61994O0120(01)

Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 1996. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας. - Διαγραφή. - Υπόθεση C-120/94.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1996 σελίδα I-01513


Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Διαδικασία * Παραίτηση του προσφεύγοντος * Διαγραφή

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 78)

2. Διαδικασία * Δικαστικά έξοδα * Παραίτηση μη δικαιολογούμενη από τη στάση του αντιδίκου

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 69 PAR 5)

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-120/94,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Christiaan Timmermans, βοηθό γενικό διευθυντή της Νομικής Υπηρεσίας, και Sean van Raepenbusch, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gomez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπουμένης από τους Κρατερό Ιωάννου, Βασίλειο Σκουρή, Στέλιο Περάκη, καθηγητές πανεπιστημίου, και Σπύρο Ζησιμόπουλο, νομικό σύμβουλο στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Ελλάδας, 117, Val Sainte-Croix,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε καταχρηστικά τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 224 της Συνθήκης ΕΚ για να δικαιολογήσει τα μονομερή μέτρα που έλαβε στις 16 Φεβρουαρίου 1994 με σκοπό να απαγορεύσει το εμπόριο, και ειδικότερα μέσω του λιμένα της Θεσσαλονίκης, προϊόντων καταγωγής, προελεύσεως ή με προορισμό την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, καθώς και την εισαγωγή στην Ελλάδα προϊόντων καταγωγής ή προελεύσεως αυτής της Δημοκρατίας, παραβαίνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΚ και από το κοινό καθεστώς εξαγωγών, όπως αυτό θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2603/69 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1969 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 101), από το κοινό καθεστώς εισαγωγών, όπως αυτό θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 288/82 του Συμβουλίου, της 5ης Φεβρουαρίου 1982 (ΕΕ 1982, L 35, σ. 1), από το καθεστώς που ισχύει για τις εισαγωγές στην Κοινότητα προϊόντων καταγωγής των Δημοκρατιών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, της Κροατίας, της Σλοβενίας και της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, όπως θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 3698/93 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1993 (ΕΕ 1993, L 344, σ. 1), και από το καθεστώς κοινοτικής διαμετακόμισης, όπως θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2726/90 του Συμβουλίου, της 17ης Σεπτεμβρίου 1990 (ΕΕ 1990, L 262, σ. 1),

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 22 Απριλίου 1994, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 225, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ, προσφυγή, με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε καταχρηστικά τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 224 της Συνθήκης ΕΚ για να δικαιολογήσει τα μονομερή μέτρα που έλαβε στις 16 Φεβρουαρίου 1994 με σκοπό να απαγορεύσει το εμπόριο, και ειδικότερα μέσω του λιμένα της Θεσσαλονίκης, προϊόντων καταγωγής, προελεύσεως ή με προορισμό την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, καθώς και την εισαγωγή στην Ελλάδα προϊόντων καταγωγής ή προελεύσεως αυτής της Δημοκρατίας, παραβαίνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΚ και από το κοινό καθεστώς εξαγωγών, όπως αυτό θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2603/69 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1969 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 101), από το κοινό καθεστώς εισαγωγών, όπως αυτό θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 288/82 του Συμβουλίου, της 5ης Φεβρουαρίου 1982 (ΕΕ 1982, L 35, σ. 1), από το καθεστώς που ισχύει για τις εισαγωγές στην Κοινότητα προϊόντων καταγωγής των Δημοκρατιών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, της Κροατίας, της Σλοβενίας και της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, όπως θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 3698/93 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1993 (ΕΕ 1993, L 344, σ. 1), και από το καθεστώς κοινοτικής διαμετακόμισης, όπως θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2726/90 του Συμβουλίου, της 17ης Σεπτεμβρίου 1990 (ΕΕ 1990, L 262, σ. 1).

2 Με διάταξη της 29ης Ιουνίου 1994, C-120/94 R, Επιτροπή κατά Ελλάδος (Συλλογή 1994, σ. Ι-3040), το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων, την οποία υπέβαλε η Επιτροπή και με την οποία εζητείτο να υποχρεωθεί η Ελληνική Δημοκρατία να αναστείλει, μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση επί της κύριας προσφυγής, την εκτέλεση των μέτρων που έλαβε στις 16 Φεβρουαρίου 1994 κατά της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας.

3 Οι διάδικοι διατύπωσαν τις προφορικές παρατηρήσεις τους κατά την κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση της 1ης Φεβρουαρίου 1995.

4 Ο γενικός εισαγγελέας ανέπτυξε τις προτάσεις του στις 6 Απριλίου 1995.

5 Με έγγραφο της 23ης Οκτωβρίου 1995, η Επιτροπή γνωστοποίησε στο Δικαστήριο ότι θεωρούσε ότι δεν είχε πλέον συμφέρον για να συνεχίσει τη διαδικασία, εφόσον μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας συνήφθη ενδιάμεση συμφωνία επί ορισμένων σημείων, οπότε η Ελλάδα ήρε τα εμπορικά μέτρα που είχε λάβει στις 16 Φεβρουαρίου 1994. Η Επιτροπή αποφάσισε, κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 78 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, να παραιτηθεί από τη δίκη στην υπόθεση αυτή και ζητεί όπως κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

6 Με έγγραφο της 22ας Νοεμβρίου 1995, η Ελληνική Κυβέρνηση ζήτησε από το Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση επί της ουσίας. Συναφώς, παρατηρεί κατά πρώτον ότι η ανάγκη διαγνώσεως της παραβιάσεως ή μη των κανόνων του κοινοτικού δικαίου, στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως κατά το άρθρο 169 της Συνθήκης ΕΚ, θεμελιώνει επαρκώς το συμφέρον για ολοκλήρωση της διαδικασίας επί της προσφυγής, ακόμη και όταν φαίνεται να έχει εκλείψει η προβαλλόμενη παράβαση. Εν συνεχεία, ισχυρίζεται ότι το κύριο αντικείμενο της προσφυγής αφορά ένα ζήτημα ουσιώδους σημασίας για την κοινοτική έννομη τάξη και ότι η Ελληνική Δημοκρατία έχει έννομο συμφέρον για έκδοση αποφάσεως από το Δικαστήριο, λόγω της ενδεχομένης ευθύνης της έναντι των προσώπων τα οποία θα επικαλούντο ζημία εξαιτίας της υποτιθέμενης παραβάσεως του άρθρου 224 της Συνθήκης. Τέλος, η Ελληνική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι από τις γενικές αρχές της εκατέρωθεν ακροάσεως και της ισότητας των διαδίκων προκύπτει ότι, σε περίπτωση παραιτήσεως του προσφεύγοντος μετά την ολοκλήρωση της προφορικής διαδικασίας, ο καθού έχει δικαίωμα να προβάλλει αντιρρήσεις και να εκθέτει τους λόγους που επιβάλλουν την έκδοση αποφάσεως του Δικαστηρίου επί της ουσίας.

7 Όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα, η Ελληνική Κυβέρνηση ζητεί να υπάρξει σχετική καταδίκη της Επιτροπής. Συναφώς, ισχυρίζεται ότι, εξαιρουμένων των περιπτώσεων όπου είτε δεν θα είχε η ίδια υποβάλει αίτημα περί των δικαστικών εξόδων είτε θα είχε συναφθεί συμφωνία μεταξύ των διαδίκων περί του επιμερισμού τους, το άρθρο 69, παράγραφοι 2 και 5, πρώτη περίοδος, του Κανονισμού Διαδικασίας αντιμετωπίζει τον παραιτούμενο διάδικο με τον ίδιο τρόπο όπως και τον ηττηθέντα. Εν συνεχεία, η Ελληνική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι ούτε προκάλεσε την άσκηση της προσφυγής από την Επιτροπή ούτε κατέστησε, με τη συμπεριφορά της, τη διαδικασία άνευ αντικειμένου.

8 Με τις κατατεθείσες στις 15 Δεκεμβρίου 1995 παρατηρήσεις της, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η παραίτησή της ήταν απόρροια της εκτιμήσεως που έκανε, ενεργώντας ως θεματοφύλακας της Συνθήκης, σχετικά με τη σκοπιμότητα να συνεχιστεί η δίκη. Προσφεύγοντας στο άρθρο 169 ή στο άρθρο 225 της Συνθήκης, η Επιτροπή δεν υπερασπίζεται τα δικά της συμφέροντα. Επιπλέον, το άρθρο 78 του Κανονισμού Διαδικασίας δεν απαιτεί τη σύμφωνη γνώμη του καθού για να γίνει δεκτό από το Δικαστήριο το αίτημα παραιτήσεως από τη δίκη και δεν περιορίζει το δικαίωμα του προσφεύγοντος να ζητήσει την παραίτηση σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου. Όσον αφορά την έννομη προστασία των ιδιωτών, η Επιτροπή παρατηρεί ότι αυτή παρέχεται κατ' αρχήν από τα εθνικά δικαστήρια και ότι η διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ παρέχει στα δικαστήρια αυτά τη δυνατότητα να ζητήσουν κάθε απαραίτητη διευκρίνιση σχετικά με τους εφαρμοστέους κοινοτικούς κανόνες, προκειμένου να μπορούν να κρίνουν τη νομιμότητα ενός εθνικού μέτρου σε σχέση με τους κανόνες αυτούς. Όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι δεν θα είχε αντίρρηση εάν, συναφώς, γινόταν διάκριση μεταξύ της κύριας προσφυγής και της αιτήσεως προσωρινών μέτρων.

9 Με τις κατατεθείσες στις 12 Ιανουαρίου 1996 παρατηρήσεις της, η Ελληνική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι η γενική αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως θα στερούνταν κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας αν ο καθού δεν είχε το δικαίωμα να αντιταχθεί στην παραίτηση του προσφεύγοντος ή αν δεν μπορούσε να έχει την εύλογη προσδοκία να ληφθούν σοβαρά υπόψη οι παρατηρήσεις του. Εν συνεχεία, η Ελληνική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι εν προκειμένω μόνο το άρθρο 77 του Κανονισμού Διαδικασίας μπορεί να εφαρμοστεί, δεδομένου ότι επί της ουσίας η διαδικασία έχει περατωθεί. Τέλος, υπογραμμίζει ότι ο σκοπός της διαδικασίας επί παραβάσει δεν είναι μόνον η εξάλειψη των παραβάσεων, αλλά και η διαπίστωση ενδεχομένης παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου.

Επί της παραιτήσεως

10 Το άρθρο 77 του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι, αν, προτού το Δικαστήριο εκδώσει την απόφασή του, οι διάδικοι συμφωνήσουν στη λύση της διαφοράς και γνωστοποιήσουν στο Δικαστήριο ότι παραιτούνται από κάθε αξίωση, ο Πρόεδρος διατάσσει τη διαγραφή της υποθέσεως από το Πρωτόκολλο. Το άρθρο 78 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι, αν ο προσφεύγων γνωστοποιήσει εγγράφως στο Δικαστήριο ότι παραιτείται από τη δίκη, ο Πρόεδρος διατάσσει τη διαγραφή της υποθέσεως από το Πρωτόκολλο.

11 Δεν αμφισβητείται εν προκειμένω ότι η παραίτηση της Επιτροπής δεν επήλθε κατόπιν συμφωνίας μεταξύ αυτής και της Ελληνικής Δημοκρατίας, αλλά λόγω του ότι η Επιτροπή, ως προσφεύγουσα, επιθυμεί να παραιτηθεί από τη δίκη, εκτιμώντας ότι δεν υφίσταται πλέον συμφέρον για τη συνέχιση της διαδικασίας ενόψει των εξελίξεων που έλαβαν χώρα μετά την περάτωση της προφορικής διαδικασίας.

12 Κατά το άρθρο 78 του Κανονισμού Διαδικασίας, αρκεί ο προσφεύγων να γνωστοποιήσει εγγράφως στο Δικαστήριο ότι παραιτείται από τη δίκη για να διατάξει ο Πρόεδρος τη διαγραφή της υποθέσεως.

13 Επομένως, η παραίτηση της Επιτροπής στην υπό κρίση υπόθεση πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 78 του Κανονισμού Διαδικασίας. Πρέπει, κατά συνέπεια, να διαταχθεί η διαγραφή της υποθέσεως από το Πρωτόκολλο και να ληφθεί απόφαση επί των δικαστικών εξόδων.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

14 Το άρθρο 78 του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι η απόφανση επί των δικαστικών εξόδων χωρεί σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού. Κατά τη διάταξη αυτή, ο παραιτούμενος διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του αντιδίκου. Ωστόσο, κατά τη δεύτερη περίοδο της παραγράφου αυτής, κατόπιν αιτήσεως του παραιτουμένου διαδίκου, καταδικάζεται στα έξοδα ο αντίδικος αν τούτο δικαιολογείται από τη στάση του.

15 Εν προκειμένω, η Επιτροπή ζητεί, βάσει του άρθρου 69, παράγραφος 5, δεύτερη περίοδος, όπως κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Συναφώς, η Επιτροπή περιορίστηκε να αναφέρει το γεγονός ότι η Ελληνική Δημοκρατία ήρε τα επίδικα μέτρα.

16 Το γεγονός αυτό δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι η στάση της Ελληνικής Δημοκρατίας δικαιολογεί το να φέρει αυτή τα δικαστικά έξοδα. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί ότι η προσφυγή και η επακόλουθη παραίτηση της Επιτροπής υπήρξαν απόρροια της στάσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας, παρά μόνον εάν υπετίθετο ότι η προσφυγή της Επιτροπής ήταν βάσιμη. Κατόπιν όμως της παραιτήσεως, η προσφυγή της Επιτροπής δεν μπορεί πλέον να εξεταστεί κατ' ουσίαν.

17 Επομένως, η Επιτροπή πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας επί των ασφαλιστικών μέτρων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

διατάσσει:

1) Διαγράφει την υπόθεση C-120/94 από το Πρωτόκολλο.

2) Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας επί των ασφαλιστικών μέτρων.

Λουξεμβούργο, 19 Μαρτίου 1996.