61998J0061

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 7ης Σεπτεμßρίου 1999. - De Haan Beheer BV κατά Inspecteur der Invoerrechten en Accijnzen te Rotterdam. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tariefcommissie - Κάτω Χώρες. - Τελωνειακοί δασμοί - Εξωτερική διαμετακόμιση - Απάτη - Γένεση και είσπραξη τελωνειακής οφειλής. - Υπόθεση C-61/98.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1999 σελίδα I-05003


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 Πράξεις των οργάνων - Διαχρονική εφαρμογή - Διαδικαστικοί κανόνες - Εφαρμογή στις διαφορές που εκκρεμούν κατά τον χρόνο της θέσεώς τους σε ισχύ

2 Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Κοινοτική διαμετακόμιση - Εξωτερική κοινοτική διαμετακόμιση - Παραβάσεις ή παρατυπίες - Γένεση τελωνειακής οφειλής - Υποχρέωση πληροφορήσεως του οφειλέτη για την ύπαρξη κινδύνου απάτης - Έλλειψη - Τελωνειακή οφειλή γεννηθείσα ανεξαρτήτως οποιουδήποτε πταίσματος του οφειλέτη

(Κανονισμός 2726/90 του Συμβουλίου, άρθρο 11 § 1, στοιχ. γγ)

3 Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων - Εκ των υστέρων είσπραξη εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών - Προθεσμία εισπράξεως

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 1697/79, άρθρο 2 § 1, και 1854/89, άρθρα 3, 5 και 6 § 1)

4 ιΙδιοι πόροι των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων - Εκ των υστέρων είσπραξη εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών - Προϋποθέσεις μη εισπράξεως κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79 - «Λάθος αυτών των ιδίων των αρμοδίων αρχών» - Έννοια - Σκόπιμη παράλειψη πληροφορήσεως του καλόπιστου οφειλέτη για το ενδεχόμενο υπάρξεως απάτης - Μη υπαγωγή

(Κανονισμός 1697/79 του Συμβουλίου, άρθρο 5 § 2)

5 Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων - Επιστροφή ή διαγραφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών - Άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1430/79 - «Ειδικές περιπτώσεις» - Έννοια - Εκτίμηση από τις τελωνειακές αρχές και την Επιτροπή - Εθνικές αρχές οι οποίες έχουν επίτηδες αφήσει, στο πλαίσιο έρευνας, να τελούνται παραβάσεις και παρατυπίες, με αποτέλεσμα να γεννηθεί τελωνειακή οφειλή εις βάρος καλόπιστου οφειλέτη - Οφειλέτης που βρίσκεται σε εξαιρετική κατάσταση σε σχέση με τους άλλους επιχειρηματίες

(Κανονισμός 1430/79 του Συμβουλίου, άρθρο 13 § 1· κανονισμοί της Επιτροπής 3799/86, άρθρο 4, και 2454/93, άρθρα 905 έως 909)

Περίληψη


1 Θεωρείται γενικώς ότι οι διαδικαστικοί κανόνες έχουν εφαρμογή εφ' όλων των διαφορών που ήσαν εκκρεμείς κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος των κανόνων αυτών, πράγμα που δεν συμβαίνει με τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου οι οποίοι ερμηνεύονται συνήθως υπό την έννοια ότι δεν αφορούν τις καταστάσεις που δημιουργήθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος τους.

2 Το κοινοτικό δίκαιο δεν επιβάλλει στις τελωνειακές αρχές, που έχουν πληροφορηθεί το ενδεχόμενο απάτης στο πλαίσιο του καθεστώτος εξωτερικής διαμετακομίσεως, καμία υποχρέωση να προειδοποιήσουν τον κύριο υπόχρεο που θα μπορούσε να καταστεί οφειλέτης τελωνειακών δασμών λόγω της απάτης αυτής, ακόμη και όταν ο ενδιαφερόμενος ενήργησε καλόπιστα.

Συγκεκριμένα το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο γγ, του κανονισμού 2726/90 περί κοινοτικής διαμετακομίσεως ορίζει ότι ο κύριος υπόχρεος οφείλει κατ' αρχήν να καταβάλει τους απαιτητούς δασμούς «έπειτα από τη διάπραξη παράβασης ή παρατυπίας κατά τη διάρκεια ή επ' ευκαιρία μιας πράξης κοινοτικής διαμετακόμισης», χωρίς να απαιτεί όπως, για τη γένεση της τελωνειακής οφειλής, αποδειχθεί η ύπαρξη πταίσματος του κύριου υπόχρεου ή επιβαρυνθούν οι τελωνειακές αρχές με οποιαδήποτε υποχρέωση πληροφορήσεως του κύριου υπόχρεου ότι διεξάγεται η έρευνα που κατέληξε στη διαπίστωση της παραβάσεως ή της παρατυπίας.

3 Το γεγονός ότι οι τελωνειακές αρχές, κατά την εκ των υστέρων είσπραξη τελωνειακών δασμών, δεν τήρησαν τις προθεσμίες των άρθρων 3, 5 και 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1854/89, για τη βεβαίωση και τους όρους καταβολής των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που προκύπτουν από τελωνειακή οφειλή, δεν καταργεί το δικαίωμα των πιο πάνω αρχών να προχωρήσουν στην είσπραξη αυτή όταν η εν λόγω είσπραξη γίνεται τηρουμένης της προθεσμίας του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1697/79.

4 Η σκόπιμη, χάριν της έρευνας για τον προσδιορισμό και τη σύλληψη των αυτουργών ή συνεργών τετελεσμένης ή προπαρασκευαζομένης απάτης, παράλειψη των τελωνειακών αρχών να πληροφορήσουν τον κύριο υπόχρεο για το ενδεχόμενο απάτης, στην οποία αυτός δεν έχει συμμετοχή, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως λάθος των ίδιων των αρμόδιων αρχών υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79, περί της «εκ των υστέρων» εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που δεν κατέστησαν απαιτητοί από τον φορολογούμενο για εμπορεύματα που διασαφίστηκαν σε τελωνειακό καθεστώς συνεπαγόμενο την υποχρέωση καταβολής τέτοιων δασμών.

5 Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1430/79, περί επιστροφής ή διαγραφής εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 3069/86, εξαρτά την εν λόγω επιστροφή ή διαγραφή από δύο σωρευτικές προϋποθέσεις, δηλαδή την ύπαρξη ειδικής περιπτώσεως και την έλλειψη δόλου ή προφανούς αμέλειας του επιχειρηματία. Συναφώς, η απαρίθμηση των ειδικών περιπτώσεων υπό την έννοια του πιο πάνω άρθρου 13, παράγραφος 1, η οποία απαρίθμηση γίνεται στο άρθρο 4 του κανονισμού 3799/86, δεν είναι περιοριστική. Κατά συνέπεια, έργο των τελωνειακών αρχών είναι να εκτιμούν αν κάθε συγκεκριμένη περίπτωση που δεν περιλαμβάνεται στον πιο πάνω κατάλογο έχει παρά ταύτα ιδιαίτερο χαρακτήρα υπό την έννοια της εφαρμοστέας κοινοτικής ρυθμίσεως.

Όταν η τελωνειακή αρχή δεν είναι σε θέση να λάβει η ίδια απόφαση διαγραφής δασμών, το κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται η αρχή αυτή φέρει την υπόθεση στην Επιτροπή για να ρυθμιστεί σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 905 έως 909 του κανονισμού 2454/93. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 905, βάσει του οποίου η τελωνειακή αρχή ζητεί από την Επιτροπή να εκτιμήσει, αναλόγως των στοιχείων που τις διαβιβάστηκαν, αν υφίσταται ειδική περίπτωση δικαιολογούσα τη διαγραφή των δασμών, περιέχει γενική ρήτρα επιεικείας έχουσα ως σκοπό να καλύψει την εξαιρετική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο διασαφιστής σε σχέση με τους άλλους επιχειρηματίες που ασκούν την ίδια δραστηριότητα. Συναφώς, η ανάγκη διενέργειας επιμελούς έρευνας από τις εθνικές αρχές αποτελεί, ελλείψει οποιουδήποτε δόλου ή οποιασδήποτε αμέλειας που μπορεί να καταλογιστεί στον οφειλέτη και όταν ο οφειλέτης δεν πληροφορήθηκε ότι διεξάγεται έρευνα, ειδική περίπτωση υπό την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1430/79, εφόσον το γεγονός ότι οι εθνικές αρχές άφησαν επίτηδες, χάριν της έρευνας, να γίνουν παραβάσεις και παρατυπίες, με αποτέλεσμα να γεννηθεί τελωνειακή οφειλή εις βάρος του κύριου υπόχρεου, θέτει τον τελευταίο σε εξαιρετική κατάσταση σε σχέση με τους άλλους επιχειρηματίες που ασκούν την ίδια δραστηριότητα.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-61/98,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tariefcommissie (Κάτω Ξώρες) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

De Haan Beheer BV

και

Inspecteur der Invoerrechten en Accijnzen te Rotterdam,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου σχετικά με τη γένεση και είσπραξη τελωνειακής οφειλής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-P. Puissochet, πρόεδρο τμήματος, J. C. Moitinho de Almeida, C. Gulmann, D. A. O. Edward και M. Wathelet (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η De Haan Beheer BV, εκπροσωπούμενη από τους K. H. Meenhorst και A. P. Eeltink, δικηγόρους φορολογικών υποθέσεων,

- η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Fierstra, προϋστάμενο της υπηρεσίας ευρωπαϋκού δικαίου του Υπουργείου Εξωτερικών,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους H. van Lier και R. Tricot, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενους από τον J. Stuyck, δικηγόρο Βρυξελλών,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της De Haan Beheer BV, εκπροσωπούμενης από τους K. H. Meenhorst, A. P. Eeltink και A. L. C. Simons, δικηγόρο φορολογικών υποθέσεων, της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον Μ. Fierstra, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενης από τη Μ. Ewing, του Treasury Solicitor's Department, επικουρούμενη από τον Μ. Hoskins, barrister, και της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον H. van Lier, επικουρουμένο από τον J. Stuyck, κατά τη συνεδρίαση της 14ης Ιανουαρίου 1999,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Μαρτίου 1999,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 24ης Φεβρουαρίου 1998, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Μαρτίου 1998, το Tariefcommissie υπέβαλε βάσει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ) προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου σχετικά με τη γένεση και είσπραξη τελωνειακής οφειλής.

2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας De Haan Beheer BV (στο εξής: De Haan), εκτελωνιστή, και του Inspecteur der Invoerrechten en Accijnzen te Rotterdam (επιθεωρητή εισαγωγικών δασμών και ειδικού φόρου καταναλώσεως στο Ρόττερνταμ, στο εξής: επιθεωρητής) σχετικά με την είσπραξη τελωνειακής οφειλής ποσού 1 575 030,60 ολλανδικών φιορινίων (HFL).

3 Μεταξύ της 29ης Ιουλίου και της 8ης Σεπτεμβρίου 1993, η De Haan, ενεργούσα ως κύριος υπόχρεος, συνέταξε επτά διασαφήσεις Τ1 για να τεθούν διάφορες παρτίδες τσιγάρων υπό το καθεστώς της εξωτερικής κοινοτικής διαμετακομίσεως. Τα εν λόγω μη κοινοτικά εμπορεύματα, προερχόμενα από αποθήκες τελωνειακής αποταμιεύσεως στις Κάτω Ξώρες, προορίζονταν για την Αμβέρσα προκειμένου να εξαχθούν σε διάφορες τρίτες χώρες.

4 Τα εμπορεύματα ουδέποτε έφθασαν στο τελωνείο προορισμού στην Αμβέρσα, αλλά διατέθηκαν στην κατανάλωση στις Κάτω Ξώρες χωρίς να καταβληθούν οι σχετικοί τελωνειακοί δασμοί.

5 Η απάτη αυτή κατέστη το αντικείμενο έρευνας εκ μέρους της Nederlandse Fiscale Inlichtingen- en Opsporingsdienst (ολλανδικής υπηρεσίας φορολογικών πληροφοριών και ερευνών, στο εξής: FIOD), έρευνας που έγινε σε συνεργασία με τις αρμόδιες βελγικές αρχές. Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι ήδη από το τέλος του Ιουλίου του 1993 οι τελωνειακές αρχές γνώριζαν, ή τουλάχιστον είχαν σοβαρές υπόνοιες, ότι γίνεται κοινοτική διαμετακόμιση τσιγάρων επ' ευκαιρία της οποίας διαπράττονται παρανομίες υπό συνθήκες δυνάμενες να δημιουργήσουν τελωνειακή οφειλή. Έτσι, από την πιο πάνω έρευνα αποκαλύφθηκε ότι η σφραγίδα του Τελωνείου της Αμβέρσας είχε τεθεί απατηλώς επί των εγγράφων Τ1 από υπάλληλο των βελγικών τελωνείων.

6 Από τη δικογραφία προκύπτει επίσης ότι η De Haan ουδαμώς είχε συμμετοχή στην απάτη αυτή και πίστευε καλόπιστα ότι η διαμετακόμιση γίνεται κανονικά, μολονότι ένας από τους υπόπτους ανήκε στο προσωπικό της.

7 Στις 13 Ιουλίου 1994 οι τελωνειακές αρχές κάλεσαν την De Haan να καταβάλει το ποσό των 2 463 318 HFL ως τελωνειακούς δασμούς επί των παρτίδων τσιγάρων που διατέθηκαν κατόπιν της απάτης αυτής στην ολλανδική αγορά. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1995 ο επιθεωρητής μείωσε το ποσό αυτό κατά 888 287,40 HFL με την αιτιολογία ότι είχε υπερεκτιμηθεί η τιμή λιανικής πωλήσεως των τσιγάρων.

8 Η De Haan άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Tariefcommissie, υποστηρίζοντας ότι, λόγω του ότι ενήργησε καλόπιστα και οι διενεργήσαντες την έρευνα γνώριζαν τουλάχιστον από το τέλος του Ιουλίου του 1993 τις προπαρασκευαστικές πράξεις για την απάτη, οι τελωνειακές αρχές έπρεπε να την ενημερώσουν για την κατάσταση, τουλάχιστον μετά την κατόπιν της απάτης εκτροπή της πρώτης αποστολής από τον προορισμό της, ώστε να της παρασχεθεί η δυνατότητα να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να αποτρέψει τη γένεση τελωνειακής οφειλής εις βάρος της σχετικά με τις έξι επόμενες αποστολές· έτσι, αυτό θα της αρκούσε ώστε να μη συντάξει τις έξι διασαφήσεις σχετικά με τις αποστολές αυτές.

9 Υπό τις συνθήκες αυτές το Tariefcommissie, εκτιμώντας ότι η διαφορά καθιστά αναγκαία την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Επιβάλλουν οι γραπτοί ή άγραφοι κανόνες του κοινοτικού τελωνειακού δικαίου στις τελωνειακές αρχές, στις σχέσεις με τους έχοντες οφειλές έναντι αυτών, υποχρέωση όπως η περιγραφόμενη ανωτέρω στη σκέψη 6.2 [υποχρέωση προειδοποιήσεως, για το ενδεχόμενο απάτης, του διασαφιστή που βρίσκεται στην κατάσταση της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, της οποίας οι διασαφήσεις υποβλήθηκαν καλόπιστα] και, σε καταφατική περίπτωση, ποιες είναι οι έννομες συνέπειες που η αθέτηση της υποχρεώσεως αυτής από τις αρχές έχει για τη δημιουργία, τη βεβαίωση και την είσπραξη της τελωνειακής οφειλής;»

Η κοινοτική ρύθμιση

10 Πρέπει εκ προοιμίου να διευκρινιστεί ποια είναι η κοινοτική ρύθμιση που είχε εφαρμογή κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης.

11 Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1, στο εξής: ΚΤΚ), στον οποίο συγκεντρώθηκαν οι διατάξεις του τελωνειακού δικαίου που προηγουμένως ήσαν διεσπαρμένες σε πλήθος κοινοτικών κανονισμών και οδηγιών, συνοδεύεται με διατάξεις εφαρμογής οι οποίες περιέχονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού 2913/92 (ΕΕ L 253, σ. 1). Τα νομοθετήματα αυτά έχουν εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου 1994.

12 Εν προκειμένω, ναι μεν το ένταλμα πληρωμής εκδόθηκε τον Ιούλιο του 1994, πλην όμως τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης που έχουν σχέση με την τελωνειακή οφειλή έλαβαν χώρα πριν από τη θέση σε εφαρμογή του ΚΤΚ.

13 Πρέπει να υπομνηστεί συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, θεωρείται γενικώς ότι οι διαδικαστικοί κανόνες έχουν εφαρμογή εφ' όλων των διαφορών που ήσαν εκκρεμείς κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος των κανόνων αυτών, πράγμα που δεν συμβαίνει με τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου οι οποίοι ερμηνεύονται συνήθως υπό την έννοια ότι δεν αφορούν τις καταστάσεις που δημιουργήθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος τους [βλ., ιδίως, τις αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 1981, 212/80 έως 217/80, Salumi κ.λπ., Συλλογή 1981, σ. 2735, σκέψη 9, και της 6ης Ιουλίου 1993, C-121/91 και C-122/91, CT Control (Rotterdam) και JCT Benelux κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. Ι-3873, σκέψη 22].

14 Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει παραπομπή, αφενός, στους κανόνες ουσιαστικού δικαίου που περιείχε η προγενέστερη της εφαρμογής του ΚΤΚ ρύθμιση και, αφετέρου, στους διαδικαστικούς κανόνες του ΚΤΚ.

15 Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2726/90 του Συμβουλίου, της 17ης Σεπτεμβρίου 1990, περί κοινοτικής διαμετακομίσεως (ΕΕ L 262, σ. 1), διέπει, στον τίτλο του V, τη διαδικασία της εξωτερικής κοινοτικής διαμετακομίσεως. Το άρθρο 10 ορίζει μεταξύ άλλων ότι κάθε εμπόρευμα πρέπει, για να κυκλοφορήσει σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή, να καταστεί το αντικείμενο διασαφήσεως Τ1, η οποία υπογράφεται από τον κύριο υπόχρεο.

16 Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού:

«Ο κυρίως υπόχρεος οφείλει:

α) να προσκομίζει ανέπαφα τα εμπορεύματα καθώς και το παραστατικό Τ1 στο τελωνείο προορισμού μέσα στην καθορισμένη προθεσμία και να έχει τηρήσει τα μέτρα για τη διαπίστωση της ταυτότητάς τους που έχουν ληφθεί από τις αρμόδιες αρχές·

β) να τηρεί τις οικείες διατάξεις του καθεστώτος της κοινοτικής διαμετακόμισης·

γ) να καταβάλλει τους δασμούς και τις άλλες ενδεχομένως απαιτητές επιβαρύνσεις έπειτα από τη διάπραξη παράβασης ή παρατυπίας κατά τη διάρκεια ή επ' ευκαιρία μιας πράξης κοινοτικής διαμετακόμισης.»

17 Εξάλλου, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1854/89 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1989, για τη βεβαίωση και τους όρους καταβολής των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που προκύπτουν από τελωνειακή οφειλή (ΕΕ L 186, σ. 1),

«Σε περίπτωση γένεσης τελωνειακής οφειλής (...) η βεβαίωση του αντίστοιχου ποσού πρέπει να πραγματοποιηθεί σε προθεσμία δύο ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία η τελωνειακή αρχή:

α) υπολόγισε το ποσό των δασμών

και

β) όρισε το πρόσωπο που είναι υποχρεωμένο να καταβάλει το ποσό αυτό.»

18 Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού:

«Το ποσό των δασμών, μόλις βεβαιωθεί, πρέπει να γνωστοποιείται στο πρόσωπο που είναι υποχρεωμένο να το καταβάλει, σύμφωνα με την ισχύουσα διαδικασία.»

19 Όσον αφορά την είσπραξη των εισαγωγικών δασμών, το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1697/79 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1979, περί της «εκ των υστέρων» εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που δεν κατέστησαν απαιτητοί από τον φορολογούμενο για εμπορεύματα που διασαφίσθηκαν σε τελωνειακό καθεστώς συνεπαγόμενο την υποχρέωση καταβολής τέτοιων δασμών (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/007, σ. 254), ορίζει:

«Όταν οι αρμόδιες αρχές διαπιστώνουν ότι το σύνολο ή μέρος του ποσού των εισαγωγικών (...) δασμών που οφείλεται νομίμως (...) δεν κατέστη απαιτητό σε βάρος του φορολογουμένου, προβαίνουν στην είσπραξη των δασμών που δεν καταβλήθησαν.

Εντούτοις, η διαδικασία αυτή δεν δύναται να κινηθεί μετά την εκπνοή προθεσμίας τριών ετών, που υπολογίζεται από την ημερομηνία βεβαιώσεως (...) ή, εφόσον δεν έλαβε χώρα βεβαίωση χρέους, από την ημερομηνία γενέσεως της σχετικής με το εμπόρευμα τελωνειακής οφειλής.»

20 Ωστόσο, δύο διατάξεις προβλέπουν περιπτώσεις όπου δεν πρέπει να εισπραχθούν εισαγωγικοί δασμοί. Αφενός, το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79 ορίζει:

«Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να μην προβαίνουν σε ενέργειες εισπράξεως "εκ των υστέρων" ποσού εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που δεν καταβλήθηκε συνεπεία λάθους αυτών των ιδίων των αρμόδιων αρχών που λογικά δεν ηδύνατο να ανακαλυφθεί από τον φορολογούμενο ο οποίος, από μέρους του, ενήργησε καλοπίστως και τήρησε όλες τις διατάξεις που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία, όσον αφορά την κατάθεση της τελωνειακής διασαφήσεως.

Οι περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι δυνατό να γίνει εφαρμογή του πρώτου εδαφίου προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις εφαρμογής (...).»

21 Το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2164/91 της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 1991, περί καθορισμού των διατάξεων εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79 (ΕΕ L 201, σ. 16), καθορίζει τρεις περιπτώσεις στις οποίες η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου διαπράχθηκε ή διαπιστώθηκε το λάθος που οδήγησε στην είσπραξη ανεπαρκούς δασμού αποφασίζει η ίδια να μη προχωρήσει στην εκ των υστέρων είσπραξη:

- όταν η δασμολογική ποσόστωση ή το ανώτατο δασμολογικό όριο είχε καλυφθεί κατά τον χρόνο αποδοχής της τελωνειακής διασαφήσεως, χωρίς να έχει γίνει σχετική δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων·

- όταν η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 2, και ότι το μη εισπραχθέν ποσό είναι κατώτερο των 2 000 ECU·

- όταν το σχετικό κράτος μέλος έχει εξουσιοδοτηθεί από την Επιτροπή να μην εισπράξει τους δασμούς.

22 Αφετέρου, όταν δεν υφίσταται λάθος δυνάμενο να καταλογιστεί στις ίδιες τις αρμόδιες αρχές, το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1430/79 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουλίου 1979, περί της επιστροφής ως αχρεωστήτως εισπραχθέντων ή της διαγραφής χρέους εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/015, σ. 162), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3069/86 του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 1986 (ΕΕ L 286, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1430/79), ορίζει:

«Η επιστροφή ή η διαγραφή εισαγωγικών δασμών είναι δυνατή σε ειδικές περιπτώσεις, εκτός από εκείνες που αναφέρονται στα μέρη Α έως Δ [δεν ασκούν επιροοή για τη λύση της διαφοράς της κύριας δίκης], οι οποίες προκύπτουν από περιστάσεις κατά τις οποίες δεν υπήρξε ούτε προφανής αμέλεια ούτε δόλος εκ μέρους του ενδιαφερομένου.

Οι περιστάσεις κατά τις οποίες είναι δυνατή η εφαρμογή του πρώτου εδάφιου, καθώς και οι λεπτομέρειες της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθείται για τον σκοπό αυτό, καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται [για τη θέσπιση μέτρων εφαρμογής]. Η επιστροφή ή η διαγραφή χρέους είναι δυνατό να προϋποθέτουν την πλήρωση ειδικών όρων.»

23 Το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3799/86 της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 1986, που καθορίζει τις διατάξεις εφαρμογής των άρθρων 4α, 6α, 11α και 13 του κανονισμού 1430/79 (ΕΕ L 352, σ. 19), απαριθμεί ειδικές περιπτώσεις υπό την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του τελευταίου κανονισμού οι οποίες απορρέουν από περιστάσεις στις οποίες δεν υπήρξε δόλος ή προφανής αμέλεια εκ μέρους του ενδιαφερομένου. Άλλες περιπτώσεις μπορούν να αξιολογηθούν μία προς μία, αλλά στο πλαίσιο διαδικασίας που καθιστά αναγκαία την επέμβαση της Επιτροπής.

24 Όσον αφορά ειδικότερα τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1430/79, πρέπει να γίνεται αναφορά στα άρθρα 905 έως 909 του κανονισμού 2454/93, τα οποία έχουν εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου 1994. Έτσι, κατά το άρθρο 905, παράγραφος 1:

«Όταν η [αποφασίζουσα] τελωνειακή αρχή, στην οποία έχει υποβληθεί αίτηση επιστροφής ή διαγραφής βάσει του άρθρου 239, παράγραφος 2, του κώδικα [το ποίο αντιστοιχεί, στην ουσία, στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1430/79], δεν είναι σε θέση να αποφασίσει, με βάση το άρθρο 899 [το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 4 του κανονισμού 3799/86], και η αίτηση συνοδεύεται από αποδεικτικά στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν ειδική κατάσταση που προκύπτει από περιστάσεις για τις οποίες δεν υπήρξε δόλος ή προφανής αμέλεια εκ μέρους του ενδιαφερομένου, το κράτος μέλος, στο οποίο υπάγεται η αρχή, διαβιβάζει τον φάκελο στην Επιτροπή για να ληφθεί απόφαση σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπουν τα άρθρα 906 έως 909.»

25 Το άρθρο 908, παράγραφος 2, ορίζει ότι η τελωνειακή αρχή αποφαίνεται επί της αιτήσεως που της υποβλήθηκε βάσει της αποφάσεως της Επιτροπής. Αν η Επιτροπή δεν λάβει απόφαση εντός προθεσμίας έξι μηνών από της παραλαβής του φακέλου που διαβιβάστηκε από το σχετικό κράτος μέλος βάσει του άρθρου 905 ή αν η Επιτροπή δεν κοινοποιήσει την απόφασή της στο κράτος αυτό εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από τη λήξη της προηγούμενης εξάμηνης προθεσμίας, η τελωνειακή αρχή δίνει, βάσει του άρθρου 909, ευνοϋκή συνέχεια στην αίτηση επιστροφής ή διαγραφής.

26 Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι τέτοια αίτηση υποβλήθηκε από το Βασίλειο των Κάτω Ξωρών στην Επιτροπή, η οποία την απέρριψε με την απόφαση C(98) 372 οριστικό, της 18ης Φεβρουαρίου 1998.

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

27 Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν, στο πλαίσιο διαδικασίας εξωτερικής διαμετακομίσεως, οι τελωνειακές αρχές οφείλουν να πληροφορήσουν τον κύριο υπόχρεο ότι υφίσταται κίνδυνος απάτης, στην οποία αυτός δεν έχει συμμετοχή αλλά η οποία μπορεί να δημιουργήσει τελωνειακή οφειλή εις βάρος του, και, σε καταφατική περίπτωση, ποιες συνέπειες απορρέουν από την αθέτηση της υποχρεώσεως αυτής.

28 Για να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο χρήσιμη απάντηση για τη λύση της διαφοράς της κύριας δίκης, πρέπει να διευρυνθεί το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος και να εξεταστεί το ζήτημα αν, σε περίπτωση παραλείψεως των τελωνειακών αρχών να πληροφορήσουν τον κύριο υπόχρεο ότι υφίσταται τέτοιος κίνδυνος απάτης, το κοινοτικό δίκαιο και, ειδικότερα, τα άρθρα 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79 ή 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1430/79 επιτρέπουν την απαλλαγή του κύριου υπόχρεου από την υποχρέωση καταβολής της τελωνειακής οφειλής που γεννήθηκε από την απάτη αυτή.

Επί της υποχρεώσεως των τελωνειακών αρχών να πληροφορήσουν τον κύριο υπόχρεο ότι υφίσταται κίνδυνος απάτης

29 Εκ προοιμίου, πρέπει να υπομνηστεί ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 177 της Συνθήκης, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εφαρμόσει τους κοινοτικούς κανόνες σε συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά μόνο να παράσχει σε εθνικό δικαστήριο τα στοιχεία ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου που θα μπορούσαν να του είναι χρήσιμα για την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων διατάξεως του εθνικού δικαίου (βλ., ιδίως, τις αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1964, 100/63, Van der Veen, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1173, και συγκεκριμένα σ. 1176, και της 11ης Ιουλίου 1985, 137/84, Mutsch, Συλλογή 1985, σ. 2681, σκέψη 6).

30 Στη συνέχεια, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο γγ, του κανονισμού 2726/90 ορίζει ότι ο κύριος υπόχρεος οφείλει κατ' αρχήν να καταβάλει τους απαιτητούς δασμούς «έπειτα από τη διάπραξη παράβασης ή παρατυπίας κατά τη διάρκεια ή επ' ευκαιρία μιας πράξης κοινοτικής διαμετακόμισης», χωρίς να απαιτεί όπως, για τη γένεση της τελωνειακής οφειλής, αποδειχθεί η ύπαρξη πταίσματος του κύριου υπόχρεου ή επιβαρυνθούν οι τελωνειακές αρχές με οποιαδήποτε υποχρέωση πληροφορήσεως του κύριου υπόχρεου ότι διεξάγεται η έρευνα που κατέληξε στη διαπίστωση της παραβάσεως ή της παρατυπίας.

31 Είναι αλήθεια ότι, υπό συνθήκες όπως εκείνες της υποθέσεως της κύριας δίκης, αν οι τελωνειακές αρχές είχαν πληροφορήσει τον υπόχρεο ότι ενδέχεται να έχει διαπραχθεί απάτη από τους πελάτες του, ο τελευταίος θα είχε μπορέσει να λάβει τα αναγκαία μέτρα, αν όχι για να αποφύγει τη γένεση της τελωνειακής οφειλής, τουλάχιστον για να εμποδίσει ή να περιορίσει την αύξησή της.

32 Ωστόσο, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν οι συνθήκες αυτές μπορούν να δικαιολογήσουν τη μη είσπραξη εκ των υστέρων, την επιστροφή ή τη διαγραφή εισαγωγικών δασμών, ζήτημα που θα εξεταστεί στις σκέψεις 37 έως 55 της παρούσας αποφάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ανάγκη να γίνει έρευνα για τον προσδιορισμό και τη σύλληψη των αυτουργών ή συνεργών τετελεσμένης ή προπαρασκευαζομένης απάτης μπορεί να δικαιολογήσει κατά νόμον τη σκόπιμη παράλειψη γνωστοποιήσεως, εν όλω ή εν μέρει, των στοιχείων της έρευνας στον κύριο υπόχρεο, ακόμη και όταν ο τελευταίος ουδεμία συμμετοχή είχε στην τέλεση των πράξεων που συνιστούν την απάτη.

33 Παρά ταύτα, η De Haan υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 3, παράγραφος 3, και 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1854/89, οι δασμοί έπρεπε να βεβαιωθούν εντός προθεσμίας δύο ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία η τελωνειακή αρχή ήταν σε θέση να υπολογίσει το ποσό τους και να προσδιορίσει το πρόσωπο που οφείλει να τους καταβάλει και ότι το ποσό αυτό έπρεπε να της γνωστοποιηθεί από τη στιγμή που βεβαιώθηκε.

34 Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Συγκεκριμένα, όπως το Δικαστήριο έκρινε με την απόφασή του της 26ης Νοεμβρίου 1998, C-370/96, Covita (Συλλογή 1998, σ. Ι-7711, σκέψεις 36 και 37), η μη τήρηση από τις τελωνειακές αρχές, κατά την εκ των υστέρων είσπραξη τελωνειακών δασμών, των προθεσμιών των άρθρων 3 και 5 του κανονισμού 1854/89 δεν καταργεί το δικαίωμα των αρχών αυτών να προχωρήσουν στην είσπραξη αυτή όταν η εν λόγω είσπραξη γίνεται τηρουμένης της τριετούς προθεσμίας του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1697/79. Συγκεκριμένα, μοναδικός σκοπός των προθεσμιών αυτών είναι να εξασφαλιστεί η ταχεία και ομοιόμορφη εφαρμογή, από τις αρμόδιες διοικητικές αρχές, των τεχνικών λεπτομερειών της βεβαιώσεως των ποσών εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών. Ναι μεν η μη τήρηση των προθεσμιών αυτών από τις τελωνειακές αρχές μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την καταβολή από το σχετικό κράτος μέλος τόκων υπερημερίας στις Κοινότητες, στο πλαίσιο της διαθέσεως των ιδίων πόρων, πλην όμως δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το απαιτητό της τελωνειακής οφειλής ούτε το δικαίωμα των αρχών αυτών να προχωρήσουν στην εκ των υστέρων είσπραξη.

35 Το ίδιο ισχύει για την προθεσμία του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1854/89. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι, εν προκειμένω, οι τελωνειακές αρχές δεν ενημέρωσαν τον κύριο υπόχρεο για το ύψος των δασμών όταν οι δασμοί αυτοί όντως βεβαιώθηκαν, πράγμα που δεν προκύπτει από τη δικογραφία, η εν λόγω παραγνώριση των διατάξεων του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεν μπορεί από μόνη της να εμποδίσει την είσπραξη των οφειλομένων δασμών όταν η είσπραξη αυτή γίνεται τηρουμένης της τριετούς προθεσμίας του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1697/79.

36 Ενόψει των ανωτέρω, στο πρώτο σκέλος του ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν επιβάλλει στις τελωνειακές αρχές, που έχουν πληροφορηθεί το ενδεχόμενο απάτης στο πλαίσιο του καθεστώτος εξωτερικής διαμετακομίσεως, καμία υποχρέωση να προειδοποιήσουν τον κύριο υπόχρεο που θα μπορούσε να καταστεί οφειλέτης τελωνειακών δασμών λόγω της απάτης αυτής, ακόμη και όταν ο ενδιαφερόμενος ενήργησε καλόπιστα.

Επί των περιστατικών που μπορούν να δικαιολογήσουν τη μη είσπραξη εκ των υστέρων, την επιστροφή ή τη διαγραφή δασμών

37 Πρέπει να υπομνηστεί ότι η κοινοτική ρύθμιση περιέχει δύο κατηγορίες συγκεκριμένων εξαιρέσεων από την υποχρέωση καταβολής τελωνειακής οφειλής.

38 Η πρώτη προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79.

39 Η διάταξη αυτή εξαρτά από τρεις προϋποθέσεις τη δυνατότητα των τελωνειακών αρχών να μη προχωρήσουν στην εκ των υστέρων είσπραξη (βλ., ιδίως, τις αποφάσεις της 1ης Απριλίου 1993, C-250/91, Hewlett Packard France, Συλλογή 1993, σ. Ι-1819, σκέψεις 12 και 13, και Covita, προαναφερθείσα, σκέψεις 24 έως 28).

40 Κατ' αρχάς, οι δασμοί πρέπει να μην εισπράχθηκαν κατόπιν λάθους των ίδιων των αρμόδιων αρχών. Στη συνέχεια, το λάθος των αρχών αυτών πρέπει να είναι τέτοιο ώστε λογικά να μη μπορούσε να ανακαλυφθεί από τον καλόπιστο υπόχρεο, παρά την επαγγελματική του πείρα και την επιμέλεια που έπρεπε να επιδείξει. Τέλος, ο τελευταίος πρέπει να έχει τηρήσει όλες τις διατάξεις της ισχύουσας ρυθμίσεως όσον αφορά την τελωνειακή του διασάφηση.

41 Εν προκειμένω, ναι μεν έργο του εθνικού δικαστηρίου είναι να εξακριβώσει αν, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της παρούσας υποθέσεως, πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79 (βλ. την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1996, C-47/95 έως C-50/95, C-60/95, C-81/95, C-92/95 και C-148/95, Olasagasti κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. Ι-6579, σκέψεις 33 έως 35), πλην όμως ήδη από τη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, εν πάση περιπτώσει, η σκόπιμη, χάριν της έρευνας, παράλειψη των τελωνειακών αρχών να πληροφορήσουν τον κύριο υπόχρεο για το ενδεχόμενο υπάρξεως απάτης, στην οποία αυτός δεν έχει συμμετοχή, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως λάθος των αρμοδίων αρχών.

42 Η δεύτερη κατηγορία εξαιρέσεων από την υποχρέωση καταβολής εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών προβλέπεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1430/79. Η διάταξη αυτή, η οποία δεν απαιτεί την ύπαρξη λάθους των ίδιων των αρμόδιων αρχών, εξαρτά την επιστροφή ή τη διαγραφή εισαγωγικών δασμών από δύο σωρευτικές προϋποθέσεις, δηλαδή την ύπαρξη ειδικής περιπτώσεως και την έλλειψη δόλου ή προφανούς αμέλειας του επιχειρηματία.

43 Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι, όπως διευκρινίζεται ρητώς στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 4 του κανονισμού 3799/86, ο κατάλογος των ειδικών περιπτώσεων υπό την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1430/79 που παρατίθεται στο άρθρο 4 του κανονισμού 3799/86 δεν είναι εξαντλητικός (βλ., με το αυτό περιεχόμενο, την προαναφερθείσα απόφαση Covita, σκέψη 31).

44 Κατά συνέπεια, έργο των τελωνειακών αρχών είναι να εκτιμούν αν κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, όπως η σχετική με την κύρια δίκη, που δεν περιλαμβάνεται στον πιο πάνω κατάλογο έχει παρά ταύτα ιδιαίτερο χαρακτήρα υπό την έννοια της εφαρμοστέας κοινοτικής ρυθμίσεως, οπότε το κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται η αρχή αυτή πρέπει να φέρει την υπόθεση στην Επιτροπή για να ρυθμιστεί σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 906 και 909 του κανονισμού 2454/93.

45 Ένα από τα στοιχεία εκτιμήσεως - επί των οποίων επέσυρε την προσοχή το αιτούν δικαστήριο - το οποίο χαρακτηρίζει την επίμαχη στην κύρια δίκη κατάσταση ανάγεται στο γεγονός ότι, αν ο υπόχρεος είχε ενημερωθεί από τις τελωνειακές αρχές για τις υποψίες τους σχετικά με την ύπαρξη απάτης, θα είχε λάβει τα αναγκαία μέτρα, μετά την κατόπιν της απάτης εκτροπή της πρώτης αποστολής τσιγάρων από τον προορισμό της, για να αποτρέψει τη γένεση εις βάρος του τελωνειακής οφειλής σχετικά με τις έξι επόμενες αποστολές.

46 Εφόσον στις τελωνειακές αρχές υποβλήθηκε αίτηση διαγραφής δασμών, συνοδευόμενη με στοιχεία δυνάμενα να δικαιολογήσουν την ύπαρξη ειδικής περιπτώσεως υπό την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1430/79, και εφόσον οι τελωνειακές αρχές δεν ήσαν σε θέση να λάβουν απόφαση βάσει του άρθρου 4 του κανονισμού 3799/86, το Βασίλειο των Κάτω Ξωρών ζήτησε από την Επιτροπή να αποφανθεί ως προς το αν υφίσταται «ειδική περίπτωση» υπό την έννοια της διατάξεως αυτής. Με απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 1998 η Επιτροπή εκτίμησε ότι εν προκειμένω δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση.

47 Επίσης, μολονότι το αιτούν δικαστήριο δεν κάνει λόγο για την απόφαση αυτή, της οποίας η ύπαρξη και ακόμη περισσότερο το περιεχόμενο, λόγω της ημερομηνίας λήψεώς της, προφανώς δεν του ήταν γνωστά όταν εξέδωσε τη διάταξή του περί παραπομπής, πρέπει, για να του παρασχεθεί χρήσιμη απάντηση για τη λύση της διαφοράς της κύριας δίκης, να εκτιμηθεί το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής με το να εξεταστεί αν σε υπόθεση όπως αυτή που εκκρεμεί ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου όντως πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1430/79.

48 Πρέπει να διευκρινιστεί συναφώς ότι η τελωνειακή αρχή θα πρέπει να αποφανθεί με βάση την απόφαση της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 908 του κανονισμού 2454/93. Ωστόσο, αν το Δικαστήριο την κηρύξει ανίσχυρη, έργο της Επιτροπής θα είναι να αντλήσει τις εντεύθεν συνέπειες, επανεξετάζοντας τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1430/79 στα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης υπό το πρίσμα της αποφάσεως του Δικαστηρίου, οι δε προθεσμίες των άρθρων 907 και 909 του κανονισμού 2454/93 αρχίζουν από τη δημοσίευση της αποφάσεως του Δικαστηρίου. Οι σκέψεις αυτές συνεπάγονται επίσης ότι το αιτούν δικαστήριο, το οποίο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την Επιτροπή στην εκτίμησή της, δύναται να αναστείλει τη διαδικασία εν αναμονή της αποφάσεως της Επιτροπής ή της παρελεύσεως των πιο πάνω προθεσμιών.

49 Εν προκειμένω, η εξέταση της αποφάσεως της Επιτροπής, η οποία άλλωστε προσκομίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και κατέστη το αντικείμενο παρατηρήσεων τόσο γραπτών όσο και προφορικών, συνάδει και με την αρχή της οικονομίας της διαδικασίας, καθόσον το ζήτημα της νομιμότητας της εν λόγω αποφάσεως της Επιτροπής τέθηκε ευθέως ενώπιον του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-157/98, Κάτω Ξώρες κατά Επιτροπής, η διαδικασία επί της οποίας ανεστάλη εν αναμονή της παρούσας αποφάσεως.

50 Για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η κατάσταση του διασαφιστή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ειδική περίπτωση υπό την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1430/79, η Επιτροπή τόνισε ότι η De Haan ήταν υπεύθυνη για την ορθή διεξαγωγή της τελωνειακής διαδικασίας και ότι η δυνατότητα επελεύσεως ζημίας κατόπιν ενδεχομένων απατηλών πράξεων αποτελεί συνήθη κίνδυνο για τους επιχειρηματίες· επιπλέον, έλαβε υπόψη, αφενός, το γεγονός ότι, καίτοι η De Haan δεν μετέσχε η ίδια στην απάτη, πρώτον, ένας από τους συνεργάτες της, για τον οποίο ήταν υπεύθυνη, μετέσχε στην απάτη και, δεύτερον, δεν αποδείχθηκε η συμμετοχή υπαλλήλου των βελγικών τελωνείων, καθώς και, αφετέρου, το ότι η FIOD δεν αποκάλυψε, πριν ολοκληρώσει την έρευνά της, τις πληροφορίες της στην De Haan δεν αποτελεί ειδική περίπτωση δικαιολογούσα τη διαγραφή εισαγωγικών δασμών βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1430/79.

51 Εν προκειμένω, επιβάλλεται, πρώτον, η διαπίστωση ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, με το οποίο δεν διαφώνησε στο σημείο αυτό η Επιτροπή, στην De Haan δεν μπορεί να καταλογιστεί αμέλεια ή δόλος.

52 Δεύτερον, πρέπει να επισημανθεί, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφασή του της 25ης Φεβρουαρίου 1999, C-86/97, Woltmann (Συλλογή 1999, σ. Ι-1041, σκέψεις 18 έως 21), ότι το άρθρο 905 του κανονισμού 2454/93, βάσει του οποίου το κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται η τελωνειακή αρχή ζήτησε από την Επιτροπή να εκτιμήσει, αναλόγως των στοιχείων που της διαβιβάστηκαν, αν υφίσταται ειδική περίπτωση δικαιολογούσα τη διαγραφή των δασμών, περιέχει γενική ρήτρα επιεικείας η οποία σκοπό έχει να καλύψει την εξαιρετική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο διασαφιστής σε σχέση με τους άλλους επιχειρηματίες που ασκούν την ίδια δραστηριότητα, όταν η τελωνειακή αρχή δεν ήταν σε θέση, λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογίας που επικαλέστηκε, να αποφασίσει η ίδια τη διαγραφή των δασμών βάσει του άρθρου 4 του κανονισμού 3799/86 ή του άρθρου 899 του κανονισμού 2454/93, αναλόγως του ποιο από άρθρα αυτά έχει ratione temporis εφαρμογή επί της καταστάσεως του υποχρέου.

53 Εν προκειμένω, η ανάγκη διενέργειας επιμελούς έρευνας από τις τελωνειακές ή αστυνομικές αρχές αποτελεί, ελλείψει οποιουδήποτε δόλου ή οποιασδήποτε αμέλειας που μπορεί να καταλογιστεί στον υπόχρεο και όταν ο υπόχρεος δεν πληροφορήθηκε ότι διεξάγεται έρευνα, ειδική περίπτωση υπό την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1430/79. Συγκεκριμένα, ναι μεν μπορεί να είναι θεμιτό οι εθνικές αρχές να αφήσουν επίτηδες να γίνουν παραβάσεις ή παρατυπίες για να εξαρθρώσουν καλύτερα ένα δίκτυο, να προσδιορίσουν τους ενόχους της απάτης και να συλλέξουν ή ενισχύσουν τα αποδεικτικά στοιχεία, πλην όμως το να υποβάλουν τον υπόχρεο στην τελωνειακή οφειλή που απορρέει από τις πιο πάνω επιλογές που συνδέονται με τη δίωξη των παραβάσεων μπορεί να θίξει τον σκοπό επιεικείας που αποτελεί το βάθρο του άρθρου 905, παράγραφος 1, του κανονισμού 2454/93, θέτοντας τον υπόχρεο σε εξαιρετική κατάσταση σε σχέση με τους άλλους επιχειρηματίες που ασκούν την ίδια δραστηριότητα.

54 Από το κείμενο της αποφάσεως της 18ης Φεβρουαρίου 1998 προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν εκτίμησε ορθώς, υπό το πρίσμα του προαναφερθέντος σκοπού επιεικείας και των συνθηκών υπό τις οποίες τελέστηκε η απάτη, το ζήτημα αν η De Haan βρισκόταν σε εξαιρετική κατάσταση σε σχέση με τους άλλους επιχειρηματίες που ασκούν την ίδια δραστηριότητα.

55 Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται το ανίσχυρο της αποφάσεως της Επιτροπής.

56 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι:

- η ανάγκη διενέργειας επιμελούς έρευνας από τις εθνικές αρχές μπορεί να αποτελέσει, ελλείψει οποιουδήποτε δόλου ή οποιασδήποτε αμέλειας που μπορεί να καταλογιστεί στον υπόχρεο και όταν ο υπόχρεος δεν πληροφορήθηκε ότι διεξάγεται έρευνα, ειδική περίπτωση υπό την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1430/79, όταν το γεγονός ότι οι εθνικές αρχές άφησαν επίτηδες, χάριν της έρευνας, να γίνουν παραβάσεις και παρατυπίες, με αποτέλεσμα να γεννηθεί τελωνειακή οφειλή εις βάρος του κύριου υπόχρεου, θέτει τον τελευταίο σε εξαιρετική κατάσταση σε σχέση με τους άλλους επιχειρηματίες που ασκούν την ίδια δραστηριότητα·

- η απόφαση C(98) 372 οριστικό της Επιτροπής, της 18ης Φεβρουαρίου 1998, είναι ανίσχυρη.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

57 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ολλανδική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και η Επιτροπή, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πέμπτο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διάταξη της 24ης Φεβρουαρίου 1998 το Tariefcommissie, αποφαίνεται:

1) Το κοινοτικό δίκαιο δεν επιβάλλει στις τελωνειακές αρχές, που έχουν πληροφορηθεί το ενδεχόμενο απάτης στο πλαίσιο του καθεστώτος εξωτερικής διαμετακομίσεως, καμία υποχρέωση να προειδοποιήσουν τον κύριο υπόχρεο που θα μπορούσε να καταστεί οφειλέτης τελωνειακών δασμών λόγω της απάτης αυτής, ακόμη και όταν ο ενδιαφερόμενος ενήργησε καλόπιστα.

2) Η ανάγκη διενέργειας επιμελούς έρευνας από τις εθνικές αρχές μπορεί να αποτελέσει, ελλείψει οποιουδήποτε δόλου ή οποιασδήποτε αμέλειας που μπορεί να καταλογιστεί στον υπόχρεο και όταν ο υπόχρεος δεν πληροφορήθηκε ότι διεξάγεται έρευνα, ειδική περίπτωση υπό την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1430/79 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουλίου 1979, περί της επιστροφής ως αχρεωστήτως εισπραχθέντων ή της διαγραφής χρέους εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3069/86 του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 1986, όταν το γεγονός ότι οι εθνικές αρχές άφησαν επίτηδες, χάριν της έρευνας, να γίνουν παραβάσεις και παρατυπίες, με αποτέλεσμα να γεννηθεί τελωνειακή οφειλή εις βάρος του κύριου υπόχρεου, θέτει τον τελευταίο σε εξαιρετική κατάσταση σε σχέση με τους άλλους επιχειρηματίες που ασκούν την ίδια δραστηριότητα.

3) Η απόφαση C(98) 372 οριστικό της Επιτροπής, της 18ης Φεβρουαρίου 1998, είναι ανίσχυρη.