό αντίστοιχη ιδιότητα.

12 Το άρθρο 30 του Advocatenwet προβλέπει:

«1. Οι αποφάσεις του Σώματος των εκπροσώπων, του Γενικού Συμβουλίου ή των λοιπών οργάνων του ολλανδικού δικηγορικού συλλόγου μπορούν να ανασταλούν ή να ακυρωθούν με βασιλικό διάταγμα, εφόσον είναι παράνομες ή αντίκεινται προς το γενικό συμφέρον.

2. Η αναστολή ή ακύρωση γίνεται εντός έξι μηνών από την κατά το άρθρο 28, παράγραφος 3, ανακοίνωση ή, όταν πρόκειται για απόφαση του Γενικού Συμβουλίου ή άλλου οργάνου του ολλανδικού δικηγορικού συλλόγου, εντός έξι μηνών από την κοινοποίησή της στον Υπουργό Δικαιοσύνης, με αιτιολογημένη απόφαση που καθορίζει, ενδεχομένως, τη διάρκεια της αναστολής.

3. Η αναστολή αναστέλλει αμέσως τα αποτελέσματα των αναστελλομένων διατάξεων. Η διάρκεια της αναστολής δεν μπορεί να υπερβεί το έτος, ακόμη και μετά από παράταση.

4. Αν η ακύρωση δεν κηρυχθεί με βασιλικό διάταγμα εντός της ταχθείσας για την αναστολή προθεσμίας, η ανασταλείσα απόφαση θεωρείται έγκυρη.

5. Η ακύρωση συνεπάγεται την ακύρωση όλων των δυναμένων να ακυρωθούν αποτελεσμάτων των ακυρωθεισών διατάξεων, εκτός αν ορίζει διαφορετικά απόφαση με βασιλικό διάταγμα.»

O Samenwerkingsverordening 1993

13 Δυνάμει του άρθρου 28 του Advocatenwet, το Σώμα των εκπροσώπων εξέδωσε τον Samenwerkingsverordening 1993 (ρύθμιση του 1993 περί επαγγελματικών συνεταιρισμών).

14 Το άρθρο 1 του Samenwerkingsverordening 1993 ορίζει την έννοια του «επαγγελματικού συνεταιρισμού» (samenwerkingsverband) ως «κάθε μορφή συνεργασίας στο πλαίσιο της οποίας οι συμμετέχοντες ασκούν το επάγγελμά τους για κοινό λογαριασμό και με κοινό κίνδυνο ή ως προς την οποία έχουν όλοι δικαίωμα λόγου ή φέρουν από κοινού την τελική ευθύνη.»

15 Το άρθρο 2 του Samenwerkingsverordening 1993 προβλέπει:

«1. Ο δικηγόρος δεν μπορεί να συνομολογεί ή να διατηρεί υποχρεώσεις δυνάμενες να διακυβεύσουν την ελευθερία του και την ανεξαρτησία του κατά την άσκηση του επαγγέλματός του, συμπεριλαμβανομένης της προασπίσεως του συμφέροντος του διαδίκου και της συνακόλουθης σχέσεως εμπιστοσύνης μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του.

2. Η διάταξη της παραγράφου 1 έχει εφαρμογή και στον δικηγόρο που δεν εργάζεται στο πλαίσιο επαγγελματικού συνεταιρισμού με συναδέλφους ή τρίτους.»

16 Βάσει του άρθρου 3 του Samenwerkingsverordening 1993:

«Ο δικηγόρος μπορεί να συνομολογεί ή να διατηρεί επαγγελματικούς συνεταιρισμούς μόνον υπό την προϋπόθεση ότι το επάγγελμα του κάθε συμμετέχοντος έχει ως κύριο αντικείμενο την άσκηση του νομικού επαγγέλματος».

17 Το άρθρο 4 του Samenwerkingsverordening 1993 προβλέπει:

«Ο δικηγόρος μπορεί να συνιστά ή να διατηρεί επαγγελματικό συνεταιρισμό μόνον με:

a) δικηγόρους εγγεγραμμένους στις Κάτω Χώρες·

b) δικηγόρους μη εγγεγραμμένους στις Κάτω Χώρες, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 5·

c) μέλη άλλου επαγγελματικού κλάδου που αναγνωρίζεται προς τούτο από το Γενικό Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 6.»

18 Βάσει του άρθρου 6 του Samenwerkingsverordening 1993:

«1. Η αναγνώριση που προβλέπει το άρθρο 4, στοιχείο c, μπορεί να χορηγηθεί υπό την προϋπόθεση ότι:

a) τα μέλη αυτού του άλλου επαγγελματικού κλάδου ασκούν ελευθέριο επάγγελμα· και

b) προς άσκηση του επαγγέλματος αυτού απαιτείται η κατοχή πανεπιστημιακού ή ισότιμου πτυχίου· και

c) τα μέλη αυτού του επαγγελματικού κλάδου υπόκεινται σε πειθαρχικούς κανόνες παρόμοιους με αυτούς που διέπουν τους δικηγόρους· και

d) η σύναψη επαγγελματικού συνεταιρισμού με τα μέλη αυτού του άλλου επαγγελματικού κλάδου δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 2 και 3.

2. Η αναγνώριση μπορεί επίσης να χορηγηθεί σε μια κατηγορία ενός επαγγελματικού κλάδου. Σ' αυτή την περίπτωση, ισχύουν mutatis mutandis οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, στοιχεία a έως d, με την επιφύλαξη της εξουσίας του Γενικού Συμβουλίου να θέτει πρόσθετες προϋποθέσεις.

3. Το Γενικό Συμβούλιο ζητεί τη γνώμη του Σώματος των εκπροσώπων πριν από τη λήψη αποφάσεως, όπως αυτή που προβλέπουν οι προηγούμενες παράγραφοι του παρόντος άρθρου.»

19 Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του Samenwerkingsverordening 1993 προβλέπει:

«Ο δικηγόρος αποφεύγει, κατά τις επαφές του με τρίτους, να παρουσιάζει κατά τρόπο ανακριβή, παραπλανητικό ή ελλιπή κάθε μορφή συνεργασίας στην οποία συμμετέχει, συμπεριλαμβανομένου του επαγγελματικού συνεταιρισμού».

20 Βάσει του άρθρου 8 του Samenwerkingsverordening 1993:

«1. Κάθε επαγγελματικός συνεταιρισμός πρέπει να έχει οπωσδήποτε συλλογική επωνυμία για όλες τις εξωτερικές επαφές.

2. Η συλλογική επωνυμία δεν πρέπει να είναι παραπλανητική [...].

3. Δικηγόρος που συνεργάζεται στο πλαίσιο επαγγελματικού συνεταιρισμού υποχρεούται να προσκομίσει, κατόπιν αιτήσεως, κατάλογο με την επωνυμία των συμμετεχόντων στον εν λόγω επαγγελματικό συνεταιρισμό, το επάγγελμά τους και την έδρα τους.

4. Κάθε έγγραφο προερχόμενο από τον επαγγελματικό συνεταιρισμό πρέπει να αναφέρει την επωνυμία, την ιδιότητα και την έδρα του υπογράφοντος το έγγραφο αυτό.»

21 Τέλος, βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 2, του Samenwerkingsverordening 1993:

«Ο δικηγόρος δεν μετέχει στην ίδρυση ή τροποποίηση επαγγελματικού συνεταιρισμού προτού το εποπτικό συμβούλιο αποφασίσει αν οι όροι ιδρύσεως ή τροποποιήσεως του επαγγελματικού συνεταιρισμού, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου εκπροσωπήσεως, πληρούν τις θεσπισθείσες μέσω ή δυνάμει της παρούσας ρυθμίσεως διατάξεις.»

22 Από τις αιτιολογικές σκέψεις του Samenwerkingsverordening 1993 προκύπτει ότι στο παρελθόν είχε ήδη επιτραπεί ο επαγγελματικός συνεταιρισμός με τους συμβολαιογράφους, τους φοροτεχνικούς συμβούλους και τους πληρεξουσίους για διπλώματα ευρεσιτεχνίας και ότι η αναγνώριση των τριών αυτών επαγγελματικών κλάδων παραμένει έγκυρη. Αντιθέτως, οι ορκωτοί λογιστές μημονεύονται ως παράδειγμα επαγγελματικού κλάδου με τον οποίο οι δικηγόροι δεν επιτρέπεται να συνεταιρίζονται.

Οι οδηγίες για τους επαγγελματικούς συνεταιρισμούς μεταξύ δικηγόρων και λοιπών (αναγνωρισμένων) επαγγελματιών

23 Εκτός του Samenwerkingsverordening 1993, ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος εξέδωσε οδηγίες για τους επαγγελματικούς συνεταιρισμούς μεταξύ δικηγόρων και λοιπών (αναγνωρισμένων) επαγγελματιών. Οι οδηγίες αυτές προβλέπουν:

«1. Τήρηση των κανόνων δεοντολογίας

Κανόνας αριθ. 1

Ο δικηγόρος δεν μπορεί, λόγω της συμμετοχής του στο πλαίσιο επαγγελματικού συνεταιρισμού με άλλον ελεύθερο επαγγελματία, να περιορίσει ή να εμποδίσει την τήρηση των ισχυόντων κανόνων δεοντολογίας.

2. Διαφορετικοί φάκελοι και χωριστή διαχείριση των υποθέσεων και των αρχείων

Κανόνας αριθ. 2

Δικηγόρος που συνεργάζεται στο πλαίσιο επαγγελματικού συνεταιρισμού με άλλον ελεύθερο επαγγελματία υποχρεούται, σε κάθε υπόθεση στην οποία παρεμβαίνει με αυτόν τον επαγγελματία, να ανοίγει διαφορετικό φάκελο και να φροντίζει, σε σχέση με αυτόν καθεαυτόν τον επαγγελματικό συνεταιρισμό:

- να διαχωρίζει τη διαχείριση της υποθέσεως από την οικονομική διαχείριση·

- να αρχειοθετεί τα στοιχεία χωριστά από τους λοιπούς ελεύθερους επαγγελματίες.

3. Σύγκρουση συμφερόντων

Κανόνας αριθ. 3

Δικηγόρος που συνεργάζεται στο πλαίσιο επαγγελματικού συνεταιρισμού με άλλον ελεύθερο επαγγελματία δεν μπορεί να υπερασπίζεται τα συμφέροντα διαδίκου όταν αυτά αντιτίθενται προς τα συμφέροντα διαδίκου στον οποίο παρέσχε ή παρέχει τις υπηρεσίες του αυτός ο άλλος ελεύθερος επαγγελματίας ή όταν μπορεί να ανακύψει τέτοια σύγκρουση συμφερόντων.

4. Επαγελματικό απόρρητο και καταχώριση των εγγράφων

Κανόνας αριθ. 4

Ο δικηγόρος υποχρεούται, σε κάθε υπόθεση στην οποία παρεμβαίνει με άλλον ελεύθερο επαγγελματία, να καταχωρίζει σχολαστικώς όλες τις επιστολές και τα έγγραφα που γνωστοποιεί στον εν λόγω ελεύθερο επαγγελματία».

Οι διαφορές της κύριας δίκης

24 Ο J. C. J. Wouters, δικηγόρος εγγεγραμμένος στον δικηγορικό σύλλογο του Άμστερνταμ, κατέστη, το 1991, εταίρος της εταιρίας Arthur Andersen & Co. Belastingadviseurs (φορολογικοί σύβουλοι). Στα τέλη του 1994 ο J. C. J. Wouters ενημέρωσε το εποπτικό συμβούλιο του δικηγορικού συλλόγου της περιφέρειας του Ρότερνταμ για την πρόθεσή του να εγγραφεί στον δικηγορικό σύλλογο της πόλης αυτής και να δικηγορεί εκεί με την επωνυμία «Arthur Andersen & Co., advocaten en belastingadviseurs».

25 Με απόφαση της 27ης Ιουλίου 1995, το συμβούλιο αυτό θεώρησε ότι οι εταίροι της Arthur Andersen & Co. Belastingadviseurs διατηρούσαν επαγγελματικό συνεταιρισμό, κατά την έννοια του Samenwerkingsverordening 1993, με τα μέλη της εταιρίας Arthur Andersen & Co. Accountants, δηλαδή με μέλη του επαγγελματικού κλάδου των ορκωτών λογιστών, οπότε ο J. C. J. Wouters παρέβη το άρθρο 4 του Samenwerkingsverordening 1993. Επιπλέον, το συμβούλιο έκρινε ότι ο J. C. J. Wouters θα ενεργούσε κατά παράβαση του άρθρου 8 του Samenwerkingsverordening 1993, αν μετείχε σε επαγγελματικό συνεταιρισμό, του οποίου η επωνυμία περιείχε το όνομα του φυσικού προσώπου «Arthur Andersen».

26 Με απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 1995, το Γενικό Συμβούλιο απέρριψε ως αβάσιμες τις διοικητικές προσφυγές των J. C. J. Wouters, Arthur Andersen & Co. Belastingadviseurs και Arthur Andersen & Co. Accountants κατά της αποφάσεως αυτής.

27 Στις αρχές του 1995 ο J. W. Savelbergh, δικηγόρος εγγεγραμμένος στον δικηγορικό σύλλογο του Άμστερνταμ, ανήγγειλε στο εποπτικό συμβούλιο του δικηγορικού συλλόγου της περιφέρειας του Άμστερνταμ την πρόθεσή του να συστήσει επαγγελματικό συνεταιρισμό με την εταιρία Price Waterhouse Belastingadviseurs BV, θυγατρική της Price Waterhouse, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο φορολογικούς συμβούλους, αλλά και ορκωτούς λογιστές.

28 Με απόφαση της 5ης Ιουλίου 1995, το συμβούλιο αυτό έκρινε ότι σκοπούμενος επαγγελματικός συνεταιρισμός αντέκειτο στο άρθρο 4 του Samenwerkingsverordening 1993.

29 Με απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 1995, το Γενικό Συμβούλιο απέρριψε ως αβάσιμη τη διοικητική προσφυγή των J. W. Savelbergh και Price Waterhouse Belastingadviseurs BV κατά της αποφάσεως αυτής.

30 Οι J. C. J. Wouters, Arthur Andersen & Co. Belastingadviseurs και Arthur Andersen & Co. Accountants, αφενός, και οι J. W. Savelbergh και Price Waterhouse Belastingadviseurs BV, αφετέρου, άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Arrondissementsrechtbank te Amsterdam. Ισχυρίστηκαν, μεταξύ άλλων, ότι οι αποφάσεις της 21ης και 29ης Νοεμβρίου 1995 του Γενικού Συμβουλίου αντέκειντο στις διατάξεις της Συνθήκης περί ανταγωνισμού, εγκασταστάσεως και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

31 Το Rechtbank, με απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1997, κήρυξε απαράδεκτες τις προσφυγές των Arthur Andersen & Co. Belastingadviseurs και Arthur Andersen & Co. Accountants και απέρριψε ως αβάσιμες τις προσφυγές των J. C. J. Wouters, J. W. Savelbergh και της εταιρίας Price Waterhouse Belastingadviseurs BV.

32 Το Rechtbank έκρινε ότι οι περί ανταγωνισμού διατάξεις της Συνθήκης δεν είχαν εφαρμογή στις διαφορές της κύριας δίκης. Το δικαστήριο αυτό τόνισε ότι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που ιδρύθηκε με νόμο προς προώθηση του γενικού συμφέροντος. ρος τούτο, έκανε χρήση, μεταξύ άλλων, της κανονιστικής αρμοδιότητας που του παρέχει το άρθρο 28 του Advocatenwet. Όφειλε να διασφαλίζει, χάριν του γενικού συμφέροντος, τη μονόπλευρη προάσπιση των συμφερόντων του πελάτη και την ανεξαρτησία του παρέχοντος νομική αρωγή δικηγόρου. Επομένως, ο ολλανδικός δικηγορικός συλλόγος δεν είναι ένωση επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 85 της Συνθήκης. Δεν μπορεί, εξάλλου, να θεωρηθεί ως επιχείρηση ή όμιλος επιχειρήσεων που κατέχει συλλογική δεσπόζουσα θέση κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης.

33 Επιπλέον, κατά το Rechtbank, το άρθρο 28 του Advocatenwet ουδόλως μεταβιβάζει αρμοδιότητες σε ιδιώτες επιχειρηματίες κατά τρόπο που υπονομεύει την πρακτική αποτελεσματικότητα των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης. Συνεπώς, η διάταξη αυτή δεν αντίκειται προς το άρθρο 5, δεύτερο εδάφιο, σε συνδυασμό με τα άρθρα 3, στοιχείο ζ_, 85 και 86 της Συνθήκης.

34 Το Rechtbank απέρριψε επίσης την επιχειρηματολογία των προσφευγόντων ότι ο Samenwerkingsverordening 1993 δεν συνάδει με το δικαίωμα εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών που καθιερώνουν τα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης. Το διασυνοριακό στοιχείο απουσιάζει στις διαφορές της κύριας δίκης, οπότε οι εν λόγω διατάξεις δεν έχουν εφαρμογή. Εν πάση περιπτώσει, η απαγόρευση συνεταιρισμού μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος και δεν είναι υπέρμετρα περιοριστική. Ελλείψει ειδικών κοινοτικών διατάξεων εν προκειμένω, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών είναι, πράγματι, ελεύθερο να θεσπίζει κανόνες αφορώντες την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στην επικράτειά του, προς διασφάλιση της ανεξαρτησίας του παρέχοντος νομική αρωγή δικηγόρου και της εκ μέρους του μονόπλευρης προστασίας των συμφερόντων του πελάτη.

35 Οι πέντε προσφεύγοντες άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Raad van State.

36 Ενώπιον του Raad van State επιτράπηκε η παρέμβαση του Raad van de Balies van de Europese Gemeenschap (Συμβουλίου των δικηγορικών συλλόγων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας), ενώσεως βελγικού δικαίου, προς στήριξη των αιτημάτων του Γενικού Συμβουλίου.

37 Με απόφαση της 10ης Αυγούστου 1999, το Raad van State επιβεβαίωσε το απαράδεκτο των εφέσεων των Arthur Andersen & Co. Belastingadviseurs και Arthur Andersen & Co. Accountants. Όσον αφορά τις λοιπές εφέσεις, το Raad van State έκρινε ότι η επίλυση των διαφορών της κύριας δίκης εξηρτάτο από την ερμηνεία διαφόρων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου.

38 Το Raad van State ερωτά, αφενός, αν το Σώμα των εκπροσώπων, εκδίδοντας τον Samenwerkingsverordening 1993 δυνάμει των εξουσιών που του παρέχει το άρθρο 28 του Advocatenwet, παρέβη τα άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης και, αφετέρου, αν ο εθνικός νομοθέτης παρέβη τα άρθρα 5, 85 και 86 της Συνθήκης, παρέχοντας, με το άρθρο 28 του Advocatenwet, στο εν λόγω Σώμα την αρμοδιότητα θεσπίσεως κανόνων. Επιπλέον, ερωτά αν ο Samenwerkingsverordening 1993 συνάδει προς την ελευθερία εγκαταστάσεως, που θεσπίζει το άρθρο 52 της Συνθήκης, και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, που θεσπίζει το άρθρο 59 της Συνθήκης.

39 Το Raad van State αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) α) Έχει ο κατά το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ) όρος "ένωση επιχειρήσεων" την έννοια ότι πρόκειται για ένωση επιχειρήσεων μόνον αν και εφόσον μια ένωση ενεργεί χάριν του συμφέροντος επιχειρηματιών, οπότε για την εφαρμογή της διατάξεως πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ δραστηριοτήτων της ενώσεως χάριν του γενικού συμφέροντος και άλλων δραστηριοτήτων, ή απλώς και μόνον το γεγονός ότι μια ένωση μπορεί να ενεργεί και χάριν του συμφέροντος επιχειρηματιών αρκεί προκειμένου να θεωρηθεί για όλες τις ενέργειές της ως ένωση επιχειρήσεων κατά την έννοια της διατάξεως αυτής; Έχει σημασία για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού το γεγονός ότι οι θεσπισθέντες από τον εν λόγω φορέα γενικώς δεσμευτικοί κανόνες θεσπίστηκαν από αυτόν δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως και υπό την ιδιότητα ειδικού νομοθετικού οργάνου;

β) Αν στο πρώτο ερώτημα, στοιχείο α_, δοθεί η απάντηση ότι πρόκειται για ένωση επιχειρήσεων μόνον αν και εφόσον μια ένωση ενεργεί χάριν του συμφέροντος επιχειρηματιών, διέπεται τότε - και - από το κοινοτικό δίκαιο το ζήτημα πότε πρόκειται για διασφάλιση του γενικού συμφέροντος και πότε όχι;

γ) Αν στο πρώτο ερώτημα, στοιχείο β_, δοθεί η απάντηση ότι το κοινοτικό δίκαιο ασκεί συναφώς επιρροή, μπορεί τότε να θεωρηθεί και ότι η εκ μέρους ενός φορέα όπως είναι ο [ολλανδικός δικηγορικός] σύλλογος των Κάτω Χωρών θέσπιση, δυνάμει κανονιστικής αρμοδιότητας για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας του παρέχοντος νομική αρωγή δικηγόρου καθώς και της μονόπλευρης προστασίας των συμφερόντων του πελάτη, γενικώς δεσμευτικών κανόνων περί συστάσεως επαγγελματικών συνεταιρισμών από δικηγόρους με άλλους επαγγελματίες προστατεύει το γενικό συμφέρον;

2) Αν βάσει των απαντήσεων στο πρώτο ερώτημα, στοιχεία α_, β_, γ_, πρέπει να συναχθεί ότι μια ρύθμιση όπως είναι [ο Samenwerkingsverordening 1993] πρέπει να θεωρηθεί ως απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ), πρέπει τότε μια τέτοια απόφαση, καθόσον θεσπίζει γενικώς δεσμευτικούς κανόνες για τη σύσταση επαγγελματικών συνεταιρισμών, όπως οι εν προκειμένω, προς διασφάλιση της ανεξαρτησίας του παρέχοντος νομική αρωγή δικηγόρου καθώς και της εκ μέρους του μονόπλευρης προστασίας των συμφερόντων του πελάτη, να θεωρηθεί ότι έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς σε τέτοιο βαθμό ώστε να επηρεάζεται το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών; Για την απάντηση στο ερώτημα αυτό, ποια είναι τα πρόσφορα κριτήρια που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο;

3) Έχει ο κατά το άρθρο 86 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 82 ΕΚ) όρος "επιχείρηση" την έννοια ότι, αν ένας φορέας όπως είναι ο [ολλανδικός δικηγορικός] σύλλογος πρέπει να θεωρηθεί ως ένωση επιχειρήσεων, πρέπει επίσης ο φορέας αυτός να θεωρηθεί ως επιχείρηση ή όμιλος επιχειρήσεων κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, καίτοι δεν αναπτύσσει κανενός είδους οικονομική δραστηριότητα;

4) Αν στο προηγούμενο ερώτημα δοθεί καταφατική απάντηση και αν πρέπει να θεωρηθεί ότι ένας φορέας όπως είναι ο [ολλανδικός δικηγορικός] σύλλογος κατέχει δεσπόζουσα θέση, εκμεταλλεύεται ένας τέτοιος φορέας καταχρηστικώς τη δεσπόζουσα αυτή θέση αν υποχρεώνει τους υπαγομένους σ' αυτόν δικηγόρους να συμπεριφέρονται έναντι τρίτων, στην αγορά παροχής νομικών υπηρεσιών, κατά τρόπο που περιορίζει τον ανταγωνισμό;

5) Αν ένας φορέας όπως είναι ο [ολλανδικός δικηγορικός] σύλλογος πρέπει, για την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, να θεωρηθεί στο σύνολό του ως ένωση επιχειρήσεων, έχει το άρθρο 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ) την έννοια ότι στη διάταξη αυτή εμπίπτει επίσης ένας φορέας όπως είναι ο [ολλανδικός δικηγορικός] σύλλογος, ο οποίος θεσπίζει, όσον αφορά τον επαγγελματικό συνεταιρισμό δικηγόρων με άλλους επαγγελματίες, γενικώς δεσμευτικούς κανόνες προς διασφάλιση της ανεξαρτησίας του παρέχοντος νομική αρωγή δικηγόρου καθώς και της εκ μέρους τους μονόπλευρης προστασίας των συμφερόντων του πελάτη;

6) Αν ένας φορέας όπως είναι ο [ολλανδικός δικηγορικός] σύλλογος πρέπει να θεωρηθεί ως ένωση επιχειρήσεων ή ως επιχείρηση ή ως όμιλος επιχειρήσεων, εμποδίζουν τα άρθρα 3, στοιχείο ζ_, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ_, ΕΚ), 5, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 10, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ) και τα άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ) να ορίσει ένα κράτος μέλος ότι ο φορέας αυτός (ή όργανο αυτού) μπορεί να θεσπίζει κανόνες δυναμένους, μεταξύ άλλων, να αφορούν τον συνεταιρισμό δικηγόρων με άλλους επαγγελματίες, ενώ η κρατική εποπτεία επί της διαδικασίας θεσπίσεως των κανόνων αυτών περιορίζεται στην εξουσία ακυρώσεως μιας τέτοιας ρυθμίσεως, χωρίς η δημόσια αρχή να μπορεί η ίδια να θεσπίσει ρύθμιση στη θέση της ακυρωθείσας;

7) Έχουν εφαρμογή για την απαγόρευση του επαγγελματικού συνεταιρισμού μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών, όπως εν προκειμένω, τόσο οι διατάξεις της Συνθήκης που αφορούν το δικαίωμα εγκαταστάσεως όσο και αυτές που αφορούν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ή η Συνθήκη ΕΚ έχει την έννοια ότι η απαγόρευση αυτή πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις είτε των διατάξεων που αφορούν το δικαίωμα εγκαταστάσεως είτε των διατάξεων που αφορούν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, για παράδειγμα, ανάλογα με τον τρόπο κατά τον οποίο οι ενδιαφερόμενοι επιθυμούν να διαμορφώσουν στην πράξη τη συνεργασία τους;

8) Συνιστά η απαγόρευση της συστάσεως επαγγελματικού συνεταιρισμού μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών, όπως εν προκειμένω, περιορισμό του δικαιώματος εγκαταστάσεως ή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή και των δύο;

9) Αν από την απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα συναχθεί ότι πρόκειται για έναν από τους δύο ή και για τους δύο αναφερθέντες περιορισμούς, δικαιολογείται τότε ο εν προκειμένω περιορισμός για τον λόγο ότι αφορά απλώς έναν "τρόπο πωλήσεως" κατά την έννοια της αποφάσεως [της 24ης Νοεμβρίου 1993] Keck και Mithouard [C-267/91 και C-268/91, Συλλογή 1993, σ. Ι-6097)], οπότε δεν υφίσταται περίπτωση δυσμενούς διακρίσεως, ή για τον λόγο ότι πληροί τα κριτήρια που το Δικαστήριο ανέπτυξε συναφώς με άλλες αποφάσεις, ιδίως δε με την απόφαση [της 30ής Νοεμβρίου 1995] Gebhard [C-55/94, Συλλογή 1995, σ. Ι-4165];»

Επί του αιτήματος επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας

40 Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 3 Δεκεμβρίου 2001, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης ζήτησαν από το Δικαστήριο να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 61 του Κανονισμού Διαδικασίας.

41 ρος στήριξη της αιτήσεως αυτής, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης ισχυρίζονται ότι ο γενικός εισαγγελέας, με τα σημεία 170 έως 201 των προτάσεων του, που ανέπτυξε στις 10 Ιουλίου 2001, αποφάνθηκε επί ερωτήματος που δεν υπέβαλε ρητώς το αιτούν δικαστήριο.

42 Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως, ή κατόπιν προτάσεως του γενικού εισαγγελέα ή αιτήσεως των διαδίκων, να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 61 του Κανονισμού Διαδικασίας, εφόσον κρίνει ότι δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία ή ότι η υπόθεση πρέπει να επιλυθεί βάσει επιχειρήματος επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων (βλ. διάταξη της 4ης Φεβρουαρίου 2000, C-17/98, Emesa Sugar, Συλλογή 2000, σ. Ι-665, σκέψη 18).

43 Εν προκειμένω, ωστόσο, το Δικαστήριο, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, εκτιμά ότι διαθέτει όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για να απαντήσει στα ερωτήματα που τίθενται στην υπό κρίση υπόθεση και ότι τα στοιχεία αυτά αποτέλεσαν αντικείμενο των διεξαχθεισών ενώπιον του Δικαστηρίου συζητήσεων.

Επί του πρώτου ερωτήματος, στοιχείο α_

44 Με το πρώτο ερώτημα, στοιχείο α_, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, στην ουσία, αν μια ρύθμιση περί επαγγελματικού συνεταιρισμού μεταξύ δικηγόρων και άλλων ελευθερίων επαγγελμάτων, όπως είναι ο Samenwerkingsverordening 1993, τον οποίο εξέδωσε ένας φορέας όπως είναι ο ολλανδικός δικηγορικός συλλόγος, πρέπει να θεωρηθεί ως απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Ερωτά, ιδίως, αν έχει σημασία για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού το γεγονός ότι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος είχε νομοθετική εξουσιοδότηση να θεσπίσει γενικώς δεσμευτικούς κανόνες τόσο για τους εγγεγραμμένους στις Κάτω Χώρες δικηγόρους όσο και για τους δυναμένους να ασκούν στα λοιπά κράτη μέλη και οι οποίοι έρχονται να παράσχουν υπηρεσίες στις Κάτω Χώρες. Ερωτά επίσης αν το γεγονός και μόνον ότι ένας φορέας μπορεί να ενεργεί προς το συμφέρον των μελών του αρκεί για να χαρακτηριστεί για όλες τις ενέργειές του ως ένωση επιχειρήσεων ή, για την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, πρέπει να έχει ειδική μεταχείριση για τις δραστηριότητες που αναπτύσσει προς το γενικό συμφέρον.

45 ροκειμένου να καθορισθεί αν μια ρύθμιση όπως είναι ο Samenwerkingsverordening 1993 πρέπει να θεωρηθεί ως απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, επιβάλλεται να εξεταστεί, πρώτον, αν οι δικηγόροι είναι επιχειρήσεις κατά την έννοια του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού.

46 Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού, η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει κάθε φορέα που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο της χρηματοδοτήσεώς του (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 23ης Απριλίου 1991, C-41/90, Höfner και Elser, Συλλογή 1991, σ. Ι-1979, σκέψη 21, της 16ης Νοεμβρίου 1995, C-244/94, Fédération française des sociétés d'assurances κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. Ι-4013, σκέψη 14, και της 11ης Δεκεμβρίου 1997, C-55/96, Job Centre, αποκαλούμενη «Job Centre ΙΙ», Συλλογή 1997, σ. Ι-7119, σκέψη 21).

47 Συναφώς, κατά πάγια επίσης νομολογία, η οικονομική δραστηριότητα συνίσταται σε κάθε δραστηριότητα προσφοράς αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 1987, 118/85, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1987, σ. 2599, σκέψη 7, και της 18ης Ιουνίου 1998, C-35/96, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1998, σ. Ι-3851, σκέψη 36).

48 Οι δικηγόροι παρέχουν, έναντι αμοιβής, υπηρεσίες νομικής αρωγής συνιστάμενες στην προετοιμασία γνωμοδοτήσεων, συμβάσεων ή άλλων πράξεων, καθώς και στην εκπροσώπηση και υπεράσπιση ενώπιον των δικαστηρίων. Επιπλέον, αναλαμβάνουν τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους που σχετίζονται με την άσκηση των δραστηριοτήτων αυτών, διότι, σε περίπτωση ανισορροπίας μεταξύ εξόδων και εσόδων, ο ίδιος ο δικηγόρος καλείται να υποστεί τα διαχειριστικά ελλείμματα.

49 Υπό τις συνθήκες αυτές, οι εγγεγραμμένοι στις Κάτω Χώρες δικηγόροι ασκούν οικονομική δραστηριότητα και, επομένως, αποτελούν επιχειρήσεις κατά την έννοια των άρθρων 85, 86 και 90 της Συνθήκης, χωρίς ο περίπλοκος και τεχνικός χαρακτήρας των υπηρεσιών που παρέχουν και το γεγονός ότι η άσκηση του επαγγέλματός τους ρυθμίζεται να μπορούν να μεταβάλουν το συμπέρασμα αυτό (βλ., υπ' αυτή την έννοια, σχετικά με τους ιατρούς, την απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2000, C-180/98 έως C-184/98, Pavlov κ.λπ., Συλλογή 2000, σ. Ι-6451, σκέψη 77).

50 Δεύτερον, επιβάλλεται να εξεταστεί κατά πόσον ένας επαγγελματικός φορέας όπως είναι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος πρέπει να θεωρηθεί ως ένωση επιχειρήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, όταν εκδίδει μια ρύθμιση όπως είναι ο Samenwerkingsverordening 1993 (βλ., υπ' αυτή την έννοια, σχετικά με τον επαγγελματικό φορέα των εκτελωνιστών, την προπαρατεθείσα απόφαση της 18ης Ιουνίου 1998, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 39).

51 Ο καθού της κύριας δίκης ισχυρίζεται ότι, εφόσον ο ολλανδός νομοθέτης ίδρυσε τον ολλανδικό δικηγορικό σύλλογο ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και του παραχώρησε κανονιστικές αρμοδιότητες, προκειμένου να εκπληρώνει αποστολή δημοσίου συμφέροντος, ο δικηγορικός αυτός σύλλογος δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 85 της Συνθήκης, ιδίως στο πλαίσιο ασκήσεως της κανονιστικής του εξουσίας.

52 Το παρεμβαίνον στην κύρια δίκη και η Γερμανική, Αυστριακή και ορτογαλική Κυβέρνηση προσθέτουν ότι ένας φορέας όπως είναι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος ασκεί δημόσια εξουσία και δεν εμπίπτει, συνεπώς, στο άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

53 Το παρεμβαίνον στην κύρια δίκη διευκρινίζει ότι ένας φορέας μπορεί να εξομοιωθεί με δημόσια αρχή όταν η δραστηριότητα που ασκεί αποτελεί αποστολή γενικού συμφέροντος που εμπίπτει στις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους. Το ολλανδικό κράτος επιφόρτισε τον ολλανδικό δικηγορικό σύλλογο με τη διασφάλιση της προσήκουσας προσβάσεως των πολιτών στο δίκαιο και στη δικαιοσύνη, γεγονός που αποτελεί ακριβώς ουσιώδη κρατική λειτουργία.

54 Η Γερμανική Κυβέρνηση υπενθυμίζει ότι εναπόκειται στα αρμόδια νομοθετικά όργανα του κράτους μέλους να αποφασίζουν, στο πλαίσιο της εθνικής κυριαρχίας, τον τρόπο οργανώσεως των προνομίων τους. Η μεταβίβαση σ' ένα δημοκρατικώς νομιμοποιούμενο φορέα, όπως είναι ένας επαγγελματικός σύλλογος, της εξουσίας εκδόσεως γενικώς δεσμευτικών ρυθμίσεων εντάσσσεται στα πλαίσια αυτής της αρχής της θεσμικής αυτονομίας.

55 Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, η αρχή αυτή θα αναιρούνταν αν οι φορείς στους οποίους ανατέθηκαν τα κανονιστικά αυτά καθήκοντα χαρακτηρίζονταν ως ενώσεις επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 85 της Συνθήκης. Θα αποτελούσε αντίφαση το να υποτεθεί ότι η εθνική νομοθεσία είναι έγκυρη μόνον όταν η Επιτροπή χορηγεί απαλλαγή κατ' εφαρμογήν του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Κατ' αυτόν τον τρόπο, θα ετίθετο υπό αμφισβήτηση το σύνολο της ρυθμίσεως του συλλόγου.

56 Συναφώς, επιβάλλεται να καθοριστεί αν ένας επαγγελματικός σύλλογος, όταν εκδίδει μια ρύθμιση όπως είναι ο Samenwerkingsverordening 1993, πρέπει να θεωρείται ως ένωση επιχειρήσεων ή, αντιθέτως, ως δημόσια αρχή.

57 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, δεν έχουν εφαρμογή οι κανόνες περί ανταγωνισμού της Συνθήκης σε δραστηριότητα η οποία, λόγω της φύσεώς της, των κανόνων στους οποίους υπόκειται και του αντικειμένου της, δεν εμπίπτει στη σφαίρα των οικονομικών συναλλαγών (βλ., υπ' αυτή την έννοια, την απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 1993, C-159/91 και C-160/91, Poucet και Pistre, Συλλογή 1993, σ. Ι-637, σκέψεις 18 και 19, όσον αφορά τη διαχείριση της υπό του Δημοσίου παροχής υπηρεσιών κοινωνικής ασφαλίσεως) ή συνδέεται με την άσκηση προνομίων δημοσίας εξουσίας (βλ., υπ' αυτή την έννοια, τις αποφάσεις της 19ης Ιανουαρίου 1994, C-364/92, SAT Fluggesellschaft, Συλλογή 1994, σ. Ι-43, σκέψη 30, σχετικά με τον έλεγχο και την αστυνόμευση του εναερίου χώρου, και της 18ης Μαρτίου 1997, C-343/95, Diego Calì & Figli, Συλλογή 1997, σ. Ι-1547, σκέψεις 22 και 23, σχετικά με την πρόληψη της ρυπάνσεως του θαλάσσιου περιβάλλοντος).

58 Επιβάλλεται να τονιστεί, πρώτον, ότι ένας επαγγελματικός φορέας όπως είναι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος, όταν εκδίδει μια ρύθμιση όπως είναι ο Samenwerkingsverordening 1993, δεν εκπληρώνει ούτε κοινωνική αποστολή στηριζόμενη στην αρχή της αλληλεγγύης, αντιθέτως προς ορισμένους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως (βλ. την προπαρατεθείσα απόφαση Poucet και Pistre, σκέψη 18), ούτε κάνει χρήση προνομίων που συνιστούν τυπικά γνωρίσματα της δημοσίας εξουσίας (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Sat Fluggesellschaft, σκέψη 30). Είναι όργανο επιφορτισμένο με τη ρύθμιση του επαγγέλματος, η άσκηση του οποίου συνιστά εξάλλου οικονομική δραστηριότητα.

59 Συναφώς, το γεγονός ότι το Γενικό Συμβούλιο είναι επιφορτισμένο, βάσει του άρθρου 26 του Advocatenwet, με την προάσπιση των δικαιωμάτων αυτών καθεαυτά και των συμφερόντων των δικηγόρων δεν μπορεί να αποκλείσει a priori τον επαγγελματικό αυτό φορέα από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης, ακόμη κι όταν ασκεί τη ρυθμιστική της ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος λειτουργία του (βλ. υπ' αυτή την έννοια, σχετικά με του ιατρούς, την προπαρατεθείσα απόφαση Pavlov κ.λπ., σκέψη 86).

60 Εν συνεχεία, και άλλα στοιχεία επιβεβαιώνουν το συμπέρασμα ότι το άρθρο 85 της Συνθήκης έχει εφαρμογή σε επαγγελματικό φορέα που έχει κανονιστικές εξουσίες, όπως είναι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος.

61 Συγκεκριμένα, αφενός, από τον Advocatenwet προκύπτει ότι τα διοικητικά όργανα του ολλανδικού δικηγορικού συλλόγου αποτελούνται αποκλειστικά από δικηγόρους, οι οποίοι εκλέγονται μόνον από μέλη του επαγγέλματος. Οι εθνικές αρχές δεν μπορούν να επέμβουν κατά την ανάδειξη των μελών των εποπτικών συμβουλίων, του Σώματος των εκπροσώπων και του Γενικού Συμβουλίου (βλ., σχετικά με τον επαγγελματικό φορέα των εκτελωνιστών, την προπαρατεθείσα απόφαση της 18ης Ιουνίου 1998, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 42· σχετικά με τον επαγγελματικό φορέα των ιατρών, την προπαρατεθείσα απόφαση Pavlov, σκέψη 88).

62 Αφετέρου, ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος, όταν εκδίδει πράξεις όπως τον Samenwerkingsverordening 1993, δεν υποχρεούται, εξάλλου, να λαμβάνει υπόψη κριτήρια δημοσίου συμφέροντος. Το άρθρο 28 του Advocatenwet, που τον εξουσιοδοτεί να θεσπίζει κανόνες, απαιτεί απλώς οι κανόνες αυτοί να εκδίδονται για «την προσήκουσα άσκηση του επαγγέλματος» (βλ., σχετικά με τον επαγγελματικό φορέα των εκτελωνιστών, την προπαρατεθείσα απόφαση της 18ης Ιουνίου 1998, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 43).

63 Τέλος, ο Samenwerkingsverordening 1993, δεδομένης της επιρροής του στη συμπεριφορά των μελών του ολλανδικού δικηγορικού συλλόγου στην αγορά νομικών υπηρεσιών, λόγω της απαγορεύσεως ορισμένων πολυκλαδικών επαγγελματικών συνεταιρισμών που συνεπάγεται, δεν είναι ξένος προς τη σφαίρα των οικονομικών συναλλαγών.

64 Ενόψει των προεκτεθέντων, συνάγεται ότι ένας επαγγελματικός φορέας όπως είναι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος πρέπει να θεωρηθεί ως ένωση επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης όταν εκδίδει μια ρύθμιση όπως είναι ο Samenwerkingsverordening 1993. Η ρύθμιση αυτή αποτελεί, πράγματι, έκφραση της βουλήσεως των εκπροσώπων των μελών ενός επαγγέλματος να επιτύχουν από τα μέλη αυτά την υιοθέτηση συγκεκριμένης συμπεριφοράς στο πλαίσιο της οικονομικής τους δραστηριότητας.

65 Δεν έχει εξάλλου σημασία το γεγονός ότι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος διέπεται από δημοσίου δικαίου ρύθμιση.

66 Συγκεκριμένα, το άρθρο 85 της Συνθήκης, σύμφωνα με το γράμμα του, εφαρμόζεται σε συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων και σε αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων. Το νομικό πλαίσιο στο οποίο συνάπτονται οι συμφωνίες αυτές και λαμβάνονται οι αποφάσεις αυτές, καθώς και ο νομικός χαρακτηρισμός που δίνεται στο πλαίσιο αυτό από τις διάφορες εθνικές έννομες τάξεις δεν επηρεάζουν τη δυνατότητα εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού και, ιδίως, του άρθρου 85 της Συνθήκης (απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 1985, 123/83, Clair, Συλλογή 1985, σ. 391, σκέψη 17, και την προπαρατεθείσα απόφαση της 18ης Ιουνίου 1998, C-35/96, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 40).

67 Αυτή η ερμηνεία του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης δεν οδηγεί στην αγνόηση της αρχής της θεσμικής αυτονομίας, την οποία επικαλείται η Γερμανική Κυβέρνηση (βλ. σκέψεις 54 και 55 της παρούσας αποφάσεως). Επιβάλλεται να πραγματοποιηθεί προς τούτο μια διάκριση.

68 Είτε ένα κράτος μέλος, όταν παραχωρεί κανονιστικές εξουσίες σ' έναν επαγγελματικό φορέα, μεριμνά για τον καθορισμό των κριτηρίων γενικού συμφέροντος και των ουσιωδών αρχών, προς τις οποίες οφείλει να συνάδει η ρύθμιση του συλλόγου, καθώς και για τη διατήρηση της εξουσίας του λήψεως αποφάσεων σε τελευταίο βαθμό. Σ' αυτή την περίπτωση, οι κανόνες που θεσπίζει η επαγγελματική ένωση διατηρούν τον κρατικό χαρακτήρα και δεν εμπίπτουν στους κανόνες της Συνθήκης που ισχύουν για τις επιχειρήσεις.

69 Είτε οι κανονιστικές διατάξεις που θεσπίζει η επαγγελματική ένωση αφορούν αυτή και μόνον την ένωση. Βεβαίως, αν το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης είχε εφαρμογή, θα εναπέκειτο στην ένωση αυτή να τις κοινοποιήσει στην Επιτροπή. Η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί ωστόσο να παραλύσει υπερβολικά την κανονιστική δραστηριότητα των επαγγελματικών ένωσεων, όπως ισχυρίζεται η Γερμανική Κυβέρνηση, καθόσον η Επιτροπή έχει, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα να εκδώσει κανονισμό απαλλαγής κατά κατηγορίες, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

70 Το γεγονός ότι καθένα από τα συστήματα που περιγράφονται ανωτέρω στις σκέψεις 68 και 69 της παρούσας αποφάσεως έχει διαφορετικές συνέπειες από πλευράς κοινοτικού δικαίου ουδόλως περιορίζει την ελευθερία των κρατών μελών να επιλέξουν το ένα ή το άλλο.

71 Ενόψει των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα, στοιχείο α_, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ρύθμιση περί επαγγελματικού συνεταιρισμού μεταξύ δικηγόρων και λοιπών ελευθερίων επαγγελμάτων, όπως είναι ο Samenwerkingsverordening 1993, την οποία θέσπισε ένας φορέας, όπως είναι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος, πρέπει να θεωρηθεί ως απόφαση ληφθείσα από ένωση επιχειρήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

Επί του πρώτου ερωτήματος, στοιχεία β_ και γ_

72 Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, στοιχείο α_, παρέλκει η απάντηση στο πρώτο ερώτημα, στοιχεία β_ και γ_.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

73 Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, στην ουσία, αν μια ρύθμιση όπως είναι ο Samenwerkingsverordening 1993, ο οποίος, προς διασφάλιση της ανεξαρτησίας του παρέχοντος νομική αρωγή δικηγόρου καθώς και της εκ μέρους του μονόπλευρης προστασίας των συμφερόντων του πελάτη σε σχέση με άλλα ελευθέρια επαγγέλματα, θεσπίζει γενικώς δεσμευτικούς κανόνες για τη σύσταση επαγγελματικών συνεταιρισμών, έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς και μπορεί να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο.

74 Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, περιγράφοντας τα διαδοχικά κείμενα της ρυθμίσεως περί επαγγελματικού συνεταιρισμού, προσπάθησαν να αποδείξουν ότι ο Samenwerkingsverordening 1993 είχε ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού.

75 Αρχικά, ο Samenwerkingsverordening 1972 εξαρτούσε την άδεια συμμετοχής των δικηγόρων σε πολυεπαγγελματικές ενώσεις από τρεις προϋποθέσεις. ρώτον, οι εταίροι έπρεπε να είναι μέλη άλλων ελευθερίων επαγγελμάτων έχοντες τύχει πανεπιστημιακής ή ισότιμης εκπαίδευσης. Στη συνέχεια, έπρεπε να ανήκουν σε σύλλογο ή όμιλο τα μέλη του οποίου υπέκειντο σε πειθαρχικό δίκαιο παρόμοιο με αυτόν των δικηγόρων. Τέλος, η αναλογία των ανηκόντων στην εν λόγω επαγγελματική ένωση δικηγόρων και το μέγεθος της συμβολής τους σ' αυτήν έπρεπε να είναι τουλάχιστον ισοδύναμα, όσον αφορά τόσο τις αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ των συμμετεχόντων όσο και τις σχέσεις με τρίτους, με αυτά των εταίρων που ανήκαν σε άλλα επαγγέλματα.

76 Το 1973 το Γενικό Συμβούλιο αναγνώρισε τα μέλη της ολλανδικής ενώσεως συμβούλων σε θέματα ευρεσιτεχνίας, αφενός, και της ολλανδικής ενώσεως φοροτεχνικών συμβούλων, αφετέρου, για τη σύσταση πολυκλαδικών επαγγελματικών ενώσεων με δικηγόρους. Αργότερα, αναγνώρισε και τους συμβολαιογράφους. Σύμφωνα με τους προσφεύγοντες της κύριας δίκης, μολονότι τότε τα μέλη του ολλανδικού ινστιτούτου ορκωτών λογιστών δεν αναγνωρίστηκαν επισήμως από το Γενικό Συμβούλιο, ουδεμία κατ' αρχήν αντίρρηση υπήρχε.

77 Το 1991, ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος, αντιμετωπίζοντας για πρώτη φορά αίτηση αναγνωρίσεως επαγγελματικού συνεταιρισμού με ορκωτό λογιστή, τροποποίησε, κατόπιν ταχείας διαδικασίας, τον Samenwerkingsverordening 1972, με μοναδικό στόχο να υπάρξει νομική βάση για την απαγόρευση των επαγγελματικών ενώσεων μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών. Στο εξής, οι δικηγόροι μπορούσαν να μετέχουν σε πολυκλαδική επαγγελματική ένωση μόνον όταν «δεν διακυβεύονται η ελευθερία και ανεξαρτησία κατά την άσκηση του επαγγέλματος, συμπεριλαμβανομένης της προασπίσεως του συμφέροντος του διαδίκου και της συνακόλουθης σχέσεως εμπιστοσύνης μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του».

78 Η άρνηση αναγνωρίσεως των ενώσεων μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών στηρίχθηκε στη διαπίστωση ότι τα γραφεία των ορκωτών λογιστών κατέστησαν συν τω χρόνω γιγαντιαίες οργανώσεις, οπότε ο συνεταιρισμός δικηγορικού γραφείου με ένα τέτοιο γραφείο θα έμοιαζε, κατά τον τότε Algeneme Deken (πρόεδρο) του δικηγορικού συλλόγου, «μάλλον με γάμο ποντικού με ελέφαντα παρά με ένωση εταίρων ισοδυνάμου μεγέθους».

79 Ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος θέσπισε στη συνέχεια τον Samenwerkingsverordening 1993. Αυτός επανέλαβε την τροποποίηση του 1991 και πρόσθεσε μια επιπλέον απαίτηση, σύμφωνα με την οποία οι δικηγόροι μπορούν στο εξής να μετέχουν σε επαγγελματική ένωση «υπό τη προϋπόθεση ότι το επάγγελμα καθενός από τους μετέχοντες έχει ως κύριο στόχο την άσκηση του νομικού επαγγέλματος» (άρθρο 3 του Samenwerkingsverordening 1993), γεγονός που, κατά τους προσφεύγοντες της κύριας δίκης, αποδεικνύει ότι το αντικείμενο της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής ρυθμίσεως αντέβαινε προς τον ανταγωνισμό.

80 Επικουρικώς, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης ισχυρίζονται ότι, αναξαρτήτως του αντικειμένου του, ο Samenwerkingsverordening 1993 έχει περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα.

81 Οι επαγγελματικοί συνεταιρισμοί μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών θα επέτρεπαν, πράγματι, να καλυφθούν καλύτερα οι ανάγκες των πελατών που δρουν σ' ένα οικονομικό και νομικό περιβάλλον που καθίσταται συνεχώς περισσότερο περίπλοκο και διεθνές.

82 Οι δικηγόροι, έχοντας τη φήμη του ειδικού σε πολλούς τομείς, είναι οι καταλληλότεροι για να προσφέρουν στους πελάτες τους διαφοροποιημένα σύνολα νομικών υπηρεσιών και είναι ιδιαίτερα ελκυστικοί για άλλους επιχειρηματίες στην αγορά νομικών υπηρεσιών, ως εταίροι μιας πολυκλαδικής επαγγελματικής ενώσεως.

83 Αμοιβαίως, ο ορκωτός λογιστής είναι ελκυστικός εταίρος για τον δικηγόρο στο πλαίσιο επαγγελματικής ενώσεως. Συγκεκριμένα, έχει ειδικές γνώσεις σε τομείς όπως η νομοθεσία επί θεμάτων ισολογισμού, φορολογίας, οργανώσεως και αναδιαρθρώσεως επιχειρήσεων, συμβουλών σε θέματα διαχειρίσεως. ολλοί πελάτες θα ενδιαφέρονταν για τις συνολικές υπηρεσίες που παρέχει ένα και μοναδικό πρόσωπο και οι οποίες καλύπτουν εξίσου τις νομικές και οικονομικές, φορολογικές και λογιστικές πτυχές μιας υποθέσεως.

84 Με την απαγόρευση όμως της κύριας δίκης απαγορεύεται κάθε συμβατική σύμπραξη μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών προβλέπουσα, υπό οποιαδήποτε μορφή, την από κοινού εξουσία λήψεως αποφάσεων, την υποχρέωση επιστροφής σε ορισμένες περιπτώσεις μέρους των εσόδων ή τη χρήση κοινής επωνυμίας, γεγονός που καθιστά δυσχερή κάθε είδους αποτελεσματικό επαγγελματικό συνεταιρισμό.

85 Αντιθέτως, η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση ισχυρίστηκε, κατά την προφορική διαδικασία, ότι η απαγόρευση των επαγγελματικών συνεταιρισμών, όπως είναι αυτή που προβλέπει ο Samenwerkingsverordening 1993, είχε θετικά αποτελέσματα στον ανταγωνισμό. Υποστήριξε ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση, απαγορεύοντας στους δικηγόρους να συνεταιρίζονται με ορκωτούς λογιστές, αποτρέπει τη συγκέντρωση των παρεχομένων από τους δικηγόρους νομικών υπηρεσιών στα χέρια μερικών μεγάλων διεθνών εταιριών και, στη συνέχεια, διατηρεί στην αγορά σημαντικό αριθμό επιχειρηματιών.

86 Συναφώς, φαίνεται ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση θίγει τον ανταγωνισμό και είναι ικανή να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο.

87 Όσον αφορά τον επηρεασμό του ανταγωνισμού, επιβάλλεται να τονιστεί, πρώτον, ότι οι ειδικές γνώσεις των δικηγόρων και των ορκωτών λογιστών μπορούν να αλληλοσυμπληρώνονται. Καθόσον οι παροχές νομικών υπηρεσιών, ιδίως στο εμπορικό δίκαιο, απαιτούν όλο και συχνότερα την επέμβαση λογιστή, ένας επαγγελματικός συνεταιρισμός μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών θα προσέφερε μια ευρύτερη σειρά υπηρεσιών, θα πρότεινε δηλαδή καινοτομίες. Ο πελάτης θα είχε έτσι τη δυνατότητα να απευθυνθεί σε μια ενιαία οντότητα για ένα μεγάλο μέρος των υπηρεσιών που είναι αναγκαίες για την οργάνωση, τη διαχείριση και τη λειτουργία της επιχειρήσεώς του (το λεγόμενο «one-stop-shop» πλεονέκτημα).

88 Στη συνέχεια, ένας επαγγελματικός συνεταιρισμός μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών θα ικανοποιούσε τις ανάγκες που προκαλεί η αυξανόμενη αλληλοδιείσδυση των εθνικών αγορών και η αναγκαιότητα μιας διαρκούς προσαρμογής στις εθνικές και διεθνείς ρυθμίσεις, την οποία συνεπάγεται η αλληλοδιείσδυση αυτή.

89 Τέλος, δεν μπορεί να αποκλειστεί το γεγονός ότι οι οικονομίες κλίμακας που απορρέουν από αυτούς τους επαγγελματικούς συνεταιρισμούς μπορεί να έχουν θετικές επιδράσεις στο κόστος παροχής υπηρεσιών.

90 Η απαγόρευση των επαγγελματικών συνεταιρισμών μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών, όπως είναι αυτή που προβλέπει ο Samenwerkingsverordening 1993, μπορεί συνεπώς να περιορίσει την παραγωγή και την τεχνική ανάπτυξη κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της Συνθήκης.

91 Βεβαίως, η αγορά των ορκωτών λογιστών χαρακτηρίζεται από εμφανή συγκέντρωση, σε βαθμό που οι επιχειρήσεις που δεσπόζουν σ' αυτή την αγορά να αποκαλούνται συνήθως με την έκφραση «big five» και το σχέδιο συγκεντρώσεως δύο εξ αυτών, των εταιριών Price Waterhouse και Coopers & Lybrand, οδήγησε στην απόφαση 1999/152/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Μα_ου 1998, με την οποία μια συγκέντρωση κηρύσσεται συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά και την εφαρμογή της Συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση IV/Μ.1016 - Price Waterhouse/Coopers & Lybrand) (ΕΕ 1999, L 50, σ. 27), η οποία εκδόθηκε κατ' εφαρμογήν του κανονισμού (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1310/97 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997 (ΕΕ L 180, σ. 1).

92 Αντιθέτως, η απαγόρευση συγκρούσεως συμφερόντων στην οποία υπόκεινται οι δικηγόροι στο σύνολο των κρατών μελών μπορεί να αποτελέσει διαρθρωτικό όριο στην εμφανή συγκέντρωση των δικηγορικών γραφείων και να περιορίσει, συνεπώς, τις δυνατότητές τους να ωφεληθούν από τις οικονομίες κλίμακας ή να συνεταιριστούν, από διαρθρωτικής απόψεως, με επαγγελματίες που χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό συγκεντρώσεως.

93 Υπ' αυτές τις συνθήκες, η αναγνώριση χωρίς επιφύλαξη και χωρίς περιορισμό των επαγγελματικών συνεταιρισμών μεταξύ, αφενός, του δικηγορικού επαγγέλματος, η μεγάλη αποκέντρωση του οποίου συνδέεται στενά με μερικά από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του, και, αφετέρου, ενός τομέα με υψηλή συγκέντρωση, όπως του τομέα των ορκωτών λογιστών, θα μπορούσε να μειώσει γενικά τον βαθμό ανταγωνισμού στην αγορά νομικών υπηρεσιών, μετά την ουσιώδη μείωση του αριθμού των επιχειρήσεων που υπάρχουν σ' αυτή.

94 άντως, κατά το μέτρο που η διατήρηση ενός επαρκούς βαθμού ανταγωνισμού στην αγορά νομικών υπηρεσιών μπορεί να διασφαλιστεί με μέτρα λιγότερο ακραία απ' ό,τι είναι μια εθνική ρύθμιση όπως είναι ο Samenwerkingsverordening 1993, η οποία απαγορεύει απόλυτα κάθε είδος επαγγελματικού συνεταιρισμού, ανεξάρτητα από τα αντίστοιχα μεγέθη των οικείων δικηγορικών γραφείων και γραφείων των ορκωτών λογιστών, μια τέτοια ρύθμιση περιορίζει τον ανταγωνισμό.

95 Όσον αφορά τον επηρεασμό του ενδοκοινοτικού εμπορίου, αρκεί η υπόμνηση ότι σύμπραξη η οποία εκτείνεται στο σύνολο του εδάφους κράτους μέλους έχει, από την ίδια της τη φύση, ως αποτέλεσμα την εδραίωση στεγανοποιήσεων εθνικού χαρακτήρα, εμποδίζοντας έτσι την οικονομική αλληλοδιείσδυση που επιδιώκεται από τη Συνθήκη (αποφάσεις της 17ης Οκτωβρίου 1972, Vereeniging van Cementhandelaren κατά Επιτροπής, 8/72, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 223, σκέψη 29, και της 11ης Ιουλίου 1985, 42/84, Remia κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 2545, σκέψη 22, και την προπαρατεθείσα απόφαση της 18ης Ιουνίου 1998, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 48).

96 Ο επηρεασμός αυτός είναι πολύ πιο αισθητός στην υπόθεση της κύριας δίκης, εφόσον ο Samenwerkingsverordening 1993 έχει εφαρμογή και στους δικηγόρους επισκέπτες που είναι εγγεγραμμένοι σε δικηγορικό σύλλογο άλλου κράτους μέλους και το οικονομικό και εμπορικό δίκαιο διέπει όλο και συχνότερα τις διεθνείς συναλλαγές και, τέλος, οι εταιρίες των ορκωτών λογιστών που αναζητούν συνεταίρους μεταξύ των δικηγόρων είναι γενικώς διεθνείς όμιλοι, παρόντες σε αρκετά κράτη μέλη.

97 Επιβάλλεται ωστόσο να τονιστεί ότι όλες οι συμφωνίες επιχειρήσεων ή οι αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων που περιορίζουν την ελευθερία δράσεως των μερών ή ενός από τα μέρη δεν εμπίπτουν οπωσδήποτε στην απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Συγκεκριμένα, για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής σε συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει πρώτον να ληφθούν υπόψη το γενικό πλαίσιο στο οποίο ελήφθη η απόφαση περί ενώσεως των εν λόγω επιχειρήσεων ή στο οποίο αναπτύσσει τα αποτελέσματά της, και ιδίως οι στόχοι της, που συνδέονται εν προκειμένω με την αναγκαιότητα θεσπίσεως κανόνων περί οργανώσεως, προσόντων, δεοντολογίας, ελέγχου και ευθύνης, οι οποίοι παρέχουν την απαραίτητη εγγύηση ακεραιότητας και πείρας στους τελικούς αποδέκτες των νομικών υπηρεσιών και στην εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης (βλ., υπ' αυτή την έννοια, την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1996, C-3/95, Reisebüro Broede, Συλλογή 1996, σ. Ι-6511, σκέψη 38). Επιβάλλεται στη συνέχεια να εξεταστεί αν τα εντεύθεν περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα είναι συνυφασμένα με την επιδίωξη των εν λόγω στόχων.

98 Συναφώς, επιβάλλεται να ληφθεί υπόψη το ισχύον στις Κάτω Χώρες νομικό πλαίσιο, αφενός, για τους δικηγόρους και τον ολλανδικό δικηγορικό σύλλογο, που αποτελείται από το σύνολο των εγγεγραμμένων σ' αυτό το κράτος μέλος δικηγόρων, και αφετέρου, για τους ορκωτούς λογιστές, αντιστοίχως.

99 Όσον αφορά τους δικηγόρους, επιβάλλεται να υπομνηστεί εκ προοιμίου ότι, κατά πάγια νομολογία, ελλείψει ειδικών κοινοτικών κανόνων, κάθε κράτος μέλος είναι, κατ' αρχήν, ελεύθερο να ρυθμίζει την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στην επικράτειά του (βλ. αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1984, 107/83, Klopp, Συλλογή 1984, σ. 2971, σκέψη 17, και την προπαρατεθείσα απόφαση Reisebüro Broede, σκέψη 37). Οι ισχύοντες για το επάγγελμα αυτό κανόνες μπορούν, ως εκ τούτου, να διαφέρουν ουσιωδώς από κράτος μέλος σε κράτος μέλος.

100 Σύμφωνα με τις ισχύουσες στις Κάτω Χώρες αντιλήψεις, όπου ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος είναι επιφορτισμένος, από το άρθρο 28 του Advocatenwet, με τη θέσπιση ρυθμίσεων που πρέπει να διασφαλίζουν την προσήκουσα άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, οι ουσιώδεις κανόνες που θεσπίζονται προς τούτο είναι, μεταξύ άλλων, το καθήκον της τελείως ανεξάρτητης και προς το απόλυτο συμφέρον του πελάτη υπερασπίσεως του πελάτη, η ήδη μνημονευθείσα υποχρέωση αποφυγής κάθε κινδύνου συγκρούσεως συμφερόντων, καθώς και η υποχρέωση περί αυστηρής τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου.

101 Αυτές οι δεοντολογικές υποχρεώσεις έχουν όχι αμελητέες επιπτώσεις στη διάρθρωση της αγοράς των νομικών υπηρεσιών, και ιδίως στις δυνατότητες της ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος από κοινού με άλλα ελευθέρια επαγγέλματα σ' αυτή την αγορά.

102 Υποχρεώνουν, κατ' αυτόν τον τρόπο, τον δικηγόρο να είναι ανεξάρτητος έναντι των δημοσίων αρχών, των λοιπών επιχειρηματιών και των τρίτων, από τους οποίους ουδέποτε πρέπει να επηρεάζεται. Υποχρεούται να εγγυάται, συναφώς, ότι όλες οι πρωτοβουλίες που αναπτύσσει στο πλαίσιο μιας υποθέσεως διέπονται από το αποκλειστικό συμφέρον του πελάτη.

103 Το επάγγελμα των ορκωτών λογιστών, αντιθέτως, δεν υπόκειται, γενικώς και ειδκώς στις Κάτω Χώρες, σε παρόμοιες δεοντολογικές επιταγές.

104 Συναφώς, όπως ορθώς τόνισε ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 185 και 186 των προτάσεών του, ενδέχεται να υπάρξει κάποιας μορφής ασυμβίβαστο μεταξύ της δραστηριότητας του «συμβούλου» που ασκεί ο δικηγόρος και αυτής του «ελέγχου» που ασκεί ο ορκωτός λογιστής. Από τις παρατηρήσεις του καθού της κύριας δίκης προκύπτει ότι, στις Κάτω Χώρες, ο ορκωτός λογιστής έχει ως αποστολή την πιστοποίηση των λογαριασμών. Ως εκ τούτου, προβαίνει αντικειμενικώς σε εξέταση και έλεγχο της λογιστικής των πελατών του, οπότε είναι σε θέση να κοινοποιεί σε ενδιαφερόμενους τρίτους την προσωπική του γνώμη, όσον αφορά την αξιοπιστία αυτών των λογιστικών στοιχείων. Επομένως, στο οικείο κράτος μέλος, δεν δεσμεύεται από επαγγελματικό απόρρητο παρόμοιο με αυτό του δικηγόρου, αντίθετα προς ό,τι προβλέπει, για παράδειγμα, το γερμανικό δίκαιο.

105 Επιβάλλεται, συνεπώς, η διαπίστωση ότι ο Samenwerkingsverordening 1993 αποσκοπεί στη διασφάλιση, στο οικείο κράτος μέλος, της τηρήσεως της ισχύουσας δεοντολογίας του δικηγορικού επαγγέλματος και ότι, δεδομένων των αντιλήψεων που κυριαρχούν στο επάγγελμα αυτό, ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος έκρινε ότι ο δικηγόρος δεν θα ήταν πλέον σε θέση να συμβουλεύει και να υπερασπίζει τον πελάτη του με ανεξαρτησία και τηρώντας αυστηρώς το επαγγελματικό απόρρητο, αν ανήκε σε μια οντότητα που είχε επίσης ως αποστολή να υποβάλλει αναφορές για τα οικονομικά αποτελέσματα των πράξεων για τις οποίες επενέβη και να τα πιστοποιεί.

106 Εξάλλου, η σώρευση των δραστηριοτήτων του νομικού ελέγχου λογαριασμών και της παροχής συμβουλών, ιδίως νομικών συμβουλών, θέτει ερωτήματα και εντός του επαγγέλματος των ορκωτών λογιστών, όπως βεβαιώνει η πράσινη βίβλος 96/C 321/01 της Επιτροπής, που επιγράφεται «Ρόλος, καθεστώς και ευθύνη του νόμιμου ελεγκτή λογαριασμών στην Ευρωπαϊκή Ένωση» (JO 1996, C 321, σ. 1· βλ. ιδίως τα σημεία 4.12 και 4.14).

107 Επομένως, μια ρύθμιση όπως είναι ο Samenwerkingsverordening 1993 θεωρήθηκε ευλόγως αναγκαία για τη διασφάλιση της προσήκουσας ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος, όπως είναι οργανωμένο στο οικείο κράτος μέλος.

108 Εξάλλου, το γεγονός ότι ισχύουν διαφορετικοί, ενδεχομένως, κανόνες από εκείνους που ισχύουν εντός άλλου κράτους μέλους δεν σημαίνει ότι οι κανόνες που ισχύουν στο πρώτο κράτος μέλος αντίκεινται προς το κοινοτικό δίκαιο (βλ., υπ' αυτή την έννοια, την απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2001, Mac Queen κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. Ι-837, σκέψη 33). Μολονότι, σε ορισμένα κράτη μέλη, οι επαγγελματικοί συνεταιρισμοί μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών επιτρέπονται, ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος ορθώς θεώρησε ότι οι επιδιωκόμενοι με τον Samenwerkingsverordening 1993 στόχοι, δεδομένου ιδίως του νομικού καθεστώτος στο οποίο υπόκεινται οι δικηγόροι και οι ορκωτοί λογιστές στις Κάτω Χώρες, αντιστοίχως, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν με λιγότερο περιοριστικά μέτρα (βλ., υπ' αυτή την έννοια, την προπαρατεθείσα απόφαση Reisebüro Broede, σκέψη 41, όσον αφορά ένα νόμο βάσει του οποίου μόνον οι δικηγόροι μπορούν να ασκούν τη δραστηριότητα της κατόπιν δικαστικής αποφάσεως εισπράξεως απαιτήσεων).

109 Ενόψει των στοιχείων αυτών, δεν συνάγεται ότι τα περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα, όπως αυτά που επιβάλλει στους δικηγόρους των Κάτω Χωρών μια ρύθμιση όπως είναι ο Samenwerkingsverordening 1993, υπερβαίνουν αυτό που είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της προσήκουσας ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος (βλ., υπ' αυτή την έννοια, την απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1994, C-250/92, DLG, Συλλογή 1994, σ. Ι-5641, σκέψη 35).

110 Ενόψει του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα επιβάλλεται να δοθεί ως απάντηση ότι μια εθνική ρύθμιση όπως είναι ο Samenwerkingsverordening 1993, την οποία θέσπισε ένας φορέας όπως είναι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος, δεν παραβιάζει το άρθρο 85, παράγραφος 1 της Συνθήκης, δεδομένου ότι ο φορέας αυτός ευλόγως θεώρησε ότι η εν λόγω ρύθμιση είναι αναγκαία για την προσήκουσα άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, όπως είναι οργανωμένο στο οικείο κράτος μέλος.

Επί του τρίτου ερωτήματος

111 Με το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, στην ουσία, αν ένας φορέας όπως ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος πρέπει να θεωρηθεί ως επιχείρηση ή ως όμιλο επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης.

112 Επιβάλλεται να τονιστεί, αφενός, ότι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος, καθότι δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα, δεν είναι επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης.

113 Αφετέρου, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ομάδα επιχειρήσεων κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, εφόσον οι εγγεγραμμένοι στις Κάτω Χώρες δικηγόροι δεν συνδέονται επαρκώς μεταξύ τους ώστε να ακολουθούν ενιαία γραμμή δράσεως στην αγορά, η οποία συνεπάγεται την κατάργηση των ανταγωνιστικών μεταξύ τους σχέσεων (βλ., υπ' αυτή την έννοια, την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1995, C-96/94, Centro Servizi Spediporto, Συλλογή 1995, σ. Ι-2883, σκέψεις 33 και 34).

114 Το επάγγελμα του δικηγόρου χαρακτηρίζεται, πράγματι, από μικρό βαθμό συγκεντρώσεως, είναι ανομοιογενές και το χαρακτηρίζει έντονος εσωτερικός ανταγωνισμός. Ελλείψει επαρκών διαρθρωτικών δεσμών μεταξύ τους, οι δικηγόροι δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι κατέχουν συλλογική δεσπόζουσα θέση κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης (βλ., υπ' αυτή την έννοια, την απόφαση της 31ης Μαρτίου 1998, C-68/94 και C-30/95, France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. Ι-1375, σκέψη 227, και της 16ης Μαρτίου 2000, C-395/96 P και C-396/96 P, Compagnie maritime belge transports κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. Ι-1365, σκέψεις 36 και 42). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, οι δικηγόροι πραγματοποιούν μόνον το 60 % του κύκλου εργασιών στον τομέα των νομικών υπηρεσιών στις Κάτω Χώρες, μερίδιο αγοράς το οποίο, δεδομένου του μεγάλου αριθμού των δικηγορικών γραφείων, δεν συνιστά από μόνο του αποφασιστική ένδειξη για την ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως (βλ., υπ' αυτή την έννοια, τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 226, και Compagnie maritime belge transports κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 42).

115 Ενόψει των προεκτεθέντων, στο τρίτο ερώτημα επιβάλλεται να δοθεί ως απάντηση ότι ένας φορέας όπως είναι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος δεν αποτελεί επιχείρηση ή όμιλο επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης.

Επί του τετάρτου ερωτήματος

116 Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο τέταρτο ερώτημα.

Επί του πέμπτου ερωτήματος

117 Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο πέμπτο ερώτημα.

Επί του έκτου ερωτήματος

118 Λαμβανομένων υπόψη των απαντήσεων στο δεύτερο και τρίτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο έκτο ερώτημα.

Επί του εβδόμου, ογδόου και ενάτου ερωτήματος

119 Με το έβδομο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, στην ουσία, αν η συμβατότητα προς το κοινοτικό δίκαιο της απαγορεύσεως των επαγγελματικών συνεταιρισμών μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών, όπως αυτή που προβλέπει ο Samenwerkingsverordening 1993, πρέπει να εκτιμηθεί τόσο από πλευράς των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν το δικαίωμα εγκαταστάσεως, όσο και από πλευράς των διατάξεων περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Με το όγδοο και ένατο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, στην ουσία, αν η απαγόρευση αυτή αποτελεί περιορισμό του δικαιώματος εγκαταστάσεως και/ή της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν ο εν λόγω περιορισμός δικαιολογείται.

120 Εκ προοιμίου, επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι η τήρηση των άρθρων 52 και 59 της Συνθήκης επιβάλλεται και για τις μη δημοσίας φύσεως διατάξεις, με τις οποίες ρυθμίζεται συλλογικά η μη μισθωτή εργασία και η παροχή υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, η κατάργηση, μεταξύ των κρατών μελών, των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών θα μπορούσε να διακυβευθεί αν η κατάργηση των φραγμών κρατικής προελεύσεως εξουδετερωνόταν από εμπόδια προερχόμενα από την άσκηση της νομικής αυτονομίας ενώσεων ή οργανισμών μη διεπομένων από το δημόσιο δίκαιο (βλ., αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1974, 36/74, Walrave και Koch, Συλλογή τόμος 1974, σ. 572, σκέψεις 17, 18, 23 και 24, της 14ης Ιουλίου 1976, 13/76, Donà κατά Mantero, Συλλογή τόμος 1976, σ. 507, σκέψεις 17 και 18, της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman, Συλλογή 1995, σ. Ι-4921, σκέψεις 83 και 84, και της 6ης Ιουνίου 2000, C-281/98, Angonese, Συλλογή 2000, σ. Ι-4139, σκέψη 32).

121 Υπ' αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο ενδέχεται να χρειαστεί να εκτιμήσει τη δυνατότητα εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης περί ελεύθερης εγκαταστάσεως και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε μια ρύθμιση όπως ο Samenwerkingsverordening 1993.

122 Ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι διατάξεις περί ελεύθερης εγκαταστάσεως και/ή οι διατάξεις περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εφαρμόζονται σε μια απαγόρευση επαγγελματικού συνεταιρισμού μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών, όπως είναι ο Samenwerkingsverordening 1993, και ότι η απαγόρευση αυτή αποτελεί περιορισμό της μιας και/ή της άλλης των ελευθεριών αυτών, εν πάση περιπτώσει, ο περιορισμός αυτός δικαιολογείται από τους λόγους που εκτίθενται ανωτέρω στα σημεία 97 έως 109 της παρούσας αποφάσεως.

123 Συνεπώς, στο έβδομο, όγδοο και ένατο ερώτημα επιβάλλεται να δοθεί ως απάντηση ότι μια εθνική ρύθμιση, όπως είναι ο Samenwerkingsverordening 1993, που απαγορεύει τον επαγγελματικό συνεταιρισμό μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών δεν αντίκειται στα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης, δεδομένου ότι αυτός ο επαγγελματικός συνεταιρισμός θεωρήθηκε ευλόγως αναγκαίος για την προσήκουσα άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, όπως είναι οργανωμένο στο οικείο κράτος μέλος.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

124 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ολλανδική, η Δανική, η Γερμανική, η Γαλλική, η Λουξεμβουργιανή, η Αυστριακή, η ορτογαλική, η Σουηδική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του ριγκηπάτου του Λιχτενστάιν, καθώς και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με απόφαση της 10ης Αυγούστου 1999 το Raad van State, αποφαίνεται:

1) Μια ρύθμιση περί επαγγελματικών συνεταιρισμών μεταξύ δικηγόρων και λοιπών ελευθερίων επαγγελμάτων όπως είναι ο Samenwerkingsverordening 1993 (ρύθμιση του 1993 περί επαγγελματικών συνεταιρισμών), την οποία θέσπισε ένας φορέας όπως είναι ο Nederlandse Orde van Advocaten (ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος), πρέπει να θεωρηθεί ως απόφαση ληφθείσα από ένωση επιχειρήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 85, παράγραφος 1, ΕΚ).

2) Μια εθνική ρύθμιση όπως είναι ο Samenwerkingsverordening 1993, την οποία θέσπισε ένας φορέας όπως είναι ο Nederlandse Orde van Advocaten, δεν παραβιάζει το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, δεδομένου ότι ο φορέας αυτός ευλόγως θεώρησε ότι, η εν λόγω ρύθμιση, παρά τα περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα που είναι συνυφασμένα με τη ρύθμιση αυτή, είναι αναγκαία για την προσήκουσα άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, όπως είναι οργανωμένο στο οικείο κράτος μέλος.

3) Ένας φορέας όπως είναι ο Nederlandse Orde van Advocaten δεν αποτελεί επιχείρηση ή όμιλο επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 82 ΕΚ).

4) Μια εθνική ρύθμιση όπως είναι ο Samenwerkingsverordening 1993 που απαγορεύει τον επαγγελματικό συνεταιρισμό μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών δεν αντίκειται στα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ), δεδομένου ότι αυτός ο επαγγελματικός συνεταιρισμός θεωρήθηκε ευλόγως αναγκαίος για την προσήκουσα άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, όπως είναι οργανωμένο στο οικείο κράτος μέλος.