61991J0327

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 9ΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1994. - ΓΑΛΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ/ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ - ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ - ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ - ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΔΙΚΑΙΟΥ - ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-327/91.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1994 σελίδα I-03641
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I-00047
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I-00047


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Προσφυγή ακυρώσεως * Πράξεις που υπόκεινται σε προσφυγή * 'Εννοια * Πράξεις που παράγουν έννομα αποτελέσματα * Σύναψη από την Επιτροπή διεθνούς συμφωνίας

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 173, εδ. 1)

2. Διεθνείς συμφωνίες * Συμφωνίες της Κοινότητας * Σύναψη * Ικανότητα που διαθέτει η Κοινότητα και όχι τα όργανά της

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 210 και 228)

3. Διεθνείς συμφωνίες * Συμφωνίες της Κοινότητας * Σύναψη * 'Αρθρο 228 της Συνθήκης * Κατανομή των αρμοδιοτήτων * Παροχή στα διάφορα όργανα συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων * Κατ' αρχήν αρμοδιότητα του Συμβουλίου * Αρμοδιότητα της Επιτροπής * Παρεκκλίνων χαρακτήρας * Ευρεία ερμηνεία * Ανεπίτρεπτη

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 228 Συνθήκη ΕΚΑΕ άρθρο 101, εδ. 3)

4. Διεθνείς συμφωνίες * Συμφωνίες της Κοινότητας * Σύναψη * 'Ελλειψη αρμοδιότητας της Επιτροπής για τη σύναψη με τρίτο κράτος συμφωνίας στον τομέα της εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 89 και 228 κανονισμοί του Συμβουλίου 17 και 4064/89)

Περίληψη


1. Προκειμένου μια προσφυγή να είναι παραδεκτή σύμφωνα με το άρθρο 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, η βαλλομένη πράξη πρέπει να αποτελεί πράξη οργάνου η οποία παράγει έννομα αποτελέσματα. Εφόσον από το ίδιο το κείμενο μιας συμφωνίας που έχει συναφθεί από την Επιτροπή με τρίτο κράτος προκύπτει ότι η συμφωνία σκοπεί στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων, η πράξη με την οποία η Επιτροπή εξέφρασε τη βούληση να συνάψει τη συμφωνία πρέπει να μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως. Πράγματι, η άσκηση των αρμοδιοτήτων που έχουν εκχωρηθεί στα όργανα της Κοινότητας, στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, δεν μπορεί να εξαιρεθεί από τον δικαστικό έλεγχο νομιμότητας που προβλέπεται από το άρθρο 173 της Συνθήκης.

2. Μόνον η Κοινότητα, η οποία διαθέτει σύμφωνα με το άρθρο 210 της Συνθήκης νομική προσωπικότητα, έχει, αποκλειομένων των οργάνων της, την ικανότητα να αναλαμβάνει υποχρεώσεις μέσω συνάψεως συμφωνιών με τρίτο κράτος ή διεθνή οργανισμό.

3. 'Οσον αφορά τον τομέα της συνάψεως συνθηκών, το άρθρο 228 της Συνθήκης αποτελεί αυτόνομη και γενική διάταξη θεσμικού περιεχομένου, καθόσον παρέχει στα κοινοτικά όργανα συγκεκριμένες αρμοδιότητες.

Το γεγονός ότι ο τεθείς με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού κανόνας κατά τον οποίο αρμόδιο για τη σύναψη διεθνών συμφωνιών είναι το Συμβούλιο επιδέχεται εξαίρεση, εφόσον η εν λόγω αρμοδιότητα ασκείται υπό την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, δεν μπορεί να προβληθεί από την τελευταία προκειμένου αυτή να διεκδικήσει, παραπέμποντας στην πρακτική ή αντλώντας κατ' αναλογία επιχείρημα με βάση το άρθρο 101, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΕ, αρμοδιότητες που δεν της παρέχει η Συνθήκη.

4. 'Εστω και αν η Επιτροπή είναι αρμόδια, βάσει του άρθρου 89 της Συνθήκης καθώς και των κανονισμών 17 και 4064/89, για τη λήψη ατομικών αποφάσεων για την εφαρμογή των κανόνων περί ανταγωνισμού, δεν είναι ωστόσο αρμόδια για τη σύναψη με τρίτο κράτος διεθνούς συμφωνίας στον ίδιο τομέα. Πράγματι, η εσωτερική αυτή αρμοδιότητα δεν μπορεί να τροποποιήσει την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κοινοτικών οργάνων όσον αφορά τη σύναψη διεθνών συμφωνιών, η οποία έχει προσδιοριστεί με το άρθρο 228 της Συνθήκης.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-327/91,

Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους Jean-Pierre Puissochet, διευθυντή νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και Geraud de Bergues, κύριο βοηθό γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων στο ίδιο υπουργείο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Γαλλίας, 9, boulevard du Prince Henri,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από

το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τον Alberto Jose Navarro Gonzalez, γενικό διευθυντή κοινοτικού νομικού και θεσμικού συντονισμού, και την Gloria Calvo Diaz, abogado del Estado, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Ισπανίας, 4-6, boulevard Emmanuel Servais,

και

το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από τους A. Bos, νομικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών, και J. W. de Zwaan, βοηθό νομικό σύμβουλο στο ίδιο υπουργείο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία των Κάτω Χωρών, 5, rue C. M. Spoo,

παρεμβαίνοντα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από την Marie-Jose Jonczy, νομικό σύμβουλο, και τους Pieter-Jan Kuyper και Julian Currall, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της συμφωνίας μεταξύ της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Κυβερνήσεως των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με την εφαρμογή του δικαίου τους περί ανταγωνισμού η οποία υπεγράφη και ετέθη σε ισχύ στις 23 Σεπτεμβρίου 1991,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους O. Due, Πρόεδρο, G. F. Mancini, J. C. Moitinho de Almeida, M. Diez de Velasco και D. A. O. Edward (εισηγητή), προέδρους τμήματος, Κ. Ν. Κακούρη, R. Joliet, F. A. Schockweiler, G. C. Rodriguez Iglesias, F. Grevisse, M. Zuleeg, P. J. G. Kapteyn και J. L. Murray, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro

γραμματέας: J.-G. Giraud

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 6ης Ιουλίου 1993,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Δεκεμβρίου 1993,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Δεκεμβρίου 1991, η Γαλλική Δημοκρατία ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 33 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, την ακύρωση της συμφωνίας μεταξύ της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Κυβερνήσεως των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με την εφαρμογή του δικαίου τους περί ανταγωνισμού, η οποία υπεγράφη στις 23 Σεπτεμβρίου 1991 (στο εξής: συμφωνία).

2 Η συμφωνία υπεγράφη στην Ουάσινγκτον από τον Attorney General W. P. Barr και από την πρόεδρο της Federal Trade Commission L. Steiger, επ' ονόματι της Κυβερνήσεως των Ηνωμένων Πολιτειών, αφενός, και από τον αντιπρόεδρο της Επιτροπής, Sir Leon Brittan, επ' ονόματι της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αφετέρου.

3 Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της συμφωνίας, με την έκφραση δίκαιο περί ανταγωνισμού νοούνται:

(...)

i) για τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, τα άρθρα 85, 86, 89 και 90 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, τα άρθρα 65 και 66 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας 'Ανθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) και οι εκτελεστικοί τους κανονισμοί, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης 24-54 της Ανωτάτης Αρχής, και

ii) για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, το Sherman Act (15 U.S.C. PAR PAR 1-7), το Clayton Act (15 U.S.C. PAR 12-27), το Wilson Tariff Act (15 U.S.C. PAR PAR 8-11), και το Federal Trade Commission Act (15 U.S.C. PAR PAR 41-68), με εξαίρεση τις διατάξεις που αφορούν την προστασία του καταναλωτή,

(...)

4 Ομοίως, ως αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές νοούνται:

(...)

i) για τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σε ό,τι αφορά τις υποχρεώσεις της βάσει του δικαίου περί ανταγωνισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και

ii) για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Antitrust Division του Υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ και η Federal Trade Commission,

(...)

5 Η συμφωνία έχει ως αντικείμενο την προώθηση της συνεργασίας και συντονισμού και τη μείωση των πιθανοτήτων επελεύσεως συγκρούσεων ή των συνεπειών τέτοιων συγκρούσεων μεταξύ των συμβαλλομένων μερών κατά την εφαρμογή του δικαίου περί ανταγωνισμού (άρθρο 1, παράγραφος 1).

6 Προς τον σκοπό αυτό, η συμφωνία προβλέπει την κοινοποίηση από κάθε συμβαλλόμενο μέρος προς το έτερο των μέτρων εφαρμογής του δικαίου του περί ανταγωνισμού που ενδέχεται να επηρεάσουν σημαντικά συμφέροντα του άλλου (άρθρο ΙΙ), ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με διάφορα ζητήματα αμοιβαίου συμφέροντος κατά την εφαρμογή του δικαίου περί ανταγωνισμού (άρθρο ΙΙΙ), τον συντονισμό των μέτρων εφαρμογής (άρθρο IV), καθώς και διαδικασίες αμοιβαίων διαβουλεύσεων (άρθρο VII).

7 Εξάλλου, το άρθρο V της συμφωνίας καθιερώνει συνεργασία όσον αφορά τις θίγουσες τον ανταγωνισμό πράξεις που διενεργούνται στο έδαφος ενός των συμβαλλομένων και επηρεάζουν αρνητικώς τα σημαντικά συμφέροντα του ετέρου (positive comity). Στην περίπτωση αυτή, ο συμβαλλόμενος του οποίου επηρεάζονται σημαντικά συμφέροντα μπορεί να απευθύνει στον έτερο συμβαλλόμενο κοινοποίηση και να ζητά από τις αρμόδιες σε θέματα ανταγωνισμού αρχές του να λαμβάνουν μέτρα κατά των θιγουσών τον ανταγωνισμό πράξεων που διαπράττονται στο έδαφός του. Για την πρόληψη των συγκρούσεων, το άρθρο VI προβλέπει ότι κάθε συμβαλλόμενο μέρος προσπαθεί να λαμβάνει υπόψη τα σημαντικά συμφέροντα του ετέρου κατά τη λήψη των μέτρων εφαρμογής (traditional comity).

8 Το απόρρητο των πληροφοριών διασφαλίζεται από το άρθρο VIII, το οποίο επιτρέπει σ' ένα συμβαλλόμενο να μη δίδει πληροφορίες στον έτερο όταν η μετάδοση των πληροφοριών αυτών απαγορεύεται από τον νόμο ή είναι ασυμβίβαστη με σημαντικά συμφέροντα του συμβαλλομένου που κατέχει τις πληροφορίες αυτές.

9 Σύμφωνα με το άρθρο ΙΧ καμία από τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο αντιβαίνοντα στο ισχύον δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών ή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των αντίστοιχων Πολιτειών ή κρατών μελών τους ή ως προσπάθεια μεταρρύθμισης του δικαίου αυτού .

10 Το άρθρο Χ καθορίζει τον τύπο που πρέπει να έχουν οι κοινοποιήσεις: προφορικές, τηλεφωνικές, έγγραφες ή μέσω τηλετυπήματος.

11 Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο ΧΙ, παράγραφος 1, η συμφωνία αρχίζει να ισχύει από της υπογραφής της και εξακολουθεί να ισχύει, δυνάμει της παραγράφου 2, 60 ημέρες μετά την ημερομηνία κατά την οποία κάποιο από τα συμβαλλόμενα μέρη κοινοποιήσει εγγράφως στο έτερο ότι επιθυμεί να θέσει τέρμα στη συμφωνία. Σύμφωνα με την παράγραφο 3, τα συμβαλλόμενα μέρη προβαίνουν σε αναθεώρηση της συμφωνίας το αργότερο 24 μήνες μετά την έναρξη ισχύος της.

12 Η συμφωνία δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Επί του παραδεκτού

13 Στο υπόμνημά της αντικρούσεως, η Επιτροπή διερωτάται μήπως η Γαλλική Κυβέρνηση, αντί να βάλλει κατά της ίδιας της συμφωνίας, έπρεπε να είχε προσβάλει την απόφαση με την οποία το εν λόγω κοινοτικό όργανο εξουσιοδότησε τον αντιπρόεδρό του να υπογράψει επ' ονόματί του τη συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

14 Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι, προκειμένου μια προσφυγή να είναι παραδεκτή σύμφωνα με το άρθρο 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, η βαλλομένη πράξη πρέπει να αποτελεί πράξη οργάνου η οποία παράγει έννομα αποτελέσματα (βλ. την απόφαση της 31ης Μαρτίου 1971, 22/70, γνωστή ως AETR, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 729).

15 Διαπιστώνεται ότι η συμφωνία, όπως προκύπτει από το ίδιο της το κείμενο, σκοπεί στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων. Κατά συνέπεια, η πράξη με την οποία η Επιτροπή εξέφρασε τη βούληση να συνάψει τη συμφωνία πρέπει να μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως.

16 Πράγματι, η άσκηση των αρμοδιοτήτων που έχουν εκχωρηθεί στα όργανα της Κοινότητας, στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, δεν μπορεί να εξαιρεθεί από τον δικαστικό έλεγχο νομιμότητας που προβλέπεται από το άρθρο 173 της Συνθήκης.

17 Η προσφυγή της Γαλλικής Δημοκρατίας πρέπει να νοηθεί ως στρεφομένη κατά της πράξεως με την οποία η Επιτροπή εξέφρασε τη βούληση να συνάψει τη συμφωνία. Συνεπώς, η προσφυγή αυτή είναι παραδεκτή.

Επί της ουσίας

18 Προς στήριξη της προσφυγής της, η Γαλλική Κυβέρνηση προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος αντλείται από την έλλειψη αρμοδιότητας της Επιτροπής για τη σύναψη τέτοιας συμφωνίας, ο δεύτερος από την έλλειψη αιτιολογίας της συμφωνίας και την παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και ο τρίτος από την παράβαση του κοινοτικού δικαίου περί ανταγωνισμού.

'Οσον αφορά τον πρώτο λόγο

19 Το άρθρο 228, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, όριζε ότι:

'Οταν η παρούσα Συνθήκη προβλέπει τη σύναψη συμφωνιών μεταξύ της Κοινότητος και ενός ή περισσοτέρων κρατών ή ενός διεθνούς οργανισμού, οι διαπραγματεύσεις για τις συμφωνίες αυτές διεξάγονται από την Επιτροπή. Οι συμφωνίες συνάπτονται από το Συμβούλιο, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής στον τομέα αυτόν και κατόπιν διαβουλεύσεως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις περιπτώσεις που προβλέπονται από την παρούσα Συνθήκη.

20 Η Γαλλική Δημοκρατία ισχυρίζεται, καταρχάς, ότι η διάταξη αυτή ρητώς επιφυλάσσει στο Συμβούλιο την αρμοδιότητα για τη σύναψη διεθνών συμφωνιών. Κατά συνέπεια, συνάπτοντας τη συμφωνία, η Επιτροπή, η οποία διαθέτει μόνο εξουσία για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων στον τομέα αυτόν, έχει υπερβεί τα όρια των αρμοδιοτήτων της.

21 Η Επιτροπή αντιτείνει ότι η εν λόγω συμφωνία αποτελεί, στην πραγματικότητα, διοικητική συμφωνία για τη σύναψη της οποίας είναι αρμόδια. 'Οντως, λόγω της φύσεως των επιβαλλομένων υποχρεώσεων, η μη εκτέλεση της συμφωνίας έχει ως συνέπεια όχι διεθνή καταγγελία, ικανή να επισύρει την ευθύνη της Κοινότητας, αλλά απλώς και μόνο την κατάργησή της.

22 Εξάλλου, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, το άρθρο ΙΧ της προπαρατεθείσας συμφωνίας απαγορεύει στους συμβαλλομένους να ερμηνεύουν τις διατάξεις της κατά τρόπο ασυμβίβαστο με το δικό τους δίκαιο (και, πράγμα που έχει σημασία όσον αφορά τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, με το δίκαιο των κρατών μελών) ή υπό έννοια η οποία να απαιτεί την τροποποίηση του ίδιου τους του δικαίου.

23 'Οπως έχει ήδη διαπιστωθεί, η συμφωνία παράγει έννομα αποτελέσματα.

24 Πρέπει, στη συνέχεια, να παρατηρηθεί ότι μόνη η Κοινότητα, η οποία διαθέτει σύμφωνα με το άρθρο 210 της Συνθήκης νομική προσωπικότητα, έχει την ικανότητα να αναλαμβάνει υποχρεώσεις μέσω συνάψεως συμφωνιών με τρίτο κράτος ή διεθνή οργανισμό.

25 Επομένως, ουδεμία υφίσταται αμφιβολία ότι η συμφωνία δεν μπορεί παρά να δεσμεύει τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Πρόκειται οπωσδήποτε για διεθνή συμφωνία που έχει συναφθεί μεταξύ διεθνούς οργανισμού και κράτους κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο α', σημείο i, της Συμβάσεως της Βιέννης της 21ης Μαρτίου 1986 περί του δικαίου των Συνθηκών μεταξύ κρατών και διεθνών οργανισμών ή μεταξύ διεθνών οργανισμών. Συνεπώς, σε περίπτωση μη εφαρμογής από την Επιτροπή της συμφωνίας, θα μπορούσε να θεμελιωθεί, σε διεθνές επίπεδο, ευθύνη της Κοινότητας.

26 Κατόπιν της ανωτέρω διαπιστώσεως, επιβάλλεται να εξεταστεί το ζήτημα αν η Επιτροπή ήταν αρμόδια, δυνάμει του κοινοτικού δικαίου, για τη σύναψη τέτοιας συμφωνίας.

27 'Οπως το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει με τη γνωμοδότησή του 1/75 της 11ης Νοεμβρίου 1975 (Συλλογή τόμος 1975, σ. 409), στο άρθρο 228 της Συνθήκης χρησιμοποιείται ο όρος συμφωνία υπό γενική έννοια, προκειμένου να χαρακτηρίσει κάθε δέσμευση που αναλαμβάνεται από υποκείμενα διεθνούς δικαίου και έχει αναγκαστική ισχύ, ασχέτως του επίσημου χαρακτηρισμού της.

28 Επιπλέον, όπως ο γενικός εισαγγελέας έχει επισημάνει στην παράγραφο 37 των προτάσεών του, το άρθρο 228 αποτελεί, όσον αφορά τη σύναψη συνθηκών, μια αυτόνομη και γενική διάταξη θεσμικού περιεχομένου, καθόσον παρέχει στα κοινοτικά όργανα συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Καθώς σκοπός του είναι η επίτευξη μιας ισορροπίας μεταξύ των οργάνων αυτών, το εν λόγω άρθρο προβλέπει ότι οι συμφωνίες μεταξύ της Κοινότητας και ενός ή περισσοτέρων κρατών διεξάγονται από την Επιτροπή και, στη συνέχεια, συνάπτονται από το Συμβούλιο ύστερα από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις προβλεπόμενες από τη Συνθήκη περιπτώσεις. Ωστόσο, η αρμοδιότητα για τη σύναψη συμβάσεων που έχει παρασχεθεί στο Συμβούλιο ισχύει μόνον υπό την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής στον τομέα αυτόν .

29 Σύμφωνα με τη Γαλλική Κυβέρνηση, αυτές οι αρμοδιότητες που έχουν αναγνωριστεί στην Επιτροπή περιορίζονται στις συμφωνίες που πρέπει να συνάπτονται από το όργανο αυτό για την αναγνώριση των ταυτοτήτων της Κοινότητας (άρθρο 7 του Πρωτοκόλλου περί των Προνομίων και Ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων). Η Γαλλική Κυβέρνηση παραδέχεται ότι οι αρμοδιότητες αυτές ίσως εκτείνονται και στον τομέα της συνάψεως συμφωνιών τις οποίες χαρακτηρίζει ως διοικητικές συμφωνίες ή συμφωνίες εργασίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, π.χ., η διασφάλιση σχέσεων με τα όργανα των Ηνωμένων Εθνών και με άλλες διεθνείς οργανώσεις, όπως μνημονεύεται στο άρθρο 229 της Συνθήκης ΕΟΚ.

30 Στηριζόμενη στην πρακτική των συμφωνιών τις οποίες χαρακτηρίζει ως διεθνείς διοικητικές συμφωνίες, η Επιτροπή υποστηρίζει, με το πρώτο της επιχείρημα, ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 228 εξαίρεση δεν πρέπει να ερμηνεύεται κατά τον περιοριστικό τρόπο που υποστηρίζει η Γαλλική Κυβέρνηση. Συναφώς υπογραμμίζει ότι, αν οι συντάκτες της Συνθήκης είχαν πράγματι την πρόθεση να περιορίσουν την εξουσία της συνάψεως συνθηκών, το άρθρο 228, όπως είναι διατυπωμένο στη γαλλικό κείμενο, θα παρείχε αρμοδιότητα στο Συμβούλιο sous reserve des competences attribuees a la Commission (υπό την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων που έχουν παρασχεθεί στην Επιτροπή) και όχι reconnues a la Commission (αναγνωριστεί στην Επιτροπή).

31 Αντιθέτως, η χρησιμοποίηση του όρου reconnues στο γαλλικό κείμενο καταδεικνύει ότι η Επιτροπή μπορεί να αντλεί αρμοδιότητες και από άλλες εκτός της Συνθήκης πηγές όπως η πρακτική των οργάνων. Επιπλέον, προχωρώντας σε μια κατ' αναλογία με το άρθρο 101, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚΑΕ συλλογιστική, η Επιτροπή θεωρεί ότι μπορεί η ίδια να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις συμφωνίες ή συμβάσεις των οποίων η εκτέλεση δεν απαιτεί παρέμβαση του Συμβουλίου και δύναται να εξασφαλίζεται εντός των ορίων του σχετικού προϋπολογισμού χωρίς να δημιουργεί νέες οικονομικές υποχρεώσεις για την Κοινότητα εφόσον το Συμβούλιο έχει ενημερωθεί σχετικώς.

32 Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

33 Πρώτον, η έκφραση sous reserve des competences reconnues a la Commission αποτελεί παρέκκλιση από τον κανόνα ο οποίος παρέχει στο Συμβούλιο αρμοδιότητα για τη σύναψη διεθνών συμφωνιών.

34 Δεύτερον, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, το γαλλικό κείμενο προβλέπει ότι Chaque institution agit dans les limites des attributions qui lui sont conferees par le present traite (κάθε όργανο ενεργεί εντός των ορίων των εξουσιών που του παρέχονται από την παρούσα Συνθήκη). Επομένως, ο όρος reconnues , που χρησιμοποιείται στο γαλλικό κείμενο του άρθρου 228 της Συνθήκης, δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο παρά attribuees .

35 Τρίτον, στο κείμενο του άρθρου 228 όπως είναι διατυπωμένο σε άλλες γλώσσες χρησιμοποιείται ορολογία που μάλλον προσιδιάζει στην έννοια της attribution (παροχής) παρά σ' αυτήν της reconnaissance (αναγνωρίσεως). Τούτο συμβαίνει ιδίως όσον αφορά το δανικό κείμενο ( som paa dette omraade er tillagt Kommissionen , το γερμανικό ( der Zustaendigkeit, welche die Kommission auf diesem Gebiet besitzt ), το ολλανδικό ( van de aan de Commissie te dezer zake toegekende bevoegdheden ) και το αγγλικό ( the powers vested in the Commission in this field ).

36 Τέταρτον, και εν πάση περιπτώσει, μια απλή πρακτική δεν μπορεί να υπερισχύει των κανόνων της Συνθήκης.

37 Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή δεν μπορεί να αντιτείνει ότι το άρθρο 228 της Συνθήκης τής αναγνωρίζει αρμοδιότητα παρόμοια προς αυτήν που της αναγνωρίζεται από το άρθρο 101, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚΑΕ.

38 Πρώτ' απ' όλα, όπως και ο γενικός εισαγγελέας υπογραμμίζει στην παράγραφο 26 των προτάσεών του, η διάταξη αυτή προβλέπει διαδικασία όλως διαφορετική από αυτήν στην οποία αναφέρεται το άρθρο 228 της Συνθήκης ΕΟΚ.

39 Περαιτέρω, οι διαπραγματεύσεις για τις Συνθήκες ΕΟΚ και ΕΚΑΕ δοεξήχθησαν ταυτοχρόνως και υπεγράφησαν την ίδια ημέρα, οπότε, αν οι διεξαγαγόντες τις σχετικές με τις δύο Συνθήκες διαπραγματεύσεις είχαν την πρόθεση να παράσχουν στην Επιτροπή τις ίδιες αρμοδιότητες, θα το είχαν κάνει κατά τρόπο ρητό.

40 Κατά του λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Γαλλική Κυβέρνηση, η Επιτροπή αντιτείνει ένα τελευταίο επιχείρημα. Η αρμοδιότητά της όσον αφορά τη σύναψη διεθνών συμφωνιών είναι ακόμη περισσότερο προφανής εν προκειμένω εφόσον, στον τομέα του ανταγωνισμού, η Συνθήκη ΕΟΚ της έχει παράσχει ειδικές αρμοδιότητες. Πράγματι, δυνάμει του άρθρου 89 της Συνθήκης και των διατάξεων του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης ΕΟΚ (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), στην Επιτροπή έχει ανατεθεί η μέριμνα για την εφαρμογή των αρχών που έχουν καθοριστεί με τα άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης και για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ 1990, L 257, σ. 14).

41 Ούτε το επιχείρημα αυτό μπορεί να γίνει δεκτό. 'Εστω και αν η Επιτροπή είναι αρμόδια, σε επίπεδο εσωτερικών σχέσεων, για τη λήψη ατομικών αποφάσεων για την εφαρμογή των κανόνων περί ανταγωνισμού, τομέας που καλύπτεται από τη συμφωνία, η εσωτερική αυτή αρμοδιότητα δεν είναι ικανή να τροποποιήσει την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κοινοτικών οργάνων όσον αφορά τη σύναψη διεθνών συμφωνιών, κατανομή η οποία έχει οριστεί με το άρθρο 228 της Συνθήκης.

42 Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από την έλλειψη αρμοδιότητας της Επιτροπής για τη σύναψη της επίδικης συμφωνίας.

43 Κατά συνέπεια, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως που επικαλείται η Γαλλική Δημοκρατία, πρέπει να ακυρωθεί η πράξη με την οποία η Επιτροπή εξέφρασε τη βούληση να συνάψει τη συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες σχετικά με την εφαρμογή του δικαίου περί ανταγωνισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και αυτού των Ηνωμένων Πολιτειών.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

44 Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικά της δικαστικά έξοδα καθώς και σ' αυτά της Γαλλικής Δημοκρατίας.

45 Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 69, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα Βασίλεια της Ισπανίας και των Κάτω Χωρών, τα οποία παρενέβησαν στη δίκη υπέρ της Γαλλικής Δημοκρατίας, θα φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1) Ακυρώνει την πράξη με την οποία η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξέφρασε τη βούληση να συνάψει τη συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής σχετικά με την εφαρμογή του δικαίου περί ανταγωνισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και αυτού των Ηνωμένων Πολιτειών, συμφωνία που υπεγράφη και ετέθη σε ισχύ στις 23 Σεπτεμβρίου 1991.

2) Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικά της δικαστικά έξοδα καθώς και σ' αυτά της Γαλλικής Δημοκρατίας.

3) Τα Βασίλεια της Ισπανίας και των Κάτω Χωρών θα φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.