61998J0017

Απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Φεßρουαρίου 2000. - Emesa Sugar (Free Zone) NV κατά Aruba. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Arrondissementsrechtbank 's-Gravenhage - Κάτω Χώρες. - Καθεστώς συνδέσεως των υπερποντίων χωρών και εδαφών - Απόφαση 97/803/ΕΚ - Εισαγωγές ζάχαρης - Σώρευση καταγωγών ΑΚΕ/ΥΧΕ - Εκτίμηση του κύρους - Εθνικό δικαστήριο - Ασφαλιστικά μέτρα. - Υπόθεση C-17/98.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-00675


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 Σύνδεση των υπερποντίων χωρών και εδαφών - Εφαρμογή από το Συμβούλιο - Οδηγία 91/482 - Ενδιάμεση αναθεώρηση - Επιλεγείσα προθεσμία - Επιπτώσεις επί της αρμοδιότητας του Συμβουλίου που απορρέει από το άρθρο 136 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 187 ΕΚ) - Δεν έχει

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 132 (νυν άρθρο 183 ΕΚ) και άρθρο 136 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 187 ΕΚ)· απόφαση 91/482 του Συμβουλίου, άρθρο 240 § 3]

2 Κοινοτικό δίκαιο - Αρχές - Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης - Όρια - Μεταβολή της κανονιστικής ρυθμίσεως περί συνδέσεως των υπερποντίων χωρών και εδαφών -- Εξουσία εκτιμήσεως των κοινοτικών οργάνων - Δήλωση περιεχόμενη σε στερούμενο νομικής αξίας εκλαϋκευτικό φυλλάδιο - Δεν έχει επίπτωση

(Απόφαση 91/482 του Συμβουλίου)

3 Σύνδεση των υπερποντίων χωρών και εδαφών - Εφαρμογή εκ μέρους του Συμβουλίου - Θέσπιση των διατάξεων που διέπουν τον τρόπο και τη διαδικασία της συνδέσεως - Έκδοση διαφόρων διαδοχικών αποφάσεων - Περιορισμός, σε περίπτωση ανάγκης, ορισμένων από τα πλεονεκτήματα που έχουν ήδη παραχωρηθεί στις υπερπόντιες χώρες και στα υπερπόντια εδάφη - Επιτρέπεται

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 40, 43 και 136, εδ. 2 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 34 ΕΚ, 37 ΕΚ και 187 ΕΚ) και άρθρα 41 και 42 (νυν άρθρα 35 ΕΚ και 36 ΕΚ)]

4 Σύνδεση των υπερποντίων χωρών και εδαφών - Εφαρμογή εκ μέρους του Συμβουλίου - Καθορισμός ποσοστώσεως για τις εισαγωγές ζάχαρης που μπορούν να υπαχθούν στο καθεστώς της σώρευσης καταγωγών ΑΚΕ/ΥΞΕ - Παράβαση των άρθρων 133, παράγραφος 1, και 136, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 184, παράγραφος 1, ΕΚ και 187 ΕΚ) - Δεν υπάρχει

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 133 § 1 και 136, εδ. 2 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 184 § 1 ΕΚ και 187 ΕΚ)· αποφάσεις του Συμβουλίου 91/482, άρθρο 108β, και 97/803]

5 Σύνδεση των υπερποντίων χωρών και εδαφών - Εφαρμογή εκ μέρους του Συμβουλίου - Καθορισμός ποσοστώσεως για τις εισαγωγές ζάχαρης που μπορούν να υπαχθούν στο καθεστώς της σώρευσης καταγωγών ΑΚΕ/ΥΞΕ - Αρχή της αναλογικότητας - Παραβίαση - Δεν υπάρχει

(Αποφάσεις του Συμβουλίου 91/482, άρθρο 108β, και 97/803)

6 Πράξεις των οργάνων - Εφαρμογή από τα εθνικά δικαστήρια - Δυνατότητα λήψεως ασφαλιστικών μέτρων σε περίπτωση επικείμενου κινδύνου παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου - Προϋποθέσεις - Λήψη ασφαλιστικών μέτρων έναντι δημόσιας αρχής υπερπόντιας χώρας ή υπερπόντιου εδάφους - Επιτρέπεται

Περίληψη


1 Μολονότι το άρθρο 240, παράγραφος 3, της αποφάσεως 91/482, σχετικά με τη σύνδεση των υπερποντίων χωρών και εδαφών (ΥΞΕ), προβλέπει ότι πριν από τη λήξη της πρώτης πενταετούς περιόδου το Συμβούλιο θεσπίζει, αν το κρίνει αναγκαίο, τις τροποποιήσεις που πρέπει ενδεχομένως να επέλθουν στη σύνδεση των ΥΞΕ με την Κοινότητα, το άρθρο αυτό δεν μπορεί να στερήσει από το Συμβούλιο την απορρέουσα απευθείας από τη Συνθήκη αρμοδιότητά του να τροποποιεί τις πράξεις που έχει εκδώσει βάσει του άρθρου 136 της Συνθήκης αυτής (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 187 ΕΚ), με σκοπό την επίτευξη όλων των σκοπών που διακηρύσσονται στο άρθρο 132 της ίδιας Συνθήκης (νυν άρθρο 183 ΕΚ).

(βλ. σκέψη 33)

2 Μολονότι η τήρηση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εντάσσεται στις θεμελιώδεις αρχές της Κοινότητας, οι επιχειρηματίες δεν δικαιολογούνται να τρέφουν προσδοκίες για διατήρηση μιας υφισταμένης καταστάσεως, η οποία μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κοινοτικά όργανα, και μάλιστα σε τομείς όπως οι κοινές οργανώσεις αγορών, ο σκοπός των οποίων απαιτεί συνεχή προσαρμογή ανάλογα με τις μεταβολές της οικονομικής καταστάσεως.

Τα ανωτέρω ισχύουν κατά μείζονα λόγο όταν οι καθ' υπόθεση προσδοκίες των επιχειρηματιών δημιουργήθηκαν από ένα στερούμενο κάθε νομικής αξίας εκλαϋκευτικό φυλλάδιο, όπως ένα ενημερωτικό φυλλάδιο που εκδόθηκε από την Επιτροπή τον Οκτώβριο 1993 και στο οποίο περιεχόταν η δήλωση ότι η απόφαση 91/482, σχετικά με τη σύνδεση των υπερποντίων χωρών και εδαφών, είχε θεσπιστεί για μια δεκαετία. Εξάλλου, όταν εκδόθηκε το φυλλάδιο αυτό, η Επιτροπή μπορούσε κάλλιστα να δηλώνει ότι η απόφαση αυτή είχε θεσπιστεί για μια δεκαετία και δεν ήταν υποχρεωμένη να αναφέρει, σε ένα τέτοιο έντυπο, τις ενδεχόμενες μελλοντικές αναθεωρήσεις.

(βλ. σκέψεις 34-35)

3 Αν και στο πλαίσιο της δυναμικής και προοδευτικής διαδικασίας, με την οποία θα πραγματοποιηθεί η σύνδεση των υπερποντίων χωρών και εδαφών (ΥΞΕ) με την Κοινότητα, απαιτείται να λαμβάνονται υπόψη από το Συμβούλιο τα αποτελέσματα που έχουν επιτευχθεί χάρη στις προηγούμενες αποφάσεις του, εντούτοις το Συμβούλιο, όταν θεσπίζει μέτρα βάσει του άρθρου 136, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 187, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ), πρέπει να λαμβάνει υπόψη όχι μόνον τις αρχές που διακηρύσσονται στο τέταρτο μέρος της Συνθήκης, αλλά και τις άλλες αρχές του κοινοτικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των αρχών που αφορούν την κοινή γεωργική πολιτική.

Όταν προβαίνει στη στάθμιση των διαφόρων σκοπών της Συνθήκης, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τα συνολικά αποτελέσματα που έχουν επιτευχθεί χάρη στις προηγούμενες αποφάσεις του, το Συμβούλιο, το οποίο έχει συναφώς ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ανάλογη προς τις πολιτικές ευθύνες που του αναθέτουν τα άρθρα 40 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 34 ΕΚ), 41 και 42 της Συνθήκης (νυν άρθρα 35 ΕΚ και 36 ΕΚ), 43 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 37 ΕΚ) και 136 της Συνθήκης, μπορεί να αποφασίσει, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να περιορίσει ορισμένα από τα πλεονεκτήματα που έχουν ήδη παραχωρηθεί στις ΥΞΕ. Τα ανωτέρω ισχύουν κατά μείζονα λόγο, όταν τα επίμαχα πλεονεκτήματα συνιστούν εξαιρέσεις από τους κανόνες λειτουργίας της κοινοτικής αγοράς.

(βλ. σκέψεις 38-39, 41)

4 Το κύρος του μέτρου που προβλέπεται στο άρθρο 108β της αποφάσεως 91/482, σχετικά με τη σύνδεση των υπερποντίων χωρών και εδαφών (ΥΞΕ), το οποίο προστέθηκε με την απόφαση 97/803, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από την άποψη των άρθρων 133, παράγραφος 1, και 136, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 184, παράγραφος 1, ΕΚ και 187, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ) για τον λόγο ότι με το μέτρο αυτό καθορίζεται ποσόστωση για τις εισαγωγές ζάχαρης που μπορούν να υπαχθούν στο καθεστώς της σώρευσης καταγωγών ΑΚΕ/ΥΞΕ.

Πρώτον, όσον αφορά το εμπόριο της ζάχαρης, η κατάργηση των ενδοκοινοτικών δασμών πραγματοποιήθηκε μόνο μετά την καθιέρωση κοινής οργανώσεως αγοράς για το προϋόν αυτό, προϋπόθεση της οποίας ήταν η θέσπιση κοινού εξωτερικού δασμολογίου παράλληλα με τον καθορισμό κατώτατης τιμής ισχύουσας σε όλα τα κράτη μέλη, με κύριο σκοπό την εξάλειψη των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, εφόσον δεν υφίσταται κοινή γεωργική πολιτική μεταξύ ΥΞΕ και Κοινότητας, τα μέτρα που αποσκοπούν στην πρόληψη των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού ή των διαταράξεων της κοινοτικής αγοράς και που ενδέχεται να λαμβάνουν τη μορφή δασμολογικής ποσοστώσεως δεν μπορούν να θεωρηθούν, ως εκ της θεσπίσεώς τους και μόνον, αντίθετα προς το άρθρο 133, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

Δεύτερον, το άρθρο 136, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης προβλέπει ρητά ότι η δράση του Συμβουλίου πρέπει να βασίζεται επί «των επιτευχθέντων αποτελεσμάτων και των αρχών της παρούσας Συνθήκης». Μεταξύ των αρχών αυτών καταλέγονται οι αρχές που αφορούν την κοινή γεωργική πολιτική, οπότε δεν μπορεί να καταλογιστεί στο Συμβούλιο το γεγονός ότι κατά την εφαρμογή της διατάξεως αυτής έλαβε υπόψη τους αναγόμενους στην κοινή γεωργική πολιτική επιτακτικούς λόγους.

(βλ. σκέψεις 47-50)

5 Το μέτρο σχετικά με την επιβολή ποσοστώσεως για τις εισαγωγές ζάχαρης για τις οποίες ισχύει ο κανόνας για τη σώρευση καταγωγών ΑΚΕ/ΥΞΕ, τον οποίο περιέχει το άρθρο 108β της αποφάσεως 91/482, σχετικά με τη σύνδεση των υπερποντίων χωρών και εδαφών (ΥΞΕ), το οποίο προστέθηκε με την απόφαση 97/803, δεν μπορεί να θεωρηθεί αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας.

Πράγματι, σε έναν τομέα όπως είναι η σύνδεση των υπερποντίων χωρών και εδαφών, στον οποίο τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, μόνον ο προδήλως απρόσφορος χαρακτήρας ενός μέτρου σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα του μέτρου αυτού. Ο περιορισμός του ελέγχου του Δικαστηρίου επιβάλλεται ιδιαιτέρως όταν το Συμβούλιο υποχρεούται να συμβιβάσει διιστάμενα συμφέροντα και, συνεπώς, να προβεί, κατά τη λήψη των πολιτικής φύσεως αποφάσεων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές του, σε επιλογή μεταξύ διαφόρων εναλλακτικών λύσεων. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτό ότι η θέσπιση ποσοστώσεως με το προαναφερθέν άρθρο 108β υπερέβαινε προδήλως αυτό που ήταν αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών του Συμβουλίου.

(βλ. σκέψεις 53-54, 58)

6 Ασφαλιστικά μέτρα μπορούν να διαταχθούν από εθνικό δικαστήριο έναντι μη κοινοτικής αρχής, όταν υπάρχει άμεσος κίνδυνος παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου, μόνον εφόσον:

- το δικαστήριο αυτό έχει σοβαρές αμφιβολίες ως προς το κύρος των κοινοτικών διατάξεων τις οποίες εκτελεί η αρχή αυτή και εφόσον, στην περίπτωση που το Δικαστήριο δεν έχει ήδη επιληφθεί ερωτήματος σχετικού με το κύρος των επίμαχων στην κύρια δίκη διατάξεων, το δικαστήριο αυτό του υποβάλει σχετικό ερώτημα,

- συντρέχει περίπτωση επείγοντος, ο δε αιτών απειλείται με βαριά και ανεπανόρθωτη ζημία, και

- το εν λόγω δικαστήριο λάβει δεόντως υπόψη το συμφέρον της Κοινότητας.

Το γεγονός ότι τα ασφαλιστικά αυτά μέτρα πρόκειται να διαταχθούν έναντι αρχής υπερπόντιας χώρας ή υπερπόντιου εδάφους από δικαστήριο κράτους μέλους σύμφωνα με τις διατάξεις της εσωτερικής έννομης τάξης του δεν μεταβάλλει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρέπει να διασφαλίζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων η προστασία των ιδιωτών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, όταν η ένδικη διαφορά στηρίζεται στο κοινοτικό δίκαιο.

(βλ. σκέψη 73, διατακτ. 2)

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-17/98,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του προέδρου του Arrondissementsrechtbank te 's-Gravenhage (Κάτω Ξώρες) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Emesa Sugar (Free Zone) NV

και

Aruba,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς το κύρος της αποφάσεως 97/803/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 1997, για την ενδιάμεση αναθεώρηση της απόφασης 91/482/ΕΟΚ σχετικά με τη σύνδεση των υπερποντίων χωρών και εδαφών με την Ευρωπαϋκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΕ L 329, σ. 50),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodrνguez Iglesias, Πρόεδρο, J. C. Moitinho de Almeida και D. A. O. Edward, προέδρους τμήματος, P. J. G. Kapteyn, J.-P. Puissochet, G. Hirsch, P. Jann, H. Ragnemalm και M. Wathelet (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: H. A. Rόhl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η Emesa Sugar (Free Zone) NV, εκπροσωπούμενη από τον G. van der Wal, δικηγόρο Βρυξελλών,

- η Κυβέρνηση της Aruba, εκπροσωπούμενη από τους P. V. F. Bos και M. M. Slotboom, δικηγόρους Ρότερνταμ,

- η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Lσpez-Monνs Gallego, abogado del Estado,

- η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την K. Rispal-Bellanger, υποδιευθύντρια στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον C. Chavance, γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων στην ίδια διεύθυνση,

- η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή U. Leanza, προϋστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον D. Del Gaizo, avvocato dello Stato,

- η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την S. Ridley, του Treasury Solicitor's Department, επικουρούμενη από τον K. Parker, QC,

- το Συμβούλιο της Ευρωπαϋκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενο από τους J. Huber και G. Houttuin, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον T. van Rijn, νομικό σύμβουλο,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Emesa Sugar (Free Zone) NV, της Κυβερνήσεως της Aruba, της Ισπανικής Κυβερνήσεως, της Γαλλικής Κυβερνήσεως, της Ιταλικής Κυβερνήσεως, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 16ης Μαρτίου 1999,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 1ης Ιουνίου 1999,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 19ης Δεκεμβρίου 1997, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Ιανουαρίου 1998, ο πρόεδρος του Arrondissementsrechtbank te 's-Gravenhage υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), δώδεκα προδικαστικά ερωτήματα ως προς το κύρος της αποφάσεως 97/803/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 1997, για την ενδιάμεση αναθεώρηση της απόφασης 91/482/ΕΟΚ σχετικά με τη σύνδεση των υπερποντίων χωρών και εδαφών με την Ευρωπαϋκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΕ L 329, σ. 50).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν κατά την εκδίκαση διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Emesa Sugar (Free Zone) NV (στο εξής: Emesa) και των αρχών της Aruba σχετικά με τους όρους εισαγωγής στην Κοινότητα ορισμένων ποσοτήτων ζάχαρης που μεταποιεί και συσκευάζει η Emesa στη νήσο αυτή.

Το νομικό πλαίσιο

3 Κατά το άρθρο 3, στοιχείο ρρ, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο σσ, ΕΚ), η δράση της Κοινότητας περιλαμβάνει τη σύνδεση με τις υπερπόντιες χώρες και εδάφη (στο εξής: ΥΞΕ), «με σκοπό την αύξηση των συναλλαγών και την προώθηση με κοινή προσπάθεια της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης».

4 Η Aruba καταλέγεται μεταξύ των ΥΞΕ.

5 Η σύνδεση των ΥΞΕ με την Κοινότητα διέπεται από το τέταρτο μέρος της Συνθήκης ΕΚ.

6 Κατά το άρθρο 131, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 182, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, ΕΚ):

«Σκοπός της συνδέσεως είναι η προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως των χωρών και εδαφών και της δημιουργίας στενών οικονομικών σχέσεων μεταξύ αυτών και της Κοινότητας στο σύνολό της.

Σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώνονται στο προοίμιο της παρούσας Συνθήκης, η σύνδεση οφείλει κατά πρώτο λόγο να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των κατοίκων των χωρών και εδαφών αυτών και να προάγει την ευημερία τους, ώστε να οδηγηθούν στην οικονομική, κοινωνική και μορφωτική ανάπτυξη που επιδιώκουν.»

7 Προς τούτο, το άρθρο 132 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 183 ΕΚ) διακηρύσσει ορισμένους σκοπούς, μεταξύ των οποίων την εφαρμογή από τα κράτη μέλη «στις εμπορικές τους συναλλαγές με τις χώρες και εδάφη του καθεστώτος που διέπει τις μεταξύ τους σχέσεις δυνάμει της παρούσας Συνθήκης».

8 Το άρθρο 133, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 184, παράγραφος 1, ΕΚ) προβλέπει ότι καταργούνται πλήρως οι δασμοί κατά την εισαγωγή στα κράτη μέλη των καταγομένων από τις ΥΞΕ εμπορευμάτων, σύμφωνα με την προοδευτική κατάργηση των δασμών μεταξύ των κρατών μελών που προβλέπει η εν λόγω Συνθήκη.

9 Το άρθρο 136 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 187 ΕΚ) προβλέπει τα εξής:

«Κατά τη διάρκεια μιας πρώτης περιόδου πέντε ετών από την έναρξη της ισχύος της παρούσας Συνθήκης, οι τρόποι και η διαδικασία της συνδέσεως των χωρών και εδαφών με την Κοινότητα καθορίζονται από τη σχετική σύμβαση εφαρμογής που προσαρτάται στην παρούσα Συνθήκη.

Προ της λήξεως της προβλεπομένης στην ανωτέρω παράγραφο συμβάσεως, το Συμβούλιο καθορίζει ομοφώνως, βάσει των επιτευχθέντων αποτελεσμάτων και των αρχών της παρούσας Συνθήκης, τις διατάξεις που πρέπει να προβλεφθούν για μία νέα περίοδο.»

10 Βάσει του άρθρου 136, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, το Συμβούλιο εξέδωσε, στις 25 Φεβρουαρίου 1964, την απόφαση 64/349/ΕΟΚ, περί της συνδέσεως των υπερποντίων χωρών και εδαφών με την Ευρωπαϋκή Οικονομική Κοινότητα [ΕΕ (μόνο σε ξενόγλωσσες εκδόσεις) 1964, 93, σ. 1472]. Η απόφαση αυτή αποσκοπούσε στην αντικατάσταση, από την 1η Ιουνίου 1964, ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της εσωτερικής συμφωνίας για τη χρηματοδότηση και τη διαχείριση των κοινοτικών ενισχύσεων, που υπογράφηκε στο Γιαουντέ στις 20 Ιουλίου 1963, της συμβάσεως εφαρμογής σχετικά με τη σύνδεση των ΥΞΕ με την Κοινότητα, η οποία είχε συναφθεί για πέντε έτη και είχε προσαρτηθεί στη Συνθήκη.

11 Στη συνέχεια το Συμβούλιο εξέδωσε διάφορες αποφάσεις σχετικά με τη σύνδεση των ΥΞΕ με την Ευρωπαϋκή Οικονομική Κοινότητα. Στις 25 Ιουλίου 1991 εξέδωσε την απόφαση 91/482/ΕΟΚ (ΕΕ L 263, σ. 1, στο εξής: απόφαση ΥΞΕ), η οποία, κατά το άρθρο 240, παράγραφος 1, εφαρμόζεται για περίοδο δέκα ετών από την 1η Μαρτίου 1990. Το ίδιο άρθρο προβλέπει πάντως, στην παράγραφο 3, στοιχεία αα και ββ, ότι, πριν από τη λήξη της πρώτης πενταετούς περιόδου, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ομοφωνία μετά από πρόταση της Επιτροπής, θεσπίζει, αν το κρίνει αναγκαίο, εκτός από τις χρηματοδοτικές συνδρομές της Κοινότητας, για τη δεύτερη πενταετία, τις τροποποιήσεις που πρέπει ενδεχομένως να επέλθουν στη σύνδεση των ΥΞΕ με την Κοινότητα. Σ' αυτό το πλαίσιο εκδόθηκε η απόφαση 97/803.

12 Το άρθρο 101, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΞΕ, όπως ίσχυε αρχικά, προέβλεπε τα εξής:

«Τα προϋόντα καταγωγής των ΥΞΕ εισάγονται στην Κοινότητα άνευ δασμών και φόρων ισοδύναμου αποτελέσματος.»

13 Το άρθρο 102 της ίδιας αποφάσεως προέβλεπε τα εξής:

«Η Κοινότητα δεν επιβάλλει ποσοτικούς περιορισμούς ή μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος κατά τις εισαγωγές προϋόντων καταγωγής ΥΞΕ.»

14 Το άρθρο 108, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως ΥΞΕ παραπέμπει στο παράρτημα ΙΙ της αποφάσεως (στο εξής: παράρτημα ΙΙ), όσον αφορά τον ορισμό της έννοιας των προϋόντων καταγωγής και των σχετικών μεθόδων διοικητικής συνεργασίας. Κατά το άρθρο 1 του εν λόγω παραρτήματος, ένα προϋόν θεωρείται «καταγόμενο προϋόν» ή «προϋόν καταγωγής» των ΥΞΕ, της Κοινότητας ή των κρατών της Αφρικής, της Καραϋβικής ή του Ειρηνικού (στο εξής: κράτη ΑΚΕ), όταν έχει είτε εξ ολοκλήρου παραχθεί είτε επαρκώς μεταποιηθεί εκεί.

15 Το άρθρο 3, παράγραφος 3, του παραρτήματος ΙΙ περιλαμβάνει έναν πίνακα των κατεργασιών ή μεταποιήσεων που θεωρούνται ανεπαρκείς για να προσδώσουν την ιδιότητα του «προϋόντος καταγωγής» σε ένα προϋόν προελεύσεως ΥΞΕ. Το άρθρο 6, παράγραφος 2, του εν λόγω παραρτήματος ορίζει τα εξής:

«Όταν προϋόντα εξ ολοκλήρου παραγόμενα στην Κοινότητα ή στα κράτη ΑΚΕ υφίστανται κατεργασίες ή μεταποιήσεις στις ΥΞΕ, θεωρούνται ότι έχουν εξ ολοκλήρου παραχθεί στις ΥΞΕ» (πρόκειται για τον λεγόμενο κανόνα «σώρευσης καταγωγών ΑΚΕ/ΥΞΕ»).

16 Επιπλέον, κατά το άρθρο 12 του παραρτήματος ΙΙ, η απόδειξη της ιδιότητας καταγόμενου προϋόντος παρέχεται με πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 (παράγραφος1), το οποίο εκδίδεται από τις τελωνειακές αρχές της ΥΞΕ εξαγωγής (παράγραφος 6), οι οποίες εξακριβώνουν αν τα εμπορεύματα μπορούν να θεωρηθούν προϋόντα καταγωγής προβαίνοντας σε οποιονδήποτε έλεγχο κρίνουν χρήσιμο (παράγραφος 7).

17 Η Επιτροπή, με την πρόταση αποφάσεως για την ενδιάμεση αναθεώρηση της αποφάσεως 91/482, την οποία υπέβαλε στο Συμβούλιο στις 16 Φεβρουαρίου 1996 [COM(95) 739 τελικό, ΕΕ C 139, σ. 1], διατύπωσε την άποψη, στην έκτη και στην έβδομη αιτιολογική σκέψη της προτάσεως αυτής, ότι η ελεύθερη πρόσβαση για όλα τα προϋόντα καταγωγής των ΥΞΕ και η διατήρηση σε ισχύ του κανόνα περί σωρεύσεως καταγωγών ΑΚΕ/ΥΞΕ είχαν οδηγήσει στη διαπίστωση ότι υπήρχε κίνδυνος συγκρούσεως των στόχων δύο κοινοτικών πολιτικών, δηλαδή της πολιτικής αναπτύξεως των ΥΞΕ και της κοινής γεωργικής πολιτικής.

18 Το Συμβούλιο, στην έβδομη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 97/803, η οποία εκδόθηκε κατόπιν της ανωτέρω προτάσεως, διαπιστώνει ότι «είναι σκόπιμο να προληφθούν νέες διαταραχές με μέτρα για τον καθορισμό ευνοϋκού πλαισίου για την κανονική ροή του εμπορίου, συμβατού με την κοινή γεωργική πολιτική».

19 Προς τούτο, η απόφαση 97/803 πρόσθεσε στην απόφαση ΥΞΕ, μεταξύ άλλων, το άρθρο 108β, που επιτρέπει τη σώρευση καταγωγών ΑΚΕ/ΥΞΕ για τη ζάχαρη μέχρι ορισμένη ετήσια ποσότητα. Το άρθρο αυτό προβλέπει, στις παραγράφους 1 και 2, τα εξής:

«1. (...) η σώρευση καταγωγής ΑΚΕ/ΥΞΕ, που αναφέρεται στο άρθρο 6 του παραρτήματος ΙΙ, γίνεται δεκτή για ετήσια ποσότητα 3 000 τόνων ζάχαρης.

2. Για την εφαρμογή των κανόνων σώρευσης ΑΚΕ/ΥΞΕ, που προβλέπεται στην παράγραφο 1, θεωρούνται ότι αρκούν για να προσδώσουν τον χαρακτήρα προϋόντων καταγωγής των ΥΞΕ η κυβοποίηση της ζάχαρης ή ο χρωματισμός» [ενώ δεν αναφέρεται η άλεση (milling) της ζάχαρης].

Η διαφορά της κύριας δίκης

20 Η Emesa εκμεταλλεύεται ένα εργοστάσιο ζάχαρης στην Aruba από τον Απρίλιο του 1997 και εξάγει ζάχαρη στην Κοινότητα.

21 Δεδομένου ότι στην Aruba δεν παράγεται ζάχαρη, τη ζάχαρη προμηθεύουν ορισμένες μονάδες παραγωγής ζάχαρης εγκατεστημένες στο Trinidad και Tobago, που καταλέγεται μεταξύ των κρατών ΑΚΕ. Η αγοραζόμενη ζάχαρη μεταφέρεται στην Aruba, όπου υφίσταται κατεργασία και μεταποίηση, μετά τις οποίες το προϋόν θεωρείται τελικό προϋόν. Αυτή η κατεργασία και μεταποίηση συνίστανται στον καθαρισμό της ζάχαρης, στην άλεσή της (πρόκειται για τη λεγόμενη «milling», με την οποία προσδίδεται στους κόκκους της ζάχαρης το κατάλληλο διαμέτρημα, σύμφωνα με τις επιθυμίες του πελάτη) και στη συσκευασία της. Κατά την Emesa, η ετήσια παραγωγική ικανότητα του εργοστασίου της ανέρχεται τουλάχιστο σε 34 000 τόνους ζάχαρης.

22 Κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως 97/803, η Emesa υπέβαλε ενώπιον του προέδρου του Arrondissementsrechtbank te 's-Gravenhage αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων με την οποία ζήτησε να απαγορευθεί:

- στο Ολλανδικό Δημόσιο να επιβάλει εισαγωγικούς δασμούς στη ζάχαρη καταγωγής ΥΞΕ που επρόκειτο να εισαγάγει η αιτούσα,

- στον Hoofdproductschap voor akkerbouwproducten (κεντρικό οργανισμό διαθέσεως γεωργικών προϋόντων, στο εξής: HPA) να αρνηθεί να της χορηγήσει άδειες εισαγωγής,

- στις αρχές της Aruba να αρνηθούν τη χορήγηση πιστοποιητικών EUR.1 για τη ζάχαρη που παράγει στην Aruba, δεδομένου ότι, αν εφαρμοζόταν η απόφαση ΥΞΕ όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της, δεν θα της προβαλλόταν καμία άρνηση.

23 Προς στήριξη των αιτημάτων της, η αιτούσα ισχυρίστηκε κυρίως ότι η αναθεώρηση της αποφάσεως ΥΞΕ, που πρέπει να χαρακτηριστεί ως ποσοτικός περιορισμός, καθόσον αποκλείει στην πράξη τις εισαγωγές ζάχαρης από τις ΥΞΕ, αντιβαίνει προς το κοινοτικό δίκαιο, διότι επαναφέρει διαρθρωτικούς περιορισμούς, οι οποίοι δεν ίσχυαν βάσει της αποφάσεως ΥΞΕ, χωρίς οι διορθώσεις αυτές να δικαιολογούνται, μετά από τόσο σύντομη περίοδο εφαρμογής, εν όψει σημαντικών κοινοτικών συμφερόντων και μολονότι τα αποτελέσματα της αποφάσεως ΥΞΕ μπορούσαν κάλλιστα να προβλεφθούν.

24 Με τη διάταξη περί παραπομπής, ο πρόεδρος του Arrondissementsrechtbank te 's-Gravenhage απέρριψε ως απαράδεκτα τα αιτήματα της Emesa έναντι του Ολλανδικού Δημοσίου και έναντι του ΗΡΑ, με το σκεπτικό ότι η Emesa, για να αντιταχθεί στη θέση σε εφαρμογή της τροποποιημένης αποφάσεως ΥΞΕ, έπρεπε να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του College van Beroep voor het bedrijfsleven· αντίθετα, δέχτηκε το στρεφόμενο κατά της Aruba αίτημα. Ο αιτών δικαστής εκφράζει, κατά προσωρινή κρίση, αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα της αποφάσεως 97/803, κυρίως σε σχέση με τους σκοπούς του καθεστώτος συνδέσεως με τις ΥΞΕ, όπως προκύπτουν από τα άρθρα 131, 132 και 133 της Συνθήκης, δηλαδή την προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως των ΥΞΕ και τη δημιουργία στενών οικονομικών σχέσεων μεταξύ ΥΞΕ και Κοινότητας στο σύνολό της· ο αιτών δικαστής εκφράζει επίσης αμφιβολίες ως προς το συμβατό της αποφάσεως 97/803 προς την αρχή της αναλογικότητας.

25 Επιπλέον, ο αιτών δικαστής τονίζει ότι η Emesa κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία, διότι, αν εφαρμοστούν οι επίμαχες διατάξεις, θα υποχρεωθεί να κλείσει το εργοστάσιό της, το οποίο μόλις άρχισε να λειτουργεί. Κατά τον αιτούντα δικαστή, επειδή υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα της αναθεωρήσεως της αποφάσεως ΥΞΕ, το κοινοτικό συμφέρον δεν απαγορεύει την έκδοση αποφάσεως για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων που να επιτρέπουν στην Emesa να συνεχίσει τις εισαγωγές της στην Κοινότητα, εν όψει μάλιστα του ότι οι εισαγωγές αυτές είναι ακόμη πολύ περιορισμένες.

26 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο πρόεδρος του Arrondissementsrechtbank te 's-Gravenhage αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας η ενδιάμεση αναθεώρηση από την 1η Δεκεμβρίου 1997 της αποφάσεως συνδέσεως, μέσω της αποφάσεως 97/803/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 1997 (ΕΕ L 329, σ. 50) - ειδικότερα δε το θεσπισθέν με την απόφαση αυτή άρθρο 108β, παράγραφος 1, καθώς και η κατάργηση της milling ως μεθόδου μεταποιήσεως που έχει σημασία για την καταγωγή;

2) Επιτρέπεται η εν λόγω απόφαση του Συμβουλίου - ειδικότερα το προστεθέν με την απόφαση αυτή άρθρο 108β, παράγραφος 1, καθώς και η κατάργηση της milling ως μεθόδου μεταποιήσεως που έχει σημασία για την καταγωγή - να βαίνει, ως προς τα περιοριστικά της αποτελέσματα, (κατά πολύ) πέραν αυτού που είναι δυνατό να επιτευχθεί μέσω μέτρων διασφαλίσεως βάσει του άρθρου 109 της αποφάσεως συνδέσεως;

3) Επιτρέπει η Συνθήκη ΕΚ, ειδικότερα το τέταρτο μέρος της, να περιλαμβάνει μια απόφαση του Συμβουλίου κατά την έννοια του άρθρου 136, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ - εν προκειμένω η προαναφερθείσα απόφαση 97/803/ΕΚ - ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών ή μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος;

4) Θα είναι διαφορετική η απάντηση στο ερώτημα 3,

α) αν οι περιορισμοί αυτοί ή τα μέτρα αυτά λαμβάνουν τη μορφή δασμολογικών ποσοστώσεων ή περιορισμών των διατάξεων περί καταγωγής ή συνδυασμού αμφοτέρων

και

β) αν οι σχετικές διατάξεις περιέχουν ή όχι μέτρα διασφαλίσεως;

5) Προκύπτει περαιτέρω από τη Συνθήκη ΕΚ, ειδικότερα από το τέταρτο μέρος της, ότι τα αποτελέσματα που έχουν επιτευχθεί στο πλαίσιο του άρθρου 136, δεύτερο εδάφιο - υπό την έννοια ευνοϋκών για τις ΥΞΕ μέτρων - δεν μπορούν στη συνέχεια να αναθεωρηθούν ή να εξαλειφθούν σε βάρος των ΥΞΕ;

6) Αν πράγματι αυτό δεν είναι πλέον δυνατό, είναι οι σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου ανίσχυρες και μπορούν οι ιδιώτες να επικαλεστούν το ανίσχυρο αυτό στο πλαίσιο δίκης ενώπιον εθνικού δικαστηρίου;

7) Μέχρι ποιο σημείο πρέπει η απόφαση ΥΞΕ του 1991 (91/482/ΕΟΚ, ΕΕ 1991, L 263, σ. 1, με διορθωτικό στην ΕΕ 1993, L 15, σ. 33) να θεωρηθεί ότι ισχύει χωρίς καμία αλλαγή κατά τη διάρκεια του αναφερόμενου στο άρθρο 240, παράγραφος 1, της αποφάσεως χρονικού διαστήματος των δέκα ετών, δεδομένου ότι το Συμβούλιο δεν την αναθεώρησε πριν από την πάροδο της πρώτης περιόδου των πέντε ετών κατά την έννοια του άρθρου 240, παράγραφος 3, της αποφάσεως;

8) Αντιβαίνει η τροποποιητική απόφαση του Συμβουλίου (97/803/ΕΚ) προς το άρθρο 133, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ;

9) Είναι έγκυρη η προαναφερθείσα τροποποιητική απόφαση του Συμβουλίου, αν ληφθούν υπόψη οι προσδοκίες που δημιουργήθηκαν συνεπεία του ενημερωτικού φυλλαδίου DE 76 του Οκτωβρίου 1993 που διένειμε η Επιτροπή, δεδομένου ότι στη σελίδα 16 του φυλλαδίου αυτού εκτίθεται σε σχέση με την έκτη απόφαση ΥΞΕ ότι η διάρκεια ισχύος της αποφάσεως αυτής ανέρχεται πλέον σε δέκα έτη (ενώ προηγουμένως ανερχόταν σε πέντε);

10) Είναι το προαναφερθέν άρθρο 108β, που θεσπίστηκε με ισχύ από την 1η Δεκεμβρίου 1997, ανεπίδεκτο εφαρμογής μέχρι του σημείου να πρέπει να θεωρηθεί ότι στερείται κύρους;

11) Έχει εξουσία το εθνικό δικαστήριο (στο πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων), υπό περιστάσεις όπως αυτές που εκτίθενται στην απόφαση C-143/88 και C-92/89, Zuckerfabrik Sόderdithmarschen κ.λπ., και σε μεταγενέστερες αποφάσεις, να διατάξει εκ των προτέρων ασφαλιστικό μέτρο, όταν υπάρχει κίνδυνος παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου εκ μέρους μη κοινοτικής αρχής που αποτελεί κατά το κοινοτικό δίκαιο εκτελεστική αρχή, προκειμένου να αποφευχθεί μια τέτοια παράβαση;

12) Αν στο ερώτημα 11 δοθεί καταφατική απάντηση και η εκτίμηση των κατά το ερώτημα 11 περιστάσεων δεν απόκειται στα εθνικά δικαστήρια, αλλά στο Δικαστήριο των ΕΚ, μπορούν τότε οι αναφερόμενες στα σημεία 3.9 έως 3.11 της παρούσας διατάξεως περιστάσεις [αποκλεισμός της milling και επιβολή ποσοτικών περιορισμών, ύπαρξη σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας της Emesa, το ζήτημα αν ελήφθη υπόψη το κοινοτικό συμφέρον] να δικαιολογήσουν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά την έννοια του ερωτήματος 11;»

Επί των δέκα πρώτων ερωτημάτων

27 Με τα δέκα πρώτα ερωτήματα ο αιτών δικαστής θέτει το ζήτημα του κύρους της αποφάσεως ΥΞΕ, όπως αναθεωρήθηκε με την απόφαση 97/803 (στο εξής: αναθεωρημένη απόφαση ΥΞΕ), και συγκεκριμένα του άρθρου 108β, καθόσον επιτρέπει τη σώρευση καταγωγών ΑΚΕ/ΥΞΕ για ετήσια ποσότητα μόνο 3 000 τόνων ζάχαρης και δεν αναφέρει, στην παράγραφο 2, τη milling μεταξύ των κατεργασιών και μεταποιήσεων που θεωρούνται ως επαρκείς για να προσδώσουν την εν λόγω καταγωγή.

28 Για να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά, πρέπει να υπενθυμιστεί κατ' αρχάς ότι η σύνδεση με τις ΥΞΕ πρέπει να πραγματοποιηθεί βάσει μιας δυναμικής και προοδευτικής διαδικασίας, κατά την οποία μπορεί να απαιτηθεί η θέσπιση πολλών διατάξεων προκειμένου να επιτευχθεί το σύνολο των σκοπών που διακηρύσσονται στο άρθρο 132 της Συνθήκης, λαμβανομένων υπόψη των αποτελεσμάτων που έχουν επιτευχθεί χάρη στις προηγούμενες αποφάσεις του Συμβουλίου (βλ. αποφάσεις της 22ας Απριλίου 1997, C-310/95, Road Air, Συλλογή 1997, σ. Ι-2229, σκέψη 40, και της 11ης Φεβρουαρίου 1999, C-390/95 P, Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-769, σκέψη 36).

29 Μολονότι όμως οι ΥΞΕ είναι χώρες και εδάφη συνδεδεμένα με ειδικούς δεσμούς με την Κοινότητα, δεν αποτελούν εντούτοις τμήμα της Κοινότητας και βρίσκονται, έναντι της Κοινότητας, στην ίδια θέση με τις τρίτες χώρες (βλ. γνωμοδότηση 1/78, της 4ης Οκτωβρίου 1979, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 401, σκέψη 62, και γνωμοδότηση 1/94, της 15ης Νοεμβρίου 1994, Συλλογή 1994, σ. Ι-5267, σκέψη 17). Ειδικότερα, η ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων μεταξύ ΥΞΕ και Κοινότητας δεν υφίσταται στο στάδιο αυτό απεριορίστως δυνάμει του άρθρου 132 της Συνθήκης (προπαρατεθείσα απόφαση Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 36).

30 Στη συνέχεια, επισημαίνεται ότι το άρθρο 136, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης εξουσιοδοτεί το Συμβούλιο να εκδίδει αποφάσεις στο πλαίσιο της συνδέσεως, «βάσει των επιτευχθέντων αποτελεσμάτων και των αρχών» της Συνθήκης. Συνεπώς το Συμβούλιο, όταν εκδίδει τέτοιες αποφάσεις, πρέπει να λαμβάνει υπόψη όχι μόνον τις αρχές που διακηρύσσονται στο τέταρτο μέρος της Συνθήκης, αλλά και τις άλλες αρχές του κοινοτικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των αρχών που αφορούν την κοινή γεωργική πολιτική (προπαρατεθείσα απόφαση Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 36 και 37).

Επί της δυνατότητας αναθεωρήσεως της αποφάσεως ΥΞΕ μετά τη λήξη των πέντε πρώτων ετών εφαρμογής (έβδομο και ένατο ερώτημα)

31 Με το έβδομο ερώτημα ο αιτών δικαστής ερωτά κατ' ουσίαν αν μετά τη λήξη της πρώτης πενταετίας, που αναφέρεται στο άρθρο 240, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΞΕ, το Συμβούλιο μπορούσε, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, να αναθεωρήσει την ανωτέρω απόφαση. Με το ένατο ερώτημα ο αιτών δικαστής θέτει το ζήτημα κύρους της αποφάσεως 97/803 από την άποψη της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που δημιούργησε ενδεχομένως στους επιχειρηματίες το ενημερωτικό φυλλάδιο DE 76 που διένειμε η Επιτροπή τον Οκτώβριο 1993 και που επιγραφόταν: «The European Community and the Overseas Countries and Territories» (Η Ευρωπαϋκή Κοινότητα και οι υπερπόντιες χώρες και τα υπερπόντια εδάφη), καθόσον στο φυλλάδιο αυτό αναφερόταν ότι η απόφαση ΥΞΕ ίσχυε για δέκα έτη.

32 Κατά την Emesa και την Aruba, η προβλεπόμενη στο άρθρο 240, παράγραφος 3, της αποφάσεως ΥΞΕ προθεσμία αναθεωρήσεως είναι προθεσμία αναγκαστικού δικαίου, οπότε το Συμβούλιο δεν είχε καμία κατά χρόνο αρμοδιότητα να αναθεωρήσει την εν λόγω απόφαση δυόμισι έτη μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής.

33 Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Μολονότι το άρθρο 240, παράγραφος 3, της αποφάσεως ΥΞΕ προβλέπει ότι πριν από τη λήξη της πρώτης πενταετούς περιόδου το Συμβούλιο θεσπίζει, αν το κρίνει αναγκαίο, τις τροποποιήσεις που πρέπει ενδεχομένως να επέλθουν στη σύνδεση των ΥΞΕ με την Κοινότητα, το άρθρο αυτό δεν μπορεί να στερήσει από το Συμβούλιο, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 43 των προτάσεών του, την απορρέουσα απευθείας από τη Συνθήκη αρμοδιότητά του να τροποποιεί τις πράξεις που έχει εκδώσει βάσει του άρθρου 136 της Συνθήκης αυτής, με σκοπό την επίτευξη όλων των σκοπών που διακηρύσσονται στο άρθρο 132 της ίδιας Συνθήκης.

34 Επιπλέον, όπως έχει δεχτεί επανειλημμένα το Δικαστήριο, μολονότι η τήρηση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εντάσσεται στις θεμελιώδεις αρχές της Κοινότητας, οι επιχειρηματίες δεν δικαιολογούνται να τρέφουν προσδοκίες για διατήρηση μιας υφισταμένης καταστάσεως, η οποία μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κοινοτικά όργανα, και μάλιστα σε τομείς όπως οι κοινές οργανώσεις αγορών, ο σκοπός των οποίων απαιτεί συνεχή προσαρμογή ανάλογα με τις μεταβολές της οικονομικής καταστάσεως (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1998, C-327/96, Pontillo, Συλλογή 1998, σ. Ι-5091, σκέψεις 22 και 23).

35 Τα ανωτέρω ισχύουν κατά μείζονα λόγο όταν οι καθ' υπόθεση προσδοκίες των επιχειρηματιών δημιουργήθηκαν από ένα στερούμενο κάθε νομικής αξίας εκλαϋκευτικό φυλλάδιο, όπως το ενημερωτικό φυλλάδιο DE 76 της Επιτροπής. Εξάλλου, τον Οκτώβριο 1993, όταν εκδόθηκε το φυλλάδιο αυτό, η Επιτροπή μπορούσε κάλλιστα να δηλώνει ότι η απόφαση ΥΞΕ είχε θεσπιστεί για μια δεκαετία και δεν ήταν υποχρεωμένη να αναφέρει, σε ένα τέτοιο έντυπο, τις ενδεχόμενες μελλοντικές αναθεωρήσεις.

36 Επιπλέον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Emesa είχε, όταν άρχισε τις επενδύσεις της στην Aruba, επαρκή πληροφοριακά στοιχεία για να προβλέψει, επιδεικνύοντας συνήθη επιμέλεια επιχειρηματία, ότι το φιλελεύθερο σύστημα της σώρευσης καταγωγών ήταν ενδεχόμενο να αναθεωρηθεί και να καταστεί περιοριστικότερο. Συναφώς επιβάλλεται να τονιστεί, μεταξύ άλλων, ότι η πρόταση της Επιτροπής για ενδιάμεση αναθεώρηση της αποφάσεως ΥΞΕ δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων της 10ης Μαου 1996, δηλαδή ένα σχεδόν έτος πριν αρχίσει η Emesa την παραγωγή της στην Aruba.

Επί του μη ανατρέψιμου των επιτευχθέντων αποτελεσμάτων βάσει του άρθρου 136 της Συνθήκης (πέμπτο και έκτο ερώτημα)

37 Με το πέμπτο ερώτημα ο αιτών δικαστής ερωτά, σε σχέση ιδίως με το άρθρο 136, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, αν υφίσταται η «αρχή περί αμετακλήτου» των πλεονεκτημάτων που έχουν παραχωρηθεί στις ΥΞΕ στο πλαίσιο της σταδιακής πραγματοποιήσεως της συνδέσεως, ενώ με το έκτο ερώτημα ερωτά ποιες συνέπειες έχει για τους ιδιώτες η μη τήρηση της ανωτέρω αρχής.

38 Συναφώς επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, αν και στο πλαίσιο της δυναμικής και προοδευτικής διαδικασίας, με την οποία θα πραγματοποιηθεί η σύνδεση των ΥΞΕ με την Κοινότητα, απαιτείται να λαμβάνονται υπόψη από το Συμβούλιο τα αποτελέσματα που έχουν επιτευχθεί χάρη στις προηγούμενες αποφάσεις του, εντούτοις, όπως προκύπτει ήδη από τη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως, το Συμβούλιο, όταν θεσπίζει μέτρα βάσει του άρθρου 136, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, πρέπει να λαμβάνει υπόψη όχι μόνον τις αρχές που διακηρύσσονται στο τέταρτο μέρος της Συνθήκης, αλλά και τις άλλες αρχές του κοινοτικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των αρχών που αφορούν την κοινή γεωργική πολιτική.

39 Όταν προβαίνει στη στάθμιση των διαφόρων σκοπών της Συνθήκης, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τα συνολικά αποτελέσματα που έχουν επιτευχθεί χάρη στις προηγούμενες αποφάσεις του, το Συμβούλιο, το οποίο έχει συναφώς ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ανάλογη προς τις πολιτικές ευθύνες που του αναθέτουν τα άρθρα 40 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, 34 ΕΚ), 41 και 42 της Συνθήκης ΕΚ (νυν 35 ΕΚ και 36 ΕΚ), 43 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, 37 ΕΚ) και 136 της Συνθήκης, μπορεί να αποφασίσει, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να περιορίσει ορισμένα από τα πλεονεκτήματα που έχουν ήδη παραχωρηθεί στις ΥΞΕ.

40 Εν προκειμένω δεν αμφισβητείται ότι η μείωση της ποσότητας της ζάχαρης για την οποία ισχύει η σώρευση καταγωγών ΑΚΕ/ΥΞΕ σε 3 000 τόνους ετησίως αποτελεί περιορισμό σε σχέση με την απόφαση ΥΞΕ. Εντούτοις, αν αποδειχθεί ότι η εφαρμογή του κανόνα της σώρευσης καταγωγών ΑΚΕ/ΥΞΕ στον τομέα της ζάχαρης μπορούσε να διαταράξει σοβαρά τη λειτουργία μιας κοινής οργανώσεως αγοράς, πράγμα που θα εξεταστεί στις σκέψεις 51 έως 57 της παρούσας αποφάσεως, το Συμβούλιο μπορούσε, κατόπιν της σταθμίσεως των σκοπών της συνδέσεως των ΥΞΕ έναντι των σκοπών της κοινής γεωργικής πολιτικής, να θεσπίσει νομίμως, τηρώντας τις αρχές του κοινοτικού δικαίου που διέπουν την άσκηση της εξουσίας του εκτιμήσεως, κάθε ενδεδειγμένο μέτρο για την εξάλειψη ή την περιστολή των διαταράξεων αυτών, το οποίο θα μπορούσε να συνίσταται στην κατάργηση ή τον περιορισμό των πλεονεκτημάτων που έχουν ήδη παραχωρηθεί στις ΥΞΕ.

41 Τα ανωτέρω ισχύουν κατά μείζονα λόγο, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 57 των προτάσεών του, όταν τα επίμαχα πλεονεκτήματα συνιστούν εξαιρέσεις από τους κανόνες λειτουργίας της κοινοτικής αγοράς. Τούτο συμβαίνει με τον κανόνα που επιτρέπει να προσδίδεται, κατόπιν ορισμένων επεξεργασιών, καταγωγή ΥΞΕ σε ορισμένα προϋόντα προελεύσεως κρατών ΑΚΕ.

42 Πρέπει να προστεθεί ότι η αναθεώρηση της αποφάσεως ΥΞΕ δεν είχε ως μοναδικό αποτέλεσμα την επιβολή περιορισμών ή μειώσεων έναντι του προϋσχύσαντος καθεστώτος, αφού, όπως υποστήριξε η Επιτροπή χωρίς να αντικρουστεί επ' αυτού, παραχωρήθηκαν διάφορα πλεονεκτήματα στις ΥΞΕ όσον αφορά την εγκατάσταση εντός της Κοινότητας (άρθρα 232 και 233α της αναθεωρημένης αποφάσεως ΥΞΕ), την αμοιβαία αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (άρθρο 233β) και την πρόσβαση στα κοινοτικά προγράμματα (άρθρο 233γ). Επιπλέον, η χρηματοδοτική βοήθεια της Κοινότητας προς τις ΥΞΕ αυξήθηκε κατά 21 % (άρθρο 154α).

Επί της υπάρξεως ποσοτικών περιορισμών των εισαγωγών κατά παράβαση των άρθρων 133, παράγραφος 1, και 136, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης (τρίτο, τέταρτο και όγδοο ερώτημα)

43 Με το τρίτο, το τέταρτο και το όγδοο ερώτημα, ο αιτών δικαστής ερωτά κατά πόσον από το άρθρο 108β της αναθεωρημένης αποφάσεως ΥΞΕ προκύπτει η ύπαρξη ποσοτικού περιορισμού και κατά πόσον ο περιορισμός αυτός είναι έγκυρος από την άποψη των άρθρων 133, παράγραφος 1, και 136, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης.

44 Το Συμβούλιο εκφράζει αμφιβολίες ως προς την κατ' αρχήν ύπαρξη ποσοτικού περιορισμού απορρέοντος από την εφαρμογή του άρθρου 108β της αναθεωρημένης αποφάσεως ΥΞΕ. Το Συμβούλιο δεν αμφισβητεί ότι το άρθρο αυτό περιορίζει την ποσότητα ορισμένων προϋόντων για τα οποία επιτρέπεται η σώρευση καταγωγών και τα οποία επομένως μπορούν να εισάγονται ατελώς. Το Συμβούλιο ισχυρίζεται πάντως ότι μετά την εξάντληση της ποσότητας αυτής η εισαγωγή των προϋόντων είναι εντούτοις δυνατή, εφόσον καταβληθούν οι απαιτητοί δασμοί.

45 Ξωρίς να χρειάζεται να επιλυθεί το ζήτημα αν η δασμολογική ποσόστωση που προβλέπεται στο άρθρο 108β της αναθεωρημένης αποφάσεως ΥΞΕ μπορεί να θεωρηθεί ως ποσοτικός περιορισμός ή αν το καθεστώς της σώρευσης καταγωγών ΑΚΕ/ΥΞΕ προσδίδει στα επίμαχα εμπορεύματα καταγωγή ΥΞΕ για την εφαρμογή του καθεστώτος εισαγωγής που προβλέπεται στο άρθρο 133, παράγραφος 1, της Συνθήκης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα οικεία προϋόντα δεν μπορούν να εισαχθούν καθ' υπέρβαση της ποσοστώσεως παρά μόνον κατόπιν καταβολής των δασμών.

46 Το άρθρο 133, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ προβλέπει όμως ότι καταργούνται πλήρως οι δασμοί κατά την εισαγωγή στην Κοινότητα των καταγομένων από τις ΥΞΕ εμπορευμάτων, «σύμφωνα με την προοδευτική κατάργηση των δασμών μεταξύ των κρατών μελών, όπως προβλέπεται στην παρούσα Συνθήκη».

47 Συναφώς επισημαίνεται, όπως τόνισε η Επιτροπή, ότι, όσον αφορά το εμπόριο της ζάχαρης, η κατάργηση των ενδοκοινοτικών δασμών πραγματοποιήθηκε μόνο μετά την καθιέρωση κοινής οργανώσεως αγοράς για το προϋόν αυτό, προϋπόθεση της οποίας ήταν η θέσπιση κοινού εξωτερικού δασμολογίου παράλληλα με τον καθορισμό κατώτατης τιμής ισχύουσας σε όλα τα κράτη μέλη, με κύριο σκοπό την εξάλειψη των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, εφόσον δεν υφίσταται κοινή γεωργική πολιτική μεταξύ ΥΞΕ και Κοινότητας, τα μέτρα που αποσκοπούν στην πρόληψη των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού ή των διαταράξεων της κοινοτικής αγοράς και που ενδέχεται να λαμβάνουν τη μορφή δασμολογικής ποσοστώσεως δεν μπορούν να θεωρηθούν, ως εκ της θεσπίσεώς τους και μόνον, αντίθετα προς το άρθρο 133, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

48 Όσον αφορά το ζήτημα αν η δασμολογική ποσόστωση που καθορίστηκε με το άρθρο 108β της αναθεωρημένης αποφάσεως ΥΞΕ συμβιβάζεται με το άρθρο 136, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, αρκεί η διαπίστωση ότι η διάταξη αυτή προβλέπει ρητά ότι η δράση του Συμβουλίου πρέπει να βασίζεται επί «των επιτευχθέντων αποτελεσμάτων και των αρχών της παρούσας Συνθήκης». Μεταξύ των αρχών αυτών καταλέγονται, όπως δέχτηκε το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφαση Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 37, οι αρχές που αφορούν την κοινή γεωργική πολιτική.

49 Κατά συνέπεια, δεν επιτρέπεται να καταλογιστεί στο Συμβούλιο το γεγονός ότι κατά την εφαρμογή του άρθρου 136, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης έλαβε υπόψη τους αναγόμενους στην κοινή γεωργική πολιτική επιτακτικούς λόγους.

50 Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το κύρος του μέτρου που προβλέπεται στο άρθρο 108β της αναθεωρημένης αποφάσεως ΥΞΕ δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από την άποψη των άρθρων 133, παράγραφος 1, και 136, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης για τον λόγο ότι με το μέτρο αυτό καθορίζεται ποσόστωση για τις εισαγωγές ζάχαρης που μπορούν να υπαχθούν στο καθεστώς της σώρευσης καταγωγών ΑΚΕ/ΥΞΕ.

Επί της αναλογικότητας των μέτρων που θεσπίστηκαν με την απόφαση 97/803 (πρώτο και δεύτερο ερώτημα)

51 Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα ο αιτών δικαστής ερωτά κατά πόσον η θέσπιση της δασμολογικής ποσοστώσεως και η καθ' υπόθεση κατάργηση της milling ως κατεργασίας ή μεταποιήσεως επαρκούς για να ισχύσει η σώρευση καταγωγών ΑΚΕ/ΥΞΕ κατά το το άρθρο 108β, παράγραφοι 1 και 2, της αναθεωρημένης αποφάσεως ΥΞΕ συμβιβάζονται με την αρχή της αναλογικότητας και με τα όρια που θέτει το άρθρο 109 της αποφάσεως ΥΞΕ για τη θέσπιση μέτρων διασφαλίσεως.

52 Κατά την Emesa και την Aruba, ο κίνδυνος διαταράξεως της κοινοτικής αγοράς ζάχαρης και μη τηρήσεως των δεσμεύσεων της Κοινότητας στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (στο εξής: ΠΟΕ) οφείλεται στο ίδιο το πλεόνασμα της κοινοτικής παραγωγής και στον συνολικό όγκο των κοινοτικών εισαγωγών και όχι στις άνευ σημασίας εισαγωγές ζάχαρης από τις ΥΞΕ στην Κοινότητα, οι οποίες δεν φθάνουν συνολικά ούτε το 4 % των προτιμησιακών εισαγωγών ζάχαρης (κυρίως από τα κράτη ΑΚΕ). Εν πάση περιπτώσει, αν υπήρχαν σοβαρές διαταράξεις, θα ήταν περισσότερο ενδεδειγμένη η θέσπιση μέτρων διασφαλίσεως βάσει του άρθρου 109 της αποφάσεως ΥΞΕ και εντός των ορίων που προβλέπει το άρθρο αυτό.

53 Υπενθυμίζεται ότι, σε έναν τομέα όπου, όπως εν προκειμένω, τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, μόνον ο προδήλως απρόσφορος χαρακτήρας ενός μέτρου σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα του μέτρου αυτού. Ο περιορισμός του ελέγχου του Δικαστηρίου επιβάλλεται ιδιαιτέρως όταν το Συμβούλιο υποχρεούται να συμβιβάσει διιστάμενα συμφέροντα και, συνεπώς, να προβεί, κατά τη λήψη των πολιτικής φύσεως αποφάσεων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές του, σε επιλογή μεταξύ διαφόρων εναλλακτικών λύσεων (βλ. αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-280/93, Γερμανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. Ι-4973, σκέψεις 90 και 91, της 17ης Οκτωβρίου 1995, C-44/94, Fishermen's Organisations κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. Ι-3115, σκέψη 37, και της 19ης Νοεμβρίου 1998, C-150/94, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. Ι-7235, σκέψη 87).

54 Πρώτον, δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτό εν προκειμένω ότι η θέσπιση ποσοστώσεως με το άρθρο 108β της αναθεωρημένης αποφάσεως ΥΞΕ υπερέβη προδήλως αυτό που ήταν αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών του Συμβουλίου.

55 Από την έβδομη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 97/803 προκύπτει συναφώς ότι το Συμβούλιο θέσπισε το άρθρο 108β επειδή είχε διαπιστώσει ότι «η εγκαθίδρυση (...) της ελεύθερης πρόσβασης για όλα τα προϋόντα καταγωγής των ΥΞΕ και η διατήρηση της σώρευσης προϋόντων καταγωγής ΑΚΕ και καταγωγής των ΥΞΕ» ενείχε τον «κίνδυνο σύγκρουσης» των στόχων αφενός της κοινοτικής πολιτικής για ανάπτυξη των ΥΞΕ και αφετέρου της κοινής γεωργικής πολιτικής και επειδή έπρεπε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι «σοβαρές διαταραχές στην κοινοτική αγορά ορισμένων προϋόντων που υπόκεινται σε κοινή οργάνωση αγοράς οδήγησαν, επανειλημμένα, στη θέσπιση μέτρων διασφάλισης».

56 Συναφώς επισημαίνεται ότι από τη δικογραφία προκύπτει ότι κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως 97/803, πρώτον, υπήρχε πλεόνασμα της κοινοτικής παραγωγής ζάχαρης από ζαχαρότευτλα σε σχέση με την κατανάλωση εντός της Κοινότητας, στο οποίο προσετίθεντο οι εισαγωγές ζάχαρης από ζαχαροκάλαμο από τα κράτη ΑΚΕ, οι οποίες πραγματοποιούνταν προς κάλυψη της συγκεκριμένης ζητήσεως για το προϋόν αυτό και προς εκπλήρωση της υποχρεώσεως της Κοινότητας, κατ' εφαρμογή των συμφωνιών που είχαν συναφθεί στο πλαίσιο του ΠΟΕ, να εισάγει ορισμένη ποσότητα ζάχαρης από τρίτες χώρες. Δεύτερον, η Κοινότητα ήταν επίσης υποχρεωμένη να επιδοτεί τις εξαγωγές ζάχαρης, υπό μορφή επιστροφών λόγω εξαγωγής και εντός των ορίων των συμφωνιών που είχαν συναφθεί στο πλαίσιο του ΠΟΕ. Υπό τις συνθήκες αυτές, καλώς το Συμβούλιο έκρινε ότι οποιαδήποτε πρόσθετη ποσότητα ζάχαρης, έστω και ελάχιστη σε σύγκριση με την κοινοτική παραγωγή, θα ανάγκαζε τα κοινοτικά όργανα, αν έφθανε στην αγορά της Κοινότητας, να αυξήσουν τις επιδοτήσεις των εξαγωγών εντός των προαναφερθέντων ορίων ή να μειώσουν τις ποσοστώσεις των Ευρωπαίων παραγωγών, πράγμα που θα διατάρασσε την κοινοτική αγορά ζάχαρης, της οποίας η ισορροπία ήταν ιδιαίτερα λεπτή, και θα αντέβαινε προς τους σκοπούς της κοινής γεωργικής πολιτικής.

57 Εξάλλου, από τη διάταξη περί παραπομπής και από τα αριθμητικά στοιχεία που προσκόμισαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή προκύπτει ότι η ετήσια ποσόστωση των 3 000 τόνων δεν υπολείπεται του ύψους των συνήθων εισαγωγών ζάχαρης από τις ΥΞΕ, οι οποίες δεν παράγουν οι ίδιες το προϋόν αυτό. Επιπλέον, δεδομένου ότι η προστιθέμενη αξία που ενσωματώνεται στο προερχόμενο από τα κράτη ΑΚΕ προϋόν εντός των ΥΞΕ είναι πολύ χαμηλή, η πληττόμενη από την απόφαση 97/803 βιομηχανία ελάχιστα συμβάλλει στην ανάπτυξη των ΥΞΕ. Δεν μπορεί δε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να ενέχει η απεριόριστη εφαρμογή του κανόνα για τη σώρευση καταγωγών τον κίνδυνο να εκτρέπονται τεχνητά τα προερχόμενα από τα κράτη ΑΚΕ προϋόντα προς τις ΥΞΕ, με σκοπό τη διοχέτευση στην κοινοτική αγορά ποσοτήτων ζάχαρης που να υπερβαίνουν τις ποσότητες ζάχαρης ΑΚΕ για τις οποίες ισχύει, βάσει συμβάσεων, η ατελής πρόσβαση στην κοινοτική αγορά.

58 Κατά συνέπεια, το μέτρο σχετικά με την εισαγωγή ζάχαρης για την οποία ισχύει ο κανόνας για σώρευση καταγωγών ΑΚΕ/ΥΞΕ, τον οποίο περιέχει το άρθρο 108β, παράγραφος 1, της αναθεωρημένης αποφάσεως ΥΞΕ, δεν μπορεί να θεωρηθεί αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας.

59 Δεύτερον, όσον αφορά την καθ' υπόθεση κατάργηση της milling ως κατεργασίας ή μεταποιήσεως επαρκούς για να ισχύσει η σώρευση καταγωγών, αρκεί, όπως επισημαίνουν το Συμβούλιο και η Επιτροπή, η διαπίστωση ότι το άρθρο 108β, παράγραφος 2, παραθέτει απλώς δύο παραδείγματα εργασιών που μπορούν να θεωρηθούν επαρκείς για τον χαρακτηρισμό των προϋόντων ως προϋόντων καταγωγής ΥΞΕ και ουδόλως απαριθμεί περιοριστικά τις εργασίες αυτές.

60 Υπό τις συνθήκες αυτές, η Emesa αβασίμως ισχυρίζεται ότι το άρθρο 108β, παράγραφος 2, απάλειψε τη milling από τις εργασίες που θεωρούνται επαρκείς για τη σώρευση καταγωγών.

61 Τρίτον, όσον αφορά τις προϋποθέσεις θεσπίσεως των μέτρων διασφαλίσεως κατά το άρθρο 109 της αποφάσεως ΥΞΕ, πρέπει να τονιστεί ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν ασκούν επιρροή επί της εκτιμήσεως του κύρους της της αποφάσεως 97/803, διότι το μέτρο που προβλέπεται στο άρθρο 108β, παράγραφος 1, της αναθεωρημένης αποφάσεως ΥΞΕ δεν συνιστά μέτρο διασφαλίσεως που να αποσκοπεί στην κατ' εξαίρεση και προσωρινή αντιμετώπιση εξαιρετικών δυσχερειών, οι οποίες δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν βάσει της εφαρμοστέας υπό κανονικές συνθήκες εμπορικής ρυθμίσεως, αλλά τροποποιεί το ίδιο το κανονικώς εφαρμοστέο καθεστώς σύμφωνα με τα ίδια κριτήρια που ίσχυσαν για την έκδοση της αποφάσεως ΥΞΕ.

62 Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο δεν ήταν υποχρεωμένο, κατά τη θέσπιση του άρθρου 108β της αναθεωρημένης αποφάσεως ΥΞΕ, να τηρήσει τις ειδικές προϋποθέσεις που ισχύουν για τη θέσπιση των μέτρων διασφαλίσεως κατά το άρθρο 109 της της αποφάσεως ΥΞΕ.

Επί της δυνατότητας εφαρμογής στην πράξη του άρθρου 108β (δέκατο ερώτημα)

63 Με το δέκατο ερώτημα ο αιτών δικαστής ερωτά αν η αδυναμία εφαρμογής στην πράξη του άρθρου 108β επηρεάζει το κύρος του.

64 Κατά την Aruba, το ότι το άρθρο αυτό δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι ίδιες οι αρχές των ΥΞΕ δεν έχουν κανένα μέσο για να εξακριβώνουν πότε εξαντλείται η ποσόστωση των 3 000 τόνων ζάχαρης, οπότε δεν είναι σε θέση να κρίνουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αν πρέπει να χορηγήσουν πιστοποιητικό καταγωγής.

65 Συναφώς διαπιστώνεται ότι το άρθρο 108β της αναθεωρημένης αποφάσεως ΥΞΕ καθορίζει απλώς, όσον αφορά την εφαρμογή του κανόνα για τη σώρευση καταγωγών, τη δασμολογική ποσόστωση των 3 000 τόνων, χωρίς να περιέχει καμία εκτελεστική διάταξη. Οι εκτελεστικές διατάξεις θεσπίστηκαν, όπως τόνισαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή, με τον κανονισμό (ΕΚ) 2553/97 της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 1997, για λεπτομέρειες έκδοσης πιστοποιητικών εισαγωγής όσον αφορά ορισμένα προϋόντα που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 1701, 1702, 1703 και 1704, με σώρευση καταγωγών ΑΚΕ/ΥΞΕ (ΕΕ L 349, σ. 26).

66 Εφόσον η Επιτροπή θέσπισε εκτελεστικές διατάξεις για το άρθρο 108β της αναθεωρημένης αποφάσεως ΥΞΕ, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η αιτίαση ότι η διάταξη αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη .

67 Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι από την εξέταση των δέκα πρώτων ερωτημάτων δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να θίξουν το κύρος της αποφάσεως 97/803.

Επί του ενδέκατου και του δωδέκατου ερωτήματος

68 Με το ενδέκατο ερώτημα ο αιτών δικαστής ερωτά κατά πόσον, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, μπορεί ένα εθνικό δικαστήριο στο οποίο έχει υποβληθεί αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων να διατάξει, όταν υπάρχει άμεσος κίνδυνος παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου, τη λήψη των μέτρων αυτών έναντι μη κοινοτικής αρχής, προκειμένου να αποφευχθεί η παράβαση αυτή.

69 Στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που έθεσε το Δικαστήριο με την απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1991, C-143/88 και C-92/89, Zuckerfabrik Sόderdithmarschen και Zuckerfabrik Soest (Συλλογή 1991, σ. Ι-415, σκέψη 33), κατά την οποία ασφαλιστικά μέτρα μπορούν να διαταχθούν από εθνικό δικαστήριο μόνον εφόσον:

- το δικαστήριο αυτό έχει σοβαρές αμφιβολίες ως προς το κύρος των κοινοτικών διατάξεων τις οποίες εκτελεί η αρχή έναντι της οποίας ζητείται η λήψη των ασφαλιστικών μέτρων και εφόσον, στην περίπτωση που το Δικαστήριο δεν έχει ήδη επιληφθεί ερωτήματος σχετικού με το κύρος των επίμαχων στην κύρια δίκη διατάξεων, το δικαστήριο αυτό του υποβάλει σχετικό ερώτημα,

- συντρέχει περίπτωση επείγοντος, ο δε αιτών απειλείται με βαριά και ανεπανόρθωτη ζημία, και

- το εν λόγω δικαστήριο λάβει δεόντως υπόψη το συμφέρον της Κοινότητας.

70 Το γεγονός ότι τα ασφαλιστικά αυτά μέτρα πρόκειται να διαταχθούν έναντι αρχής μιας ΥΞΕ από δικαστήριο κράτους μέλους σύμφωνα με τις διατάξεις της εσωτερικής έννομης τάξης του δεν μεταβάλλει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρέπει να διασφαλίζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων η προστασία των ιδιωτών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, όταν η ένδικη διαφορά στηρίζεται στο κοινοτικό δίκαιο.

71 Με το δωδέκατο ερώτημα ο αιτών δικαστής ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, επί της σκοπιμότητας της λήψεως από το εθνικό δικαστήριο ασφαλιστικών μέτρων έναντι μη κοινοτικής αρχής στην οποία έχει ανατεθεί η εκτέλεση του κοινοτικού δικαίου.

72 Κατόπιν των απαντήσεων που δόθηκαν στα δέκα πρώτα ερωτήματα και με τις οποίες δεν διαπιστώθηκε κανένας λόγος ακυρότητας του άρθρου 108β της αναθεωρημένης αποφάσεως ΥΞΕ, δεν χρειάζεται να δοθεί απάντηση στο δωδέκατο ερώτημα, εν όψει του ότι είναι προφανές ότι η απάντηση αυτή δεν θα ασκούσε καμία επιρροή επί της λύσεως της διαφοράς της κύριας δίκης.

73 Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι στο ενδέκατο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ασφαλιστικά μέτρα μπορούν να διαταχθούν από εθνικό δικαστήριο έναντι μη κοινοτικής αρχής, όταν υπάρχει άμεσος κίνδυνος παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου, μόνον εφόσον:

- το δικαστήριο αυτό έχει σοβαρές αμφιβολίες ως προς το κύρος των κοινοτικών διατάξεων τις οποίες εκτελεί η αρχή αυτή και εφόσον, στην περίπτωση που το Δικαστήριο δεν έχει ήδη επιληφθεί ερωτήματος σχετικού με το κύρος των επίμαχων στην κύρια δίκη διατάξεων, το δικαστήριο αυτό του υποβάλει σχετικό ερώτημα,

- συντρέχει περίπτωση επείγοντος, ο δε αιτών απειλείται με βαριά και ανεπανόρθωτη ζημία, και

- το εν λόγω δικαστήριο λάβει δεόντως υπόψη το συμφέρον της Κοινότητας.

Το γεγονός ότι τα ασφαλιστικά αυτά μέτρα πρόκειται να διαταχθούν έναντι αρχής υπερπόντιας χώρας ή υπερπόντιου εδάφους από δικαστήριο κράτους μέλους σύμφωνα με τις διατάξεις της εσωτερικής έννομης τάξης του δεν μεταβάλλει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρέπει να διασφαλίζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων η προστασία των ιδιωτών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, όταν η ένδικη διαφορά στηρίζεται στο κοινοτικό δίκαιο.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

74 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ισπανική, η Γαλλική και η Ιταλική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 19ης Δεκεμβρίου 1997 ο πρόεδρος του Arrondissementsrechtbank te 's-Gravenhage, αποφαίνεται:

1) Από την εξέταση των υποβληθέντων ερωτημάτων δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να θίξουν το κύρος της αποφάσεως 97/803/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 1997, για την ενδιάμεση αναθεώρηση της απόφασης 91/482/ΕΟΚ σχετικά με τη σύνδεση των υπερποντίων χωρών και εδαφών με την Ευρωπαϋκή Οικονομική Κοινότητα.

2) Ασφαλιστικά μέτρα μπορούν να διαταχθούν από εθνικό δικαστήριο έναντι μη κοινοτικής αρχής, όταν υπάρχει άμεσος κίνδυνος παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου, μόνον εφόσον:

- το δικαστήριο αυτό έχει σοβαρές αμφιβολίες ως προς το κύρος των κοινοτικών διατάξεων τις οποίες εκτελεί η αρχή αυτή και εφόσον, στην περίπτωση που το Δικαστήριο δεν έχει ήδη επιληφθεί ερωτήματος σχετικού με το κύρος των επίμαχων στην κύρια δίκη διατάξεων, το δικαστήριο αυτό του υποβάλει σχετικό ερώτημα,

- συντρέχει περίπτωση επείγοντος, ο δε αιτών απειλείται με βαρεία και ανεπανόρθωτη ζημία, και

- το εν λόγω δικαστήριο λάβει δεόντως υπόψη το συμφέρον της Κοινότητας.

Το γεγονός ότι τα ασφαλιστικά αυτά μέτρα πρόκειται να διαταχθούν έναντι αρχής υπερπόντιας χώρας ή υπερπόντιου εδάφους από δικαστήριο κράτους μέλους σύμφωνα με τις διατάξεις της εσωτερικής έννομης τάξης του δεν μεταβάλλει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρέπει να διασφαλίζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων η προστασία των ιδιωτών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, όταν η ένδικη διαφορά στηρίζεται στο κοινοτικό δίκαιο.