61996J0129

Απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 1997. - Inter-Environnement Wallonie ASBL κατά Région wallonne. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Conseil d'Etat - Βέλγιο. - Οδηγία 91/156/ΕΟΚ - Προθεσμία μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο - Αποτελέσματα - Έννοια του όρου "απόβλητο". - Υπόθεση C-129/96.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-07411


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 Προσέγγιση των νομοθεσιών - Απόβλητα - Οδηγία 75/442 - Έννοια - Ουσία εντασσόμενη σε διαδικασία βιομηχανικής παραγωγής

(Οδηγία 75/442 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156, άρθρο 1, στοιχ. αα)

2 Περιβάλλον - Διάθεση των αποβλήτων - Οδηγία 91/156 - Υποχρεώσεις των κρατών μελών κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για τη μεταφορά της στο εσωτερικό τους δίκαιο - Υποχρέωση μη θεσπίσεως διατάξεων ικανών να διακυβεύσουν την επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει η οδηγία - Eκτίμηση από το εθνικό δικαστήριο - Κριτήρια

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 5, εδ. 2, και 189, εδ. 3· οδηγία 91/156 του Συμβουλίου)

Περίληψη


3 Μια ουσία δεν αποκλείεται από την έννοια του αποβλήτου, κατά το άρθρο 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 75/442, περί των στερεών αποβλήτων, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156, απλώς και μόνο λόγω του ότι η ουσία αυτή εντάσσεται, άμεσα ή έμμεσα, σε διαδικασία βιομηχανικής παραγωγής.

Το συμπέρασμα αυτό δεν θίγει τη διάκριση που πρέπει να γίνεται μεταξύ της αξιοποιήσεως αποβλήτων, υπό την έννοια της εν λόγω οδηγίας, και της συνήθους βιομηχανικής επεξεργασίας προϋόντων που δεν συνιστούν απόβλητα.

4 Τα άρθρα 5, δεύτερο εδάφιο, και 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης, καθώς και η οδηγία 91/156, για την τροποποίηση της οδηγίας 75/442 περί των στερεών αποβλήτων, επιβάλλουν στα κράτη μέλη προς τα οποία απευθύνεται η οδηγία αυτή να απέχουν, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που τάσσει η οδηγία για τη θέση της σε εφαρμογή, από τη θέσπιση διατάξεων ικανών να διακυβεύσουν σοβαρά την επίτευξη, κατά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, του αποτελέσματος που επιδιώκει η οδηγία. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμά αν τούτο συμβαίνει ως προς εθνικές διατάξεις με τον έλεγχο της νομιμότητας των οποίων είναι επιφορτισμένο.

Προβαίνοντας στην εκτίμηση αυτή, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εξετάζει, ειδικότερα, αν οι επίμαχες διατάξεις εμφανίζονται ως πλήρης μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, καθώς και ποια είναι τα συγκεκριμένα αποτελέσματα της εφαρμογής των εν λόγω μη συμβατών προς την οδηγία διατάξεων και ποια είναι η χρονική τους διάρκεια. Πιο συγκεκριμένα, αν οι επίμαχες διατάξεις εμφανίζονται ως οριστική και πλήρης μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, το γεγονός ότι δεν συνάδουν προς την οδηγία θα μπορούσε να επιτρέψει την υπόθεση ότι το επιδιωκόμενο από την οδηγία αποτέλεσμα δεν πρόκειται να επιτευχθεί εντός της ταχθείσας προθεσμίας, αν είναι αδύνατη η έγκαιρη τροποποίηση των διατάξεων αυτών. Αντιστρόφως, το εθνικό δικαστήριο θα μπορούσε να λάβει υπόψη τη δυνατότητα ενός κράτους μέλους να θεσπίσει προσωρινές διατάξεις ή να θέσει σε εφαρμογή την οδηγία σταδιακά, δεδομένου ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, το γεγονός ότι οι μεταβατικές διατάξεις του εθνικού δικαίου δεν συνάδουν προς την οδηγία ή η μη μεταφορά ορισμένων διατάξεων της οδηγίας δεν διακυβεύουν κατ' ανάγκη το επιδιωκόμενο από την οδηγία αυτή αποτέλεσμα.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-129/96,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση τoυ Conseil d'Ιtat του Βελγίου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Inter-Environnement Wallonie ASBL

και

Rιgion wallonne,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 5 και 189 της Συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 86), όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 1991 (ΕΕ L 78, σ. 32),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodrνguez Iglesias, Πρόεδρο, C. Gulmann, H. Ragnemalm και R. Schintgen, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, J. C. Moitinho de Almeida, P. J. G. Kapteyn, J. L. Murray, D. A. O. Edward, J.-P. Puissochet, G. Hirsch, P. Jann και L. Sevσn (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- το Inter-Environnement Wallonie ASBL, εκπροσωπούμενο από τον Jacques Sambon, δικηγόρο Βρυξελλών,

- η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Jan Devadder, γενικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών, Εξωτερικού Εμπορίου και Συνεργασίας για την Ανάπτυξη,

- η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους Ernst Rφder, Ministerialrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας, και Bernd Kloke, Oberregierungsrat στο ίδιο υπουργείο,

- η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τoυς Jean-Franηois Dobelle, αναπληρωτή διευθυντή στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και Romain Nadal, αναπληρωτή γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων στο ίδιο υπουργείο,

- η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Adriaan Bos, νομικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών,

- η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπουμένη από τον John E. Collins, Assistant Treasury Solicitor, επικουρούμενο από τον Derrick Wyatt, QC,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Μαρία Κοντού Durande, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Inter-Environnement Wallonie ASBL, εκπροσωπουμένου από τον Jacques Sambon, της Γαλλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τους Jean-Franηois Dobelle και Romain Nadal, της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον Johannes Steven van den Oosterkamp, αναπληρωτή νομικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπουμένης από τον Derrick Wyatt, και της Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από την Maria Κοντού Durande, κατά τη συνεδρίαση της 5ης Φεβρουαρίου 1997,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Απριλίου 1997,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με απόφαση της 29ης Μαρτίου 1996, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Απριλίου 1996, το Conseil d'Ιtat του Βελγίου υπέβαλε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 5 και 189 της Συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 86), όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 1991 (ΕΕ L 78, σ. 32).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο αιτήσεως ακυρώσεως που άσκησε το σωματείο μη κερδοσκοπικού σκοπού Inter-Environnement Wallonie (στο εξής: Inter-Environnement Wallonie) κατά της κανονιστικής αποφάσεως της Κυβερνήσεως της Περιφερείας της Βαλονίας, της 9ης Απριλίου 1992, περί των τοξικών ή επικινδύνων αποβλήτων (στο εξής: κανονιστική απόφαση).

Η κοινοτική ρύθμιση

3 Η οδηγία 75/442 σκοπεί στην εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών όσον αφορά τη διάθεση των αποβλήτων. Τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156.

4 Το άρθρο 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 75/442, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156, ορίζει τον όρο «απόβλητο» ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοείται ως:

α) "απόβλητο": κάθε ουσία ή αντικείμενο που εμπίπτει στις κατηγορίες του παραρτήματος Ι και το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει.

Η Επιτροπή, ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18, καταρτίζει, όχι αργότερα από την 1η Απριλίου 1993, κατάλογο των αποβλήτων των κατηγοριών που περιλαμβάνει το παράρτημα Ι. Ο κατάλογος αυτός θα επανεξετάζεται τακτικά και, εν ανάγκη, θα αναθεωρείται σύμφωνα με την ίδια διαδικασία.»

5 Ο κατάλογος τον οποίο αναφέρει η τελευταία αυτή διάταξη θεσπίστηκε με την οδηγία 94/3/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για τη θέσπιση καταλόγων αποβλήτων σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 75/442 (ΕΕ 1994, L 5, σ. 15). Στο σημείο 3 της εισαγωγής που προηγείται του καταλόγου αυτού, επισημαίνεται, αφενός, ότι ο εν λόγω κατάλογος δεν είναι εξαντλητικός και, αφετέρου, ότι η υπαγωγή ενός υλικού σ' αυτόν ασκεί επιρροή μόνον όταν το υλικό ανταποκρίνεται στον ορισμό του αποβλήτου.

6 Τα άρθρα 9, παράγραφος 1, και 10 της οδηγίας 75/442, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί, ορίζουν ότι κάθε εγκατάσταση ή επιχείρηση που πραγματοποιεί τις εργασίες που προβλέπονται στο παράρτημα ΙΙ Α ή στο παράρτημα ΙΙ Β πρέπει να διαθέτει άδεια της αρμόδιας αρχής. Το παράρτημα ΙΙ Α αφορά τις εργασίες διαθέσεως, ενώ το παράρτημα ΙΙ Β απαριθμεί τις εργασίες που μπορούν να οδηγήσουν σε αξιοποίηση.

7 Το άρθρο 11 της οδηγίας 75/442, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί, προβλέπει μια εξαίρεση από την υποχρέωση λήψεως αδείας:

«1. Με την επιφύλαξη της οδηγίας 78/319/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 1978, περί των τοξικών και επικινδύνων αποβλήτων [ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 161], όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Πράξη Προσχώρησης της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, μπορούν να απαλλάσσονται από την άδεια που προβλέπεται στο άρθρο 9 ή στο άρθρο 10:

α) οι εγκαταστάσεις ή επιχειρήσεις που διαθέτουν οι ίδιες τα απόβλητά τους στους χώρους παραγωγής

και

β) οι εγκαταστάσεις ή επιχειρήσεις που αξιοποιούν απόβλητα.

Η εν λόγω απαλλαγή ισχύει μόνον:

- όταν οι αρμόδιες αρχές έχουν θεσπίσει γενικούς κανόνες για κάθε είδος δραστηριότητας, οι οποίοι ορίζουν το είδος και τις ποσότητες αποβλήτων και τους όρους υπό τους οποίους η συγκεκριμένη δραστηριότητα μπορεί να απαλλάσσεται από την υποχρέωση της άδειας

και

- εάν το είδος και οι ποσότητες αποβλήτων και οι τρόποι διάθεσης ή αξιοποίησης είναι τέτοιοι ώστε να τηρούνται οι όροι του άρθρου 4.

2. Οι εγκαταστάσεις ή επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρέπει να εγγράφονται σε σχετικό μητρώο των αρμόδιων αρχών.

(...)»

8 Το άρθρο 4 της οδηγίας 75/442, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί, ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι η διάθεση ή η αξιοποίηση των αποβλήτων θα πραγματοποιείται χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η υγεία του ανθρώπου και χωρίς να χρησιμοποιούνται διαδικασίες ή μέθοδοι που ενδέχεται να βλάψουν το περιβάλλον, ιδίως δε:

- χωρίς να δημιουργείται κίνδυνος για το νερό, τον αέρα ή το έδαφος, ούτε για την πανίδα και τη χλωρίδα,

- χωρίς να προκαλούνται ενοχλήσεις από τον θόρυβο ή τις οσμές,

- χωρίς να βλάπτονται οι τοποθεσίες και τα τοπία που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

(...)»

9 Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 91/156, τα κράτη μέλη έπρεπε να θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την οδηγία αυτή τo αργότερο την 1η Απριλίου 1993 και να πληροφορήσουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά. Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου αυτής διευκρινίζεται ότι, «όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν αυτές τις διατάξεις, οι διατάξεις αυτές αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις αυτής της αναφοράς καθορίζονται από τα κράτη μέλη».

10 H οδηγία 91/689/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για τα επικίνδυνα απόβλητα (ΕΕ L 377, σ. 20), παραπέμπει, με το άρθρο 1, παράγραφος 3, στον ορισμό του όρου «απόβλητα» που περιλαμβάνεται στην οδηγία 75/442 και διευκρινίζει, με το άρθρο 1, παράγραφος 4, τον όρο «επικίνδυνα απόβλητα».

11 Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 91/689 ορίζει τα εξής:

«1. Η παρέκκλιση από τις προϋποθέσεις αδείας για φορείς ή επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν τη διάθεση των δικών τους αποβλήτων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ, δεν ισχύει για τα επικίνδυνα απόβλητα της παρούσας οδηγίας.

2. Σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ, ένα κράτος μέλος δύναται να μην επιμένει στην τήρηση του άρθρου 10 της εν λόγω οδηγίας για φορείς ή επιχειρήσεις που αξιοποιούν απόβλητα τα οποία καλύπτει η παρούσα οδηγία:

- εάν το κράτος μέλος θεσπίζει γενικούς κανόνες που ορίζουν το είδος και την ποσότητα των αποβλήτων και καθορίσει τους ειδικούς όρους (οριακές τιμές περιεκτικότητας επικίνδυνων ουσιών στα απόβλητα, οριακές τιμές εκπομπής, είδος δραστηριότητας), καθώς και άλλες αναγκαίες απαιτήσεις για την πραγματοποίηση διαφόρων μορφών αξιοποίησης και

- εάν το είδος ή οι ποσότητες αποβλήτων και οι τρόποι αξιοποίησης είναι τέτοιοι ώστε να τηρούνται οι όροι του άρθρου 4 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ.»

12 Με το άρθρο 11 της οδηγίας 91/689 καταργήθηκε η οδηγία 78/319/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 1978, περί των τοξικών και επικινδύνων αποβλήτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 161), από 12ης Δεκεμβρίου 1993. Ωστόσο, με το άρθρο 1 της οδηγίας 94/31/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1994, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/689 (ΕΕ L 168, σ. 28), η ημερομηνία καταργήσεως της οδηγίας 78/319 μετατέθηκε στις 27 Ιουνίου 1995.

Η εθνική κανονιστική ρύθμιση

13 Το άρθρο 3, σημείο 1, του διατάγματος του Συμβουλίου της Περιφερείας της Βαλονίας, της 5ης Ιουλίου 1985, περί αποβλήτων, όπως τροποποιήθηκε με το διάταγμα της 25ης Ιουλίου 1991 (στο εξής: διάταγμα), ορίζει τον όρο «απόβλητα» ως εξής:

«1_ απόβλητα: κάθε ουσία ή αντικείμενο που εμπίπτει στις κατηγορίες του παραρτήματος Ι και το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει».

14 Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της κανονιστικής αποφάσεως ορίζει τα εξής:

«Απαιτείται η χορήγηση αδείας για τη δημιουργία και την εκμετάλλευση ειδικής εγκαταστάσεως συσσωρεύσεως, προκαταρκτικής επεξεργασίας, διαθέσεως ή αξιοποιήσεως τοξικών ή επικινδύνων αποβλήτων που δεν εντάσσεται σε διαδικασία βιομηχανικής παραγωγής (...).»

15 Το προοίμιο της κανονιστικής αποφάσεως παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στο διάταγμα, στην οδηγία 75/442, όπως έχει τροποποιηθεί, και στις οδηγίες 78/319 και 91/689. Το άρθρο 86 της κανονιστικής αποφάσεως διευκρινίζει ότι αυτή τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία δημοσιεύσεώς της στο Moniteur Belge (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου του Βελγίου). Η δημοσίευση αυτή έγινε στις 23 Ιουνίου 1992.

Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης

16 Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 21 Αυγούστου 1992, το Inter-Environnement Wallonie ζήτησε από το Conseil d'Ιtat του Βελγίου, κυρίως, να ακυρώσει το σύνολο των διατάξεων της κανονιστικής αποφάσεως και, επικουρικώς, ορισμένες από τις διατάξεις της.

17 Με την απόφαση περί παραπομπής, το Conseil d'Ιtat αποφάνθηκε ήδη ως προς πέντε από τους έξι λόγους ακυρώσεως που προέβαλε το Inter-Environnement Wallonie και ακύρωσε ορισμένες από τις διατάξεις της κανονιστικής αποφάσεως.

18 Με τον εναπομένοντα λόγο ακυρώσεως, το Inter-Environnement Wallonie ισχυρίζεται ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, της κανονιστικής αποφάσεως αντιβαίνει, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 11 της οδηγίας 75/442, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί, και στο άρθρο 3 της οδηγίας 91/689, καθόσον εξαιρεί από το σύστημα λήψεως αδείας τη δημιουργία και την εκμετάλλευση ειδικής εγκαταστάσεως συσσωρεύσεως, προκαταρκτικής επεξεργασίας, διαθέσεως ή αξιοποιήσεως τοξικών ή επικινδύνων αποβλήτων, οσάκις η εγκατάσταση αυτή «εντάσσεται σε διαδικασία βιομηχανικής παραγωγής».

19 Με το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού, το Inter-Environnement Wallonie υποστηρίζει ότι το άρθρο 11 της οδηγίας 75/442, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της οδηγίας 91/689, δεν επιτρέπει παρέκκλιση από την υποχρέωση λήψεως αδείας ως προς τις επιχειρήσεις που προβαίνουν στην αξιοποίηση αποβλήτων, παρά μόνον υπό τις προϋποθέσεις που οι διατάξεις αυτές καθορίζουν και εφόσον οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν καταχωρισθεί σε μητρώο των αρμοδίων αρχών.

20 Συναφώς, το Conseil d'Ιtat φρονεί ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, της κανονιστικής αποφάσεως αντιβαίνει πράγματι στο άρθρο 11 της οδηγίας 75/442, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της οδηγίας 91/689.

21 Επειδή το Conseil d'Ιtat διαπίστωσε ότι η κανονιστική απόφαση εκδόθηκε σε χρόνο κατά τον οποίο η ταχθείσα με την οδηγία προθεσμία για τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο δεν είχε ακόμη παρέλθει, διερωτάται κατά πόσον τα κράτη μέλη μπορούν, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας αυτής, να θεσπίζουν πράξεις που αντιβαίνουν προς την οδηγία. Το Conseil d'Ιtat προσθέτει ότι η αρνητική απάντηση που δίδει το Ιnter-Environnement Wallonie στο ερώτημα αυτό προσκρούει στον κανόνα κατά τον οποίο η νομιμότητα ορισμένης πράξεως εκτιμάται κατά τον χρόνο θεσπίσεώς της.

22 Με το δεύτερο σκέλος του λόγου ακυρώσεως, το Inter-Environnement Wallonie υποστηρίζει ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της κανονιστικής αποφάσεως εξαίρεση αντιβαίνει στο διάταγμα, το οποίο, κατά την άποψή του, δεν προβλέπει παρέκκλιση για τις πράξεις που εντάσσονται σε διαδικασία βιομηχανικής παραγωγής.

23 Συναφώς, το Conseil d'Ιtat διαπιστώνει ότι το άρθρο 3, σημείο 1, του διατάγματος και το παράρτημα, στο οποίο το διάταγμα αυτό παραπέμπει, σκοπούν στην πιστή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 75/442, όπως έχει τροποποιηθεί. Μολονότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι απόβλητα αποτελούν οι ουσίες και τα αντικείμενα τα οποία ο κάτοχός τους απορρίπτει ή έχει την υποχρέωση να απορρίψει, χωρίς, παρά ταύτα, να έχει την πρόθεση να αποκλείσει κάθε επαναχρησιμοποίησή τους για οικονομικούς σκοπούς από άλλα πρόσωπα, από τη νομολογία αυτή δεν μπορεί να προσδιορισθεί αν ορισμένη ουσία ή ορισμένο αντικείμενο που εμπίπτει στο άρθρο 1 της οδηγίας 75/442, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί, και εντάσσεται, άμεσα ή έμμεσα, σε διαδικασία βιομηχανικής παραγωγής, αποτελεί απόβλητο υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αα, της οδηγίας αυτής.

24 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Conseil d'Ιtat υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Απαγορεύουν τα άρθρα 5 και 189 της Συνθήκης ΕΟΚ την εκ μέρους των κρατών μελών θέσπιση διατάξεων αντιθέτων προς την οδηγία 75/442/ΕΟΚ, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156/ΕΟΚ, της 18ης Μαρτίου 1991, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο;

Απαγορεύουν οι ίδιες αυτές διατάξεις την εκ μέρους των κρατών μέλων θέσπιση και θέση σε εφαρμογή κανόνα ο οποίος εμφανίζεται ως μεταφορά της ως άνω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, του οποίου όμως οι διατάξεις αντιβαίνουν προς τις επιταγές της οδηγίας αυτής;

2) Αποτελεί απόβλητο, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 91/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 1991, για την τροποποίηση της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ περί των στερεών αποβλήτων, ουσία η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι της οδηγίας αυτής και η οποία εντάσσεται, άμεσα ή έμμεσα, σε διαδικασία βιομηχανικής παραγωγής;»

Επί του δευτέρου ερωτήματος

25 Με το δεύτερο ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πρώτο, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν μια ουσία αποκλείεται από την έννοια του αποβλήτου, κατά το άρθρο 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 75/442, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί, απλώς και μόνον λόγω του ότι η ουσία αυτή εντάσσεται, άμεσα ή έμμεσα, σε διαδικασία βιομηχανικής παραγωγής.

26 Κατ' αρχάς, από το γράμμα του άρθρου 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 75/442, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι το περιεχόμενο της εννοίας του αποβλήτου εξαρτάται από την έννοια του όρου «απορρίπτει».

27 Εξάλλου, από την οδηγία 75/442, όπως έχει τροποποιηθεί, συγκεκριμένα δε από τα άρθρα 4 και 8 έως 12, καθώς και από τα παραρτήματα ΙΙ Α και ΙΙ Β της οδηγίας αυτής, προκύπτει ότι ο δεύτερος αυτός όρος περιλαμβάνει τόσο τη διάθεση όσο και την αξιοποίηση ορισμένης ουσίας ή ορισμένου αντικειμένου.

28 Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 58 έως 61 των προτάσεών του, ο κατάλογος των κατηγοριών αποβλήτων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 75/442, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί, και οι εργασίες διαθέσεως και αξιοποιήσεως που απαριθμούνται στα παραρτήματα ΙΙ Α και ΙΙ Β της ίδιας οδηγίας εμφαίνουν ότι από την έννοια του αποβλήτου δεν αποκλείεται, κατ' αρχήν, κανένα είδος υπολείμματος, βιομηχανικού υποπροϋόντος ή άλλης ουσίας που δημιουργείται στο πλαίσιο διαδικασίας παραγωγής. Εξάλλου, η διαπίστωση αυτή ενισχύεται από τον κατάλογο αποβλήτων που κατάρτισε η Επιτροπή με την απόφαση 94/3.

29 Συναφώς, διευκρινίζεται, πρώτον, ότι, όπως προκύπτει ειδικότερα από τα άρθρα 9 έως 11 της οδηγίας 75/442, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί, η εν λόγω οδηγία έχει εφαρμογή όχι μόνο στη διάθεση και την αξιοποίηση αποβλήτων από επιχειρήσεις που ειδικεύονται στον τομέα αυτόν, αλλά και στη διάθεση και την αξιοποίηση αποβλήτων από την επιχείρηση που τα παρήγαγε, στον τόπο παραγωγής τους.

30 Δεύτερον, μολονότι, κατά το άρθρο 4 της οδηγίας 75/442, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί, τα απόβλητα πρέπει να αξιοποιούνται ή να διατίθενται χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η υγεία του ανθρώπου και χωρίς να χρησιμοποιούνται διαδικασίες ή μέθοδοι δυνάμενες να βλάψουν το περιβάλλον, από καμία διάταξη της οδηγίας δεν προκύπτει ότι αυτή δεν αφορά τις εργασίες διαθέσεως ή αξιοποιήσεως που εντάσσονται σε διαδικασία βιομηχανικής παραγωγής, οσάκις οι εργασίες αυτές προφανώς δεν αποτελούν κίνδυνο για την υγεία του ανθρώπου ή για το περιβάλλον.

31 Τέλος, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η έννοια του αποβλήτου, κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 75/442, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί, δεν πρέπει να νοείται ως αποκλείουσα τις ουσίες και τα αντικείμενα που μπορούν, από οικονομική άποψη, να επαναχρησιμοποιηθούν (αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 1990, C-359/88, Zanetti κ.λπ., Συλλογή 1990, σ. Ι-1509, σκέψεις 12 και 13, της 10ης Μαου 1995, C-422/92, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1995, σ. Ι-1097, σκέψεις 22 και 23, και της 25ης Ιουνίου 1997, C-304/94, C-330/94, C-342/94 και C-224/95, Tombesi κ.λπ., Συλλογή 1997, σ. Ι-3561, σκέψεις 47 και 48).

32 Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι απόβλητα, υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 75/442, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί, μπορούν να αποτελούν ουσίες που εντάσσονται σε διαδικασία παραγωγής.

33 Το συμπέρασμα αυτό δεν θίγει τη διάκριση που πρέπει να γίνεται, όπως ορθώς ισχυρίζονται η Βελγική, η Γερμανική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Κυβένηση του Ηνωμένου Βασιλείου, μεταξύ της αξιοποιήσεως αποβλήτων, υπό την έννοια της οδηγίας 75/442, όπως έχει τροποποιηθεί, και της συνήθους βιομηχανικής επεξεργασίας προϋόντων που δεν συνιστούν απόβλητα, ανεξαρτήτως του πόσο δυσχερής είναι, εξάλλου, η διάκριση αυτή.

34 Συνεπώς, στο δεύτερο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι μια ουσία δεν αποκλείεται από την έννοια του αποβλήτου, κατά το άρθρο 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 75/442, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί, απλώς και μόνο λόγω του ότι η ουσία αυτή εντάσσεται, άμεσα ή έμμεσα, σε διαδικασία βιομηχανικής παραγωγής.

Επί του πρώτου ερωτήματος

35 Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ' ουσίαν, αν τα άρθρα 5 και 189 της Συνθήκης ΕΟΚ απαγορεύουν στα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτρα που αντιβαίνουν στην οδηγία 91/156, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για τη μεταφορά της στο εσωτερικό τους δίκαιο.

36 Κατά το Inter-Environnement Wallonie, η υπεροχή του κοινοτικού δικαίου και το άρθρο 5 της Συνθήκης συνεπάγονται ότι, ακόμη και όταν ένα κράτος μέλος αποφασίζει να μεταφέρει κοινοτική οδηγία στο εσωτερικό του δίκαιο πριν από την παρέλευση της προθεσμίας που αυτή τάσσει, η εν λόγω μεταφορά πρέπει να είναι σύμφωνη προς την οδηγία. Κατά συνέπεια, η Περιφέρεια της Βαλονίας, επιλέγοντας να μεταφέρει την οδηγία 91/156 στο εσωτερικό δίκαιο στις 9 Απριλίου 1992, όφειλε να συμμορφωθεί προς την οδηγία αυτή.

37 Η Επιτροπή συντάσσεται προς την άποψη αυτή και υποστηρίζει ότι τα άρθρα 5 και 189 της Συνθήκης απαγορεύουν στα κράτη μέλη να θεσπίζουν διάταξη αντιβαίνουσα προς την οδηγία 91/156, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για τη μεταφορά της στο εσωτερικό τους δίκαιο. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι το ζήτημα αν ορισμένο μέτρο σκοπεί ειδικώς στη μεταφορά της οδηγίας αυτής είναι, συναφώς, επουσιώδες.

38 Αντιθέτως, η Βελγική και η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, φρονούν ότι, μέχρι την παρέλευση της προθεσμίας μεταφοράς ορισμένης οδηγίας, τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να θεσπίζουν κανόνες που δεν συνάδουν προς αυτήν. Ωστόσο, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου προσθέτει ότι τα άρθρα 5 και 189 της Συνθήκης απαγορεύουν στα κράτη μέλη να θεσπίζουν μέτρα που θα είχαν ως αποτέλεσμα να καταστήσουν αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερή την ορθή μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό τους δίκαιο.

39 H Ολλανδική Κυβέρνηση φρονεί ότι η έκδοση οδηγίας συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν πλέον να προβαίνουν σε οποιαδήποτε ενέργεια θα καθιστούσε δυσχερέστερη την επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει η οδηγία αυτή. Ωστόσο, η κυβέρνηση αυτή εκτιμά ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ένα κράτος μέλος έχει παραβεί τα άρθρα 5 και 189 της Συνθήκης οσάκις, όπως εν προκειμένω, δεν είναι βέβαιο ότι οι εθνικές διατάξεις αντιβαίνουν στη σχετική οδηγία.

40 Υπενθυμίζεται, κατ' αρχάς, ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα προς επίτευξη του επιδιωκομένου από την οδηγία αποτελέσματος συνιστά επιτακτική υποχρέωση, η οποία επιβάλλεται τόσο από το άρθρο 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης, όσο και από την ίδια την οδηγία (αποφάσεις της 1ης Φεβρουαρίου 1977, 51/76, Verbond van Nederlandse Ondernemingen, Συλλογή τόμος 1977, σ. 55, σκέψη 22, της 26ης Φεβρουαρίου 1986, 152/84, Marshall, Συλλογή 1986, σ. 723, σκέψη 48, και της 24ης Οκτωβρίου 1996, C-72/95, Kraaijeveld κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. Ι-5403, σκέψη 55). Την εν λόγω υποχρέωση λήψεως κάθε γενικού ή ειδικού μέτρου υπέχουν όλες οι αρχές των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των δικαιοδοτικών αρχών στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους (αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-106/89, Marleasing, Συλλογή 1990, σ. Ι-4135, σκέψη 8, και Kraaijeveld κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 55).

41 Στη συνέχεια, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 191, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, το οποίο είχε εφαρμογή κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, «οι οδηγίες και οι αποφάσεις κοινοποιούνται στους αποδέκτες τους και αποκτούν ενέργεια με την κοινοποίησή τους». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι οι οδηγίες παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι των κρατών μελών προς τα οποία απευθύνονται από της κοινοποιήσεώς τους.

42 Εν προκειμένω και σύμφωνα με μια συνήθη πρακτική, η οδηγία 91/156 καθορίζει η ίδια προθεσμία, κατά τη λήξη της οποίας πρέπει να έχουν τεθεί σε ισχύ εντός των κρατών μελών οι αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωση προς την οδηγία αυτή.

43 Δεδομένου ότι η εν λόγω προθεσμία σκοπεί κυρίως στο να παράσχει στα κράτη μέλη τον αναγκαίο χρόνο για τη θέσπιση των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, δεν μπορεί να προσαφθεί στα κράτη αυτά ότι δεν μετέφεραν την οδηγία στην εσωτερική έννομη τάξη τους πριν από την παρέλευση της προθεσμίας αυτής.

44 Γεγονός παραμένει όμως ότι, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για τη μεταφορά οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την επίτευξη του επιδιωκομένου από την οδηγία αποτελέσματος μέχρι τη λήξη της προθεσμίας αυτής.

45 Συναφώς, μολονότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να θεσπίζουν τα μέτρα αυτά πριν από την παρέλευση της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό τους δίκαιο, από τον συνδυασμό των άρθρων 5, δεύτερο εδάφιο, και 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης και της οδηγίας αυτής καθεαυτής προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να απέχουν από τη θέσπιση διατάξεων ικανών να διακυβεύσουν σοβαρά το επιδιωκόμενο από την οδηγία αυτή αποτέλεσμα.

46 Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμά αν τούτο συμβαίνει ως προς εθνικές διατάξεις με τον έλεγχο της νομιμότητας των οποίων είναι επιφορτισμένο.

47 Προβαίνοντας στην εκτίμηση αυτή, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εξετάζει, ειδικότερα, αν οι επίμαχες διατάξεις εμφανίζονται ως πλήρης μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, καθώς και ποια είναι τα συγκεκριμένα αποτελέσματα της εφαρμογής των εν λόγω μη συμβατών προς την οδηγία διατάξεων και ποια είναι η χρονική τους διάρκεια.

48 Για παράδειγμα, αν οι επίμαχες διατάξεις εμφανίζονται ως οριστική και πλήρης μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, το γεγονός ότι δεν συνάδουν προς την οδηγία θα μπορούσε να επιτρέψει την υπόθεση ότι το επιδιωκόμενο από την οδηγία αποτέλεσμα δεν πρόκειται να επιτευχθεί εντός της ταχθείσας προθεσμίας, αν είναι αδύνατη η έγκαιρη τροποποίηση των διατάξεων αυτών.

49 Αντιστρόφως, το εθνικό δικαστήριο θα μπορούσε να λάβει υπόψη τη δυνατότητα ενός κράτους μέλους να θεσπίσει προσωρινές διατάξεις ή να θέτει σε εφαρμογή την οδηγία σταδιακά. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το γεγονός ότι οι μεταβατικές διατάξεις του εθνικού δικαίου δεν συνάδουν προς την οδηγία ή η μη μεταφορά ορισμένων διατάξεων της οδηγίας δεν διακυβεύουν κατ' ανάγκη το επιδιωκόμενο από την οδηγία αυτή αποτέλεσμα.

50 Συνεπώς, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 5, δεύτερο εδάφιο, και 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, καθώς και η οδηγία 91/156, επιβάλλουν στα κράτη μέλη προς τα οποία απευθύνεται η οδηγία αυτή να απέχουν, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που τάσσει η οδηγία για τη θέση της σε εφαρμογή, από τη θέσπιση διατάξεων ικανών να διακυβεύσουν σοβαρά την επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει η οδηγία αυτή.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

51 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Βελγική, η Γερμανική, η Γαλλική και η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Conseil d'Ιtat του Βελγίου με απόφαση της 29ης Μαρτίου 1996, αποφαίνεται:

1) Μια ουσία δεν αποκλείεται από την έννοια του αποβλήτου, κατά το άρθρο 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 75/442/EΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 1991, απλώς και μόνο λόγω του ότι η ουσία αυτή εντάσσεται, άμεσα ή έμμεσα, σε διαδικασία βιομηχανικής παραγωγής.

2) Τα άρθρα 5, δεύτερο εδάφιο, και 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ, καθώς και η οδηγία 91/156, επιβάλλουν στα κράτη μέλη προς τα οποία απευθύνεται η οδηγία αυτή να απέχουν, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που τάσσει η οδηγία για τη θέση της σε εφαρμογή, από τη θέσπιση διατάξεων ικανών να διακυβεύσουν σοβαρά την επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει η οδηγία αυτή.