61995J0130

Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιουλίου 1997. - Bernd Giloy κατά Hauptzollamt Frankfurt am Main-Ost. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hessisches Finanzgericht Kassel - Γερμανία. - Άρθρο 177 - Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου - Εθνική νομοθεσία για την εφαρμογή κοινοτικών διατάξεων - Κοινοτικός τελωνειακός κώδικας - Προσφυγή - Αναστολή εκτελέσεως τελωνειακής αποφάσεως - Σύσταση εγγυήσεως. - Υπόθεση C-130/95.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-04291


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 Προδικαστικά ερωτήματα - Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου - Όρια - Υποβολή αιτήσεως ερμηνείας λόγω της προβλεπόμενης από το εθνικό δίκαιο εφαρμογής διατάξεων του κοινοτικού δικαίου σε καθαρά εσωτερικές καταστάσεις - Αρμοδιότητα για την παροχή της ερμηνείας αυτής

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 177)

2 Τελωνειακή ένωση - Εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας - Δικαίωμα προσφυγής - Αναστολή εκτελέσεως - Προϋποθέσεις - Βάσιμοι λόγοι αμφισβητήσεως του συμβατού προς την τελωνειακή ρύθμιση ή κίνδυνος ανεπανόρθωτης ζημίας του ενδιαφερομένου - Εναλλακτικές προϋποθέσεις - Ανεπανόρθωτη ζημία - Ερμηνεία της έννοιας βάσει της έννοιας «ανεπανόρθωτη ζημία» του άρθρου 185 της Συνθήκης

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 185· κανονισμός 2913/92 του Συμβουλίου, άρθρο 244, εδ. 2)

3 Τελωνειακή ένωση - Εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας - Δικαίωμα προσφυγής - Αναστολή εκτελέσεως - Αναστολή εξαρτώμενη από τη σύσταση εγγυήσεως - Προϋπόθεση - Κίνδυνος ανεπανόρθωτης ζημίας του ενδιαφερομένου σε περίπτωση άμεσης εκτελέσεως της επίμαχης αποφάσεως - Δεν έχει σημασία - Ευχέρεια των τελωνειακών αρχών να μην απαιτούν εγγύηση - Προϋπόθεση - Κίνδυνος προκλήσεως στον οφειλέτη σοβαρών δυσκολιών οικονομικού ή κοινωνικού χαρακτήρα - Επιτρέπεται

(Κανονισμός 2913/92 του Συμβουλίου, άρθρο 244, εδ. 2 και 3)

4 Τελωνειακή ένωση - Εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας - Δικαίωμα προσφυγής - Αναστολή εκτελέσεως - Σύσταση εγγυήσεως - Καθορισμός του ποσού της εγγυήσεως - Λαμβάνεται υπόψη η οικονομική κατάσταση του οφειλέτη - Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 2913/92 του Συμβουλίου, άρθρα 192 και 244, εδ. 3)

Περίληψη


5 Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί προδικαστικών ερωτημάτων που αφορούν διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, οσάκις τα περιστατικά της κύριας υποθέσεως δεν εμπίπτουν μεν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, αλλά η εθνική νομοθεσία εναρμονίζει τις λύσεις που προβλέπονται για τις εσωτερικές καταστάσεις προς τις λύσεις που έχουν γίνει δεκτές στο κοινοτικό δίκαιο, προκειμένου σε συγκρίσιμες καταστάσεις να εφαρμόζεται ενιαία διαδικασία. Πράγματι, υφίσταται οπωσδήποτε κοινοτικό συμφέρον για ομοιόμορφη ερμηνεία των διατάξεων ή των εννοιών που συμπίπτουν με διατάξεις ή έννοιες του κοινοτικού δικαίου, ανεξάρτητα από τις συνθήκες υπό τις οποίες εφαρμόζονται, προκειμένου να αποφευχθούν στο μέλλον ερμηνευτικές αποκλίσεις.

6 Το άρθρο 244, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2913/92, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, έχει την έννοια ότι οι τελωνειακές αρχές αναστέλλουν, εν όλω ή εν μέρει, την εκτέλεση της προσβαλλόμενης τελωνειακής αποφάσεως, εφόσον πληρούται μία έστω από τις δύο προϋποθέσεις που θέτει η εν λόγω διάταξη, πράγμα που σημαίνει ότι οι τελωνειακές αρχές υποχρεούνται να αναστέλλουν την εκτέλεση όταν υπάρχει κίνδυνος ανεπανόρθωτης ζημίας για τον ενδιαφερόμενο, χωρίς να χρειάζεται συγχρόνως να αμφιβάλλουν για τη συμφωνία της προσβαλλόμενης αποφάσεως με την τελωνειακή νομοθεσία.

Για την ερμηνεία της έννοιας «ανεπανόρθωτη ζημία» πρέπει να ληφθεί υπόψη η έννοια της «ανεπανόρθωτης ζημίας» από την οποία εξαρτάται η κατά το άρθρο 185 της Συνθήκης χορήγηση αναστολής εκτελέσεως μιας πράξεως

7 Το γεγονός ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης τελωνειακής αποφάσεως μπορεί να προξενήσει ανεπανόρθωτη ζημία στον ενδιαφερόμενο ουδόλως συνεπάγεται ότι οι τελωνειακές αρχές δεν μπορούν να εξαρτήσουν την αναστολή της εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως από τη σύσταση εγγυήσεως. Μολονότι δηλαδή η προϋπόθεση υπάρξεως του ενδεχομένου προκλήσεως ανεπανόρθωτης ζημίας αποτελεί, κατά το άρθρο 244, δεύτερο εδάφιο, του τελωνειακού κώδικα, λόγο δικαιολογούντα την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η προϋπόθεση αυτή δεν έχει εντούτοις καμία σημασία για την υποχρέωση συστάσεως εγγυήσεως.

Εντούτοις, αν η απαίτηση συστάσεως εγγυήσεως μπορεί, λόγω της καταστάσεως του οφειλέτη, να προκαλέσει σοβαρές δυσκολίες οικονομικού ή κοινωνικού χαρακτήρα, οι τελωνειακές αρχές έχουν την ευχέρεια να μην απαιτήσουν τη σύσταση τέτοιας εγγυήσεως. Τούτο συμβαίνει όταν ο οφειλέτης δεν διαθέτει επαρκή μέσα για τη σύσταση τέτοιας εγγυήσεως.

8 Σε περίπτωση κατά την οποία η αναστολή της εκτελέσεως της προσβαλλόμενης τελωνειακής αποφάσεως εξαρτάται, βάσει του άρθρου 244, τρίτο εδάφιο, του τελωνειακού κώδικα, από τη σύσταση εγγυήσεως, το ποσό της εγγυήσεως αυτής πρέπει να καθορίζεται σε ποσό ίσο με το ακριβές ποσό της οφειλής ή, αν το ποσό αυτό δεν έχει καθοριστεί με ακρίβεια, σε ποσό ίσο με το υψηλότερο ποσό της οφειλής που έχει γεννηθεί ή είναι δυνατόν να γεννηθεί, εκτός αν η επιβολή της υποχρεώσεως συστάσεως εγγυήσεως ενδέχεται να προκαλέσει στον οφειλέτη δυσκολίες οικονομικού ή κοινωνικού χαρακτήρα· στην τελευταία αυτή περίπτωση το ποσό της εγγυήσεως μπορεί να καθοριστεί, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής καταστάσεως του οφειλέτη, σε ποσό υπολειπόμενο του συνολικού ποσού της εν λόγω οφειλής.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-130/95,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Hessisches Finanzgericht, Kassel (Γερμανία), προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Bernd Giloy

και

Hauptzollamt Frankfurt am Main-Ost,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 244 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodrνguez Iglesias, Πρόεδρο, G. F. Mancini, J. C. Moitinho de Almeida, J. Murray και L. Sevσn, προέδρους τμήματος, Κ. Ν. Κακούρη, P. J. G. Kapteyn, C. Gulmann, D. A. O. Edward (εισηγητή), J.-P. Puissochet, G. Hirsch, P. Jann και H. Ragnemalm, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: H. A. Rόhl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσε η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Claudia Schmidt, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Επιτροπής κατά τη συνεδρίαση της 4ης Ιουνίου 1996,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1996,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 31ης Μαρτίου 1995, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Απριλίου 1995, το Hessisches Finanzgericht, Kassel, υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 244 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1, στο εξής: τελωνειακός κώδικας).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν κατά την εκδίκαση διαφοράς μεταξύ του B. Giloy και του Hauptzollamt Frankfurt am Main-Ost σχετικά με πράξη καταλογισμού ποσού 293 870,76 γερμανικών μάρκων (DM) ως φόρου κύκλου εργασιών για εισαχθέντα εμπορεύματα (στο εξής: προσβαλλόμενη καταλογιστική πράξη).

3 Το άρθρο 244, δεύτερο εδάφιο, του τελωνειακού κώδικα προβλέπει ότι, όταν έχει ασκηθεί προσφυγή κατ' αποφάσεως των τελωνειακών αρχών σχετικά με την εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας, οι αρχές αυτές αναστέλλουν εν όλω ή εν μέρει την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως, «αν έχουν βάσιμους λόγους να αμφιβάλλουν για τη συμφωνία της (...) με την τελωνειακή νομοθεσία ή όταν υπάρχει κίνδυνος ανεπανόρθωτης ζημίας για τον ενδιαφερόμενο».

4 Το άρθρο 244, τρίτο εδάφιο, ορίζει τα εξής:

«ςΟταν η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως αποτέλεσμα την επιβολή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών, η αναστολή εκτέλεσης της εν λόγω απόφασης εξαρτάται από την ύπαρξη ή τη σύσταση εγγύησης. Αυτή η εγγύηση, εντούτοις, μπορεί να μην απαιτηθεί όταν ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρές δυσκολίες οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα, λόγω της κατάστασης του οφειλέτη.»

5 Επισημαίνεται ότι το γερμανικό κείμενο της τελευταίας περιόδου της ανωτέρω διατάξεως - το οποίο ήταν διατυπωμένο ως εξής: «Diese Sicherheitsleistung darf jedoch nicht gefordert werden, wenn (...)» - υπέστη τροποποίηση, προκειμένου να εναρμονιστεί προς τα κείμενα στις άλλες γλώσσες. Το τροποποιηθέν κείμενο έχει πλέον ως εξής: «Diese Sicherheitsleistung braucht jedoch nicht gefordert zu werden, wenn (...)». Παρόμοια τροποποίηση υπέστη επίσης το ιταλικό κείμενο (βλ. την έκδοση στη γερμανική και στην ιταλική γλώσσα της ΕΕ 1996, L 97, σ. 38).

6 Το άρθρο 192, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα ορίζει ότι, όταν η τελωνειακή νομοθεσία προβλέπει την υποχρεωτική σύσταση εγγυήσεως, οι τελωνειακές αρχές καθορίζουν την εν λόγω εγγύηση σε ποσό ίσο με το ακριβές ποσό της οφειλής που αποτελεί το αντικείμενο της εγγυήσεως ή, εφόσον το ποσό αυτό δεν μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια, ίσο με το υψηλότερο ποσό της οφειλής που έχει γεννηθεί ή είναι δυνατόν να γεννηθεί.

7 Η παράγραφος 2 του ανωτέρω άρθρου ορίζει ότι, όταν η τελωνειακή νομοθεσία προβλέπει την προαιρετική σύσταση εγγυήσεως και οι τελωνειακές αρχές το απαιτούν, οι εν λόγω αρχές καθορίζουν το ποσό της εγγυήσεως κατά τρόπο ώστε να μην υπερβαίνει το ποσό που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

8 Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα, «ευνοϋκή για τον ενδιαφερόμενο απόφαση ανακαλείται ή τροποποιείται όταν, σε περιπτώσεις άλλες από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 8, δεν επληρούντο ή δεν πληρούνται πλέον ένας ή περισσότεροι από τους όρους που προβλέπονται για τη λήψη της».

9 Πριν από την έναρξη ισχύος του τελωνειακού κώδικα ο Finanzgerichtsordnung (γερμανικός νόμος για την οργάνωση των φορολογικών δικαστηρίων, στο εξής: FGO) καθόριζε, με το άρθρο 69, παράγραφοι 2 και 3, τις προϋποθέσεις αναστολής εκτελέσεως των καταλογιστικών πράξεων των φορολογικών αρχών, περιλαμβανομένων και των αφορωσών δασμούς. Κατά τη γερμανική νομολογία και θεωρία, οι διατάξεις αυτές, οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν, πρέπει πάντοτε να εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 244 του τελωνειακού κώδικα.

10 Κατά το άρθρο 21, παράγραφος 2, του Umsatzsteuergesetz (γερμανικού νόμου περί φόρου κύκλου εργασιών), οι διατάξεις περί δασμών εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, επί του φόρου κύκλου εργασιών που επιβάλλεται κατά την εισαγωγή. Κατά συνέπεια, το άρθρο 69, παράγραφοι 2 και 3, του FGO έχει εφαρμογή επί των αιτήσεων αναστολής εκτελέσεως των καταλογιστικών πράξεων που αφορούν την επιβολή φόρου κύκλου εργασιών κατά την εισαγωγή.

11 Το καθού της κύριας δίκης εξέδωσε στις 28 Μαρτίου 1990 την προσβαλλόμενη καταλογιστική πράξη έναντι του Giloy. Ο Giloy υπέβαλε στο καθού αίτηση θεραπείας κατά της ανωτέρω πράξεως, η οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη στις 17 Σεπτεμβρίου 1991. Κατόπιν αυτού ο Giloy άσκησε στις 23 Οκτωβρίου 1991 ενώπιον του Hessisches Finanzgericht προσφυγή με την οποία ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης καταλογιστικής πράξεως.

12 Με απόφαση της 16ης Αυγούστου 1994, το Hauptzollamt Fulda - η αρμόδια για την αναγκαστική εκτέλεση κεντρική αρχή της Έσσης - εκτέλεσε την προσβαλλόμενη καταλογιστική πράξη, προβαίνοντας σε κατάσχεση του μισθού του προσφεύγοντος. Το οφειλόμενο ποσό, περιλαμβανομένων και των προστίμων λόγω της μη εξοφλήσεως, ανερχόταν τότε σε 451 092,76 DM. Λόγω του μεγάλου ύψους του χρέους αυτού, ο Giloy απολύθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1994 από τον εργοδότη του και έκτοτε λαμβάνει επίδομα κοινωνικής προνοίας.

13 Ο προσφεύγων ζήτησε από το Hessisches Finanzgericht να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλόμενης καταλογιστικής πράξης δυνάμει των άρθρων 21, παράγραφος 2, του Umsatzsteuergesetz και 69, παράγραφος 3, του FGO. Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι υφίστανται βάσιμοι λόγοι για την αμφισβήτηση της νομιμότητας της πράξεως αυτής. Επιπλέον, φρονεί ότι το αίτημά του πρέπει να γίνει δεκτό για τον λόγο ότι η κατάσχεση του μισθού του είχε ως συνέπεια να χάσει την εργασία του, δηλαδή υπέστη ανεπανόρθωτη ζημία. Ο πρώην εργοδότης του τον έχει διαβεβαιώσει ότι θα τον προσλάβει εκ νέου, αν εκλείψει ο κίνδυνος εκτελέσεως της προσβαλλόμενης καταλογιστικής πράξεως. Περαιτέρω ο προσφεύγων διατείνεται ότι, λόγω της προσωπικής οικονομικής του καταστάσεως, το άρθρο 244, τρίτο εδάφιο, του τελωνειακού κώδικα τον απαλλάσσει από την υποχρέωση συστάσεως εγγυήσεως, σε περίπτωση αναστολής της εκτελέσεως.

14 Αντίθετα, το καθού της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει βάσιμος λόγος να αμφισβητείται η νομιμότητα της προσβαλλόμενης καταλογιστικής πράξεως και ότι επιπλέον η εκτέλεση της προσβαλλόμενης καταλογιστικής πράξεως δεν θα προξενήσει στον προσφεύγοντα καμία ανεπανόρθωτη ζημία.

15 Το εθνικό δικαστήριο, κρίνοντας ότι υπό τις περιστάσεις αυτές όφειλε να εφαρμόσει το άρθρο 244 του τελωνειακού κώδικα, ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Είναι οι δύο προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 244, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, συγκεκριμένα:

- οι βάσιμοι λόγοι αμφισβητήσεως της συμφωνίας της αποφάσεως με την τελωνειακή νομοθεσία

ή

- το ανεπανόρθωτο της ζημίας για τον ενδιαφερόμενο,

απολύτως ανεξάρτητες μεταξύ τους, οπότε πρέπει να χορηγείται αναστολή εκτελέσεως, έστω και αν ουδεμία λογικώς υφίσταται αμφιβολία ως προς τη συμφωνία με την τελωνειακή νομοθεσία της καταλογιστικής πράξεως της οποίας ζητείται η αναστολή εκτελέσεως, πλην όμως είναι δυνατή η επέλευση στον ενδιαφερόμενο ανεπανόρθωτης ζημίας;

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

2) Αποκλείει, κατ' ανάγκη, η ύπαρξη της μνημονευόμενης υπό τη δεύτερη παύλα προϋποθέσεως την απαίτηση συστάσεως εγγυήσεως ή χρειάζονται προς τούτο και άλλες και, αν ναι, ποιες προϋποθέσεις;

3) Συνιστά ο κίνδυνος απωλείας της εργασίας - που ενδεχομένως έχει ήδη επέλθει αφότου κατέστη απαιτητό το σχετικό χρέος - "σοβαρή δυσκολία οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα", έστω και αν, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, διασφαλίζεται ένα ελάχιστο βιοτικό επίπεδο, π.χ. μέσω αρωγής κοινωνικής προνοίας;

4) Πρέπει, σε περίπτωση παροχής αναστολής εκτελέσεως, η εγγύηση να καθορίζεται στο ύψος του ποσού του φόρου ή υφίσταται δυνατότητα να περιορίζεται σε μέρος του σχετικού ποσού, ενόψει της εν γένει οικονομικής καταστάσεως του αιτούντος;»

Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

16 Δεδομένου ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά την επιβολή φόρου κύκλου εργασιών και όχι δασμών, η Επιτροπή τονίζει ότι οι σχετικές διατάξεις του τελωνειακού κώδικα έχουν εφαρμογή επί της διαφοράς αυτής βάσει της εσωτερικής γερμανικής νομοθεσίας και μόνο. Πράγματι, ο τελωνειακός κώδικας, όπως συνάγεται από το γράμμα του, δεν έχει εφαρμογή επί των φόρων κύκλου εργασιών που επιβάλλονται κατά την εισαγωγή (βλ. άρθρο 4, σημείο 10, του τελωνειακού κώδικα). Η Επιτροπή διερωτάται συνεπώς κατά πόσο το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα να απαντήσει στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί.

17 Εντούτοις, η Επιτροπή φρονεί ότι το Δικαστήριο είναι εν προκειμένω αρμόδιο να απαντήσει. Συναφώς η Επιτροπή στηρίζεται κυρίως στην απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 1990, C-297/88 και C-197/89, Dzodzi (Συλλογή 1990, σ. Ι-3763, σκέψη 37), και στο γεγονός ότι οι επίμαχες διατάξεις του τελωνειακού κώδικα έχουν εφαρμογή επί της διαφοράς της κύριας δίκης, βάσει έστω της εθνικής νομοθεσίας και μόνο.

18 Ο προσφεύγων, το καθού της κύριας δίκης και η Γερμανική Κυβέρνηση, απαντώντας σε ορισμένες σχετικές ερωτήσεις του Δικαστηρίου, συμφώνησαν με την Επιτροπή. Η Γερμανική Κυβέρνηση τόνισε ότι οι γερμανικές τελωνειακές αρχές είναι αρμόδιες για την επιβολή κατά την εισαγωγή αφενός των δασμών και αφετέρου των φόρων κύκλου εργασιών. Επιπλέον, οι δύο αυτές επιβαρύνσεις προσδιορίζονται συνήθως εφάπαξ, με μία και μόνο καταλογιστική πράξη. Κατά συνέπεια, οι σχετικές διαδικασίες ταυτίζονται, πράγμα που σημαίνει ότι οι εφαρμοστέες διατάξεις πρέπει να ερμηνευθούν ομοιόμορφα. Μεταξύ των διαδικασιών αυτών περιλαμβάνονται οι διαδικασίες του άρθρου 244 του τελωνειακού κώδικα, καθόσον η εσωτερική ρύθμιση περί επιβολής δασμών πρέπει να είναι εναρμονισμένη προς το εν λόγω άρθρο.

19 Κατά το άρθρο 177 της Συνθήκης, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις επί της ερμηνείας της Συνθήκης καθώς και των πράξεων των οργάνων της Κοινότητας.

20 Κατά πάγια νομολογία, η διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 177 της Συνθήκης αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων. Επομένως, μόνο τα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων εκκρεμεί η διαφορά και τα οποία έχουν την ευθύνη της αποφάσεως που θα εκδώσουν είναι αρμόδια να εκτιμούν, με βάση τις ιδιαιτερότητες κάθε υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα της προδικαστικής αποφάσεως προκειμένου να εκδώσουν τη δική τους απόφαση, όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλουν στο Δικαστήριο (βλ., μεταξύ άλλων, την προπαρατεθείσα απόφαση Dzodzi, σκέψεις 33 και 34, και την απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 1990, C-231/89, Gmurzynska-Bscher, Συλλογή 1990, σ. Ι-4003, σκέψεις 18 και 19).

21 Κατά συνέπεια, όταν τα εθνικά δικαστήρια υποβάλλουν ερωτήματα που αφορούν την ερμηνεία διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο οφείλει καταρχήν να αποφαίνεται (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Dzodzi και Gmurzynska-Bscher, σκέψεις 35 και 20 αντιστοίχως). Ούτε από το γράμμα του άρθρου 177 ούτε από το αντικείμενο της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο αυτό προκύπτει ότι οι συντάκτες της Συνθήκης θέλησαν να αποκλείσουν από την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου τις αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που αφορούν διάταξη του κοινοτικού δικαίου στην ειδική περίπτωση κατά την οποία το εθνικό δίκαιο κράτους μέλους παραπέμπει στο περιεχόμενο της διατάξεως αυτής προκειμένου να προσδιοριστούν οι κανόνες που θα εφαρμοστούν σε καθαρώς εσωτερική κατάσταση του κράτους αυτού (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Dzodzi και Gmurzynska-Bscher, σκέψεις 36 και 25 αντιστοίχως).

22 Συγκεκριμένα, η απόρριψη της αιτήσεως του εθνικού δικαστηρίου δεν είναι δυνατή παρά μόνον εφόσον προκύπτει ότι υφίσταται καταστρατήγηση του άρθρου 177 της Συνθήκης και το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί κατασκευασμένης διαφοράς ή είναι προφανές ότι η διάταξη του κοινοτικού δικαίου δεν μπορεί να εφαρμοστεί ούτε άμεσα ούτε έμμεσα στις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως (βλ. συναφώς προπαρατεθείσες αποφάσεις Dzodzi και Gmurzynska-Bscher, σκέψεις 40 και 23 αντιστοίχως).

23 Το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή της ανωτέρω νομολογίας, έχει κρίνει επανειλημμένα ότι είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί αιτήσεων εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με διατάξεις του κοινοτικού δικαίου σε περιπτώσεις στις οποίες τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, αλλά οι διατάξεις του δικαίου αυτού έχουν εφαρμογή είτε βάσει του εθνικού δικαίου είτε δυνάμει απλών συμβατικών ρητρών (βλ., όσον αφορά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου βάσει του εθνικού, τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Dzodzi και Gmurzynska-Bscher, την απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 1985, 166/84, Thomasdόnger, Συλλογή 1985, σ. 3001, και την απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 1991, C-384/89, Tomatis και Fulchiron, Συλλογή 1991, σ. Ι-127, και, όσον αφορά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου κατ' εφαρμογή συμβατικών ρητρών, τις αποφάσεις της 25ης Ιουνίου 1992, C-88/91, Federconsorzi, Συλλογή 1992, σ. Ι-4035, και της 12ης Νοεμβρίου 1992, C-73/89, Fournier, Συλλογή 1992, σ. Ι-5621, στο εξής: νομολογία Dzodzi). Πράγματι, στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι ανωτέρω αποφάσεις οι διατάξεις του εθνικού δικαίου ή οι συμβατικές ρήτρες που παρέπεμπαν στις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου δεν είχαν προφανώς περιορίσει την εφαρμογή των τελευταίων αυτών διατάξεων.

24 Αντίθετα, με την απόφαση της 28ης Μαρτίου 1995, C-346/93, Kleinwort Benson (Συλλογή 1995, σ. Ι-615), το Δικαστήριο έκρινε εαυτό αναρμόδιο να αποφανθεί επί αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7, στο εξής: Σύμβαση).

25 Στη σκέψη 19 της ανωτέρω αποφάσεως το Δικαστήριο τόνισε ότι, αντίθετα απ' ό,τι συνέβαινε με τη νομολογία Dzodzi, το δίκαιο του ενδιαφερόμενου συμβαλλόμενου κράτους δεν καθιστούσε εφαρμοστέες τις διατάξεις της Συμβάσεως καθαυτές, τις οποίες καλούνταν να ερμηνεύσει το Δικαστήριο. Στη σκέψη 16 της αποφάσεως αυτής το Δικαστήριο επισήμανε ότι ο εθνικός νόμος που διείπε την υπόθεση της κύριας δίκης απλώς χρησιμοποιούσε τη Σύμβαση ως πρότυπο και επαναλάμβανε εν μέρει τη διατύπωσή της. Με τη σκέψη 18 το Δικαστήριο διαπίστωσε επιπλέον ότι ο εθνικός νόμος προέβλεπε ρητά τη δυνατότητα των αρχών του ενδιαφερόμενου συμβαλλόμενου κράτους να επιφέρουν τροποποιήσεις «που έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία αποκλίσεων» μεταξύ των διατάξεων του νόμου αυτού και των αντίστοιχων διατάξεων της Συμβάσεως. Επιπλέον, ο νόμος προέβαινε ακόμη σε ρητή διάκριση μεταξύ των διατάξεων που είχαν εφαρμογή επί των καταστάσεων κοινοτικού χαρακτήρα και των διατάξεων που είχαν εφαρμογή επί των εσωτερικών καταστάσεων. Στην πρώτη περίπτωση τα εθνικά δικαστήρια, κατά την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του νόμου, δεσμεύονταν από τη σχετική με τη Σύμβαση νομολογία του Δικαστηρίου, ενώ στη δεύτερη περίπτωση όφειλαν απλώς να τη λάβουν υπόψη, άρα μπορούσαν να μην την εφαρμόσουν.

26 Στην προκειμένη υπόθεση, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η διαφορά της κύριας δίκης δεν θα επιλυθεί κατ' εφαρμογή των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου.

27 Συγκεκριμένα, από τη δικογραφία αυτή προκύπτει ακριβώς ότι οι κρίσιμες διατάξεις του εθνικού δικαίου εφαρμόζονται αδιακρίτως - ενίοτε μάλιστα συγχρόνως - σε καταστάσεις που εμπίπτουν αφενός στο εθνικό και αφετέρου στο κοινοτικό δίκαιο. Κατά το εθνικό δίκαιο, οι διατάξεις αυτές πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται ομοιόμορφα, ανεξάρτητα από το αν εφαρμογή έχει το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο. Όταν πρόκειται να εφαρμοστούν σε καταστάσεις εμπίπτουσες στο κοινοτικό δίκαιο, οι διατάξεις αυτές πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 244 του τελωνειακού κώδικα. Συνεπώς, κατά το εθνικό δίκαιο, οι επίμαχες εθνικές διατάξεις πρέπει πάντοτε να εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο αυτό.

28 Υπό τις συνθήκες αυτές, όταν η εθνική νομοθεσία εναρμονίζει τις λύσεις που προβλέπονται για τις εσωτερικές καταστάσεις προς τις λύσεις που έχουν γίνει δεκτές στο κοινοτικό δίκαιο, προκειμένου σε συγκρίσιμες καταστάσεις να εφαρμόζεται ενιαία διαδικασία, υφίσταται οπωσδήποτε κοινοτικό συμφέρον για ομοιόμορφη ερμηνεία των διατάξεων ή των εννοιών που συμπίπτουν με διατάξεις ή έννοιες του κοινοτικού δικαίου, ανεξάρτητα από τις συνθήκες υπό τις οποίες εφαρμόζονται, προκειμένου να αποφευχθούν στο μέλλον ερμηνευτικές αποκλίσεις (βλ. συναφώς την προπαρατεθείσα απόφαση Dzodzi, σκέψη 37).

29 Απ' όλες τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των προδικαστικών ερωτημάτων.

Επί του πρώτου ερωτήματος

30 Επιβάλλεται η παρατήρηση ότι σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 244, δεύτερο εδάφιο, του τελωνειακού κώδικα οι δύο προϋποθέσεις τις οποίες αφορά το πρώτο προδικαστικό ερώτημα χωρίζονται από τον διαζευκτικό σύνδεσμο «ή». Μολονότι ο σύνδεσμος αυτός μπορεί ορισμένες φορές να χρησιμοποιείται για τη σύζευξη δύο στοιχείων μιας φράσεως, είναι αναμφισβήτητο ότι εν προκειμένω χρησιμοποιείται για τη διάζευξη των δύο αυτών προϋποθέσεων.

31 Από το γράμμα της διατάξεως προκύπτει συνεπώς ότι ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε να αναγάγει τις εν λόγω δύο προϋποθέσεις σε δύο αυτοτελείς λόγους, καθένας από τους οποίους δικαιολογεί την αναστολή εκτελέσεως της συγκεκριμένης προσβαλλομένης αποφάσεως.

32 Η ορθότητα της ερμηνείας αυτής επιβεβαιώνεται εξάλλου από το ιστορικό της νομοθετικής θεσπίσεως του τελωνειακού κώδικα. Πράγματι, στην πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, την οποία υπέβαλε η Επιτροπή στο Συμβούλιο στις 21 Μαρτίου 1990, ο μόνος λόγος για τον οποίο δικαιολογούνταν η αναστολή εκτελέσεως προσβαλλόμενης αποφάσεως ήταν η ύπαρξη αμφιβολιών των τελωνειακών αρχών ως προς τη συμφωνία της προσβαλλόμενης αποφάσεως με την τελωνειακή ρύθμιση [άρθρο 243, δεύτερο εδάφιο, της προτάσεως κανονισμού (ΕΕ 1990, C 128, σ. 1)].

33 Με τη γνωμοδότηση που εξέδωσε επί της προτάσεως αυτής, η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή επισήμανε, όσον αφορά το άρθρο 243, δεύτερο εδάφιο, της προτάσεως κανονισμού, ότι «θα ήταν ευκταίο να προβλεφθεί σχετική διάταξη σύμφωνα με την οποία η εκτέλεση αναστέλλεται επίσης στις περιπτώσεις στις οποίες η εκτέλεση αυτή θα είχε για τον ενδιαφερόμενο αδικαιολογήτως σοβαρά αποτελέσματα που δεν θα δικαιολογούνταν από επικρατέστερα κοινά συμφέροντα» (ΕΕ 1991, C 60, σ. 5, και συγκεκριμένα σ. 11).

34 Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν τροποποίησε την πρόταση κανονισμού σύμφωνα με την ανωτέρω γνωμοδότηση (ΕΕ 1991, C 97, σ. 11), το Συμβούλιο πρόσθεσε, το ίδιο, στο άρθρο 244, δεύτερο εδάφιο, του τελωνειακού κώδικα τη φράση «ή όταν υπάρχει κίνδυνος ανεπανόρθωτης ζημίας για τον ενδιαφερόμενο» (βλ. άρθρο 244, δεύτερο εδάφιο, της κοινής θέσεως την οποία καθόρισε το Συμβούλιο στις 14 Μαου 1992 και σχετικά με την οποία δημοσιεύθηκε ανακοίνωση στην ΕΕ 1992, C 149, σ. 1).

35 Όσον αφορά την ερμηνεία της έννοιας «ανεπανόρθωτη ζημία», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 244, δεύτερο εδάφιο, του τελωνειακού κώδικα, πρέπει να ληφθεί υπόψη η έννοια της «ανεπανόρθωτης ζημίας» από την οποία εξαρτάται η κατά το άρθρο 185 της Συνθήκης χορήγηση αναστολής εκτελέσεως μιας πράξεως [βλ., όσον αφορά την απαίτηση υπάρξεως ανεπανόρθωτης ζημίας, τη διάταξη του Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 1995, C-149/95 P(R), Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. Ι-2165, σκέψη 22].

36 Συναφώς, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής έχει, εν όψει της προϋποθέσεως υπάρξεως «ανεπανόρθωτης ζημίας», την υποχρέωση να εξετάσει αν, σε περίπτωση ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως από τον δικαστή της ουσίας, θα είναι δυνατή η ανατροπή της καταστάσεως που θα έχει δημιουργηθεί από την άμεση εκτέλεση της αποφάσεως αυτής και, αντιστρόφως, αν η αναστολή εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως μπορεί να παρεμποδίσει την παραγωγή όλων των αποτελέσμάτων της σε περίπτωση απορρίψεως της κύριας προσφυγής (βλ. την προπαρατεθείσα διάταξη Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., σκέψη 50).

37 Το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι η οικονομικής φύσεως ζημία δεν θεωρείται καταρχήν σοβαρή και ανεπανόρθωτη παρά μόνον αν δεν μπορεί να αποκατασταθεί πλήρως, ακόμη και αν οι αιτούντες κερδίσουν την κύρια δίκη (βλ. διάταξη του Δικαστηρίου της 26ης Σεπτεμβρίου 1988, 229/88 R, Cargill κ.λπ. κατά Επιτροπή, Συλλογή 1988, σ. 5183, σκέψη 17).

38 Εντούτοις, αν η άμεση εκτέλεση μιας πράξεως αμφισβητούμενης νομιμότητας μπορεί να οδηγήσει στη λύση εταιρίας ή να υποχρεώσει έναν ιδιώτη να πωλήσει το διαμέρισμά του, πρέπει υπό τις περιστάσεις αυτές να θεωρηθεί ότι πληρούται η προϋπόθεση υπάρξεως ανεπανόρθωτης ζημίας (βλ. διατάξεις του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 1994, Τ-88/94 R, Sociιtι commerciale des potasses et de l'azote και Enterprise miniθre et chimique κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. ΙΙ-401, σκέψη 33· της 7ης Νοεμβρίου 1995, Τ-168/95 R, Eridamia κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-2817, σκέψη 42, και διάταξη του Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 1984, 141/84 R, De Compte κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1984, σ. 2575, σκέψη 5).

39 Συναφώς, η αμεσότητα της επαπειλούμενης ζημίας δεν χρειάζεται να αποδεικνύεται με απόλυτη βεβαιότητα. Αρκεί, ιδίως όταν η επέλευση της ζημίας εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου παραγόντων, να μπορεί να προβλεφθεί με επαρκή βαθμό πιθανολογήσεως (βλ. προπαρατεθείσα διάταξη Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., σκέψη 38).

40 Τέλος, επισημαίνεται ότι, αν, παρά το ότι έχει διαταχθεί η αναστολή εκτελέσεως βάσει του άρθρου 244, δεύτερο εδάφιο, του τελωνειακού κώδικα, η ανεπανόρθωτη ζημία εν όψει της οποίας διατάχθηκε η αναστολή επέρχεται για άλλους λόγους, οι τελωνειακές αρχές μπορούν να την ανακαλέσουν δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα.

41 Εν προκειμένω, από τη δικογραφία της κύριας δίκης προκύπτει ότι η ζημία την οποία ο αιτών ισχυρίζεται ότι θα υποστεί σε περίπτωση άμεσης εκτελέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι ότι θα εξακολουθήσει να είναι άνεργος. Από τη δικογραφία αυτή όμως δεν προκύπτει ότι, αν ικανοποιηθεί το αίτημα που προβάλλει στην κύρια δίκη και ακόμη και αν τον προσλάβει εκ νέου ο εργοδότης του, θα δικαιούται να αναζητήσει από τις τελωνειακές αρχές τους μη καταβληθέντες μισθούς του. Εξάλλου, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να υποστεί, σε περίπτωση άμεσης εκτελέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, άλλες ζημίες, ενδεχομένως ανεπανόρθωτες, π.χ. κατόπιν εφαρμογής διαδικασίας κατασχέσεως των περιουσιακών του στοιχείων και μεταβιβάσεώς τους στους δανειστές του.

42 Κατά συνέπεια, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις κρίσιμες στην κύρια δίκη περιστάσεις, κατά πόσον ο προσφεύγων μπορεί να υποστεί, σε περίπτωση εκτελέσεως της αποφάσεως, ανεπανόρθωτη ζημία υπό την προαναφερθείσα έννοια.

43 Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 244, δεύτερο εδάφιο, του τελωνειακού κώδικα έχει την έννοια ότι οι τελωνειακές αρχές αναστέλλουν, εν όλω ή εν μέρει, την εκτέλεση της προσβαλλόμενης τελωνειακής αποφάσεως, εφόσον πληρούται μία έστω από τις δύο προϋποθέσεις που θέτει η εν λόγω διάταξη, πράγμα που σημαίνει ότι οι τελωνειακές αρχές υποχρεούνται να αναστέλλουν την εκτέλεση όταν υπάρχει κίνδυνος ανεπανόρθωτης ζημίας για τον ενδιαφερόμενο, χωρίς να χρειάζεται συγχρόνως να αμφιβάλλουν για τη συμφωνία της προσβαλλόμενης αποφάσεως με την τελωνειακή νομοθεσία.

Επί του δεύτερου ερωτήματος

44 Με το ερώτημα αυτό το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το γεγονός ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως μπορεί να προξενήσει ανεπανόρθωτη ζημία στον ενδιαφερόμενο συνεπάγεται κατ' ανάγκη ότι οι τελωνειακές αρχές δεν μπορούν να εξαρτήσουν την αναστολή της εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως από τη σύσταση εγγυήσεως.

45 Μολονότι η προϋπόθεση υπάρξεως του ενδεχομένου προκλήσεως ανεπανόρθωτης ζημίας αποτελεί, κατά το άρθρο 244, δεύτερο εδάφιο, του τελωνειακού κώδικα, λόγο δικαιολογούντα την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η προϋπόθεση αυτή δεν έχει εντούτοις καμία σημασία για την υποχρέωση συστάσεως εγγυήσεως.

46 Από το άρθρο 244, τρίτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του τελωνειακού κώδικα προκύπτει ότι η αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως εξαρτάται κατά κανόνα από τη σύσταση εγγυήσεως, ακόμη και αν λόγος της αναστολής είναι ο κίνδυνος προκλήσεως ανεπανόρθωτης ζημίας στον ενδιαφερόμενο.

47 Η μόνη εξαίρεση από τον ανωτέρω κανόνα είναι η περίπτωση που διαλαμβάνεται στο άρθρο 244, τρίτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του τελωνειακού κώδικα, δηλαδή η περίπτωση κατά την οποία η απαίτηση συστάσεως εγγυήσεως ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρές δυσκολίες οικονομικού ή κοινωνικού χαρακτήρα, λόγω της καταστάσεως του οφειλέτη.

48 Όταν υπάρχουν τέτοιες δυσκολίες, οι τελωνειακές αρχές έχουν την ευχέρεια να αποφασίσουν αν θα επιβάλλουν ως προϋπόθεση της αναστολής εκτελέσεως τη σύσταση εγγυήσεως. Μολονότι το γερμανικό κείμενο του άρθρου 244, τρίτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του τελωνειακού κώδικα, το οποίο ίσχυε κατά τον χρόνο επελεύσεως των περιστατικών της κύριας δίκης, είναι το κείμενο που ίσχυε πριν από την τροποποίηση του 1996, από τη διατύπωση της ισχύουσας τότε διατάξεως σε όλες τις άλλες γλώσσες - πλην της ιταλικής - προκύπτει ότι στις περιπτώσεις αυτές οι τελωνειακές αρχές έχουν πάντοτε το δικαίωμα να εξαρτούν την αναστολή εκτελέσεως από τη σύσταση εγγυήσεως.

49 Κατά συνέπεια, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το γεγονός ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως μπορεί να προξενήσει ανεπανόρθωτη ζημία στον ενδιαφερόμενο ουδόλως συνεπάγεται ότι οι τελωνειακές αρχές δεν μπορούν να εξαρτήσουν την αναστολή της εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως από τη σύσταση εγγυήσεως. Εντούτοις, αν η απαίτηση συστάσεως εγγυήσεως μπορεί, λόγω της καταστάσεως του οφειλέτη, να προκαλέσει σοβαρές δυσκολίες οικονομικού ή κοινωνικού χαρακτήρα, οι τελωνειακές αρχές έχουν την ευχέρεια να μην απαιτήσουν τη σύσταση τέτοιας εγγυήσεως.

Επί του τρίτου ερωτήματος

50 Με το ερώτημα αυτό το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν το γεγονός ότι η αναστολή εκτελέσεως μιας προσβαλλόμενης τελωνειακής αποφάσεως εξαρτάται από τη σύσταση εγγυήσεως ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρές δυσκολίες οικονομικού ή κοινωνικού χαρακτήρα στον οφειλέτη, ο οποίος είναι άνεργος και λαμβάνει κατόπιν της απολύσεώς του επίδομα κοινωνικής πρόνοιας.

51 Οι τελωνειακές αρχές, για να εξακριβώνουν αν η επιβολή στον οφειλέτη της υποχρεώσεως συστάσεως εγγυήσεως ενδέχεται να του προκαλέσει τέτοιες δυσκολίες, οι τελωνειακές αρχές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όλες τις περιστάσεις που προσιδιάζουν στην κατάσταση του ενδιαφερομένου, ιδίως δε όσες αφορούν την οικονομική του κατάσταση.

52 Εν προκειμένω από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο προσφεύγων είναι άνεργος και λαμβάνει κατόπιν της απολύσεώς του επίδομα κοινωνικής πρόνοιας. Η απόλυσή του πραγματοποιήθηκε πριν ζητήσει την αναστολή της εκτελέσεως της τελωνειακής αποφάσεως την οποία προσβάλλει. Από τη δικογραφία αυτή προκύπτει επίσης ότι ο προσφεύγων ισχυρίζεται ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ότι, λόγω της οικονομικής του καταστάσεως, δεν είναι σε θέση να συστήσει εγγύηση. Το δικαστήριο αυτό δεν διευκρινίζει πάντως αν τούτο ευσταθεί.

53 Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι η επιβολή της υποχρεώσεως συστάσεως εγγυήσεως σε οφειλέτη που δεν διαθέτει επαρκή μέσα τού προκαλεί σοβαρές οικονομικές δυσκολίες. Κατά τον τελωνειακό κώδικα, η αδυναμία του οφειλέτη να συστήσει εγγύηση παρέχει συνεπώς στις τελωνειακές αρχές τη δυνατότητα να μην εξαρτούν την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως από τη σύσταση εγγυήσεως.

54 Στο τρίτο ερώτημα πρέπει επομένως να δοθεί η απάντηση ότι το γεγονός ότι η αναστολή εκτελέσεως μιας προσβαλλόμενης τελωνειακής αποφάσεως εξαρτάται από τη σύσταση εγγυήσεως ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρές δυσκολίες οικονομικού ή κοινωνικού χαρακτήρα στον οφειλέτη που δεν διαθέτει επαρκή μέσα για τη σύσταση τέτοιας εγγυήσεως.

Επί του τέταρτου ερωτήματος

55 Με το ερώτημα αυτό το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν, σε περίπτωση που η αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλόμενης τελωνειακής αποφάσεως εξαρτάται από τη σύσταση εγγυήσεως, το ποσό της εγγυήσεως αυτής πρέπει να ισούται με το ποσό της επίμαχης οφειλής ή μπορεί να περιοριστεί, εν όψει της οικονομικής καταστάσεως του οφειλέτη, σε μέρος μόνον του συνολικού ποσού της οφειλής.

56 Συναφώς, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το άρθρο 192 του τελωνειακού κώδικα προβαίνει σε διάκριση μεταξύ αφενός του ποσού της εγγυήσεως της οποίας η σύσταση είναι υποχρεωτική και αφετέρου του ποσού της εγγυήσεως της οποίας η σύσταση είναι προαιρετική.

57 Η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού ορίζει ότι το ποσό της εγγυήσεως της οποίας η σύσταση είναι υποχρεωτική ισούται με το ακριβές ποσό της οφειλής ή, αν το ποσό αυτό δεν μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια, με το υψηλότερο ποσό της οφειλής που έχει γεννηθεί ή είναι δυνατόν να γεννηθεί.

58 Εντούτοις, σε περίπτωση κατά την οποία η σύσταση της εγγυήσεως είναι προαιρετική, η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου δεν προβλέπει κανένα κατώτατο όριο για το ποσό της εγγυήσεως. Αντίθετα, στην περίπτωση αυτή, προβλέπει μόνον ότι το ποσό της εγγυήσεως δεν μπορεί να υπερβαίνει ένα ανώτατο όριο, και συγκεκριμένα το ποσό που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου.

59 Κατά συνέπεια, στην περίπτωση κατά την οποία η σύσταση εγγυήσεως είναι προαιρετική, το ποσό της εγγυήσεως μπορεί να υπολείπεται του ποσού της οφειλής ή, αν το ποσό αυτό δεν μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια, του υψηλότερου ποσού της οφειλής που έχει γεννηθεί ή είναι δυνατόν να γεννηθεί. Όταν οι τελωνειακές αρχές προσδιορίζουν το ενδεδειγμένο ποσό της εγγυήσεως στην περίπτωση αυτή, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όλες τις κρίσιμες περιστάσεις, μεταξύ των οποίων καταλέγεται η οικονομική κατάσταση του οφειλέτη.

60 Όπως τόνισε ήδη το Δικαστήριο με τη σκέψη 46 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 244, τρίτο εδάφιο, του τελωνειακού κώδικα προβλέπει κατά κανόνα την υποχρεωτική σύσταση εγγυήσεως. Κατά συνέπεια, το ύψος της πρέπει κανονικά να καθορίζεται σε ποσό ίσο με το ακριβές ποσό της οφειλής ή, αν το ποσό αυτό δεν μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια, σε ποσό ίσο με το υψηλότερο ποσό της οφειλής που έχει γεννηθεί ή είναι δυνατόν να γεννηθεί.

61 Εντούτοις, όταν η επιβολή της υποχρεώσεως συστάσεως εγγυήσεως ενδέχεται, λόγω της καταστάσεως του οφειλέτη, να του προκαλέσει σοβαρές δυσκολίες οικονομικού ή κοινωνικού χαρακτήρα, οι τελωνειακές αρχές έχουν τη δυνατότητα, δυνάμει της τελευταίας περιόδου της εν λόγω διατάξεως, να μην απαιτούν τη σύσταση εγγυήσεως (βλ. σκέψεις 47 και 48 της παρούσας αποφάσεως).

62 Δεδομένου ότι εν προκειμένω η σύσταση της εγγυήσεως είναι προαιρετική, το ποσό της εγγυήσεως μπορεί να καθοριστεί, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων περιστάσεων, στις οποίες περιλαμβάνεται και η οικονομική κατάσταση του οφειλέτη, σε οποιοδήποτε ποσό που δεν υπερβαίνει το συνολικό ποσό της οφειλής ή, αν το ποσό αυτό δεν μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια, το υψηλότερο ποσό της οφειλής που έχει γεννηθεί ή είναι δυνατόν να γεννηθεί.

63 Κατά συνέπεια, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η αναστολή της εκτελέσεως της προσβαλλόμενης τελωνειακής αποφάσεως εξαρτάται, βάσει του άρθρου 244, τρίτο εδάφιο, του τελωνειακού κώδικα, από τη σύσταση εγγυήσεως, το ποσό της εγγυήσεως αυτής πρέπει να καθορίζεται σε ποσό ίσο με το ακριβές ποσό της οφειλής ή, αν το ποσό αυτό δεν έχει καθοριστεί με ακρίβεια, σε ποσό ίσο με το υψηλότερο ποσό της οφειλής που έχει γεννηθεί ή είναι δυνατόν να γεννηθεί, εκτός αν η επιβολή της υποχρεώσεως συστάσεως εγγυήσεως ενδέχεται να προκαλέσει στον οφειλέτη δυσκολίες οικονομικού ή κοινωνικού χαρακτήρα· στην τελευταία αυτή περίπτωση το ποσό της εγγυήσεως μπορεί να καθοριστεί, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής καταστάσεως του οφειλέτη, σε ποσό υπολειπόμενο του συνολικού ποσού της εν λόγω οφειλής.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

64 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, που κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 31ης Μαρτίου 1995 το Hessisches Finanzgericht, Kassel, αποφαίνεται:

1) Το άρθρο 244, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, έχει την έννοια ότι οι τελωνειακές αρχές αναστέλλουν, εν όλω ή εν μέρει, την εκτέλεση της προσβαλλόμενης τελωνειακής αποφάσεως, εφόσον πληρούται μία έστω από τις δύο προϋποθέσεις που θέτει η εν λόγω διάταξη, πράγμα που σημαίνει ότι οι τελωνειακές αρχές υποχρεούνται να αναστέλλουν την εκτέλεση όταν υπάρχει κίνδυνος ανεπανόρθωτης ζημίας για τον ενδιαφερόμενο, χωρίς να χρειάζεται συγχρόνως να αμφιβάλλουν για τη συμφωνία της προσβαλλόμενης αποφάσεως με την τελωνειακή νομοθεσία.

2) Το γεγονός ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως μπορεί να προξενήσει ανεπανόρθωτη ζημία στον ενδιαφερόμενο ουδόλως συνεπάγεται ότι οι τελωνειακές αρχές δεν μπορούν να εξαρτήσουν την αναστολή της εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως από τη σύσταση εγγυήσεως. Εντούτοις, αν η απαίτηση συστάσεως εγγυήσεως μπορεί, λόγω της καταστάσεως του οφειλέτη, να προκαλέσει σοβαρές δυσκολίες οικονομικού ή κοινωνικού χαρακτήρα, οι τελωνειακές αρχές έχουν την ευχέρεια να μην απαιτήσουν τη σύσταση τέτοιας εγγυήσεως.

3) Το γεγονός ότι η αναστολή εκτελέσεως μιας προσβαλλόμενης τελωνειακής αποφάσεως εξαρτάται από τη σύσταση εγγυήσεως ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρές δυσκολίες οικονομικού ή κοινωνικού χαρακτήρα στον οφειλέτη που δεν διαθέτει επαρκή μέσα για τη σύσταση τέτοιας εγγυήσεως.

4) Σε περίπτωση κατά την οποία η αναστολή της εκτελέσεως της προσβαλλόμενης τελωνειακής αποφάσεως εξαρτάται, βάσει του άρθρου 244, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2913/92, από τη σύσταση εγγυήσεως, το ποσό της εγγυήσεως αυτής πρέπει να καθορίζεται σε ποσό ίσο με το ακριβές ποσό της οφειλής ή, αν το ποσό αυτό δεν έχει καθοριστεί με ακρίβεια, σε ποσό ίσο με το υψηλότερο ποσό της οφειλής που έχει γεννηθεί ή είναι δυνατόν να γεννηθεί, εκτός αν η επιβολή της υποχρεώσεως συστάσεως εγγυήσεως ενδέχεται να προκαλέσει στον οφειλέτη δυσκολίες οικονομικού ή κοινωνικού χαρακτήρα· στην τελευταία αυτή περίπτωση το ποσό της εγγυήσεως μπορεί να καθοριστεί, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής καταστάσεως του οφειλέτη, σε ποσό υπολειπόμενο του συνολικού ποσού της εν λόγω οφειλής.