61992J0414

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΕΚΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 2ΑΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 1994. - SOLO KLEINMOTOREN GMBH ΚΑΤΑ EMILIO BOCH. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: BUNDESGERICHTSHOF - ΓΕΡΜΑΝΙΑ. - ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ - ΑΡΘΡΟ 27, ΣΗΜΕΙΟ 3 - ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΕΚΔΟΘΕΙ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΔΙΑΔΙΚΩΝ - ΕΝΝΟΙΑ - ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-414/92.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1994 σελίδα I-02237


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων * Αναγνώριση και εκτέλεση * 'Εννοια της "αποφάσεως" * 'Εκταση * Δικαστικός συμβιβασμός * Δεν καλύπτεται

(Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, άρθρο 25)

2. Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων * Αναγνώριση και εκτέλεση * Λόγοι για τη μη αναγνώριση και εκτέλεση * Στενή ερμηνεία * Απόφαση ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί στο κράτος αναγνωρίσεως * Εξομοίωση του δικαστικού συμβιβασμού που έχει καταρτιστεί εντός του κράτους αναγνωρίσεως προς απόφαση που έχει εκδοθεί από δικαστήριο του κράτους αυτού * Δεν επιτρέπεται

(Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, άρθρο 27, σημείο 3)

Περίληψη


1. Η έννοια της "αποφάσεως", η οποία ορίζεται στο άρθρο 25 της Συμβάσεως για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καλύπτει, προς τον σκοπό της εφαρμογής των διαφόρων διατάξεων της Συμβάσεως στις οποίες χρησιμοποιείται ο όρος αυτός, μόνο τις δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί πράγματι από δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους, το οποίο έχει αποφανθεί κυριαρχικώς επί ορισμένων από τα επίμαχα μεταξύ των διαδίκων σημεία. Δεν ανήκουν σ' αυτή την κατηγορία οι συμβιβασμοί, ακόμη και αν έχουν καταρτισθεί ενώπιον δικαστηρίου συμβαλλομένου κράτους και θέτουν τέρμα στη διαφορά, αφού οι δικαστικοί συμβιβασμοί έχουν πρωτίστως συμβατικό χαρακτήρα, καθόσον το περιεχόμενό τους εξαρτάται κυρίως από τη βούληση των μερών.

2. Το άρθρο 27 της Συμβάσεως πρέπει να ερμηνεύεται στενά, καθόσον αποτελεί εμπόδιο στην επίτευξη ενός από τους θεμελιώδεις σκοπούς της Συμβάσεως, δηλαδή του σκοπού της κατά το δυνατόν διευκολύνσεως της "ελεύθερης κυκλοφορίας" των δικαστικών αποφάσεων, με τη θέσπιση μιας απλής και ταχείας διαδικασίας για την περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου. Για τον λόγο αυτό το άρθρο 27, σημείο 3, της Συμβάσεως πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι ο εκτελεστός συμβιβασμός που καταρτίζεται ενώπιον δικαστηρίου του κράτους αναγνωρίσεως, προκειμένου να τεθεί τέρμα σε εκκρεμή διαφορά, δεν αποτελεί "απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ίδιων διαδίκων στο κράτος αναγνωρίσεως", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, και η οποία κωλύει, σύμφωνα με τις διατάξεις της εν λόγω Συμβάσεως, την αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως που έχει εκδοθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-414/92,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Bundesgerichtshof προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971, για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Solo Kleinmotoren GmbH

και

Emilio Boch,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 27, σημείο 3, της ανωτέρω Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 (ΕΕ L 388 της 31.12.1982, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (ΕΕ L 388 της 31.12.82, σ. 24),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους G. F. Mancini, πρόεδρο τμήματος, Κ. Ν. Κακούρη, F. A. Schockweiler (εισηγητή), P. J. G. Kapteyn και J. L. Murray, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: C. Gulmann

γραμματέας: H. A. Ruehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η Solo Kleinmotoren GmbH, εκπροσωπούμενη από τον R. A. Schuetze, δικηγόρο Στουτγάρδης,

- ο Emilio Boch, εκπροσωπούμενος από τον P. Mueller, δικηγόρο Στουτγάρδης, και τους A. Rizzi και F. Ferria Contin, δικηγόρους Μιλάνου,

- η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ch. Boehmer, Ministerialrat του ομοσπονδιακού Υπουργείου Δικαιοσύνης,

- η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή L. Ferrari Bravo, προϊστάμενο της Υπηρεσίας Διπλωματικών Διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Ο. Fiumara, avvocato dello Stato,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον P. van Nuffel, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενο από τον W.-D. Krause-Ablass, δικηγόρο Duesseldorf,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της εταιρίας Solo Kleinmotoren GmbH, εκπροσωπούμενης από τους R. A. Schuetze και T. R. Kloetzel, δικηγόρους Στουτγάρδης, του Emilio Boch και της Επιτροπής κατά τη συνεδρίαση της 10ης Φεβρουαρίου 1994,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 22ας Μαρτίου 1994,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με Διάταξη της 5ης Νοεμβρίου 1992, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Δεκεμβρίου 1992, το Bundesgerichtshof υπέβαλε, δυνάμει του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971, για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 388 της 31.12.1982, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1988, για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (ΕΕ L 388 της 31.12.1982, σ. 24, στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών), δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 27, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν κατά την εκδίκαση διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Solo Kleinmotoren GmbH (στο εξής: Solo Kleinmotoren), που είναι εγκατεστημένη στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, και του E. Boch, ιδιοκτήτη επιχειρήσεως λιανικού εμπορίου γεωργικών μηχανημάτων, η οποία είναι εγκατεστημένη στην Ιταλία, αντικείμενο δε της διαφοράς είναι η περιβολή μιας τελεσίδικης αποφάσεως που εξέδωσε ιταλικό δικαστήριο επί αστικής υποθέσεως με τον εκτελεστήριο τύπο στη Γερμανία.

3 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι μέχρι το 1966 η επιχείρηση του Boch πωλούσε εντός της Ιταλίας, υπό την εμπορική επωνυμία Solo, γεωργικά μηχανήματα που του προμήθευε η Solo Kleinmotoren. Στη συνέχεια, η εταιρία Solo Italiana SpA (στο εξής: Solo Italiana) άρχισε να εμπορεύεται εντός του κράτους αυτού τα μηχανήματα που κατασκεύαζε η Solo Kleinmotoren, η οποία συνεπώς έπαυσε να εφοδιάζει την επιχείρηση του Boch. Κατόπιν αυτού ο Boch άσκησε δύο αγωγές.

4 Καταρχάς, ο Boch ενήγαγε τη Solo Kleinmotoren ενώπιον του Tribunale civile di Milano (Ιταλία) για μη εκτέλεση της συμβάσεως προμηθείας. Το 1975 το Corte d'appello di Milano υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει εντόκως ποσό μεγαλύτερο των 48 000 000 ιταλικών λιρών (LIT). Κατόπιν αιτήσεως του Boch, η απόφαση αυτή περιβλήθηκε τον εκτελεστήριο τύπο στη Γερμανία, σύμφωνα με τις διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Κατόπιν προσφυγής της Solo Kleinmotoren κατά της αποφάσεως αυτής περί περιαφής του εκτελεστήριου τύπου, οι διάδικοι κατάρτισαν στις 24 Φεβρουαρίου 1978 ενώπιον του Oberlandesgericht Stuttgart (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας) συμβιβασμό με το εξής περιεχόμενο:

"1. Η (Solo Kleinmotoren) θα καταβάλει (στον Boch) τη Δευτέρα, 27 Φεβρουαρίου 1978, δι' εγχειρίσεως τραπεζικής επιταγής στον δικηγόρο Χ, ποσό 160 000 γερμανικών μάρκων (DM).

2. Η (Solo Kleinmotoren) θα παραλάβει, με δικά της έξοδα, από τη μεταφορική επιχείρηση Υ μέχρι τις 31 Μαρτίου 1978 τα εμπορεύματα που περιγράφονται στον 'πίνακα φορτωμένων εμπορευμάτων' . Ο (Boch) πρέπει να ειδοποιηθεί μια εβδομάδα πριν από την παραλαβή αυτή. Ο (Boch) εγγυάται ότι έχει καταβάλει τα έξοδα αποθηκεύσεως μέχρι τις 31 Μαρτίου 1978 και ότι δεν υφίσταται κανένα άλλο βάρος επί των εμπορευμάτων η (Solo Kleinmotoren) παραιτείται από την εγγύηση για τα εμπορεύματα που θα παραλάβει.

3. Ο παρών συμβιβασμός έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση όλων των αμοιβαίων αξιώσεων των συμβαλλομένων που απορρέουν από τη συμβατική σχέση τους, καθώς και την απόσβεση των αμοιβαίων αξιώσεων που υφίστανται μεταξύ του (Boch) και της εταιρίας Ιnter Solo, που εδρεύει στο Zug.

Ο (Boch) αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην προβάλει τις αξιώσεις που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας διαφοράς κατά της εταιρίας Solo Italiana, που εδρεύει στην Bologna.

4. Η (Solo Kleinmotoren) θα επιβαρυνθεί με τα δικαστικά έξοδα, τα δικά της εξωδικαστικά έξοδα και τα έξοδα δικηγόρου στα οποία υποβλήθηκε ο Boch κατά την παρούσα διαδικασία ο (Boch) θα επιβαρυνθεί με τα λοιπά έξοδά του."

5 Δεύτερον, ο Boch ενήγαγε ενώπιον του Tribunale civile di Bologna (Ιταλία) τη Solo Kleinmotoren και τη Solo Italiana για προσβολή του δικαιώματός του επί της εμπορικής επωνυμίας "Solo" και για αθέμιτο ανταγωνισμό. Το 1979 το Corte d'appello di Bologna αποφάνθηκε ότι η Solo Kleinmotoren και η Solo Italiana ήσαν συνυπεύθυνες για την προσβολή του δικαιώματος επί της εμπορικής επωνυμίας "Solo" καθώς και για αθέμιτο ανταγωνισμό σε βάρος του Boch και υποχρέωσε τις δύο εναγόμενες εταιρίες, ως οφειλέτιδες εις ολόκληρον, να του καταβάλουν αποζημίωση, το ύψος της οποίας θα καθοριζόταν στο πλαίσιο χωριστής διαδικασίας. Στο σκεπτικό της αποφάσεως αυτής το εν λόγω δικαστήριο εξέτασε την ένσταση της Solo Italiana ότι ο προαναφερθείς δικαστικός συμβιβασμός είχε ως συνέπεια την απόσβεση των αξιώσεων του Boch. Επ' αυτού το ιταλικό δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν επιτρεπόταν η επίκληση του εν λόγω συμβιβασμού στο πλαίσιο της ενώπιόν του διαδικασίας, αφού ο συμβιβασμός αυτός δεν είχε κηρυχθεί εκτελεστός στην Ιταλία και από το κείμενό του προέκυπτε ότι ο διακανονισμός που είχε επιτευχθεί μεταξύ των συμβιβασθέντων δεν αφορούσε τα επίδικα ενώπιον των δικαστηρίων της Μπολόνια ζητήματα. Η απόφαση αυτή του Corte d'appello di Bologna απέκτησε ισχύ δεδικασμένου.

6 Το 1981 ο Boch άσκησε ενώπιον του Tribunale civile di Bologna αγωγή, με την οποία ζήτησε τον καθορισμό της αποζημιώσεως που όφειλαν να του καταβάλουν η Solo Kleinmotoren και η Solo Italiana σύμφωνα με την απόφαση του Corte d'appello di Bologna. Στις 18 Φεβρουαρίου 1986 το Tribunale civile αποφάνθηκε ότι οι δύο εναγόμενες εταιρίες όφειλαν να καταβάλουν στον Boch αποζημίωση ύψους 180 000 000 LIT. Το Corte d'appello di Bologna απέρριψε την έφεση που άσκησε κατά της ανωτέρω αποφάσεως η Solo Kleinmotoren. Τα δύο αυτά δικαστήρια απέρριψαν το επιχείρημα της Solo Kleinmotoren ότι ο συμβιβασμός που είχε καταρτισθεί στη Στουτγάρδη έθεσε τέρμα στις σχέσεις μεταξύ των διαδίκων, καθόσον αποφάνθηκαν ότι το ζήτημα αυτό επιλύθηκε οριστικά με την απόφαση που εξέδωσε το 1979 το Corte d'appello di Bologna.

7 Κατόπιν αυτών ο Boch υπέβαλε στο Landgericht Stuttgart αίτηση περιβολής της αποφάσεως του Tribunale civile di Bologna, της 18ης Φεβρουαρίου 1986, με τον εκτελεστήριο τύπο στη Γερμανία. Το Landgericht δέχθηκε την αίτηση αυτή. Κατόπιν της απορρίψεως από το Oberlandesgericht Stuttgart της προσφυγής που άσκησε η Solo Kleinmotoren κατά της αποφάσεως του Landgericht, η εταιρία αυτή υπέβαλε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Bundesgerichtshof, με την οποία ζητεί την ακύρωση της διατάξεως του Oberlandesgericht και την απόρρριψη της αιτήσεως περιαφής του εκτελεστηρίου τύπου στην ιταλική απόφαση.

8 Ενώπιον του Bundesgerichtshof η Solo Kleinmotoren ισχυρίσθηκε ότι η εκτέλεση της ιταλικής αποφάσεως στη Γερμανία αντιβαίνει προς το άρθρο 27, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, καθόσον η ιταλική αυτή απόφαση είναι ασυμβίβαστη με τον δικαστικό συμβιβασμό που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων στις 24 Φεβρουαρίου 1978 ενώπιον του Oberlandesgericht Stuttgart. Προς στήριξη της απόψεώς της, η Solo Kleinmotoren υποστήριξε ότι ο συμβιβασμός αυτός είχε ως αποτέλεσμα την απόσβεση όλων των αξιώσεων που είχαν γεννηθεί από τις εμπορικές σχέσεις που υφίσταντο προηγουμένως μεταξύ των διαδίκων, περιλαμβανομένων και των αξιώσεων του Boch που είχαν αναγνωρισθεί με την απόφαση του Tribunale civile di Bologna της 18ης Φεβρουαρίου 1986.

9 Επειδή αμφέβαλλε κατά πόσον ο δικαστικός συμβιβασμός μπορεί να εξομοιωθεί προς "απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ίδιων διαδίκων στο κράτος αναγνωρίσεως", κατά την έννοια του άρθρου 27, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, και συνεπώς να κωλύει, σύμφωνα με τις διατάξεις της Συμβάσεως αυτής, την αναγνώριση και την εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως που έχει εκδοθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, εφόσον υπάρχει ασύμβατο μεταξύ της αποφάσεως αυτής και του συμβιβασμού, το Bundesgerichtshof ανέστειλε τη δίκη μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί με προδικαστική απόφαση επί των εξής ερωτημάτων:

"1) Μπορεί να αποτελεί απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 27, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, με την οποία να είναι ασυμβίβαστη η απόφαση της οποίας ζητείται η αναγνώριση, ακόμη και ο εκτελεστός συμβιβασμός ο οποίος καταρτίσθηκε κατά τη διάρκεια δίκης μεταξύ των ίδιων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίου του κράτους αναγνωρίσεως με σκοπό τον διακανονισμό της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων αυτών;

2. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό: ισχύει τούτο για όλες τις ρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο του συμβιβασμού αυτού ή μόνο για τις ρυθμίσεις εκείνες που θα μπορούσαν να εκτελεστούν αυτοτελώς, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 51 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, και μάλιστα μόνο εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αναγκαστικής εκτελέσεως;"

Επί του πρώτου ερωτήματος

10 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει ευθύς εξαρχής να υπομνησθεί ότι, κατά παρέκκλιση από την αρχή που διακηρύσσεται στο άρθρο 26, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών και σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις που εκδίδονται σε συμβαλλόμενο κράτος αναγνωρίζονται στα υπόλοιπα συμβαλλόμενα κράτη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία, τα άρθρα 27 και 28 της Συμβάσεως αυτής απαριθμούν περιοριστικά τους λόγους για τους οποίους επιτρέπεται η μη αναγνώριση των αποφάσεων αυτών.

11 Συγκεκριμένα, το άρθρο 27 της Συμβάσεως ορίζει τα εξής:

"Απόφαση δεν αναγνωρίζεται:

(...)

3) αν η απόφαση είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ίδιων διαδίκων στο κράτος αναγνωρίσεως,

(...)".

12 Το άρθρο 31, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως ορίζει τα εξής:

"Απόφαση που εκδόθηκε και είναι εκτελεστή σε συμβαλλόμενο κράτος εκτελείται σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, αφού περιβληθεί εκεί τον εκτελεστήριο τύπο, με αίτηση κάθε ενδιαφερομένου".

13 Το άρθρο 34, δεύτερο εδάφιο, της Συμβάσεως προβλέπει τα εξής:

"Η αίτηση μπορεί να απορριφθεί μόνο για έναν από τους λόγους που προβλέπονται στα άρθρα 27 και 28".

14 Προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσον ένας δικαστικός συμβιβασμός σαν τον συμβιβασμό που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης αποτελεί "απόφαση", κατά την έννοια του άρθρου 27, σημείο 3, πρέπει να τονισθεί ότι το άρθρο 25 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το οποίο ανήκει στον τίτλο ΙΙΙ της Συμβάσεως, το οποίο επιγράφεται "Αναγνώριση και εκτέλεση", ορίζει τα εξής:

"Ως απόφαση, κατά την έννοια της παρούσας Συμβάσεως, νοείται κάθε απόφαση εκδιδόμενη από δικαστήριο συμβαλλόμενου κράτους, οποιαδήποτε και αν είναι η ονομασία της, όπως απόφαση, διαταγή, διαταγή εκτελέσεως, καθώς και ο καθορισμός της δικαστικής δαπάνης από τον γραμματέα."

15 Από το γράμμα του άρθρου 25 προκύπτει ότι η έννοια της "αποφάσεως", όπως ορίζεται στο άρθρο αυτό, καλύπτει, προς τον σκοπό της εφαρμογής των διαφόρων διατάξεων της Συμβάσεως των Βρυξελλών στις οποίες χρησιμοποιείται ο όρος αυτός, μόνο τις δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται πράγματι από δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους.

16 'Οπως διευκρινίζεται στην έκθεση των εμπειρογνωμόνων σχετικά με τη Σύμβαση (ΕΕ 1986, C 298, σ. 70, προς το τέλος), το άρθρο 25 χαρακτηρίζει ρητά ως "απόφαση" τον εκ μέρους του γραμματέα του δικαστηρίου προσδιορισμό των δικαστικών εξόδων, αφού ο γραμματέας ενεργεί, σύμφωνα με τον γερμανικό Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ο οποίος προβλέπει τη δυνατότητα αυτή, ως όργανο του δικαστηρίου που εκδίκασε την απόφαση επί της ουσίας και αφού, σε περίπτωση αντιρρήσεων, στον προσδιορισμό των εξόδων προβαίνει ένα κατά κυριολεξία δικαιοδοτικό όργανο.

17 Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, για να μπορεί μια πράξη να χαρακτηρισθεί ως "απόφαση", κατά την έννοια της Συμβάσεως των Βρυξελλών, η πράξη αυτή πρέπει να προέρχεται από δικαιοδοτικό όργανο συμβαλλομένου κράτους που έχει αποφανθεί κυριαρχικώς επί ορισμένων από τα επίμαχα μεταξύ των διαδίκων σημείων.

18 Η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται στην περίπτωση των συμβιβασμών, ακόμη και αν ο συμβιβασμός καταρτίζεται ενώπιον δικαστηρίου συμβαλλομένου κράτους και θέτει τέρμα στη διαφορά. 'Οπως άλλωστε διευκρινίζεται στην προαναφερθείσα έκθεση των εμπειρογνωμόνων (σ. 84), οι δικαστικοί συμβιβασμοί έχουν πρωτίστως συμβατικό χαρακτήρα, αφού το περιεχόμενό τους εξαρτάται κυρίως από τη βούληση των μερών.

19 Εξάλλου, καμία άλλη ερμηνεία δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή προς τον σκοπό της εφαρμογής του άρθρου 27, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

20 'Οπως τονίστηκε ήδη στη σκέψη 15 της παρούσας αποφάσεως, ο ορισμός της έννοιας της "αποφάσεως" στο άρθρο 25 ισχύει για όλες τις διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών στις οποίες χρησιμοποιείται ο όρος αυτός. Επιπλέον, το άρθρο 27 αποτελεί εμπόδιο στην επίτευξη ενός από τους θεμελιώδεις σκοπούς της Συμβάσεως των Βρυξελλών, δηλαδή του σκοπού της κατά το δυνατόν διευκολύνσεως της "ελεύθερης κυκλοφορίας" των δικαστικών αποφάσεων, με τη θέσπιση μιας απλής και ταχείας διαδικασίας για την περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου. Η διάταξη αυτή προβλέπει επομένως ορισμένη εξαίρεση και συνεπώς πρέπει να ερμηνεύεται στενά, πράγμα που σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται να εξομοιώνεται ο δικαστικός συμβιβασμός με απόφαση που εκδίδεται από δικαστήριο.

21 Εξάλλου, στην προαναφερθείσα έκθεση των εμπειρογνωμόνων (σ. 73) διευκρινίζεται, σε σχέση με τον λόγο μη αναγνωρίσεως ο οποίος εκτίθεται στο άρθρο 27, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, ότι "η κοινωνική ειρήνη ενός κράτους θα διαταρασσόταν, αν ήταν δυνατόν να επωφεληθεί κανείς από δύο αντιφατικές δικαστικές αποφάσεις". Η διατάραξη αυτή είναι τόσο σοβαρή, ώστε να δικαιολογείται, κατά τη Σύμβαση των Βρυξελλών, η άρνηση αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αποφάσεως που έχει εκδοθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος και για την οποία προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι είναι ασυμβίβαστη προς απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ίδιων διαδίκων εντός του κράτους αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως, μόνο εφόσον η τελευταία αυτή πράξη αποτελεί απόφαση δικαστηρίου με την οποία επιλύεται ορισμένο επίμαχο ζήτημα.

22 Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι η περίπτωση των δικαστικών συμβιβασμών ρυθμίζεται ρητά από το άρθρο 51 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το οποίο ανήκει στον τίτλο ΙV της Συμβάσεως αυτής ("Δημόσια έγγραφα και δικαστικοί συμβιβασμοί") και προβλέπει ειδικούς κανόνες για την εκτέλεσή τους.

23 Η ανωτέρω διάταξη ορίζει τα εξής:

"Συμβιβασμοί που καταρτίζονται ενώπιον δικαστηρίου κατά τη διάρκεια δίκης και είναι εκτελεστοί στο κράτος προελεύσεως είναι εκτελεστοί και στο κράτος εκτελέσεως με τους ίδιους όρους όπως και τα δημόσια έγγραφα".

24 Το άρθρο 50, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών προβλέπει όμως, παρεκκλίνοντας από τη ρύθμιση που διέπει την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων, ότι η αίτηση περιαφής του εκτελεστήριου τύπου σε δημόσιο έγγραφο εντός άλλου συμβαλλομένου κράτους και όχι του κράτους στο οποίο το έγγραφο αυτό έχει εκδοθεί και είναι εκτελεστό επιτρέπεται να απορριφθεί μόνο εφόσον η εκτέλεση αντίκειται στη δημόσια τάξη του κράτους εκτελέσεως.

25 Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα που υπέβαλε το Bundesgerichtshof πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 27, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών έχει την έννοια ότι ο εκτελεστός συμβιβασμός που καταρτίζεται ενώπιον δικαστηρίου του κράτους αναγνωρίσεως, προκειμένου να τεθεί τέρμα σε εκκρεμή διαφορά, δεν αποτελεί "απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ίδιων διαδίκων στο κράτος αναγνωρίσεως", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, και η οποία κωλύει, σύμφωνα με τις διατάξεις της εν λόγω Συμβάσεως, την αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως που έχει εκδοθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

26 Κατόπιν της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα δεν χρειάζεται να δοθεί απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

27 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική και Ιταλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με Διάταξη της 5ης Νοεμβρίου 1992 το Bundesgerichtshof, αποφαίνεται:

Το άρθρο 27, σημείο 3, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, έχει την έννοια ότι ο εκτελεστός συμβιβασμός που καταρτίζεται ενώπιον δικαστηρίου του κράτους αναγνωρίσεως, προκειμένου να τεθεί τέρμα σε εκκρεμή διαφορά, δεν αποτελεί "απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ίδιων διαδίκων στο κράτος αναγνωρίσεως", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, και η οποία κωλύει, σύμφωνα με τις διατάξεις της εν λόγω Συμβάσεως, την αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως που έχει εκδοθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος.