61996J0108

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 1ης Φεβρουαρίου 2001. - Ποινική δίκη κατά Dennis Mac Quen, Derek Pouton, Carla Godts, Youssef Antoun και Grandvision Belgium SA, αστικώς υπεύθυνης, παρισταμένης της: Union professionnelle belge des médecins spécialistes en ophtalmologie et chirurgie oculaire. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal de première instance de Bruxelles - Βέλγιο. - Ερμηνεία του άρθρου 5 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 10 ΕΚ) και των άρθρων 30, 52 και 59 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 28 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) - Εθνική νομοθεσία απαγορεύουσα στους οπτικούς να πραγματοποιούν ορισμένες οφθαλμολογικές εξετάσεις - Εθνική νομοθεσία περιορίζουσα την εμπορία συσκευών με τις οποίες μπορούν να πραγματοποιηθούν ορισμένες οφθαλμολογικές εξετάσεις τις οποίες μπορούν να διενεργούν αποκλειστικά οι οφθαλμίατροι. - Υπόθεση C-108/96.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2001 σελίδα I-00837


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Ελευθερία εγκαταστάσεως - Διατάξεις της Συνθήκης - εδίο εφαρμογής - Εταιρία ανήκουσα σε όμιλο εταιριών εγκατεστημένων σε διάφορα κράτη μέλη - εριλαμβάνεται

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 52 (νυν, κατόπιν τροποποίησεως, άρθρο 43 ΕΚ)]

2. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Ελευθερία εγκαταστάσεως - Εθνικές αρχές επιτρέπουσες τη διενέργεια ορισμένων οφθαλμολογικών εξετάσεων μόνον από επαγγελματίες διαθέτοντες ειδικά προσόντα - Δικαιολογία - ροστασία της δημόσιας υγείας - Επιτρεπτό - ροϋποθέσεις

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 52 (νυν, κατόπιν τροποποίησεως, άρθρο 43 ΕΚ)]

Περίληψη


1. Η έννομη κατάσταση εταιρίας ανήκουσας σε όμιλο εταιριών εγκατεστημένων σε διάφορα κράτη μέλη, ο οποίος εμπορεύεται προϊόντα και υπηρεσίες στον τομέα της οπτικής, εμπίπτει, ως θυγατρική εταιρίας εγκατεστημένης εντός άλλου κράτους μέλους, στο κοινοτικό δίκαιο βάσει των διατάξεων του άρθρου 52 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποίησεως, άρθρου 43 ΕΚ).

( βλ. σκέψη 16 )

2. Στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, το άρθρο 52 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 43 ΕΚ) δεν απαγορεύει στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους να ερμηνεύουν το εθνικό δίκαιο περί της ιατροθεραπείας κατά τρόπον ώστε, στο πλαίσιο της διορθώσεως αμιγώς οπτικών ελαττωμάτων της οράσεως του πελάτη, η αντικειμενική εξέταση της οράσεως, ήτοι η εξέταση για την οποία δεν χρησιμοποιείται μέθοδος βάσει της οποίας μόνον ο πελάτης καθορίζει τα οπτικά ελαττώματα από τα οποία πάσχει, επιφυλάσσεται, για λόγους συνδεομένους με την προστασία της δημοσίας υγείας, σε μια κατηγορία επαγγελματιών που διαθέτουν ειδικά προσόντα, όπως είναι οι οφθαλμίατροι, αποκλειομένων, μεταξύ άλλων, των μη ιατρών οπτικών. Συγκεκριμένα, η επιλογή ενός κράτους μέλους να επιφυλάσσει σε μια κατηγορία επαγγελματιών, το δικαίωμα να πραγματοποιούν στους ασθενείς τους αντικειμενική εξέταση της οράσεως βάσει πολύπλοκων οργάνων που καθιστούν δυνατό τον υπολογισμό της ενδοφθάλμιας πιέσεως, τον καθορισμό του οπτικού πεδίου ή την ανάλυση της καταστάσεως του αμφιβληστροειδούς, μπορεί να θεωρηθεί μέσον ικανό για να εγγυηθεί την επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας.

Ωστόσο, η απαγόρευση που επιβάλλεται στους μη ιατρούς οπτικούς να διενεργούν ορισμένες εξετάσεις της οράσεως, η οποία ισχύει ανεξάρτητα από την ιθαγένεια και από το κράτος μέλος εγκαταστάσεως των προσώπων στα οποία απευθύνεται, πρέπει να είναι αναγκαία και αναλογική για την υλοποίηση του σκοπού αυτού. Συναφώς, η αξιολόγηση των κινδύνων για τη δημόσια υγεία μπορεί να αλλάξει με την πάροδο του χρόνου, ιδίως βάσει των προόδων που πραγματοποιούνται στον τεχνικό και επιστημονικό τομέα.

Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει, με βάση τα όσα ορίζει η Συνθήκη σε σχέση με την ελευθερία εγκαταστάσεως και με βάση τις απαιτήσεις της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δημοσίας υγείας, αν η ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου που δίδουν συναφώς οι αρμόδιες εθνικές αρχές αποτελεί έγκυρη βάση για τις ποινικές διώξεις που ασκήθηκαν στην υπόθεση της κύριας δίκης.

( βλ. σκέψεις 27, 30-31, 35-38 και διατακτ. )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-108/96,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunal de première instance de Bruxelles (Βέλγιο) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά

Dennis Mac Quen,

Derek Pouton,

Carla Godts,

Youssef Antoun

και

Grandvision Belgium SA, πρώην Vision Express Belgium SA, αστικώς υπεύθυνης,

παρισταμένης της:

Union professionnelle belge des médecins spécialistes en ophtalmologie et chirurgie oculaire, πολιτικώς ενάγουσας,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 5 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 10 ΕΚ) και των άρθρων 30, 52 και 59 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 28 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Wathelet, πρόεδρο του πρώτου τμήματος, προεδρεύοντα του πέμπτου τμήματος, D. A. O. Edward (εισηγητή) και P. Jann, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- οι C. Godts, Y. Antoun και D. Pouton, καθώς και η Grandvision Belgium SA, εκπροσωπούμενοι από τους Μ. Fyon, F. Louis, A. Vallery και H. Gilliams, δικηγόρους,

- η union professionnelle belge des médecins spécialistes en ophtalmologie et chirurgie oculaire (βελγική επαγγελματική ένωση οφθαλμιάτρων και χειρουργών-οφθαλμιάτρων), εκπροσωπούμενη από τους J.-Μ. Defourny, δικηγόρο, και R. Bützler, δικηγόρο στο Cour de cassation (Βέλγιο),

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τη Μ. ατακιά,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις των C. Godts, Y. Antoun και D. Pouton, καθώς και της Grandvision Belgium SA, εκπροσωπουμένων από τους Μ. Fyon, F. Louis, A. Vallery και H. Gilliams, της union professionnelle belge des médecins spécialistes en ophtalmologie et chirurgie oculaire, εκπροσωπούμενης από τους J.-Μ. Defourny και F. Mourlon Beernaert, δικηγόρο, καθώς και της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τη Μ. ατακιά, κατά τη συνεδρίαση της 10ης Φεβρουαρίου 2000,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Μαρτίου 2000,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με απόφαση της 27ης Μαρτίου 1996 που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Απριλίου 1996, το Tribunal de première instance de Bruxelles υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 5 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 10 ΕΚ) και των άρθρων 30, 52 και 59 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 28 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατά της C. Godts και των D. Mac Quen, Y. Antoun και D. Pouton καθώς και της Grandvision Belgium SA (στο εξής: Grandvision), ως εργοδότη των τεσσάρων κατηγορουμένων, για παράνομη τέλεση πράξεως ή πράξεων που εμπίπτουν στην ιατροθεραπεία.

Νομικό πλαίσιο

3 Οι εφαρμοστέες εθνικές διατάξεις βρίσκονται, αφενός, στο βασιλικό διάταγμα, της 30ής Οκτωβρίου 1964 (Moniteur belge της 24ης Δεκεμβρίου 1964, σ. 13274), περί θεσπίσεως των προϋποθέσεων ασκήσεως του επαγγέλματος του οπτικού στις επιχειρήσεις της βιοτεχνίας, του μικρού και του μεγάλου εμπορίου και της μικρής βιομηχανίας, όπως τροποποιήθηκε με τα βασιλικά διατάγματα της 16ης Σεπτεμβρίου 1966, της 14ης Ιανουαρίου 1975, της 3ης Οκτωβρίου 1978 και της 2ας Μαρτίου 1988 (Moniteur belge της 17ης Μαρτίου 1988, σ. 3812), και, αφετέρου, στο βασιλικό διάταγμα 78, της 10ης Νοεμβρίου 1967, περί της ασκήσεως της ιατροθεραπείας, του επαγγέλματος του νοσοκόμου, των παραϊατρικών επαγγελμάτων και περί των ιατρικών επιτροπών που αφορούν την πρόληψη της παράνομης ασκήσεως της ιατροθεραπείας (Moniteur belge της 14ης Νοεμβρίου 1967, σ. 11881).

4 Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος της 30ής Οκτωβρίου 1964:

«Το επάγγελμα του οπτικού, υπό την έννοια του παρόντος διατάγματος, συνίσταται στη συνήθη και ανεξάρτητη άσκηση μιας ή περισσοτέρων από τις ακόλουθες δραστηριότητες:

a) την προσφορά προς το κοινό της πωλήσεως, της συντηρήσεως και της επιδιορθώσεως οπτικών ειδών που προορίζονται για τη διόρθωση ή/και τη βελτίωση της οράσεως,

a bis) τη δοκιμή, την εφαρμογή, την πώληση και συντήρηση των τεχνητών οφθαλμών,

b) την εκτέλεση των συνταγών που εκδίδουν οι οφθαλμίατροι για τη διόρθωση της οράσεως.»

5 Το άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος 78 προβλέπει τα εξής:

«Ουδείς μπορεί να ασκεί την ιατρική αν δεν είναι κάτοχος του νομίμου διπλώματος διδάκτορος ιατρικής, χειρουργικής και μαιευτικής, κτηθέντος σύμφωνα με τη νομοθεσία περί απονομής ακαδημαϊκών τίτλων και το πρόγραμμα πανεπιστημιακών εξετάσεων, ή αν δεν έχει νομίμως απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις αυτές και αν δεν πληροί επιπλέον τις προϋποθέσεις που επιβάλλει το άρθρο 7, παράγραφος 1 ή παράγραφος 2».

6 Η εν λόγω διάταξη διευκρινίζει στο δεύτερο εδάφιό της τα εξής:

«Συνιστά παράνομη άσκηση της ιατρικής η συνήθης εκτέλεση από πρόσωπο που δεν πληροί το σύνολο των επιβαλλομένων από το εδάφιο 1 της παρούσας παραγράφου προϋποθέσεων κάθε πράξεως που έχει ως αντικείμενο ή παρουσιάζεται ως έχουσα ως αντικείμενο, έναντι του ανθρώπου, είτε την εξέταση της καταστάσεως της υγείας, είτε την ανίχνευση ασθενειών και ανεπαρκειών, είτε τη διατύπωση διαγνώσεως, την επιλογή ή την εκτέλεση της θεραπείας μιας παθολογικής, ψυχικής ή σωματικής, πραγματικής ή υποθετικής, καταστάσεως είτε τον εμβολιασμό».

7 Με απόφαση της 28ης Ιουνίου 1989 (Cass., 28 Ιουνίου 1989, Pass. 1989, Ι-1182) το Cour de cassation (Βέλγιο) έκρινε ότι, κατά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος της 30ής Οκτωβρίου 1964, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις του βασιλικού διατάγματος 78.

8 Συγκεκριμένα, το εν λόγω δικαστήριο διαπίστωσε με την ως άνω απόφαση ότι, «μολονότι επιτρέπεται στους οπτικούς που δεν είναι ιατροί να εκτελούν πράξεις με σκοπό τη διόρθωση των αμιγώς οπτικών ελαττωμάτων της οράσεως, ανεξάρτητα από το αν κάνουν προς τούτο ή όχι χρήση συσκευών ή οργάνων, τους απαγορεύεται ωστόσο να εξετάζουν την κατάσταση της οράσεως των πελατών τους κατά τρόπο άλλο από εκείνο που συνίσταται στη χρησιμοποίηση μεθόδου κατά την οποία μόνον ο ασθενής καθορίζει τα οπτικά ελαττώματα από τα οποία πάσχει, ιδίως μέσω τυπογραφικών κλιμάκων που έχουν ενδεχομένως ενσωματωθεί σε όργανο ελέγχου, και στη διόρθωση των οποίων προβαίνει ο ίδιος ο ασθενής επιλέγοντας, με βάση τις προτάσεις τους, τα γυαλιά που τον ικανοποιούν, ενώ ο οπτικός έχει την υποχρέωση να συμβουλεύει τον πελάτη του να επισκεφθεί έναν οφθαλμίατρο αν οι ως άνω ληφθείσες ενδείξεις δημιουργούν αμφιβολία ως προς τον χαρακτήρα του διαπιστωθέντος ελαττώματος».

Τα περιστατικά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Grandvision είναι ανώνυμη εταιρία βελγικού δικαίου που έχει την έδρα της στις Βρυξέλλες. Η Grandvision ανήκει σε όμιλο εταιριών που εμπορεύεται προϊόντα και υπηρεσίες στον τομέα των οπτικών ειδών. Ελέγχεται από την εταιρία αγγλικού δικαίου Vision Express UK Ltd. Ο D. Mac Quen ήταν ο γενικός διευθυντής της τελευταίας αυτής εταιρίας προτού ασκήσει, από τον Νοέμβριο του 1990 έως τον Ιούλιο του 1991, τα καθήκοντα εξουσιοδοτημένου διοικητή της Vision Express Belgium SA. Ο D. Pouton τον διαδέχθηκε στη θέση αυτή από τον Ιούλιο του 1991 έως το 1993.

10 Λίγο μετά τη σύστασή της, η Vision Express Belgium SA διένειμε στο Βέλγιο μια διαφήμιση σχετικά με τις διάφορες εξετάσεις της οράσεως που πραγματοποιούνταν στα καταστήματά της, ήτοι, μεταξύ άλλων, μια «ηλεκτρονική μέτρηση πιέσεως», σκοπούσα στην ανίχνευση «ενδεχόμενης ενδοφθάλμιας υπερτάσεως», μια γενική «βυθοσκόπηση», σκοπούσα στην εξέταση «της καταστάσεως του αμφιβληστροειδούς», καθώς και έναν «υπολογισμό του οπτικού πεδίου με τη βοήθεια υπερσύγχρονης συσκευής» και μια «βιομικροσκοπία» από την οποία προκύπτει η «κατάσταση του κερατοειδούς, του επιπεφυκότος, των βλεφάρων και των δακρύων [...]». Η διαφήμιση αυτή αποτελούσε προφανώς την κατά γράμμα μετάφραση της διαφημίσεως που έκανε στο Ηνωμένο Βασίλειο η εταιρία Vision Express UK Ltd.

11 Με βάση τη διαφήμιση αυτή, η union professionnelle belge des médecins spécialistes en ophtalmologie et chirurgie oculaire (στο εξής: UPBMO), τον Σεπτέμβριο του 1991 υπέβαλε μήνυση και άσκησε πολιτική αγωγή κατά της Grandvision, για παράνομη άσκηση της ιατροθεραπείας και για ψευδή διαφήμιση.

12 Μετά την περάτωση της ανακρίσεως, οι D. Mac Quen και D. Pouton, καθώς και ο Y. Antoun, οπτικός, και η C. Godts, γραμματέας, παραπέμφθηκαν από κοινού με την εταιρία Grandvision - η οποία, ως εργοδότης των τεσσάρων κατηγορουμένων, είναι αστικώς υπεύθυνη - ενώπιον του Tribunal de première instance de Bruxelles δικάζοντος ως πλημμελειοδικείο.

13 Το Tribunal de première instance de Bruxelles, έχοντας αμφιβολίες ως προς το συμβατό προς το κοινοτικό δίκαιο της παρατεθείσας στις σκέψεις 3 έως 6 της παρούσας αποφάσεως βελγικής νομοθεσίας, όπως ερμηνεύθηκε από το Cour de cassation, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Συμβιβάζεται με τα άρθρα 5, 52 και 59 της Συνθήκης ΕΚ μια απαγόρευση η οποία προκύπτει από την ερμηνεία ή την εφαρμογή διατάξεως εθνικού δικαίου και βάσει της οποίας οι οπτικοί εντός άλλων κρατών μελών δεν μπορούν να παρέχουν, εντός κράτους μέλους, στο πλαίσιο της διορθώσεως αμιγώς οπτικών ελαττωμάτων της οράσεως, υπηρεσίες συνιστάμενες στην αντικειμενική εξέταση της οράσεως, δηλαδή βάσει μεθόδου διαφορετικής από εκείνη κατά την οποία μόνος του ο ασθενής προσδιορίζει τα ελαττώματα της οράσεως από τα οποία πάσχει και κανονίζει μόνος του τη διόρθωση που πρέπει να γίνει;

2) Συμβιβάζονται με το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΚ τα εμπόδια τα οποία τίθενται, στο εσωτερικό κράτους μέλους, στην εμπορία συσκευών που παρέχουν τη δυνατότητα αντικειμενικής εξετάσεως της οράσεως, όπως είναι π.χ. ο αυτοδιαθλαστής, και τα οποία προκύπτουν από την απαγόρευση που επιβάλλει η εθνική νομοθεσία στους εγκατεστημένους εντός άλλων κρατών μελών οπτικούς να παρέχουν, εντός του οικείου κράτους μέλους, υπηρεσίες συνιστάμενες σε αντικειμενική εξέταση της οράσεως, ήτοι όχι υποκειμενική, τούτο δε στο πλαίσιο της διορθώσεως αμιγώς οπτικών ελαττωμάτων της οράσεως;»

14 Δεδομένου ότι η UPBMO άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής, ο ρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε, με διάταξη της 28ης Ιουλίου 1996, να αναστείλει τη διαδικασία. Μετά την εκ μέρους του Cour de cassation, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε η αναίρεση κατά της αποφάσεως του Cour d'appel de Bruxelles (Βέλγιο), διαπίστωση, με απόφαση της 12ης Μα_ου 1999, της παραιτήσεως από την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε ενώπιόν του η UPBMO, η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου συνεχίστηκε στις 11 Ιουνίου 1999.

ροκαταρκτικές παρατηρήσεις

15 Η UPBMO υποστηρίζει ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά μια αμιγώς εσωτερική κατάσταση που δεν παρουσιάζει κανένα στοιχείο που να τη συνδέει με το κοινοτικό δίκαιο. Συγκεκριμένα, η Grandvision, ως εταιρία βελγικού δικαίου λειτουργούσα στο Βέλγιο, τελεί σε κατάσταση που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου.

16 Συναφώς, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι από τις κατατεθείσες στο Δικαστήριο παρατηρήσεις και από τις διευκρινίσεις που παρασχέθηκαν κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι η Grandvision είναι ανώνυμη εταιρία βελγικού δικαίου, συσταθείσα το 1990, υπό την επωνυμία Vision Express Belgium SA, από την ολλανδική εταιρία VE Holdings BV. Ως θυγατρική της εταιρίας αγγλικού δικαίου Vision Express UK Ltd, ανήκει σε όμιλο εγκατεστημένων σε διάφορα κράτη μέλη εταιριών, ο οποίος εμπορεύεται προϊόντα και υπηρεσίες στον τομέα της οπτικής. Η έννομη κατάσταση μιας τέτοιας εταιρίας εμπίπτει στο κοινοτικό δίκαιο βάσει των διατάξεων του άρθρου 52 της Συνθήκης.

17 Κατά την Grandvision, οι βελγικές αρχές δεν ομοφωνούν ως προς την ερμηνεία της εθνικής ρυθμίσεως που παρατέθηκε στη σκέψη 3 της παρούσας αποφάσεως. Ειδικότερα, η Grandvision ισχυρίζεται ότι την ερμηνεία που δίδει το Cour de cassation, βάσει της οποίας απαγορεύεται στους μη ιατρούς οπτικούς να πραγματοποιούν αντικειμενικό έλεγχο της οράσεως και το είδος αυτό της εξετάσεως επιφυλάσσεται στους οφθαλμιάτρους, δεν τη συμμερίζονται άλλα βελγικά δικαστήρια, οπότε δεν αποδεικνύεται ότι η πραγματοποίηση στο Βέλγιο τέτοιων εξετάσεων απαγορεύεται οπωσδήποτε στους οπτικούς.

18 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σε μια κατάσταση στην οποία οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές κράτους μέλους προβαίνουν ή φαίνεται να προβαίνουν σε διαφορετικές αναλύσεις όσον αφορά την ορθή ερμηνεία εθνικής ρυθμίσεως, ιδίως όσον αφορά το ακριβές περιεχόμενό της, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να κρίνει ποια ερμηνεία είναι συμβατή ή ποια είναι πιο συμβατή προς το κοινοτικό δίκαιο. Αντιθέτως, εναπόκειται στο Δικαστήριο να ερμηνεύσει το κοινοτικό δίκαιο με βάση την έννομη κατάσταση και τα πραγματικά περιστατικά όπως τα περιγράφει το αιτούν δικαστήριο, προκειμένου να παράσχει στο δικαστήριο αυτό τα στοιχεία που είναι χρήσιμα για τη λύση της διαφοράς που του έχει υποβληθεί.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

19 Με τα ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν τα άρθρα 5, 30, 52 και 59 της Συνθήκης απαγορεύουν στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους να ερμηνεύουν το εθνικό δίκαιο περί της ιατροθεραπείας κατά τρόπο ώστε, στο πλαίσιο της διορθώσεως αμιγώς οπτικών ελαττωμάτων της οράσεως του πελάτη, την αντικειμενική εξέτασή της, ήτοι την εξέταση που δεν χρησιμοποιεί μέθοδο κατά την οποία μόνον ο πελάτης καθορίζει τα οπτικά ελαττώματα από τα οποία πάσχει, μπορούν να πραγματοποιήσουν μόνον οφθαλμίατροι, αποκλειομένων, ιδίως, των μη ιατρών οπτικών.

20 Δεδομένου ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν πρόκειται ούτε για την παροχή υπηρεσιών από την Grandvision ή από τους συνεργάτες της προς αποδέκτες εγκατεστημένους εντός άλλων κρατών μελών ούτε για τις υποχρεώσεις των κρατών μελών υπό την έννοια του άρθρου 5 της Συνθήκης, δεν είναι αναγκαίο να εκτιμηθεί το συμβατό της επίμαχης στο πλαίσιο της κύριας δίκης απαγορεύσεως (στο εξής: επίδικη απαγόρευση) προς τα άρθρα 5 και 59 της Συνθήκης.

21 Όσον αφορά το άρθρο 30 της Συνθήκης, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η επίδικη απαγόρευση παράγει αποτελέσματα περιοριστικά της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, τα αποτελέσματα αυτά αποτελούν την αναπόφευκτη συνέπεια αυτής ταύτης της απαγορεύσεως. Στον βαθμό που η απαγόρευση αυτή είναι δικαιολογημένη, τα αποτελέσματά της θα πρέπει να γίνουν δεκτά από την άποψη του άρθρου 30 της Συνθήκης.

22 Όσον αφορά το άρθρο 52 της Συνθήκης, επιβάλλεται ευθύς εξαρχής η διαπίστωση ότι το ζήτημα αν η αντικειμενική εξέταση της οράσεως αποτελεί δραστηριότητα που μπορούν να ασκούν μόνον οι οφθαλμίατροι δεν ρυθμίζεται στις οδηγίες 75/362/ΕΟΚ και 75/363/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 1975, περί αμοιβαίας αναγνωρίσεως των διπλωμάτων πιστοποιητικών και άλλων τίτλων ιατρικής και περί των μέτρων προς διευκόλυνση της πραγματικής ασκήσεως του δικαιώματος εγκαταστάσεως και του δικαιώματος της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και περί του συντονισμού των νομοθετικών κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν τις δραστηριότητες των ιατρών, αντιστοίχως (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 196 και σ. 209), ούτε και στην οδηγία 93/16/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, για τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ιατρών και της αμοιβαίας αναγνώρισης των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων τους (EE L 165, σ. 1), η οποία κατήργησε τις δύο πρώτες παρατεθείσες οδηγίες. Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι η δραστηριότητα του οπτικού δεν αποτελεί αντικείμενο καμίας ειδικής κοινοτικής ρυθμίσεως.

23 Η UPBMO υποστηρίζει ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να επιφυλάσσουν στους έχοντες τα περισσότερα προσόντα, ήτοι στους οφθαλμιάτρους, ορισμένες εξετάσεις της οράσεως. Με την απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 1990, C-61/89, Bouchoucha (Συλλογή 1990, σ. Ι-3551, σκέψη 12), το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι, ελλείψει κοινοτικής ρυθμίσεως της επίμαχης στην υπόθεση εκείνη παραϊατρικής δραστηριότητας, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να ρυθμίζουν την άσκηση της δραστηριότητας αυτής στο έδαφός τους, υπό τη μόνη επιφύλαξη να μην προβαίνουν σε καμία διάκριση μεταξύ των υπηκόων τους και των υπηκόων των υπολοίπων κρατών μελών. Τα αυτά ισχύουν και στην υπόθεση της κύριας δίκης.

24 Ναι μεν είναι αληθές ότι, ελλείψει εναρμονίσεως των επίμαχων στο πλαίσιο της κύριας δίκης δραστηριοτήτων, τα κράτη μέλη διατηρούν κατ' αρχήν την αρμοδιότητα να ορίζουν την άσκηση των εν λόγω δραστηριοτήτων, πλην όμως πρέπει να ασκούν τις αρμοδιότητές τους στον τομέα αυτό διασφαλίζοντας τις θεμελιώδεις ελευθερίες τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη (βλ. αποφάσεις της 29ης Οκτωβρίου 1998, C-193/97 και C-194/97, De Castro Freitas και Escallier, Συλλογή 1998, σ. Ι-6747, σκέψη 23, και της 3ης Οκτωβρίου 2000, C-58/98, Corsten, Συλλογή 2000, σ. Ι-7919, σκέψη 31).

25 Σύμφωνα με το άρθρο 52, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, η ελευθερία εγκαταστάσεως ασκείται υπο τις προϋποθέσεις που ορίζει η νομοθεσία της χώρας εγκαταστάσεως για τους δικούς της υπηκόους. Επομένως, όταν η πρόσβαση σε συγκεκριμένη δραστηριότητα ή η άσκησή της ρυθμίζεται εντός του κράτους μέλους υποδοχής, ο υπήκοος άλλου κράτους μέλους, που προτίθεται να ασκήσει τη δραστηριότητα αυτή, πρέπει κατ' αρχήν να πληροί τις προϋποθέσεις της ρυθμίσεως αυτής (απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1995, C-55/94, Gebhard, Συλλογή 1995, σ. Ι-4165, σκέψη 36).

26 Ωστόσο, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα εθνικά μέτρα που μπορούν να δυσχεράνουν ή να καταστήσουν λιγότερο ελκυστική την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών που εγγυάται η Συνθήκη δεν μπορούν να δικαιολογηθούν παρά μόνον αν πληρούν τέσσερις προϋποθέσεις: να εφαρμόζονται κατά τρόπο μη συνεπαγόμενο διακρίσεις, να ανταποκρίνονται σε επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, να είναι ικανά να εγγυηθούν την υλοποίηση του σκοπού που επιδιώκουν και να μη βαίνουν πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού (βλ. αποφάσεις της 31ης Μαρτίου 1993, C-19/92, Kraus, Συλλογή 1993, σ. Ι-1663, σκέψη 32· Gebhard όπ.π., σκέψη 37, και, τέλος, απόφαση της 4ης Ιουλίου 2000, C-424/97, Haim, Συλλογή 2000, σ. Ι-5123, σκέψη 57).

27 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση, κατ' αρχάς, ότι η επίδικη απαγόρευση ισχύει ανεξάρτητα από την ιθαγένεια και από το κράτος μέλος εγκαταστάσεως των προσώπων στα οποία απευθύνεται.

28 Εν συνεχεία, όσον αφορά το αν υφίστανται επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος ικανοί να δικαιολογήσουν τον περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως που προκύπτει από την επίδικη απαγόρευση, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η προστασία της δημόσιας υγείας περιλαμβάνεται μεταξύ των λόγων που μπορούν, βάσει του άρθρου 56, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 46, παράγραφος 1, ΕΚ), να δικαιολογήσουν περιορισμούς που απορρέουν από ειδικό καθεστώς για τους αλλοδαπούς υπηκόους. Η προστασία της δημόσιας υγείας μπορεί, συνεπώς, κατ' αρχήν, να δικαιολογήσει και εθνικά μέτρα τα οποία εφαρμόζονται αδιακρίτως, όπως αυτά για τα οποία πρόκειται στη συγκεκριμένη περίπτωση.

29 Η σημασία της προστασίας της υγείας τονίζεται επίσης από το γεγονός ότι το άρθρο 3, στοιχείο ξ_, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ο_, ΕΚ) προβλέπει ότι η δράση της Κοινότητας περιλαμβάνει, σύμφωνα με τους όρους και το χρονοδιάγραμμα που προβλέπει η Συνθήκη, συμβολή στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας.

30 Η επιλογή όμως ενός κράτους μέλους να επιφυλάσσει σε μια κατηγορία επαγγελματιών που διαθέτουν ειδικά προσόντα, όπως είναι οι οφθαλμίατροι, το δικαίωμα να πραγματοποιούν στους ασθενείς τους αντικειμενική εξέταση της οράσεως βάσει πολύπλοκων οργάνων που καθιστούν δυνατό τον υπολογισμό της ενδοφθάλμιας πιέσεως, τον καθορισμό του οπτικού πεδίου ή την ανάλυση της καταστάσεως του αμφιβληστροειδούς, μπορεί να θεωρηθεί μέσον ικανό για να εγγυηθεί την επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας.

31 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστεί αν η επίδικη απαγόρευση είναι αναγκαία και αναλογική για την υλοποίηση του σκοπού της επιτεύξεως υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας.

32 Η Grandvision, ναι μεν αναγνωρίζει τη σημασία της δημόσιας υγείας, πλην όμως αμφισβητεί ότι το γεγονός και μόνον ότι οι οφθαλμίατροι διαθέτουν υψηλότερα επαγγελματικά προσόντα απ' ό,τι οι οπτικοί μπορεί να δικαιολογήσει το αποκλειστικό δικαίωμα των οφθαλμιάτρων να πραγματοποιούν αντικειμενικές εξετάσεις των αμιγώς οπτικών ελαττωμάτων. Υποστηρίζει ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι η χρήση των εν λόγω οργάνων από οπτικούς ενέχει κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γεγονότος ότι, εντός άλλων κρατών μελών, οι επίμαχες στο πλαίσιο της κύριας δίκης δραστηριότητες είναι νόμιμες ακόμη και όταν ασκούνται από μη ιατρούς οπτικούς.

33 Συναφώς, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος επιβάλλει κανόνες λιγότερο αυστηρούς από εκείνους που ισχύουν εντός άλλου κράτους μέλους δεν σημαίνει, αυτό καθεαυτό, ότι οι τελευταίοι αυτοί κανόνες είναι δυσανάλογοι και, επομένως, ασύμβατοι προς το κοινοτικό δίκαιο (βλ. αποφάσεις της 10ης Μα_ου 1995, C-384/93, Alpine Investments, Συλλογή 1995, σ. Ι-1141, σκέψη 51, και της 12ης Δεκεμβρίου 1996, C-3/95, Reisebüro Broede, Συλλογή 1996, σ. Ι-6511, σκέψη 42).

34 Συγκεκριμένα, το γεγονός και μόνον ότι ένα κράτος μέλος επέλεξε ένα σύστημα προστασίας διαφορετικό από εκείνο που υιοθέτησε άλλο κράτος μέλος δεν μπορεί να έχει επίπτωση στην εκτίμηση της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας των διατάξεων που έχουν θεσπιστεί στον τομέα αυτό (απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 1999, C-67/98, Zenatti, Συλλογή 1999, σ. Ι-7289, σκέψη 34).

35 ρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι η επίδικη απαγόρευση, η οποία προβάλλεται στην κύρια δίκη ως βάση των ποινικών διώξεων, δεν προβλέπεται ρητώς από νομοθετική διάταξη εθνικού δικαίου, αλλά μάλλον προκύπτει από την ερμηνεία που έδωσε το 1989 το Cour de cassation σε ορισμένες εθνικές διατάξεις που ισχύουν στον σχετικό τομέα προκειμένου να επιτευχθεί υψηλό επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας. Η ερμηνεία αυτή φαίνεται ότι στηρίζεται σε μια αξιολόγηση των κινδύνων για τη δημόσια υγεία που θα μπορούσαν να προκύψουν από την παροχή στους οπτικούς της αδείας να προβαίνουν σε ορισμένες εξετάσεις της οράσεως.

36 Η αξιολόγηση αυτή όμως μπορεί να αλλάξει με την πάροδο του χρόνου, ιδίως βάσει των τεχνικών και επιστημονικών προόδων που πραγματοποιούνται στον σχετικό τομέα. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι το Bundesverfassungsgericht (Γερμανία), με την απόφασή του της 7ης Αυγούστου 2000 (1 BvR 254/99), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι κίνδυνοι που θα μπορούσαν να προκύψουν από την παροχή στους οπτικούς της αδείας να προβαίνουν σε ορισμένες εξετάσεις της οράσεως των πελατών τους, όπως είναι η μέτρηση της πιέσεως και η ηλεκτρονική περιμετρία, δεν είναι τέτοιας φύσεως ώστε να πρέπει να τους απαγορευθεί η πραγματοποίηση των εξετάσεων αυτών.

37 Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει, με βάση τα όσα ορίζει η Συνθήκη σε σχέση με την ελευθερία εγκαταστάσεως και με βάση τις απαιτήσεις της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δημοσίας υγείας, αν η ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου που δίδουν συναφώς οι αρμόδιες εθνικές αρχές αποτελεί έγκυρη βάση για τις ποινικές διώξεις που ασκήθηκαν στην υπόθεση της κύριας δίκης.

38 Συνεπώς, στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, το άρθρο 52 της Συνθήκης δεν απαγορεύει στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους να ερμηνεύουν το εθνικό δίκαιο περί της ιατροθεραπείας κατά τρόπον ώστε, στο πλαίσιο της διορθώσεως αμιγώς οπτικών ελαττωμάτων της οράσεως του πελάτη, η αντικειμενική εξέταση της οράσεως, ήτοι η εξέταση για την οποία δεν χρησιμοποιείται μέθοδος βάσει της οποίας μόνον ο πελάτης καθορίζει τα οπτικά ελαττώματα από τα οποία πάσχει, επιφυλάσσεται, για λόγους συνδεομένους με την προστασία της δημοσίας υγείας, σε μια κατηγορία επαγγελματιών που διαθέτουν ειδικά προσόντα, όπως είναι οι οφθαλμίατροι, αποκλειομένων, μεταξύ άλλων, των μη ιατρών οπτικών. Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει, με βάση τα όσα ορίζει η Συνθήκη σε σχέση με την ελευθερία εγκαταστάσεως και με βάση τις απαιτήσεις της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δημοσίας υγείας, αν η ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου που δίδουν συναφώς οι αρμόδιες εθνικές αρχές αποτελεί έγκυρη βάση για τις ποινικές διώξεις που ασκήθηκαν στην υπόθεση της κύριας δίκης.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

39 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, η οποία υπέβαλε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με απόφαση της 27ης Μαρτίου 1996 το Tribunal de première instance de Bruxelles, αποφαίνεται:

Στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 43 ΕΚ) δεν απαγορεύει στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους να ερμηνεύουν το εθνικό δίκαιο περί της ιατροθεραπείας κατά τρόπον ώστε, στο πλαίσιο της διορθώσεως αμιγώς οπτικών ελαττωμάτων της οράσεως του πελάτη, η αντικειμενική εξέταση της οράσεως, ήτοι η εξέταση για την οποία δεν χρησιμοποιείται μέθοδος βάσει της οποίας μόνον ο πελάτης καθορίζει τα οπτικά ελαττώματα από τα οποία πάσχει, επιφυλάσσεται, για λόγους συνδεομένους με την προστασία της δημοσίας υγείας, σε μια κατηγορία επαγγελματιών που διαθέτουν ειδικά προσόντα, όπως είναι οι οφθαλμίατροι, αποκλειομένων, μεταξύ άλλων, των μη ιατρών οπτικών. Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει, με βάση τα όσα ορίζει η Συνθήκη σε σχέση με την ελευθερία εγκαταστάσεως και με βάση τις απαιτήσεις της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δημοσίας υγείας, αν η ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου που δίδουν συναφώς οι αρμόδιες εθνικές αρχές αποτελεί έγκυρη βάση για τις ποινικές διώξεις που ασκήθηκαν στην υπόθεση της κύριας δίκης.