61991J0072

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 17ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 1993. - FIRMA SLOMAN NEPTUN SCHIFFAHRTS AG ΚΑΤΑ SEEBETRIEBSRAT BODO ZIESEMER ΤΗΣ SLOMAN NEPTUN SCHIFFAHRTS AG. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: ARBEITSGERICHT BREMEN - ΓΕΡΜΑΝΙΑ. - ΑΡΘΡΑ 92 ΚΑΙ 117 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΟΚ - ΕΘΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ - ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΝΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΜΟΝΙΜΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ Η ΔΙΑΜΟΝΗ ΣΤΗΝ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΟΙΒΗΣ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΕΥΝΟΪΚΕΣ ΑΠΟ ΑΥΤΕΣ ΠΟΥ ΙΣΧΥΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ ΝΑΥΤΙΚΟΥΣ. - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ C-72/91 ΚΑΙ C-73/91.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-00887
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I-00047
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I-00047


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη * Έννοια * Εφαρμογή επί επιχειρήσεων θαλασσίας ναυσιπλοΐας καθεστώτος επιτρέποντος την υπαγωγή, σε περίπτωση ελλείψεως κατοικίας ή μονίμου διαμονής εντός του εθνικού εδάφους, των ναυτιλομένων υπηκόων τρίτων χωρών σε όρους εργασίας και αμοιβής λιγότερο ευνοϊκούς από τους ισχύοντες για τους ημεδαπούς ναυτιλομένους * Ευεργέτημα χορηγούμενο χωρίς χρησιμοποίηση δημοσίων πόρων * Εξαιρείται

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 92 PAR 1)

2. Κοινωνική πολιτική * Κοινωνικοί σκοποί * Προγραμματικός χαρακτήρας * Βελτίωση των όρων ζωής και εργασίας * Άμεσο αποτέλεσμα * Δεν υφίσταται * Σεβασμός των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών * Εθνικά μέτρα κοινωνικής πολιτικής * Έλεγχος εκ μέρους του Δικαστηρίου * Δεν υφίσταται

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 2, 5 και 117)

Περίληψη


1. Η εκ μέρους κράτους μέλους εφαρμογή, επί εμπορικών πλοίων νηολογημένων στο εθνικό του νηολόγιο θαλάσσιας ναυσιπλοΐας, συστήματος επιτρέποντος την υπαγωγή ναυτιλομένων υπηκόων τρίτων χωρών, οι οποίοι δεν έχουν κατοικία ή μόνιμη διαμονή στο εν λόγω κράτος μέλος, σε όρους εργασίας και αμοιβής οι οποίοι δεν καθορίζονται από το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους και είναι σημαντικά δυσμενέστεροι από εκείνους που ισχύουν για τους ναυτιλομένους που έχουν την ιθαγένεια του εν λόγω κράτους μέλους δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

Πράγματι, ένα τέτοιο καθεστώς δεν αποβλέπει στη δημιουργία ενός πλεονεκτήματος που θα συνεπαγόταν πρόσθετη επιβάρυνση για το κράτος ή για τους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς, τους οποίους ορίζει ή ιδρύει το κράτος, καθόσον περιορίζεται να τροποποιήσει, υπέρ των επιχειρήσεων εμπορικής ναυτιλίας, το πλαίσιο εντός του οποίου συνάπτονται οι συμβατικές σχέσεις μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων και των μισθωτών που απασχολούν.

Οι συνέπειες ως προς τη βάση υπολογισμού των κοινωνικών ασφαλιστικών εισφορών και ως προς τα φορολογικά έσοδα, εκ του χαμηλού επιπέδου των αμοιβών, αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία του συστήματος και δεν συνιστούν μέσο παροχής στις οικείες επιχειρήσεις συγκεκριμένου πλεονεκτήματος.

2. Ο προγραμματικός χαρακτήρας των κοινωνικών στόχων που θέτει το άρθρο 117 δεν σημαίνει ότι οι στόχοι αυτοί στερούνται παντελώς εννόμων αποτελεσμάτων. Πράγματι, αποτελούν ουσιώδη στοιχεία, ιδίως για την ερμηνεία άλλων διατάξεων της Συνθήκης και του παραγώγου κοινοτικού δικαίου στον κοινωνικό τομέα. Η υλοποίηση των στόχων αυτών θα είναι πάντως το αποτέλεσμα μιας κοινωνικής πολιτικής, η χάραξη της οποίας εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές.

Συνεπώς, ούτε οι γενικές κατευθύνσεις κοινωνικής πολιτικής που χαράσσει το κάθε κράτος μέλος, ούτε ειδικά μέτρα, θεσπιζόμενα εντός αυτού του πλαισίου, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου ως προς τη συμφωνία τους με τους κοινωνικούς στόχους που θέτει το άρθρο 117 της Συνθήκης.

Αποτέλεσμα του προγμαμματικού αυτού χαρακτήρα είναι, επίσης, ότι, καίτοι η βελτίωση των όρων ζωής και εργασίας συνιστά έναν από τους ουσιώδεις σκοπούς της Συνθήκης, όπως τονίζεται στο προοίμιο και στα άρθρα 2 και 117 αυτής, ωστόσο τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να λαμβάνουν αποφάσεις, στον τομέα αυτόν, και επομένως η επιβαλλόμενη με το άρθρο 5 της Συνθήκης υποχρέωση δεν μπορεί να γεννά υπέρ των πολιτών δικαιώματα τα οποία οφείλουν να προστατεύουν τα εθνικά δικαστήρια.

Διάδικοι


Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-72/91 και C-73/91,

που έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις του Arbeitsgericht Bremen (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με τις οποίες ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Sloman Neptun Schiffahrts AG

και

Seebetriebsrat Bodo Ziesemer der Sloman Neptun Schiffahrts AG,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 92 και 117 της Συνθήκης ΕΟΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους O. Due, Πρόεδρο, Κ. Ν. Κακούρη, G. C. Rodriguez Iglesias, M. Zuleeg και J. L. Murray, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, R. Joliet, F. A. Schockweiler, J. C. Moitinho de Almeida, F. Grevisse και M. Diez de Velasco, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

γραμματέας: J.-G. Giraud

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

* η Sloman Neptun Schiffahrts AG, προσφεύγουσα της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο Hans-Georg Friedrichs του Δικηγορικού Συλλόγου της Βρέμης,

* η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ernst Roeder, Ministerialrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας, και τον Joachim Karl, Regierungsdirektor στο ίδιο υπουργείο,

* η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Joergen Molde, νομικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων,

* η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Louis van de Vel, γενικό διευθυντή του Υπουργείου Επικοινωνιών και Υποδομής,

* η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Ingolf Pernice, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, του καθού της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενου από τον δικηγόρο Juergen Maly, του Δικηγορικού Συλλόγου της Βρέμης, και τον καθηγητή Wolfgang Daeubler, του Πανεπιστημίου του Dusslingen, της Δανικής Κυβερνήσεως, της Γερμανικής Κυβερνήσεως, της Ελληνικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον Παναγιώτη Καμαρινέα, νομικό σύμβουλο του κράτους, και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 7ης Ιανουαρίου 1992,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Μαρτίου 1992,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δύο διατάξεις της 9ης Οκτωβρίου 1990, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 22 Φεβρουαρίου 1991, το Arbeitsgericht Bremen (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας) υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 92 και 117 της Συνθήκης ΕΟΚ.

2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο δύο διαφορών μεταξύ της εταιρίας Sloman Neptun Schiffahrts AG (στο εξής: Sloman Neptun), εφοπλιστικές επιχειρήσεις της Βρέμης, και του Seebetriebsrat, επιχειρηματικού συμβουλίου για τον τομέα της ναυτιλίας της Sloman Neptun (στο εξής: Seebetriebsrat).

3 'Οπως προκύπτει από τη δικογραφία, η Sloman Neptun ζήτησε, βάσει του άρθρου 99 του Betriebsverfassungsgesetz (νόμου περί οργανώσεως των επιχειρήσεων), τη σύμφωνη γνώμη του Seebetriebsrat, προκειμένου να προσλάβει Φιλιππινέζο ασυρματιστή (υπόθεση C-72/91) και πέντε άλλους Φιλιππινέζους ναυτικούς (υπόθεση C-73/91) σε ένα από τα πλοία που εκμεταλλεύεται και το οποίο είχε νηολογήσει στο Internationales Seeschiffahrtsregister, ISR (διεθνές νηολόγιο, στο εξής: ISR). Το ISR ιδρύθηκε με τον Gesetz zur Einfuehrung eines zusaetzlichen Schiffregisters fuer Seeschiffe unter der Bundesflagge im internationalen Verkehr (νόμος περί συστάσεως συμπληρωματικού νηολογίου για πλοία που φέρουν τη σημαία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και εκτελούν διεθνή δρομολόγια, στο εξής: νόμος ISR) της 23ης Μαρτίου 1989 (BGBl. Ι, σ. 550).

4 Κατά το άρθρο 21, παράγραφος 4, του Flaggenrechtsgesetz (νόμου περί του δικαίου της σημαίας), το οποίο προστέθηκε στον εν λόγω νόμο με το άρθρο 1, σημείο 2, του προαναφερθέντος νόμου ISR, συμφωνήθηκε οι συμβάσεις εργασίας των εν λόγω ναυτικών να μη διέπονται από το γερμανικό δίκαιο.

5 Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι:

Οι σχέσεις εργασίας των μελών πληρώματος ενός εμπορικού πλοίου εγγεγραμμένου στο νηολόγιο των πλοίων που εκτελούν διεθνή δρομολόγια, που δεν κατοικούν ούτε διαμένουν μονίμως στο εσωτερικό της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, δεν διέπονται, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 30 του εισαγωγικού νόμου του αστικού κώδικα και υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του δικαίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, από τις διατάξεις του γερμανικού δικαίου, εκ του λόγου και μόνο ότι το πλοίο φέρει τη σημαία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Σε περίπτωση συνάψεως συλλογικών συμβάσεων με αλλοδαπούς συνδικαλιστικούς φορείς για τη ρύθμιση των αναφερομένων στην πρώτη φράση σχέσεων εργασίας, οι συμβάσεις αυτές αναπτύσσουν τις κατά τον νόμο περί συλλογικών συμβάσεων συνέπειες μόνον εφόσον έχει συμφωνηθεί, στο πλαίσιο των συλλογικών αυτών συμβάσεων, ότι έχουν εφαρμογή εντός του πεδίου εδαφικής εφαρμογής του θεμελιώδους νόμου και έχει αναγνωριστεί η αρμοδιότητα των γερμανικών δικαστηρίων. Οι συλλογικές συμβάσεις που συνάπτονται μετά τη θέση σε ισχύ της εν λόγω παραγράφου αφορούν, σε περίπτωση αμφιβολίας, τις αναφερόμενες στην πρώτη φράση σχέσεις εργασίας, μόνον εφόσον υπάρχει ρητή πρόβλεψη. Οι διατάξεις της γερμανικής νομοθεσίας περί κοινωνικών ασφαλίσεων παραμένουν αμετάβλητες.

6 Μετά την άρνηση του Seebetriebsrat να δώσει τη σύμφωνη γνώμη του στην πρόσληψη των εν λόγω προσώπων, η Sloman Neptun προσέφυγε στο Arbeitsgericht Bremen ζητώντας του να υποκαταστήσει με απόφασή του την ελλείπουσα σύμφωνη γνώμη. Στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, το Seebetriebsrat ισχυρίστηκε ότι η διάταξη που θεσπίστηκε με τον νόμο ISR αντιβαίνει όχι μόνο στο Σύνταγμα, αλλά και στα άρθρα 92 και 117 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθόσον επιτρέπει την πρόσληψη υπηκόων τρίτων χωρών υπό όρους αμοιβής και κοινωνικής προστασίας δυσμενέστερους από εκείνους που ισχύουν για τους ναυτικούς που προσλαμβάνονται στο πλαίσιο των διατάξεων του γερμανικού δικαίου.

7 Κρίνοντας ότι η ερμηνεία των διατάξεων αυτών του ήταν απαραίτητη για την επίλυση των διαφορών, το Arbeitsgericht Bremen ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

Συμβιβάζεται με τα άρθρα 92 και 177 της Συνθήκης ΕΟΚ η διάταξη του άρθρου 1, σημείο 2, του Gesetz zur Einfuehrung eines zusaetzlichen Registers fuer Seeschiffe unter der Bundesflagge im internationalen Verkehr (νόμου περί συστάσεως συμνπληρωματικού νηολογίου για πλοία που φέρουν τη σημαία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και πραγματοποιούν διεθνή δρομολόγια) (Internationales Seeschiffahrtsregister * νηολόγιο για πλοία διεθνών δρομολογίων * ISR) της 23ης Μαρτίου 1989 (BGBl. I, σ. 550), κατά την οποία αλλοδαποί ναυτικοί που δεν κατοικούν ή διαμένουν μονίμως στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν εμπίπτουν στις γερμανικές συλλογικές συμβάσεις και, επομένως, μπορούν να απασχολούνται έναντι καταβολής του χαμηλότερου 'μισθού της χώρας καταγωγής τους (Heimatlandheuer)' και υπό δυσμενέστερες συνθήκες εργασίας σε σύγκριση με τους αντίστοιχους Γερμανούς ναυτικούς;

8 Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, η παράγραφος 4 του άρθρου 21 του νόμου περί του δικαίου της σημαίας προστέθηκε προς διασαφήνιση, στον τομέα των θαλασσίων μεταφορών, των κανόνων που θέτει το άρθρο 30, παράγραφος 2, του Αστικού Κώδικα, σχετικά με την εφαρμοστέα στις συμβάσεις εργασίας νομοθεσία. Σκοπός της διατάξεως αυτής είναι να διασφαλίσει την ανταγωνιστικότητα του γερμανικού εμπορικού στόλου, σε διεθνές επίπεδο, δια της μειώσεως του κόστους του προσωπικού.

9 Η Γερμανική Κυβέρνηση παρατηρεί, σχετικώς, ότι από το 1977 έως το τέλος του 1987, η χωρητικότητα των εμπορικών πλοίων υπό γερμανική σημαία μειώθηκε από 9,3 εκατομμύρια μετρικούς τόνους σε 3,8 εκατομμύρια και ότι, μόνον κατά το έτος 1987, ο εμπορικός στόλος υπό γερμανική σημαία μειώθηκε κατά 11 %. Στις αρχές του 1988 εργάζονταν στον εμπορικό στόλο μόνον 19 130 ναυτικοί, ενώ στις αρχές του 1971 ο αριθμός τους ανερχόταν σε 55 301.

10 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά και το κανονιστικό πλαίσιο των διαφορών της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

11 Καταρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία (βλ. ιδίως απόφαση της 22ας Μαρτίου 1977, 78/76, Steinike και Weinlig, Slg. 1977, σ. 595, σκέψη 9), η Συνθήκη, θέτοντας με το άρθρο 93 υπό τη διαρκή εξέταση και έλεγχο της Επιτροπής τις ενισχύσεις, αποβλέπει στην καθιέρωση διαδικασίας αναγνωρίσεως του τυχόν ασυμβίβαστου μιας ενισχύσεως με την κοινή αγορά, υπό τον έλεγχο πάντοτε του Δικαστηρίου, η κίνηση της οποίας απόκειται στην ευθύνη της Επιτροπής.

12 Ωστόσο, το Δικαστήριο υπογράμμισε στην απόφασή του αυτή (σκέψη 14) ότι τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να επιλαμβάνονται διαφορών στο πλαίσιο των οποίων θα χρειαστεί να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν την έννοια της ενισχύσεως, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 92, προκειμένου να κρίνουν αν συγκεκριμένο εθνικό μέτρο που ελήφθη χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία του προηγουμένου ελέγχου που προβλέπει το άρθρο 93, παράγραφος 3, μπορεί ή όχι να εμπίπτει στη διάταξη αυτή.

13 Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να θεωρηθεί ότι το προδικαστικό ερώτημα αναφέρεται στο αν σύστημα κράτους μέλους, όπως αυτό που προβλέπει ο ISR, κατά το οποίο παρέχεται η δυνατότητα εξαρτήσεως των συμβάσεων εργασίας που συνάπτονται με ναυτικούς υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι δεν έχουν κατοικία ή μόνιμη διαμονή εντός κράτους μέλους, από όρους εργασίας και αμοιβής που δεν εμπίπτουν στο δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους και είναι αισθητά δυσμενέστεροι από τους ισχύοντες για ναυτικούς υπηκόους του εν λόγω κράτους μέλους μπορεί να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης και εάν το άρθρο 117 της Συνθήκης επιτρέπει την εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος.

Επί της ερμηνείας του άρθρου 92 της Συνθήκης

14 Το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι το επίδικο σύστημα συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, καθόσον επιτρέπει μερικώς τη μη εφαρμογή των διατάξεων του γερμανικού εργατικού και κοινωνικού δικαίου.

15 Επικαλείται σχετικώς τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία η μερική απαλλαγή από κοινωνικοασφαλιστικές επιβαρύνσεις που βαρύνουν επιχειρήσεις συγκεκριμένου βιομηχανικού κλάδου συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια της προαναφερθείσας διάταξης, εάν σκοπός του μέτρου είναι η μερική απαλλαγή των επιχειρήσεων αυτών από χρηματικές επιβαρύνσεις που απορρέουν από την κανονική εφαρμογή του γενικού συστήματος υποχρεωτικών εισφορών που προβλέπει ο νόμος (απόφαση της 2ας Ιουλίου 1974, 173/73, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1974, σ. 351). Συνέπεια του επιδίκου συστήματος είναι ακριβώς η απαλλαγή των εφοπλιστών που εγγράφουν τα πλοία τους στο ISR από ορισμένες χρηματικές επιβαρύνσεις, ιδίως υψηλότερες εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως, που θα έπρεπε να καταβάλλουν εάν απασχολούσαν Γερμανούς ναυτικούς.

16 Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η σύσταση του ISR συνοδεύτηκε με τη θέσπιση του Gesetz zur AEnderung von Vorschriften der See-Unfallversicherung in der Rentenversicherungsordnung (νόμου περί τροποποιήσεως των διατάξεων των σχετικών με την ασφάλιση κατά ναυτικών ατυχημάτων του κώδικα συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως) της 10ης Ιουλίου 1989 (BGBl. I, σ. 1383). Δυνάμει των διατάξεων του εν λόγω νόμου, οι μισθοί που καταβάλλονται σε ναυτικούς των οποίων η σύμβαση εργασίας δεν διέπεται από το γερμανικό δίκαιο δεν λαμβάνονται υπόψη, κατά τον καθορισμό των μέσων μισθών, για τον προσδιορισμό των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως. Οι εισφορές αυτές, όσον αφορά τους εν λόγω ναυτικούς, υπολογίζονται βάσει των πράγματι καταβαλλομένων αποδοχών. Συνεπώς, οι επιβαρύνσεις των οικείων εφοπλιστών μειώνονται σημαντικά, καθόσον δεν υποχρεούνται να καταβάλλουν τη διαφορά μεταξύ της εισφοράς που αντιστοιχεί στις αμοιβές αυτές και της εισφοράς που αντιστοιχεί στον μέσο γερμανικό μισθό.

17 Η Επιτροπή φρονεί ότι οποιοδήποτε μέτρο, ανεξαρτήτως μορφής του, το οποίο συνεπάγεται για συγκεκριμένο κλάδο απαλλαγή η οποία δεν εντάσσεται σε γενικό σύστημα συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, ακόμα και στην περίπτωση που ένα τέτοιο μέτρο δεν χρηματοδοτείται από το Δημόσιο. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει, αφενός μεν, από τη γραμματική ερμηνεία της ανωτέρω διατάξεως, η οποία διακρίνει μεταξύ ενισχύσεων χορηγουμένων από το κράτος και ενισχύσεων χορηγουμένων από κρατικούς πόρους, αφετέρου δε, από τον σκοπό της διατάξεως αυτής, η οποία εκφράζει, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, την αρχή του άρθρου 3, στοιχείο στ', της Συνθήκης. Κατά την Επιτροπή, ο νόμος ISR, ο οποίος εκδόθηκε με σκοπό να καταστήσει περισσότερο ανταγωνιστικό τον γερμανικό εμπορικό στόλο, παρέχοντάς του ειδικά πλεονεκτήματα, συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία μιας κρατικής ενισχύσεως. Εν πάση περιπτώσει, το αμφιλεγόμενο μέτρο χρηματοδοτείται από πόρους του Δημοσίου. Πράγματι, το επίπεδο αμοιβών που συμφωνείται με τις μη υποκείμενες στο γερμανικό δίκαιο συμβάσεις συνεπάγεται μείωση φορολογικών εσόδων. Με τις απόψεις αυτές συμφωνεί το Seebetriebsrat.

18 Επιβάλλεται σχετικώς να τονιστεί ότι το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης θεωρεί ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, εφόσον επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, τις ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη ή από κρατικούς πόρους, υπό οποιαδήποτε μορφή και αν χορηγούνται, εφόσον νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής.

19 'Οπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο με την απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 1978, 82/77, Van Tiggele (Slg. 1978, σ. 25, σκέψεις 24 και 25), μόνον τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται άμεσα ή έμμεσα από κρατικούς πόρους θεωρούνται ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Πράγματι, όπως προκύπτει από το γράμμα της διατάξεως αυτής και από τους διαδικαστικούς κανόνες που θέτει το άρθρο 93 της Συνθήκης, τα πλεονεκτήματα που παρέχονται με άλλους τρόπους και όχι από κρατικούς πόρους δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής αυτών των διατάξεων. Η διάκριση μεταξύ ενισχύσεων χορηγουμένων από το κράτος και ενισχύσεων χορηγουμένων από κρατικούς πόρους αποβλέπει στο να περιλάβει στην έννοια της ενισχύσεως όχι μόνον τις ενισχύσεις που χορηγούνται απευθείας από το κράτος, αλλά και εκείνες που χορηγούνται από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς, τους οποίους ορίζει ή ιδρύει το κράτος.

20 Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν τα πλεονεκτήματα που συνεπάγεται ένα σύστημα όπως αυτό του ISR πρέπει ή όχι να θεωρηθούν ως χορηγούμενα από κρατικούς πόρους.

21 Από την άποψη αυτή, το σύστημα αυτό, όπως συνάγεται από τον σκοπό και την εν γένει οικονομία του, δεν αποβλέπει στη δημιουργία ενός πλεονεκτήματος που θα συνεπαγόταν πρόσθετη επιβάρυνση για το κράτος ή τους προαναφερθέντες οργανισμούς, αλλ' απλώς στην τροποποίηση, υπέρ των επιχειρήσεων εμπορικής ναυτιλίας, του πλαισίου εντός του οποίου συνάπτονται οι συμβατικές σχέσεις μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων και των μισθωτών που απασχολούν. Οι διαφορές που ανακύπτουν, οι οποίες οφείλονται τόσο στη διαφοροποίηση της βάσεως υπολογισμού των κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών, στην οποία αναφέρεται το εθνικό δικαστήριο, όσο και στην ενδεχόμενη απώλεια φορολογικών εσόδων, λόγω του χαμηλού επιπέδου των αμοιβών, στην οποία αναφέρθηκε η Επιτροπή, αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία του συστήματος και δεν συνιστούν μέσο παροχής στις οικείες επιχειρήσεις συγκεκριμένου πλεονεκτήματος.

22 Συνεπώς, σύστημα όπως αυτό του ISR δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

Επί της ερμηνείας του άρθρου 117 της Συνθήκης

23 Κατά το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 117 της Συνθήκης δεν περιέχει απλώς προγραμματικής φύσεως διατάξεις, αλλά επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να υλοποιήσουν τους κοινοτικούς στόχους στον κοινωνικό τομέα και στον τομέα του ελεύθερου ανταγωνισμού. Φρονεί ότι, δυνάμει αυτής της διατάξεως, τα κράτη μέλη οφείλουν, αφενός μεν, να παρακολουθούν τη ροή εργατικού δυναμικού από τρίτες χώρες, ώστε να αποτρέπουν περίπτωση μισθολογικού ντάμπινγκ και άλλες διαταράξεις της αγοράς εργασίας, αφετέρου δε, να λαμβάνουν μέτρα παρέχοντα τη δυνατότητα στο εργατικό αυτό δυναμικό να επωφελείται της κοινωνικής προόδου, όταν εργάζεται εντός της Κοινότητας. Η υπ' αυτή την έννοια ερμηνεία του άρθρου 117 επιβεβαιώνεται από τους σκοπούς που επιδιώκουν τα άρθρα 118 και 48 της Συνθήκης. Οι υποχρεώσεις αυτές, ωστόσο, δεν τηρήθηκαν στο πλαίσιο των διατάξεων τις οποίες αφορούν οι κύριες δίκες.

24 Το αιτούν δικαστήριο και το Seebetriebsrat υποστηρίζουν, επίσης, ότι το άρθρο 5 της Συνθήκης επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να μη θίγουν την υφιστάμενη κοινωνική προστασία. Η βελτίωση των όρων ζωής και εργασίας συνιστά έναν από τους σκοπούς της Συνθήκης, η υλοποίηση του οποίου δεν πρέπει να παρακωλύεται με μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη.

25 Επιβάλλεται σχετικώς να τονιστεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 1978, 149/77, Defrenne, Συλλογή τόμος 1978, σ. 419, σκέψη 19, και της 29ης Σεπτεμβρίου 1987, 126/86, Gimenez Zaera, Συλλογή 1987, σ. 3697, σκέψη 13), οι διατάξεις του άρθρου 117 της Συνθήκης έχουν ουσιαστικά προγραμματικό χαρακτήρα. Το άρθρο αυτό θέτει γενικούς στόχους η εφαρμογή των οποίων πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της δράσεως της Κοινότητας, της στενής συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών και της λειτουργίας της κοινής αγοράς.

26 Βεβαίως, ο προγραμματικός χαρακτήρας των κοινωνικών στόχων που θέτει το άρθρο 117 δεν σημαίνει ότι οι στόχοι αυτοί στερούνται παντελώς εννόμων αποτελεσμάτων. Πράγματι, αποτελούν ουσιώδη στοιχεία, ιδίως για την ερμηνεία άλλων διατάξεων της Συνθήκης και του παραγώγου κοινοτικού δικαίου στον κοινωνικό τομέα. Η υλοποίηση των στόχων αυτών θα είναι πάντως το αποτέλεσμα μιας κοινωνικής πολιτικής, η χάραξη της οποίας εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές (προαναφερθείσα απόφαση Gimenez Zaera, σκέψη 14).

27 Συνεπώς, ούτε οι γενικές κατευθύνσεις κοινωνικής πολιτικής που χαράσσει το κάθε κράτος μέλος, ούτε ειδικά μέτρα, όπως αυτά στα οποία αφορούν οι διατάξεις περί παραπομπής, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου ως προς τη συμφωνία τους με τους κοινωνικούς στόχους που θέτει το άρθρο 117 της Συνθήκης.

28 Τέλος, καίτοι η βελτίωση των όρων ζωής και εργασίας συνιστά έναν από τους ουσιώδεις σκοπούς της Συνθήκης, όπως τονίζεται στο προοίμιο και στα άρθρα 2 και 117 της Συνθήκης, ωστόσο τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να λαμβάνουν αποφάσεις, στον τομέα αυτόν, και επομένως η επιβαλλόμενη με το άρθρο 5 της Συνθήκης υποχρέωση δεν μπορεί να γεννά υπέρ των πολιτών δικαιώματα τα οποία οφείλουν να προστατεύουν τα εθνικά δικαστήρια.

29 Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι στο εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι σύστημα, όπως αυτό του ISR, το οποίο επιτρέπει να εξαρτώνται οι συμβάσεις εργασίας που συνάπτονται με ναυτιλομένους υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι δεν έχουν κατοικία ή μόνιμη διαμονή στο εν λόγω κράτος μέλος, από όρους εργασίας και αμοιβής οι οποίοι δεν καθορίζονται από το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους και είναι σημαντικά δυσμενέστεροι από εκείνους που ισχύουν για τους ναυτιλομένους που έχουν την ιθαγένεια του εν λόγω κράτους μέλους δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, το δε άρθρο 117 της Συνθήκης δεν αποκλείει την εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

30 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική, Βελγική, Δανική και Ελληνική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διατάξεις της 9ης Οκτωβρίου 1990 το Arbeitsgericht Bremen, αποφαίνεται:

Σύστημα, όπως αυτό του ISR, το οποίο επιτρέπει να εξαρτώνται οι συμβάσεις εργασίας που συνάπτονται με ναυτιλομένους υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι δεν έχουν κατοικία ή μόνιμη διαμονή στο εν λόγω κράτος μέλος, από όρους εργασίας και αμοιβής οι οποίοι δεν καθορίζονται από το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους και είναι σημαντικά δυσμενέστεροι από εκείνους που ισχύουν για τους ναυτιλομένους που έχουν την ιθαγένεια του εν λόγω κράτους μέλους δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, το δε άρθρο 117 της Συνθήκης δεν αποκλείει την εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος.