61991J0126

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 18ΗΣ ΜΑΪΟΥ 1993. - SCHUTZVERBAND GEGEN UNWESEN IN DER WIRTSCHAFT ΚΑΤΑ YVES ROCHER GMBH. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: BUNDESGERICHTSHOF - ΓΕΡΜΑΝΙΑ. - ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ - ΠΟΣΟΤΙΚΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ - ΜΕΤΡΑ ΙΣΟΔΥΝΑΜΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ - ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΥ ΜΗΝΥΜΑΤΟΣ ΠΟΥ ΕΓΚΕΙΤΑΙ ΣΕ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΙΜΩΝ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-126/91.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-02361
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I-00191
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I-00201


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων * Ποσοτικοί περιορισμοί * Μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος * Ρύθμιση απαγορεύουσα τις διαφημίσεις που προβάλλουν συγκρίσεις τιμών οι οποίες έχουν ισχύσει για το ίδιο προϊόν σε διαφορετικές περιόδους * Εφαρμογή σε διαφημιστική δραστηριότητα σχετιζόμενη με προϊόντα που εισάγονται από άλλο κράτος μέλος * Απαράδεκτο * Δικαιολογία * Προστασία των καταναλωτών * Ευθύτητα των εμπορικών συναλλαγών * Έλλειψη

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 30)

Περίληψη


Το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή διατάξεως της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους, η οποία απαγορεύει σε επιχείρηση που εδρεύει στο κράτος αυτό και πωλεί δι' αλληλογραφίας, βάσει καταλόγου ή ενημερωτικού φυλλαδίου, εισαγόμενα από άλλο κράτος μέλος εμπορεύματα, να χρησιμοποιεί διαφήμιση που αφορά τις τιμές, στο πλαίσιο της οποίας, ενώ η νέα τιμή προβάλλεται κατά τρόπο που έλκει το βλέμμα, γίνεται αναφορά σε υψηλότερη τιμή που περιέχεται σε προηγούμενο κατάλογο ή ενημερωτικό φυλλάδιο.

Συγκεκριμένα, τέτοια απαγόρευση, αναγκάζοντας τον επιχειρηματία είτε να χρησιμοποιήσει διαφορετικά συστήματα διαφημίσεως ή προωθήσεως των πωλήσεων αναλόγως των συγκεκριμένων κρατών μελών είτε να εγκαταλείψει σύστημα που θεωρεί ιδιαιτέρως αποτελεσματικό, μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στις εισαγωγές, ακόμα και αν έχει εφαρμογή αδιακρίτως και επί εγχωρίων και επί εισαγομένων προϊόντων. Η απαγόρευση αυτή, κατά το μέτρο που πλήττει κάθε, αληθή ή ψευδή, αιχμαλωτίζουσα το βλέμμα διαφήμιση που χρησιμοποιεί συγκρίσεις τιμών, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από επιτακτικές ανάγκες αναγόμενες είτε στην προστασία των καταναλωτών, δεδομένου ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός θα μπορούσε να εξασφαλιστεί με μέτρα περιορίζοντα λιγότερο τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές, είτε στην προστασία της ευθύτητας των εμπορικών συναλλαγών, δεδομένου ότι οι ακριβείς συγκρίσεις τιμών ουδόλως μπορούν να νοθεύσουν τις συνθήκες του ανταγωνισμού.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-126/91,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Bundesgerichtshof προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Schutzverband gegen Unwesen in der Wirtschaft e.V.

και

Yves Rocher GmbH,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους O. Due, Πρόεδρο, K. N. Kακούρη, M. Zuleeg και J. L. Murray, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, J. C. Moitinho de Almeida, F. Grevisse, M. Diez de Velasco και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

γραμματέας: Δ. Τριανταφύλλου, υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

* ο Schutzverband gegen Unwesen in der Wirtschaft, εκπροσωπούμενος από τον Δρα Rudolf Friedrich, δικηγόρο Καρλσρούης,

* η Yves Rocher GmbH, εκπροσωπούμενη από τον Δρα Dirk Schroeder, δικηγόρο Κολωνίας, και τους Robert Colin και Marie-Laure Coignard, δικηγόρους Παρισίων,

* η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον Δρα Joachim Karl, Regierungsdirektor στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας, και τον Alexander von Muehlendahl, Ministerialrat στο Υπουργείο Δικαιοσύνης,

* η Κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη από την Edwige Belliard, αναπληρώτρια διευθύντρια νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον Jean-Louis Falconi, γραμματέα νομικών υποθέσεων στη Διεύθυνση Νομικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών,

* η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Rafael Pellicer, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενο από τον Roberto Hayder, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένο στην ίδια υπηρεσία,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Yves Rocher GmbH, της Γερμανικής Κυβερνήσεως, της Γαλλικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά τη συνεδρίαση της 2ας Ιουνίου 1992,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Σεπτεμβρίου 1992,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 11ης Απριλίου 1991, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Απριλίου 1991, το Bundesgerichtshof υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, ένα προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 30 και 36 της Συνθήκης, προκειμένου να μπορέσει να κρίνει κατά πόσον συμβιβάζεται με τις διατάξεις αυτές η εθνική ρύθμιση περί εμπορικών διαφημίσεων.

2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της ενώσεως μη κερδοσκοπικού σκοπού Schutzverband gegen Unwesen in der Wirtschaft με έδρα το Μόναχο (στο εξής: Schutzverband) και της Yves Rocher GmbH (στο εξής: Yves Rocher), θυγατρικής της γαλλικής εταιρίας Laboratoires de biologie vegetale Yves Rocher, με αντικείμενο διαφήμιση της Yves Rocher που συνίστατο στη σύγκριση των παλαιών και των νέων τιμών των προϊόντων της.

3 Πριν από το 1986, η διαφήμιση μέσω συγκρίσεως των τιμών της ίδιας επιχειρήσεως επιτρεπόταν κατά το μέτρο που δεν ήταν αθέμιτη ή ικανή να παραπλανήσει τον καταναλωτή. Κατόπιν αιτήσεως ορισμένων κύκλων του λιανικού εμπορίου, ο γερμανός νομοθέτης διά του "Gesetz zur AEnderung wirtschafts-, verbraucher-, arbeits- und sozialrechtlicher Vorschriften" (νόμου περί τροποποιήσεως ορισμένων διατάξεων του οικονομικού, καταναλωτικού, εργατικού και κοινωνικού δικαίου) της 25ης Ιουλίου 1986, εισήγαγε στο άρθρο 6, γράμμα e, του "Gesetz gegen den unlauteren Wettbewerb" (νόμου περί αθεμίτου ανταγωνισμού, στο εξής: UWG) της 7ης Ιουνίου 1909, την απαγόρευση της διαφημίσεως διά συγκρίσεως των επί μέρους τιμών. Η απαγόρευση αυτή αποβλέπει στην προστασία των καταναλωτών και των ανταγωνιστών από τη διαφήμιση που περιέχει συγκρίσεις τιμών.

4 Ωστόσο, η προβλεπόμενη από το άρθρο 6, γράμμα e, του UWG απαγόρευση δεν είναι απόλυτη. Συγκεκριμένα, έχει προβλεφθεί παρέκκλιση όσον αφορά τις συγκρίσεις τιμών που δεν "αιχμαλωτίζουν το βλέμμα" (blickfangmaessig) (άρθρο 6, γράμμα e, παράγραφος 2, σημείο 1, του UWG), καθώς και τη διαφήμιση βάσει καταλόγου (άρθρο 6, γράμμα e, παράγραφος 2, σημείο 2, του UWG).

5 Η Yves Rocher πωλεί, δι' αλληλογραφίας, εντός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κατασκευαζόμενα ως επί το πλείστον στη Γαλλία καλλυντικά προϊόντα, τα οποία προμηθεύεται από τη μητρική της εταιρία. Η διαφήμιση των προϊόντων αυτών, η οποία έχει σχεδιαστεί από τη μητρική εταιρία ενιαίως για όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, συντελείται με τη διανομή καταλόγων και ενημερωτικών φυλλαδίων. Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της για προώθηση των πωλήσεων, η Yves Rocher διένειμε ενημερωτικό φυλλάδιο, το οποίο, φέροντας τον τίτλο "εξοικονομήστε μέχρι 50 % και περισσότερο κατά την αγορά 99 από τα προϊόντα Yves Rocher της προτιμήσεώς σας", σημείωνε με έντονους ερυθρούς χαρακτήρες, παραπλεύρως της διαγεγραμμένης παλαιάς τιμής, τη νέα, κατώτερη από την προηγούμενη, τιμή των προϊόντων αυτών.

6 Ο Schutzverband, κρίνοντας ότι αυτού του είδους η διαφήμιση είναι αντίθετη προς τις διατάξεις του άρθρου 6, γράμμα e, παράγραφος 2, σημείο 1, του UWG, ενήγαγε την Yves Rocher ενώπιον του Landgericht Muenchen. Το δικαστήριο αυτό, εκτιμώντας ότι η διάταξη αυτή του UWG απαγορεύει κάθε διαφήμιση που συνίσταται στη σύγκριση παλαιών και νέων τιμών, οσάκις "αιχμαλωτίζει το βλέμμα", απαγόρευσε στην Yves Rocher να διανέμει διαφημίσεις αυτού του είδους.

7 Η Yves Rocher άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Oberlandesgericht Muenchen, το οποίο, στηριζόμενο στις διατάξεις του άρθρου 6, γράμμα e, παράγραφος 2, σημείο 2, του UWG, ακύρωσε τη διάταξη του Landgericht. Ο Schutzverband άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Bundesgerichtshof, το οποίο εκτίμησε ότι η τελευταία αυτή διάταξη του UWG δεν έχει εφαρμογή. Απεναντίας, κρίνοντας ότι η εφαρμογή του άρθρου 6, γράμμα e, παράγραφος 1, του UWG εγείρει ζήτημα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, το Bundesgerichtshof αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου το Δικαστήριο απαντήσει στο ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

"Πρέπει το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή διατάξεως της νομοθεσίας του κράτους μέλους Α, η οποία απαγορεύει σε επιχείρηση που εδρεύει στο κράτος αυτό και πωλεί δι' αλληλογραφίας, βάσει καταλόγου ή ενημερωτικού φυλλαδίου, εισαγόμενα από το κράτος μέλος Β εμπορεύματα, να χρησιμοποιεί διαφήμιση που αφορά τις τιμές, στο πλαίσιο της οποίας, ενώ η νέα τιμή προβάλλεται κατά τρόπο που έλκει το βλέμμα, γίνεται αναφορά σε υψηλότερη τιμή που περιέχεται σε προηγούμενο κατάλογο ή ενημερωτικό φυλλάδιο;"

8 Στην έκθεση ακροατηρίου εκτίθενται διεξοδικώς το νομικό πλαίσιο και τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω, παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

9 Πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά το άρθρο 30 της Συνθήκης, οι ποσοτικοί περιορισμοί επί των εισαγωγών, καθώς και όλα τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος απαγορεύονται μεταξύ των κρατών μελών. Κατά πάγια νομολογία, κάθε εμπορική ρύθμιση των κρατών μελών, ικανή να εμποδίσει, αμέσως ή εμμέσως, πραγματικώς ή δυνητικώς, το ενδοκοινοτικό εμπόριο, αποτελεί μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος με ποσοτικούς περιορισμούς (απόφαση της 11ης Ιουλίου 1974, 8/74, Dassonville, Συλλογή τόμος 1974, σ. 411, σκέψη 5).

10 Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι εθνική νομοθεσία περιορίζουσα ή απαγορεύουσα ορισμένες μορφές διαφημίσεως ή ορισμένα μέσα προωθήσεως των πωλήσεων, καίτοι δεν επιδρά απευθείας επί των εισαγωγών, είναι από τη φύση της ικανή να περιορίσει τον όγκο τους, λόγω του ότι επηρεάζει τις δυνατότητες εμπορίας των εισαγομένων προϊόντων. Το γεγονός ότι επιχειρηματίας αναγκάζεται είτε να χρησιμοποιήσει διαφορετικά συστήματα διαφημίσεως ή προωθήσεως των πωλήσεων αναλόγως των συγκεκριμένων κρατών μελών είτε να εγκαταλείψει σύστημα που θεωρεί ιδιαιτέρως αποτελεσματικό μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στις εισαγωγές, ακόμα και αν τέτοια νομοθεσία έχει εφαρμογή αδιακρίτως και επί εγχωρίων και επί εισαγομένων προϊόντων (βλ. την απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1982, 286/81, Oosthoek' s Uitgeversmaatschappij, Συλλογή 1982, σ. 4575, σκέψη 15 την απόφαση της 16ης Μαΐου 1989, 382/87, Buet, Συλλογή 1989, σ. 1235, σκέψη 7 την απόφαση της 7ης Μαρτίου 1990, C-362/88, GB-INNO-BM, Συλλογή 1990, σ. Ι-667, σκέψη 7 την απόφαση της 25ης Ιουλίου 1991, C-1/90 και C-176/90, Aragonesa de Publicidad Exterior και Publivia, Συλλογή 1991, σ. Ι-4151, σκέψη 10).

11 Συνεπώς, θεωρείται ότι απαγόρευση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη είναι ικανή να περιορίσει τις εισαγωγές προϊόντων κράτους μέλους σε άλλο κράτος μέλος και, επομένως, αποτελεί, υπό το πρίσμα αυτό, μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος υπό την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης.

12 Ωστόσο, πρέπει να υπομνηστεί η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία, ελλείψει κοινής ρυθμίσεως περί εμπορίας, τα εμπόδια στην ελεύθερη ενδοκοινοτική κυκλοφορία, που απορρέουν από τις διαφορές των εθνικών ρυθμίσεων, πρέπει να γίνονται δεκτά, εφόσον η επίμαχη ρύθμιση έχει αδιακρίτως εφαρμογή και επί εγχωρίων και επί εισαγομένων προϊόντων και δικαιολογείται ως αναγκαία για την ικανοποίηση επιτακτικών αναγκών αναγομένων, μεταξύ άλλων, στην υπεράσπιση των καταναλωτών ή στην ευθύτητα των εμπορικών συναλλαγών (βλ., μεταξύ άλλων, την προαναφερθείσα απόφαση GB-ΙΝΝΟ-ΒΜ, σκέψη 10). Εντούτοις, όπως το Δικαστήριο έχει κατ' επανάληψη διευκρινίσει (βλ., μεταξύ άλλων, την προαναφερθείσα απόφαση Buet, σκέψη 11), η ρύθμιση πρέπει να είναι ανάλογη του επιδιωκομένου σκοπού.

13 Δεν αμφισβητείται ότι απαγόρευση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη αφορά τόσο τα εγχώρια όσο και τα εισαγόμενα προϊόντα.

14 Επί πλέον, η Γερμανική Κυβέρνηση ανέφερε ότι η τιθέμενη με το άρθρο 6, γράμμα e, του UWG απαγόρευση αποβλέπει στην προστασία των καταναλωτών από την ιδιαίτερη ελκυστικότητα της περιέχουσας συγκρίσεις τιμών διαφημίσεως, η οποία συχνά είναι ικανή να οδηγήσει σε πλάνη. Αφενός, είναι ιδιαιτέρως εύκολο να παραπλανηθεί ο καταναλωτής, ο οποίος, κατά γενικό κανόνα, δεν είναι σε θέση να ελέγξει τη σύγκριση των παλαιών με τις νέες τιμές και, αφετέρου, η διαφήμιση με συγκρίσεις τιμών είναι από τη φύση της ικανή να υπαγορεύσει ένα επίπεδο γενικώς πλεονεκτικοτέρων τιμών το οποίο δεν δικαιολογείται από το συγκεκριμένο σύνολο των διαφημιζομένων προϊόντων.

15 Δεδομένου ότι η προστασία των καταναλωτών από την παραπλανητική διαφήμιση συνιστά θεμιτό σκοπό εξ απόψεως κοινοτικού δικαίου, πρέπει, κατά πάγια νομολογία, να ελεγχθεί αν οι εθνικές διατάξεις είναι πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και δεν υπερβαίνουν τα αναγκαία προς τούτο όρια.

16 Εν προκειμένω, πρέπει να παρατηρηθεί, πρώτον, ότι απαγόρευση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη έχει εφαρμογή αφής στιγμής οι συγκρίσεις τιμών, είτε είναι ακριβείς είτε όχι, αιχμαλωτίσουν το βλέμμα. Συνεπώς, η απαγόρευση αυτή δεν έχει εφαρμογή στις συγκρίσεις τιμών που δεν αιχμαλωτίζουν το βλέμμα. Εν προκειμένω, η διαφήμιση δεν απαγορεύεται λόγω της υποτιθεμένης αναληθείας της, αλλά λόγω του ότι αιχμαλωτίζει το βλέμμα. Επομένως, απαγορεύεται κάθε διαφήμιση που αιχμαλωτίζει το βλέμμα, με συγκρίσεις τιμών, ανεξαρτήτως του αν είναι αληθής ή ψευδής.

17 Εξάλλου, η επίμαχη απαγόρευση υπερβαίνει τις τασσόμενες από τον επιδιωκόμενο σκοπό απαιτήσεις, κατά το μέτρο που καλύπτει τις διαφημίσεις που στερούνται οποιουδήποτε παραπλανητικού στοιχείου και περιέχουν συγκρίσεις τιμών που είχαν πράγματι ισχύσει, συγκρίσεις οι οποίες μπορούν να αποβούν πολύ χρήσιμες, για να επιτραπεί στον καταναλωτή να κάνει τις επιλογές του, έχοντας πλήρη γνώση των πραγμάτων.

18 Πρέπει να προστεθεί ότι από συγκριτική εξέταση των νομοθεσιών των κρατών μελών προκύπτει ότι η πληροφόρηση και η προστασία του καταναλωτή μπορούν να εξασφαλιστούν με μέτρα περιορίζοντα λιγότερο τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές απ' ό,τι τα επίμαχα στην κύρια δίκη (βλ. την παράγραφο 52 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα).

19 Επομένως, διαπιστώνεται ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη απαγόρευση δεν είναι ανάλογη του επιδιωκομένου σκοπού.

20 Η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ακόμα ότι η εν λόγω απαγόρευση δεν μπορεί να είναι ασυμβίβαστη με το άρθρο 30 της Συνθήκης, εφόσον παρεμβάλλει ένα περιθωριακό μόνον εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

21 Εν προκειμένω, πρέπει να αναφερθεί ότι, κατ' εξαίρεση των κανόνων που απλώς και μόνον εικάζεται ότι έχουν επιπτώσεις στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές, δεν αμφισβητείται ότι το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν διακρίνει τα μέτρα που μπορούν να χαρακτηρισθούν ως μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος με ποσοτικό περιορισμό αναλόγως της εντάσεως των επιπτώσεων που έχουν στις συναλλαγές εντός της Κοινότητας.

22 Όσο για την προστασία της ευθύτητας των εμπορικών συναλλαγών και, εντεύθεν, του ανταγωνισμού, πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι ακριβείς συγκρίσεις τιμών, οι οποίες απαγορεύονται από ρύθμιση όπως η επίμαχη, ουδόλως μπορούν να νοθεύσουν τις συνθήκες ανταγωνισμού. Απεναντίας, ρύθμιση έχουσα ως αποτέλεσμα την απαγόρευση τέτοιων συγκρίσεων είναι ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό.

23 Ενόψει των ανωτέρω, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή διατάξεως της νομοθεσίας του κράτους μέλους Α, η οποία απαγορεύει σε επιχείρηση που εδρεύει στο κράτος αυτό και πωλεί δι' αλληλογραφίας, βάσει καταλόγου ή ενημερωτικού φυλλαδίου, εισαγόμενα από το κράτος μέλος Β εμπορεύματα, να χρησιμοποιεί διαφήμιση που αφορά τις τιμές, στο πλαίσιο της οποίας, ενώ η νέα τιμή προβάλλεται κατά τρόπο που έλκει το βλέμμα, γίνεται αναφορά σε υψηλότερη τιμή που περιέχεται σε προηγούμενο κατάλογο ή ενημερωτικό φυλλάδιο.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

24 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι Κυβερνήσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλίας και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί του ερωτήματος που το Bundesgerichtshof του υπέβαλε με διάταξη της 11ης Απριλίου 1991, αποφαίνεται:

"Το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή διατάξεως της νομοθεσίας του κράτους μέλους Α, η οποία απαγορεύει σε επιχείρηση που εδρεύει στο κράτος αυτό και πωλεί δι' αλληλογραφίας, βάσει καταλόγου ή ενημερωτικού φυλλαδίου, εισαγόμενα από το κράτος μέλος Β εμπορεύματα, να χρησιμοποιεί διαφήμιση που αφορά τις τιμές, στο πλαίσιο της οποίας, ενώ η νέα τιμή προβάλλεται κατά τρόπο που έλκει το βλέμμα, γίνεται αναφορά σε υψηλότερη τιμή που περιέχεται σε προηγούμενο κατάλογο ή ενημερωτικό φυλλάδιο."