61996C0351

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Fennelly της 15ης Ιανουαρίου 1998. - Drouot assurances SA κατά Consolidated metallurgical industries (CMI industrial sites), Protea assurance και Groupement d'intérêt économique (GIE) Réunion européenne. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour de cassation - Γαλλία. - Σύμβαση των Βρυξελλών - Ερμηνεία του άρθρου 21 - Διεθνής εκκρεμοδικία - Έννοια των "ιδίων διαδίκων" - Ασφαλιστική εταιρία και ο ασφαλισμένος της. - Υπόθεση C-351/96.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-03075


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


I - Εισαγωγή

1 Με την παρούσα αίτηση προς έκδοση προδικαστικής αποφάσεως του γαλλικού Cour de cassation, ζητείται από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει την έννοια των «ίδιων διαδίκων» του άρθρου 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών (1). Το ανακύπτον ζήτημα είναι αν υφίσταται εκκρεμοδικία κατά την έννοια του άρθρου 21, όταν υφίσταται για αγωγή αφορώσα κοινή αβαρία, την οποία ασκεί ασφαλιστής ενώπιον γαλλικού δικαστηρίου, και αγωγή που είχε ασκηθεί προηγουμένως κατά του ασφαλισμένου ενώπιον ολλανδικού δικαστηρίου, με αίτημα να διαπιστωθεί η έλλειψη τέτοιας ευθύνης. Κατά συνέπεια, το ουσιαστικό ζήτημα είναι αν ο ασφαλισμένος και ο ασφαλιστής του πρέπει να θεωρηθούν ως «ίδιοι διάδικοι».

ΙΙ - Το νομικό και το πραγματικό πλαίσιο της αιτήσεως προς έκδοση προδικαστικής αποφάσεως

Α - Οι κρίσιμες διατάξεις της Συμβάσεως

2 Ο τίτλος ΙΙ της Συμβάσεως αφορά τη «διεθνή δικαιοδοσία». Ενώ οι γενικοί κανόνες θεσπίζονται με το τμήμα 1, στα τμήματα 2 έως 9 προβλέπονται διάφοροι ειδικοί κανόνες που εξειδικεύουν τους γενικούς κανόνες.

3 Το τμήμα 8 έχει τον τίτλο «Εκκρεμοδικία και συνάφεια» και αποτελείται από τα άρθρα 21 έως 23. Πριν από την τροποποίησή του με τη Σύμβαση του Σαν Σεμπαστιάν, το άρθρο 21 της Συμβάσεως όριζε τα ακόλουθα:

«Αν έχουν ασκηθεί αγωγές με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία μεταξύ των ίδιων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διάφορων συμβαλλόμενων κρατών, κάθε δικαστήριο, εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί, οφείλει, ακόμη και αυτεπάγγελτα, να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του υπέρ του πρώτου.

Το δικαστήριο που οφείλει να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία αν η διεθνής δικαιοδοσία του άλλου δικαστηρίου αμφισβητείται.»

4 Στην περίπτωση των «συναφών αγωγών», ο βάσει του άρθρου 22 της Συμβάσεως κανόνας είναι ότι κάθε δικαστήριο, εκτός του πρώτου επιληφθέντος, μπορεί να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία. Ως συναφείς αγωγές ορίζονται εκείνες οι οποίες «συνδέονται μεταξύ τους τόσο στενά ώστε να υπάρχει συμφέρον να εξετασθούν και να εκδικασθούν ταυτόχρονα, προκειμένου να αποφευχθούν λύσεις που θα ήταν ασυμβίβαστες αν οι υποθέσεις εκδικάζονταν χωριστά».

5 Ο τίτλος ΙΙΙ της Συμβάσεως αφορά την «αναγνώριση και (την) εκτέλεση». Σύμφωνα με τον γενικό σκοπό της Συμβάσεως (2), η γενική αρχή, που τίθεται με το άρθρο 26, είναι ότι «απόφαση που εκδίδεται σε συμβαλλόμενο μέρος αναγνωρίζεται στα υπόλοιπα συμβαλλόμενα κράτη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία». Ωστόσο, το άρθρο 27 παραθέτει περιοριστικά ορισμένους λόγους βάσει των οποίων μπορεί να μη γίνει δεκτή μια τέτοια αναγνώριση. Για τους σκοπούς της παρούσας υποθέσεως, μόνο η τρίτη περίπτωση μπορεί να έχει κάποια σημασία:

«3. αν η απόφαση είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ίδιων διαδίκων στο κράτος αναγνωρίσεως».

Β - Το ιστορικό της διαφοράς και η διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου

6 Η εταιρία Consolidated metallurgical industries (στο εξής: CMI) ανέθεσε στον Velghe να μεταφέρει με τη μαούνα «Sequana» φορτίο σιδηροχρωμίου από το Ρότερνταμ των Κάτω Ξωρών στο Garlinghem-Aire-la-Lys της Γαλλίας (3). Το σκάφος, αφού άρχισε να γεμίζει νερά, βυθίστηκε στα εσωτερικά ύδατα των Κάτω Ξωρών, τα χαράματα της 4ης Αυγούστου 1989, αφού προηγουμένως ο πλοίαρχος μπόρεσε να το οδηγήσει εκτός του κύριου καναλιού στο οποίο βρισκόταν. Η Drouot assurances SA (στο εξής: Drouot), ασφαλίστρια του σκάφους, προέβη σε ανέλκυσή του με δικά της έξοδα, καθιστώντας έτσι δυνατή τη διάσωση του φορτίου της CMI. Στις 11 και στις 13 Δεκεμβρίου 1990 η Drouot άσκησε αγωγή ενώπιον του tribunal de commerce de Paris (4) κατά της CMI, της νοτιοαφρικανικής εταιρίας Protea assurance (στο εξής: Protea), ασφαλίστριας του φορτίου, καθώς και κατά του εκπροσώπου της Protea στην Ευρώπη, της συμπράξεως οικονομικού συμφέροντος groupement d'intιrκt ιconomique (GIE) Rιunion europιenne (στο εξής: GIE) (5) με αίτημα την καταβολή ποσού 99 485,53 ολλανδικών φιορινιών, το οποίο καθόρισε ο εκτιμητής αβαριών ως ποσό της συνεισφοράς της CMI και της Protea στις κοινές αβαρίες (6). Ωστόσο, η CMI και η Protea προέβαλαν ένσταση εκκρεμοδικίας στο πλαίσιο της γαλλικής αγωγής, ισχυριζόμενοι ότι η εκκρεμοδικία προκύπτει από αγωγή που είχαν ασκήσει προηγουμένως κατά των Walbrecq και Velghe (7) ενώπιον του Arrondissementsrechtbank του Ρότερνταμ στις 31 Αυγούστου 1990 (8). Σύμφωνα με τη δικογραφία και τις παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, η CMI και η Protea ζήτησαν, στο πλαίσιο της ολλανδικής αγωγής, να αναγνωριστεί ότι δεν ήταν υποχρεωμένες να συνεισφέρουν στην κοινή αβαρία. Η έκδοση μιας τέτοιας αναγνωριστικής αποφάσεως, η οποία καθώς φαίνεται δεν θα μπορούσε να ζητηθεί αν η αγωγή είχε ασκηθεί στη Γαλλία, αποτελούσε επικουρικό αίτημα αγωγής με την οποία ζητείτο να θεωρηθεί ο Velghe υπεύθυνος για το ατύχημα, επειδή ως πλοίαρχος υπερφόρτωσε το σκάφος στο Ρότερνταμ, το οποίο κατέστη εξ αυτού μη αξιόπλοο.

7 Το tribunal de commerce απέρριψε στις 11 Μαρτίου 1992 την ένσταση εκκρεμοδικίας με την αιτιολογία ότι οι δύο αγωγές δεν ήταν ίδιες. Ειδικότερα, η Drouot δεν ήταν διάδικος στην ολλανδική αγωγή και οι Velghe και Walbrecq δεν ήταν διάδικοι στην ενώπιόν του αγωγή. Επιπλέον, κατά την άποψη του tribunal de commerce, το αντικείμενο στις δύο αγωγές δεν ήταν το ίδιο. Οι εναγόμενοι άσκησαν έφεση ενώπιον του cour d'appel de Paris.

8 Σύμφωνα με την απόφαση του cour d'appel, η CMI και η Protea ισχυρίστηκαν ενώπιον του δικαστηρίου αυτού ότι το αντικείμενο των δύο αγωγών ήταν το ίδιο και ότι η Drouot δεν ήταν διάδικος στην ολλανδική αγωγή αποκλειστικά και μόνο επειδή οι ολλανδικοί δικονομικοί κανόνες δεν επιτρέπουν την εμπλοκή του ασφαλιστή. Με απόφαση της 29ης Απριλίου 1994, το cour d'appel έκρινε ότι δεν αμφισβητείτο ότι οι ολλανδικοί δικονομικοί κανόνες απέκλειαν τη δυνατότητα της ασφαλιστικής εταιρίας να παρίσταται σε δίκη αφορώσα αγωγή κατά του ασφαλισμένου της. Αφού υπενθύμισε το ευρύτερο περιεχόμενο της ολλανδικής αγωγής (που περιελάμβανε αίτημα σχετικά με την ευθύνη του πλοιοκτήτη όσον αφορά το μη αξιόπλοο του σκάφους), το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι, παρ' όλα αυτά, στην πραγματικότητα η αγωγή αυτή είχε το ίδιο αντικείμενο με τη γαλλική αγωγή. Επιπλέον, έκρινε ότι η Drouot μπορούσε να θεωρηθεί ως διάδικος στην ολλανδική αγωγή «εκπροσωπούμενη μέσω του ασφαλισμένου της». Κατά συνέπεια, δέχθηκε την ένσταση εκκρεμοδικίας.

9 Με την ενώπιον του Cour de cassation αίτηση αναιρέσεώς της, η Drouot υποστήριξε, καταρχάς, ότι το cour d'appel δεν έπρεπε να δεχθεί την ένσταση εκκρεμοδικίας, καθόσον δεν υφίστατο ταυτότητα ούτε του αντικειμένου της διαφοράς ούτε των διαδίκων στις δύο αγωγές, και ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ήταν αντίθετη προς το άρθρο 21 της Συμβάσεως (9).

10 Το Cour de cassation, εκτιμώντας ότι η αίτηση αναιρέσεως της οποίας επελήφθη αφορούσε την ερμηνεία της έννοιας των «ίδιων διαδίκων» του άρθρου 21 της Συμβάσεως (10), αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα, κατ' εφαρμογήν των άρθρων 1 έως 3 του Πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 περί της ερμηνείας της Συμβάσεως, ερωτώντας (11):

«(...) αν υφίσταται κατάσταση διεθνούς εκκρεμοδικίας κατά την έννοια της Συμβάσεως αυτής, ενόψει, ιδίως, της αυτοτελούς έννοιας "ίδιοι διάδικοι" του άρθρου 21 της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όταν δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους επιλαμβάνεται αγωγής του ασφαλιστή σκάφους που ναυάγησε, ο οποίος ζητεί από τον κύριο και τον ασφαλιστή του φορτίου τη μερική απόδοση των εξόδων ανελκύσεως, ως συνεισφορά στις κοινές αβαρίες, ενώ ένα δικαστήριο άλλου συμβαλλομένου κράτους έχει ήδη επιληφθεί αγωγής του κυρίου και του ασφαλιστή του φορτίου κατά του πλοιοκτήτη και του ναυλωτή του σκάφους, με την οποία ζητείται, αντιθέτως, να διαπιστωθεί ότι δεν όφειλαν να συνεισφέρουν στην κοινή αβαρία, καθόσον το κατά δεύτερο λόγο επιληφθέν δικαστήριο, για να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του παρά την έλλειψη ουσιαστικής ταυτότητας των διαδίκων στις δύο δίκες, σημειώνει ότι οι δικονομικές διατάξεις που εφαρμόζονται ενώπιον του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου "περιορίζουν τη δυνατότητα του ασφαλιστή να μετέχει σε διαφορά στην οποία διάδικος είναι ο ασφαλισμένος του" και ότι από αυτό προκύπτει ότι ο ασφαλιστής του σκάφους ήταν στην πραγματικότητα παρών στην πρώτη δίκη, εκπροσωπούμενος από τον ασφαλισμένο του.»

III - Παρατηρήσεις

11 Γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Drouot, η Γαλλική Δημοκρατία και η Επιτροπή. Εξάλλου, η GIE και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας περιορίστηκαν στην υποβολή γραπτών παρατηρήσεων, ενώ η CMI και η Protea υπέβαλαν από κοινού προφορικές παρατηρήσεις. Οι ως άνω παρατηρήσεις συνοψίζονται ως ακολούθως.

12 Κατά την προφορική διαδικασία, ο εκπρόσωπος της Drouot υπογράμμισε ότι οι γενικές διατάξεις του ναυτικού δικαίου έχουν εφαρμογή στις μεταφορές με ποταμόπλοια επί του Ρήνου και του Μοζέλα, βάσει των οποίων, όπως ανέφερε ο εκπρόσωπος της Drouot, η ασφαλιστική σύμβαση της Drouot πρέπει να θεωρηθεί ότι καλύπτει μόνο το σκάφος, ελλείψει ρητής μνείας περί του αντιθέτου. Η ασφάλιση του σκάφους καλύπτει μόνο την ευθύνη για ζημίες προκληθείσες από το σκάφος σε άλλα σκάφη ή σε λιμένες ή σε λιμενικές εγκαταστάσεις. Η Drouot υποστήριξε επίσης ότι οι κανόνες του ναυτικού δικαίου περί κοινών αβαριών (βλ., κατωτέρω, σημεία 17 έως 19) έχουν εφαρμογή στη ναυσιπλοα επί του Ρήνου και του Μοζέλα. Βασιζόμενη στη νομολογία σχετικά με το άρθρο 21 της Συμβάσεως (12), η Drouot ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να υπάρξει εκκρεμοδικία εφόσον δεν πρόκειται για τους ίδιους διαδίκους και στις δύο δίκες. Τα κριτήρια του άρθρου 21 πρέπει να ερμηνεύονται αυτοτελώς έναντι των σχετικών εννοιών των νομοθεσιών των συμβαλλομένων κρατών. Τόσο η απόφαση όσο και οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα στην υπόθεση Tatry στηρίζουν την άποψη ότι εκκρεμοδικία υφίσταται μόνο σε περιπτώσεις απόλυτης ταυτίσεως των διαδίκων στις δύο δίκες. Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση η Drouot υποστήριξε ότι, για να υφίσταται ταυτότητα των διαδίκων, οι διάδικοι πρέπει να έχουν κοινό συμφέρον όσον αφορά την υπεράσπισή τους ή, τουλάχιστον, να προβάλλουν τους ίδιους ισχυρισμούς, πράγμα το οποίο, κατά τη γνώμη της, δεν μπορεί να συμβαίνει όσον αφορά τη φερόμενη εκπροσώπηση του ασφαλιστή από τον Velghe στην ολλανδική δίκη. Διατείνεται ότι, ως ασφαλίστρια του σκάφους, δεν καλύπτει την ευθύνη του πλοιοκτήτη. Με τις γραπτές παρατηρήσεις της η Drouot υποστηρίζει ότι η θέση ενός προσώπου ως διαδίκου ενώπιον δικαστηρίου που φέρεται ότι έχει επιληφθεί πρώτο κάποιας υποθέσεως πρέπει να καθορίζεται από το δίκαιο του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου προβάλλεται ένσταση διεθνούς εκκρεμοδικίας, δηλαδή, στην παρούσα υπόθεση, από το γαλλικό δίκαιο (13). Τέλος, η Drouot υποστήριξε ότι, πέραν του ότι δεν μετείχε ούτε εκουσίως ούτε ακουσίως στην ολλανδική δίκη, δεν είχε κανένα συμφέρον σ' αυτήν, καθόσον, ως ασφαλίστρια του Sequana, ήταν υποχρεωμένη να αποζημιώσει τον Velghe για τη συνεισφορά του στις κοινές αβαρίες, ανεξάρτητα από ενδεχόμενη ευθύνη όσον αφορά την επέλευση του ατυχήματος.

13 Με τις προφορικές παρατηρήσεις τους, η CMI και η Protea υποστήριξαν κατ' αρχάς ότι η Drouot δεν ήταν μόνο ασφαλίστρια του σκάφους, όπως ισχυριζόταν, αλλά και της προσωπικής ευθύνης του πλοιάρχου και πλοιοκτήτη του, δηλαδή του Velghe. Στη συνέχεια, ο εκπρόσωπος της CMI και της Protea υπογράμμισε ότι οι πελάτες του είχαν ασκήσει αρχικά αγωγή στη Γαλλία ενώπιον του tribunal de commerce de Bιthune (τόπο κατοικίας του Velghe) τόσο κατά του Velghe όσο και κατά της Drouot, στο πλαίσιο της οποίας η Drouot ισχυρίστηκε ότι η αγωγή αυτή έπρεπε να ασκηθεί στο Ρότερνταμ. Κατόπιν αυτού, η CMI και η Protea άσκησαν την ολλανδική αγωγή χωρίς να στραφούν όμως κατά της Drouot, διότι, όπως προβάλλεται, οι ολλανδικοί δικονομικοί κανόνες δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή του ασφαλιστή σε αγωγή στρεφόμενη κατά του ασφαλισμένου του. Όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 21 της Συμβάσεως, η CMI και η Protea ισχυρίστηκαν ότι το σημαντικότερο ζήτημα είναι αυτό της αποφυγής της εκδόσεως ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων από τα δικαστήρια των διαφόρων συμβαλλομένων κρατών. Στηρίζονται, ειδικότερα, στην απόφαση Gubisch, με την οποία έγινε δεκτή η ταυτότητα αντικειμένου δύο αγωγών που αφορούσαν η μια την ακύρωση συμβάσεως και η άλλη την εκτέλεσή της.

14 Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η αυτοτέλεια των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 21 της Συμβάσεως για την ύπαρξη διεθνούς εκκρεμοδικίας υποσκάπτεται αν οι ιδιαιτερότητες του δικονομικού δικαίου συμβαλλόμενου κράτους πρέπει να καθορίζουν αν πρόκειται κάθε φορά για τους «ίδιους διάδικους» (14). Τονίζει ειδικότερα την ανάγκη σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας του ασφαλισμένου, δηλαδή του δικαιώματός του για μια δίκαιη δίκη. Ο ασφαλιστής δεν εκπροσωπείται στις εθνικές δίκες από τον ασφαλισμένο του. Δεν έχει πρόσβαση στο δικαστήριο σε διαδικασίες στις οποίες μετέχει ο ασφαλισμένος του ώστε να μπορεί να παρίσταται και να προβάλλει τα επιχειρήματά του ή να υπερασπίζει την άποψή του, ενώ τα νομικά δικαιώματα και συμφέροντα του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου συχνά δεν ταυτίζονται. Επομένως, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι ασφαλιστής και ασφαλισμένος αποτελούν έναν διάδικο, τα δικαιώματα άμυνας των ασφαλιστικών εταιριών θα μπορούσαν να εξασφαλιστούν δεόντως μόνο αν το άρθρο 21 της Συμβάσεως ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτάσσει ότι, για να μπορεί να γίνει δεκτή ένσταση εκκρεμοδικίας, οι διάδικοι οι οποίοι φέρονται ότι παρίστανται και στις δύο δίκες πρέπει να μετείχαν πράγματι σ' αυτές ως κύριοι διάδικοι.

15 Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας τονίζει και αυτή τη σημασία της αυτοτελούς ερμηνείας, τάσσεται όμως υπέρ μιας ευρύτερης ερμηνείας του όρου «ίδιοι διάδικοι», με σκοπό την αποφυγή της εκδόσεως ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων, υπό την έννοια του άρθρου 27, σημείο 3, της Συμβάσεως. Δεδομένης της σχέσεως μεταξύ της εννοίας της εκκρεμοδικίας και της εννοίας του δεδικασμένου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι οι διάδικοι σε δεύτερη αγωγή, οι οποίοι δεν είναι απολύτως ίδιοι με εκείνους που εμπλέκονται σε μια πρώτη αγωγή, δεν πρέπει να θεωρηθούν ότι είναι «οι ίδιοι» εκτός αν δεσμεύονται από τα αποτελέσματα της αποφάσεως του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, έτσι ώστε να δημιουργείται κίνδυνος εκδόσεως ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων, σε περίπτωση απορρίψεως της ενστάσεως εκκρεμοδικίας. Για τον σκοπό αυτό, το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη του τους ουσιαστικούς ή τους δικονομικούς κανόνες του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, όπως και τους δικούς του, για να διαπιστώσει τα έναντι τρίτων αντιτάξιμα αποτελέσματα της αποφάσεως του πρώτου δικαστηρίου. Τέλος, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπογραμμίζει την ανάγκη να εξασφαλιστεί μια τέτοια εφαρμογή του άρθρου 21 ώστε να ικανοποιείται η απαίτηση της ουσιαστικής δικαστικής προστασίας. Επομένως, σε περίπτωση αποδοχής της ενστάσεως εκκρεμοδικίας, αν η πρώτη αγωγή δεν ευδοκιμήσει, ο διάδικος του οποίου η αγωγή εμποδίστηκε λόγω της προβολής της ενστάσεως αυτής πρέπει να μπορεί να επανέλθει στην αγωγή του ενώπιον του δευτέρου δικαστηρίου.

16 Η Επιτροπή αναγνωρίζει μεν ότι το υποβληθέν ερώτημα αφορά μόνο την έννοια των «ίδιων διαδίκων», υποστηρίζει όμως ότι οι δύο αγωγές πρέπει να θεωρηθούν ότι έχουν την ίδια αιτία και το ίδιο αντικείμενο (15). Όσον αφορά την ταυτότητα των διαδίκων, η Επιτροπή παρατηρεί ότι από το υποβληθέν ερώτημα ανακύπτει το καινοφανές ζήτημα αν το άρθρο 21 της Συμβάσεως παρέχει τη δυνατότητα σε δικαστήριο, ενώπιον του οποίου προβάλλεται ένσταση εκκρεμοδικίας, να υπερβεί τα όρια της τυπικής εξακριβώσεως της ταυτότητας των διαδίκων στη δίκη ενώπιον του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου. Κατά την άποψή της, η έννοια των «ίδιων διαδίκων» πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Επιπλέον της ανάγκης αυτοτελούς ερμηνείας της εννοίας αυτής έναντι της νομοθεσίας του συμβαλλόμενου κράτους σε ζητήματα όπως η υποκατάσταση σε δικαιώματα άλλου προσώπου, υφίστανται διάφοροι άλλοι λόγοι που συνηγορούν κατά της εξομοιώσεως του ασφαλιστή με τον ασφαλισμένο. Τα συμφέροντα του ασφαλισμένου και του ασφαλιστή δεν είναι οπωσδήποτε τα ίδια. Υπάρχει περίπτωση να μην εξασφαλίζεται η ορθή απονομή της δικαιοσύνης αν υποχρεώνεται ο ασφαλιστής να αναμένει την έκβαση μιας πρώτης σειράς δικών, στις οποίες ο ίδιος δεν μπορεί να μετέχει οσάκις επιθυμεί, στο πλαίσιο διαφορετικής αγωγής, να υποστηρίζει, για παράδειγμα, ότι δεν υφίσταται στην πραγματικότητα περίπτωση υποκαταστάσεως δικαιωμάτων. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η φρασεολογία του άρθρου 21, με την αναφορά του στους ίδιους διαδίκους και όχι σε άλλους διαδίκους οι οποίοι μπορούν να έχουν δικαιώματα ή υποχρεώσεις που απορρέουν από τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις των κυρίων διαδίκων, συνηγορεί υπέρ αυτής της απόψεως. Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ο εκπρόσωπος της Επιτροπής αμφισβήτησε τη δυνατότητα πρακτικής εφαρμογής της απόψεως που υποστήριξε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας: αν το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο να εξετάζει συστηματικά τα αποτελέσματα μιας ενδεχόμενης αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί από το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο πριν δεχθεί ένσταση εκκρεμοδικίας, η πρακτική εφαρμογή της αρχής της διεθνούς εκκρεμοδικίας του άρθρου 21 θα καθίστατο υπερβολικά περίπλοκη.

IV - Ανάλυση

Α - Εισαγωγή

17 Το αντικείμενο της διαφοράς στη γαλλική αγωγή αφορά συνεισφορά σε κοινή αβαρία. Όπως ορθά υπογραμμίζει η Γαλλική Δημοκρατία, αν και το Δικαστήριο δεν καλείται να αποφανθεί επί της ομοιότητας του αντικειμένου αυτού προς το αντικείμενο της ολλανδικής αγωγής, πιστεύω ότι θα ήταν χρήσιμο να υπενθυμιστεί η φύση μιας αγωγής με αίτημα τη συνεισφορά σε κοινές αβαρίες. Κατά τη γνώμη μου, μια σύντομη επισκόπηση των ιδιαιτεροτήτων της νομικής θεωρίας των κοινών αβαριών θα μας βοηθήσει στην εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση της εννοίας της ταυτότητας των διαδίκων κατά το άρθρο 21 της Συμβάσεως.

Β - Η έννοια των κοινών αβαριών

18 Η έννοια των κοινών αβαριών βρίσκεται στο επίκεντρο των δύο αγωγών, εκείνης που άσκησε η Drouot στη Γαλλία και της αντίστροφης που άσκησαν η Protea και η CMI στις Κάτω Ξώρες (16). Πρόκειται για μια αρχαιότατη έννοια του ναυτικού δικαίου, ανατρέχουσα στον Νόμο Ροδίων Ναυτικό, που μεταφέρθηκε αργότερα στο ρωμαϋκό δίκαιο· στο πλαίσιο της θεωρίας αυτής, ο κύριος φορτίου που ρίφθηκε στη θάλασσα (jactus factus levandae navis gratia) με σκοπό τη διάσωση του σκάφους μπορούσε να ζητήσει τη συμμετοχή του κυρίου του πλοίου και των κυρίων των υπόλοιπων φορτίων στη ζημία του, απαιτώντας από αυτούς σχετική συνεισφορά (17). Με την πάροδο του χρόνου η έννοια αυτή άρχισε να περιλαμβάνει αιτήματα που στηρίζονταν σε άλλου είδους ζημίες και σε δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν προς αποφυγή επελεύσεως ζημιών. Στη σύγχρονη περίοδο εμφανίζεται, στην πράξη, με την προσθήκη στις συμβάσεις ναυλώσεως και στις συμβάσεις ναυτικής ασφαλίσεως των όρων που προβλέπονται από τις Συμβάσεις της Υόρκης και της Αμβέρσας. Οι κανόνες των Συμβάσεων αυτών, που αναθεωρούνται τακτικά από τότε που θεσπίστηκαν για πρώτη φορά στην Υόρκη το 1864 οι διεθνείς κανόνες περί κοινών αβαριών, φαίνεται ότι εισήχθησαν στο γαλλικό δίκαιο με νόμο του 1967 (18). Ωστόσο, το συμβάν που οδήγησε στην ολλανδική και στη γαλλική αγωγή δεν επήλθε στη θάλασσα αλλά σε πλωτό τμήμα του Ρήνου και του Μοζέλα. Ο εκπρόσωπος της Drouot εξήγησε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι, με νόμο του 1895, θεσπισθέντα την περίοδο κατά την οποία η Αλσατία ανήκε στη Γερμανία, το ναυτικό δίκαιο είχε εφαρμογή στη ναυσιπλοα επί του Ρήνου και του Μοζέλα. Στην παρούσα υπόθεση, οι κανόνες που διείπαν το ναυλοσύμφωνο είναι αυτοί του Ρήνου, της Αμβέρσας και του Ρότερνταμ, και, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η κοινή αβαρία ορίζεται από τους κανόνες αυτούς ως οι ζημίες και οι εύλογα πραγματοποιηθείσες δαπάνες με σκοπό τη διάσωση του σκάφους και του φορτίου του από κοινό κίνδυνο.

19 Επομένως, η ουσία της εννοίας της κοινής αβαρίας είναι ότι όσοι μετέχουν από κοινού σε εμπορική δραστηριότητα πρέπει να συνεισφέρουν δίκαια σε ζημία ή απώλεια ενός των συμμετεχόντων, ο οποίος υπέστη, προς όφελος όλων, βλάβη ή, κατ' επέκταση, ο οποίος εξετέθη σε εύλογα έξοδα για να αποφύγει την επέλευση τέτοιας βλάβης. Οι ασφαλιστές του σκάφους και του φορτίου θεωρούνται ως συμμέτοχοι σε κοινή εμπορική δραστηριότητα, οπότε καθένας από αυτούς μπορεί να έχει δικαιώματα ή υποχρεώσεις στο πλαίσιο γενικής αβαρίας. Επομένως, αγωγή προς καταβολή συνεισφοράς σε κοινή αβαρία δεν προέρχεται οπωσδήποτε από τον ασφαλιστή.

20 Το συμπέρασμα αυτό πιστεύω ότι έχει επίπτωση επί του ζητήματος της ιδιότητας του Velghe (και του Walbrecq) ενώπιον του ολλανδικού δικαστηρίου. Είναι αλήθεια ότι ο ασφαλιστής, ο οποίος αποζημίωσε πλήρως τον ασφαλισμένο του, μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις, μέσω του δικαιώματος υποκαταστάσεως, να υποκαθίσταται στη θέση του ασφαλισμένου όσον αφορά την άσκηση αγωγών κατά τρίτων (περιλαμβανομένης της αγωγής προς συνεισφορά σε κοινές αβαρίες). Ανάλογα με το εφαρμοστέο δίκαιο, το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκείται είτε στο όνομα του ασφαλισμένου είτε από τον ασφαλιστή ιδίω ονόματι, ο οποίος όμως μπορεί μόνο να επικαλεστεί τα δικαιώματα του ασφαλισμένου μετά την αποζημίωση του τελευταίου. Κάτι τέτοιο σαφώς δεν συμβαίνει στην ολλανδική αγωγή, αλλά ούτε και στη γαλλική δίκη, όπου η αγωγή της Drouot δεν βασίζεται σε υποκατάσταση σε δικαιώματα του Velghe αλλά σε δικό της αίτημα σχετικά με κοινή αβαρία. Την ακριβή φύση της ενώπιον του ολλανδικού δικαστηρίου αγωγής γνωρίζουμε μόνον εμμέσως. Γίνεται όμως γενικά δεκτό ότι αντικείμενο της αγωγής αυτής είναι, μεταξύ άλλων, αίτημα προς αρνητική διαπίστωση του ότι η CMI και η Protea δεν υποχρεούνται να συνεισφέρουν στις κοινές αβαρίες. Επομένως, στο ειδικό πλαίσιο αγωγής προς συνεισφορά σε κοινές αβαρίες, πώς είναι δυνατό η εκ πρώτης όψεως έλλειψη ταυτότητας του Velghe και της Drouot να μετατραπεί σε ταυτότητα συμφερόντων;

21 Εντούτοις, υφίστανται άλλα προβλήματα πρακτικής φύσεως που πρέπει να εξεταστούν προκειμένου να προσδιοριστεί αν ένας διάδικος πρέπει να θεωρηθεί ότι εκπροσωπεί τους ασφαλιστές του για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Το δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους ενώπιον του οποίου προβάλλεται ένσταση εκκρεμοδικίας κατά την έννοια του άρθρου 21 της Συμβάσεως και το οποίο πληροφορείται την ύπαρξη προηγούμενης δίκης, που εκκρεμεί, όπως προβάλλεται, μεταξύ των ίδιων διαδίκων σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, θα πρέπει να διαπιστώσει ότι ο ασφαλισμένος, συγκεκριμένος διάδικος στη δίκη στο άλλο συμβαλλόμενο κράτος, πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί τον ίδιο διάδικο με τον ασφαλιστή του. Το ως άνω δικαστήριο θα πρέπει, πρώτον, να εξετάσει τη σχέση που συνδέει τον ασφαλιστή με τον ασφαλισμένο. Είναι πασιφανές ότι τα σημεία αντιδικίας μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλισμένου μπορούν να είναι ποικίλων ειδών. Θα παραθέσω μόνο μερικά από αυτά. Μπορεί να αμφισβητείται η ίδια η ύπαρξη της ασφαλιστικής σχέσεως· αν η ύπαρξή της αποδεικνύεται ή γίνεται δεκτή, το κύρος της μπορεί να αμφισβητείται λόγω απάτης, ψευδούς δηλώσεως ή μη αποκαλύψεως των απαιτούμενων στοιχείων· η εφαρμογή της όσον αφορά μια συγκεκριμένη ζημία μπορεί να τίθεται υπό αμφισβήτηση, όπως επίσης και το ποσοστό της ζημίας, τα μέσα προς απόδειξή της ή ο χρόνος πληρωμής της αποζημιώσεως. Ακόμα και στην παρούσα υπόθεση, υφίσταται διαφωνία μεταξύ της CMI και της Protea, αφενός, και της Drouot, αφετέρου (όχι όμως και μεταξύ της Drouot και του Velghe, απ' όσα γνωρίζω), όσον αφορά την παρεχόμενη ασφαλιστική κάλυψη βάσει της συμβάσεως ασφαλίσεως της Drouot. Σ' αυτήν την περίπτωση, το δεύτερο εθνικό δικαστήριο μπορεί να χρειαστεί να αποφανθεί σχετικά με κάποιο από αυτά τα ενδεχομένως περίπλοκα ζητήματα βάσει του δικαίου του άλλου ή και τρίτου συμβαλλόμενου κράτους.

22 Η σύγκριση της ιδιότητας υπό την οποία η Drouot άσκησε την αγωγή της προς συνεισφορά στις κοινές αβαρίες ενώπιον του γαλλικού δικαστηρίου με εκείνη του Velghe ενώπιον του ολλανδικού δικαστηρίου αποτελεί τον οδηγό για την εφαρμογή του άρθρου 21 της Συμβάσεως. Η Drouot άσκησε την αγωγή της υπό την ιδιότητα του διαδίκου που μετέσχε σε εμπορική επιχείρηση, στο πλαίσιο της οποίας προέβη σε θυσίες. Δεν την άσκησε ως εκπρόσωπος του Velghe. Πράγματι, θα ήταν κάπως απίθανη μια αγωγή του κυρίου ενός σκάφους που ναυάγησε κατά του κυρίου του καταστραφέντος εμπορεύματος, εκτός αν βασιζόταν σε κοινή αβαρία, δηλαδή σε θυσία κάποιου από τους συμμετέχοντες σε όφελος των υπολοίπων. Ωστόσο, στην παρούσα υπόθεση, δεν προκύπτει ότι ο Velghe μετέσχε στην επιχείρηση ανελκύσεως του σκάφους, οπότε, είναι απίθανο να τον αφορά μια τέτοια θυσία.

23 Κατά συνέπεια, αν το ζήτημα εξεταστεί αποκλειστικά στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής προς συνεισφορά σε κοινή αβαρία δεν υφίσταται μια τέτοια ταυτότητα συμφερόντων μεταξύ της Drouot και του Velghe η οποία να αποτελεί επαρκή δικαιολογία ώστε να αγνοηθεί η πραγματική διαφορά μεταξύ τους και να θεωρηθεί ότι οι δύο είναι στην πραγματικότητα «ο ίδιος διάδικος», ακόμη και αν επιτρεπόταν κάτι τέτοιο.

Γ - Οι ίδιοι διάδικοι

24 Το cour d'appel, δεχόμενο την ένσταση εκκρεμοδικίας στην παρούσα υπόθεση, βασίστηκε όσον αφορά τον καθορισμό της ταυτότητας των διαδίκων με την ολλανδική αγωγή σε αρχή η οποία, κατά την άποψή του, αποτελεί μέρος του δικονομικού δικαίου των Κάτω Ξωρών. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν έγινε επίκληση των διατάξεων της Συμβάσεως ενώπιον του cour d'appel. Ωστόσο, το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο αυτό δεν συμβιβάζεται, κατά τη γνώμη μου, με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις Gubisch και Tatry, όπου το Δικαστήριο δέχθηκε σαφέστατα ότι οι «ουσιαστικές προϋποθέσεις» που θέτει το άρθρο 21 της Συμβάσεως για να γίνει δεκτή ένσταση εκκρεμοδικίας «πρέπει να θεωρούνται ως αυτοτελείς» (19). Αυτές οι ουσιαστικές προϋποθέσεις αντιπροσωπεύουν μια ηθελημένη επιλογή και τον σιωπηρό αποκλεισμό κάθε δυνατότητας παραπομπής στην έννοια της εκκρεμοδικίας όπως αυτή χρησιμοποιείται στα διάφορα νομικά συστήματα των συμβαλλομένων κρατών (20). Η εφαρμογή της προβλεπόμενης από τη Σύμβαση εννοίας των «ίδιων διαδίκων» δεν μπορεί να εξαρτάται, κατά τη γνώμη μου, από την ύπαρξη και το πεδίο εφαρμογής της αρχής του δικαίου των Κάτω Ξωρών στην οποία βασίστηκε το cour d'appel, καθόσον συνεπάγεται εκτίμηση βάσει του εθνικού δικαίου του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου.

25 Στη συνέχεια, πρέπει να εξεταστούν οι γενικές γραμμές που προκύπτουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου όσον αφορά τη χρησιμοποιούμενη στη Σύμβαση αυτοτελή έννοια των «ίδιων διαδίκων». Η απόφαση Zelger δεν έχει σημασία εν προκειμένω, διότι αφορά μόνο τις διαδικαστικές προϋποθέσεις που διέπουν τη στιγμή από την οποία μπορεί να θεωρηθεί ότι ένα δικαστήριο έχει επιληφθεί αγωγής (21). Στην υπόθεση Gubisch το Δικαστήριο ασχολήθηκε με περίπτωση, χαρακτηριστικά της οποίας ήταν ότι «ένας διάδικος άσκησε αγωγή ενώπιον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ζητώντας την εκτέλεση παροχής προβλεπόμενης σε διεθνή σύμβαση πωλήσεως και εκ των υστέρων βρίσκεται αντιμέτωπος με μια αγωγή, ασκηθείσα από τον αντισυμβαλλόμενο σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, με την οποία ζητείται η ακύρωση ή η λύση της ίδιας σύμβασης» (22). Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι τιθέμενες με το άρθρο 21 προϋποθέσεις είναι αποκλειστικές. Ειδικότερα, δέχθηκε ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται «όταν οι διάδικοι ταυτίζονται και στις δύο διαφορές και όταν οι δύο αγωγές έχουν την ίδια αιτία και το ίδιο αντικείμενο» (23). Στη συνέχεια, έκρινε, στο πλαίσιο υποθέσεως στην οποία δεν ανέκυπτε αμφιβολία όσον αφορά την ταυτότητα των διαδίκων όπως στην παρούσα, ότι η έννοια του «ίδιου αντικειμένου» δεν μπορεί «να περιοριστεί στην τυπική ταυτότητα των δύο αγωγών» (24). Το ότι το Δικαστήριο είχε ως οδηγό την ανάγκη αποφυγής εκδόσεως αντίθετων μεταξύ τους αποφάσεων προκύπτει σαφώς από τη φράση του ότι σε περιπτώσεις όπως η επίμαχη στην υπόθεση Gubisch (25):

«δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η αναγνώριση μιας δικαστικής αποφάσεως, που εκδόθηκε σε ένα συμβαλλόμενο κράτος και επιβάλλει την εκτέλεση μιας συμβάσεως, δεν θα γινόταν δεκτή στο κράτος αναγνωρίσεως αν υπήρχε απόφαση δικαστηρίου του εν λόγω κράτους ακυρώνουσα ή λύουσα την ίδια σύμβαση. Παρόμοιο αποτέλεσμα που να συνεπάγεται τον περιορισμό των αποτελεσμάτων κάθε δικαστικής αποφάσεως στο εθνικό έδαφος θα ήταν αντίθετο προς τους στόχους της Συμβάσεως, η οποία αποβλέπει στην ενίσχυση, σε όλο το νομικό κοινοτικό χώρο, της νομικής προστασίας και στη διευκόλυνση της αναγνωρίσεως, σε κάθε συμβαλλόμενο κράτος, των δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε όλα τα άλλα συμβαλλόμενα κράτη.»

26 Βασιζόμενες στην απόφαση Gubisch, η CMI και η Protea τάχθηκαν υπέρ μιας ευρείας και ευέλικτης ερμηνείας της εννοίας «ίδιο αντικείμενο» και, κατ' επέκταση, της εννοίας «ίδιοι διάδικοι», που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 21 της Συμβάσεως. Βεβαίως, με την απόφαση Gubisch, το Δικαστήριο έκρινε ότι η έννοια του «ίδιου αντικειμένου», την οποία ερμήνευσε, στο αγγλικό κείμενο, σε σχέση με τις άλλες γλωσσικές αποδόσεις, δεν μπορεί «να περιοριστεί στην τυπική ταυτότητα των δύο αγωγών» (26). Στην πράξη, το Δικαστήριο εφάρμοσε τη συλλογιστική αυτή σε δύο αγωγές, η μια από τις οποίες αποσκοπούσε στην εκτέλεση συμβάσεως και η άλλη στην ακύρωση ή στη λύση της. Ενεργώντας με τον τρόπο αυτό, προσέδωσε μεγάλη σημασία στον σκοπό της αποφυγής εκδόσεως ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων μεταξύ των ίδιων διαδίκων, ο οποίος εκφράζεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 27, σημείο 3, της Συμβάσεως, καθώς και στον κίνδυνο εκδόσεως τέτοιων αποφάσεων αν έπρεπε να υφίσταται «τυπική ταυτότητα» των διαδίκων, όσον αφορά τις συναφείς υποθέσεις, για να μπορεί να γίνει δεκτή ένσταση εκκρεμοδικίας. Ωστόσο, η συλλογιστική αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί με τον ίδιο τρόπο στην έννοια των «ίδιων διαδίκων», καθόσον η απόφαση στηρίζεται στη σκέψη ότι, όσες διαφορές και αν υφίστανται σχετικά με το αντικείμενο, οι διάδικοι είναι οι ίδιοι. Ούτε η απόφαση αυτή, ούτε το κείμενο του άρθρου 21, ούτε ο σκοπός της Συμβάσεως επιτάσσουν μια τέτοια ελαστική αντιμετώπιση των ζητημάτων στην παρούσα υπόθεση. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Κατά τη γνώμη μου, δύο αποφάσεις είναι πραγματικά ασυμβίβαστες μεταξύ τους μόνο αν έχουν αντίθετο περιεχόμενο και έχουν εκδοθεί σε δίκες μεταξύ των ίδιων διαδίκων.

27 Η απόφαση Tatry επιβεβαιώνει την άποψη αυτή, αξίζει δε να ληφθεί υπόψη διότι αφορούσε την ταυτότητα των διαδίκων, έστω και αν το ζήτημα αυτό δεν ήταν τόσο κρίσιμο όσο στην παρούσα υπόθεση. Το Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει αν η Σύμβαση μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει εφαρμογή σε δύο δίκες με την ίδια αιτία και το ίδιο αντικείμενο, στις οποίες όμως μόνο ορισμένοι διάδικοι, και όχι όλοι, ήταν οι ίδιοι, δηλαδή στις οποίες τουλάχιστον ένας από τους ενάγοντες και τουλάχιστον ένας από τους εναγόμενους της πρώτης δίκης περιλαμβάνονταν μεταξύ των εναγόντων και των εναγομένων στη δεύτερη ή το αντίθετο (27). Το Δικαστήριο δέχθηκε καταρχάς την πρόταση του γενικού εισαγγελέα ότι για την ταυτότητα των διαδίκων «δεν έχει σημασία η θέση την οποία κατέχουν στις δύο δίκες, καθώς ο ενάγων της πρώτης μπορεί να είναι εναγόμενος στη δεύτερη» (28). Λαμβάνοντας υπόψη το γράμμα και τον σκοπό του άρθρου 21, που είναι «η αποφυγή παράλληλων διαδικασιών (...)» (29), το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 21 «έχει την έννοια ότι η ύπαρξη ίδιων διαδίκων και στις δύο δίκες αποτελεί προϋπόθεση (...) της υποχρεώσεως του δεύτερου επιλαμβανομένου δικαστηρίου να διαπιστώσει την έλλειψη δικαιοδοσίας του» (30). Επομένως, η προϋπόθεση αυτή πρέπει να ερμηνεύεται στενά.

28 Έτσι, με την απόφαση Tatry το Δικαστήριο έκρινε ότι «στις περιπτώσεις στις οποίες οι διάδικοι συμπίπτουν εν μέρει με τους διαδίκους δίκης που έχει κινηθεί προγενέστερα, το άρθρο 21 επιβάλλει στο δεύτερο επιλαμβανόμενο δικαστήριο την υποχρέωση να διαπιστώσει την έλλειψη δικαιοδοσίας του μόνον εφόσον οι διάδικοι στην ενώπιόν του δίκη είναι επίσης διάδικοι στη δίκη που έχει κινηθεί προηγουμένως ενώπιον του δικαστηρίου άλλου συμβαλλόμενου κράτους» (31). Συμφωνώ με τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η εφαρμογή του άρθρου 21 της Συμβάσεως δεν μπορεί να εξαρτάται από έρευνα, εκ μέρους του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου προβάλλεται ένσταση εκκρεμοδικίας, της πραγματικής ιδιότητας των διαδίκων ενώπιον δικαστηρίου άλλου συμβαλλόμενου κράτους.

29 Κατά συνέπεια, η απόψή μου είναι ότι η έννοια των «ίδιων διαδίκων» πρέπει να ερμηνευθεί κατά το γράμμα της και στενά. Το Δικαστήριο χρησιμοποίησε τον όρο «ίδιοι». Αυτό σημαίνει ότι όχι μόνο οι διάδικοι στις δύο δίκες πρέπει να είναι οι ίδιοι με τη γραμματική έννοια, δηλαδή ότι πρέπει να πρόκειται για το ίδιο νομικό ή φυσικό πρόσωπο, αλλά και ότι πρέπει να έχουν και την ίδια νομική θέση. Ειδικότερα, άτομο που ασκεί αγωγή ιδίω ονόματι και για λογαριασμό του δεν μπορεί προφανώς να εξομοιωθεί με άτομο που ενάγει ή ενάγεται απλώς ως εκπρόσωπος άλλου, για παράδειγμα, ως νόμιμος αντιπρόσωπος αποβιώσαντος ή ανικάνου προς δικαιοπραξία ή σε μία από τις πολλές περιπτώσεις στις οποίες ένα άτομο μπορεί να εκπροσωπεί νομικά πρόσωπα ή τους δανειστές τους σε περιπτώσεις αφερεγγυότητας.

30 Κατά τη γνώμη μου, αυτό δεν δημιουργεί ένα υπερβολικά στενό πλαίσιο όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 21 της Συμβάσεως. Αντιθέτως, συνάδει προς τον σκοπό «της απλουστεύσεως των διατυπώσεων για την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών (...) αποφάσεων» που διατυπώνεται στο άρθρο 220 της Συνθήκης ΕΚ (πρώην ΕΟΚ), το οποίο παρέσχε τη δυνατότητα στα κράτη μέλη, μεταξύ άλλων, να συνάψουν τη Σύμβαση. Ο καλύτερος τρόπος για την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού είναι η θέσπιση απλών και διαφανών κανόνων, που να μπορούν να εφαρμοστούν βάσει αντικειμενικών και ευκόλως προσδιορίσιμων κριτηρίων. Περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται ευρύτερη διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη δυνατότητα αναστολής της διαδικασίας σε περίπτωση συναφών αγωγών ενώπιον δικαστηρίων διαφορετικών κρατών μελών προβλέπονται από το άρθρο 22 της Συμβάσεως. Όπως εξέθεσε ο γενικός εισαγγελέας Tesauro με τις προτάσεις του στην υπόθεση Tatry, η έννοια των «ασυμβίβαστων» αποφάσεων στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 22 δεν είναι η ίδια όπως στο άρθρο 27, σημείο 3 (32). Κατ' αυτόν, σκοπός του άρθρου 22 «είναι μάλλον η βελτίωση του συντονισμού της ασκήσεως των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων εντός της Κοινότητας, η αποφυγή δυσαρμονίας και αντιφατικότητας των δικαστικών αποφάσεων, έστω και αν δεν εμποδίζεται η αυτοτελής εκτέλεση κάθε μιας από αυτές». Δηλαδή, «ο σκοπός της διατάξεως αυτής συνίσταται (...) στη διευκόλυνση εξευρέσεως αρμονικών λύσεων κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας και στην αποφυγή (...) του κινδύνου εκδόσεως αποφάσεων που θα ήσαν, από λογική μόνο έστω άποψη, αντιφατικές» (33). Μια εξαιρετικά ευρεία ερμηνεία των προϋποθέσεων του άρθρου 21 θα δημιουργούσε τον κίνδυνο συγχύσεως μεταξύ των εννοιών της συναφείας και της εκκρεμοδικίας. Όμως, στην παρούσα υπόθεση, δεν έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικά με την άσκηση της παρεχόμενης από το άρθρο 22 διακριτικής ευχέρειας.

31 Επιπλέον, συμμερίζομαι τις σκέψεις που εκφράζονται ειδικότερα με τις παρατηρήσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας και της Επιτροπής, κατά τις οποίες μια περισσότερο ευέλικτη εφαρμογή της προϋποθέσεως σχετικά με την ταυτότητα των διαδίκων όσον αφορά την υποχρέωση του επιληφθέντος δικαστηρίου να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο βάσει του άρθρου 21 της Συμβάσεως θα μπορούσε να θέσει σοβαρά σε κίνδυνο τα δικαιώματα άμυνας ή ακόμη, σε ορισμένες περιπτώσεις, και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Στην παρούσα υπόθεση, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή του ολλανδικού δικονομικού δικαίου η οποία αποτελεί την αφετηρία για την ιδέα της έμμεσης συμμετοχής της Drouot στην ολλανδική δίκη - τουλάχιστον αν το Δικαστήριο δεχθεί τη μη αμφισβητηθείσα περιγραφή στην οποία προέβη ο εκπρόσωπος της Drouot κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση - φαίνεται ότι απλώς «παρεισέφρησε» στην ενώπιον του cour d'appel δικογραφία (34). Όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας Tesauro στις προτάσεις του στην υπόθεση Tatry, «η παραπομπή στο εσωτερικό δίκαιο των συμβαλλομένων κρατών, όταν καθίσταται αναγκαία λόγω του ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών δεν περιέχει πλήρη ρύθμιση, αποτελεί, εν πάση περιπτώσει, μέσο για την εφαρμογή των διατάξεων της Συμβάσεως και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να έχει αποτελέσματα που να αντιβαίνουν προς τους σκοπούς και την οικονομία της ίδιας της Συμβάσεως» (35). Κατά συνέπεια, δεν πιστεύω ότι το δικαίωμα της Drouot για μια δίκαιη δίκη εξασφαλίζεται αν το άρθρο 21 της Συμβάσεως ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, επιβάλλει στο cour d'appel την υποχρέωση να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο να εκδικάσει τη γαλλική αγωγή της, ενώ το δικαίωμα συμμετοχής της στην ολλανδική δίκη εξαρτάται στην πραγματικότητα από τη στάση του Velghe.

32 To συμπέρασμα το οποίο συνάγεται, κατά τη γνώμη μου, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υποθέσεως είναι ότι δεν υφίσταται διεθνής εκκρεμοδικία κατά την έννοια του άρθρου 21 της Συμβάσεως.

V - Πρόταση

33 Ενόψει των προηγουμένων σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στο ερώτημα του γαλλικού Cour de cassation:

«Δεν υφίσταται εκκρεμοδικία, κατά την έννοια του άρθρου 21 της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, όταν δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους επιλαμβάνεται αγωγής του ασφαλιστή σκάφους που ναυάγησε, με την οποία επιδιώκεται να υποχρεωθεί ο κύριος και ο ασφαλιστής του μεταφερόμενου επί του σκάφους φορτίου σε επιστροφή μέρους των εξόδων ανελκύσεως, ως συμβολή στις κοινές αβαρίες, ενώ δικαστήριο άλλου συμβαλλομένου κράτους επελήφθη προηγουμένως αγωγής εκ μέρους των εν λόγω κυρίου και ασφαλιστή του φορτίου του κατά του πλοιοκτήτη, με αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι δεν υφίσταται τέτοια υποχρέωση συμβολής στις κοινές αβαρίες.»

(1) - Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (ΕΕ 1982, L 388, σ. 24), και με τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΕΕ 1982, L 388, σ. 1), στο εξής: Σύμβαση. Το άρθρο 21 τροποποιήθηκε από το άρθρο 8 της Συμβάσεως της 26ης Μαου 1989 γαι την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας (ΕΕ L 285, σ. 1, στο εξής: Σύμβαση του Σαν Σεμπαστιάν), αυτό όμως το τροποποιημένο κείμενο τέθηκε σε ισχύ μεταξύ της Γαλλικής Δημοκρατίας και του Βασιλείου των Κάτω Ξωρών - που είναι τα δύο συμβαλλόμενα κράτη τα οποία αφορά η παρούσα διαδικασία - μόλις την 1η Φεβρουαρίου 1991. Αν και τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υποθέσεως έλαβαν χώρα το 1990, καμία από τις τροποποιήσεις που επήλθαν από τη Σύμβαση του Σαν Σεμπαστιάν δεν ασκούν επιρροή επ' αυτής.

(2) - Η πρώτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου της Συμβάσεως κάνει λόγο για την επιθυμία των συμβαλλομένων κρατών «να εξασφαλίσουν την απλούστευση των διατυπώσεων για την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων».

(3) - Σύμφωνα με την αίτηση προς έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, πλοιοκτήτης ήταν ο Walbrecq και ναυλωτής ο Velghe. Ωστόσο, κατά την προφορική διαδικασία προέκυψε ότι τη θέση του αποβιώσαντος το 1981 Walbrecq είχε λάβει στην πραγματικότητα ο Velghe, ως πλοιοκτήτης του Sequana, πριν συμβεί το ατύχημα. Με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, η Drouot και η Επιτροπή υποστήριξαν ότι ο Velghe ήταν επίσης ο πλοίαρχος της μαούνας όταν αυτή ναυάγησε και ότι η μαούνα είχε ναυλωθεί στην πραγματικότητα από άλλη εταιρία, η οποία δεν έχει εμπλακεί σε καμία από τις αγωγές της κύριας δίκης. Τα στοιχεία αυτά, τα οποία έγιναν γενικά δεκτά κατά την προφορική διαδικασία, συμφωνούν με την απόφαση του cour d'appel, η οποία περιλαμβάνεται στη δικογραφία που απεστάλη στο Δικαστήριο.

(4) - Για πρακτικούς λόγους θα ονομάζω στο εξής «γαλλική αγωγή» την εν λόγω αγωγή.

(5) - Από τις γραπτές παρατηρήσεις της Drouot προκύπτει ότι η κατά της GIE αγωγή ασκήθηκε χωριστά στις 11 Φεβρουαρίου 1991.

(6) - Η φύση του συστήματος των κοινών αβαριών θα εξεταστεί κατωτέρω (βλ., ιδίως, τα σημεία 17 έως 19). Ο εκτιμητής αβαριών είναι επαγγελματίας ειδικός επί του καθορισμού του ποσού της συνεισφοράς σε κοινή αβαρία που αναλογεί στους μετέχοντες σε σχετική δραστηριότητα.

(7) - Ενόψει του θανάτου του Walbrecq το 1981, η αγωγή των CMI και Protea μπορεί να αφορά τώρα μόνο τον Velghe, ενώ η θέση του Walbrecq δεν έχει σημασία όσον αφορά την αίτηση προς το Δικαστήριο για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

(8) - Θα ονομάζω «ολλανδική αγωγή» την αγωγή αυτή για πρακτικούς λόγους. Όταν πρόκειται και για τις δύο αγωγές μαζί, θα αναφέρομαι σ' αυτές με την έκφραση «οι δύο αγωγές».

(9) - Κατά την προφορική διαδικασία ο εκπρόσωπος της Drouot εξήγησε ότι, βάσει των αφορώντων το Cour de cassation δικονομικών κανόνων, το δικαστήριο αυτό δεν είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την διαπίστωση του cour d'appel σχετικά με την παρουσία της Drouot στην ολλανδική αγωγή μέσω του ασφαλισμένου της.

(10) - Η αίτηση προς έκδοση προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 25 Οκτωβρίου 1996. Η έκθεση του εισηγητή του Cour de cassation, η οποία περιλαμβανόταν στη δικογραφία που διαβιβάστηκε στο Δικαστήριο, είναι διαφωτιστική όσον αφορά τους λόγους που οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο στην υποβολή της αιτήσεώς του στην παρούσα υπόθεση. Η έκθεση αναφέρει ότι η σχετική με το άρθρο 21 της Συμβάσεως νομολογία του Δικαστηρίου επιτάσσει την αυτοτελή ερμηνεία του άρθρου αυτού, πράγμα το οποίο εμποδίζει την εφαρμογή της κατά το γαλλικό δίκαιο αρχής ότι υφίσταται ταυτότης διαδίκων εάν ο επικαλούμενος ένσταση εκκρεμοδικίας διάδικος «εκπροσωπείται» από άλλο διάδικο σε άλλη διαδικασία η οποία προβάλλεται ως συναφής. Εκφράζοντας την επιφύλαξή τους ως προς την ακριβή φύση της αρχής του ολλανδικού δικαίου στην οποία στηρίχθηκε η απόφαση του cour d'appel, η έκθεση αναφέρει παράλληλα ότι η φερόμενη ως παρουσία στη διαδικασία θα μπορούσε να αντιστοιχεί προς την κατά το γαλλικό δίκαιο έννοια της πραγματικής «εκπροσωπήσεως».

(11) - ΕΕ 1982, L 388, σ. 20.

(12) - Πρόκειται για τις αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 1984, 129/83, Zelger (Συλλογή 1984, σ. 2397), της 8ης Δεκεμβρίου 1987, 144/86, Gubisch Maschinenfabrik (Συλλογή 1987, σ. 4861, στο εξής: απόφαση Gubisch), και της 6ης Δεκεμβρίου 1994, C-406/92, Tatry (Συλλογή 1994, σ. Ι-5439).

(13) - Προς στήριξη της απόψεως αυτής η Drouot παραθέτει τη σκέψη 15 της αποφάσεως Zelger, διατεινόμενη ότι, κατά το γαλλικό δίκαιο, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι μετείχε στην ολλανδική δίκη απλώς και μόνο ως ασφαλίστρια του Sequana.

(14) - Αναφέρεται ειδικότερα το σημείο 19 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Tesauro στην προαναφερθείσα υπόθεση Tatry.

(15) - Κατά την προφορική διαδικασία, ωστόσο, ο εκπρόσωπος της Επιτροπής εξέφρασε αμφιβολίες όσον αφορά την ακρίβεια αυτής της πρώτης εκτιμήσεως.

(16) - Ο όρος «general average» («γενική αβαρία» στην αγγλική γλώσσα) μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση, καθόσον το περιεχόμενό του διαφέρει ουσιωδώς από τον όρο «average» (μέσος όρος) στη συνήθη του έννοια. Στην πραγματικότητα, έχει κοινή ετυμολογική προέλευση με τον γαλλικό όρο «avaries communes», τον ολλανδικό όρο «averij grosse» και τον γερμανικό όρο «groίe Haverei» (βλ. Ε. Ledocte, Legal Dictionary in Four Languages, Maarten Kluwer, Αμβέρσα, 1982). Επομένως, η λέξη αυτή σημαίνει, στο ως άνω πλαίσιο, τη ζημία, που αποτελεί το σημείο αφετηρίας κάθε αγωγής για κοινή αβαρία.

(17) - Βλ., για παράδειγμα, Arnould's Law of Marine Insurance and Average, 16η έκδοση, Stevens and Sons, Λονδίνο 1981, τόμος 2, σημείο 916· Ripert, Droit Maritime, τέταρτη έκδοση, Ιditions Rousseau και Cie, Παρίσι 1953, τόμος ΙΙΙ, σημεία 2213 επ.

(18) - Βλ., σύμφωνα με τη δικογραφία, τον νόμο 67-545, της 7ης Ιουλίου 1967, σχετικά με τα θαλάσσια συμβάντα.

(19) - Απόφαση Gubisch, σκέψη 11· βλ. επίσης την απόφαση Tatry, σκέψη 30.

(20) - Βλ. την υποσημείωση 10 ανωτέρω, σχετικά με την ενδεχόμενη κατάσταση βάσει του γαλλικού δικαίου.

(21) - Όπ.π., σκέψεις 13 έως 16.

(22) - Όπ.π., σκέψη 13.

(23) - Απόφαση Gubisch, σκέψη 14. Το Δικαστήριο δέχθηκε κατά λάθος με αυτή τη σκέψη 14 ότι μόνο «η γερμανική απόδοση του άρθρου 21 (η οποία αναφέρει: "(...) Klagen wegen desselben Anspruchs zwischen denselben Parteien anhδngig gemacht") δεν διακρίνει ρητώς μεταξύ των εννοιών "αντικείμενο" και "αιτία"» και ότι, κατά συνέπεια, «πρέπει να νοηθεί όπως και στις άλλες γλωσσικές αποδόσεις οι οποίες, όλες, προβαίνουν στη διάκριση αυτή» (η υπογράμμιση δική μου). Πράγματι, τουλάχιστον στην αγγλική και ιρλανδική απόδοση του άρθρου 21 της Συμβάσεως δεν γίνεται η διάκριση αυτή. Έτσι, το αγγλικό κείμενο αναφέρει τις αγωγές «involving the same cause of action and between the same parties», ενώ η ιρλανδική απόδοση αναφέρει «(...) imeachtaν leis an gcϊis chιanna chaingne agus idir na pαirithe cιanna» (η υπογράμμιση δική μου). Το δανικό κείμενο, για παράδειγμα, δίνει την εντύπωση ότι περιλαμβάνει δύο μόνον προϋποθέσεις: «(...) derhar samme genstand og hviler pa samme grundlag» (η υπογράμμιση δική μου). Εντούτοις, με τη σκέψη 38 της αποφάσεως Tatry, το Δικαστήριο διόρθωσε έμμεσα την ανακρίβεια που περιελάμβανε η απόφαση Gubisch, δεχόμενο ότι «στο αγγλικό κείμενο το άρθρο 21 δεν γίνεται ρητή διάκριση μεταξύ των εννοιών "αντικείμενο" και "αιτία"». Επαναλαμβάνοντας την αρχή που τέθηκε με την απόφαση Gubisch, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι «το κείμενο όμως αυτό έχει την ίδια έννοια με τα κείμενα στις άλλες γλώσσες, στα οποία απαντά η διάκριση αυτή».

(24) - Απόφαση Gubisch, σκέψη 17.

(25) - Όπ.π., σκέψη 18.

(26) - Σκέψη 17.

(27) - Βλ. τις σκέψεις 29 και 30. Το πέμπτο ερώτημα αφορούσε την προβαλλόμενη ταυτότητα αντικειμένου και αιτίας μεταξύ των δύο αγωγών, ήτοι αγωγής εκ μέρους των κυρίων του φορτίου εντός κράτους μέλους (τις Κάτω Ξώρες) για ζημία προκληθείσα στα εμπορεύματά τους κατά τη διάρκεια της μεταφοράς και αγωγής που είχε ασκηθεί προηγουμένως εντός άλλου συμβαλλόμενου κράτους (του Ηνωμένου Βασιλείου) από τον κύριο του σκάφους, με την οποία αυτός επεδίωκε στην πραγματικότητα να επιτύχει δικαστική αναγνώριση της απαλλαγής του από την ευθύνη για τις ζημίες που υπέστη το φορτίο. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αγωγές αυτές είχαν το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία επειδή, τόσο από τη θετική όσο και από την αρνητική τους διατύπωση, δεν προέκυπτε διαφορά σχετικά με το αντικείμενο (δηλαδή όσον αφορά τη θεμελίωση της ευθύνης)· βλ. ειδικότερα τη σκέψη 43.

(28) - Όπ.π., σκέψη 31· βλ. επίσης το σημείο 14 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Tesauro.

(29) - Απόφαση Tatry, σκέψη 32.

(30) - Όπ.π., σκέψη 33 (η υπογράμμιση δική μου). Στην αγγλική γλώσσα, τουλάχιστον, το επίθετο «identical» (ίδιος, απολύτως όμοιος) αφορά πράγμα το οποίο ομοιάζει σε κάθε του λεπτομέρεια με κάποιο άλλο (βλ., για παράδειγμα, The Concise Oxford Dictionary, Οξφόρδη, 1990, σ. 585).

(31) - Aπόφαση Tatry, σκέψη 34 (η υπογράμμιση δική μου).

(32) - Βλ. σημείο 28 των προτάσεών του.

(33) - Όπ.π.

(34) - Πρέπει ίσως να προστεθεί, χωρίς αυτό να σημαίνει την παραμικρή κριτική έναντι του cour d'appel, ότι στη δικογραφία δεν περιλαμβάνεται καμία ένδειξη ότι η σχετική με το ολλανδικό δίκαιο διαπίστωση βασίστηκε είτε σε αποδεικτικά στοιχεία ή σε άλλη αξιόπιστη πηγή του δικαίου αυτού.

(35) - Bλ. το σημείο 19 των προτάσεων αυτών.